Πεζογραφία
Το Ρόδι της Ευτυχίας
Ι
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε μια μακρινή πολιτεία ένας καλός βασιλιάς. Είχε όμως ένα παράπονο, που δεν μπορούσε να κάνει παιδιά. Τότε η βασίλισσα πάνω στον καημό της είπε: «ας κάνω παιδί, Θεέ μου, κι ας πεθάνω». Έτσι μετά από εννιά μήνες γεννήθηκε ένα πανέμορφο κοριτσάκι αλλά η βασίλισσα πέθανε. Ο βασιλιάς έκλαψε για το χαμό της αλλά και χάρηκε για την κόρη του. Επειδή είχε χρυσαφένια μαλλιά που έλαμπαν ακόμα και στο σκοτάδι, την είπαν Ηλιογέννητη. Και ο βασιλιάς ήταν πολύ χαρούμενος για την κόρη του που μεγάλωνε και τον αγαπούσε πάρα πολύ.
Η πολιτεία ζούσε ευτυχισμένη και οι άνθρωποι σέβονταν το βασιλιά τους και καμάρωναν την Ηλιογέννητη, που όσο περνούσε ο καιρός, ομόρφαινε και πιο πολύ. Κάποτε όμως ο βασιλιάς αρρώστησε και τότε μεγάλη δυστυχία έπεσε στη χώρα. Η αγάπη του για τους ανθρώπους, τώρα που ήταν αδύναμος πια, δεν έφτανε για να κρατήσει την ευτυχία στο βασίλειό του. Γεμάτος στενοχώρια και με δάκρυα στα μάτια κάλεσε τον σύμβουλό του, τον Τρομάλ, να δουν τι θα κάνουν.
Ο Τρομάλ ήταν ο διοικητής του στρατού. Ο βασιλιάς τον είχε, για να τον βοηθάει στις δύσκολες καταστάσεις. Ο Τρομάλ υποκρινόταν ότι ανησυχούσε κι αυτός και έτρεξε στο κάλεσμα του βασιλιά. Κατά βάθος όμως χαιρόταν, γιατί ήθελε αυτός να γίνει βασιλιάς. Χρησιμοποιούσε μάλιστα για το σκοπό αυτό τις σκοτεινές μαγικές του δυνάμεις. Γι’ αυτό, τώρα που αρρώστησε ο βασιλιάς, βρήκαν τα μάγια του τη δύναμη να φέρουν τη δυστυχία στη χώρα.
Το μόνο εμπόδιο για τα ύπουλα σχέδιά του ήταν η Ηλιογέννητη. Σκέφτηκε όμως κάτι, για να τη βγάλει από τη μέση. Όταν πήγε στο βασιλιά, προσποιήθηκε το στενοχωρημένο. Τότε ο βασιλιάς, ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, του είπε:
– Αγαπητέ μου Τρομάλ, νιώθω μεγάλο πόνο. Η χώρα βουλιάζει στη δυστυχία και το κακό δε λέει να πάρει τέλος. Φοβάμαι μην πεθάνω και μαζί μου χαθεί και η πολιτεία μου με τόσους αθώους.
– Σε καταλαβαίνω, βασιλιά μου, καμώθηκε ο Τρομάλ και κούνησε το κεφάλι δήθεν όλο απελπισία. Δεν μπορούμε όμως να κάνουμε τίποτα, είπε.
– Μην το λες αυτό, Τρομάλ. Δεν θέλω ούτε να το σκέφτομαι. Ξέρεις, έχω ακούσει για το Ρόδι της Ευτυχίας. Παλιές ιστορίες λένε πως βρίσκεται κάπου μέσα στο Στοιχειωμένο Δάσος. Αν μπορούσε κάποιος να το φέρει, τότε η ευτυχία θα επέστρεφε και πάλι και η πολιτεία θα σωνόταν. Μόνο που… κανείς δεν έχει μπει ποτέ εκεί μέσα. Όλοι το φοβούνται κι ούτε το όνομά του να ακούν δε θέλουν. Λένε πως κρύβει πολλούς κινδύνους.
– Μόνο ένας πρέπει να πάει εκεί, είπε ξαφνικά ο Τρομάλ, σα να είχε μια φοβερή ιδέα.
– Τι εννοείς, Τρομάλ; Τα λόγια σου με φοβίζουν. Δεν πιστεύω να εννοείς…
– Την Ηλιογέννητη! Ναι, βασιλιά μου, η Ηλιογέννητη πρέπει να μπει στο Στοιχειωμένο Δάσος, για να φέρει το Ρόδι της Ευτυχίας, και κανείς άλλος! Είναι η διάδοχος του θρόνου. Είναι υποχρεωμένη λοιπόν να πάει, είπε ο Τρομάλ, σίγουρος πως η Ηλιογέννητη δεν είχε ελπίδες, σαν έμπαινε στο Στοιχειωμένο Δάσος. Έτσι ο θρόνος θα έμενε γι’ αυτόν.
– Α, όχι, αυτό δε θα γίνει ποτέ! Τη μονάκριβη κόρη μου να στείλω εκεί όπου κανείς ποτέ δεν πήγε και από όπου κανείς ποτέ δεν ήρθε; Όχι, όχι, δεν μπορώ να κάνω κάτι τέτοιο.
– Και θα αφήσεις, βασιλιά μου, τη χώρα να χαθεί έτσι άδικα; τον διέκοψε ο Τρομάλ. Δεν είναι κρίμα;
Ο βασιλιάς έμεινε σκεφτικός. Αγαπούσε όσο τίποτα άλλο την Ηλιογέννητη, η σωτηρία όμως της χώρας κρεμόταν από τη δική του απόφαση. Τι να κάνει λοιπόν; Με βαριά καρδιά κάλεσε την Ηλιογέννητη στο δωμάτιό του και της ανακοίνωσε την απόφασή του. Η Ηλιογέννητη καθόλου δεν πικράθηκε που ο πατέρας της την έστελνε στο μέρος που δεν είχε πατήσει κανείς. Με χαρά δέχτηκε να τον βοηθήσει να διώξει τη δυστυχία:
– Μη στενοχωριέσαι, πατέρα, του είπε. Να δεις που θα τα καταφέρω να γυρίσω πίσω με το Ρόδι της Ευτυχίας. Να δεις που θα τη σώσουμε τη χώρα.
– Και πώς θα ξέρουμε ότι είσαι καλά; πρόλαβε να πει πάλι ο Τρομάλ. Θέλω να πω, το Στοιχειωμένο Δάσος είναι αιώνια σκοτεινό. Κανείς δεν το πλησιάζει. Πώς θα μαθαίνουμε νέα σου;
– Αυτό είναι ένα πρόβλημα, είπε ο βασιλιάς.
– Θα έλεγα να περιμένουμε τρεις μέρες, πρότεινε ο Τρομάλ, σίγουρος πως ο καιρός ήταν λίγος, για να καταφέρει η Ηλιογέννητη να επιστρέψει με το Ρόδι της Ευτυχίας. Αν δεν γυρίσεις σε τρεις μέρες, ο θρόνος θα πρέπει να δοθεί σε κάποιον άλλο, για να προσπαθήσει κι εκείνος, είπε με πονηριά έχοντας στο νου του τον εαυτό του.
– Τρεις μέρες; έκανε ο βασιλιάς. Τόσες λίγες;
– Η κατάσταση, βασιλιά μου, έχει φτάσει στο απροχώρητο, είπε ο Τρομάλ. Πρέπει γρήγορα να βρούμε τη λύση. Κάθε λεπτό που περνάει, είναι πολύτιμο.
– Έχε θάρρος, πατέρα, είπε η Ηλιογέννητη. Δεν θα επιτρέψω να καταστραφεί η πολιτεία μας. Θα παλέψω με όλες μου τις δυνάμεις και πιστεύω ότι θα τα καταφέρω.
– Μου δίνεις κουράγιο, κόρη μου, μέσα στη μεγάλη μου δυστυχία, είπε ο βασιλιάς. Μακάρι να επιστρέψεις νικήτρια. Η ευχή μου και η σκέψη όλων μας θα είναι πάντα κοντά σου.
Έτσι ξεκίνησε η Ηλιογέννητη νωρίς το επόμενο πρωί για το Στοιχειωμένο Δάσος. Όλοι οι άνθρωποι της χώρας βγήκαν στα τείχη να την αποχαιρετήσουν. Ο βασιλιάς δάκρυσε από περηφάνια για την κόρη του, ενώ ο Τρομάλ έτριβε τα χέρια του γεμάτος ικανοποίηση. Τώρα έβλεπε το θρόνο πολύ κοντά του. Υπομονή μόνο έπρεπε να κάνει. Υπομονή για τρεις μέρες. Έπειτα η χώρα θα γινόταν δική του.
ΙΙ
Ύστερα από αρκετές ώρες δρόμο κι αφού πέρασε τα ψηλά βουνά, που ήταν τα σύνορα της χώρας, η Ηλιογέννητη έφτασε μπροστά στο Στοιχειωμένο Δάσος που ήταν αιώνια σκοτεινό. Δίστασε για λίγο αλλά έπειτα γεμάτη αποφασιστικότητα περπάτησε ανάμεσα στα πυκνά δέντρα.
Στην αρχή δεν μπορούσε να δει τίποτα. Όλα ήταν θεοσκότεινα. Δεν ήξερε τι πατούσε και που βρισκόταν. Ψηλαφώντας με τα χέρια έφτασε στη ρίζα ενός μεγάλου δέντρου και κάθισε γεμάτη απελπισία. Τι θα έκανε τώρα; Πώς θα έβρισκε το Ρόδι της Ευτυχίας μέσα σε αυτή τη σκοτεινιά; Μόνη μέσα στο σκοτάδι άρχισε να φοβάται. Δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της κι έτσι απελπισμένη που ήταν, έγειρε κι αποκοιμήθηκε.
Τότε ξαφνικά ένα παράξενο φως άρχισε να μπαίνει στο δάσος. Μεμιάς όλα φωτίστηκαν. Τα δέντρα ένιωσαν μεγάλη έκπληξη και άρχισαν να συζητούν ζωηρά για το περίεργο αυτό γεγονός. Τα ζώα μαζεύτηκαν όλο χαρά, που το φως ήρθε στο δάσος, ενώ τα ξωτικά, οι νεράιδες και τα αερικά άρχισαν να χορεύουν. Οι πεταλούδες και οι μέλισσες ζουζούνιζαν από’ δω κι από’ κει όλο ευτυχία. Το Στοιχειωμένο Δάσος γέμισε χαρούμενες φωνές και χρώματα. Όλοι ρώτησαν το Πνεύμα του Δάσους τι συνέβαινε. Αυτό είπε με σοβαρότητα:
– Επιτέλους, λύθηκαν τα μάγια που μας έδεναν τόσα χρόνια στη σκοτεινή μας δυστυχία. Ξημέρωσε και για μας η μέρα. Τη χαρά μας όμως τη χρωστάμε στην κοπέλα με τα χρυσά μαλλιά. Αυτή έφερε το λαμπερό φως. Πάμε να την ευχαριστήσουμε.
Όλοι λοιπόν ξεχύθηκαν στο δάσος. Γρήγορα έφτασαν στο δέντρο που κοιμόταν η Ηλιογέννητη. Εκείνη ξύπνησε από το θόρυβο και στην αρχή τρόμαξε. Πώς χάθηκε το σκοτάδι; Και πώς βρέθηκαν εκεί όλα αυτά τα πλάσματα που την κοιτούσαν επίμονα;
– Μη φοβάσαι, κορίτσι με τα χρυσά μαλλιά, της είπε το Πνεύμα του Δάσους και την πλησίασε. Είμαστε οι κάτοικοι του δάσους. Ήρθαμε να σε ευχαριστήσουμε, γιατί τα χρυσά σου μαλλιά έφεραν το φως και ξημέρωσε η μέρα και για μας.
– Δηλαδή, είπε όλο απορία η Ηλιογέννητη, λύθηκαν τα σκοτεινά μάγια που κρατούσαν το Στοιχειωμένο Δάσος αιχμάλωτο;
– Ναιαιαιαιαι, φώναξαν όλα τα ζώα και τα ξωτικά.
– Χαίρομαι γι’ αυτό, είπε η Ηλιογέννητη.
– Τι σε έφερε ως εδώ; τη ρώτησε το Πνεύμα του Δάσους. Ποιά είσαι και πώς σε λένε;
– Το όνομά μου είναι Ηλιογέννητη και έρχομαι από μια χώρα πίσω από τα βουνά. Εκεί έπεσε μεγάλη δυστυχία και ο πατέρας μου, ο βασιλιάς, με έστειλε να φέρω το Ρόδι της Ευτυχίας, για να σωθεί η πολιτεία.
– Το Ρόδι της Ευτυχίας; έκανε όλο θαυμασμό το Πνεύμα του Δάσους κι ύστερα συνέχισε με σοβαρότητα: από παλιά λένε πως υπάρχει στο δάσος, μα κανείς δεν ξέρει που βρίσκεται.
– Δεν υπάρχει κάποιος που θα μπορούσε να με βοηθήσει; ρώτησε γεμάτη αγωνία η Ηλιογέννητη. Πρέπει να το βρω οπωσδήποτε.
– Δυστυχώς δεν ξέρω κανέναν που θα μπορούσε να σε βοηθήσει, απάντησε απογοητευμένο το Πνεύμα του Δάσους.
– Δεν μου μένει λοιπόν, παρά να ψάξω να το βρω μόνη μου.
– Το δάσος θα σε βοηθήσει, Ηλιογέννητη, στο ταξίδι σου, όσο μπορεί. Να’ σαι σίγουρη γι’ αυτό, της είπε το Πνεύμα του Δάσους.
– Σας ευχαριστώ όλους, είπε η Ηλιογέννητη, και ξεκίνησε.
Περιπλανήθηκε πολλές ώρες μέσα στο δάσος η Ηλιογέννητη, χωρίς να καταφέρει τίποτα. Στο δρόμο τής κρατούσαν συντροφιά διάφορα ζώα, πουλιά και ξωτικά, για να μη νιώθει μοναξιά. Κάποια στιγμή δίψασε και έσκυψε να πιει νερό από ένα δροσερό ποτάμι που κυλούσε εκεί κοντά. Τότε, χοπ, ξεπήδησε μέσα από τα νερά ένα μικρό κορίτσι.
– Ποια είσαι εσύ; τη ρώτησε η Ηλιογέννητη.
– Είμαι η νεράιδα της πηγής. Διαβάζω τη σκέψη όσων πίνουν νερό από εδώ. Ξέρω τι σε βασανίζει και μπορώ να σε βοηθήσω. Βλέπεις, το ταξίδι μου ξεκινάει από τα βουνά. Πάνω λοιπόν σε ένα βουνό ξέρω ότι υπάρχει ένα δέντρο που έχει χαραγμένο σε μια πανάρχαια γραφή το μέρος, όπου βρίσκεται το Ρόδι της Ευτυχίας. Δεν έχεις παρά να ακολουθήσεις τη διαδρομή του ποταμού προς την αντίστροφη κατεύθυνση. Όταν φτάσεις στην πηγή, θα δεις εκεί δίπλα το δέντρο που σου είπα.
– Σε ευχαριστώ, νεράιδα, είπε η Ηλιογέννητη και έχοντας πάρει θάρρος και ελπίδα, άρχισε να περπατά κατά μήκος του ποταμού.
Το απόγευμα έφτασε επιτέλους στην πηγή. Δίπλα υπήρχε ένα πανύψηλο δέντρο. Πώς θα ανέβαινε όμως ως εκεί πάνω; Υπήρχε κίνδυνος να πέσει. Και τα κλαδιά του ήταν τόσο πυκνά, ώστε δύσκολα θα έβρισκε την αρχαία επιγραφή.
– Τι να κάνω; αναρωτήθηκε η Ηλιογέννητη.
– Θα σε βοηθήσω εγώ, Ηλιογέννητη, είπε ο σκίουρος.
Με γρήγορα πηδήματα σκαρφάλωσε στο πυκνόφυλλο δέντρο. Δεν άργησε να ανακαλύψει την επιγραφή αλλά δεν μπορούσε να τη διαβάσει. Όλα τού έμοιαζαν ακατανόητα.
– Μα τι λέει τέλος πάντων; είπε όλο νεύρα ο σκίουρος.
– Μόνο το Τυφλό Παιδί μπορεί να τη διαβάσει, είπε η κουκουβάγια που φτερούγισε και ήρθε ως εκεί. Είναι το μόνο πλάσμα στο δάσος που μπορεί να δει αυτό που δεν βλέπουν οι άλλοι.
– Και πού βρίσκεται; ρώτησε όλο περιέργεια ο σκίουρος.
– Κατοικεί σε ένα μικρό ξύλινο σπιτάκι πάνω σε μια γέρικη βελανιδιά. Είστε μισή μέρα δρόμο από’ δω, είπε η κουκουβάγια και χώθηκε στη φωλιά της.
Ο σκίουρος κατέβηκε από το δέντρο και πλησίασε την Ηλιογέννητη:
– Έχουμε ευχάριστα και δυσάρεστα νέα. Τα ευχάριστα είναι ότι βρήκα την επιγραφή. Τα δυσάρεστα είναι ότι μπορεί να διαβαστεί μόνο από το Τυφλό Παιδί που βρίσκεται μισή μέρα δρόμο. Έτσι είπε η κουκουβάγια. Τώρα όμως έχει αρχίσει να νυχτώνει. Θα συνεχίσουμε αύριο.
Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς η Ηλιογέννητη. Αν και ανησυχούσε για την πολιτεία και τον πατέρα της, έπρεπε να περιμένει ως το άλλο πρωί. Γεμάτη αγωνία κάθισε σε ένα ψηλό βράχο κι απόμεινε να κοιτάζει τα αστέρια στο νυχτερινό ουρανό. Το βλέμμα της σταμάτησε στα βουνά που έκρυβαν πίσω τους τη χώρα της. Μέσα στη σιωπή της νύχτας ευχήθηκε να καταφέρει να φτάσει στο Ρόδι της Ευτυχίας, για να σώσει το λαό και να δώσει χαρά στον άρρωστο πατέρα της, που περνούσαν δύσκολες ώρες. Τότε ένα αστέρι έπεσε από τον ουρανό και η Ηλιογέννητη δάκρυσε.
Την ίδια ώρα στην πολιτεία οι άνθρωποι ένιωθαν το κακό να τους περικυκλώνει. Τα μάγια του Τρομάλ έφερναν καινούριες καταστροφές. Σεισμοί γκρέμιζαν τα σπίτια, πυρκαγιές κατάκαιγαν τα σπαρτά και η πείνα θέριζε τα παιδιά. Ο βασιλιάς, ανήμπορος στο κρεβάτι, θρηνούσε για την κατάσταση και ευχόταν να γυρίσει σύντομα η Ηλιογέννητη.
Ο μόνος που το διασκέδαζε, ήταν ο πανούργος Τρομάλ που μετρούσε δυο ακόμα μέρες, για να καταλάβει το βασιλικό θρόνο. Ήδη κατάστρωνε τα σχέδιά του για το πώς θα κυβερνούσε τη χώρα. Ονειρευόταν πλούτη και μεγαλεία. Θα έβαζε μεγάλους φόρους και θα απαιτούσε να τον υπακούν όλοι. Και οι άνθρωποι, ταλαιπωρημένοι όπως θα ήταν από τη δυστυχία και τις καταστροφές, δε θα μπορούσαν να κάνουν αλλιώς. Έτσι πίστευε ο Τρομάλ. Όμως η μέρα ξημέρωνε για δεύτερη φορά στο Μαγεμένο Δάσος.
ΙΙΙ
Το επόμενο πρωί η Ηλιογέννητη βγήκε νωρίς νωρίς από την κουφάλα του δέντρου, όπου έμεινε τη νύχτα. Έξω στο ξέφωτο την περίμενε μια έκπληξη. Οι νεράιδες είχαν φροντίσει για ένα πλούσιο πρωινό γεύμα. Πάνω στο γρασίδι είχαν στρώσει λευκά πέπλα και είχαν βάλει εκεί χίλια δυο καλά: γάλα, μέλι από τις μέλισσες, καρπούς από τα δέντρα και χυμούς από άγνωστα φρούτα.
Η Ηλιογέννητη ένιωσε ντροπή αλλά τα ξωτικά την έφεραν στο υπαίθριο αυτό τραπέζι. Της χάρισαν μάλιστα κι ένα στεφάνι από λουλούδια, να το φορεί στα χρυσαφένια της μαλλιά.
Όταν χόρτασαν όλοι, ξεκίνησαν για το σπιτάκι όπου έμενε το Τυφλό Παιδί. Στο δρόμο τα δέντρα τούς έδειχναν ποιο μονοπάτι να ακολουθούν κάθε φορά και τους χάριζαν τον ίσκιο τους, για να δροσίζονται και να ξαποσταίνουν. Ο σκίουρος προχωρούσε μπροστά με τη φουντωτή του ουρά να πηγαίνει πότε δεξιά και πότε αριστερά.
Το μεσημέρι τελικά έφτασαν στη γέρικη βελανιδιά. Ψηλά, πάνω στα κλαδιά υπήρχε ένα ξύλινο σπιτάκι. Ήταν τόσο μικρό, που δεν χωρούσε να μπει ένας μεγάλος άνθρωπος εκεί μέσα. Ήταν φανερό πως κάποιο μικρό παιδί έμενε εκεί.
– Έι, είναι κανείς εδώ; φώναξε η Ηλιογέννητη. Τυφλό Παιδί, μας ακούς;
Δεν ακούστηκε απάντηση. Ύστερα από λίγο όμως η πορτούλα άνοιξε και φάνηκε δειλά ένα παιδάκι που έπιανε με τα χέρια μπροστά του, για να μην πέσει. Ήταν τυφλό, δεν έβλεπε τίποτα. Η Ηλιογέννητη γεμάτη χαρά τού μίλησε:
– Γεια σου, Τυφλό Παιδί. Είμαι η Ηλιογέννητη. Ήρθα εδώ με τα πλάσματα του Μαγεμένου Δάσους, για να σου ζητήσουμε μια χάρη. Θέλουμε να μας βοηθήσεις.
– Θέλετε να διαβάσω τα χαραγμένα λόγια που δεν μπορεί να διαβάσει κανένας άλλος. Έτσι δεν είναι;
– Πού το ξέρεις; απόρησε ο σκίουρος.
– Ο κακός μάγος που με τύφλωσε και με έκανε πάλι μικρό παιδί, μου είχε πει πως μόνο όταν θα διαβάσω την επιγραφή, θα λυθούν τα μάγια. Επειδή όμως δε βλέπω, δεν μπορώ να ψάξω στο Μαγεμένο Δάσος. Τώρα εσείς θα με πάτε στο σωστό μέρος κι έτσι θα βοηθήσω εγώ εσάς κι εσείς εμένα.
– Και πώς ήξερες για ποιο λόγο ήρθαμε σε σένα; ρώτησε με τη σειρά της η Ηλιογέννητη.
– Γιατί με φώναξες «Τυφλό Παιδί». Από όλα τα πλάσματα του δάσους μόνο η κουκουβάγια που φυλάει χρόνια τώρα την επιγραφή, ξέρει το όνομά μου. Έτσι λοιπόν κατάλαβα ότι είχατε περάσει πρώτα από εκεί κι ότι σας είχε μιλήσει για μένα.
– Εμπρός, μην καθυστερούμε, είπε γεμάτος ανυπομονησία ο σκίουρος.
Αμέσως δυο ξωτικά πέταξαν ως το ξύλινο σπιτάκι, πήραν το Τυφλό Παιδί και το κατέβασαν κάτω. Τα πουλιά τού έδωσαν ένα ραβδάκι, για να βρίσκει ευκολότερα το δρόμο του. Ύστερα από λίγο όμως το Τυφλό Παιδί κουράστηκε, μιας και δεν ήταν συνηθισμένο στο πολύωρο περπάτημα. Έτσι το πήρε στη ράχη του το ελαφάκι.
Στην επιστροφή σταμάτησαν, για να ξεκουραστούν λίγο δίπλα σε μερικούς θάμνους. Εκεί το Τυφλό Παιδί εξήγησε στην Ηλιογέννητη πως πρώτα ήταν ένα γενναίο βασιλόπουλο σε μιαν άγνωστη γι’ αυτήν χώρα. Όμως ένας πανούργος μάγος το είχε μεταμορφώσει σε τυφλό, ανυπεράσπιστο παιδί, γιατί ήθελε να το εκδικηθεί που αρνήθηκε να τον βοηθήσει στα σκοτεινά του σχέδια.
– Και τώρα πού βρίσκεται αυτός ο μάγος; Ρώτησε η Ηλιογέννητη.
– Δεν ξέρω ακριβώς. Νομίζω σε μια μακρινή χώρα. Παριστάνει τον καλό για να πάρει το θρόνο του βασιλιά. Ελπίζω να τον ανακαλύψουν και να τον τιμωρήσουν, τον απαίσιο Τρομάλ!
– Ποιόν; ρώτησε έκπληκτη η Ηλιογέννητη.
– Τον Τρομάλ, το μάγο. Αυτό είναι το όνομά του, απάντησε το Τυφλό Παιδί.
Η Ηλιογέννητη πάγωσε. Ποτέ δεν είχε περάσει από το μυαλό της ότι πίσω από τον Τρομάλ κρυβόταν ένας τόσο απαίσιος μάγος. Τώρα κατάλαβε πως η δυστυχία που έπεσε στη χώρα, ήταν έργο των σκοτεινών του δυνάμεων. Τώρα μπόρεσε να εξηγήσει, γιατί έπεισε τον πατέρα της να τη στείλει στο Στοιχειωμένο Δάσος. Σχεδίαζε να την ξεφορτωθεί, για να πάρει το θρόνο. Και ο άμοιρος ο πατέρας της που δεν είχε ιδέα από όλα αυτά και μοιραζόταν μαζί του τα μυστικά του; Αχ, πόσο θα ήθελε να βρισκόταν τώρα κοντά του, να τον προστατέψει από τα πανούργα σχέδια του κακού Τρομάλ!
Το Τυφλό Παιδί ένιωσε την ανησυχία της Ηλιογέννητης και ρώτησε να μάθει τι συμβαίνει. Τότε η Ηλιογέννητη τού αποκάλυψε την ιστορία της. Του μίλησε για το κακό που βρήκε τη χώρα της, την απόφαση του πατέρα της να τη στείλει να βρει το Ρόδι της Ευτυχίας και τις περιπέτειές της στο Μαγεμένο Δάσος ως τη στιγμή που συναντήθηκαν. Το Τυφλό Παιδί έμεινε για λίγο σκεφτικό και έπειτα είπε:
– Έχουμε, λοιπόν, ένα παραπάνω λόγο, για να βιαστούμε, Ηλιογέννητη. Σε λίγο νυχτώνει και δε μας έμεινε παρά μια μέρα μονάχα από τη διορία που έχουμε. Ο Τρομάλ είναι επικίνδυνος. Δε θα διστάσει να κάνει κι άλλο κακό στη χώρα και τον άρρωστο πατέρα σου.
