Το λιμάνι
Αποφασίζεις να κατεβείς μια βόλτα στο λιμάνι. Είναι λίγο μετά τα μεσάνυχτα. Μπορεί να σε πάρουν και για τρελό. Όμως αδιαφορείς. Ντύνεσαι τα καθημερινά σου ρούχα, βάζεις το καπελάκι σου στραβά και με τα χέρια στις τσέπες κατηφορίζεις. Δεν είναι μόνο το έδαφος που σαν χωνευτήρι σε οδηγεί εκεί, είναι και το γουργούρισμα της θάλασσας, η ρυτιδιασμένη της όψη, η μυρωδιά της που σου υπόσχεται πως εκεί κάτω θα συναντήσεις κάτι διαφορετικό που δεν υπάρχει σε άλλο μέρος της πόλης, κάτι μοναδικό, μπορεί και μαγικό.
Γλιστράς λοιπόν από τα στενά σοκάκια. Ξέρεις πως έτσι θα φτάσεις γρηγορότερα. Στο μυαλό σου η σκέψη πως εκεί που πας είναι αλλιώς: τα πρόσωπα, τα μέρη, η ατμόσφαιρα, τα όνειρα, οι νόμοι. Όλα μεταμορφώνονται, γίνονται του λιμανιού. Το αποδέχεσαι αυτό, δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς, διαφορετικά θα φύγεις από εκεί κακήν κακώς. Γιατί θέλεις φεύγοντας να βγεις κερδισμένος, μιας και θα? χεις γνωρίσει την όψη αυτή της πόλης που μόνο λίγοι γνώρισαν καλά.
Ο δρόμος σε φέρνει στην προβλήτα. Το ελεύθερο παρκάρισμα για τις ψαρόβαρκες, που με το ελαφρύ κύμα λικνίζονται σαν ντροπαλές χορεύτριες. Το τσιμεντένιο σύνορο στεριάς και θάλασσας. Οι τελευταίοι ρομαντικοί σουλατσάρουν αμέριμνοι δώθε εκείθε. Είναι το βασίλειο του περιπάτου το λιμάνι, ξέρεις. Εκεί θα συναντήσεις λογής λογής πρόσωπα να βολτάρουν παρακινημένοι από μια μυστική δύναμη φυγής: ερωτευμένα ζευγαράκια που στην απεραντοσύνη της ανοιχτής θάλασσας αναγνωρίζουν αυτό που τους δένει, παντρεμένους που ανακουφίζουν τη ρουτίνα τους στον παφλασμό των κυμάτων, παρέες νέων που ονειρεύονται, που ερωτεύονται, που αλληλοπειράζονται και τόσους άλλους.
Ανακατεύεσαι κι εσύ με αυτούς. Τώρα πλέον δεν ξεχωρίζεις. Χαράζεις κι εσύ τη διαδρομή σου πάνω στα χνάρια τόσων άλλων στο αιώνιο περιπατοδρόμιο. Κοιτάζεις στο βλέμμα τους περαστικούς, το αιχμαλωτισμένο από το ίδιο μυστικό κάλεσμα, αναγνωρίζεις στο αργό τους περπάτημα την επιθυμία να ρουφήξουν τις στιγμές για πάντα. «Ματαιοπονία», συλλογίζεσαι κι όμως ακόμα το παλεύεις.
Δεν έχεις διασχίσει πολλά μέτρα και ήδη στα χέρια και στο πρόσωπο μένει η υγρασία. Ένα ελαφρό αγιάζι σου φέρνει ανατριχίλες στο κορμί, τα κόκαλά σου τρίζουν. Στο λιμάνι η υγρασία διαβρώνει τα πάντα. Μουχλιάζουν οι τοίχοι, οι γωνίες, σκουριάζουν οι σιδεριές. Όλα υποτάσσονται στην αργή, ανελέητη φθορά.
