Ο μαστρο-Φώτης ο τσαγκάρης

16 Οκτώβριος 2008

Το ρολόι στο καμπαναριό ζύγωνε να σημάνει πέντε. Μετά τη μεσημεριάτικη βροχούλα όλα αναπαύονταν κάτω από το πέπλο μιας ηρεμίας παγωμένης. Το κρύο αεράκι έδινε κι έπαιρνε. Στις αόρατες λακκούβες το νερό έδειχνε να αναπαύεται κι αυτό. Το επόμενο πρωί δε θα τολμούσες να το πλησιάσεις. Παγωμένο καθώς θα ήταν, μπορεί να γλιστρούσες πάνω του.

Ούτε ένα αυτοκίνητο δεν περνούσε εκείνη την ώρα. Και από τα κλειδαμπαρωμένα διαμερίσματα δεν ακουγόταν ο παραμικρός θόρυβος. Ήταν αποχαυνωτική αυτή η ησυχία και δεν έδινε σε καμία περίπτωση την ευλογημένη αίσθηση της ανακούφισης?

Έσβησε τη μηχανή και με αργές κινήσεις άναψε τσιγάρο. Ρούφηξε τον καπνό ως τα πνευμόνια και πήρε να κοιτάζει προσεκτικά τον έρημο δρόμο κάτω από το σαρακοφαγωμένο κασκέτο του. Είχε σταθεί κοντά σε ένα κάδο απορριμμάτων. Ήταν μισάνοιχτος και από το νερό της βροχής που είχε πέσει μέσα, μύριζε άσχημα. Σήκωσε το βλέμμα του μέχρι τα μπαλκόνια των πολυκατοικιών αλλά κανείς δεν ξεμύτιζε έξω. Έφτασε η ματιά του μέχρι το τέρμα του δρόμου· ούτε γάτα δεν είδε.

–         Εμ, βέβαια. Ούτε τα γατιά δε μας θέλουνε τώρα, έτσι όπως γινήκαμε, συλλογίστηκε εκνευρισμένος.

Αναστέναξε και ο νους του έτρεξε πίσω στα περασμένα. Τότε που περνούσε από τη γειτονιά και γινότανε γιορτή. Ακόμα και με τέτοιο καιρό άκουγες κατιτίς: κανένα βρεγμένο γατί να νιαουρίζει, καμιά κυρά να σκουπίζει την αυλή. Έβλεπες και τους μπόμπιρες ξαφνικά μπροστά σου που θέλανε να σε τρομάξουν. Κι από μυρωδιές; Άλλο τίποτα! Εδώ φασκόμηλο, πιο κάτω χαμομήλι, ακόμη παραπέρα μερακλίδικος καφές.

–         Ε ρε, πως καταντήσαμε, ψέλλισε απογοητευμένος και συγκρατήθηκε να μη δακρύσει.

 

Ο μαστρο-Φώτης ο τσαγκάρης, όπως τον φώναζαν, θα είχε τώρα πατήσει τα εξήντα. Κρατιόταν όμως ακόμα καλά, λεβεντόκορμος καθώς ήταν, με πυκνά σγουρά μαλλιά και με μια φωνή ασυνήθιστα σκληρή, χάρη στο τσιγάρο που δεν έβγαλε ποτέ από το στόμα του. Η ζωή του ήταν μια μεγάλη φουρτούνα αλλά κι αυτός αποδείχτηκε καλός καπετάνιος, αφού πάντα κατόρθωνε να γλιτώνει από τις παγίδες στο διάβα του.

Παιδαρέλι στον πόλεμο έχασε τους γονείς του και τα αδέρφια του τον παράτησαν, γιατί τους ήταν, λέει, βάρος. Τον άφησαν σε ένα μοναστήρι αλλά γρήγορα έφυγε από εκεί και χωρίς να το καταλάβει, βρέθηκε αντάρτης στα βουνά να πολεμάει άγνωστους εχθρούς σε μιαν άγνωστη γι?  αυτόν πατρίδα. Κάποια στιγμή κατέβηκε στην πόλη, γιατί του είπαν ότι χάσανε και χωρίς να ρωτήσει λεπτομέρειες, «τί και πώς», κόλλησε σε έναν τσαγκάρη, το Γιάννο τον Οβραίο, που τον έλεγαν έτσι, γιατί ήταν αρχιτσιφούταρος.