– Έχεις δίκιο, είπε η Ηλιογέννητη. Κι αμέσως ξεκίνησαν για το δέντρο με τα ακαταλαβίστικα γράμματα.
Στη χώρα της Ηλιογέννητης ο λαός είχε απογοητευθεί. Κανείς δεν περίμενε ότι υπήρχε ελπίδα να επιστρέψει η κόρη του βασιλιά με το Ρόδι της Ευτυχίας. Άλλοι έλεγαν πως δεν μπορεί, θα είχε χαθεί στο στοιχειωμένο δάσος. Έβλεπαν τη δυστυχία και το κακό να θερίζουν τα πάντα. Κανείς όμως δεν έλεγε τίποτα στον άρρωστο βασιλιά, μήπως δεν το άντεχε και πέθαινε πικραμένος.
Ο Τρομάλ άρχισε να διαδίδει φήμες ότι η Ηλιογέννητη χάθηκε, ότι την κατάπιε το δάσος. Βιαζόταν να βρεθεί στο θρόνο, μοναδικός κυρίαρχος. Έλεγε πως ο θρόνος δεν έπρεπε να μείνει κενός, τώρα που η μοναδική κληρονόμος χάθηκε άδικα. Υποστήριζε πως ο βασιλιάς όφειλε να πάρει τις αποφάσεις του, σίγουρος πως θα πρότεινε αυτόν για διάδοχο.
Ωστόσο ο βασιλιάς δεν ήθελε να βιαστεί. Παρά την απελπισία του θα περίμενε να περάσουν και οι τρεις μέρες της διορίας που είχε δώσει στην Ηλιογέννητη. Για την ώρα όμως αγωνιούσε για την τύχη της. Γι’ αυτό αποφάσισε να στείλει την επόμενη μέρα το Βασιλικό Αετό πάνω από το στοιχειωμένο δάσος, μήπως του έφερνε κάποιο νέο από την κόρη του.
Λίγο πριν σβήσουν και οι τελευταίες αχτίδες του ήλιου, η παρέα του Μαγεμένου Δάσους έφτασε κάτω από το δέντρο με την πανάρχαια επιγραφή. Τα αερικά ανέβασαν το Τυφλό Παιδί κι έπειτα κατέβηκαν και περίμεναν με τους υπόλοιπους. Η κουκουβάγια τούς είπε να μην τους ενοχλήσει κανείς. Ύστερα οδήγησε τα χεράκια του Τυφλού Παιδιού πάνω στα χαραγμένα σύμβολα και με συγκίνηση είπε:
– Εμπρός, Τυφλό Παιδί, εσύ που δε βλέπεις, διάβασε αυτό που δεν μπορούν να διαβάσουν, εκείνοι που βλέπουν.
Το Τυφλό Παιδί χάιδεψε με τα δάχτυλά του τα περίεργα γράμματα και χαμογέλασε. Με τα μάτια της ψυχής του είχε διαβάσει το μήνυμα της αρχαίας επιγραφής. Τα μάγια, που το έδεναν τόσο καιρό, είχαν λυθεί.
Η παρέα κάτω από το δέντρο είχε αρχίσει να νυστάζει. Κάτι το ταξίδι της ημέρας, κάτι η νύχτα που έπεφτε σιγά σιγά, κάτι το Τυφλό Παιδί που δεν έλεγε να φανεί, όλα αυτά τούς έκαναν να ξαπλώσουν στην κουφάλα του δέντρου, για να ξαποστάσουν. Η Ηλιογέννητη με καρφωμένο το βλέμμα στο ψηλό δέντρο περίμενε το Τυφλό Παιδί να επιστρέψει. Κάποτε όμως ο ύπνος νίκησε και τα κουρασμένα της ματάκια έκλεισαν τελευταία μέσα στο Μαγεμένο Δάσος.
IV
Χαράματα της επόμενης μέρας, της τρίτης και τελευταίας που είχε η Ηλιογέννητη, ο Βασιλικός Αετός πέταξε από τη δυστυχισμένη χώρα με κατεύθυνση προς τα ψηλά βουνά. Πήγαινε στο Στοιχειωμένο Δάσος, μήπως και βρει τα χαμένα ίχνη της Ηλιογέννητης.
Στο δέντρο με την αρχαία επιγραφή η παρέα του Μαγεμένου Δάσους κοιμόταν ακόμα βαθιά. Ξαφνικά ακούστηκαν φωνές και όλοι πετάχτηκαν όρθιοι:
– Εμπρός, σηκωθείτε, τεμπέληδες! Έχουμε δρόμο. Το Ρόδι της Ευτυχίας είναι μακριά.
– Μα ποιος φωνάζει πρωί πρωί; διαμαρτυρήθηκε ο σκίουρος.
– Τι συμβαίνει; ρώτησαν η Ηλιογέννητη και τα αγουροξυπνημένα πουλιά.
Τότε όλοι βρέθηκαν μπροστά σε ένα αλλόκοτο θέαμα. Μπροστά τους στεκόταν ένα πανέμορφο Βασιλόπουλο, ένα νεαρό παλικάρι ντυμένο με ρούχα βασιλικά, ζωσμένο στη μέση το σπαθί του. Όλοι έμειναν να θαυμάζουν την ομορφιά του. Μόνο ο σκίουρος συνήλθε γρηγορότερα:
– Τώρα, εσύ πάλι, ποιος είσαι; το ρώτησε.
Το Βασιλόπουλο χαμογέλασε και στράφηκε προς την Ηλιογέννητη που το κοιτούσε θαμπωμένη:
– Ηλιογέννητη; Ούτε εσύ δε με αναγνωρίζεις;
– Μα ναι! Είσαι το Τυφλό Παιδί! Λύθηκαν τα μάγια και έγινες πάλι το Βασιλόπουλο που ήσουν και πρώτα. Έτσι δεν είναι; Άρα, αυτό σημαίνει ότι διάβασες την επιγραφή. Και ότι ξέρεις που βρίσκεται το Ρόδι της Ευτυχίας!
– Ακριβώς, απάντησε το Βασιλόπουλο.
– Ζήτωωωωωω, φώναξαν από χαρά τα ζώα, τα ξωτικά και τα αερικά. Τα πουλιά άρχισαν να φτεροκοπούν χαρούμενα, οι νεράιδες τραγουδούσαν. Το Βασιλόπουλο με λίγα λόγια τούς εξήγησε ότι το προηγούμενο βράδυ διάβασε την επιγραφή και έτσι έσπασε τα μάγια που το έδεναν τόσο καιρό.
– Τώρα όμως αρχίζουν τα δύσκολα, είπε το Βασιλόπουλο και διέκοψε τα πανηγύρια. Η επιγραφή λέει ότι το Ρόδι της Ευτυχίας το έχει το Σοφό Πουλί που κατοικεί στο Δέντρο της Χαράς και της Λύπης. Η κουκουβάγια μού είπε ότι το δέντρο αυτό βρίσκεται στην άκρη του Μαγεμένου Δάσους και πως κανείς δεν έχει πάει ως εκεί. Τόσο μακριά είναι. Για να φτάσουμε ως εκεί, θέλουμε τουλάχιστον δυο χρόνια.
– Αχ, όχι! Είπε η Ηλιογέννητη. Η διορία μου τελειώνει αύριο. Μετά ο Τρομάλ θα γίνει βασιλιάς και τότε δεν έχουμε ελπίδες. Θα καταστρέψει τη χώρα μου, θα υποδουλώσει τους κατοίκους και θα σκοτώσει τον πατέρα μου. Αλίμονο! Δε θα προλάβουμε. Κι ούτε θα τηρήσω την υπόσχεση που έδωσα στον άρρωστο πατέρα μου.
– Μη φοβάσαι, Ηλιογέννητη, μην απελπίζεσαι, την διέκοψε το Βασιλόπουλο. Οι Δυνάμεις του Καλού δεν είπαν ακόμα την τελευταία τους λέξη.
Εκείνη τη στιγμή μια σκιά τούς σκέπασε, σαν κάποιο σύννεφο να πέρασε γρήγορα. Δεν ήταν όμως σύννεφο. Ο Βασιλικός Αετός, αφού έκανε μερικούς κύκλους, προσγειώθηκε ανάμεσά τους με μεγαλοπρέπεια.
– Ηλιογέννητη! Είσαι ζωντανή;
– Βασιλικέ Αετέ, ήρθες πάνω στην ώρα, είπε η Ηλιογέννητη. Πες μου μόνο αν ζει ακόμα ο πατέρας μου.
– Ζει, Ηλιογέννητη αλλά η δυστυχία πλακώνει βαριά τη χώρα. Βρήκες το Ρόδι της Ευτυχίας; τη ρώτησε.
– Όχι, είπε το Βασιλόπουλο, αλλά θα μας βοηθήσεις εσύ να το βρούμε!
– Εγώ; Πώς; απόρησε ο Βασιλικός Αετός.
– Δεν έχουμε χρόνο τώρα. Θα σου εξηγήσουμε στο δρόμο, απάντησε το Βασιλόπουλο.
Ύστερα από λίγο μια περίεργη παρέα πετούσε πάνω από το Μαγεμένο Δάσος. Ο Βασιλικός Αετός με την Ηλιογέννητη, το Βασιλόπουλο και το μικρό σκίουρο στην πλάτη του έσχιζε τον ουρανό με τις τεράστιες φτερούγες του και πετούσε γρήγορα για το Δέντρο της Χαράς και της Λύπης, στην άκρη του Μαγεμένου Δάσους. Ο Βασιλικός Αετός φανέρωσε την αιτία του ερχομού του, την επιθυμία του βασιλιά να μάθει για την τύχη της κόρης του, πριν παραδώσει το θρόνο στον Τρομάλ, μίλησε για την τραγική κατάσταση που είχε δημιουργηθεί στη χώρα, για την απελπισία των ανθρώπων, τις καταστροφές, την πείνα. Η Ηλιογέννητη με τη σειρά της εξήγησε στο Βασιλικό Αετό πώς είχαν τα πράγματα στο Μαγεμένο Δάσος, τις περιπέτειές της, την ιστορία του Μαγεμένου Βασιλόπουλου, την αλήθεια για τον Τρομάλ και του φανέρωσε ότι έπρεπε να βιαστούν, για να φέρουν το Ρόδι της Ευτυχίας στη βασανισμένη πολιτεία.
Ο Βασιλικός Αετός διέσχισε ταχύτατα την τεράστια απόσταση και λίγο μετά το μεσημέρι έφτασαν στο Δέντρο της Χαράς και της Λύπης. Το δέντρο αυτό δεν ήταν σαν όλα τα άλλα που είχαν δει στο μαγεμένο δάσος. Ήταν τεράστιο, τόσο ψηλό, που η κορυφή του χανόταν στα σύννεφα. Έμοιαζε να βρίσκεται εκεί για αιώνες.
Η Ηλιογέννητη, το Βασιλόπουλο και ο μικρός σκίουρος πλησίασαν γεμάτοι θαυμασμό το πελώριο αυτό δέντρο. Τότε ανάμεσα στις φυλλωσιές διέκριναν ένα πολύχρωμο πουλί, που όμοιό του δεν είχαν ξαναδεί. Ήταν το Σοφό Πουλί. Στο ράμφος του κρατούσε ένα κατακόκκινο ρόδι, ενώ κι άλλα μικρότερα ρόδα ξεπρόβαλλαν μέσα από τα κλαδιά. Κανείς δε μιλούσε. Μια αλλόκοτη ησυχία τούς τύλιγε.
Τότε ήταν που το Σοφό Πουλί, χωρίς να ανοίξει το ράμφος του, τους μίλησε στην καρδιά τους και όλοι μπορούσαν να το ακούσουν πεντακάθαρα:
– Καλωσορίσατε στο Δέντρο της Χαράς και της Λύπης. Μπράβο σας, για τις θυσίες και τον αγώνα που κάνατε, για να φτάσετε ως εδώ. Ανταμοιβή σας είναι το Ρόδι της Ευτυχίας, το σπουδαιότερο αγαθό πάνω στη γη. Ηλιογέννητη, είπε το Σοφό Πουλί και στράφηκε προς αυτήν, το Ρόδι της Ευτυχίας είναι δικό σου. Πάρ’ το και πήγαινέ το στη χώρα σου που το έχει ανάγκη. Μην ξεχάσεις όμως ποτέ ότι η ευτυχία που κερδίζεις, ήρθε από το Μαγεμένο Δάσος. Και να θυμάσαι όλους όσους σε βοήθησαν, είπε και άφησε να πέσει το Ρόδι της Ευτυχίας στην αγκαλιά της Ηλιογέννητης.
Το απόγευμα της ίδιας μέρας ο Τρομάλ επισκέφθηκε τον άρρωστο βασιλιά στο δωμάτιό του.
– Πλησίασε, Τρομάλ, του είπε ο βασιλιάς. Σε ακούω.
– Βασιλιά μου, άρχισε ο Τρομάλ δήθεν καταστενοχωρημένος, οι ειδήσεις που έχω, φοβάμαι ότι είναι δυσάρεστες. Η Ηλιογέννητη φαίνεται πως χάθηκε για πάντα στο Στοιχειωμένο Δάσος. Πρέπει να το πάρουμε απόφαση ότι δε θα την ξαναδούμε πια. Ο Βασιλικός Αετός δεν επέστρεψε και ήδη άρχισε να νυχτώνει. Τίποτα δε γυρίζει, βασιλιά μου, από το Στοιχειωμένο Δάσος. Έπειτα, ο λαός υποφέρει από την ανεξήγητη δυστυχία. Μακάρι να μπορούσες να διώξεις το μαύρο σύννεφο που μας πλακώνει. Η ασθένειά σου όμως σε κρατά αιχμάλωτο στο κρεβάτι. Πρέπει να διαλέξεις το διάδοχό σου, βασιλιά μου, πριν είναι αργά.
– Τρομάλ, το ξέρεις ότι εσύ θα είσαι ο διάδοχος, σε περίπτωση που η Ηλιογέννητη δε γυρίσει πίσω. Ωχ, ούτε να το σκέφτομαι δε θέλω κάτι τέτοιο. Δεν υπάρχει όμως λόγος να αθετήσουμε όσα συμφώνησα με την κόρη μου. Εξάλλου μια νύχτα έμεινε. Αν ως αύριο το πρωί η Ηλιογέννητη δε φανεί, θα γίνει η στέψη σου στην αίθουσα του θρόνου.
– Όπως επιθυμείς, βασιλιά μου, είπε ο Τρομάλ και αφού υποκλίθηκε, βγήκε από το δωμάτιο. Καταραμένε παλιόγερε, είπε όλο νεύρα. Δεν θα σου περάσει όμως! Αύριο θα σου πάρω το θρόνο και μαζί όλο σου το βασίλειο, χε, χε, μουρμούρισε και κλείστηκε στο δωμάτιό του, για να ετοιμάσει την ομιλία της αυριανής μέρας.
Ξημέρωσε κάποτε και η μέρα που με τόση αγωνία περίμεναν όλοι: ο Τρομάλ, ο ταλαιπωρημένος λαός, ο άρρωστος βασιλιάς, η Ηλιογέννητη και το Βασιλόπουλο.
Στην αίθουσα του θρόνου όλα ήταν έτοιμα για τη στέψη του Τρομάλ. Ο άρρωστος βασιλιάς με βαριά καρδιά σύρθηκε φορώντας τα καλά του ως το θρόνο του, για να τον παραδώσει στον Τρομάλ. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι έχασε για πάντα τη μονάκριβη κορούλα του. Το βασίλειό του ήταν ρημαγμένο από τις καταστροφές που δεν μπορούσε να ελέγξει. Και ο θρόνος πήγαινε στα χέρια του Τρομάλ, στον οποίο είχε πάψει να έχει την εμπιστοσύνη που του είχε πρώτα. Σα να βιαζόταν ο Τρομάλ να βρεθεί στο θρόνο κι αυτό τον έβαζε σε υποψίες. Δεν μπορούσε όμως να κάνει αλλιώς.
Ο διάδοχος του θρόνου ήρθε ντυμένος με την επίσημη στολή του και στάθηκε δίπλα στο βασιλιά. Τα βούκινα και οι τρομπέτες ήχησαν σε όλη την πολιτεία, σημάδι ότι άρχιζε η τελετή στέψης του νέου βασιλιά. Τότε όμως συνέβη κάτι που κανείς δεν περίμενε και πιο πολύ από όλους ο μοχθηρός Τρομάλ.
Έξω από το παλάτι που είχε αρχίσει να συγκεντρώνεται κόσμος, ακούστηκαν φωνές. Έπειτα δυνάμωσαν, ακούστηκαν ζητωκραυγές, στο τέλος όλος ο τόπος τρανταζόταν από τη φασαρία. Σα να γινόταν κάποιο πανηγύρι. Ο βασιλιάς ανησύχησε. Πιο πολύ όμως ανησύχησε ο Τρομάλ. Είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που ακούστηκαν για τελευταία φορά χαρούμενες φωνές στο βασίλειο.
Ξαφνικά η πόρτα της αίθουσας του θρόνου άνοιξε διάπλατα και όρμησε μέσα ο Βασιλικός Αετός. Ο Τρομάλ μόλις τον είδε, κέρωσε από το φόβο του. Ο βασιλιάς παρά την αδυναμία και την εξάντληση πετάχτηκε όρθιος:
– Βασιλικέ Αετέ, επιτέλους ήρθες! Τι νέα μού φέρνεις;
– Βασιλιά μου, σταμάτα τη στέψη και διώξε από κοντά σου τον πανούργο Τρομάλ!
– Να σταματήσω τη στέψη,… τον πανούργο Τρομάλ. Τι είναι αυτά που λες, Βασιλικέ Αετέ;
– Βασιλιά μου, δεν υπάρχει λόγος να σε διαδεχτεί ο Τρομάλ, αφού η Ηλιογέννητη ζει…
– Ζει; είπε ο βασιλιάς και πέταξε από τη χαρά του. Ο Τρομάλ όμως έπεσε ξερός στο πάτωμα. Αλλά τώρα κανείς δεν του έδινε σημασία.
– Ζει, βασιλιά μου και έφερε το Ρόδι της Ευτυχίας στη χώρα! Τα μάγια που κρατούσαν σκοτεινό το Στοιχειωμένο Δάσος, λύθηκαν, πλημμύρισε στο φως και τα πουλιά του Δάσους πετούν πάνω από την πόλη φέρνοντας Ρόδα της Ευτυχίας σε όλους.
– Πατέρα, ακούστηκε η φωνή της Ηλιογέννητης που έτρεξε και χώθηκε στην αγκαλιά του.
– Παιδί μου, Ηλιογέννητη, τι ανέλπιστη χαρά είναι αυτή που μου έδωσες! Πόσο απελπισμένος ήμουν και πόσο χαρούμενος είμαι τώρα. Αλήθεια, δεν νιώθω άρρωστος πλέον.
– Είναι γιατί λύθηκαν τα μάγια του Τρομάλ, του μάγου, βασιλιά μου, είπε το Βασιλόπουλο που έμπαινε εκείνη την ώρα με το μικρό σκίουρο στην αίθουσα του θρόνου…
Να μην τα πολυλογούμε, η Ηλιογέννητη διηγήθηκε στον πατέρα της τις περιπέτειές της στο Μαγεμένο Δάσος, την ιστορία του Μαγεμένου Βασιλόπουλου, τη συνάντησή τους με το Βασιλικό Αετό, το Σοφό Πουλί με το Ρόδι της Ευτυχίας και το πώς έφτασαν πετώντας ως τη χώρα τους.
Ο βασιλιάς, όταν έμαθε την αλήθεια για τον Τρομάλ, διέταξε και τον έκαναν κομματάκια. Έπειτα πάντρεψε την Ηλιογέννητη με το Βασιλόπουλο και τους όρισε διαδόχους του στο βασιλικό θρόνο. Η ευτυχία και το χαμόγελο ξαναήρθαν στη βασανισμένη πολιτεία και οι άνθρωποι ξέχασαν με τον καιρό τις μέρες που ο Τρομάλ τούς έκανε τη ζωή δύσκολη. Και το Σοφό Πουλί χαμογελούσε στο Δέντρο της Χαράς και της Λύπης, εκεί στην άκρη του Μαγεμένου Δάσους με τα Ρόδα της Ευτυχίας γύρω του. Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Κάτω από Πεζογραφία | Comment (1)Ο μαστρο-Φώτης ο τσαγκάρης
Το ρολόι στο καμπαναριό ζύγωνε να σημάνει πέντε. Μετά τη μεσημεριάτικη βροχούλα όλα αναπαύονταν κάτω από το πέπλο μιας ηρεμίας παγωμένης. Το κρύο αεράκι έδινε κι έπαιρνε. Στις αόρατες λακκούβες το νερό έδειχνε να αναπαύεται κι αυτό. Το επόμενο πρωί δε θα τολμούσες να το πλησιάσεις. Παγωμένο καθώς θα ήταν, μπορεί να γλιστρούσες πάνω του.
Ούτε ένα αυτοκίνητο δεν περνούσε εκείνη την ώρα. Και από τα κλειδαμπαρωμένα διαμερίσματα δεν ακουγόταν ο παραμικρός θόρυβος. Ήταν αποχαυνωτική αυτή η ησυχία και δεν έδινε σε καμία περίπτωση την ευλογημένη αίσθηση της ανακούφισης?
Έσβησε τη μηχανή και με αργές κινήσεις άναψε τσιγάρο. Ρούφηξε τον καπνό ως τα πνευμόνια και πήρε να κοιτάζει προσεκτικά τον έρημο δρόμο κάτω από το σαρακοφαγωμένο κασκέτο του. Είχε σταθεί κοντά σε ένα κάδο απορριμμάτων. Ήταν μισάνοιχτος και από το νερό της βροχής που είχε πέσει μέσα, μύριζε άσχημα. Σήκωσε το βλέμμα του μέχρι τα μπαλκόνια των πολυκατοικιών αλλά κανείς δεν ξεμύτιζε έξω. Έφτασε η ματιά του μέχρι το τέρμα του δρόμου· ούτε γάτα δεν είδε.
– Εμ, βέβαια. Ούτε τα γατιά δε μας θέλουνε τώρα, έτσι όπως γινήκαμε, συλλογίστηκε εκνευρισμένος.
Αναστέναξε και ο νους του έτρεξε πίσω στα περασμένα. Τότε που περνούσε από τη γειτονιά και γινότανε γιορτή. Ακόμα και με τέτοιο καιρό άκουγες κατιτίς: κανένα βρεγμένο γατί να νιαουρίζει, καμιά κυρά να σκουπίζει την αυλή. Έβλεπες και τους μπόμπιρες ξαφνικά μπροστά σου που θέλανε να σε τρομάξουν. Κι από μυρωδιές; Άλλο τίποτα! Εδώ φασκόμηλο, πιο κάτω χαμομήλι, ακόμη παραπέρα μερακλίδικος καφές.
– Ε ρε, πως καταντήσαμε, ψέλλισε απογοητευμένος και συγκρατήθηκε να μη δακρύσει.
Ο μαστρο-Φώτης ο τσαγκάρης, όπως τον φώναζαν, θα είχε τώρα πατήσει τα εξήντα. Κρατιόταν όμως ακόμα καλά, λεβεντόκορμος καθώς ήταν, με πυκνά σγουρά μαλλιά και με μια φωνή ασυνήθιστα σκληρή, χάρη στο τσιγάρο που δεν έβγαλε ποτέ από το στόμα του. Η ζωή του ήταν μια μεγάλη φουρτούνα αλλά κι αυτός αποδείχτηκε καλός καπετάνιος, αφού πάντα κατόρθωνε να γλιτώνει από τις παγίδες στο διάβα του.
Παιδαρέλι στον πόλεμο έχασε τους γονείς του και τα αδέρφια του τον παράτησαν, γιατί τους ήταν, λέει, βάρος. Τον άφησαν σε ένα μοναστήρι αλλά γρήγορα έφυγε από εκεί και χωρίς να το καταλάβει, βρέθηκε αντάρτης στα βουνά να πολεμάει άγνωστους εχθρούς σε μιαν άγνωστη γι? αυτόν πατρίδα. Κάποια στιγμή κατέβηκε στην πόλη, γιατί του είπαν ότι χάσανε και χωρίς να ρωτήσει λεπτομέρειες, «τί και πώς», κόλλησε σε έναν τσαγκάρη, το Γιάννο τον Οβραίο, που τον έλεγαν έτσι, γιατί ήταν αρχιτσιφούταρος.
Ο μαστρο-Φώτης έμαθε γρήγορα τη δουλειά, κέρδισε χρήματα κι εκείνο το παρανόμι «ο τσαγκάρης». Το αφεντικό του όμως, ο Γιάννος, σαν είδε ότι το τσιράκι του θα του ?τρωγε τη δουλειά ? γιατί ήταν φως φανάρι ότι έπιαναν τα χέρια του και στη μαεστρία σύντομα τον ξεπέρασε ? , τον έδιωξε χωρίς να του πληρώσει κάτι μηνιάτικα και μάλιστα τον κατηγόρησε ότι δήθενες γλυκοκοίταζε την κόρη του, το Λενιώ, μια χτικιάρα, βλογιοκομμένη, που δεν την έβλεπε ο ήλιος κι ήταν κίτρινη σαν το λεμόνι.
Ο μαστρο-Φώτης μπορεί να μην ήξερε γράμματα, κατάλαβε όμως την μπαμπεσιά που του έκαναν. Αλλά δε μίλησε. Σηκώθηκε κι έφυγε, γιατί «ο τόπος βρώμαγε», όπως συνήθιζε να λέει, όταν οι άνθρωποι βγάζανε προς τα έξω την κακία τους. Κι όρεξη δεν είχε για τσακωμούς. Η μικρή παραμονή του στο βουνό τού είχε διδάξει πως τα μαλώματα δεν οδηγούν πουθενά.
Σύντομα βρέθηκε να κάνει το χτίστη στο συνεργείο του Αντρέα του Ρέμπελου. Ο κυρ Αντρέας εκτός από καλός μάστορης ήταν και καλός άνθρωπος και τον βοήθησε να μάθει την τέχνη. Ο μαστρο-Φώτης αποδείχτηκε κι εδώ υπάκουο μαθητούδι κι έτσι κέρδισε την εκτίμηση του αφεντικού του. Και με τις λίγες του οικονομίες αγόρασε κάποτε μια μηχανή με μια ειδικά προσαρμοσμένη υποδοχή πάνω της κι έβγαινε το χειμώνα και πουλούσε κάστανα. Ένας Θεός ξέρει πού τα ?βρισκε, πού τα ?βραζε. Όλοι όμως ξέραν πως το χειμώνα, τα απογεύματα θα περνούσε από τη γειτονιά τους «ο μαστρο-Φώτης ο τσαγκάρης» – τον φωνάζανε έτσι, για να σκάει από το κακό του ο Γιάννος ο Οβραίος που τον κυνήγησε τόσο πρόστυχα. Λίγο πριν πέσει η νύχτα, λοιπόν, άρχιζε να κατηφορίζει στις γειτονιές και να ξεσηκώνει τον κόσμο:
– Κάστανααα! Βρασμένα κάστανααα!