Για την ώρα στην παραλιακή κανείς δε δείχνει να ενδιαφέρεται γι αυτό. Ελάχιστη η κίνηση, λιγοστές οι παρέες στα μαγαζιά. Είναι η απέναντι όχθη. Το κομμάτι της πόλης που άφησες για λίγο. Εκεί τα φώτα είναι περισσότερα, η φασαρία εντονότερη. Όμως όσο πιο πολύ χώνεσαι στο λιμάνι, μια ησυχία απόκοσμη σε συνεπαίρνει. Σαν να σε κερδίζει ξαφνικά μια άλλη αίσθηση. Πλέον είσαι εσύ και ο εαυτός σου σε μια άγνωστη χώρα που σε καλεί να την γνωρίσεις.
Μετά τις καγκελόπορτες φτάνεις στις πρώτες ράμπες για τα βαπόρια. Εκεί ακουμπούν οι πλωτές πολιτείες να ξαποστάσουν κι έπειτα από εκείνο το σημείο πάλι ξεκινούν. Πάνω στις ράμπες παίζεται το αιώνιο αλισβερίσι αυτών που έρχονται κι αυτών που φεύγουν. Είναι τα συμβατικά περάσματα, τα στόμια του λιμανιού με τον έξω κόσμο, τον πέρα από τη θάλασσα. Εκεί συναντάς τα δεμένα καράβια, φωταγωγημένα, πανέμορφα, ονειρικά. Δεξιά κι αριστερά ερασιτέχνες ψαράδες γυρεύουν την τύχη τους στα βρωμόνερα.
– Καλά, ποιος θα τα φάει αυτά τα ψάρια; απορείς αλλά συνάμα μια αναγούλα σε τυλίγει στη γρήγορη σκέψη: εσύ!
Πετονιές στη σειρά, δολώματα και αγκίστρια, τυχερές και άτυχες ψαριές, ένα στοίχημα με την τύχη, ένα ρίσκο και ό,τι πιάσει κανείς. Συγχρωτίζεσαι κι εσύ με τους λιγοστούς περίεργους γύρω από καμιά τσιπούρα που σπαρταράει πάνω στο ντόκο, «δε βαριέσαι», λες και συνεχίζεις.
Προσπερνάς το φυλάκιο των λιμενικών. Μέσα κάποιος λιμενοφύλακας αναμετριέται κι αυτό το βράδυ με τον ύπνο. Πιο κάτω το κτίριο του Λιμεναρχείου, το Τελωνείο. Υπάλληλοι στην υπηρεσία του λιμανιού, του απόλυτου αφέντη. Μετά οι πύλες. Το λιμάνι φράζεται σαν να θέλουν οι άνθρωποι να το απομονώσουν. Η πύλη τάδε, η πύλη τάδε με το χαρακτηριστικό όνομα. Το μέρος τάδε, η τάδε γωνία. Όλα βαφτίζονται στη μικρή πολιτεία του λιμανιού και παίρνουν το δικό τους όνομα, ανάλογα με τη χρησιμότητα, τον προορισμό τους.
Η ώρα περνά. Στο φεγγαρόφωτο η θάλασσα χρυσίζει. Μπορείς να την κοιτάς με τις ώρες ώσπου κάποια γοργόνα να σου διακόψει τους λογισμούς:
– Έι ψιτ, παλικάρι. Έχεις φωτιά;
Οι σκοτεινές γωνιές τα στέκια τους. Η μοναδική τους κτήση, ένα κορμί ταλαιπωρημένο, η πραμάτεια τους. Πανάρχαιοι έμποροι στο παζάρι της ηδονής. Απομακρύνεσαι με σκυφτό το κεφάλι. Καλύτερα που είναι σκοτεινά και δεν μπορείς να διακρίνεις. Να? χες και λίγο κερί να βουλώσεις τα αυτιά σου, που τα τρυπά ο ήχος από τα τακούνια στην άσφαλτο. Σαν τον Οδυσσέα ξεγλιστράς λιγοθυμισμένος από τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη.
Την πληθωρική σου αδρεναλίνη θα μυριστούν τα αδέσποτα, οι αλήτες του λιμανιού. Σε παίρνουν από πίσω γαβγίζοντας. Είναι η επικράτειά τους εδώ που την υπερασπίζονται με ομηρικούς καβγάδες.