Ο μαστρο-Φώτης έμαθε γρήγορα τη δουλειά, κέρδισε χρήματα κι εκείνο το παρανόμι «ο τσαγκάρης». Το αφεντικό του όμως, ο Γιάννος, σαν είδε ότι το τσιράκι του θα του ?τρωγε τη δουλειά ? γιατί ήταν φως φανάρι ότι έπιαναν τα χέρια του και στη μαεστρία σύντομα τον ξεπέρασε ? , τον έδιωξε χωρίς να του πληρώσει κάτι μηνιάτικα και μάλιστα τον κατηγόρησε ότι δήθενες γλυκοκοίταζε την κόρη του, το Λενιώ, μια χτικιάρα, βλογιοκομμένη, που δεν την έβλεπε ο ήλιος κι ήταν κίτρινη σαν το λεμόνι.

Ο μαστρο-Φώτης μπορεί να μην ήξερε γράμματα, κατάλαβε όμως την μπαμπεσιά που του έκαναν. Αλλά δε μίλησε. Σηκώθηκε κι έφυγε, γιατί «ο τόπος βρώμαγε», όπως συνήθιζε να λέει, όταν οι άνθρωποι βγάζανε προς τα έξω την κακία τους. Κι όρεξη δεν είχε για τσακωμούς. Η μικρή παραμονή του στο βουνό τού είχε διδάξει πως τα μαλώματα δεν οδηγούν πουθενά.

Σύντομα βρέθηκε να κάνει το χτίστη στο συνεργείο του Αντρέα του Ρέμπελου. Ο κυρ Αντρέας εκτός από καλός μάστορης ήταν και καλός άνθρωπος και τον βοήθησε να μάθει την τέχνη. Ο μαστρο-Φώτης αποδείχτηκε κι εδώ υπάκουο μαθητούδι κι έτσι κέρδισε την εκτίμηση του αφεντικού του. Και με τις λίγες του οικονομίες αγόρασε κάποτε μια μηχανή με μια ειδικά προσαρμοσμένη υποδοχή πάνω της κι έβγαινε το χειμώνα και πουλούσε κάστανα. Ένας Θεός ξέρει πού τα ?βρισκε, πού τα ?βραζε. Όλοι όμως ξέραν πως το χειμώνα, τα απογεύματα θα περνούσε από τη γειτονιά τους «ο μαστρο-Φώτης ο τσαγκάρης» –  τον φωνάζανε έτσι, για να σκάει από το κακό του ο Γιάννος ο Οβραίος που τον κυνήγησε τόσο πρόστυχα. Λίγο πριν πέσει η νύχτα, λοιπόν, άρχιζε να κατηφορίζει στις γειτονιές και να ξεσηκώνει τον κόσμο:

–         Κάστανααα! Βρασμένα κάστανααα!

–         Ο μαστρο-Φώτης ο τσαγκάρης! φώναζαν οι πιτσιρικάδες και ξεχύνονταν στο δρόμο. Ο πρώτος που θα τον έφτανε και θα τον καλούσε για λογαριασμό της μάνας του να κοπιάσει στο σπίτι για ένα ζεστό, έπαιρνε τζάμπα όσα κάστανα ήθελε.

Κι αργοκυλούσε τη μηχανή του ο μαστρο-Φώτης και χαιρόταν τα μιλιούνια παιδικά πρόσωπα να του κλείνουν το δρόμο. Και πότε στης Γαρουφαλιάς, πότε στης κυρα Λένης το κονάκι καθότανε για ένα καφέ, κανένα λουκούμι ή γλυκό του κουταλιού και μέχρι να βραδιάσει, χόρταινε και γύριζε γεμάτος πεσκέσια σπίτι του.

