Οίκτος
Ένα ανεπαίσθητο ρεύμα αέρα σκορπάει τα πεταμένα αποτσίγαρα της χθεσινής ξεχασμένης μέρας. Μαζί τους σκορπάω και εγώ σε στενά δρομάκια, σε ανηφόρες και κατηφόρες που δεν οδηγούν πουθενά. Ο καιρός είναι ασυνήθιστα καλός για τέτοια εποχή και μόνο όταν βγαίνεις στους κεντρικούς δρόμους, νιώθεις το χειμώνα να χώνεται ύπουλα στα πόδια σου.
Το ήξερα πως δεν θα έχω τι να κάνω. Ντύθηκα παρόλα αυτά, χτενίστηκα και ήρθα με ταξί σε πέντε λεπτά. Ο ταξιτζής μου τα πήρε χοντρά αλλά βαριόμουνα να τον βρίσω, χρονιάρα μέρα. Σχεδόν όλα τα βρήκα κλειστά. Ελάχιστοι κυκλοφορούν στους δρόμους. Μόνο κάτι γεροντάκια είδα να λιάζονται στην πλατεία και ίσως να σκέφτονταν πως του χρόνου δε θα μπορούν να το κάνουν ούτε αυτό. Πέρασα από δυο τρεις εκκλησίες. Μία μάλιστα μου φάνηκε αρκετά παλιά και μου κίνησε το ενδιαφέρον. Όμως η κύρια είσοδος ήταν κλειστή. Οι υπόλοιπες ήταν πρόσφατα χτισμένες, καλά καλά δεν τις είχαν αγιογραφήσει κιόλας. Όσο με συγκινούν οι παλιές εκκλησίες, άλλο τόσο με αφήνουν αδιάφορο οι καινούριες.
Αφού έκανα μερικά τηλεφωνήματα, έφυγα για ανεύρεση φαγητού με κλαμένα μάτια. Κατέληξα σε ένα γυράδικο με έναν εξόφθαλμα βρώμικο γύρο στο χέρι.
– Δυόμισι, μου είπε βαριεστημένα μια τριανταπεντάρα, σύζυγος μάλλον του πωλητή, ο οποίος πάλευε εκνευρισμένος να φτιάξει την ταμειακή του μηχανή. Δεν ξέρω γιατί αλλά τους λυπήθηκα.
Μέσα έτρωγαν άλλοι δύο σαν εμένα. Τους λυπήθηκα και αυτούς. Λες και σήμερα ξεπόρτισα για να μοιράσω λύπη ? ή σάμπως για να ξαλαφρώσω από τη δική μου; Κοίταζαν κάποιο εορταστικό πρόγραμμα στην τηλεόραση, αποχαυνωμένοι, χωρίς να περιμένουν τίποτα, χωρίς να φαίνεται ότι τους νοιάζει τίποτα.
Πέρασα στο απέναντι ζαχαροπλαστείο. Ένας γέρος με ακουστικά στα αυτιά κατάλαβε με την τρίτη ότι ήθελα μισό κιλό δίπλες. Πρόσεξε τι ήμουν και έβαλε παραπάνω από όσο του ζήτησα, για να κερδίσει το πολύ λίγα ακόμη κέρματα.
– Δεν πειράζει, του απάντησα και ένιωσα και γι? αυτόν απέραντο οίκτο. Αν και μέσα μου μονολόγησα: «πόσα χρόνια ακόμα νομίζεις ότι θα κλέβεις στο ζύγι, ρε κωλόγερε;» αλλά αμέσως κατάλαβα ότι η ερώτησή μου αλλού θα ήθελε να φτάσει. Και δεν έδωσα συνέχεια.
Που και που μόνο λίγα πιτσιρίκια ξεγλιστρούν από τους έρημους δρόμους, χορτασμένα από το μεσημεριανό φαγητό, έτοιμα να ανοίξουν την αγκαλιά τους και να κλείσουν τον κόσμο ολόκληρο μέσα τους. Τρομάζω στην ιδέα πως κάποια από αυτά θα βρεθούν σύντομα στη θέση μου. Τα κοιτάζω στα μάτια αλλά ούτε ίχνος υποψίας δε διακρίνω. Μόνο μια ξέφρενη ανεμελιά, μια αθώα αδιαφορία για τα χρόνια που έρχονται.
Θυμάμαι τότε που ήμουνα μικρός και ήθελα να μεγαλώσω γρήγορα. Οι δικοί μου με συμβούλευαν να μη βιάζομαι, γιατί κάποτε θα ερχότανε η ώρα που θα ήθελα να ξαναγίνω παιδί. Βλέπω τα πιτσιρίκια να στρίβουν στη γωνία και να χάνονται και συλλογίζομαι πως ίσως να έφτασε εκείνη η φοβερή ώρα που αρχίζεις να κοιτάς πίσω και να πατάς σιγά σιγά το φρένο.
Οι δίπλες δεν ήταν φρέσκες αλλά αυτό λίγο με απασχολεί. Κάθομαι στο πλατύσκαλο του έρημου εμπορικού κέντρου. Μέχρι χθες το βράδυ εδώ προφανώς γινότανε χαμός και τώρα αυτή η εγκατάλειψη μου θυμίζει τα ερημωμένα πεδία μάχης μετά από φοβερές, ανελέητες συγκρούσεις. Από το σημείο που βρίσκομαι, λίγοι περνούν και έτσι έχω αρκετή ησυχία για να γράψω. Ένα σκυλάκι έρχεται και κάθεται για λίγο δίπλα μου. Μυρίζει τα πόδια μου και συνεχίζει τον απογευματινό του περίπατο.
Πρώτη φορά περνάω τόσο χάλια τέτοιες μέρες. Η πλήξη και η μοναξιά με τυλίγουν και νιώθω να πνίγομαι. Βλέπω τη μορφή μου στη διπλανή τζαμαρία: σκυμμένος πάνω στο κουτί με τα γλυκά προσπαθώ να αποτυπώσω με λέξεις αυτά που δεν περιγράφονται. Φέρνω τη μούρη μου πιο κοντά στο τζάμι και αρχίζω να κάνω γκριμάτσες. Μου φαίνεται πως έχω παχύνει λιγάκι. Τα μαλλιά μου έχουν αρχίσει να μεταναστεύουν και μαύροι κύκλοι ζώνουν τα μάτια μου, σαν να θέλουν να τα καταπιούν.
– Αϊ σιχτίρ, τι κάθομαι και σκέφτομαι! μονολογώ.
Μοιάζω με το κοριτσάκι με τα σπίρτα, έτσι όπως μαζεύτηκα σε αυτή τη γωνιά. Δε φοβάμαι ότι θα έχω το τέλος του. Φοβάμαι όμως ότι δεν έχω τη δύναμη να κρατήσω κάτι από τα όνειρά του.
Ανοίγω το κουτί με τις δίπλες και αρχίζω να τρώω λαίμαργα, λες και θα μπορέσω με τη γλύκα να διώξω από κοντά μου αυτόν τον εφιάλτη. Τυλίγω το χαρτί και το χώνω στην τσέπη μου. Το στυλό που μας έδωσαν, έχει τα χάλια του και είμαι γεμάτος μελάνι. Τούτη την ώρα, αν κάτι ευχάριστο ξετυλιγόταν μπροστά μου, σίγουρα θα αδυνατούσα να το ξεχωρίσω. Τόσο έχει μαυρίσει η ψυχή μου.
Προχωρώ κατά μήκος των καταστημάτων. Την προσοχή μου θα τραβήξει ένα κουκλάκι από αυτά που είναι τώρα της μόδας. Η φάτσα του παριστάνει μια αστεία γκριμάτσα που υποτίθεται πως σε κάνει να γελάς. Βυθίζω το βλέμμα μου στα ψεύτικα μάτια του και είναι σαν να συνομιλώ μαζί του. Δε φαίνεται όμως να μου λέει ευχάριστα πράγματα. Αντίθετα μοιάζει να με κοροϊδεύει. Στέκεται εκεί δίπλα από ένα πυροσβεστικό όχημα με ανοιχτό το στόμα, που αφήνει να φαίνονται τα κακοφτιαγμένα του δόντια. Ήχοι περίεργοι γλιστρούν στα αυτιά μου. Νομίζω πως το ακούω να γελά και σαν να κινείται τώρα. Σηκώνει τα χέρια και τα πόδια του, κάνει κωλοτούμπες και λέει πως με γράφει στα παλιά του τα παπούτσια. Φτάνει στο τζάμι, με μουντζώνει, φτύνει πίσω του και πηγαίνει ήσυχο και κάθεται ξανά στη θέση του?
? Συνέρχομαι γρήγορα και νιώθω να κοκκινίζω από ντροπή. Τέτοιες ώρες νομίζω πως τρελαίνομαι και ο φόβος με αγκαλιάζει σφιχτά. Το κουκλάκι με κοιτά επίμονα και τώρα ξέρω πως θέλω να ξεκολλήσω τα μάτια μου από πάνω του. Αρχίζω να νιώθω το χειρότερο ίσως πράγμα που μπορεί να νιώσει άνθρωπος για τον εαυτό του: οίκτο. Λυπάμαι για λογαριασμό μου. Γυρίζω και αρχίζω να περπατώ γρήγορα. Ίσως σύντομα να ξανασυναντήσω την ελπίδα που για την ώρα κρύβεται πίσω από τα σύννεφα.
Φυσάει αεράκι. Ξεχασμένη ελληνική επαρχία. Χριστούγεννα. Φαντάρος.
One thought on "Οίκτος"
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.
Αγαπητέ, φίλε!
Απλά, έρχομαι να επικυρώσω αυτό που ξέρεις ή σου έχουν πει και κάποιοι άλλοι! Έχεις ταλέντο!
Δεν ξέρω γιατί κόλλησα στο συγκεκριμένο κείμενο που με κράτησε ως το τέλος με το ίδιο ενδιαφέρον, λες κι εγώ ήμουνα ο πρωταγωνιστής ή ο σεναριογράφος!
Συνέχισε να γράφεις και σίγουρα θα ξεχωρίσεις ακόμη πιο πολύ!
Με εκτίμηση
Δημήτρης Ροτζιώκος
Συν/χος δάσκαλος