– Μα που στο καλό βρέθηκαν τόσα σκυλιά;
Πλησιάζεις τις φοιτητοπαρέες. Γέλια, πειράγματα, η αποθέωση της ελευθερίας. Κι ας είναι ψευδαίσθηση. Πιασμένοι χέρι χέρι απολαμβάνουν το πιο όμορφο χαμόγελο της ζωής. Σε απίστευτα λίγους η ζωή θα ξαναχαμογελάσει τόσο γλυκά στο μέλλον.
Είναι οι τελευταίοι ξενύχτηδες. Αποχαιρετούν το βασίλειο του λιμανιού, έτοιμοι να περάσουν στην απέναντι όχθη. Ένας στενός παραλιακός δρόμος τους χωρίζει. Που και που τίποτα μεθυσμένοι αναζητούν λίγο καθαρό αέρα ή κάποια σκοτεινή γωνιά για να ξεράσουν. Τραγούδια, παραληρήματα, πισωγυρίσματα. Εδώ δεν τους βλέπει κανείς. Μπορούν να είναι ειλικρινείς. Πόσες και πόσες ομολογίες, αποκαλύψεις έχει ακούσει το λιμάνι. Λόγια που κόβουν σαν το μαχαίρι, λόγια που δεν ακούς εκεί απέναντι στα πολλά τα φώτα, ένοχα ψιθυρίσματα και κραυγές που λυτρώνουν όσο τίποτα άλλο. Είναι εξομολογητήριο των ανθρώπων της νύχτας το λιμάνι ? και όχι μόνο αυτών. Οι πιο ανακουφιστικοί μονόλογοι έχουν ακουστεί εδώ. Κι αν η Γεσθημανή είχε θάλασσα, στο λιμάνι θα προσευχόταν ο Χριστός πριν παραδοθεί στους διώκτες του.
Αναμφίβολα είναι και καταφύγιο το λιμάνι. Και κρυψώνα καλή. Είναι άνθρωποι που το θεωρούν σπίτι τους. Γιατί εκεί μπορούν να προστατέψουν την ενοχή, τη ντροπή, την ανέχεια, τον πόνο, το φόβο, τα μυστικά τους. Γίνεται και το λίκνο του υποκόσμου κάποτε. Συμμορίες, ναρκομανείς της απελπισίας, παράνομοι από τη μια. Και περιθωριακοί, άστεγοι χωμένοι στις γωνιές, τσιγγάνοι από την άλλη, που αποκοιμιούνται κάτω από τα δέντρα. Όλοι αυτοί βέβαια βρωμίζουν το λιμάνι, γι αυτό και όλοι τους διώχνουν, κανείς δεν τους θέλει ούτε κι εδώ, γιατί δεν είναι καλή εικόνα για τους τουρίστες και για την πόλη. Έτσι όλοι αυτοί το ξημέρωμα εξαφανίζονται κατά ένα περίεργο τρόπο, λες και τους εξαφανίζει η πρωινή ομίχλη. Και το σούρουπο μαζεύονται πάλι στα ίδια μέρη να κάνουν τον απολογισμό της μέρας που έφυγε. Σχέδια για την επομένη δεν κάνουν αυτοί οι άνθρωποι. Γιατί τα όνειρά τους μοιάζουν ναυαγισμένα στα βρωμόνερα. Κι ούτε πετονιές δεν έχουν για να τα ανασύρουν στη στεριά.
Ξημερώνει και κάνεις πέρα κατά το λιμενοβραχίονα. Μια λεπτή λωρίδα γης που χώνεται βαθιά στη θάλασσα. Στην άκρη της ο φάρος. Αυτός με το πράσινο φως. Απέναντι ο άλλος με το κόκκινο. Αναβοσβήνουν συνέχεια για τα καράβια. Τους λένε πως εδώ είναι ο σωστός ο δρόμος για να μπουν στο λιμάνι, η μπούκα του λιμανιού. Για λίγο σε κερδίζει η κοκκινοπράσινη αυτή κουβέντα. Άραγε για ποιους θα ανάψει το πράσινο και για ποιους το κόκκινο στη ζωή; Ποιοι θα προσέξουν και ποιοι θα προσπεράσουν αδιάφοροι; Είναι το δίλημμα βαρύ και τρίτο χρώμα δεν υπάρχει. Να περιμένεις δεν μπορείς. Και ή θα μπεις ή δεν θα μπεις στο λιμάνι. Και αν επιλέξεις να μπεις, δεν ξέρεις πόσο εύκολο είναι να βγεις. Και αν επιλέξεις να φύγεις, θα μείνεις πάντα με την απορία πώς θα ήταν αν δοκίμαζες. Είτε έτσι είτε αλλιώς οι κόκκινες και πράσινες συμπληγάδες θα σου κόψουν λίγο από την ουρά σου. Ένα κομμάτι του εαυτού σου θυσιάζεται για πάντα εδώ, στο στενό αυτό πέρασμα.
Κατακόκκινος και ο πρωινός ήλιος. Θα αρχίσει να διαλύει σε λίγο την ομίχλη που έχει υγράνει τα πάντα. Τα ψαροπούλια ξυπνούν. Γλάροι και περιστέρια συνωστίζονται πάνω από τους ανοιχτούς κάδους των σκουπιδιών. Γάτες και σκυλιά αξιώνουν το μερίδιο που θαρρούν πως τους αναλογεί. Αλυχτίσματα, νιαουρίσματα, φτεροκοπήματα. Οργασμός πάλης πάνω από τη λεία. Το ζωικό βασίλειο διεκδικεί σθεναρά όλα όσα το ανθρώπινο βασίλειο θεώρησε περιττά και τα πέταξε.
Τώρα βλέπεις τους τακτικούς πρωινούς επισκέπτες του λιμανιού. Ηλικιωμένοι συνταξιούχοι, φορτωμένοι στην πλάτη μια ζωή και μια ιατρική συμβουλή: αυτή για τον πρωινό περίπατο. Τα μυστικά της μακροζωίας, ανίατες καρδιοπάθειες, το φάσμα του βιολογικού επιλόγου. Όταν ο περίπατος γίνεται φάρμακο και θεραπεία, τότε κι ο ασθενής ζώνεται τα αθλητικά παπούτσια και ξεκινά.
Αλλά δεν είναι μόνο η ανάγκη, η τάση για υγιεινή ζωή που θα φέρει τους ανθρώπους το πρωί στο λιμάνι. Είναι και η εργασία, το μεροκάματο. Σε λίγο θα? ρθει το καράβι. Κι ένα σωρό επαγγελματίες που ζουν από τον απόπλου και τον κατάπλου των πλοίων, αρχίζουν να μαζεύονται: αχθοφόροι, λιμενεργάτες, καβοδέτες, νταλικέρηδες, υπάλληλοι καθαριότητας, ταξιτζήδες, πράκτορες, υπάλληλοι ταχυδρομικών ή μεταφορικών εταιρειών, λιμενικοί, ναυτικοί, αστυνομικοί, τελωνειακοί. Από αργόσχολους και περίεργους μέχρι επιχειρηματίες και εφοπλιστές θα βρεις. Ο καθένας για διαφορετικό λόγο, κι όλοι με τον ίδιο προορισμό: το καράβι που πασχίζουν να διακρίνουν στο βάθος του πελάγους.
-Να το, έρχεται, ακούς τη λυτρωτική αποκάλυψη του πιο εξασκημένου να ξεχωρίζει πέρα στο νερό το βαπόρι που πλησιάζει. Και όλοι ανασκουμπώνονται, αλλάζουν θέση ή σταυροπόδι. Όλοι σε ετοιμότητα. Το καράβι θα φέρει για τον καθένα εκείνο που επιθυμεί. Είναι η επικοινωνία με τον υπόλοιπο κόσμο, η χειροπιαστή απόλαυση μιας ξεχωριστής επαφής.
Πολίτες που περιμένουν δικούς τους ή δέματα αρχίζουν να συρρέουν πεζοί ή με αυτοκίνητα. Οι λιμενικοί σφυρίζουν για να βάλουν τάξη. Όμως το καράβι μπαίνει στο λιμάνι και σφυρίζει κι αυτό τρεις φορές. Οι καβοδέτες ξεχύνονται να αρπάξουν το βιλάι, να περάσουν τους κάβους, να δέσει το καράβι. Και τότε σαν από ένα αόρατο σύνθημα αρχίζει η φασαρία: κόσμος μπαίνει, κόσμος βγαίνει, σφυρίγματα, κορναρίσματα, μαρσαρίσματα, συνωστισμός, φωνές, κακό. Ο καθένας κοιτάει να κάνει τη δουλειά του. Στο τέλος όλοι αποχωρούν, αφού πάρουν αυτό για το οποίο ήρθαν. Συχνά τα συμφέροντα συγκρούονται. Άλλο θέλει ο ταξιτζής, άλλο ο λιμενικός. Άλλο ο λοστρόμος, άλλο οι οδηγοί. Και δεν λείπουν οι διαξιφισμοί, οι μικροτσακωμοί, οι βρισιές. Ένας μικρός πανικός, απέλπιδες προσπάθειες να μπει μια τάξη στο χάος και ξαφνικά όλα ησυχάζουν. Ένα μικρό πανηγύρι ήταν και τέλειωσε. Απομένει το καράβι λεηλατημένο και όλοι τρέχουν στην πόλη να μεταφέρουν τους καρπούς που έδρεψαν μέσα στο γενικό χαμό.
Ο θόρυβος της πόλης που ξύπνησε φτάνει απόμακρος εδώ. Ο ήλιος φωτίζει τα μονοπάτια που διάβηκες τη νύχτα. Τώρα όλα είναι διαφορετικά. Οι αχθοφόροι μετρούν όσα κέρδισαν με το χαμαλίκι τους, φτύνουν χάμω και ξαναμετρούν. Ποτέ δεν τα βρίσκουν όπως τα θέλουν.
Στο αναψυκτήριο λιγοστές παρέες. Πάνω στην είσοδο η ταμπέλα: «ΧΩΡΟΣ ΑΝΑΜΟΝΗΣ ΕΠΙΒΑΤΩΝ». Γέροι μπροστά σε κάποιο τάβλι, χαρτοπαίγνια, καφέδες και καπνοί από τα τσιγάρα της υπομονής. Νταλικέρηδες που περιμένουν κάποιο δρομολόγιο, επιβάτες που ρωτούν για τις ώρες, καθυστερημένοι που βρίζουν για το κράτος, την οργάνωση, τα πρακτορεία, την ατυχία τους. Κι εσύ λογαριάζεις τη ζωή σου μέσα στις φουσκάλες του καφέ σου. Στο ραδιόφωνο τραγούδια λαϊκά, ένας σερβιτόρος που πηγαινοέρχεται ιδρωμένος και η μπόχα που έρχεται από τις κοινόχρηστες τουαλέτες. Οι περισσότεροι δεν θέλουν να βρίσκονται εδώ. Γι αυτό πάντα εδώ καταλήγουν. Η αναμέτρηση με το χρόνο κοστίζει. Απανωτοί καφέδες, εφημερίδες και περιοδικά να περνά η ώρα, συxνουρία, κούραση από το καθισιό, νεύρα, «άντε και πότε θα? ρθει» κ.λ.π. Αυτή δεν είναι αίθουσα της αναμονής αλλά της υπομονής!
Λες να ξεφύγεις λίγο. Φεύγεις πέρα κατά το εμπορικό λιμάνι. Εδώ τα φορτηγά πλοία φορτώνουν ή ξεφορτώνουν εμπορεύματα. Γερανοί σαν τεράστια χέρια ταΐζουν τα αχόρταγα αμπάρια. Εργάτες ιδροκοπούν για λίγο ψωμί, βρίζουν ακατάσχετα, σαν να θέλουν να ξορκίσουν την άχαρη ζωή τους, νταλίκες πάνε κι έρχονται.
Πιο πέρα κάποιοι ναυτικοί τσακώνονται. Φωνάζουν δυνατά αυτοί οι άνθρωποι. Κουβαλούν τη θάλασσα μέσα τους, δεν τους χωράει η στεριά. Με πρόσωπα κεντημένα από την αρμύρα, μπράτσα στιβαρά, με τατουάζ στους ώμους, σφραγίδες του παρελθόντος στο βασανισμένο τους σκαρί. Δεν σου δίνουν σημασία, είσαι ξένος εσύ, στεριανός, άλλος άνθρωπος, δεν μπορείς να τους καταλάβεις.
Απομακρύνεσαι. Κάτω χυμένα λάδια, χώματα, σκουριές, σκόρπια καδρόνια, παλιοσίδερα, πιο κει βάρκες τραβηγμένες στη στεριά, νεκροταφείο για μια άλλη εποχή που κανείς δε δείχνει να την θυμάται πια. Εδώ ποτέ κανείς δε θα? ρθει να αφήσει λίγα λουλούδια. Αντίθετα όλοι αποφεύγουν το μέρος.
– Τρελός είσαι; Τι πας να κάνεις εκεί; Σε λίγο αρχίζεις να αμφιβάλλεις και για τον εαυτό σου. Τι γυρεύω εγώ εδώ μέσα στα παλιοσίδερα και τις σαπισμένες καρίνες; Ποια μοίρα με έσπρωξε ως εδώ; Τι με κάνει να θέλω να φύγω; Και γιατί θόλωσαν τα μάτια μου έτσι απότομα, χωρίς λόγο; Και τι είναι αυτά; Δάκρυα; Ή μήπως η υγρασία μου χαράζει στο πρόσωπο σημάδια που δεν καταλαβαίνω;
Απορείς, μα στο τέλος μένεις κυνηγημένος από την απορία. Καθώς απομακρύνεσαι, τα παρατημένα σκαριά τρίζουν στον ήλιο κι είναι ο ήχος τους σαν μοιρολόι, που τον καημό τους να τον αντέξεις δεν μπορείς.
Μεσημεριάζει και κόσμος μαζεύεται πάλι κοντά στο βαπόρι. Σε λίγο αρχίζει η φόρτωση. Φορτηγά, αυτοκίνητα, μηχανές, επιβάτες, όλοι πάλι δίνουν ραντεβού στο ίδιο σημείο. Φαντάροι με το φύλλο πορείας στην κωλότσεπη δρασκελίζουν το κατώφλι της πρόσκαιρης ελευθερίας, άλλοι περιμένουν με βαριά καρδιά ως την ώρα που θα σηκωθεί ο καταπέλτης. Είναι αυτοί που θα κλάψουν ίσως πικρά, όταν το πλοίο σφυρίξει τρεις φορές πριν δύσει ο ήλιος. Είναι προδοσία να φεύγεις μακριά από αυτούς που αγαπάς; Ή μήπως η ανάγκη είναι πιο ένοχη κι από της προδοσίας το φιλί;
Χώνεσαι κι εσύ ανάμεσα στους περίεργους που θα βολτάρουν ως που το καράβι θα φύγει, βλέπεις κι ακούς, οσφραίνεσαι τον αέρα του λιμανιού: τους αχθοφόρους να ψαρεύουν με το μάτι τις υποψήφιες γριές με τους ασήκωτους μπόγους, τους μικροπωλητές να διαλαλούν την πραμάτεια τους και να κουτσομπολεύουν το καθετί, τους νταλικέρηδες να κουβεντιάζουν με τον υπάλληλο στην πλάστιγγα και να του χώνουν στην τσέπη το φάκελο με τα χαρτονομίσματα, τους ταξιτζήδες που φέρνουν τους επιβάτες και τσακώνονται με τους λιμενικούς, τους λιμενικούς που αναζητούν απεγνωσμένα να δουν την καλλίγραμμη κοπέλα από απέναντι μπας και γίνει τίποτα το βράδυ με τη σύζυγο, τους πράκτορες που το παίζουν αφεντικά του λιμανιού. Μάταια όμως. Γιατί το λιμάνι δεν γνωρίζει αφεντικά. Έχει τους δικούς του νόμους. Και όποιος δεν τους σέβεται, το λιμάνι τον εκδικείται. Κι αυτό το ξέρουν όσοι γεννήθηκαν μέσα σ? αυτό.
Έπειτα είναι η ώρα που το καράβι αποπλέει. Γαντζωμένοι στα κάγκελα οι επιβάτες αποχαιρετούν μια στεριά και ήδη ονειρεύονται κάποια άλλη. Μερικοί χαιρετούν, κλαίνε, εύχονται το καλό ταξίδι κι εσύ τρως αμήχανος ξηρούς καρπούς, γιατί δεν έχεις κάποιον να χαιρετήσεις και το νιώθεις έντονα πως δεν έχεις θέση εσύ εδώ τούτη την ώρα του αποχωρισμού. Όταν λυθούν και οι τελευταίοι κάβοι και η πλωτή πολιτεία ξεκινήσει, πλησιάζεις τον καβοδέτη με τα σγουρά γκρίζα μαλλιά, τα ροζιασμένα βρώμικα χέρια και τις φαρδιές πλάτες.
– Καλοτάξιδο, λέει και κάνει το σταυρό του.
Τον χτυπάς φιλικά στον ώμο και του πιάνεις το χέρι. Κι είναι σαν να δίνεις χειραψία με την ιστορία του λιμανιού. Ακούς για παλιά επεισόδια, απίστευτα περιστατικά, για ανθρώπους που ήρθαν κι έφυγαν, για σημαντικούς και για ασήμαντους. Στην πιάτσα του λιμανιού ο καβοδέτης είναι η αστείρευτη πηγή πληροφοριών, ένα είδος κρυφής αλλά αποτελεσματικής κάμερας για όσα συμβαίνουν.
Καθισμένοι μαζί στην μπίντα στρίβετε τσιγάρο. Πίσω σας ο ήλιος βασιλεύει. Χειμερινοί κολυμβητές που αψηφούν το κρύο, βουτούν στα νερά. Στο βάθος τα ψαροκάικα επιστρέφουν από το ψάρεμα. Στα δίχτυα τους κουβαλούν το γεύμα της αυριανής μέρας πολλών ανθρώπων. Άμα είναι καλή η ψαριά, θα το γιορτάσουν με ούζο και θαλασσινά σε καμιά ψαροταβέρνα.
Τα μάτια του καβοδέτη έχουν δει πολλά. Αυτό το καταλαβαίνεις αμέσως. Ρουφάς τα λόγια του, όπως τον καπνό από το τσιγάρο. Και όταν τον χαιρετάς, το ξέρεις πως είσαι πιο σοφός και χαμογελάς όλο ικανοποίηση.
Πιο κάτω, μετά την πρώτη γωνία θα γελάσεις κιόλας. Ο τρελός, η μασκότ του λιμανιού δίνει ρεσιτάλ στα πιτσιρίκια που τον έχουν περικυκλώσει πάλι. Ημίγυμνος, ξυπόλητος, με δυο κοπρόσκυλα πάντα συνοδεία φωνάζει και μαλώνει όσους δεν τον παίρνουν στα σοβαρά. Τον πλησιάζεις με φόβο και δισταγμό. Παντελόνι λεκιασμένο και ξηλωμένο, δέρμα ψημένο από τις κακουχίες, μαλλιά πνιγμένα στη βρώμα και κάτι μάτια γαλάζια που θα τα ζήλευαν ως και οι αγγέλοι. Σε κοιτά και λες: «τούτος δεν είναι από αυτό τον κόσμο». Σπίθες πετά το βλέμμα του, τα ασυνάρτητα λόγια του ίσως να? ναι από τον παράδεισο, γι αυτό και δεν τα καταλαβαίνουμε. Χάνεται πίσω από τα γιουχαΐσματα των πιτσιρικάδων, μα εσύ έχεις κολλήσει: τα μάτια του, τα μάτια του?
Λες πως είναι ώρα να φύγεις. Μα όλο και κάτι σε κρατάει εδώ. Και αρχίζεις να φοβάσαι μήπως το λιμάνι σε παγιδέψει για πάντα, σαν τον παππού που αγναντεύει από το πρωί τη θάλασσα:
– Τι κάνεις εδώ παππού; Ψαρεύεις;
– Όχι, περιμένω.
– Τι περιμένεις;
– Να φανεί το καράβι.
– Μα το καράβι ήρθε, παππού.
– Δεν ξέρεις εσύ! Περιμένω. Το καράβι δεν φάνηκε ακόμα.
Και συλλογίζεσαι το πεπρωμένο σου και τα καράβια που περιμένεις να καταπλεύσουν στη δική σου ζωή. Άραγε, σαν γίνεις παππούς με το καλό, θα? ρθει και για σένα το βαπόρι που περιμένεις ή θα πεθάνεις με τον καημό για το καράβι που δεν φάνηκε ποτέ; Αφήνεις τον παππού να μετρά με το κομπολόι του τις ώρες, τις μέρες, τα χρόνια και μένεις να κοιτάς μονάχος τη θάλασσα που όλο και σκουραίνει. Φυσά ένα απαλό αεράκι και ρυτίδωσε λίγο. Αλλάζει χίλια πρόσωπα κι αυτή, απρόβλεπτη, αγέρωχη, αδάμαστη. Αγναντεύεις τη σειρά με τις μπίντες. Σαν οδοντοστοιχία για το τεράστιο στόμα του λιμανιού. Εκεί που στέκεσαι, περνά σαν ταινία η ζωή σου από μπροστά σου. Έτσι γίνεται και με όσους πεθαίνουν, με όσους ήρθαν ως εδώ να αυτοκτονήσουν. Τα σκέφτηκαν όλα για μια στιγμή και μετά «μπλουμ» και τέλος. Κι έγινε το λιμάνι το σύνορο ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο.
Για την ώρα η ζωή κερδίζει το στοίχημα. Οι ναύτες πειράζουν τα κορίτσια που περνούν. Ο έρωτας διαβρώνει το γκρίζο πολεμικό σκάφος πιο πολύ κι από το θαλασσινό νερό. Οι φάροι χαράζουν πράσινες και κόκκινες αυλακιές στο νερό και οι ψαράδες ρίχνουν και πάλι τα αγκίστρια τους στον κόσμο του βυθού.
«Είναι τελικά κομβικό σημείο το λιμάνι», σκέφτεσαι. «Δίοδος εισόδου και εξόδου. Τα καράβια γίνονται μαγικά, γιατί κουβαλούν το καινούριο μέσα τους. Χωρίζουν αλλά και ενώνουν τους ανθρώπους. Τους κάνουν να τα προσμένουν. Η προσμονή της επικοινωνίας με ένα κομμάτι του κόσμου που βρίσκεται πέρα από τη θάλασσα, να τι είναι αυτό που προσφέρει το βαπόρι που μπαίνει στο λιμάνι.. Κι αν κάποιοι συναντιούνται, κάποιοι άλλοι αποχωρίζονται, ίσως και για πάντα. Το λιμάνι φιλοξενεί χαρές μεγάλες αλλά και πίκρες ασήκωτες. Το λιμάνι σφύζει κάποτε από ζωή αλλά και σαπίζει άλλοτε στην ερημιά και στην εγκατάλειψη. Τη μεγάλη φασαρία διαδέχεται η ησυχία, την ησυχία η φασαρία και πάει λέγοντας. Έχει πολλά και διάφορα χρώματα το λιμάνι, όταν καταπλεύσει κι όταν αποπλεύσει κάποιο καράβι».
Σου φαίνονται μαγικά όλα αυτά. Ίσως γιατί είναι τόσο απλά. Οι άνθρωποι του λιμανιού, οι αγωνίες τους, οι μέρες τους, τα όνειρά τους που ταξιδεύουν με τα ποστάλια ή βουλιάζουν στα νερά. Κι εσύ που έτσι ακάλεστος εισέβαλλες εδώ πέρα, ετοιμάζεσαι τώρα να αναχωρήσεις. Φορτωμένος με σκέψεις και λόγια σοφά θα περάσεις στην απέναντι όχθη. Γνώρισες το λιμάνι, τον κόσμο του, τη μυρωδιά του. Τα καλά και τα άσχημα. Διαλέγεις και παίρνεις αυτά που σου ταιριάζουν.
Είσαι τυχερός, περαστικέ διαβάτη. Είσαι τυχερός γιατί μπορείς να φύγεις. Μπορείς να ταξιδέψεις σε άλλα μέρη, να κυνηγήσεις τις προσδοκίες σου. Μακάρι όλοι να μπορούσαν να ταξιδέψουν μακριά κάποτε. Αλίμονο όμως, κάποιοι μένουν για πάντα εδώ, καρφωμένοι στην προβλήτα, ακίνητοι, ασάλευτοι στο αγιάζι και στο κύμα, να περιμένουν μάταια το βαπόρι που άργησε να φανεί και που δε θέλουν να πιστέψουν πως δεν πρόκειται να φανεί ποτέ.
Κάτω από Πεζογραφία | 0 Σχόλια