Άμα καμιά φορά δεν προλάβαινε να περάσει από κάποια γειτονιά, οι κυράδες την άλλη μέρα πήγαιναν στο συνεργείο που δούλευε και του ?καναν παράπονα:

–         Γιατί ρε μαστρο-Φώτη δε μας καταδέχεσαι κι εμάς;

–         Καλά σου λένε βρε! αγρίευε το αφεντικό του, για να γελάσουνε. Γιατί δεν περνάς κι από ?κει; Λοιπόν, το καλό που σου θέλω, κακομοίρη μου. Απόψε να περάσεις κι από τις κάτω γειτονιές, γιατί ψωμί δε θα ξαναφάς από ?μένα.

Και χαχαχα τα γέλια οι εργάτες και οι κυράδες που τους αρέσαν τα χωρατά, βαστούσαν τις κοιλιές τους και κοκκίνιζαν:

–         Α να χαθείς, βρε, χαχαχα, μας ξελίγωσες, παλιομπαγάσα.

Στο φευγιό τους έσερναν τα κουρασμένα τους κορμιά και οι νιούτσικες, οι απάντρευτες, οι αλαφροπερπατούσες, κουνούσαν τα μεριά τους και ?κάναν τους εργάτες να αναστενάζουν, γιατί η λάσπη γινόταν τώρα πιο βαριά. Και σε λίγο ο κυρ-Αντρέας αγρίευε για τα καλά, όταν έβρισκε πως το αλφάδιασμα ήταν θεόστραβο κι έβαζε τις φωνές:

–         Ε ρε Αντώνη! Τι έχει η κούτρα σου, μωρέ; Ξέχνα τα καπούλια, γιατί θα μας βρει η Πούλια! Το νου σου! Στεγνώνει πάλι η λάσπη! Και κοίτα μη μου τα στραπατσάρεις πάλι κι εκεί, γιατί αλίμονό σου!

Το ίδιο βράδυ ο μαστρο-Φώτης σεργιάνιζε στις κάτω γειτονιές, για να του παραπονούνται το άλλο πρωί οι κυράδες από τις απάνω. Κι έβγαζε κάστανα και μοίραζε με τη σέσουλα και στα φτωχαδάκια που δεν είχαν μπουκιά να βάλουν στο στόμα τους και ποτέ δεν έβαλε μπροστά το νιτερέσο. Έτσι, τον αγαπούσαν όλοι.

Κι όταν ένα βράδυ έφτασε στα στενορύμια που αρχίζουνε μετά το σιδεράδικο του Μανώλη του Τρελοκαμπέρη κι είδε το Κατινάκι να τρέχει αλαφιασμένο τσαλαβουτώντας στα νερά και στις λάσπες, το ?πιασε από τους ώμους και το σήκωσε ψηλά:

–         Τί τρέχει, μωρή; Πού πας έτσι;

–         Η μάνα μου!…

–         Τί ?ναι μωρέ;

–         Γεννάει!

Στη στιγμή το παράτησε χάμω κι έτρεξε, χωρίς να πάρει ανάσα για το σπίτι τους. Ο άντρας της Κλειώς ήταν ναυτικός και ερχόταν στη χάση και στη φέξη. Μόνη της αυτή ξενοπλένοντας μεγάλωνε τα παιδιά κι εκείνος έσπερνε, κάθε φορά που ερχόταν κι έφευγε πάλι, χωρίς να συλλογίζεται τι άφηνε πίσω του. Τα χρήματά του ήταν πάντα λιγοστά αλλά τα στόματα που είχε να μπουκώσει, μπόλικα.