– Ο μαστρο-Φώτης ο τσαγκάρης! φώναζαν οι πιτσιρικάδες και ξεχύνονταν στο δρόμο. Ο πρώτος που θα τον έφτανε και θα τον καλούσε για λογαριασμό της μάνας του να κοπιάσει στο σπίτι για ένα ζεστό, έπαιρνε τζάμπα όσα κάστανα ήθελε.
Κι αργοκυλούσε τη μηχανή του ο μαστρο-Φώτης και χαιρόταν τα μιλιούνια παιδικά πρόσωπα να του κλείνουν το δρόμο. Και πότε στης Γαρουφαλιάς, πότε στης κυρα Λένης το κονάκι καθότανε για ένα καφέ, κανένα λουκούμι ή γλυκό του κουταλιού και μέχρι να βραδιάσει, χόρταινε και γύριζε γεμάτος πεσκέσια σπίτι του.
Άμα καμιά φορά δεν προλάβαινε να περάσει από κάποια γειτονιά, οι κυράδες την άλλη μέρα πήγαιναν στο συνεργείο που δούλευε και του ?καναν παράπονα:
– Γιατί ρε μαστρο-Φώτη δε μας καταδέχεσαι κι εμάς;
– Καλά σου λένε βρε! αγρίευε το αφεντικό του, για να γελάσουνε. Γιατί δεν περνάς κι από ?κει; Λοιπόν, το καλό που σου θέλω, κακομοίρη μου. Απόψε να περάσεις κι από τις κάτω γειτονιές, γιατί ψωμί δε θα ξαναφάς από ?μένα.
Και χαχαχα τα γέλια οι εργάτες και οι κυράδες που τους αρέσαν τα χωρατά, βαστούσαν τις κοιλιές τους και κοκκίνιζαν:
– Α να χαθείς, βρε, χαχαχα, μας ξελίγωσες, παλιομπαγάσα.
Στο φευγιό τους έσερναν τα κουρασμένα τους κορμιά και οι νιούτσικες, οι απάντρευτες, οι αλαφροπερπατούσες, κουνούσαν τα μεριά τους και ?κάναν τους εργάτες να αναστενάζουν, γιατί η λάσπη γινόταν τώρα πιο βαριά. Και σε λίγο ο κυρ-Αντρέας αγρίευε για τα καλά, όταν έβρισκε πως το αλφάδιασμα ήταν θεόστραβο κι έβαζε τις φωνές:
– Ε ρε Αντώνη! Τι έχει η κούτρα σου, μωρέ; Ξέχνα τα καπούλια, γιατί θα μας βρει η Πούλια! Το νου σου! Στεγνώνει πάλι η λάσπη! Και κοίτα μη μου τα στραπατσάρεις πάλι κι εκεί, γιατί αλίμονό σου!
Το ίδιο βράδυ ο μαστρο-Φώτης σεργιάνιζε στις κάτω γειτονιές, για να του παραπονούνται το άλλο πρωί οι κυράδες από τις απάνω. Κι έβγαζε κάστανα και μοίραζε με τη σέσουλα και στα φτωχαδάκια που δεν είχαν μπουκιά να βάλουν στο στόμα τους και ποτέ δεν έβαλε μπροστά το νιτερέσο. Έτσι, τον αγαπούσαν όλοι.
Κι όταν ένα βράδυ έφτασε στα στενορύμια που αρχίζουνε μετά το σιδεράδικο του Μανώλη του Τρελοκαμπέρη κι είδε το Κατινάκι να τρέχει αλαφιασμένο τσαλαβουτώντας στα νερά και στις λάσπες, το ?πιασε από τους ώμους και το σήκωσε ψηλά:
– Τί τρέχει, μωρή; Πού πας έτσι;
– Η μάνα μου!…
– Τί ?ναι μωρέ;
– Γεννάει!
Στη στιγμή το παράτησε χάμω κι έτρεξε, χωρίς να πάρει ανάσα για το σπίτι τους. Ο άντρας της Κλειώς ήταν ναυτικός και ερχόταν στη χάση και στη φέξη. Μόνη της αυτή ξενοπλένοντας μεγάλωνε τα παιδιά κι εκείνος έσπερνε, κάθε φορά που ερχόταν κι έφευγε πάλι, χωρίς να συλλογίζεται τι άφηνε πίσω του. Τα χρήματά του ήταν πάντα λιγοστά αλλά τα στόματα που είχε να μπουκώσει, μπόλικα.
Ο μαστρο-Φώτης κατάλαβε πως η Κλειώ δεν είχε χρήματα, για να φωνάξει το γιατρό. Και το Κατινάκι έτρεχε μάλλον για το σπίτι της θειας του της Ρηνιώς, τρομαγμένο από τις φωνές. Ο μαστρο-Φώτης έβαλε τα υπόλοιπα παιδιά στο υπόγειο, για να μην ακούνε. Έφερε κακήν κακώς τη γριά Ασήμω, τη μαμή, και με τα λίγα που κάτεχε κι αυτός από μια γέννα που ?χε δει κάποτε στο βουνό, βοήθησε την Κλειώ να φέρει στον κόσμο ένα βλασταράκι που αργότερα το βάφτισε ο ίδιος. Το ξεπεταρούδι αυτό το είπανε Μιχάλη, γιατί έτσι είχε τάξει η μάνα του από ένα όνειρο που είχε δει με τον αρχάγγελο το Μιχαήλ να της χαμογελάει.
Επειδή, λοιπό, ο μαστρο-Φώτης δεν έβαλε ποτέ μπροστά του το νιτερέσο, δεν αξιώθηκε και να παντρευτεί ποτέ. Όποτε του τύχαινε κάτι, η δουλειά σκόνταβε στο πάρε δώσε. Και ο μαστρο-Φώτης τα σιχαινόταν αυτά κι έκανε πέρα. Έτσι πέρασε τη ζωή του, το πρωί χτίστης και το απόγευμα καστανάς. Αλλά πάντα ήταν για τους ανθρώπους που τον ήξεραν, «ο μαστρο-Φώτης ο τσαγκάρης με την καλή καρδιά». Τα καλοκαίρια βολτάριζε στις γειτονιές με ένα κλωνί βασιλικό στο αυτί και τραγουδούσε όλο καημό κάτι τραγούδια που αλαφρώναν την καρδιά. Και με τις πρώτες βροχές έβγαζε τη μηχανή του, την έπλενε, τη λάδωνε κι άμα τον βλέπανε οι γειτόνοι, τον μάλωναν:
– Άντε, μαστρο-Φώτη! Μας άργησες φέτος. Έβγα να μας πουλήσεις κανένα κάστανο, να ζεσταθούμε λιγάκι. Και μη μας ξεχάσεις πάλι.
– Πέρασε κι απ? της Μίνας. Έχει μελιτζανάκι άλφα, μούρλια, σου λέω!
Κι έτσι, προτού τα λιομαζώματα ο μαστρο-Φώτης όργωνε τις γειτονιές και η βραχνή φωνή του ήταν κάποτε πιο δυνατή κι από το ρολόι του καμπαναριού:
– Κάσταναα! Βρασμένα κάστανααα!
Οι γριές σταυροκοπιόνταν, στέκονταν για μια στιγμή να συλλογιστούν ποιος μήνας είναι και ποια μέρα και αμολούσαν τα παιδιά να φέρουν το μαστρο-Φώτη στο σπίτι τους.
– Πάει, χειμώνιασε., έλεγαν και το πρώτο κάστανο το άφηναν ζεστό ζεστό κάτω από το εικόνισμα της Παναγιάς.
– Σύρε να φέρεις τον καφέ, μωρή! Και κοίτα να ?χει μπόλικο καϊμάκι, όπως του αρέσει.
Κάπως έτσι κυλούσε ο χρόνος κάποτε, πριν πολλά χρόνια. Όταν ο μαστρο-Φώτης τα μετρούσε, του φαίνονταν τόσα πολλά. Κι όμως τα θυμόταν όλα τόσο ξεκάθαρα, σαν να ?ταν μόλις χθες.
Κατέβηκε από τη μηχανή του κι έκλεισε το καπάκι από τον κάδο απορριμμάτων. Βρομοκόπαγε ο τόπος. Δεν άντεχε τη μυρουδιά. Κοίταξε για μια ακόμη φορά τον έρημο δρόμο· τίποτα δεν είχε απομείνει από την αλλοτινή εποχή. Τίποτα που να του θύμιζε εκείνες τις ευτυχισμένες μέρες με τα πιτσιρίκια, τα τραταρίσματα, τα γέλια και τα κλάματα μιας φτωχής αλλά απλόχερης ζωής. Οι άνθρωποι γκρέμισαν τα χαμόσπιτα, έκρυψαν τις αυλές και κλείστηκαν στις πολυκατοικίες τους. Χάθηκε και το άρωμα του βασιλικού και της μαντζουράνας, οι φωνές των παιδιών, τα μαλώματα των κυράδων, τότε που άλλαζες δυο κουβέντες και μάθαινες τα νέα της γειτονιάς απέξω κι ανακατωτά.
Ωστόσο ο μαστρο-Φώτης συνέχισε όλα αυτά τα χρόνια να πουλάει κάστανα γυρνώντας στις παλιές γειτονιές με την καινούρια τους τώρα όψη, αναγγέλλοντας κάθε φορά τον ερχομό του χειμώνα. Φέτος έλεγε να σταματήσει πια. Αλλά κάτι μέσα του τον έσπρωχνε ολοένα να μην το κάνει. Λες και θα ?πεφτε σε σοβαρό αμάρτημα, αν έπαυε να σεργιανάει με τα βρασμένα του κάστανα.
Τώρα όμως που αντίκριζε τον έρημο δρόμο, σαν να το πήρε απόφαση ότι θα έδινε ένα τέλος. Χάιδεψε το κάθισμα της μηχανής και είπε βαριανασαίνοντας:
– Πολυκαιρίσαμε, συντρόφισσα. Μας πήρε η κάτω βόλτα.
Κατέβασε το κασκέτο του ακόμη πιο χαμηλά, ανέβηκε στη μηχανή του και σιγά σιγά άρχισε να κατηφορίζει στο δρόμο, κοιτώντας πότε δεξιά και πότε αριστερά τα γκρίζα κτίρια και προσπαθώντας να βάλει με τη φαντασία του στη θέση τους τις εικόνες που εκείνος είχε βαθιά χαραγμένες στη μνήμη του. Μπροστά του άρχισαν να ξετυλίγονται μία μία: αυλόπορτες που άνοιγαν ξαφνικά, γνωστά πρόσωπα που χαμογελούσαν. Άκουγε γέλια και έβλεπε τους σερέτηδες με το κομπολόι στο χέρι να στρίβουν τα μουστάκι τους και να πειράζουν τις χαμηλοβλεπούσες κοπελιές που κοκκίνιζαν σαν την παπαρούνα. Και του φάνηκε πως όλα αυτά ήταν ζωντανά, πως δεν είχαν χαθεί για πάντα, πως ο χρόνος δεν τα είχε σαρώσει κι ότι το άρωμα αυτής της εποχής πλανιόταν γύρω του και του γαργαλούσε τα ρουθούνια.
Τόσο αληθινές έμοιαζαν αυτές οι θύμησες εκείνη την ώρα, τόσο γλυκιά ήταν η νοσταλγία που του πλημμύρισε τα σωθικά, που πέταξε το τσιγάρο, στύλωσε τη φωνή του και άρχισε να διαλαλεί, στην αρχή ήρεμα και μαλακά αλλά έπειτα όλο και πιο δυνατά και πιο δυνατά, σαν να εκλιπαρούσε το όραμα να μην τον αφήσει. Τώρα που έφτανε στο τέρμα του δρόμου, τώρα που γέρασε και οι δυνάμεις του τον άφηναν δειλά δειλά, τώρα που το γκρίζο των πολυκατοικιών σκέπαζε ξανά τα μάτια του και τού έκρυβε τους καιρούς εκείνους, τώρα που δεν μπορούσε να μυρίσει πια το γιασεμί.
– Κάστανααα! Βρασμένα κάστανααα!
Το ρολόι στο καμπαναριό σήμανε εκείνη την ώρα πέντε. Οι ήχοι της καμπάνας σκέπασαν τις φωνές του μαστρο-Φώτη του τσαγκάρη και δεν έφτασαν ποτέ στα αυτιά και την καρδιά των ανθρώπων. Κανείς εκείνο το απόγευμα δεν άκουσε το κάλεσμά του που πνίγηκε αθόρυβα στο τέρμα του δρόμου μέσα σε λυγμούς για εκείνο που έφυγε και δεν ξαναγύρισε.
Κάτω από Πεζογραφία | 0 ΣχόλιαΟίκτος
Ένα ανεπαίσθητο ρεύμα αέρα σκορπάει τα πεταμένα αποτσίγαρα της χθεσινής ξεχασμένης μέρας. Μαζί τους σκορπάω και εγώ σε στενά δρομάκια, σε ανηφόρες και κατηφόρες που δεν οδηγούν πουθενά. Ο καιρός είναι ασυνήθιστα καλός για τέτοια εποχή και μόνο όταν βγαίνεις στους κεντρικούς δρόμους, νιώθεις το χειμώνα να χώνεται ύπουλα στα πόδια σου.
Το ήξερα πως δεν θα έχω τι να κάνω. Ντύθηκα παρόλα αυτά, χτενίστηκα και ήρθα με ταξί σε πέντε λεπτά. Ο ταξιτζής μου τα πήρε χοντρά αλλά βαριόμουνα να τον βρίσω, χρονιάρα μέρα. Σχεδόν όλα τα βρήκα κλειστά. Ελάχιστοι κυκλοφορούν στους δρόμους. Μόνο κάτι γεροντάκια είδα να λιάζονται στην πλατεία και ίσως να σκέφτονταν πως του χρόνου δε θα μπορούν να το κάνουν ούτε αυτό. Πέρασα από δυο τρεις εκκλησίες. Μία μάλιστα μου φάνηκε αρκετά παλιά και μου κίνησε το ενδιαφέρον. Όμως η κύρια είσοδος ήταν κλειστή. Οι υπόλοιπες ήταν πρόσφατα χτισμένες, καλά καλά δεν τις είχαν αγιογραφήσει κιόλας. Όσο με συγκινούν οι παλιές εκκλησίες, άλλο τόσο με αφήνουν αδιάφορο οι καινούριες.
Αφού έκανα μερικά τηλεφωνήματα, έφυγα για ανεύρεση φαγητού με κλαμένα μάτια. Κατέληξα σε ένα γυράδικο με έναν εξόφθαλμα βρώμικο γύρο στο χέρι.
– Δυόμισι, μου είπε βαριεστημένα μια τριανταπεντάρα, σύζυγος μάλλον του πωλητή, ο οποίος πάλευε εκνευρισμένος να φτιάξει την ταμειακή του μηχανή. Δεν ξέρω γιατί αλλά τους λυπήθηκα.
Μέσα έτρωγαν άλλοι δύο σαν εμένα. Τους λυπήθηκα και αυτούς. Λες και σήμερα ξεπόρτισα για να μοιράσω λύπη ? ή σάμπως για να ξαλαφρώσω από τη δική μου; Κοίταζαν κάποιο εορταστικό πρόγραμμα στην τηλεόραση, αποχαυνωμένοι, χωρίς να περιμένουν τίποτα, χωρίς να φαίνεται ότι τους νοιάζει τίποτα.
Πέρασα στο απέναντι ζαχαροπλαστείο. Ένας γέρος με ακουστικά στα αυτιά κατάλαβε με την τρίτη ότι ήθελα μισό κιλό δίπλες. Πρόσεξε τι ήμουν και έβαλε παραπάνω από όσο του ζήτησα, για να κερδίσει το πολύ λίγα ακόμη κέρματα.
– Δεν πειράζει, του απάντησα και ένιωσα και γι? αυτόν απέραντο οίκτο. Αν και μέσα μου μονολόγησα: «πόσα χρόνια ακόμα νομίζεις ότι θα κλέβεις στο ζύγι, ρε κωλόγερε;» αλλά αμέσως κατάλαβα ότι η ερώτησή μου αλλού θα ήθελε να φτάσει. Και δεν έδωσα συνέχεια.
Που και που μόνο λίγα πιτσιρίκια ξεγλιστρούν από τους έρημους δρόμους, χορτασμένα από το μεσημεριανό φαγητό, έτοιμα να ανοίξουν την αγκαλιά τους και να κλείσουν τον κόσμο ολόκληρο μέσα τους. Τρομάζω στην ιδέα πως κάποια από αυτά θα βρεθούν σύντομα στη θέση μου. Τα κοιτάζω στα μάτια αλλά ούτε ίχνος υποψίας δε διακρίνω. Μόνο μια ξέφρενη ανεμελιά, μια αθώα αδιαφορία για τα χρόνια που έρχονται.
Θυμάμαι τότε που ήμουνα μικρός και ήθελα να μεγαλώσω γρήγορα. Οι δικοί μου με συμβούλευαν να μη βιάζομαι, γιατί κάποτε θα ερχότανε η ώρα που θα ήθελα να ξαναγίνω παιδί. Βλέπω τα πιτσιρίκια να στρίβουν στη γωνία και να χάνονται και συλλογίζομαι πως ίσως να έφτασε εκείνη η φοβερή ώρα που αρχίζεις να κοιτάς πίσω και να πατάς σιγά σιγά το φρένο.
Οι δίπλες δεν ήταν φρέσκες αλλά αυτό λίγο με απασχολεί. Κάθομαι στο πλατύσκαλο του έρημου εμπορικού κέντρου. Μέχρι χθες το βράδυ εδώ προφανώς γινότανε χαμός και τώρα αυτή η εγκατάλειψη μου θυμίζει τα ερημωμένα πεδία μάχης μετά από φοβερές, ανελέητες συγκρούσεις. Από το σημείο που βρίσκομαι, λίγοι περνούν και έτσι έχω αρκετή ησυχία για να γράψω. Ένα σκυλάκι έρχεται και κάθεται για λίγο δίπλα μου. Μυρίζει τα πόδια μου και συνεχίζει τον απογευματινό του περίπατο.
Πρώτη φορά περνάω τόσο χάλια τέτοιες μέρες. Η πλήξη και η μοναξιά με τυλίγουν και νιώθω να πνίγομαι. Βλέπω τη μορφή μου στη διπλανή τζαμαρία: σκυμμένος πάνω στο κουτί με τα γλυκά προσπαθώ να αποτυπώσω με λέξεις αυτά που δεν περιγράφονται. Φέρνω τη μούρη μου πιο κοντά στο τζάμι και αρχίζω να κάνω γκριμάτσες. Μου φαίνεται πως έχω παχύνει λιγάκι. Τα μαλλιά μου έχουν αρχίσει να μεταναστεύουν και μαύροι κύκλοι ζώνουν τα μάτια μου, σαν να θέλουν να τα καταπιούν.
– Αϊ σιχτίρ, τι κάθομαι και σκέφτομαι! μονολογώ.
Μοιάζω με το κοριτσάκι με τα σπίρτα, έτσι όπως μαζεύτηκα σε αυτή τη γωνιά. Δε φοβάμαι ότι θα έχω το τέλος του. Φοβάμαι όμως ότι δεν έχω τη δύναμη να κρατήσω κάτι από τα όνειρά του.
Ανοίγω το κουτί με τις δίπλες και αρχίζω να τρώω λαίμαργα, λες και θα μπορέσω με τη γλύκα να διώξω από κοντά μου αυτόν τον εφιάλτη. Τυλίγω το χαρτί και το χώνω στην τσέπη μου. Το στυλό που μας έδωσαν, έχει τα χάλια του και είμαι γεμάτος μελάνι. Τούτη την ώρα, αν κάτι ευχάριστο ξετυλιγόταν μπροστά μου, σίγουρα θα αδυνατούσα να το ξεχωρίσω. Τόσο έχει μαυρίσει η ψυχή μου.
Προχωρώ κατά μήκος των καταστημάτων. Την προσοχή μου θα τραβήξει ένα κουκλάκι από αυτά που είναι τώρα της μόδας. Η φάτσα του παριστάνει μια αστεία γκριμάτσα που υποτίθεται πως σε κάνει να γελάς. Βυθίζω το βλέμμα μου στα ψεύτικα μάτια του και είναι σαν να συνομιλώ μαζί του. Δε φαίνεται όμως να μου λέει ευχάριστα πράγματα. Αντίθετα μοιάζει να με κοροϊδεύει. Στέκεται εκεί δίπλα από ένα πυροσβεστικό όχημα με ανοιχτό το στόμα, που αφήνει να φαίνονται τα κακοφτιαγμένα του δόντια. Ήχοι περίεργοι γλιστρούν στα αυτιά μου. Νομίζω πως το ακούω να γελά και σαν να κινείται τώρα. Σηκώνει τα χέρια και τα πόδια του, κάνει κωλοτούμπες και λέει πως με γράφει στα παλιά του τα παπούτσια. Φτάνει στο τζάμι, με μουντζώνει, φτύνει πίσω του και πηγαίνει ήσυχο και κάθεται ξανά στη θέση του?
? Συνέρχομαι γρήγορα και νιώθω να κοκκινίζω από ντροπή. Τέτοιες ώρες νομίζω πως τρελαίνομαι και ο φόβος με αγκαλιάζει σφιχτά. Το κουκλάκι με κοιτά επίμονα και τώρα ξέρω πως θέλω να ξεκολλήσω τα μάτια μου από πάνω του. Αρχίζω να νιώθω το χειρότερο ίσως πράγμα που μπορεί να νιώσει άνθρωπος για τον εαυτό του: οίκτο. Λυπάμαι για λογαριασμό μου. Γυρίζω και αρχίζω να περπατώ γρήγορα. Ίσως σύντομα να ξανασυναντήσω την ελπίδα που για την ώρα κρύβεται πίσω από τα σύννεφα.
Φυσάει αεράκι. Ξεχασμένη ελληνική επαρχία. Χριστούγεννα. Φαντάρος.
Η συνάντηση
Ξημερώματα Σαββάτου ο δρόμος από την εθνική με φέρνει στη γενέθλια πόλη μου. Καταφθάνω ύστερα από εντολή του αφεντικού μου για να εισπράξω κάποιες οφειλές από το Λουκαΐτη, έναν πελάτη που κανείς δε θα επιθυμούσε να αποκτήσει.
Η δουλειά μου είναι να κάνω τον πλασιέ σε εταιρεία καλλυντικών της Αθήνας. Κατά τη διαδρομή το αφεντικό με κάλεσε στο κινητό και μου ζήτησε να περάσω από τον «πατριώτη» μου, όπως τον λέει, αυτόν το Λουκαΐτη για να μου δώσει κάτι χρωστούμενα.
Έτσι ύστερα από δυόμισι βδομάδες περίπου κατεβαίνω στα μέρη μου. Αν και η απόσταση από την Αθήνα δεν είναι μεγάλη, ελάχιστες φορές μετά το θάνατο του πατέρα μου ήρθαμε στην πόλη μας για λόγους που δεν τους υπαγόρευσαν οι επαγγελματικές υποχρεώσεις. Οι δουλειές μας, η δική μου και του αδερφού μου, μας κράτησαν επάνω, όπως και τη μάνα μας που κακήν κακώς μας ακολούθησε.
Μετά τους δύσβατους ορεινούς όγκους βγαίνω στην πεδιάδα με το πρώτο φως και από μακριά αγναντεύω το βουνό με το κάστρο. Λίγα λεπτά αργότερα μπαίνω στην πόλη από τη βόρεια είσοδο και σχεδόν αμέσως κολλάω στην κίνηση.
– Ρε πούστη μου, κι εδώ ουρές; μονολογώ εκνευρισμένος αλλά γρήγορα συνέρχομαι. Κατ? αρχάς δεν υπάρχει σοβαρός λόγος να χάνω την ψυχραιμία μου, είναι πολύ νωρίς για να έχω νεύρα. Ύστερα σκέφτομαι ότι δε συναντώ και κάτι αλλόκοτο. Βρίσκομαι στην πόλη μου όπου από όσα θυμάμαι, πάντοτε είχαμε πρόβλημα με την κίνηση των αυτοκινήτων. Ο λόγος; Μα όταν το πολεοδομικό σχέδιο φαίνεται να προέκυψε επειδή κάποιος γίγαντας σκόρπισε με τη χούφτα του λίγα χαλίκια, όταν πουθενά δε συναντάς φωτεινούς σηματοδότες, οι δρόμοι είναι λιτές διαπλατύνσεις προγενέστερων κατσικόδρομων και τα πεζοδρόμια είναι κατασκευασμένα για να τα διασχίζουν ανθρώπινες σκιές και όχι ανθρώπινοι όγκοι, είναι να απορείς; Εξάλλου, σκέφτομαι την τελευταία στιγμή, σήμερα έχει και παζάρι. Βέβαια, έτσι εξηγείται το πρωινό κομφούζιο. Το παζάρι, βέβαια. Οι δεκαετίες κύλησαν, η πόλη εκσυγχρονίστηκε, έως και χρηματιστηριακές εταιρείες φύτρωσαν αλλά η πόλη ανοίγει και κλείνει την εβδομάδα της στους ρυθμούς του παζαριού, που λένε πως είναι το δεύτερο μεγαλύτερο στην Ελλάδα. Ε, αν είναι να είμαστε περήφανοι κι εμείς για κάτι, ας είναι και για το γενικό ξεπούλημα.
Οπλίζομαι με υπομονή και περιμένω. Μπροστά μου και πίσω μου όμως αυτή η αρετή μάλλον έχει εξαντληθεί. Κορναρίσματα, χριστοπαναγίες, μούντζες, αχαλίνωτη αγένεια, αθεράπευτη ανοργανωσιά, αλλοδαποί τουρίστες που κατά λάθος μπλέχτηκαν εδώ και ψάχνουν μάταια για επαρκή σήμανση ? μετά από εδώ ο μύθος του λαβυρίνθου θα τους φαντάζει παιχνιδάκι ? , φορτηγατζήδες μεταφορικών εταιρειών σε έντονους διαλόγους με τον αστυφύλακα ? μάλιστα ένας από αυτούς κουνά απειλητικά το δάχτυλό του λίγα εκατοστά από τη μύτη του οργάνου κι εκείνος τον κοιτάζει έτοιμος να τον κατασπαράξει ? και να σκεφτεί κανείς ότι είναι οχτώ παρά τέταρτο ακόμη, στα μέσα Ιουλίου.
Σκοπός μου είναι να περάσω από μια θεια μου να πω ένα γεια. Όταν φτάνω σπίτι της, κατεβαίνω από το αυτοκίνητο και διασχίζω την αυλή όπου μεγάλωσα, με κυριεύει η νοσταλγία. Δίπλα βρίσκεται το παλιό μας σπίτι που της πουλήσαμε φεύγοντας από εδώ. Τώρα είναι γεμάτο γλάστρες με λουλούδια. Τότε ούτε να το σκεφτόταν κανείς. Με τον αδερφό μου κλωτσούσαμε την μπάλα από το πρωί ως το βράδυ και δεν έμενε τίποτα όρθιο.
– Βρε τέρατα! φώναζε ο θείος μου αλλά ποιος τον άκουγε. Ήταν η εποχή των ευτυχισμένων παιδικών μας χρόνων που δεν την έσκιαζε τίποτα.
– Αγόρι μου! ξεφωνίζει η θεία μου μόλις με βλέπει και πέφτει να με αγκαλιάσει. Πώς από εδώ; Η μαμά; Ο Γιαννάκος; Η Νεφελίτσα; Όλοι καλά;
Εξηγούμαι πως τυχαίες δουλειές με έφεραν ως εδώ και ότι θα φύγω ως το μεσημέρι αλλά η θεία επιμένει:
– Μην το συζητάς, το μεσημέρι θα έρθεις να φάμε. Κώστα! Έλα, ήρθε ο Βαλαντάκος!
– Πού? σαι αγόρι μου; Ξανά αγκαλιές. Πότε φεύγεις;? Λοιπόν το μεσημέρι παϊδάκια. Τι;? Δε θέλω κουβέντα!
Το γεύμα κλείνει σε ελάχιστα δευτερόλεπτα και ούτε ο Δημοσθένης της αρχαίας Αθήνας δεν μπορεί να τους πείσει για το αντίθετο.
Αναχωρώ για να προλάβω την τράπεζα. Σήμερα όλα τα χωριά έχουν κατέβει στο παζάρι και οι τράπεζες ασφυκτιούν από τον αγροτικό κόσμο. Ελπίζω να βρω μικρή ουρά αναμονής.
– Του κώλου σου τα εννιάμερα, χαρτογιακά! Παλιοτενεκέ ξεγάνωτε!
Μόλις έχω μπει στην τράπεζα και ένας πελάτης προφανώς δυσαρεστημένος για κάτι, εκδηλώνει το μεσογειακό του ταμπεραμέντο σε έναν υπάλληλο. Παίρνω χαρτάκι και κοιτάζω στην οθόνη. Απογοήτευση. Η διαφορά στα νούμερα μοιάζει να μου επιτρέπει να πάω στην Αθήνα και να ξαναγυρίσω. Στέκομαι για λίγο αναποφάσιστος. Τι να κάνω; Γύρω μου εκατοντάδες άτομα βλαστημούν το ελληνικό δημόσιο, άλλοι προφασίζονται αναπηρίες ή εσπευσμένη ανάγκη, κάποιοι εξυπνότεροι προσποιούνται ότι δεν γνωρίζουν το σύστημα με το χαρτάκι αναμονής και πηγαίνουν κατευθείαν στο ταμείο. Ελάχιστοι που θαρρούν πως περνούν απαρατήρητοι, απευθύνονται με νοήματα στο γνωστό τους υπάλληλο μπας και γλιτώσουν από την αναμονή. Φωνές, φασαρία και ο δυσαρεστημένος πελάτης συνεχίζει να γκαρίζει:
– Θα μου κλάσεις τα αρχίδια! Θέλω το διευθυντή! Πού είναι ο διευθυντής;
Βγαίνω και τηλεφωνώ στο κατάστημα του Λουκαΐτη. Με διαβεβαιώνουν ότι «ο κύριος Λουκαΐτης θα έρθει ως το μεσημέρι. Λείπει σε γειτονική κωμόπολη για δουλειές».
– Χαιρετίσματα στους δικούς μας, μονολογώ και αποφασίζω, αφού ήρθαν έτσι τα πράγματα, να κατέβω μια βόλτα ως το παζάρι που τόσα χρόνια έχω να το διασχίσω.
Είμαι άνθρωπος που δεν μου αρέσει η φασαρία αλλά στο παζάρι ποτέ δεν με ενόχλησε. Το μόνο που με δυσκολεύει, είναι ο καύσωνας που στα μέρη μου είναι ανελέητος. Τριγυρνώ ανάμεσα στους πάγκους με τα φρούτα, τα κηπευτικά, τα ρούχα, τα υφάσματα. Κόσμος πάει κι έρχεται σα ζαβλακωμένος, οι έμποροι φωνάζουν για να διαφημίσουν την πραμάτεια τους και όλοι γυρίζουν δώθε κείθε με πλαστικές σακούλες στα χέρια.
– Ό,τι πάρεις, πέντε ευρώ. Ό,τι πάρεις, πέντε!
– Αυτό πόσο έχει; ρωτάει μια κοπέλα με φανερή συστολή.
– Πέντε, κυρά μου. Πέντε, ξεπουλάμε!
– Μα, αφού γράφει δέκα, απαντάει απορημένη.
– Δέκα και παίρνεις και μένα μέσα! ξεφωνίζει όλο υπονοούμενα ο τσιγγάνος έμπορος. Η κοπέλα κοκκινίζει περισσότερο κι από το κόκκινο εσώρουχο που νωρίτερα κρατούσε και αποχωρεί με κατεβασμένο κεφάλι. Ο τσιγγανάκος αντίθετα, αν και έχασε πέντε ευρώ, χαμογελά γεμάτος λάγνα ικανοποίηση. Εμπόριο ? Έρωτας: μηδέν ? ένα.
Το μεσημέρι θα βρει τους λαϊκατζήδες με βραχνή φωνή να μετρούν τη συγκομιδή και εδώ που τώρα γίνεται της μουρλής, θα βασιλεύει μια νεκρική σιγή, όπου ο άνεμος θα σκορπά τα σκουπίδια που το συνεργείο του δήμου δε θα προλάβει να περιμαζέψει.
– Είναι καλά τα βερίκοκα? ρωτάει μια κυρία το νεαρό πίσω από τον πάγκο και ανοίγει ένα να το δοκιμάσει.
– Όχι, της απαντάει όλο νεύρα αυτός.
– Όχι? απορεί εκείνη. Μα τότε γιατί τα πουλάτε?
– Ακριβώς κυρά μου! Τα πουλάω, δεν τα χαρίζω για δοκιμή σε φακλάνες σαν κι εσένα!
– Α να χαθείς παλιοχωριάτη! φωνάζει αυτή και απομακρύνεται.
– Άμα δεν υπήρχαν παλιοχωριάτες σαν κι εμένα, το πολύ πολύ να έτρωγες μονάχα ραδίκια, ρε σούργελοοο! Χαχαχα τα γέλια από τους διπλανούς πάγκους και το επεισόδιο μπαίνει στην ιστορία.
– Τι ξέρεις μωρέ εσύ από πολιτική; φωνάζει ένας εργάτης σε μια παρέα. Ε, ρε και να γινόμουνα πρωθυπουργός για μια μέρα. Όχι παραπάνω, για μια μέρα μόνο!
– Χάσου ρε παρτάλι, που μας έγινες και προφεσόρος, αντιτείνεται κάποιος άλλος.
Προσπερνώ την ομήγυρη βιαστικά. Ο Έλληνας καθημερινά διατείνεται πως σώζει μονάχος την πατρίδα του και την ίδια στιγμή την προδίδει αβασάνιστα. Ο πολίτης αυτής της χώρας ξέρει αψεγάδιαστα ένα μόνο πράγμα: να γκρινιάζει. Κι όταν κάποτε βρεθεί μακριά από τούτα τα χώματα, νοσταλγεί αυτό που καθημερινά καταριόταν. Πριν από χρόνια ένας συγγενής της γυναίκας μου που ζει στο Λος Άντζελες και μας επισκέφθηκε, μου είχε εκμυστηρευτεί:
– Ο Έλληνας είναι καλός, όταν δεν γκρινιάζει, όταν δεν κάθεται και όταν δεν περνάει καλά.
Κατεβαίνω στο κτίριο της νεοκλασικής αγοράς. Σήμερα στεγάζει κρεοπωλεία και ουζερί για τους λεβέντες της τρίτης ηλικίας.
– Κουκλί μου εσύ, μουρμουρίζει ένας αργόσχολος σε μια κοπέλα που περνά φορτωμένη τσαντικό. Ο έρωτας γεννήθηκε σε τούτο τον τόπο όταν ένα γυναικείο κορμί περπάτησε στον ήλιο. Αργότερα εξιλεώθηκε στους οίκους ανοχής όπου η ωριμότητα μπλέχτηκε με τη διαστροφή. Κάθε Τετάρτη και Σάββατο τα μαγαζάκια αυτά κάνουν χρυσές δουλειές τώρα το καλοκαίρι. Ούζο, ψητό χταπόδι και έως ότου έρθει η γριά να τους μαζέψει, για να φύγουν για το χωριό, είναι στουπί.
Περνώ από την τράπεζα. Η σειρά μου πλησιάζει και ύστερα από λίγο βγαίνω και αποφασίζω να κάνω μια βόλτα με το αυτοκίνητο. Ελπίζω το μεσημέρι ο Λουκαΐτης να μη με κρεμάσει.
Αφού ξεφύγω από το κέντρο, διασχίζω τη δυτική οδό. Στα θεμέλια βρίσκεται η αρχαία πόλη. Δεξιά μου το αρχαίο θέατρο, η αγορά, το ωδείο, απομεινάρια του θρυλικού παρελθόντος μέσα στα αγριόχορτα και πίσω από συρματοπλέγματα.
Απομακρύνομαι και κατευθύνομαι στον επαρχιακό που βγάζει στη θάλασσα, δέκα χιλιόμετρα περίπου μακρύτερα. Περνώ από το ρουμάνι, ένα βαλτότοπο όπου παλιότερα έρχονταν πουλιά. Ελαττώνω ταχύτητα. Σωροί από μπάζα έχουν καταδικάσει τον υγρότοπο σε αφανισμό. Η καταστροφή κατάντησε ερασιτεχνική απασχόληση.
Φτάνω στη θάλασσα. Ο κόλπος μικρός, ζεστός αλλά από όσα διαβάζω τελευταία, νεκρός ως προς τη βιοποικιλότητα. Η θάλασσα πάντα δέχτηκε ό,τι χειρότερο παρήγαγε ο πολιτισμός της στεριάς. Από τα ανοιχτά ένα κύμα καυτού αέρα με περιλούζει. Εδώ θα ξαναβρέξει στα τέλη Οκτωβρίου. Η βόλτα μου μοιάζει με «ταξίδι στη χώρα που δε βρέχει ποτέ».
– Πάρτε το απόφαση. Θα γίνετε Αφρική σε λίγα χρόνια, κοκορευόταν μισοαστεία μισοσοβαρά ένας βορειοελλαδίτης φίλος μου. Έτσι θα μετακινηθείτε βορειότερα και θα αγοράσετε τα οικόπεδά μας που θα σας πουλήσουμε πανάκριβα, για να πλουτίσουμε! Όταν ο εθνικός διχασμός γίνεται εθνικό ανέκδοτο.
Στο γυρισμό περνώντας από το κατάστημα του Λουκαΐτη με διαβεβαιώνουν πως άργησε λόγω τεχνικού κωλύματος αλλά πως το απόγευμα θα με συναντήσει να μου δώσει τα χρήματα.
– Τρία χιλιάρικα, επισημαίνω για να αποφύγω και άλλες παρεξηγήσεις. Είμαι σίγουρος ότι με δουλεύουν αλλά για την ώρα σκέφτομαι μόνο τα παϊδάκια του θείου.
Στο τραπέζι η κουβέντα ταξιδεύει στα περασμένα. Έρχεται και η ξαδέρφη μου, η Εύη, με τον μπόμπιρά της. Φιλιά, αγκαλιές. Το πραγματικό της όνομα είναι Ευανθία αλλά έτσι τη φώναζε μόνο η γιαγιά της. Την κοιτάζω και όλα τα περασμένα περνούν σαν αστραπή από μπροστά μου. Ακόμη κουβαλάω στα μπράτσα μου τα σημάδια από τις τσιμπιές της, όταν κάποτε μέσα σε μια μέρα φαγωνόμασταν και φιλιώναμε εκατό φορές. Ο μικρός τής μοιάζει. Έχει το χαμόγελό της.
Τα υποτιθέμενα παϊδάκια ευλογήθηκαν και πολλαπλασιάστηκαν: τυροκαυτερή, χωριάτικη, μελιτζάνες με κόκκινη σάλτσα, πατάτες τηγανητές και ένα βουνό παϊδάκια στο κέντρο του τραπεζιού. Κρασί κόκκινο και φλύαρη, ξεκούραστη κουβέντα. Γύρω από ένα πλούσιο τραπέζι φίλιωσε η πιο δυνατή αγάπη σε τούτο τον τόπο. Η ελληνική κουζίνα μέσα σε μισό αιώνα από την εποχή της πείνας στην Κατοχή εξελίχθηκε σε κεφάλαιο εθνικού πλούτου. Θυμάμαι κάποιο φίλο μου που το μόνο που θυμόταν από μια επίσκεψη στα μέρη μου ήταν τα σουβλάκια που είχε φάει σε ένα παραλιακό χωριό.
Τους ρωτάω για τη γειτονιά, τους ανθρώπους της. Διαπιστώνω αλλαγές, θανάτους, γεννήσεις, μετακομίσεις. Η ζωή αθόρυβα μεταμορφώνεται ώσπου γίνεται αγνώριστη. Θυμόμαστε τα παλιά καλοκαιρινά βράδια που καθόμασταν παρέα στην αυλή και χαλαρώναμε με αστεία πειράγματα, ανακυκλώναμε τα νέα της ημέρας και έμοιαζε η βραδινή συνάντηση για τους μεγάλους με την πιο ανακουφιστική εξομολόγηση από τον κάματο της μέρας.
– Ο Χρηστάκης της Βαγγελιώς; ρωτάω.
Σιωπή. Ο μικρός είχε μπλέξει με ναρκωτικά και αυτά δεν τα συγχωρεί το καθεστώς της γειτονιάς.
– Γεμίσαμε πούστηδες και πρεζάκια, αγόρι μου, διαπιστώνει ο θείος μου. Αυτή είναι η μόδα της σύγχρονης νεολαίας.
Αλλάζω θέμα, το ρίχνουμε στα αστεία, θυμόμαστε τα καμώματα του παππού και της γιαγιάς, σκάμε στα γέλια, συνερχόμαστε, κοιτάζω το ρολόι, η ώρα πέρασε.
– Πρέπει να φύγω, λέω και σηκώνομαι. Τι ήθελα και το? λεγα; Αποχωρώ με φιλιά, κλάματα και τρεις τσάντες φίσκα στο ταπεράκι, χαιρετίσματα του θείου στην αδερφή του και στην οικογένειά μου. Όταν βλέπεις ανθρώπους να κλαίνε για σένα, δεν μπορείς παρά να τους αγαπήσεις.
Κατεβαίνω στην πλατεία για ένα καφέ. Περνώντας από το γειτονικό πλάτωμα όπου νωρίτερα εξελισσόταν το πανηγύρι του παζαριού, βλέπω τα απορριμματοφόρα του δήμου που καθαρίζουν το χώρο. Γυναίκες εργάτριες σκουπίζουν την τετράγωνη πλατεία. Η ανεργία κατέστησε το επάγγελμα του οδοκαθαριστή από απεχθές και υποτιμητικό σε περιζήτητο και δυσπρόσιτο. Άνεργες γυναίκες επιλέγουν την ομηρία μιας ολιγόμηνης σύμβασης για να τα βγάλουν πέρα. Άλλο ένα απάτητο, αντρικό επαγγελματικό κάστρο συνθλίβεται μπροστά στη σαρωτική επέλαση της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας. Πριν είκοσι χρόνια μια γυναίκα δεν είχε τα κότσια να ξεπεράσει τους κοινωνικούς φραγμούς και να βγει στο δρόμο να σκουπίσει. Σήμερα οι άνεργες φίλες της την καλοτυχίζουν για το επόμενο οχτάμηνο εργασίας που εξασφάλισε.
Το ραντεβού μου με τον φαντομά ? Λουκαΐτη είναι σε μία ώρα. Κάθομαι στην κεντρική πλατεία της πόλης με το μητροπολιτικό ναό στη μέση. Πιθανολογείται ότι έχει χτιστεί στα θεμέλια αρχαίου ναού. Μόνο έτσι εξαλείφθηκε από προσώπου γης η ειδωλολατρική παντοκρατορία του ιστορικού μας παρελθόντος: χτίζοντας πάνω στα γκρεμισμένα θεμέλια των αρχαίων ναών. Η συγκλονιστική εποχή της έλευσης της νέας θρησκείας. Ίσως σε σημασία η πιο τρομακτική ιδεολογική επανάσταση που γνώρισε ποτέ ο κόσμος, συγκλονιστικότερη ενδεχομένως και από τη βιομηχανική επανάσταση.
Παραδίπλα η προτομή ενός ιερέα βεβηλωμένη από ποδοσφαιρικά και αναρχικά συνθήματα του κώλου για επαναστάτες της πορδής. Τελικά είμαστε κομπλεξικοί με το ιστορικό μας παρελθόν. Με μια ιστορική συνείδηση που κυμαίνεται μεταξύ προγονοπληξίας και ολοκληρωτικής άγνοιας ή διαστρέβλωσης των γεγονότων που μας έφεραν στο ιστορικό προσκήνιο και μας χάρισαν αυτό που λέγεται εθνική ταυτότητα. Όπως και στην καθημερινή μας πραγματικότητα, έτσι και όταν ξεφυλλίζουμε τις σελίδες ενός ιστορικού κειμένου, αναζητούμε ένα μύθο, ένα είδωλο, έναν ήρωα που θα εκφράσει το αποκοιμισμένο μας ενδιαφέρον. Κι όταν επιτέλους ανακαλύψουμε την ιστορική συγκυρία ή το ιστορικό πρόσωπο που αγγίζει τα όρια του μύθου, τότε το χλευάζουμε. Κομπλεξισμός? Εκκεντρική εθνική υπερηφάνεια? Ανωριμότητα του κερατά? Πόσα ελαττώματα επιτέλους θα δικαιολογεί ο Θεός για τον περιούσιο λαό του?
Με σερβίρει ένας Πολωνός. Ο Θεός πάλι φαίνεται να όρισε πως η θέση του Έλληνα είναι όχι στο σερβίρισμα αλλά πάντα πίσω από τον πάγκο του μαγαζιού. Σιγά σιγά τα τραπεζάκια γεμίζουν. Αργόσχολοι, επαγγελματικά ραντεβού, ανομολόγητη καθημερινή εθιμοτυπία. Πόσες οικογένειες ζουν σήμερα στη χώρα μόνο και μόνο επειδή ο καφές είναι εθνικό έθιμο; Χαζεύω τους περαστικούς και το δρόμο. Δεν το είχα συνειδητοποιήσει αρχικά αλλά διαπιστώνω ότι κυκλοφορούν ακριβά αυτοκίνητα μεγάλου κυβισμού.
– Μπράβο εξέλιξη! σκέφτομαι. Γρήγορα όμως αλλάζω γνώμη: μάλλον για δανεισμένη επίδειξη πρόκειται. Κάθε βήμα σε αυτή τη χώρα σήμερα είναι χρεωμένο. Η μοίρα του τόπου βρίσκεται κρυμμένη στους κωδικούς των πιστωτικών, στη χρεωμένη ψευδαίσθηση της τηλεοπτικής απάτης.
Σηκώνομαι και πηγαίνω στο σημείο όπου υποτίθεται θα με περιμένει ο Λουκαΐτης. Εξάλλου οι πελάτες πυκνώνουν στα τραπεζάκια της πλατείας και το νέφος των τσιγάρων από τις διπλανές παρέες κατευθύνεται πάνω μου ? σε αυτό το θέμα είμαι μονίμως άτυχος. Αν ένα πρωί μια κυβέρνηση θέλει να προκαλέσει λαϊκή εξέγερση, μπορεί να απαγορεύσει το κάπνισμα εις βάρος τρίτων σε κοινόχρηστους χώρους. Ή θα μπορούσε εναλλακτικά να προτείνει τη φορολόγηση του ύπνου. Έτσι όμως θα είχε περισσότερες πιθανότητες πολιτικής επιβίωσης.
Στο δρόμο συναντώ και τους πρώτους πάγκους με τις γουρνοπούλες και τις γκιόσες. Γαστρονομική συνήθεια της περιοχής με φανατικούς οπαδούς. Κάθε καλοκαίρι όλη η πόλη τα απογεύματα μοσχοβολάει ψητό χοιρινό και ψητή προβατίνα. Ίσως δεν είναι τυχαία και η γεωγραφική επισήμανση με βάση τα ψητοπωλεία: «Στο κοτοπουλάδικο του Διονύση», «στου Κιτσομάνη τον πάγκο». Αλλά και με βάση τους φούρνους: «στο φούρνο του Πράσινου», «στης Βασίλαινας το φούρνο» και άλλα παρόμοια. Κάποτε ο κόσμος πεινούσε πολύ, όσο δεν μπορεί να διανοηθεί η χορτασμένη μας απληστία.
Στο σημείο συνάντησης φυσικά απομένω μόνος μου. Στέκομαι δίπλα σε ένα περίπτερο πίσω από το αρχαίο θέατρο. Παλιά εδώ υπήρχε μια βρύση όπου ξαπόσταιναν οι περαστικοί και ξεδιψούσαν τα ζώα. Τώρα ένα κίτρινο σπιτάκι ξεγελά τη δίψα των τουριστών που θαυμάζουν τις κερκίδες πίσω από τα συρματοπλέγματα.
– Τα μαλακισμένα, παρατηρεί ο περιπτεράς. Αφού τους είπα ότι ο αρχαιολογικός χώρος έκλεισε. Τι κοιτάνε μέσα στον ήλιο;
– Αυτά τα μαλακισμένα κύριέ μου, του λέω οργισμένος, κρέμονται από τα συρματοπλέγματα γιατί ξέρουν ότι εκεί πίσω υπάρχει ένας θησαυρός που προφανώς η παρουσία του δε συγκινεί εμάς τους έξυπνους.
– Τι δουλειά κάνεις κύριος; με ρωτάει αυστηρά.
– Πλασιέ, του απαντάω.
– Καλά τα λες για πλασιέ, μου λέει.
– Πλασιέ με πτυχίο φιλολογίας μαλάκα, μου? ρχεται να του πω αλλά βαστιέμαι. Ρίχνω μια ματιά στις εφημερίδες. Στέκομαι πάνω από το ράφι και ψάχνω μία συγκεκριμένη αλλά δεν τη βρίσκω. Ρωτάω τον περιπτερά και ξαφνιάζομαι όταν τον ακούω να λέει:
– Για την γκομενίτσα ψάχνεις κι εσύ ε?
– Ποια γκομενίτσα? Τι λέτε κύριε? Σύντομα μου εξηγεί ότι τη συγκεκριμένη μέρα το συγκεκριμένο φύλλο εφημερίδας χαρίζει στους αναγνώστες του ένα DVD με μια ταινία όπου σε μια σκηνή η καλλίγραμμη ηθοποιός ? σταρ του Χόλυγουντ βιάζεται για κανένα δεκάλεπτο περίπου.
– Έλα τώρα που κάνεις την πάπια, μου λέει. Άντε να τον πείσεις ότι είσαι ελέφαντας σε έναν κόσμο όπου πλειοψηφούν τα μυρμήγκια.
– Μας έστησε το λαμόγιο, μας τη λέει και ο περιπτεράς, μονολογώ δυσαρεστημένος.
– Δε μου λες, μήπως ψάχνεις το Λουκαΐτη; με ρωτά και πέφτω από τα σύννεφα.
– Ναι, πώς το ξέρεις;
– Να, πάρε? δω αυτό το φάκελο. Μου τον έδωσε πρωτύτερα και μου είπε να τον δώσω σε σένα αλλά σε περιέγραψε πιο χοντρό.
– Θα εννοούσε το αφεντικό μου, του εξηγώ. Έστειλε εμένα.
– Μου είπε ότι ήταν βιαστικός. Θα τα πείτε μια άλλη φορά, αποφαίνεται και συνεχίζει να κοιτάζει μέσα στη ζέστη από τη μικρή του τηλεόραση τον αγώνα πρωταθλήματος που προφανώς έχει καθηλώσει κι απόψε τα βλέμματα του ανδρικού πληθυσμού. Αν οι αθλητές μας δείχνουν την προσήλωση που δείχνουν οι οπαδοί μας, δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτα.
– Το τσογλάνι, μουρμουρίζω τρίζοντας τα δόντια μου και ανοίγω το φάκελο. Βρίσκω, όπως ήταν φυσικό, μόνο χίλια ευρώ. Άντε τώρα, ποιος ακούει το αφεντικό.
Φουσκώνω, ξεφουσκώνω, τελικά το παίρνω απόφαση. Θα φύγω αλλά πρώτα θα περάσω από την εκκλησία της Παναγίας ? τον αρχαιότερο ναό της πόλης από τον ύστερο Μεσαίωνα ? να βάλω ένα κερί. Στον περίβολο που χρησιμεύει ως νεκροταφείο, γιαγιάδες και παιδιά ανάβουν ευλαβικά κεριά στους δικούς τους. Σαββατόβραδο σήμερα και αύριο είναι μια μέρα ξεχωριστή για τους ζωντανούς, γιατί όχι και για τους νεκρούς. Μια μαυροφορεμένη γιαγιά με κοιτάζει επίμονα, λες και της θυμίζω κάτι.
– Φτύσε με κυρά μου, μου? ρχεται να της πω αλλά σκέφτομαι ότι δεν πιστεύω στο μάτι. Η θρησκοληψία είναι αρχαιότερη από την ελεύθερη θρησκευτική επιλογή και γι? αυτό της οφείλουμε σεβασμό.
Και στις τρεις εισόδους της η πόλη μου έχει ναούς με νεκροταφεία. Έτσι όταν μπαίνει κανείς, χαιρετά πρώτα το παρελθόν της και μετά αντικρίζει το παρόν της.
– Φεύγω, λέω στον εαυτό μου. Έχασα μια ολόκληρη μέρα για να με εξαπατήσει ο Λουκαΐτης και να τα ακούσω από το αφεντικό.
Βγαίνοντας όμως στον περιφερειακό αλλάζω γνώμη. Ίσως τελικά το ότι δε συναντήθηκα με το Λουκαΐτη να μου βγει σε καλό. Αποφασίζω να ανέβω μέχρι το κάστρο. Έχει αρχίσει να νυχτώνει και θέλω να αναπνεύσω λίγη ελπίδα. Άλλωστε η ελπίδα πάντα βρίσκεται πιο ψηλά από το μίζερο παρόν. Ή ίσως πάλι η ελπίδα να υπάρχει μόνο εκεί που δε γνωρίζουμε το μέλλον. Η ελπίδα είναι κόρη της άγνοιας. Αν γνωρίζαμε το μέλλον, τα λεξικά μας δε θα είχαν καταχώρηση για τη λέξη ελπίδα.
Στο ραδιόφωνο σχολιάζεται μια από τις ριάλιτι εκπομπές. Η συσσωρευμένη βλακεία τώρα και στα ερτζιανά.
– Από το μεγαλείο στην παρακμή? συλλογίζομαι και με πιάνει μελαγχολία. Έκλεισε ο ιστορικός κύκλος? Ο τόπος που προσείλκυε περιηγητές για τις αρχαίες κολόνες και την ασύγκριτη γραμματεία του, τώρα να κάνει τον κράχτη για ένα τσούρμο τουρίστες που τους τραβά η Μύκονος, το τζατζίκι και ο μουσακάς? Και ποιος μουσακάς? Αυτός που τη συνταγή του κουβάλησαν οι Μικρασιάτες ομοεθνείς μας, ρακένδυτοι και ξεβράκωτοι αλλά με αξιοπρέπεια που δεν περίσσευε στους γηγενείς Ελληνάρες παππούδες μας? Θυμάμαι ένα σύνθημα που είχα διαβάσει κάποτε σε ένα τοίχο: «Ριάλιτι ζωή, έρημη ψυχή». Η μιζέρια που ανακυκλώνεται αποκτά φρέσκια αξία πίσω από το γυαλί της τηλεόρασης. Κι ύστερα οι χριστιανοί καυχώνται ότι δεν πιστεύουν σε είδωλα? Αλλάζω σταθμό με τη μία.
Ένα δεκάλεπτο αργότερα αγναντεύω το σκοτεινόχρωμο κάμπο. Φωτάκια παντού μαρτυρούν πως όλα είναι χτισμένα. Κι όμως η μικρή μου πόλη δε φαίνεται να έχει μεγαλώσει. Τη βρίσκω όπως τότε που ανέβαινα μικρός ως εδώ με το ποδήλατο. Πέντε κωλοτζάκια του συμφέροντος δεν την άφησαν να αναπνεύσει και να επεκταθεί τα τελευταία είκοσι χρόνια. Περαστικά στους τέως συμπολίτες μου. Ο κόσμος άρχισε να φεύγει από την πόλη.
Ο ήχος της ζωής εκεί κάτω φτάνει απόμακρος εδώ. Ο βαρύς όγκος του κάστρου στέκεται βουβός μάρτυρας μιας ακόμη χαμένης μέρας. Στο βάθος πυροτεχνήματα, πιθανότατα από κάποιο γάμο. Οι φωτεινές εκρήξεις, το τίμημα για να ενωθούν δυο ζωές.
Κάτω από τον καλοκαιρινό έναστρο ουρανό κοιτάζω αχόρταγα το φωταγωγημένο χαλί του κάμπου και στο βάθος τη θάλασσα. Ξαπλώνω στα αγριόχορτα και ανασαίνω βαθιά. Δίπλα μου, στα θεμέλια του κάστρου η αρχαιοελληνική ακρόπολη πάνω στην οποία οι Ενετοί έχτισαν ένα καινούριο κάστρο. Στον περίβολο είναι ορατά τα νεοελληνικά σκουπίδια. Χτυπά η καμπάνα της Παναγίας. Μετρώ. Δέκα η ώρα. Περιμένω. Χτυπά η καμπάνα του Αγίου Πέτρου. Θυμάμαι που από παλιά υπήρχε αυτή η διαφορά χρόνου στα σήμαντρα. Έτσι δικαιολογούνταν και οι ετεροχρονισμένες Αναστάσεις κάθε Πάσχα. Τελικά όλα αλλάζουν και κάποια πράγματα δεν αλλάζουν ποτέ. Κάποια πράγματα σφραγίζουν τη ζωή μας για πάντα.
Με καλούν στο κινητό:
– Γεια θου μπαμπά.
– Γεια σου αγγελούδι μου. Η Νεφέλη, η κορούλα μου. Τηλεφώνησε για να με καληνυχτίσει. Απόψε δεν έχει παραμύθι και είναι παραπονεμένη. Της υπόσχομαι καινούριες ιστορίες από αύριο. Δείχνει να ησυχάζει και με αποχαιρετά. Η παιδική υπόσχεση είναι πιο γλυκιά και από γλειφιτζούρι.
– Σε αγαπάω. Να προσέχεις. Η γυναίκα μου πάντα έτσι κλείνει την κουβέντα μας. Τελικά το μόνο που μου δίνει αισιοδοξία στη ζωή είναι η αγάπη που χαρίζεται. Γιατί η αγάπη που πουλιέται, δεν ξέρει τι σημαίνει να χαρίζεις?
Δεξιά μου έχω το μοναστήρι της Αγίας Μαρίνας και πίσω μου αυτό της Γέννησης του Χριστού. Το δεύτερο ανήκει σε παλαιοημερολογίτες. Είναι αποκομμένο από τον κόσμο σχεδόν, καθώς η μητρόπολη το έχει εγκαταλείψει. Εκεί μέσα θυμάμαι υπήρχε μια μοναχή που όταν ήμουν μικρός με καλούσε με το όνομά μου ολόκληρο:
– Καλώς το Χρυσοβαλάντη.
Ένα όνομα σιδηρόδρομος που δε βαριόταν να προφέρει. Ίσως γιατί ήξερε τι σημαίνει υπομονή. Ένα αεροπλάνο σχίζει τον ουρανό και τα φώτα του αναβοσβήνουν στο ρυθμό της ύπαρξης. Προσπαθώ να συγχρονίσω το χτύπο της καρδιάς μου στο ρυθμικό αναβόσβημα, όταν παραλίγο να πάθω συγκοπή. Ξαφνικά ανάβουν οι προβολείς του κάστρου και νομίζω ότι γίνεται πυρηνική έκρηξη. Πετάγομαι πάνω και αρχίζω να τρέχω. Φτάνω στο αυτοκίνητο και καθώς κατηφορίζω στο χωματόδρομο συλλογίζομαι τι είναι αυτό που μας νομιμοποιεί να φωτίζουμε την κληρονομιά που δε μας ανήκει. Ο μόχθος κάποιων ανώνυμων δούλων της αρχαιότητας γίνεται τουριστικό καρότο για να γεμίσουν οι τσέπες μιας άεργης συνείδησης. Κατά τη διαδρομή λαμβάνω μήνυμα από το Λουκαΐτη. Κάτι για συγγνώμη και τα ρέστα.
– Το κέρατό σου το τράγιο, μαλάκα, μουρμουρίζω και πετώ το κινητό στο κάθισμα. Η πιο ανώδυνη συγγνώμη είναι η ηλεκτρονικά απεσταλμένη.
Διασχίζω την ίδια ανηφορική οδό που πριν πολλούς αιώνες περπάτησε και ο Παυσανίας περνώντας από την πόλη. Η τελευταία χρήση του δρόμου από όσο θυμάμαι, ήταν για ζωεμπόριο.
– Έλληνας δεν είναι ο κάτοικος της Ελλάδας, λέω στον εαυτό μου, αλλά η ψυχή εκείνη που αγαπάει τον τόπο που γεννήθηκε και μεγάλωσε, τόσο που δεν αντέχει να τον βλέπει να καταστρέφεται παρά μόνο από τον ίδιο.
Στα αριστερά μου έχω το λόφο που έτρεχα μικρός μέσα στα πεύκα. Εκεί υπάρχουν τα λείψανα ναού αφιερωμένου στον Απόλλωνα, πάνω στα θεμέλια του οποίου χτίστηκε αργότερα χριστιανική βασιλική.
– Πόσες επιστρώσεις τέλος πάντων χρειάστηκαν για να γεννηθεί αυτή η ράτσα; Τώρα ο πευκοφυτεμένος λόφος καμουφλάρει μόνο τους παράνομους νεανικούς έρωτες, ίσως γιατί η γλυκιά παρανομία βρίσκεται πιο κοντά στον παράδεισο από ό,τι η ξινή νομιμοφροσύνη.
Ελληνικός νότος. Εικοστός πρώτος αιώνας. Στο ραδιόφωνο η σπαρακτική κραυγή ενός Έλληνα που «όλο τον κόσμο γύρισε και τίποτα δεν είδε». Το τραγούδι μιλάει για τη Θεσσαλονίκη αλλά καθηλώνει ολόκληρη την Ελλάδα:
– «Τυφλό κορίτσι σε οδηγεί, παιδί του Μοντιλιάνι»? Τον αγαπάς αυτό τον τόπο όχι γιατί είναι τέλεια όμορφος αλλά γιατί η ομορφιά του, η γοητεία του βρίσκεται στις αδυναμίες του? «Απάνω στο γιατάκι σου φίδι νωθρό κοιμάται»? Νιώθω πως ό,τι μας ασχημαίνει, μας κάνει και πιο δυνατούς? «Εκτός από τη μάνα σου κανείς δε σε θυμάται, σε τούτο το τρομακτικό ταξίδι του χαμού»? Καληνύχτα μικρή μου Ελλάδα. Καληνύχτα μικρή μου πόλη. Είθε η μέρα που θα ξημερώσει, να σε βρει πιο κοντά στο δικό σου πεπρωμένο.
Το λιμάνι
Αποφασίζεις να κατεβείς μια βόλτα στο λιμάνι. Είναι λίγο μετά τα μεσάνυχτα. Μπορεί να σε πάρουν και για τρελό. Όμως αδιαφορείς. Ντύνεσαι τα καθημερινά σου ρούχα, βάζεις το καπελάκι σου στραβά και με τα χέρια στις τσέπες κατηφορίζεις. Δεν είναι μόνο το έδαφος που σαν χωνευτήρι σε οδηγεί εκεί, είναι και το γουργούρισμα της θάλασσας, η ρυτιδιασμένη της όψη, η μυρωδιά της που σου υπόσχεται πως εκεί κάτω θα συναντήσεις κάτι διαφορετικό που δεν υπάρχει σε άλλο μέρος της πόλης, κάτι μοναδικό, μπορεί και μαγικό.
Γλιστράς λοιπόν από τα στενά σοκάκια. Ξέρεις πως έτσι θα φτάσεις γρηγορότερα. Στο μυαλό σου η σκέψη πως εκεί που πας είναι αλλιώς: τα πρόσωπα, τα μέρη, η ατμόσφαιρα, τα όνειρα, οι νόμοι. Όλα μεταμορφώνονται, γίνονται του λιμανιού. Το αποδέχεσαι αυτό, δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς, διαφορετικά θα φύγεις από εκεί κακήν κακώς. Γιατί θέλεις φεύγοντας να βγεις κερδισμένος, μιας και θα? χεις γνωρίσει την όψη αυτή της πόλης που μόνο λίγοι γνώρισαν καλά.
Ο δρόμος σε φέρνει στην προβλήτα. Το ελεύθερο παρκάρισμα για τις ψαρόβαρκες, που με το ελαφρύ κύμα λικνίζονται σαν ντροπαλές χορεύτριες. Το τσιμεντένιο σύνορο στεριάς και θάλασσας. Οι τελευταίοι ρομαντικοί σουλατσάρουν αμέριμνοι δώθε εκείθε. Είναι το βασίλειο του περιπάτου το λιμάνι, ξέρεις. Εκεί θα συναντήσεις λογής λογής πρόσωπα να βολτάρουν παρακινημένοι από μια μυστική δύναμη φυγής: ερωτευμένα ζευγαράκια που στην απεραντοσύνη της ανοιχτής θάλασσας αναγνωρίζουν αυτό που τους δένει, παντρεμένους που ανακουφίζουν τη ρουτίνα τους στον παφλασμό των κυμάτων, παρέες νέων που ονειρεύονται, που ερωτεύονται, που αλληλοπειράζονται και τόσους άλλους.
Ανακατεύεσαι κι εσύ με αυτούς. Τώρα πλέον δεν ξεχωρίζεις. Χαράζεις κι εσύ τη διαδρομή σου πάνω στα χνάρια τόσων άλλων στο αιώνιο περιπατοδρόμιο. Κοιτάζεις στο βλέμμα τους περαστικούς, το αιχμαλωτισμένο από το ίδιο μυστικό κάλεσμα, αναγνωρίζεις στο αργό τους περπάτημα την επιθυμία να ρουφήξουν τις στιγμές για πάντα. «Ματαιοπονία», συλλογίζεσαι κι όμως ακόμα το παλεύεις.
Δεν έχεις διασχίσει πολλά μέτρα και ήδη στα χέρια και στο πρόσωπο μένει η υγρασία. Ένα ελαφρό αγιάζι σου φέρνει ανατριχίλες στο κορμί, τα κόκαλά σου τρίζουν. Στο λιμάνι η υγρασία διαβρώνει τα πάντα. Μουχλιάζουν οι τοίχοι, οι γωνίες, σκουριάζουν οι σιδεριές. Όλα υποτάσσονται στην αργή, ανελέητη φθορά.
Για την ώρα στην παραλιακή κανείς δε δείχνει να ενδιαφέρεται γι αυτό. Ελάχιστη η κίνηση, λιγοστές οι παρέες στα μαγαζιά. Είναι η απέναντι όχθη. Το κομμάτι της πόλης που άφησες για λίγο. Εκεί τα φώτα είναι περισσότερα, η φασαρία εντονότερη. Όμως όσο πιο πολύ χώνεσαι στο λιμάνι, μια ησυχία απόκοσμη σε συνεπαίρνει. Σαν να σε κερδίζει ξαφνικά μια άλλη αίσθηση. Πλέον είσαι εσύ και ο εαυτός σου σε μια άγνωστη χώρα που σε καλεί να την γνωρίσεις.
Μετά τις καγκελόπορτες φτάνεις στις πρώτες ράμπες για τα βαπόρια. Εκεί ακουμπούν οι πλωτές πολιτείες να ξαποστάσουν κι έπειτα από εκείνο το σημείο πάλι ξεκινούν. Πάνω στις ράμπες παίζεται το αιώνιο αλισβερίσι αυτών που έρχονται κι αυτών που φεύγουν. Είναι τα συμβατικά περάσματα, τα στόμια του λιμανιού με τον έξω κόσμο, τον πέρα από τη θάλασσα. Εκεί συναντάς τα δεμένα καράβια, φωταγωγημένα, πανέμορφα, ονειρικά. Δεξιά κι αριστερά ερασιτέχνες ψαράδες γυρεύουν την τύχη τους στα βρωμόνερα.
– Καλά, ποιος θα τα φάει αυτά τα ψάρια; απορείς αλλά συνάμα μια αναγούλα σε τυλίγει στη γρήγορη σκέψη: εσύ!
Πετονιές στη σειρά, δολώματα και αγκίστρια, τυχερές και άτυχες ψαριές, ένα στοίχημα με την τύχη, ένα ρίσκο και ό,τι πιάσει κανείς. Συγχρωτίζεσαι κι εσύ με τους λιγοστούς περίεργους γύρω από καμιά τσιπούρα που σπαρταράει πάνω στο ντόκο, «δε βαριέσαι», λες και συνεχίζεις.
Προσπερνάς το φυλάκιο των λιμενικών. Μέσα κάποιος λιμενοφύλακας αναμετριέται κι αυτό το βράδυ με τον ύπνο. Πιο κάτω το κτίριο του Λιμεναρχείου, το Τελωνείο. Υπάλληλοι στην υπηρεσία του λιμανιού, του απόλυτου αφέντη. Μετά οι πύλες. Το λιμάνι φράζεται σαν να θέλουν οι άνθρωποι να το απομονώσουν. Η πύλη τάδε, η πύλη τάδε με το χαρακτηριστικό όνομα. Το μέρος τάδε, η τάδε γωνία. Όλα βαφτίζονται στη μικρή πολιτεία του λιμανιού και παίρνουν το δικό τους όνομα, ανάλογα με τη χρησιμότητα, τον προορισμό τους.
Η ώρα περνά. Στο φεγγαρόφωτο η θάλασσα χρυσίζει. Μπορείς να την κοιτάς με τις ώρες ώσπου κάποια γοργόνα να σου διακόψει τους λογισμούς:
– Έι ψιτ, παλικάρι. Έχεις φωτιά;
Οι σκοτεινές γωνιές τα στέκια τους. Η μοναδική τους κτήση, ένα κορμί ταλαιπωρημένο, η πραμάτεια τους. Πανάρχαιοι έμποροι στο παζάρι της ηδονής. Απομακρύνεσαι με σκυφτό το κεφάλι. Καλύτερα που είναι σκοτεινά και δεν μπορείς να διακρίνεις. Να? χες και λίγο κερί να βουλώσεις τα αυτιά σου, που τα τρυπά ο ήχος από τα τακούνια στην άσφαλτο. Σαν τον Οδυσσέα ξεγλιστράς λιγοθυμισμένος από τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη.
Την πληθωρική σου αδρεναλίνη θα μυριστούν τα αδέσποτα, οι αλήτες του λιμανιού. Σε παίρνουν από πίσω γαβγίζοντας. Είναι η επικράτειά τους εδώ που την υπερασπίζονται με ομηρικούς καβγάδες.
– Μα που στο καλό βρέθηκαν τόσα σκυλιά;
Πλησιάζεις τις φοιτητοπαρέες. Γέλια, πειράγματα, η αποθέωση της ελευθερίας. Κι ας είναι ψευδαίσθηση. Πιασμένοι χέρι χέρι απολαμβάνουν το πιο όμορφο χαμόγελο της ζωής. Σε απίστευτα λίγους η ζωή θα ξαναχαμογελάσει τόσο γλυκά στο μέλλον.
Είναι οι τελευταίοι ξενύχτηδες. Αποχαιρετούν το βασίλειο του λιμανιού, έτοιμοι να περάσουν στην απέναντι όχθη. Ένας στενός παραλιακός δρόμος τους χωρίζει. Που και που τίποτα μεθυσμένοι αναζητούν λίγο καθαρό αέρα ή κάποια σκοτεινή γωνιά για να ξεράσουν. Τραγούδια, παραληρήματα, πισωγυρίσματα. Εδώ δεν τους βλέπει κανείς. Μπορούν να είναι ειλικρινείς. Πόσες και πόσες ομολογίες, αποκαλύψεις έχει ακούσει το λιμάνι. Λόγια που κόβουν σαν το μαχαίρι, λόγια που δεν ακούς εκεί απέναντι στα πολλά τα φώτα, ένοχα ψιθυρίσματα και κραυγές που λυτρώνουν όσο τίποτα άλλο. Είναι εξομολογητήριο των ανθρώπων της νύχτας το λιμάνι ? και όχι μόνο αυτών. Οι πιο ανακουφιστικοί μονόλογοι έχουν ακουστεί εδώ. Κι αν η Γεσθημανή είχε θάλασσα, στο λιμάνι θα προσευχόταν ο Χριστός πριν παραδοθεί στους διώκτες του.
Αναμφίβολα είναι και καταφύγιο το λιμάνι. Και κρυψώνα καλή. Είναι άνθρωποι που το θεωρούν σπίτι τους. Γιατί εκεί μπορούν να προστατέψουν την ενοχή, τη ντροπή, την ανέχεια, τον πόνο, το φόβο, τα μυστικά τους. Γίνεται και το λίκνο του υποκόσμου κάποτε. Συμμορίες, ναρκομανείς της απελπισίας, παράνομοι από τη μια. Και περιθωριακοί, άστεγοι χωμένοι στις γωνιές, τσιγγάνοι από την άλλη, που αποκοιμιούνται κάτω από τα δέντρα. Όλοι αυτοί βέβαια βρωμίζουν το λιμάνι, γι αυτό και όλοι τους διώχνουν, κανείς δεν τους θέλει ούτε κι εδώ, γιατί δεν είναι καλή εικόνα για τους τουρίστες και για την πόλη. Έτσι όλοι αυτοί το ξημέρωμα εξαφανίζονται κατά ένα περίεργο τρόπο, λες και τους εξαφανίζει η πρωινή ομίχλη. Και το σούρουπο μαζεύονται πάλι στα ίδια μέρη να κάνουν τον απολογισμό της μέρας που έφυγε. Σχέδια για την επομένη δεν κάνουν αυτοί οι άνθρωποι. Γιατί τα όνειρά τους μοιάζουν ναυαγισμένα στα βρωμόνερα. Κι ούτε πετονιές δεν έχουν για να τα ανασύρουν στη στεριά.
Ξημερώνει και κάνεις πέρα κατά το λιμενοβραχίονα. Μια λεπτή λωρίδα γης που χώνεται βαθιά στη θάλασσα. Στην άκρη της ο φάρος. Αυτός με το πράσινο φως. Απέναντι ο άλλος με το κόκκινο. Αναβοσβήνουν συνέχεια για τα καράβια. Τους λένε πως εδώ είναι ο σωστός ο δρόμος για να μπουν στο λιμάνι, η μπούκα του λιμανιού. Για λίγο σε κερδίζει η κοκκινοπράσινη αυτή κουβέντα. Άραγε για ποιους θα ανάψει το πράσινο και για ποιους το κόκκινο στη ζωή; Ποιοι θα προσέξουν και ποιοι θα προσπεράσουν αδιάφοροι; Είναι το δίλημμα βαρύ και τρίτο χρώμα δεν υπάρχει. Να περιμένεις δεν μπορείς. Και ή θα μπεις ή δεν θα μπεις στο λιμάνι. Και αν επιλέξεις να μπεις, δεν ξέρεις πόσο εύκολο είναι να βγεις. Και αν επιλέξεις να φύγεις, θα μείνεις πάντα με την απορία πώς θα ήταν αν δοκίμαζες. Είτε έτσι είτε αλλιώς οι κόκκινες και πράσινες συμπληγάδες θα σου κόψουν λίγο από την ουρά σου. Ένα κομμάτι του εαυτού σου θυσιάζεται για πάντα εδώ, στο στενό αυτό πέρασμα.
Κατακόκκινος και ο πρωινός ήλιος. Θα αρχίσει να διαλύει σε λίγο την ομίχλη που έχει υγράνει τα πάντα. Τα ψαροπούλια ξυπνούν. Γλάροι και περιστέρια συνωστίζονται πάνω από τους ανοιχτούς κάδους των σκουπιδιών. Γάτες και σκυλιά αξιώνουν το μερίδιο που θαρρούν πως τους αναλογεί. Αλυχτίσματα, νιαουρίσματα, φτεροκοπήματα. Οργασμός πάλης πάνω από τη λεία. Το ζωικό βασίλειο διεκδικεί σθεναρά όλα όσα το ανθρώπινο βασίλειο θεώρησε περιττά και τα πέταξε.
Τώρα βλέπεις τους τακτικούς πρωινούς επισκέπτες του λιμανιού. Ηλικιωμένοι συνταξιούχοι, φορτωμένοι στην πλάτη μια ζωή και μια ιατρική συμβουλή: αυτή για τον πρωινό περίπατο. Τα μυστικά της μακροζωίας, ανίατες καρδιοπάθειες, το φάσμα του βιολογικού επιλόγου. Όταν ο περίπατος γίνεται φάρμακο και θεραπεία, τότε κι ο ασθενής ζώνεται τα αθλητικά παπούτσια και ξεκινά.
Αλλά δεν είναι μόνο η ανάγκη, η τάση για υγιεινή ζωή που θα φέρει τους ανθρώπους το πρωί στο λιμάνι. Είναι και η εργασία, το μεροκάματο. Σε λίγο θα? ρθει το καράβι. Κι ένα σωρό επαγγελματίες που ζουν από τον απόπλου και τον κατάπλου των πλοίων, αρχίζουν να μαζεύονται: αχθοφόροι, λιμενεργάτες, καβοδέτες, νταλικέρηδες, υπάλληλοι καθαριότητας, ταξιτζήδες, πράκτορες, υπάλληλοι ταχυδρομικών ή μεταφορικών εταιρειών, λιμενικοί, ναυτικοί, αστυνομικοί, τελωνειακοί. Από αργόσχολους και περίεργους μέχρι επιχειρηματίες και εφοπλιστές θα βρεις. Ο καθένας για διαφορετικό λόγο, κι όλοι με τον ίδιο προορισμό: το καράβι που πασχίζουν να διακρίνουν στο βάθος του πελάγους.
-Να το, έρχεται, ακούς τη λυτρωτική αποκάλυψη του πιο εξασκημένου να ξεχωρίζει πέρα στο νερό το βαπόρι που πλησιάζει. Και όλοι ανασκουμπώνονται, αλλάζουν θέση ή σταυροπόδι. Όλοι σε ετοιμότητα. Το καράβι θα φέρει για τον καθένα εκείνο που επιθυμεί. Είναι η επικοινωνία με τον υπόλοιπο κόσμο, η χειροπιαστή απόλαυση μιας ξεχωριστής επαφής.
Πολίτες που περιμένουν δικούς τους ή δέματα αρχίζουν να συρρέουν πεζοί ή με αυτοκίνητα. Οι λιμενικοί σφυρίζουν για να βάλουν τάξη. Όμως το καράβι μπαίνει στο λιμάνι και σφυρίζει κι αυτό τρεις φορές. Οι καβοδέτες ξεχύνονται να αρπάξουν το βιλάι, να περάσουν τους κάβους, να δέσει το καράβι. Και τότε σαν από ένα αόρατο σύνθημα αρχίζει η φασαρία: κόσμος μπαίνει, κόσμος βγαίνει, σφυρίγματα, κορναρίσματα, μαρσαρίσματα, συνωστισμός, φωνές, κακό. Ο καθένας κοιτάει να κάνει τη δουλειά του. Στο τέλος όλοι αποχωρούν, αφού πάρουν αυτό για το οποίο ήρθαν. Συχνά τα συμφέροντα συγκρούονται. Άλλο θέλει ο ταξιτζής, άλλο ο λιμενικός. Άλλο ο λοστρόμος, άλλο οι οδηγοί. Και δεν λείπουν οι διαξιφισμοί, οι μικροτσακωμοί, οι βρισιές. Ένας μικρός πανικός, απέλπιδες προσπάθειες να μπει μια τάξη στο χάος και ξαφνικά όλα ησυχάζουν. Ένα μικρό πανηγύρι ήταν και τέλειωσε. Απομένει το καράβι λεηλατημένο και όλοι τρέχουν στην πόλη να μεταφέρουν τους καρπούς που έδρεψαν μέσα στο γενικό χαμό.
Ο θόρυβος της πόλης που ξύπνησε φτάνει απόμακρος εδώ. Ο ήλιος φωτίζει τα μονοπάτια που διάβηκες τη νύχτα. Τώρα όλα είναι διαφορετικά. Οι αχθοφόροι μετρούν όσα κέρδισαν με το χαμαλίκι τους, φτύνουν χάμω και ξαναμετρούν. Ποτέ δεν τα βρίσκουν όπως τα θέλουν.
Στο αναψυκτήριο λιγοστές παρέες. Πάνω στην είσοδο η ταμπέλα: «ΧΩΡΟΣ ΑΝΑΜΟΝΗΣ ΕΠΙΒΑΤΩΝ». Γέροι μπροστά σε κάποιο τάβλι, χαρτοπαίγνια, καφέδες και καπνοί από τα τσιγάρα της υπομονής. Νταλικέρηδες που περιμένουν κάποιο δρομολόγιο, επιβάτες που ρωτούν για τις ώρες, καθυστερημένοι που βρίζουν για το κράτος, την οργάνωση, τα πρακτορεία, την ατυχία τους. Κι εσύ λογαριάζεις τη ζωή σου μέσα στις φουσκάλες του καφέ σου. Στο ραδιόφωνο τραγούδια λαϊκά, ένας σερβιτόρος που πηγαινοέρχεται ιδρωμένος και η μπόχα που έρχεται από τις κοινόχρηστες τουαλέτες. Οι περισσότεροι δεν θέλουν να βρίσκονται εδώ. Γι αυτό πάντα εδώ καταλήγουν. Η αναμέτρηση με το χρόνο κοστίζει. Απανωτοί καφέδες, εφημερίδες και περιοδικά να περνά η ώρα, συxνουρία, κούραση από το καθισιό, νεύρα, «άντε και πότε θα? ρθει» κ.λ.π. Αυτή δεν είναι αίθουσα της αναμονής αλλά της υπομονής!
Λες να ξεφύγεις λίγο. Φεύγεις πέρα κατά το εμπορικό λιμάνι. Εδώ τα φορτηγά πλοία φορτώνουν ή ξεφορτώνουν εμπορεύματα. Γερανοί σαν τεράστια χέρια ταΐζουν τα αχόρταγα αμπάρια. Εργάτες ιδροκοπούν για λίγο ψωμί, βρίζουν ακατάσχετα, σαν να θέλουν να ξορκίσουν την άχαρη ζωή τους, νταλίκες πάνε κι έρχονται.
Πιο πέρα κάποιοι ναυτικοί τσακώνονται. Φωνάζουν δυνατά αυτοί οι άνθρωποι. Κουβαλούν τη θάλασσα μέσα τους, δεν τους χωράει η στεριά. Με πρόσωπα κεντημένα από την αρμύρα, μπράτσα στιβαρά, με τατουάζ στους ώμους, σφραγίδες του παρελθόντος στο βασανισμένο τους σκαρί. Δεν σου δίνουν σημασία, είσαι ξένος εσύ, στεριανός, άλλος άνθρωπος, δεν μπορείς να τους καταλάβεις.
Απομακρύνεσαι. Κάτω χυμένα λάδια, χώματα, σκουριές, σκόρπια καδρόνια, παλιοσίδερα, πιο κει βάρκες τραβηγμένες στη στεριά, νεκροταφείο για μια άλλη εποχή που κανείς δε δείχνει να την θυμάται πια. Εδώ ποτέ κανείς δε θα? ρθει να αφήσει λίγα λουλούδια. Αντίθετα όλοι αποφεύγουν το μέρος.
– Τρελός είσαι; Τι πας να κάνεις εκεί; Σε λίγο αρχίζεις να αμφιβάλλεις και για τον εαυτό σου. Τι γυρεύω εγώ εδώ μέσα στα παλιοσίδερα και τις σαπισμένες καρίνες; Ποια μοίρα με έσπρωξε ως εδώ; Τι με κάνει να θέλω να φύγω; Και γιατί θόλωσαν τα μάτια μου έτσι απότομα, χωρίς λόγο; Και τι είναι αυτά; Δάκρυα; Ή μήπως η υγρασία μου χαράζει στο πρόσωπο σημάδια που δεν καταλαβαίνω;
Απορείς, μα στο τέλος μένεις κυνηγημένος από την απορία. Καθώς απομακρύνεσαι, τα παρατημένα σκαριά τρίζουν στον ήλιο κι είναι ο ήχος τους σαν μοιρολόι, που τον καημό τους να τον αντέξεις δεν μπορείς.
Μεσημεριάζει και κόσμος μαζεύεται πάλι κοντά στο βαπόρι. Σε λίγο αρχίζει η φόρτωση. Φορτηγά, αυτοκίνητα, μηχανές, επιβάτες, όλοι πάλι δίνουν ραντεβού στο ίδιο σημείο. Φαντάροι με το φύλλο πορείας στην κωλότσεπη δρασκελίζουν το κατώφλι της πρόσκαιρης ελευθερίας, άλλοι περιμένουν με βαριά καρδιά ως την ώρα που θα σηκωθεί ο καταπέλτης. Είναι αυτοί που θα κλάψουν ίσως πικρά, όταν το πλοίο σφυρίξει τρεις φορές πριν δύσει ο ήλιος. Είναι προδοσία να φεύγεις μακριά από αυτούς που αγαπάς; Ή μήπως η ανάγκη είναι πιο ένοχη κι από της προδοσίας το φιλί;
Χώνεσαι κι εσύ ανάμεσα στους περίεργους που θα βολτάρουν ως που το καράβι θα φύγει, βλέπεις κι ακούς, οσφραίνεσαι τον αέρα του λιμανιού: τους αχθοφόρους να ψαρεύουν με το μάτι τις υποψήφιες γριές με τους ασήκωτους μπόγους, τους μικροπωλητές να διαλαλούν την πραμάτεια τους και να κουτσομπολεύουν το καθετί, τους νταλικέρηδες να κουβεντιάζουν με τον υπάλληλο στην πλάστιγγα και να του χώνουν στην τσέπη το φάκελο με τα χαρτονομίσματα, τους ταξιτζήδες που φέρνουν τους επιβάτες και τσακώνονται με τους λιμενικούς, τους λιμενικούς που αναζητούν απεγνωσμένα να δουν την καλλίγραμμη κοπέλα από απέναντι μπας και γίνει τίποτα το βράδυ με τη σύζυγο, τους πράκτορες που το παίζουν αφεντικά του λιμανιού. Μάταια όμως. Γιατί το λιμάνι δεν γνωρίζει αφεντικά. Έχει τους δικούς του νόμους. Και όποιος δεν τους σέβεται, το λιμάνι τον εκδικείται. Κι αυτό το ξέρουν όσοι γεννήθηκαν μέσα σ? αυτό.
Έπειτα είναι η ώρα που το καράβι αποπλέει. Γαντζωμένοι στα κάγκελα οι επιβάτες αποχαιρετούν μια στεριά και ήδη ονειρεύονται κάποια άλλη. Μερικοί χαιρετούν, κλαίνε, εύχονται το καλό ταξίδι κι εσύ τρως αμήχανος ξηρούς καρπούς, γιατί δεν έχεις κάποιον να χαιρετήσεις και το νιώθεις έντονα πως δεν έχεις θέση εσύ εδώ τούτη την ώρα του αποχωρισμού. Όταν λυθούν και οι τελευταίοι κάβοι και η πλωτή πολιτεία ξεκινήσει, πλησιάζεις τον καβοδέτη με τα σγουρά γκρίζα μαλλιά, τα ροζιασμένα βρώμικα χέρια και τις φαρδιές πλάτες.
– Καλοτάξιδο, λέει και κάνει το σταυρό του.
Τον χτυπάς φιλικά στον ώμο και του πιάνεις το χέρι. Κι είναι σαν να δίνεις χειραψία με την ιστορία του λιμανιού. Ακούς για παλιά επεισόδια, απίστευτα περιστατικά, για ανθρώπους που ήρθαν κι έφυγαν, για σημαντικούς και για ασήμαντους. Στην πιάτσα του λιμανιού ο καβοδέτης είναι η αστείρευτη πηγή πληροφοριών, ένα είδος κρυφής αλλά αποτελεσματικής κάμερας για όσα συμβαίνουν.
Καθισμένοι μαζί στην μπίντα στρίβετε τσιγάρο. Πίσω σας ο ήλιος βασιλεύει. Χειμερινοί κολυμβητές που αψηφούν το κρύο, βουτούν στα νερά. Στο βάθος τα ψαροκάικα επιστρέφουν από το ψάρεμα. Στα δίχτυα τους κουβαλούν το γεύμα της αυριανής μέρας πολλών ανθρώπων. Άμα είναι καλή η ψαριά, θα το γιορτάσουν με ούζο και θαλασσινά σε καμιά ψαροταβέρνα.
Τα μάτια του καβοδέτη έχουν δει πολλά. Αυτό το καταλαβαίνεις αμέσως. Ρουφάς τα λόγια του, όπως τον καπνό από το τσιγάρο. Και όταν τον χαιρετάς, το ξέρεις πως είσαι πιο σοφός και χαμογελάς όλο ικανοποίηση.
Πιο κάτω, μετά την πρώτη γωνία θα γελάσεις κιόλας. Ο τρελός, η μασκότ του λιμανιού δίνει ρεσιτάλ στα πιτσιρίκια που τον έχουν περικυκλώσει πάλι. Ημίγυμνος, ξυπόλητος, με δυο κοπρόσκυλα πάντα συνοδεία φωνάζει και μαλώνει όσους δεν τον παίρνουν στα σοβαρά. Τον πλησιάζεις με φόβο και δισταγμό. Παντελόνι λεκιασμένο και ξηλωμένο, δέρμα ψημένο από τις κακουχίες, μαλλιά πνιγμένα στη βρώμα και κάτι μάτια γαλάζια που θα τα ζήλευαν ως και οι αγγέλοι. Σε κοιτά και λες: «τούτος δεν είναι από αυτό τον κόσμο». Σπίθες πετά το βλέμμα του, τα ασυνάρτητα λόγια του ίσως να? ναι από τον παράδεισο, γι αυτό και δεν τα καταλαβαίνουμε. Χάνεται πίσω από τα γιουχαΐσματα των πιτσιρικάδων, μα εσύ έχεις κολλήσει: τα μάτια του, τα μάτια του?
Λες πως είναι ώρα να φύγεις. Μα όλο και κάτι σε κρατάει εδώ. Και αρχίζεις να φοβάσαι μήπως το λιμάνι σε παγιδέψει για πάντα, σαν τον παππού που αγναντεύει από το πρωί τη θάλασσα:
– Τι κάνεις εδώ παππού; Ψαρεύεις;
– Όχι, περιμένω.
– Τι περιμένεις;
– Να φανεί το καράβι.
– Μα το καράβι ήρθε, παππού.
– Δεν ξέρεις εσύ! Περιμένω. Το καράβι δεν φάνηκε ακόμα.
Και συλλογίζεσαι το πεπρωμένο σου και τα καράβια που περιμένεις να καταπλεύσουν στη δική σου ζωή. Άραγε, σαν γίνεις παππούς με το καλό, θα? ρθει και για σένα το βαπόρι που περιμένεις ή θα πεθάνεις με τον καημό για το καράβι που δεν φάνηκε ποτέ; Αφήνεις τον παππού να μετρά με το κομπολόι του τις ώρες, τις μέρες, τα χρόνια και μένεις να κοιτάς μονάχος τη θάλασσα που όλο και σκουραίνει. Φυσά ένα απαλό αεράκι και ρυτίδωσε λίγο. Αλλάζει χίλια πρόσωπα κι αυτή, απρόβλεπτη, αγέρωχη, αδάμαστη. Αγναντεύεις τη σειρά με τις μπίντες. Σαν οδοντοστοιχία για το τεράστιο στόμα του λιμανιού. Εκεί που στέκεσαι, περνά σαν ταινία η ζωή σου από μπροστά σου. Έτσι γίνεται και με όσους πεθαίνουν, με όσους ήρθαν ως εδώ να αυτοκτονήσουν. Τα σκέφτηκαν όλα για μια στιγμή και μετά «μπλουμ» και τέλος. Κι έγινε το λιμάνι το σύνορο ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο.
Για την ώρα η ζωή κερδίζει το στοίχημα. Οι ναύτες πειράζουν τα κορίτσια που περνούν. Ο έρωτας διαβρώνει το γκρίζο πολεμικό σκάφος πιο πολύ κι από το θαλασσινό νερό. Οι φάροι χαράζουν πράσινες και κόκκινες αυλακιές στο νερό και οι ψαράδες ρίχνουν και πάλι τα αγκίστρια τους στον κόσμο του βυθού.
«Είναι τελικά κομβικό σημείο το λιμάνι», σκέφτεσαι. «Δίοδος εισόδου και εξόδου. Τα καράβια γίνονται μαγικά, γιατί κουβαλούν το καινούριο μέσα τους. Χωρίζουν αλλά και ενώνουν τους ανθρώπους. Τους κάνουν να τα προσμένουν. Η προσμονή της επικοινωνίας με ένα κομμάτι του κόσμου που βρίσκεται πέρα από τη θάλασσα, να τι είναι αυτό που προσφέρει το βαπόρι που μπαίνει στο λιμάνι.. Κι αν κάποιοι συναντιούνται, κάποιοι άλλοι αποχωρίζονται, ίσως και για πάντα. Το λιμάνι φιλοξενεί χαρές μεγάλες αλλά και πίκρες ασήκωτες. Το λιμάνι σφύζει κάποτε από ζωή αλλά και σαπίζει άλλοτε στην ερημιά και στην εγκατάλειψη. Τη μεγάλη φασαρία διαδέχεται η ησυχία, την ησυχία η φασαρία και πάει λέγοντας. Έχει πολλά και διάφορα χρώματα το λιμάνι, όταν καταπλεύσει κι όταν αποπλεύσει κάποιο καράβι».
Σου φαίνονται μαγικά όλα αυτά. Ίσως γιατί είναι τόσο απλά. Οι άνθρωποι του λιμανιού, οι αγωνίες τους, οι μέρες τους, τα όνειρά τους που ταξιδεύουν με τα ποστάλια ή βουλιάζουν στα νερά. Κι εσύ που έτσι ακάλεστος εισέβαλλες εδώ πέρα, ετοιμάζεσαι τώρα να αναχωρήσεις. Φορτωμένος με σκέψεις και λόγια σοφά θα περάσεις στην απέναντι όχθη. Γνώρισες το λιμάνι, τον κόσμο του, τη μυρωδιά του. Τα καλά και τα άσχημα. Διαλέγεις και παίρνεις αυτά που σου ταιριάζουν.
Είσαι τυχερός, περαστικέ διαβάτη. Είσαι τυχερός γιατί μπορείς να φύγεις. Μπορείς να ταξιδέψεις σε άλλα μέρη, να κυνηγήσεις τις προσδοκίες σου. Μακάρι όλοι να μπορούσαν να ταξιδέψουν μακριά κάποτε. Αλίμονο όμως, κάποιοι μένουν για πάντα εδώ, καρφωμένοι στην προβλήτα, ακίνητοι, ασάλευτοι στο αγιάζι και στο κύμα, να περιμένουν μάταια το βαπόρι που άργησε να φανεί και που δε θέλουν να πιστέψουν πως δεν πρόκειται να φανεί ποτέ.
Κάτω από Πεζογραφία | 0 ΣχόλιαΤο βασιλόπουλο
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα βασιλόπουλο. Ήταν πολύ πλούσιο και ευτυχισμένο. Δεν του έλειπε τίποτα. Είχε ό,τι επιθυμούσε, όποτε το επιθυμούσε.
Κάποτε ήρθε η ώρα να παντρευτεί. Κάλεσε λοιπόν ο πατέρας του ο βασιλιάς όλες τις κοπέλες της πολιτείας για να διαλέξει ο γιος του την καλύτερη. Μπήκαν στη σειρά λοιπόν και αυτός περνούσε μπροστά τους. Τις κοίταζε προσεκτικά και κάποτε ρωτούσε καμία που του άρεσε λίγο. Όλες του χαμογελούσαν και του έλεγαν γλυκόλογα. Στο τέλος όμως μπερδεύτηκε και ξεφυσώντας απογοητευμένος έφυγε από τη μεγάλη αίθουσα, μην μπορώντας να καταλήξει.
Σαν είδε ότι αυτός ο τρόπος δεν πέτυχε, βγήκε μια μέρα από το παλάτι και πήρε τους δρόμους. Ήταν ντυμένος σαν έμπορος, για να μην τον καταλάβουν. Ήθελε να βρει μόνος του την γυναίκα που θα τον παντρευόταν. Μια και δυο άρχισε το σεργιάνι στην πολιτεία. Η ώρα όμως περνούσε και δεν έβρισκε μπροστά του τίποτα το αξιόλογο.
Τελικά νύχτωσε και αργοπορημένος πήρε το δρόμο του γυρισμού. Άμαθος όμως καθώς ήταν από τα κακόφημα μέρη της πολιτείας, έπεσε σε ένα στενοσόκακο και τον παγίδεψαν κάτι ληστές. Μην ξέροντας ποιος είναι, τον έγδυσαν, του πήραν όλα τα φλουριά που είχε και τον άφησαν χτυπημένο στο σκοτάδι.
Εκεί καταματωμένο τον βρήκε σε κακό χάλι μια γριά γύφτισσα. Τον πλησίασε στα σκοτεινά και τον ρώτησε:
– Που βρέθηκες εσύ εδώ, παλικάρι μου;
– Έμπορος είμαι, της απάντησε αυτός. Με λήστεψαν και με παράτησαν εδώ, οι παλιάνθρωποι!
– Έμπορος; έκανε η γριά περιπαικτικά. Από πότε οι βασιλιάδες ασχολούνται με το εμπόριο;
Το βασιλόπουλο έπεσε από τα σύννεφα. Δεν μπορούσε όμως να κάνει αλλιώς και ρώτησε τη γριά:
– Πώς ξέρεις ποιος είμαι;
– Εσύ πώς ξέρεις ότι ο ήλιος θα βγει το πρωί από την ανατολή; του είπε αυτή. Πάρε εδώ και ντύσου με αυτά τα σκουτιά και πήγαινε στο χάνι που βρίσκεται μετά τον καρόδρομο. Εκεί θα βρεις αυτό που ψάχνεις.
– Και που ξέρεις εσύ τι ψάχνω εγώ; αντιρώτησε πειραγμένο το βασιλόπουλο.
– Δεν χρειάζεται, παιδί μου, να ταξιδέψεις μακριά από την πολιτεία για να συναντήσεις αυτό που θες. Πρέπει όμως να ταξιδέψεις μακριά από τον εαυτό σου, είπε η γριά γύφτισσα και χάθηκε αλαφροπερπατώντας στο σκοτάδι.
Το βασιλόπουλο έκανε, όπως του είπε. Μπήκε στο πανδοχείο που βρισκόταν εκεί κοντά και κάθισε να πιει λίγο κρασί για να ζεσταθεί. Τότε ήρθε μπροστά του μια πανέμορφη κοπέλα, ντυμένη με κουρέλια. Ήταν η κόρη του χανιώτη.
– Τι θα πάρετε κύριε; τον ρώτησε.
– Θα ήθελα λίγο κρασί αλλά μόνο που δεν έχω να σας πληρώσω γιατί κάποιοι αγροίκοι ληστές μου πήραν όλα όσα είχα.
– Δεν πειράζει, του απάντησε. Μην στενοχωριέστε. Δεν υπάρχει τίποτα το ανεπανόρθωτο εκτός από την αγάπη.
Το βασιλόπουλο έμεινε σκεφτικό. Έτσι όταν γύρισε η κοπέλα με το κρασί, σηκώθηκε και της είπε με δυνατή φωνή, ώστε να τον ακούσουν όλοι μέσα στο πανδοχείο:
– Γυναίκα δε σου είπα ότι είμαι ο γιος του βασιλιά!
Η κοπέλα έμεινε σιωπηλή και το μόνο που έκανε ήταν να χαμογελάσει. Άφησε την κανάτα με το κρασί, υποκλίθηκε και έκανε να φύγει.
– Δεν κατάλαβες τι σου είπα; ρώτησε πειραγμένο το βασιλόπουλο.
– Υψηλότατε, του απάντησε αυτή, πίσω από την σιωπή μπορεί να κρύβονται δύο πράγματα: η σοφία ή η μικρομυαλιά. Στην περίπτωσή μου σας διαβεβαιώνω ότι δεν κρύβεται ανοησία.
Το βασιλόπουλο εντυπωσιάστηκε από την απάντησή της και χωρίς να χάσει καιρό της είπε:
– Άγνωστη γυναίκα εκτιμώ τα λόγια σου. Από την ώρα που σε πρωτοείδα, τα μάτια σου βγάζουν ένα φως που με μάγεψε. Θες να γίνεις γυναίκα μου; Είπε και όλοι έμειναν με το στόμα ανοιχτό.
– Αν η υψηλότητά σας με κρίνει κατάλληλη να σταθώ δίπλα σας, τότε ναι, δέχομαι να το πράξω.
– Εμπρός λοιπόν, βροντοφώναξε το βασιλόπουλο, όλοι να μάθουν ότι ο γιος του βασιλιά διάλεξε τη βασιλοπούλα για το παλάτι. Ήρθε για να θεραπευτεί από τα χτυπήματα των άδικων ληστών και θεραπεύτηκε από την αληθινή καλοσύνη μιας υπηρέτριας.
– Βασιλιά μου, είπε η μικρή κοπέλα, να έχετε θάρρος. Γιατί στη ζωή υπάρχουν πράγματα που χάνονται σε μια στιγμή και πράγματα που δε χάνονται ποτέ. Απόψε ανακαλύψατε ότι αυτό που ψάχνουμε, βρίσκεται πάντα εκεί που δεν το περιμένουμε. Μόνο που χωρίς να το ξέρουμε, αυτό μας περιμένει και μας βρίσκει την κατάλληλη στιγμή. Η αγάπη μπορεί και περιμένει.
Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Ο ψαράς και η γοργόνα
Μια φορά κι έναν καιρό, ένας μικρός ψαράς είχε βγει για ψάρεμα με το καΐκι του. Κόντευε να ξημερώσει, μα η ψαριά του δεν ήταν καθόλου καλή.
– Πώς θα γυρίσω σπίτι, συλλογιζόταν, με άδεια δίχτυα;
Ξάφνου ο τόπος άστραψε και από τη θάλασσα ξεπρόβαλε μια γοργόνα. Πλησίασε το καΐκι του μικρού ψαρά και τον χαιρέτησε:
– Γεια σου παλικάρι, του είπε.
– Γεια σου και σένα γοργόνα, της απάντησε. Τι θέλεις από μένα;
– Σου φέρνω δύο σακούλια. Αν διαλέξεις το πρώτο, θα γυρίσεις σπίτι σου με την πιο καλή ψαριά που είχες ποτέ και όλοι θα τρίβουν τα μάτια τους για το κατόρθωμά σου.
– Κι αν διαλέξω το δεύτερο; ρώτησε το παλικάρι όλο περιέργεια.
– Αν διαλέξεις το δεύτερο, θα σου χαρίσω ένα φιλί.
Το παλικάρι απόμεινε σκεφτικό. Να γυρίσει πίσω με την πιο καλή ψαριά και όλοι να τον παινεύουν; Ή να δεχτεί το φιλί της γοργόνας; Ήταν το πιο όμορφο πλάσμα που είχε αντικρίσει ποτέ του και τα μάτια της αστραποβολούσαν φως. Γρήγορα έβγαλε απόκριση:
– Διαλέγω το δεύτερο σακούλι, είπε αποφασισμένος.
– Ωραία λοιπόν, έκανε η γοργόνα και αμέσως πέταξε το πρώτο σακούλι στη θάλασσα. Μονομιάς σκόρπισαν εκατοντάδες αστραφτερά μαργαριτάρια που είχε μαζέψει από τα βάθη του ωκεανού.
– Μα τι κάνεις εκεί! Φώναξε το παλικάρι. Είναι κρίμα. Τόσα σπάνια μαργαριτάρια?
– Δεν είναι καθόλου κρίμα, απάντησε ψύχραιμη η γοργόνα. Μην παραπονιέσαι παλικάρι. Είναι το σακούλι που αρνήθηκες, του είπε κι αμέσως ανασηκώθηκε από τη θάλασσα. Τότε το παλικάρι έσκυψε και δέχτηκε το πιο γλυκό φιλί του κόσμου. Έμεινε με κλειστά μάτια για να κρατήσει μέσα του όλη αυτή την ομορφιά, που ποτέ άνθρωπος δεν είχε ξαναγευτεί.
Όταν τα άνοιξε πάλι, η γοργόνα είχε χαθεί στα νερά κι είχε πάρει πάλι να σκοτεινιάζει. Στα χέρια του είχε απομείνει το δεύτερο σακούλι.
– Μα τι μπορεί να είναι πιο ακριβό από τόσα σπάνια μαργαριτάρια του βυθού; Συλλογίστηκε και έλυσε το κορδόνι. Στα χέρια του κρατούσε ένα σακούλι με μύθους, μύθους του βυθού. Χαμογέλασε και τότε μόνο κατάλαβε πως ούτε όλα τα μαργαριτάρια του κόσμου δεν άξιζαν όσο ένα ζωντανό, αληθινό παραμύθι.
Και έζησε αυτός καλά κι εμείς καλύτερα.
Λίγο πριν το σκοτάδι
Όλα έγιναν ξαφνικά, όπως συνήθως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις. Χωρίς να σκεφτώ τίποτα, βγαίνω από το αμάξι όσο πιο γρήγορα μπορώ, για να γλιτώσω από τις φλόγες. Βλέπω τα αίματα στα χέρια και στα πόδια μου και νιώθω ένα δυνατό πόνο στη μέση και στο πρόσωπο. Προσπαθώ να κοιτάξω γύρω μου, να συγκεντρωθώ, να θυμηθώ, όμως όλα γυρίζουν. Ένα σκοτεινό πέπλο μου σκεπάζει τα μάτια?
?Ο ουρανός είναι συννεφιασμένος. «Θα βρέξει», σκέφτομαι. Νιώθω να κρυώνω, τα χείλη μου τρέμουν και δεν μπορώ να φωνάξω. Είμαι σωριασμένος ανάσκελα και δυσκολεύομαι να κινήσω και το μικρό μου δαχτυλάκι. Αγγίζω το πρόσωπό μου κι ένας φρικτός πόνος με συγκλονίζει: «Είμαι καμένος». Ο σβέρκος μου τσούζει, νιώθω πως καταπίνω τόνους αίμα κι αρχίζω να φοβάμαι. Κοιτάζω το αμάξι που είναι παραδομένο στις φλόγες, κάνω να θυμηθώ τι έγινε, όταν κάποιο χέρι αρχίζει να με τραβά.
«Εδώ παιδιά, εδώ! Είναι ένας ζωντανός!»
Βλέπω το πρόσωπό του, δεν τον ξέρω καν. Θέλω να του μιλήσω, να τον ευχαριστήσω, όμως φεύγει από κοντά μου και πηγαίνει στο αυτοκίνητο που καίγεται από άκρη σε άκρη. Τώρα έρχονται άλλοι δύο με άσπρες στολές.
«Ένα ? δύο ? τρία» και ένας αφόρητος πόνος στη μέση? το τίμημα για να βρεθώ στο φορείο. Πιάνω το χέρι του ενός. Κάτι θέλω να του πω. Η μνήμη μου έχει κοκαλώσει.
«Ηρέμησε φίλε, ηρέμησε».
«Πιάσε τα λουριά! Άντε γρήγορα!»
«Προλαβαίνουμε δεν προλαβαίνουμε».
«Δεν έχει ανάγκη αυτός από βιασύνες».
«Φύγε από τ? αμάξι ρε! Μπορεί να γίνει έκρηξη», φωνάζει κάποιος .
«Το αυτοκίνητο», πάω να σκεφτώ?
«Είναι κι άλλος μέσα?»
?Το ταβάνι είναι μεταλλικό. Τα τοιχώματα κι αυτά μεταλλικά. Ένα παράθυρο, ένα τζάμι απέναντί μου που όμως δεν μου δείχνει τίποτα απ? έξω. Μου έρχεται να κάνω εμετό, νιώθω να ζαλίζομαι, να πηγαίνω πέρα δώθε. «Ασθενοφόρο!», σκέφτομαι ξαφνικά αλλά για έναν περίεργο λόγο δεν νιώθω καμία ασφάλεια εδώ μέσα. Κοιτάζω ψηλά. Ένα μπουκαλάκι με ορό κρέμεται πάνω από το κεφάλι μου και τραμπαλίζεται άτσαλα από τα κουνήματα του οχήματος. Μια κοπέλα, γιατρός μάλλον, ξετυλίγει πανιά, γάζες και πλαστικές σακουλίτσες με γρήγορες κινήσεις, πολύ γρήγορες κινήσεις, σα να θέλει να προλάβει το χρονόμετρο. Ζαλίζομαι και μόνο που την βλέπω. «Τι βιάζεσαι κοπέλα μου; Μας ζάλισες!? Έλα ντε, γιατί να βιάζεται τάχα; Μήπως ξέρει κάτι που δεν ξέρω εγώ;»
«Ιουιουιου», η σειρήνα μού σκίζει τα αυτιά.
«Τώρα περνάμε τα φανάρια με κόκκινο», συλλογίζομαι, «το απωθημένο κάθε οδηγού». Αμέσως όμως μου έρχεται στο μυαλό το κόκκινο αίμα που είδα πριν να χάνω με τη σέσουλα και τρέμω από φόβο. Ο οδηγός πιάνει κουβέντα με το συνοδηγό:
«Ο μαλάκας ο φορτηγατζής έφταιγε».
«Αφού πήγαινε σαν τρελός. Πού πας ρε άνθρωπε σ? αυτό το δρόμο με εκατό;? Τι λες; Τη βγάζει;»
«Συνάδελφε, δεκατρία χρόνια κουβαλάω θύματα από τροχαία. Τι τραυματίες, τι ακρωτηριασμένους, τι πεθαμένους, κομμάτια, σου λέω! Αλλά με το που τους βλέπω, καταλαβαίνω αν θα αντέξουν ή όχι. Θα δεις που θα το μάθεις κι εσύ. Αλλά γι? αυτόν σου το? πα και πριν. Θα ζήσει», λέει με σίγουρη φωνή, η γιατρός χαμογελά αόριστα ακούγοντας τις προφητείες κι εμένα μου έρχεται να του σπάσω τα μούτρα. «Τι είναι τούτοι ρε! Σε λίγο θα στοιχηματίσουν και στο τομάρι μου. Παναγία μου!»
«Πού το ξέρεις; Η μούρη του έχει τσαλακωθεί από τις φλόγες», επιμένει ο άλλος.
«Για όλα υπάρχει κάποια πατέντα σε αυτή τη χώρα».
«Ο άλλος;»
«Πάει ο άλλος. Δεν φορούσε ζώνη, νομίζω».
Νιώθω να πνίγομαι. Προσπαθώ να μιλήσω, να με ακούσουν. Μάταιος κόπος. Έχω την εντύπωση ότι κολυμπάω στο αίμα, ότι πεθαίνω, ότι χάνω τη ζωή μου μέσα σε ένα ασθενοφόρο, μέσα σε ένα σιδερένιο κουτί. Και τότε θυμάμαι τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου. Βγάζω ένα αρρωστημένο βογκητό. Η γιατρός μου πιάνει το μπράτσο:
«Σώπα, φτάσαμε, κάνε λίγο υπομονή».
Κάποτε φτάνουμε. Με κατεβάζουν κι αρχίζουν να με τσουλάνε μέσα από διαδρόμους. «Μόνο όταν είναι να πεθάνεις, ανοίγουν διάπλατα όλες οι πόρτες για σένα». Βλέπω σε γρήγορες εναλλαγές να προσπερνάμε φώτα, περίεργους να με κοιτούν και να βγάζουν κραυγές φόβου και αηδίας. Κάποια στιγμή νομίζω ότι βλέπω κι ένα γνωστό μου πρόσωπο που όμως δεν θυμάμαι σε ποιον ανήκει.
Ξαφνικά όλα σβήνουν. Δεν βλέπω τίποτα. Ακούω όμως. Φοβάμαι πάλι πως πεθαίνω. Προσπαθώ να δω αλλά δεν καταφέρνω τίποτα. Κάποιοι δίνουν εντολές σε κάποιους άλλους. «Πρέπει να είναι οι γιατροί» φαντάζομαι. «Οι γιατροί! Δεν τους χωνεύω τους γιατρούς, τους γιατρούς και τους δικηγόρους. Και τώρα ορίστε κατάσταση. Τώρα που η ζωή μου παίζεται, να κρέμεται η τύχη μου από τους κωλογιατρούς. Κι άμα πεθάνω, θα με αναλάβουν οι δικηγόροι και οι συμβολαιογράφοι?»
Περνάει λίγη ώρα και δε γίνεται τίποτα. Το πρόσωπό μου τσούζει. Προσπαθώ πάλι να πω κάτι και δεν μπορώ. Κρυώνω, νιώθω μόνος, φρικτά μόνος. Δεν ξέρω που βρίσκομαι, δεν ξέρω ποιοι είναι δίπλα μου και τι σκέφτονται για μένα. Μονάχα ένα σκοτάδι. «Μήπως κάνω λάθος; Μήπως έχω πεθάνει και δεν το πήρα είδηση; Μα που είναι ο Χριστός, που είναι ο Σατανάς; Κάποιος τέλος πάντων!» Λένε πως λίγο πριν πεθάνεις, περνά σαν αστραπή η ζωή μπροστά από τα μάτια σου. Κάνω να θυμηθώ τίποτα αλλά μάταια. Ένα κενό τυλίγει τα πάντα. «Σκατά», σκέφτομαι, «θα πάω στον Άγιο Πέτρο με αμνησία». Μου αρέσει που κάνω και χιούμορ. Ούτε να γελάσω δεν μπορώ.
«Παφ!» ένα δυνατό φως με τυφλώνει. Κάποιοι κινούνται γύρω μου βιαστικά. Όλοι μοιάζουν το ίδιο, όλοι είναι ίδιοι μέσα σε κάτι πράσινες φόρμες. Μου έχουν βγάλει τα ρούχα και αρχίζουν να μου περνούν καλώδια και σωληνάκια. Κάποιος κάτι κάνει από πάνω μου με μια σύριγγα. Έχει καλυμμένο το πρόσωπό του με μια μάσκα. Φαίνονται μόνο τα μάτια του. Μου κλείνει το ένα καθώς δοκιμάζει τη βελόνα. Γυρνώ προς το μέρος του, όσο μπορώ. Θέλω να τον ακούσω, να μου μιλήσει έστω και για λίγο, να καταλάβω ότι δεν είμαι νεκρός, ότι υπάρχω ακόμα. Με επαναφέρει αμέσως στην πρώτη μου θέση και με αγριοκοιτά. Μου έρχεται να κλάψω. Κάτι πρέπει να λέει εκνευρισμένος κάτω από τη μάσκα του, δεν καταλαβαίνω όμως τίποτα. Είμαι μόνος μου. Η σιωπή με έχει καθηλώσει περισσότερο και από τη ζημιά που έπαθα. Σιγά σιγά όλα αρχίζουν να θολώνουν πάλι και δεν ξέρω αν είναι από τα κλάματα ή από τη νάρκωση. Προσπαθώ να ξεχάσω τους πόνους στο σώμα μου, να κατανοήσω τη μοναξιά μου στο λίγο χρόνο που μου απομένει. «Αν ζήσω? αν πεθάνω?» Κοιτάζω το δυνατό φως από πάνω μου, τους τοίχους γύρω μου. Νιώθω πολύ μόνος, εξόριστος πάνω στο νήμα της ζωής μου που δεν ξέρω αν έχει κι άλλο ή σώθηκε και πρέπει να το μαζέψω κουβάρι. Τα μάτια μου αρχίζουν να κλείνουν. «Ίσως και για τελευταία φορά» σκέφτομαι και κάτι πάω να πω αλλά δεν προλαβαίνω. Ο γιατρός ξέρει να χειρίζεται καλά τα ηρεμιστικά που έχει στη διάθεσή του.
?Μόλις που μπορώ να ανοίξω τα μάτια μου. «Ζω» λέω στον εαυτό μου και αυτό μού αρκεί. Ολόκληρο το κεφάλι μου είναι καλυμμένο με γάζες. Είμαι σα μούμια. Υπάρχουν μόνο μικρά ανοίγματα για την όραση και την αναπνοή. Σκέφτομαι πως πρέπει να έπαθα σοβαρή ζημιά. Από το ένα μου χέρι διοχετεύεται ορός. Πονά όλο μου το κορμί. Σαν να έχω φάει ξύλο πρόσφατα. Δεν έχω τη δύναμη ακόμα να γυρίσω αριστερά και δεξιά για να δω κανέναν άνθρωπο να πάρω κουράγιο. Ακούω όμως ομιλίες και σαν να περνούν κάποιοι πότε πότε από το περιορισμένο οπτικό μου πεδίο. Οι λίγες εικόνες, θολές κι αυτές, χάνονται.
Κοιμάμαι ξανά και ονειρεύομαι έναν ελέφαντα. Οι ελέφαντες μού είναι πολύ συμπαθείς. Αυτός ο ελέφαντας τρέχει σε ένα λιβάδι. Τρέχει, τρέχει ώσπου κάποια στιγμή με φτάνει. Με χαιρετά με την προβοσκίδα και σηκώνεται στα δυο του πόδια. Του χαμογελάω κι εγώ και του δίνω το χέρι. Τότε πέφτει με δύναμη πάνω μου. Νιώθω τα δυο του πέλματα να με τσακίζουν, να γίνομαι τρίμματα, σκόνη κι έπειτα ξυπνάω πάλι. Ανασαίνω βαριά και η καρδιά μου χτυπά γρήγορα. Με δυσκολία στρέφω να δω δεξιά: άνθρωποι στα κρεβάτια και κάποιοι άλλοι όρθιοι. Μιλούν συνέχεια. Στα αυτιά μου δεν φτάνει παρά ένα συγκεχυμένο βουητό. Για άλλη μια φορά νιώθω μόνος μου. Είναι κι αυτές οι γάζες που με περιορίζουν αρκετά. Σαν να είμαι θαμμένος μέσα τους.
Τότε είναι που έρχεται η Ηρώ, η γυναίκα μου. Τρέχει και πέφτει πάνω μου με δάκρυα.
«Αντρέα, Αντρέα» λέει με πνιγμένη φωνή.
Θέλω να της πω πόσο την αγαπάω, πόσο ευτυχισμένος είμαι που γκρέμισε έτσι αναπάντεχα τη φρικτή μοναξιά μου, πόση χαρά μου δίνει που βρίσκεται δίπλα μου. Θέλω να την ρωτήσω και για τα παιδιά, να μάθω αν φοβήθηκε και να την καθησυχάσω όσο μπορώ. Θέλω, θέλω? Μα ξαφνικά όλα αυτά χάνονται κι ένα ρίγος με διαπερνά, κάτι σαν ηλεκτρικό ρεύμα. Νιώθω έναν πόνο στο στήθος να φτάνει μέχρι τη μέση μου που είναι κι αυτή καταπονημένη. «Ποιόν Αντρέα φωνάζει; Ποιος Αντρέας; Εμένα δεν με λένε Αντρέα αλλά Στέφανο!» Προσπαθώ να της μιλήσω, να ανασηκωθώ, να της φωνάξω πως δεν είμαι κάποιος Αντρέας αλλά εγώ, ο Στέφανος.
Και τότε, μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου, σηκώνω μεμιάς το βάρος όσων έγιναν ως εκείνη τη στιγμή. Τότε τα θυμάμαι όλα για πρώτη φορά μετά το ατύχημα: «Ήμουν με τον Αντρέα ? αδερφό της Ηρώς και κουνιάδο μου ? στο αυτοκίνητό του. Οδηγούσα εγώ γιατί είχε πιει λίγο παραπάνω. Γυρνούσαμε από τον αγώνα. Ένα φορτηγό έπεσε πάνω μας σε μια στροφή και πιάσαμε φωτιά. Θυμάμαι που προσπαθούσα να βγω έξω? Ο Αντρέας ? Χριστέ μου! ? δεν τα κατάφερε. Ο Αντρέας κάηκε και τώρα νομίζουν πως είμαι καμένος εγώ. Αλλά εγώ δεν πέθανα, δεν ήμουν εγώ συνοδηγός, εγώ οδηγούσα, εγώ? Ηρώ?» Η γλώσσα μου είναι πιο βαριά και από ελέφαντα. Έχω κι αυτές τις κωλογάζες στο πρόσωπο. Η Ηρώ νομίζει πως είμαι ο αδερφός της. Κλαίει με αναφιλητά και με αγκαλιάζει με προσοχή για να μη με πονέσει. Νιώθω πως θα εκραγώ. Προσπαθώ να της κάνω νόημα με τα μάτια αλλά ίσα που τα ανοίγω. Θέλω να της μιλήσω, να της φανερώσω την αλήθεια, μα δε γίνεται τίποτα. Σκέφτομαι να την χαϊδέψω, δεν καταφέρνω τίποτα όμως. Συνεχίζει να κλαίει με λυγμούς απαρηγόρητη.
«Αντρέα μου, είσαι καλά;? Ο Στέφανος?»
Δεν αντέχω άλλο, δεν μπορώ. Θέλω να μάθει ο άνθρωπός μου πως τα πράγματα δεν έχουν έτσι όπως νομίζει. Θέλω να ξέρει πως δεν είμαι νεκρός αλλά ζωντανός στην αγκαλιά της. Κι αυτοί οι μαλακισμένοι οι γιατροί τι κάνουν; Αυτοί φταίνε για όλα!
Κάποια στιγμή μπαίνει η Ελένη, η πεθερά μου, τρέμοντας και με μάτια κατακόκκινα από το κλάμα. Με κοιτά σαν αποχαυνωμένη και καλεί την Ηρώ κοντά της. Ένας γιατρός προσπαθώντας να δείξει ταραγμένος παίρνει τη γυναίκα μου παράμερα και κάτι της λέει για ένα τραγικό λάθος, για εσφαλμένη αναγνώριση, αν ακούνε καλά τα αυτιά μου. Αυτή γυρίζει και με κοιτάζει με ορθάνοιχτα μάτια και μισάνοιχτο στόμα, λες και βλέπει βάτραχο να μιλά κινέζικα. Αμέσως λιποθυμά στην ανοιχτή αγκαλιά της μητέρας της.
Μένω πάλι μόνος. Η Ηρώ θα συνέλθει γρήγορα. Δυο γιατροί είναι από πάνω της, ενώ η πεθερά μου κοιτάζει μια αυτήν και μια εμένα και δεν ξέρει κατά που να γείρει. Τα έχει χαμένα η κακομοίρα από την απροσδόκητη τροπή που πήραν τα πράγματα. Οι επισκέπτες του θαλάμου αντιλαμβάνονται τι περίπου έχει συμβεί και αρχίζουν τα σχόλια και τα γνωμικά για τη ζωή και τους νόμους της. Μερικοί από αυτούς με κοιτούν περίεργα και αμέσως σκέφτομαι ότι κάπως έτσι θα κοίταζαν και τον αναστημένο Λάζαρο μέσα στο νεκροσέντονό του οι συντοπίτες του πριν χιλιάδες χρόνια.
Μέσα στη φωλιά από γάζες ανατρέχω ξανά στο παρελθόν, για να λογαριάσω τις απώλειες. Ο αγαπημένος μου κουνιάδος νεκρός, η γυναίκα μου λιπόθυμη κι εγώ ένα κομμάτι κρέας, ανίκανο και για την παραμικρή κίνηση. «Πόσο απλά φτάνεις στο τέλος της ζωής σου», σκέφτομαι. «Όλοι φανταζόμαστε το θάνατο ως κάτι το συγκλονιστικό, το μεγαλειώδες. Καημένε Αντρέα», λέω μέσα μου και τα μάτια μου βουρκώνουν. «Από μια απλή σύμπτωση μπορώ και τα σκέφτομαι τώρα όλα αυτά. Και από μια απλή σύμπτωση εσύ δεν θα μπορέσεις να το κάνεις αυτό ποτέ. Αδικία ή κάτι άλλο;»
Ο απολογισμός πίσω από τις γάζες διακόπτεται. Η Ηρώ συνέρχεται, πέφτει πάνω μου και με σφίγγει στην αγκαλιά της χωρίς να ξέρει καλά καλά κι αυτή πως ενεργεί και για ποιο λόγο. Δεν μπορεί να πιστέψει σε αυτή την περίεργη νεκρανάστασή μου. «Τελικά», σκέφτομαι, «ήμουν κι εγώ για λίγο νεκρός». Αμέσως όμως θυμάμαι τον Αντρέα. Και νιώθω τύψεις. Η πεθερά μου βρίσκει ένα σκαμνάκι να κάτσει και με βουρκωμένα μάτια σταυρώνει τα χέρια, ανήμπορη να αρθρώσει έστω και μια λέξη. Η Ηρώ με φιλά όπου βρει, αν και πουθενά δεν μπορεί να με συναντήσει? νιώθω χτισμένος πάνω σε γάζες και πανιά. Έπειτα από λίγο στέκεται και με κοιτά, σαν να θέλει να διαπιστώσει μήπως μου λείπει τίποτα. Προσπαθώ κι εγώ με μισόκλειστα μάτια να της χαμογελάσω αλλά νιώθω τα μάγουλά μου να τραβιούνται, τόσο που φοβάμαι μη σκιστούν.
Περνάει κάμποση ώρα έτσι και ξαφνικά καταλαβαίνω ότι δεν είμαι πλέον μόνος μου. Συνειδητοποιώ σιγά σιγά τι έγινε και οι φόβοι μου γίνονται καπνός που χάνεται γρήγορα. Βλέπω απέναντί μου τη γυναίκα μου, που προσπαθεί να μου δώσει αλλά και να πάρει κουράγιο. Χαμογελά και κλαίει συγχρόνως, σα να μην γνωρίζει αν πρέπει να χαίρεται ή να λυπάται ή και τα δύο. Μου κρατά το χέρι και είναι σα να με δένει με τη ζωή, τη ζωή που τόσο απελπίστηκα σήμερα πως θα την χάσω. Κι έτσι το παίρνω οριστικά απόφαση: «Δεν πέθανα! Θα ζήσω!»
Και τότε σαν αστραπή μου έρχεται στο νου ο Αντρέας. Η ανάμνησή του με κάνει και δακρύζω. Όλα όσα με τρόμαζαν πριν, οι φόβοι μου, τα αίματα, το χειρουργείο, η προσωρινή μοναξιά μου μοιάζουν με ένα πελώριο τίποτα μπροστά στην απώλειά του. Και την ώρα εκείνη που η γυναίκα μου με κρατά από το χέρι, που με κοιτάζει στα μάτια και μου υποδηλώνει πως θα δω για πολλές φορές ακόμη το ξημέρωμα, την ώρα εκείνη που οι πόνοι μου αρχίζουν σταδιακά να μαλακώνουν και η μοναξιά μου να σβήνει χωρίς επιστροφή, την ώρα εκείνη συλλογίζομαι τον Αντρέα και το παράπονό του, το παράπονο ενός νέου ανθρώπου που κανένα χέρι δεν θα βρεθεί να ζεστάνει το κορμί και την ψυχή του στον υγρό του τάφο.
«Δεν ξέρω αν θα πρέπει να νιώθω τύψεις που έζησα. Ξέρω όμως πως αυτό που ένιωθα ως τώρα δεν ήταν μοναξιά. Ήταν ο φόβος, ο πανικός μη μείνω μόνος. Άραγε θα άντεχα έστω και για λίγο στη σκέψη της μοναξιάς του Αντρέα; Γιατί η μοναξιά του Αντρέα δεν ήταν σαν τη δική μου. Η μοναξιά του Αντρέα από τότε ήταν απερίγραπτη».
Η σύμπτωση
Άνοιξα το παράθυρο να μπει λίγος αέρας. Υπερβολική η ζέστη για μήνα Μάιο. Πρέπει να βάλω και το κλιματιστικό στο αυτοκίνητο. Δεν πάει άλλο. Το καλοκαίρι δε θα αντέξω με τον καύσωνα.
Σήμερα, του Αγίου Κωνσταντίνου και της Ελένης, πολιούχων της πόλης, θα? χουμε δουλειά, κυρίως το απόγευμα. Η πλατεία θα γεμίσει κόσμο και μετά την περιφορά θα? χουμε μπόλικη πελατεία. Όσοι είναι από χωριά, σιγά μην περιμένουν τα βραδινά λεωφορεία. Θα μας προτιμήσουν το δίχως άλλο.
Στην πιάτσα πιάνω κουβέντα με τον Αντώνη:
– Τ? απόγεμα θα μοιραστούμε, μου λέει. Οι μισοί στον Άγιο, οι άλλοι στο Εργατικό Κέντρο.
– Γιατί, τί έχουμε εκεί;
– Η βράβευση του Κεχαγιόγλου. Δε θυμάσαι; Του καθηγητή που γράφει στον «Έσπερο»?
– Ναι, ναι, καλά λες. Απόψε βρήκαν; Νομίζω Κώστα δεν τον λένε; Τη μέρα της γιορτής του;
Ο Αντώνης κάνει ένα μορφασμό που δείχνει την αδιαφορία του, καθώς κινείται προς το τηλέφωνο που χτυπά. «Σε πέντε λεπτά θα? μαι εκεί», απαντά, μπαίνει στο αυτοκίνητο και φεύγει? Ο Κεχαγιόγλου, ναι, τώρα θυμήθηκα. Καθηγητής, τον θεωρούν μεγάλο μυαλό, έχει βγάλει και κάτι βιβλία για το κάστρο και το μοναστήρι στο βουνό. Γράφει όλο σε κάτι εφημερίδες και περιοδικά. Θα τον βραβεύσουν Πανεπιστημιακοί από την Αθήνα απόψε. Πάντως εδώ όλοι τον παραδέχονται. Ας είναι για καλό, λοιπόν.
Η πόρτα ανοίγει ξαφνικά:
– Καλημέρα, στον κάτω Μαχαλά, παρακαλώ.
Από το εσωτερικό καθρεφτάκι αναγνωρίζω τον Κεχαγιόγλου στο πίσω κάθισμα.
– Καλημέρα, κύριε Κεχαγιόγλου. Πολλά χρόνια θα ζήσετε. Την κουβέντα σας είχαμε πριν λίγο.
– Α, ναι; χαμογελά αυτός.
– Να χαίρεστε και τη γιορτή σας και συγχαρητήρια για? το αποψινό.
– Φχαριστώ, σας ευχαριστώ πολύ. Δυστυχώς από το πρωί τρέχω. Χάλασε και το αυτοκίνητο, πέσανε κι όλα μαζί.
– Υπομονή, για καλό είναι, για καλό.
– Ναι, απαντά αφηρημένα.
Δεν ξαναμιλάμε στη διαδρομή. Όταν φτάνουμε, μου δίνει χιλιάρικο και βιαστικός βιαστικός πετάγεται έξω από τ? αμάξι.
– Τα ρέστα σας;
– Εντάξει είναι, απαντά και χάνεται στη γωνία.
– Ευχαριστώ, λέω και αμφιβάλλω αν με έχει ακούσει.
Στην επιστροφή αυτό που έχει μείνει μέσα στο αυτοκίνητο, είναι η μυρωδιά του. Κάθε πελάτης αφήνει μια ξεχωριστή μυρωδιά. Στην αρχή δεν το έπαιρνα χαμπάρι, με τον καιρό όμως κατάφερα να το διακρίνω. Και ανάλογα με τη μυρωδιά, φαίνεται και τι άνθρωπος είναι ο καθένας. Άλλοι μυρίζουν κάπνα, ιδρώτα, χώμα ή παίρνουν τη μυρωδιά από τα ρούχα τους. Ο Κεχαγιόγλου άφησε κάτι που μοιάζει με λιβάνι, με ξεθωριασμένο ακριβό άρωμα. Αρχοντική μυρωδιά σίγουρα. Πρέπει να? ναι σπουδαίος άνθρωπος.
Δεν προλαβαίνω να επιστρέψω στην πιάτσα. Μια κοπέλα μού κάνει νόημα. Μπαίνει κι αυτή βιαστική και κάθεται στην ίδια θέση. Τελικά αυτή η πίσω δεξιά πόρτα θα χαλάσει γρήγορα. Όλοι από εκεί μπαίνουν, αφού η αριστερή βλέπει στο δρόμο και τους λέμε να φυλάγονται.
– Εθνικής Αντίστασης 38, στου Χατζηγιώργη τον καφενέ, λέει μηχανικά. Σίγουρα το΄ χε σκεφτεί να το πει έτσι πριν μπει στο αυτοκίνητο. Οι περισσότεροι αυτό κάνουν.
Από το παρατηρητήριό μου – το καθρεφτάκι – την παρατηρώ. Γύρω στα εικοσιπέντε, όμορφη, καλοντυμένη αλλά παραφορτωμένη με ένα βαρύ άρωμα που σε μπουκώνει. Ανοίγω κι άλλο το παράθυρο. Κάθεται σταυροπόδι και περιεργάζεται κάποια ατζέντα. Σε γενικές γραμμές είναι ο τύπος της καλλίγραμμης κοπέλας που όλοι ονειρεύονται δίπλα τους. Εδώ που τα λέμε, κι εμένα θα μου άρεσε να τη γνώριζα περισσότερο. Φαίνεται όμως της υψηλής κοινωνίας, μακρινή για ένα μεροκαματιάρη ταξιτζή, απρόσιτη.
Λίγο πριν το τελευταίο φανάρι συναντάμε μποτιλιάρισμα στο δρόμο. Ξεφουσκώνει για να φανεί ότι δυσανασχετεί. Είναι φανερό ότι βιάζεται. Εγώ καθόλου. Χμ, είναι και απρόσεχτη. Τραβήχτηκε λίγο στο κάθισμα και βλέπω καλύτερα το πόδι της. Λιγνό αλλά γυμνασμένο. «Ξερακιανή» θα την έλεγε η γιαγιά μου, «κόμματο» εγώ. Πώς αλλάζουν τα γούστα με τα χρόνια ε;
Ένα κινητό χτυπάει. Ανοίγει το τσαντάκι της και χαμογελά σαν αναγνωρίζει τον αριθμό κλήσης:
– Έλα, Σοφούλα? Καλά, στο δρόμο είμαι, έχει κίνηση και κολλήσαμε. Σε λίγο
θα? μαι εκεί?Ναι άσε, που να στα λέω. Τρέχει ο μαύρος απ? το πρωί. Χάλασε το αυτοκίνητο? Έλα ντε, τέτοια μέρα, αυτό λέω κι εγώ?Όχι, όχι, θα τελειώσει νωρίς. Μετά του? χουμε ετοιμάσει έκπληξη στο σπίτι? Μπα, πάνε αυτά. Οικογενειακά. Θα του αρέσει περισσότερο. Το ξέρω?Χα χα. Σώπα βρε. Τα βραβεία δεν τον συγκινούν ιδιαίτερα, θέλει να συνεχίσει τη ζωή του το ίδιο απλά, όπως παλιότερα? Ναι, ναι, θα τα πούμε?Έλα γεια?Φιλιά.
Ένα ασθενοφόρο έχει κολλήσει πίσω μας. Ο εκκωφαντικός θόρυβος από τη σειρήνα την κάνει να γυρίσει πίσω. Ξακρίζω και του αφήνω χώρο. Με προσπερνά και στρίβει στο χωματόδρομο για να αποφύγει το μποτιλιάρισμα.
– Λέτε να έγινε τίποτα; Ρωτά ανήσυχη.
– Ποιος ξέρει, απαντώ και μέσα μου εύχομαι να ήξερα για να της πιάσω κουβέντα. Κανένας παππούς θα λιποθύμησε ίσως. Με τέτοια ζέστη τι περιμένεις;
Δείχνει να το αποδέχεται και ακουμπά την πλάτη της ξανά στο κάθισμα.
– Λέτε να φτάσουμε ως τις δέκα; Είχα ένα ραντεβού και?
– Μην ανησυχείτε. Θα? μαστε σε λιγότερο από ένα τέταρτο. Είναι μέχρι να περάσουμε την πλατεία? Εε? άκουσα την κουβέντα σας πριν. Είστε η κόρη του κυρίου Κεχαγιόγλου;
– Ναι, πώς το καταλάβατε;
(Πέτυχα διάνα).
– Ο πατέρας σας ήταν ο προηγούμενος πελάτης μου. Τον άφησα στον κάτω Μαχαλά πριν λίγο. Μάλιστα καθόταν εκεί ακριβώς που βρίσκεστε εσείς τώρα.
– Α, ναι; Χμ, κοίτα να δεις σύμπτωση. Έμεινε δίχως αυτοκίνητο σήμερα και ταλαιπωρείται άδικα. Ελπίζω ν? αντέξει ως το βράδυ. Η μέρα είναι γεμάτη απαιτήσεις απ? αυτόν.
– Ναι, ξέρω? το βραβείο, γιορτάζει κιόλας. Να τον χαίρεστε.
– Σας ευχαριστώ. Είστε πολύ ευγενικός.
Τι ήθελε και το? λεγε; Κόλλησα και δεν ξέρω τι να της πω τώρα. Ουφ, δέθηκε κόμπος η γλώσσα μου. Δεν τα αντέχω τα κοπλιμέντα.
Σύντομα φτάνουμε. Μια εύσωμη με γυαλιά φαίνεται να την περιμένει. Την χαιρετά μέσα από το αυτοκίνητο.
– Ορίστε, μου δίνει τα χρήματα. Τα ρέστα δικά σας. Κατεβαίνει κι αρχίζει τα φιλιά με την άλλη. Όλη η οικογένεια βιαστική σήμερα και χουβαρνταλίδικη, σκέφτομαι. Και γιατί να μην είναι; «Δόξα τω Θεώ», δεν τους λείπει τίποτα. Λεφτά έχουν, όνομα, βραβεία τούς δίνουν. Αλίμονο σε μας τα φτωχαδάκια που ιδρώνουμε για το μεροκάματο. Μα τι με έπιασε τώρα και τους γλωσσοτρώω τους ανθρώπους;
Στη διασταύρωση, κάτω από το Μαχαλά, πυροσβεστικές και κακό. Κόσμος μαζεμένος, αστυνομία. Ο δρόμος κλειστός.
– Τι έγινε ρε πούστη μου; Κόβω αριστερά στο στενό και βγαίνω στην παραλιακή. Σε λίγο φτάνω στην πιάτσα. Ο Αντώνης με τον Κυριάκο τρέχουν στο μέρος μου.
– Άκη, εσύ δεν πήρες τον Κεχαγιόγλου νωρίτερα;
– Ναι, εγώ. Τον άφησα στον κάτω Μαχαλά. Τι έγινε ρε εκεί πέρα; Είδα κόσμο, χαμός γίνεται.
Ο Κυριάκος κουνάει το κεφάλι και τα χέρια. Κάτι βαρύ έχει να πει:
– Άστα, πάει ο άνθρωπος. Τον πήρε μπάλα μια μπετονιέρα στο φανάρι. Λιώμα τον έκανε.
– Σώπα ρε.
– Τον πήρε το ασθενοφόρο αλλά δε νομίζω να κάνουν τίποτα.
– Ναι, μας πέρασε στην Καραϊσκάκη. Αυτό θα? τανε.
– Τρίχες, σου λέω. Ο άνθρωπος έμεινε στον τόπο. Περνούσα κείνη την ώρα και τον είδα. Τι να σου λέω.
– Κρίμα ρε γαμώτο, λέει ο Αντώνης ξεφυσώντας. Και θα του δίνανε και το βραβείο απόψε.
– Ποιο βραβείο και μαλακίες! Πάει ο άνθρωπος, τζάμπα και βερεσέ.
– Γιόρταζε κιόλας, συμπληρώνω εγώ κι ενώ χίλιες σκέψεις περνούν από το μυαλό μου.
Ο Κυριάκος απομακρύνεται. Έχει να συζητήσει με τους υπόλοιπους το γεγονός.
– Θα μιλάνε καιρό γι? αυτό, σημειώνει ο Αντώνης και σηκώνει τα φρύδια. Πάντα όταν κάνει προβλέψεις, σηκώνει τα φρύδια. Διαβολική σύμπτωση, ρε παιδί μου. Σήμερα ήτανε το γραφτό του; Τέτοια μέρα;
– Ρε Αντώνη, τώρα που λες για σύμπτωση. Ξέρεις από πού έρχομαι; Είχα πάρει την κόρη του, τώρα μόλις, και τα λέγαμε γι? αυτόν. Μας πέρασε και το ασθενοφόρο. Πω πω, Παναγία μου? Πού να το ξέραμε. Και κάθισε και στην ίδια θέση που καθόντανε κι αυτός.
– Ε, πώς τα φέρνει καμιά φορά η πουτάνα η ζωή, αποφαίνεται ο φίλος μου έκπληκτος και χτυπά τα χέρια στη μέση του. Να τους πάρεις και τους δύο μέσα σε μια ώρα, ο ένας να πεθάνει κι εσύ να μιλάς γι? αυτόν με την κόρη του χωρίς να ξέρετε τίποτα; Άκου πράματα, πράματα και θάματα! Μουρμουρίζει κι απομακρύνεται.
Μένω μόνος. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και κάθομαι στο κάθισμα. Από το μυαλό μου περνούν συνέχεια τα περιστατικά, προσπαθώ να καταλάβω, να συλλάβω το μέγεθος της συγκυρίας αυτής. Ο πατέρας, η κόρη, τα λόγια που ανταλλάξαμε, η ίδια θέση στο αυτοκίνητο, η γιορτή, το βραβείο, το ασθενοφόρο. Να? ναι άραγε όλα αυτά τυχαία; Δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι υπήρξα ο αφανής πρωταγωνιστής σ? αυτό το δράμα.
Πόσο αποκαλυπτική, πόσο απρόσμενη μπορεί να? ναι η ζωή. Εκεί που όλα μοιάζουν προβλέψιμα, ελεγχόμενα. Και εκείνη η κοπέλα πώς θα νιώθει τώρα; Να το έμαθε άραγε; Ποιος ξέρει;
Γυρίζω και κοιτάζω το άδειο κάθισμα. Ανυπαρξία, σκέφτομαι, τώρα. Αυτός που υπήρχε πριν λίγες ώρες εκεί, τώρα δεν υπάρχει πια. Έτσι, τόσο απλά. Ήταν κάποιος που δεν τον γνώριζα προσωπικά, λίγα λεπτά περάσαμε μαζί. Τα τελευταία ίσως λεπτά της ζωής του. Και τώρα έφυγε για πάντα αφήνοντας μονάχα το άρωμά του σε μένα που ξέρω να το ξεχωρίζω ακόμα μέσα στο αμάξωμα που καίει από τον ήλιο.
Τι είναι η ζωή τελικά; Ο Κεχαγιόγλου έζησε γύρω στα πενήντα χρόνια, άφησε πίσω του τα παιδιά του, σ? άλλους τα βιβλία του και τα γραφτά του, σ? εμένα ένα ανεπαίσθητο άρωμα που μετά από δυο τρεις επιβάτες θα χαθεί κι αυτό. Τι στην ευχή είναι αυτό που μένει; Βάζω στοίχημα ότι θα τον κάνουνε και άγαλμα τώρα, αφού δεν μπορούν να τον αναστήσουν.
Μια γριά μ? ένα κάρο τσάντες στα χέρια της διακόπτει τις σκέψεις μου:
– Έλα πουλάκι μου να τα βάλουμε πίσω. Πιάστηκαν τα χέρια μου στο δρόμο.
Βγαίνω βιαστικά από το αυτοκίνητο κι αφήνω την πόρτα ανοιχτή. Ώσπου να ξαναμπώ, η μυρωδιά του Κεχαγιόγλου έχει σβήσει για πάντα. Σκόρπισε σαν τη στάχτη στον άνεμο. Κι είναι σαν να έχω θάψει κιόλας το τελευταίο ζωντανό κομμάτι της ύπαρξής του μαζί με όλα όσα στιγμιαία σκέφτηκα γι? αυτόν. Η ζωή για μένα συνεχίζεται μέσα σ? ένα ταξί που θα με ταξιδέψει σε δρόμους στους οποίους ο μακαρίτης ποτέ δε θα ξαναπερπατήσει. Οι δρόμοι μας δε θα ξανασυναντηθούν. Έτσι, απλά.
Δεν είχα δίκιο. Όταν το επόμενο μεσημέρι μετά την κηδεία πήρα το γιο του με το εγγονάκι του να τους πάω σπίτι και ο πιτσιρίκος κάθισε στο ίδιο κάθισμα που την προηγούμενη μέρα είχαν καθίσει ο παππούς και η θεία του – τρεις γενιές στο ίδιο αυτοκίνητο, στην ίδια θέση, μέσα σε εικοσιτέσσερεις ώρες παραείναι σύμπτωση – κι όταν το βράδυ ρίχνοντας μια ματιά στη βιτρίνα ενός βιβλιοπωλείου – που εγώ ποτέ δεν κοιτάζω βιβλία, δεν έχω καλές σχέσεις – , είδα τον τίτλο ενός από αυτά που είχε γράψει ο Κεχαγιόγλου ? με τίτλο: «Μικρασιατική Καταστροφή, ιστορική συγκυρία ή κάτι άλλο;», ήταν γιος προσφύγων ο άνθρωπος, από τις Κυδωνίες – , δε μου έμεινε παρά να αναρωτηθώ κι εγώ: σύμπτωση ή κάτι άλλο;
Ακόμη το σκέφτομαι καμιά φορά και δεν ξέρω τι να πιστέψω. Μοιάζουν όλα τόσο μπερδεμένα. Μόνο εκείνη η μυρωδιά έρχεται και ξανάρχεται κάτι φορές τόσο ξεκάθαρα στη μνήμη μου, λες κι έχει στοιχειώσει μέσα μου. Τότε, το δίχως άλλο, λέω πως σμίγουν ξανά οι δρόμοι μας με τον άνθρωπο αυτό που συμπτωματικά σφράγισε τη ζωή μου με τις τελευταίες στιγμές της δικής του.
Κάτω από Πεζογραφία | 0 Σχόλια
Το σκοτωμένο ελάφι
Έβρεχε ακατάπαυστα εκείνο το πρωί. Λογικά θα έπρεπε να είμαι όλο νεύρα, που ο καιρός δυσχέραινε την επιστροφή μου, όμως χαιρόμουν τη βροχή, λες και με γέμιζε η παρουσία της. Μου φαινόταν πως έδενε αρμονικά με το τοπίο εκείνο το χειμωνιάτικο πρωινό.
Βρισκόμουν σε ένα χωριό του ορεινού όγκου της Μακεδονίας. Είχα μόλις ολοκληρώσει μια έρευνα δύο περίπου χρόνων ? με διακοπές λίγων μόνο ημερών κάθε φορά ? για την παρουσία και την αναγκαία προστασία των ελαφιών στην περιοχή, για λογαριασμό ενός επιστημονικού περιοδικού στη Θεσσαλονίκη. Φορτωμένος με σημειώσεις, φωτογραφικό υλικό, μαγνητοφωνημένες συνεντεύξεις και σκόρπιες σκέψεις ? έχει ενδιαφέρον να μαγνητοφωνώ τον εαυτό μου, όταν σκέφτεται φωναχτά ? παρακολουθούσα το νερό που έπεφτε στη γη μέσα από το παρμπρίζ του αυτοκινήτου.
Στην Ελλάδα μπορείς να νιώσεις τι πάει να πει βροχή, μόνο όταν βρεθείς μέσα σε ένα δάσος από βελανιδιές, με πυκνή βλάστηση και έντονη τη μυρωδιά από βρεγμένο χώμα και ξύλο. Και αυτό μπορεί να συμβεί κυρίως εδώ στο βορρά, που τα δάση προσφέρουν καταφύγιο σε αμέτρητες μορφές χλωρίδας και πανίδας.
Περνώντας από τον καφενέ του μπάρμπα Θύμιου, είπα να πιω τον τελευταίο μου καφέ, λίγο πριν αφήσω πίσω μου την ήρεμη ζωή του χωριού και χαθώ στην πολύβουη αγορά της πόλης. Στο μεταξύ υπολόγιζα να στρώσει και η βροχή ή ? αν ήμουν τυχερός ? να κοπάσει λίγο, για να κατεβώ το βουνό ευκολότερα.
Στρίμωξα λοιπόν το αυτοκίνητο μπροστά στη τζαμαρία και μπήκα βιαστικά στον καφενέ μούσκεμα από το νερό και την υγρασία. Αμέσως κόλλησα δίπλα στην ξυλόσομπα τρίβοντας τα χέρια μου για να ζεσταθώ.
– Καλημέρα, μπαρμπα-Θύμιο, γλυκό και περιποιημένο, παρήγγειλα στον καφετζή.
– Καλώς τον. Νωρίς νωρίς σήμερα. Μας έκανες ποδαρικό. Τα μάζεψες να φύγεις;
Κούνησα το κεφάλι. Τόσο καιρό εδώ πάνω κόντεψα να γίνω ντόπιος. Έμαθα τους κατοίκους, με έμαθαν κι αυτοί. Ζεστοί άνθρωποι, φιλόξενοι, ανοιχτόκαρδοι. Το χαμόγελο τους περισσεύει, χαλί να τους πατήσεις γίνονται. Ψοφάνε για κουβέντα και τσίπουρο. Τους έκλεισα στην καρδιά μου. Φεύγοντας θα μου λείψει η ζεστασιά τους, δε λέω.
– Κάτσε μωρέ στη σόμπα να ζεσταθεί το κοκαλάκι σου, μου είπε ο μπάρμπα Θύμιος, καθώς μου σέρβιρε τον καφέ. Δύσκολη μέρα διάλεξες να μας αφήσεις. Νερό με το τουλούμι από το ξημέρωμα.
– Ωραία όμως δεν είναι; Χορταίνει η γη νερό, όχι αστεία. Ήπια την πρώτη γουλιά και ένιωσα να ζεσταίνομαι για τα καλά. Το μικρό καφενείο μύριζε καμένα κούτσουρα, έξω έβρεχε συνεχώς και εγώ καθόμουν κι απολάμβανα ζεστό καφέ. Ωραία που ήταν η ζωή εκείνη την ώρα!
– Μωρέ που πάει ο αθεόφοβος; παραξενεύτηκε ο μπάρμπα Θύμιος. Γύρισα να δω. Από το ανηφορικό καλντερίμι ερχόταν ένας γέρος τρεχάτος με μια κάπα περασμένη πάνω από το κεφάλι για να μη βραχεί. Ύστερα από δυο τρεις δρασκελιές έφτασε στην πόρτα, άνοιξε και μπήκε με σίγουρα βήματα στον καφενέ.
– Γεια χαρά, είπε και κρέμασε το ρούχο του σε μια καρέκλα δίπλα στη σόμπα να στεγνώσει.
– Κόπιασε κυρ Ανάργυρε, πώς κι από? δω; τον ρώτησε ο καφετζής.
Ο Ανάργυρος. Ένας ογδοντάρης με πόδια πιο γερά κι από τα δικά μου, καρδιά αθλητή και αντοχή στο τσίπουρο ανεξακρίβωτη. Χήρος, λιγομίλητος και ? όπως λέμε ? στον κόσμο του. Ελάχιστες φορές είχαμε ανταλλάξει μια δυο κουβέντες. Εξάλλου σπάνια τον συναντούσα στο καφενείο ή στον πλάτανο της πλατείας τα καλοκαίρια. Είχα ακούσει όμως γι? αυτόν από κουβέντες στο καφενείο. Θα μπορούσε να είναι ο αγγελοσκιαγμένος του χωριού.
– Για σένα ήρθα, είπε και κάρφωσε το βλέμμα του πάνω μου. Θύμιο, φέρε τσίπουρο και κανά μεζέ. Κανόνισε και για τον ξένο.
Κάθισε στην καρέκλα αντίκρυ μου και άρχισε να με κοιτά σα να έψαχνε κάτι ιδιαίτερο πάνω μου.
– Γεια σου κυρ Ανάργυρε, του είπα, για να κρύψω την αμηχανία μου. Λοιπόν;? Έχεις κάτι να μου πεις;
– Εσύ δεν ψάχνεις για τα λαφόπουλα; με ρώτησε.
– Ναι, κάνω μια μελέτη?
– Ήρθα για να σου πω κάτι, μια ιστορία να πούμε, θα μ? ακούσεις; με διέκοψε.
– Ιστορία;
– Για μια λαφίνα? άστα ρε Θύμιο, είπε στον καφετζή που έφερε τα τσίπουρα με τους μεζέδες.
– Θα του πεις για την καλογριγιά; Τι τον νοιάζει τον άνθρωπο; Επιστήμονας είναι, όχι παραμυθάς!
– Ωχού μωρέ, νευρίασε ο Ανάργυρος. Στα τσίπουρά σου εσύ. Στα τσίπουρά σου! Άιμε, τον έδιωξε απότομα.
Άφησε τον καφετζή να απομακρυνθεί και γύρισε προς το μέρος μου.
– Σπουδαίο ζώο το λάφι, ξένε. Πώς να στο πω, αρχοντικό, αλλιώτικο.
– Έτσι ε;
– Βέβαια!
Ανακάθισε στην ψάθινη καρέκλα και χούφτωσε γερά το ποτήρι με το τσίπουρο:
– Στην υγειά σου ξένε.
– Στην υγειά σου κυρ Ανάργυρε, του ευχήθηκα και τσουγκρίσαμε τα ποτήρια.
Ήπιε μονορούφι το δυνατό ποτό και τρίβοντας τα ροζιασμένα του χέρια μου ψιθύρισε:
– Θα σε πω για την καλογριγιά, τη Μαριάμ?Το λοιπόν ήτανε που λες μια καλογριγιά, η Μαριάμ, στο μοναστήρι του Προδρόμου έξω από το χωριό. Λένε πως ήτανε πολύ όμορφη και ο πατέρας της το πήρε βαριά που γίνηκε καλογριγιά. Έστειλε το λοιπόν έναν ξάδερφό της, το Μιχάλη, να της αλλάξει τα μυαλά. Μα έβαλε ο διάολος το ποδάρι του και τη λιγούρεψε ο σιχαμένος εκεί στη βρύση που την πέτυχε και το χάλασε το κορίτσι, ο αιμομίχτης! Άμα τέλεψε την ατιμωσιά του κι είδε το κακό, φούντωσε για τα καλά, πήρε μια κοτρώνα και του έκανε του κοριτσιού λιώμα το κεφάλι και πήγε και κρεμάστηκε, ο αχαΐρευτος. Μα ο Θεός το λυπήθηκε τόσο νέο που ήτανε το κορίτσι και είπε και γίνηκε λαφίνα. Φώλιασε στο δάσος πάνω από το χωριό και κανείς δεν την πείραζε πια. Όλοι τρέμανε τη νεράιδα Μαριάμ που γίνηκε λαφίνα και φοβόντανε μην την συναντήσουν.
Ύστερα πέρασαν τα χρόνια, ήρθανε δύσκολοι καιροί. Οι άνθρωποι πήρανε τα βουνά και πολεμούσανε αναμεταξύ τους. Έβγαζε ο ένας το μάτι του αλλουνού. Βγήκα κι εγώ στο βουνό με το τουφέκι, έβραζε το αίμα μου, μυαλό κουκούτσι.
Ώσπου μια μέρα κει που καθόμουνα, άκουσα πίσω από? να θάμνο κάτι θορύβους και δίχως να νοιαστώ «μπαμ μπαμ», ρίχνω με το τουφέκι, «τον έφαγα», είπα όλο χαρά κι έτρεξα να δω. Τότε την είδα.
– Ποια είδες;
– Τη λαφίνα ντε! Ξεψύχαγε μπρος στα μάτια μου. Δεν άντεχα να την βλέπω κι άρχισα να τρέχω σαν παλαβός. Είχα σκοτώσει τη νεράιδα, τη Μαριάμ. Τη μαύρη τη λαφίνα που δεν έφταιγε σε τίποτα? Κόντεψα να τρελαθώ. Σαν ήρθα στα λογικά μου, γύρισα πίσω χεσμένος από το φόβο. Την πήρα στα χέρια και τράβηξα κατά το νεκροταφείο. Άνοιξα λάκκο στον τάφο του γιου μου ? που τον φάγανε οι αντάρτες ? και την έθαψα. Για τούτο ο σχωρεμένος ο παπα-Λάμπρος με αφόρεσε. «Ζώο πράμα», μου? λεγε, «να το χώσεις στον τάφο του παιδιού σου». Μα σου λέω, η λαφίνα ήταν η καλογριγιά, η Μαριάμ. Και τη σκότωσα ? που να μου κοβόντανε τα χέρια – , τη σκότωσα την καψερή.
Από τότες που λες στοίχειωσε το δάσος. Ακόμα κι όταν τέλεψαν οι σκοτωμοί, δεν πάταγε κανείς ούτε για να μαζέψει δυο ξύλα. Οι ξυλάδες τα παράτησαν ο ένας μετά τον άλλο. Κανείς δεν έκοβε δέντρα, όλο ατυχήματα γινόντουσαν. Κάτι τους έδιωχνε μακριά. Μόνο εγώ έκοβα κανά δέντρο, γιατί μαθές έχω το φυλαχτό, είπε και μου έδειξε ένα περιλαίμιο με ένα κοκαλάκι κρεμασμένο.
– Το ξέθαψα από τον τάφο της κι από τότε το? χω μαζί μου. Μου φέρνει καλό?
Μόνο εγώ που λες έκοβα δέντρα, ο Μεχμέτ που? χει Θεό τον Αλλάχ κι ο Γιωργής, ο παλαβός, που δεν τον πιάνει το κακό. Όλοι οι άλλοι το σκεφτόντανε πολύ πριν μπούνε στο δάσος. Εγώ όμως έβλεπα την αλαφίνα στον ύπνο μου και μου? λεγε τι να κάνω και πώς. Μόνο που κούτσαινε όλο παράπονο από τα σκάγια μου που την πήραν στο πλευρό.
Η βροχή είχε μαλακώσει. Τα μπουμπουνητά όλο και ξεμάκραιναν. Τώρα όμως δε βιαζόμουν να φύγω. Είχα ανακαλύψει κάτι που όσο καιρό κι αν ερευνούσα, δε θα το έβρισκα. Με το βλέμμα καρφωμένο στον Ανάργυρο περίμενα να ακούσω το τέλος της ιστορίας.
– Τόσα χρόνια, ξένε, η λαφίνα, η Μαριάμ, ορίζει το χωριό μας. Έχω μεγάλο κρίμα που τη σκότωσα, γι? αυτό και στοίχειωσε. Φοβερίζει τα παλικάρια και κάνει τις νιες να κατουριούνται πάνω τους. Μερικοί δεν με πιστεύουν σ? αυτά που λέω, είπε και η ματιά του έφτασε ως τον μπάρμπα Θύμιο, μα εγώ το ξέρω πως δε με απατά ο νους μου. Η λαφίνα ήταν η Μαριάμ και τούτο τίποτα δεν τ? αλλάζει.
Σηκώθηκε απότομα. Πλήρωσε τα τσίπουρα και φεύγοντας μόνο μου είπε δυο τελευταίες κουβέντες:
– Ξένε, να θυμάσαι τούτα που σου? πα. Δεν έχω διαφέρο, αν με πιστεύεις. Μόνο να τα θυμάσαι, είπε και άνοιξε βιαστικά την πόρτα.
Τον είδα να κατηφορίζει με την κάπα στον ώμο το καλντερίμι και να χάνεται στα σοκάκια του χωριού.
Αποτελείωσα το κερασμένο τσίπουρο και σηκώθηκα να φύγω αφήνοντας τα πιατελάκια με τους μεζέδες και τα ποτήρια σκόρπια στο τραπέζι, σαν τα κομμάτια μιας παλιάς ιστορίας. Ήξερα όμως πως επέστρεφα πλουσιότερος. Η ιστορία του κυρ Ανάργυρου με έκανε να δω το ελάφι με άλλο μάτι, έτσι όπως ποτέ δεν το είχα σκεφτεί ως τότε. Τελικά είχα δίκιο που δεν τα έβαλα με τη βροχή. Κάτι καινούριο είχε καρποφορήσει μέσα μου. Ήταν σίγουρο πως δεν θα ξεχνούσα την ιστορία που άκουσα. Ήμουν πανέτοιμος μάλιστα να ακολουθήσω τα χνάρια της. Και ποιος ξέρει, ίσως μια μέρα να έφτανα να την πιστέψω κιόλας.