Ο μαστρο-Φώτης κατάλαβε πως η Κλειώ δεν είχε χρήματα, για να φωνάξει το γιατρό. Και το Κατινάκι έτρεχε μάλλον για το σπίτι της θειας του της Ρηνιώς, τρομαγμένο από τις φωνές. Ο μαστρο-Φώτης έβαλε τα υπόλοιπα παιδιά στο υπόγειο, για να μην ακούνε. Έφερε κακήν κακώς τη γριά Ασήμω, τη μαμή, και με τα λίγα που κάτεχε κι αυτός από μια γέννα που ?χε δει κάποτε στο βουνό, βοήθησε την Κλειώ να φέρει στον κόσμο ένα βλασταράκι που αργότερα το βάφτισε ο ίδιος. Το ξεπεταρούδι αυτό το είπανε Μιχάλη, γιατί έτσι είχε τάξει η μάνα του από ένα όνειρο που είχε δει με τον αρχάγγελο το Μιχαήλ να της χαμογελάει.

Επειδή, λοιπό, ο μαστρο-Φώτης δεν έβαλε ποτέ μπροστά του το νιτερέσο, δεν αξιώθηκε και να παντρευτεί ποτέ. Όποτε του τύχαινε κάτι, η δουλειά σκόνταβε στο πάρε δώσε. Και ο μαστρο-Φώτης τα σιχαινόταν αυτά κι έκανε πέρα. Έτσι πέρασε τη ζωή του, το πρωί χτίστης και το απόγευμα καστανάς. Αλλά πάντα ήταν για τους ανθρώπους που τον ήξεραν, «ο μαστρο-Φώτης ο τσαγκάρης με την καλή καρδιά». Τα καλοκαίρια βολτάριζε στις γειτονιές με ένα κλωνί βασιλικό στο αυτί και τραγουδούσε όλο καημό κάτι τραγούδια που αλαφρώναν την καρδιά. Και με τις πρώτες βροχές έβγαζε τη μηχανή του, την έπλενε, τη λάδωνε κι άμα τον βλέπανε οι γειτόνοι, τον μάλωναν:

–         Άντε, μαστρο-Φώτη! Μας άργησες φέτος. Έβγα να μας πουλήσεις κανένα κάστανο, να ζεσταθούμε λιγάκι. Και μη μας ξεχάσεις πάλι.

–         Πέρασε κι απ?  της Μίνας. Έχει μελιτζανάκι άλφα, μούρλια, σου λέω!

Κι έτσι, προτού τα λιομαζώματα ο μαστρο-Φώτης όργωνε τις γειτονιές και η βραχνή φωνή του ήταν κάποτε πιο δυνατή κι από το ρολόι του καμπαναριού:

–         Κάσταναα! Βρασμένα κάστανααα!

Οι γριές σταυροκοπιόνταν, στέκονταν για μια στιγμή να συλλογιστούν ποιος μήνας είναι και ποια μέρα και αμολούσαν τα παιδιά να φέρουν το μαστρο-Φώτη στο σπίτι τους.

–         Πάει, χειμώνιασε., έλεγαν και το πρώτο κάστανο το άφηναν ζεστό ζεστό κάτω από το εικόνισμα της Παναγιάς.

–         Σύρε να φέρεις τον καφέ, μωρή! Και κοίτα να ?χει μπόλικο καϊμάκι, όπως του αρέσει.

Κάπως έτσι κυλούσε ο χρόνος κάποτε, πριν πολλά χρόνια. Όταν ο μαστρο-Φώτης τα μετρούσε, του φαίνονταν τόσα πολλά. Κι όμως τα θυμόταν όλα τόσο ξεκάθαρα, σαν να ?ταν μόλις χθες.

Κατέβηκε από τη μηχανή του κι έκλεισε το καπάκι από τον κάδο απορριμμάτων. Βρομοκόπαγε ο τόπος. Δεν άντεχε τη μυρουδιά. Κοίταξε για μια ακόμη φορά τον έρημο δρόμο· τίποτα δεν είχε απομείνει από την αλλοτινή εποχή. Τίποτα που να του θύμιζε εκείνες τις ευτυχισμένες μέρες με τα πιτσιρίκια, τα τραταρίσματα, τα γέλια και τα κλάματα μιας φτωχής αλλά απλόχερης ζωής. Οι άνθρωποι γκρέμισαν τα χαμόσπιτα, έκρυψαν τις αυλές και κλείστηκαν στις πολυκατοικίες τους. Χάθηκε και το άρωμα του βασιλικού και της μαντζουράνας, οι φωνές των παιδιών, τα μαλώματα των κυράδων, τότε που άλλαζες δυο κουβέντες και μάθαινες τα νέα της γειτονιάς απέξω κι ανακατωτά.

Ωστόσο ο μαστρο-Φώτης συνέχισε όλα αυτά τα χρόνια να πουλάει κάστανα γυρνώντας στις παλιές γειτονιές με την καινούρια τους τώρα όψη, αναγγέλλοντας κάθε φορά τον ερχομό του χειμώνα. Φέτος έλεγε να σταματήσει πια. Αλλά κάτι μέσα του τον έσπρωχνε ολοένα να μην το κάνει. Λες και θα ?πεφτε σε σοβαρό αμάρτημα, αν έπαυε να σεργιανάει με τα βρασμένα του κάστανα.

Τώρα όμως που αντίκριζε τον έρημο δρόμο, σαν να το πήρε απόφαση ότι θα έδινε ένα τέλος. Χάιδεψε το κάθισμα της μηχανής και είπε βαριανασαίνοντας:

–         Πολυκαιρίσαμε, συντρόφισσα. Μας πήρε η κάτω βόλτα.

Κατέβασε το κασκέτο του ακόμη πιο χαμηλά, ανέβηκε στη μηχανή του και σιγά σιγά άρχισε να κατηφορίζει στο δρόμο, κοιτώντας πότε δεξιά και πότε αριστερά τα γκρίζα κτίρια και προσπαθώντας να βάλει με τη φαντασία του στη θέση τους τις εικόνες που εκείνος είχε βαθιά χαραγμένες στη μνήμη του. Μπροστά του άρχισαν να ξετυλίγονται μία μία: αυλόπορτες που άνοιγαν ξαφνικά, γνωστά πρόσωπα που χαμογελούσαν. Άκουγε γέλια και έβλεπε τους σερέτηδες με το κομπολόι στο χέρι να στρίβουν τα μουστάκι τους και να πειράζουν τις χαμηλοβλεπούσες κοπελιές που κοκκίνιζαν σαν την παπαρούνα. Και του φάνηκε πως όλα αυτά ήταν ζωντανά, πως δεν είχαν χαθεί για πάντα, πως ο χρόνος δεν τα είχε σαρώσει κι ότι το άρωμα αυτής της εποχής πλανιόταν γύρω του και του γαργαλούσε τα ρουθούνια.

Τόσο αληθινές έμοιαζαν αυτές οι θύμησες εκείνη την ώρα, τόσο γλυκιά ήταν η νοσταλγία που του πλημμύρισε τα σωθικά, που πέταξε το τσιγάρο, στύλωσε τη φωνή του και άρχισε να διαλαλεί, στην αρχή ήρεμα και μαλακά αλλά έπειτα όλο και πιο δυνατά και πιο δυνατά, σαν να εκλιπαρούσε το όραμα να μην τον αφήσει. Τώρα που έφτανε στο τέρμα του δρόμου, τώρα που γέρασε και οι δυνάμεις του τον άφηναν δειλά δειλά, τώρα που το γκρίζο των πολυκατοικιών σκέπαζε ξανά τα μάτια του και τού έκρυβε τους καιρούς εκείνους, τώρα που δεν μπορούσε να μυρίσει πια το γιασεμί.

–         Κάστανααα! Βρασμένα κάστανααα!

Το ρολόι στο καμπαναριό σήμανε εκείνη την ώρα πέντε. Οι ήχοι της καμπάνας σκέπασαν τις φωνές του μαστρο-Φώτη του τσαγκάρη και δεν έφτασαν ποτέ στα αυτιά και την καρδιά των ανθρώπων. Κανείς εκείνο το απόγευμα δεν άκουσε το κάλεσμά του που πνίγηκε αθόρυβα στο τέρμα του δρόμου μέσα σε λυγμούς για εκείνο που έφυγε και δεν ξαναγύρισε.

Αφήστε μια απάντηση

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση