Η συνάντηση
Ξημερώματα Σαββάτου ο δρόμος από την εθνική με φέρνει στη γενέθλια πόλη μου. Καταφθάνω ύστερα από εντολή του αφεντικού μου για να εισπράξω κάποιες οφειλές από το Λουκαΐτη, έναν πελάτη που κανείς δε θα επιθυμούσε να αποκτήσει.
Η δουλειά μου είναι να κάνω τον πλασιέ σε εταιρεία καλλυντικών της Αθήνας. Κατά τη διαδρομή το αφεντικό με κάλεσε στο κινητό και μου ζήτησε να περάσω από τον «πατριώτη» μου, όπως τον λέει, αυτόν το Λουκαΐτη για να μου δώσει κάτι χρωστούμενα.
Έτσι ύστερα από δυόμισι βδομάδες περίπου κατεβαίνω στα μέρη μου. Αν και η απόσταση από την Αθήνα δεν είναι μεγάλη, ελάχιστες φορές μετά το θάνατο του πατέρα μου ήρθαμε στην πόλη μας για λόγους που δεν τους υπαγόρευσαν οι επαγγελματικές υποχρεώσεις. Οι δουλειές μας, η δική μου και του αδερφού μου, μας κράτησαν επάνω, όπως και τη μάνα μας που κακήν κακώς μας ακολούθησε.
Μετά τους δύσβατους ορεινούς όγκους βγαίνω στην πεδιάδα με το πρώτο φως και από μακριά αγναντεύω το βουνό με το κάστρο. Λίγα λεπτά αργότερα μπαίνω στην πόλη από τη βόρεια είσοδο και σχεδόν αμέσως κολλάω στην κίνηση.
– Ρε πούστη μου, κι εδώ ουρές; μονολογώ εκνευρισμένος αλλά γρήγορα συνέρχομαι. Κατ? αρχάς δεν υπάρχει σοβαρός λόγος να χάνω την ψυχραιμία μου, είναι πολύ νωρίς για να έχω νεύρα. Ύστερα σκέφτομαι ότι δε συναντώ και κάτι αλλόκοτο. Βρίσκομαι στην πόλη μου όπου από όσα θυμάμαι, πάντοτε είχαμε πρόβλημα με την κίνηση των αυτοκινήτων. Ο λόγος; Μα όταν το πολεοδομικό σχέδιο φαίνεται να προέκυψε επειδή κάποιος γίγαντας σκόρπισε με τη χούφτα του λίγα χαλίκια, όταν πουθενά δε συναντάς φωτεινούς σηματοδότες, οι δρόμοι είναι λιτές διαπλατύνσεις προγενέστερων κατσικόδρομων και τα πεζοδρόμια είναι κατασκευασμένα για να τα διασχίζουν ανθρώπινες σκιές και όχι ανθρώπινοι όγκοι, είναι να απορείς; Εξάλλου, σκέφτομαι την τελευταία στιγμή, σήμερα έχει και παζάρι. Βέβαια, έτσι εξηγείται το πρωινό κομφούζιο. Το παζάρι, βέβαια. Οι δεκαετίες κύλησαν, η πόλη εκσυγχρονίστηκε, έως και χρηματιστηριακές εταιρείες φύτρωσαν αλλά η πόλη ανοίγει και κλείνει την εβδομάδα της στους ρυθμούς του παζαριού, που λένε πως είναι το δεύτερο μεγαλύτερο στην Ελλάδα. Ε, αν είναι να είμαστε περήφανοι κι εμείς για κάτι, ας είναι και για το γενικό ξεπούλημα.
Οπλίζομαι με υπομονή και περιμένω. Μπροστά μου και πίσω μου όμως αυτή η αρετή μάλλον έχει εξαντληθεί. Κορναρίσματα, χριστοπαναγίες, μούντζες, αχαλίνωτη αγένεια, αθεράπευτη ανοργανωσιά, αλλοδαποί τουρίστες που κατά λάθος μπλέχτηκαν εδώ και ψάχνουν μάταια για επαρκή σήμανση ? μετά από εδώ ο μύθος του λαβυρίνθου θα τους φαντάζει παιχνιδάκι ? , φορτηγατζήδες μεταφορικών εταιρειών σε έντονους διαλόγους με τον αστυφύλακα ? μάλιστα ένας από αυτούς κουνά απειλητικά το δάχτυλό του λίγα εκατοστά από τη μύτη του οργάνου κι εκείνος τον κοιτάζει έτοιμος να τον κατασπαράξει ? και να σκεφτεί κανείς ότι είναι οχτώ παρά τέταρτο ακόμη, στα μέσα Ιουλίου.
Σκοπός μου είναι να περάσω από μια θεια μου να πω ένα γεια. Όταν φτάνω σπίτι της, κατεβαίνω από το αυτοκίνητο και διασχίζω την αυλή όπου μεγάλωσα, με κυριεύει η νοσταλγία. Δίπλα βρίσκεται το παλιό μας σπίτι που της πουλήσαμε φεύγοντας από εδώ. Τώρα είναι γεμάτο γλάστρες με λουλούδια. Τότε ούτε να το σκεφτόταν κανείς. Με τον αδερφό μου κλωτσούσαμε την μπάλα από το πρωί ως το βράδυ και δεν έμενε τίποτα όρθιο.
– Βρε τέρατα! φώναζε ο θείος μου αλλά ποιος τον άκουγε. Ήταν η εποχή των ευτυχισμένων παιδικών μας χρόνων που δεν την έσκιαζε τίποτα.
– Αγόρι μου! ξεφωνίζει η θεία μου μόλις με βλέπει και πέφτει να με αγκαλιάσει. Πώς από εδώ; Η μαμά; Ο Γιαννάκος; Η Νεφελίτσα; Όλοι καλά;
Εξηγούμαι πως τυχαίες δουλειές με έφεραν ως εδώ και ότι θα φύγω ως το μεσημέρι αλλά η θεία επιμένει:
– Μην το συζητάς, το μεσημέρι θα έρθεις να φάμε. Κώστα! Έλα, ήρθε ο Βαλαντάκος!
– Πού? σαι αγόρι μου; Ξανά αγκαλιές. Πότε φεύγεις;? Λοιπόν το μεσημέρι παϊδάκια. Τι;? Δε θέλω κουβέντα!
Το γεύμα κλείνει σε ελάχιστα δευτερόλεπτα και ούτε ο Δημοσθένης της αρχαίας Αθήνας δεν μπορεί να τους πείσει για το αντίθετο.
Αναχωρώ για να προλάβω την τράπεζα. Σήμερα όλα τα χωριά έχουν κατέβει στο παζάρι και οι τράπεζες ασφυκτιούν από τον αγροτικό κόσμο. Ελπίζω να βρω μικρή ουρά αναμονής.
– Του κώλου σου τα εννιάμερα, χαρτογιακά! Παλιοτενεκέ ξεγάνωτε!
Μόλις έχω μπει στην τράπεζα και ένας πελάτης προφανώς δυσαρεστημένος για κάτι, εκδηλώνει το μεσογειακό του ταμπεραμέντο σε έναν υπάλληλο. Παίρνω χαρτάκι και κοιτάζω στην οθόνη. Απογοήτευση. Η διαφορά στα νούμερα μοιάζει να μου επιτρέπει να πάω στην Αθήνα και να ξαναγυρίσω. Στέκομαι για λίγο αναποφάσιστος. Τι να κάνω; Γύρω μου εκατοντάδες άτομα βλαστημούν το ελληνικό δημόσιο, άλλοι προφασίζονται αναπηρίες ή εσπευσμένη ανάγκη, κάποιοι εξυπνότεροι προσποιούνται ότι δεν γνωρίζουν το σύστημα με το χαρτάκι αναμονής και πηγαίνουν κατευθείαν στο ταμείο. Ελάχιστοι που θαρρούν πως περνούν απαρατήρητοι, απευθύνονται με νοήματα στο γνωστό τους υπάλληλο μπας και γλιτώσουν από την αναμονή. Φωνές, φασαρία και ο δυσαρεστημένος πελάτης συνεχίζει να γκαρίζει:
– Θα μου κλάσεις τα αρχίδια! Θέλω το διευθυντή! Πού είναι ο διευθυντής;
Βγαίνω και τηλεφωνώ στο κατάστημα του Λουκαΐτη. Με διαβεβαιώνουν ότι «ο κύριος Λουκαΐτης θα έρθει ως το μεσημέρι. Λείπει σε γειτονική κωμόπολη για δουλειές».
– Χαιρετίσματα στους δικούς μας, μονολογώ και αποφασίζω, αφού ήρθαν έτσι τα πράγματα, να κατέβω μια βόλτα ως το παζάρι που τόσα χρόνια έχω να το διασχίσω.
Είμαι άνθρωπος που δεν μου αρέσει η φασαρία αλλά στο παζάρι ποτέ δεν με ενόχλησε. Το μόνο που με δυσκολεύει, είναι ο καύσωνας που στα μέρη μου είναι ανελέητος. Τριγυρνώ ανάμεσα στους πάγκους με τα φρούτα, τα κηπευτικά, τα ρούχα, τα υφάσματα. Κόσμος πάει κι έρχεται σα ζαβλακωμένος, οι έμποροι φωνάζουν για να διαφημίσουν την πραμάτεια τους και όλοι γυρίζουν δώθε κείθε με πλαστικές σακούλες στα χέρια.
– Ό,τι πάρεις, πέντε ευρώ. Ό,τι πάρεις, πέντε!
– Αυτό πόσο έχει; ρωτάει μια κοπέλα με φανερή συστολή.
– Πέντε, κυρά μου. Πέντε, ξεπουλάμε!
– Μα, αφού γράφει δέκα, απαντάει απορημένη.
– Δέκα και παίρνεις και μένα μέσα! ξεφωνίζει όλο υπονοούμενα ο τσιγγάνος έμπορος. Η κοπέλα κοκκινίζει περισσότερο κι από το κόκκινο εσώρουχο που νωρίτερα κρατούσε και αποχωρεί με κατεβασμένο κεφάλι. Ο τσιγγανάκος αντίθετα, αν και έχασε πέντε ευρώ, χαμογελά γεμάτος λάγνα ικανοποίηση. Εμπόριο ? Έρωτας: μηδέν ? ένα.
Το μεσημέρι θα βρει τους λαϊκατζήδες με βραχνή φωνή να μετρούν τη συγκομιδή και εδώ που τώρα γίνεται της μουρλής, θα βασιλεύει μια νεκρική σιγή, όπου ο άνεμος θα σκορπά τα σκουπίδια που το συνεργείο του δήμου δε θα προλάβει να περιμαζέψει.
– Είναι καλά τα βερίκοκα? ρωτάει μια κυρία το νεαρό πίσω από τον πάγκο και ανοίγει ένα να το δοκιμάσει.
– Όχι, της απαντάει όλο νεύρα αυτός.
– Όχι? απορεί εκείνη. Μα τότε γιατί τα πουλάτε?
– Ακριβώς κυρά μου! Τα πουλάω, δεν τα χαρίζω για δοκιμή σε φακλάνες σαν κι εσένα!
– Α να χαθείς παλιοχωριάτη! φωνάζει αυτή και απομακρύνεται.
– Άμα δεν υπήρχαν παλιοχωριάτες σαν κι εμένα, το πολύ πολύ να έτρωγες μονάχα ραδίκια, ρε σούργελοοο! Χαχαχα τα γέλια από τους διπλανούς πάγκους και το επεισόδιο μπαίνει στην ιστορία.
– Τι ξέρεις μωρέ εσύ από πολιτική; φωνάζει ένας εργάτης σε μια παρέα. Ε, ρε και να γινόμουνα πρωθυπουργός για μια μέρα. Όχι παραπάνω, για μια μέρα μόνο!
– Χάσου ρε παρτάλι, που μας έγινες και προφεσόρος, αντιτείνεται κάποιος άλλος.
Προσπερνώ την ομήγυρη βιαστικά. Ο Έλληνας καθημερινά διατείνεται πως σώζει μονάχος την πατρίδα του και την ίδια στιγμή την προδίδει αβασάνιστα. Ο πολίτης αυτής της χώρας ξέρει αψεγάδιαστα ένα μόνο πράγμα: να γκρινιάζει. Κι όταν κάποτε βρεθεί μακριά από τούτα τα χώματα, νοσταλγεί αυτό που καθημερινά καταριόταν. Πριν από χρόνια ένας συγγενής της γυναίκας μου που ζει στο Λος Άντζελες και μας επισκέφθηκε, μου είχε εκμυστηρευτεί:
– Ο Έλληνας είναι καλός, όταν δεν γκρινιάζει, όταν δεν κάθεται και όταν δεν περνάει καλά.
Κατεβαίνω στο κτίριο της νεοκλασικής αγοράς. Σήμερα στεγάζει κρεοπωλεία και ουζερί για τους λεβέντες της τρίτης ηλικίας.
– Κουκλί μου εσύ, μουρμουρίζει ένας αργόσχολος σε μια κοπέλα που περνά φορτωμένη τσαντικό. Ο έρωτας γεννήθηκε σε τούτο τον τόπο όταν ένα γυναικείο κορμί περπάτησε στον ήλιο. Αργότερα εξιλεώθηκε στους οίκους ανοχής όπου η ωριμότητα μπλέχτηκε με τη διαστροφή. Κάθε Τετάρτη και Σάββατο τα μαγαζάκια αυτά κάνουν χρυσές δουλειές τώρα το καλοκαίρι. Ούζο, ψητό χταπόδι και έως ότου έρθει η γριά να τους μαζέψει, για να φύγουν για το χωριό, είναι στουπί.
Περνώ από την τράπεζα. Η σειρά μου πλησιάζει και ύστερα από λίγο βγαίνω και αποφασίζω να κάνω μια βόλτα με το αυτοκίνητο. Ελπίζω το μεσημέρι ο Λουκαΐτης να μη με κρεμάσει.
Αφού ξεφύγω από το κέντρο, διασχίζω τη δυτική οδό. Στα θεμέλια βρίσκεται η αρχαία πόλη. Δεξιά μου το αρχαίο θέατρο, η αγορά, το ωδείο, απομεινάρια του θρυλικού παρελθόντος μέσα στα αγριόχορτα και πίσω από συρματοπλέγματα.
Απομακρύνομαι και κατευθύνομαι στον επαρχιακό που βγάζει στη θάλασσα, δέκα χιλιόμετρα περίπου μακρύτερα. Περνώ από το ρουμάνι, ένα βαλτότοπο όπου παλιότερα έρχονταν πουλιά. Ελαττώνω ταχύτητα. Σωροί από μπάζα έχουν καταδικάσει τον υγρότοπο σε αφανισμό. Η καταστροφή κατάντησε ερασιτεχνική απασχόληση.
Φτάνω στη θάλασσα. Ο κόλπος μικρός, ζεστός αλλά από όσα διαβάζω τελευταία, νεκρός ως προς τη βιοποικιλότητα. Η θάλασσα πάντα δέχτηκε ό,τι χειρότερο παρήγαγε ο πολιτισμός της στεριάς. Από τα ανοιχτά ένα κύμα καυτού αέρα με περιλούζει. Εδώ θα ξαναβρέξει στα τέλη Οκτωβρίου. Η βόλτα μου μοιάζει με «ταξίδι στη χώρα που δε βρέχει ποτέ».
– Πάρτε το απόφαση. Θα γίνετε Αφρική σε λίγα χρόνια, κοκορευόταν μισοαστεία μισοσοβαρά ένας βορειοελλαδίτης φίλος μου. Έτσι θα μετακινηθείτε βορειότερα και θα αγοράσετε τα οικόπεδά μας που θα σας πουλήσουμε πανάκριβα, για να πλουτίσουμε! Όταν ο εθνικός διχασμός γίνεται εθνικό ανέκδοτο.
Στο γυρισμό περνώντας από το κατάστημα του Λουκαΐτη με διαβεβαιώνουν πως άργησε λόγω τεχνικού κωλύματος αλλά πως το απόγευμα θα με συναντήσει να μου δώσει τα χρήματα.
– Τρία χιλιάρικα, επισημαίνω για να αποφύγω και άλλες παρεξηγήσεις. Είμαι σίγουρος ότι με δουλεύουν αλλά για την ώρα σκέφτομαι μόνο τα παϊδάκια του θείου.
Στο τραπέζι η κουβέντα ταξιδεύει στα περασμένα. Έρχεται και η ξαδέρφη μου, η Εύη, με τον μπόμπιρά της. Φιλιά, αγκαλιές. Το πραγματικό της όνομα είναι Ευανθία αλλά έτσι τη φώναζε μόνο η γιαγιά της. Την κοιτάζω και όλα τα περασμένα περνούν σαν αστραπή από μπροστά μου. Ακόμη κουβαλάω στα μπράτσα μου τα σημάδια από τις τσιμπιές της, όταν κάποτε μέσα σε μια μέρα φαγωνόμασταν και φιλιώναμε εκατό φορές. Ο μικρός τής μοιάζει. Έχει το χαμόγελό της.
Τα υποτιθέμενα παϊδάκια ευλογήθηκαν και πολλαπλασιάστηκαν: τυροκαυτερή, χωριάτικη, μελιτζάνες με κόκκινη σάλτσα, πατάτες τηγανητές και ένα βουνό παϊδάκια στο κέντρο του τραπεζιού. Κρασί κόκκινο και φλύαρη, ξεκούραστη κουβέντα. Γύρω από ένα πλούσιο τραπέζι φίλιωσε η πιο δυνατή αγάπη σε τούτο τον τόπο. Η ελληνική κουζίνα μέσα σε μισό αιώνα από την εποχή της πείνας στην Κατοχή εξελίχθηκε σε κεφάλαιο εθνικού πλούτου. Θυμάμαι κάποιο φίλο μου που το μόνο που θυμόταν από μια επίσκεψη στα μέρη μου ήταν τα σουβλάκια που είχε φάει σε ένα παραλιακό χωριό.
Τους ρωτάω για τη γειτονιά, τους ανθρώπους της. Διαπιστώνω αλλαγές, θανάτους, γεννήσεις, μετακομίσεις. Η ζωή αθόρυβα μεταμορφώνεται ώσπου γίνεται αγνώριστη. Θυμόμαστε τα παλιά καλοκαιρινά βράδια που καθόμασταν παρέα στην αυλή και χαλαρώναμε με αστεία πειράγματα, ανακυκλώναμε τα νέα της ημέρας και έμοιαζε η βραδινή συνάντηση για τους μεγάλους με την πιο ανακουφιστική εξομολόγηση από τον κάματο της μέρας.
– Ο Χρηστάκης της Βαγγελιώς; ρωτάω.
Σιωπή. Ο μικρός είχε μπλέξει με ναρκωτικά και αυτά δεν τα συγχωρεί το καθεστώς της γειτονιάς.
– Γεμίσαμε πούστηδες και πρεζάκια, αγόρι μου, διαπιστώνει ο θείος μου. Αυτή είναι η μόδα της σύγχρονης νεολαίας.
Αλλάζω θέμα, το ρίχνουμε στα αστεία, θυμόμαστε τα καμώματα του παππού και της γιαγιάς, σκάμε στα γέλια, συνερχόμαστε, κοιτάζω το ρολόι, η ώρα πέρασε.
– Πρέπει να φύγω, λέω και σηκώνομαι. Τι ήθελα και το? λεγα; Αποχωρώ με φιλιά, κλάματα και τρεις τσάντες φίσκα στο ταπεράκι, χαιρετίσματα του θείου στην αδερφή του και στην οικογένειά μου. Όταν βλέπεις ανθρώπους να κλαίνε για σένα, δεν μπορείς παρά να τους αγαπήσεις.
Κατεβαίνω στην πλατεία για ένα καφέ. Περνώντας από το γειτονικό πλάτωμα όπου νωρίτερα εξελισσόταν το πανηγύρι του παζαριού, βλέπω τα απορριμματοφόρα του δήμου που καθαρίζουν το χώρο. Γυναίκες εργάτριες σκουπίζουν την τετράγωνη πλατεία. Η ανεργία κατέστησε το επάγγελμα του οδοκαθαριστή από απεχθές και υποτιμητικό σε περιζήτητο και δυσπρόσιτο. Άνεργες γυναίκες επιλέγουν την ομηρία μιας ολιγόμηνης σύμβασης για να τα βγάλουν πέρα. Άλλο ένα απάτητο, αντρικό επαγγελματικό κάστρο συνθλίβεται μπροστά στη σαρωτική επέλαση της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας. Πριν είκοσι χρόνια μια γυναίκα δεν είχε τα κότσια να ξεπεράσει τους κοινωνικούς φραγμούς και να βγει στο δρόμο να σκουπίσει. Σήμερα οι άνεργες φίλες της την καλοτυχίζουν για το επόμενο οχτάμηνο εργασίας που εξασφάλισε.
Το ραντεβού μου με τον φαντομά ? Λουκαΐτη είναι σε μία ώρα. Κάθομαι στην κεντρική πλατεία της πόλης με το μητροπολιτικό ναό στη μέση. Πιθανολογείται ότι έχει χτιστεί στα θεμέλια αρχαίου ναού. Μόνο έτσι εξαλείφθηκε από προσώπου γης η ειδωλολατρική παντοκρατορία του ιστορικού μας παρελθόντος: χτίζοντας πάνω στα γκρεμισμένα θεμέλια των αρχαίων ναών. Η συγκλονιστική εποχή της έλευσης της νέας θρησκείας. Ίσως σε σημασία η πιο τρομακτική ιδεολογική επανάσταση που γνώρισε ποτέ ο κόσμος, συγκλονιστικότερη ενδεχομένως και από τη βιομηχανική επανάσταση.
Παραδίπλα η προτομή ενός ιερέα βεβηλωμένη από ποδοσφαιρικά και αναρχικά συνθήματα του κώλου για επαναστάτες της πορδής. Τελικά είμαστε κομπλεξικοί με το ιστορικό μας παρελθόν. Με μια ιστορική συνείδηση που κυμαίνεται μεταξύ προγονοπληξίας και ολοκληρωτικής άγνοιας ή διαστρέβλωσης των γεγονότων που μας έφεραν στο ιστορικό προσκήνιο και μας χάρισαν αυτό που λέγεται εθνική ταυτότητα. Όπως και στην καθημερινή μας πραγματικότητα, έτσι και όταν ξεφυλλίζουμε τις σελίδες ενός ιστορικού κειμένου, αναζητούμε ένα μύθο, ένα είδωλο, έναν ήρωα που θα εκφράσει το αποκοιμισμένο μας ενδιαφέρον. Κι όταν επιτέλους ανακαλύψουμε την ιστορική συγκυρία ή το ιστορικό πρόσωπο που αγγίζει τα όρια του μύθου, τότε το χλευάζουμε. Κομπλεξισμός? Εκκεντρική εθνική υπερηφάνεια? Ανωριμότητα του κερατά? Πόσα ελαττώματα επιτέλους θα δικαιολογεί ο Θεός για τον περιούσιο λαό του?
Με σερβίρει ένας Πολωνός. Ο Θεός πάλι φαίνεται να όρισε πως η θέση του Έλληνα είναι όχι στο σερβίρισμα αλλά πάντα πίσω από τον πάγκο του μαγαζιού. Σιγά σιγά τα τραπεζάκια γεμίζουν. Αργόσχολοι, επαγγελματικά ραντεβού, ανομολόγητη καθημερινή εθιμοτυπία. Πόσες οικογένειες ζουν σήμερα στη χώρα μόνο και μόνο επειδή ο καφές είναι εθνικό έθιμο; Χαζεύω τους περαστικούς και το δρόμο. Δεν το είχα συνειδητοποιήσει αρχικά αλλά διαπιστώνω ότι κυκλοφορούν ακριβά αυτοκίνητα μεγάλου κυβισμού.
– Μπράβο εξέλιξη! σκέφτομαι. Γρήγορα όμως αλλάζω γνώμη: μάλλον για δανεισμένη επίδειξη πρόκειται. Κάθε βήμα σε αυτή τη χώρα σήμερα είναι χρεωμένο. Η μοίρα του τόπου βρίσκεται κρυμμένη στους κωδικούς των πιστωτικών, στη χρεωμένη ψευδαίσθηση της τηλεοπτικής απάτης.
Σηκώνομαι και πηγαίνω στο σημείο όπου υποτίθεται θα με περιμένει ο Λουκαΐτης. Εξάλλου οι πελάτες πυκνώνουν στα τραπεζάκια της πλατείας και το νέφος των τσιγάρων από τις διπλανές παρέες κατευθύνεται πάνω μου ? σε αυτό το θέμα είμαι μονίμως άτυχος. Αν ένα πρωί μια κυβέρνηση θέλει να προκαλέσει λαϊκή εξέγερση, μπορεί να απαγορεύσει το κάπνισμα εις βάρος τρίτων σε κοινόχρηστους χώρους. Ή θα μπορούσε εναλλακτικά να προτείνει τη φορολόγηση του ύπνου. Έτσι όμως θα είχε περισσότερες πιθανότητες πολιτικής επιβίωσης.
Στο δρόμο συναντώ και τους πρώτους πάγκους με τις γουρνοπούλες και τις γκιόσες. Γαστρονομική συνήθεια της περιοχής με φανατικούς οπαδούς. Κάθε καλοκαίρι όλη η πόλη τα απογεύματα μοσχοβολάει ψητό χοιρινό και ψητή προβατίνα. Ίσως δεν είναι τυχαία και η γεωγραφική επισήμανση με βάση τα ψητοπωλεία: «Στο κοτοπουλάδικο του Διονύση», «στου Κιτσομάνη τον πάγκο». Αλλά και με βάση τους φούρνους: «στο φούρνο του Πράσινου», «στης Βασίλαινας το φούρνο» και άλλα παρόμοια. Κάποτε ο κόσμος πεινούσε πολύ, όσο δεν μπορεί να διανοηθεί η χορτασμένη μας απληστία.
Στο σημείο συνάντησης φυσικά απομένω μόνος μου. Στέκομαι δίπλα σε ένα περίπτερο πίσω από το αρχαίο θέατρο. Παλιά εδώ υπήρχε μια βρύση όπου ξαπόσταιναν οι περαστικοί και ξεδιψούσαν τα ζώα. Τώρα ένα κίτρινο σπιτάκι ξεγελά τη δίψα των τουριστών που θαυμάζουν τις κερκίδες πίσω από τα συρματοπλέγματα.
– Τα μαλακισμένα, παρατηρεί ο περιπτεράς. Αφού τους είπα ότι ο αρχαιολογικός χώρος έκλεισε. Τι κοιτάνε μέσα στον ήλιο;
– Αυτά τα μαλακισμένα κύριέ μου, του λέω οργισμένος, κρέμονται από τα συρματοπλέγματα γιατί ξέρουν ότι εκεί πίσω υπάρχει ένας θησαυρός που προφανώς η παρουσία του δε συγκινεί εμάς τους έξυπνους.
– Τι δουλειά κάνεις κύριος; με ρωτάει αυστηρά.
– Πλασιέ, του απαντάω.
– Καλά τα λες για πλασιέ, μου λέει.
– Πλασιέ με πτυχίο φιλολογίας μαλάκα, μου? ρχεται να του πω αλλά βαστιέμαι. Ρίχνω μια ματιά στις εφημερίδες. Στέκομαι πάνω από το ράφι και ψάχνω μία συγκεκριμένη αλλά δεν τη βρίσκω. Ρωτάω τον περιπτερά και ξαφνιάζομαι όταν τον ακούω να λέει:
– Για την γκομενίτσα ψάχνεις κι εσύ ε?
– Ποια γκομενίτσα? Τι λέτε κύριε? Σύντομα μου εξηγεί ότι τη συγκεκριμένη μέρα το συγκεκριμένο φύλλο εφημερίδας χαρίζει στους αναγνώστες του ένα DVD με μια ταινία όπου σε μια σκηνή η καλλίγραμμη ηθοποιός ? σταρ του Χόλυγουντ βιάζεται για κανένα δεκάλεπτο περίπου.
– Έλα τώρα που κάνεις την πάπια, μου λέει. Άντε να τον πείσεις ότι είσαι ελέφαντας σε έναν κόσμο όπου πλειοψηφούν τα μυρμήγκια.
– Μας έστησε το λαμόγιο, μας τη λέει και ο περιπτεράς, μονολογώ δυσαρεστημένος.
– Δε μου λες, μήπως ψάχνεις το Λουκαΐτη; με ρωτά και πέφτω από τα σύννεφα.
– Ναι, πώς το ξέρεις;
– Να, πάρε? δω αυτό το φάκελο. Μου τον έδωσε πρωτύτερα και μου είπε να τον δώσω σε σένα αλλά σε περιέγραψε πιο χοντρό.
– Θα εννοούσε το αφεντικό μου, του εξηγώ. Έστειλε εμένα.
– Μου είπε ότι ήταν βιαστικός. Θα τα πείτε μια άλλη φορά, αποφαίνεται και συνεχίζει να κοιτάζει μέσα στη ζέστη από τη μικρή του τηλεόραση τον αγώνα πρωταθλήματος που προφανώς έχει καθηλώσει κι απόψε τα βλέμματα του ανδρικού πληθυσμού. Αν οι αθλητές μας δείχνουν την προσήλωση που δείχνουν οι οπαδοί μας, δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτα.
– Το τσογλάνι, μουρμουρίζω τρίζοντας τα δόντια μου και ανοίγω το φάκελο. Βρίσκω, όπως ήταν φυσικό, μόνο χίλια ευρώ. Άντε τώρα, ποιος ακούει το αφεντικό.
Φουσκώνω, ξεφουσκώνω, τελικά το παίρνω απόφαση. Θα φύγω αλλά πρώτα θα περάσω από την εκκλησία της Παναγίας ? τον αρχαιότερο ναό της πόλης από τον ύστερο Μεσαίωνα ? να βάλω ένα κερί. Στον περίβολο που χρησιμεύει ως νεκροταφείο, γιαγιάδες και παιδιά ανάβουν ευλαβικά κεριά στους δικούς τους. Σαββατόβραδο σήμερα και αύριο είναι μια μέρα ξεχωριστή για τους ζωντανούς, γιατί όχι και για τους νεκρούς. Μια μαυροφορεμένη γιαγιά με κοιτάζει επίμονα, λες και της θυμίζω κάτι.
– Φτύσε με κυρά μου, μου? ρχεται να της πω αλλά σκέφτομαι ότι δεν πιστεύω στο μάτι. Η θρησκοληψία είναι αρχαιότερη από την ελεύθερη θρησκευτική επιλογή και γι? αυτό της οφείλουμε σεβασμό.
Και στις τρεις εισόδους της η πόλη μου έχει ναούς με νεκροταφεία. Έτσι όταν μπαίνει κανείς, χαιρετά πρώτα το παρελθόν της και μετά αντικρίζει το παρόν της.
– Φεύγω, λέω στον εαυτό μου. Έχασα μια ολόκληρη μέρα για να με εξαπατήσει ο Λουκαΐτης και να τα ακούσω από το αφεντικό.
Βγαίνοντας όμως στον περιφερειακό αλλάζω γνώμη. Ίσως τελικά το ότι δε συναντήθηκα με το Λουκαΐτη να μου βγει σε καλό. Αποφασίζω να ανέβω μέχρι το κάστρο. Έχει αρχίσει να νυχτώνει και θέλω να αναπνεύσω λίγη ελπίδα. Άλλωστε η ελπίδα πάντα βρίσκεται πιο ψηλά από το μίζερο παρόν. Ή ίσως πάλι η ελπίδα να υπάρχει μόνο εκεί που δε γνωρίζουμε το μέλλον. Η ελπίδα είναι κόρη της άγνοιας. Αν γνωρίζαμε το μέλλον, τα λεξικά μας δε θα είχαν καταχώρηση για τη λέξη ελπίδα.
Στο ραδιόφωνο σχολιάζεται μια από τις ριάλιτι εκπομπές. Η συσσωρευμένη βλακεία τώρα και στα ερτζιανά.
– Από το μεγαλείο στην παρακμή? συλλογίζομαι και με πιάνει μελαγχολία. Έκλεισε ο ιστορικός κύκλος? Ο τόπος που προσείλκυε περιηγητές για τις αρχαίες κολόνες και την ασύγκριτη γραμματεία του, τώρα να κάνει τον κράχτη για ένα τσούρμο τουρίστες που τους τραβά η Μύκονος, το τζατζίκι και ο μουσακάς? Και ποιος μουσακάς? Αυτός που τη συνταγή του κουβάλησαν οι Μικρασιάτες ομοεθνείς μας, ρακένδυτοι και ξεβράκωτοι αλλά με αξιοπρέπεια που δεν περίσσευε στους γηγενείς Ελληνάρες παππούδες μας? Θυμάμαι ένα σύνθημα που είχα διαβάσει κάποτε σε ένα τοίχο: «Ριάλιτι ζωή, έρημη ψυχή». Η μιζέρια που ανακυκλώνεται αποκτά φρέσκια αξία πίσω από το γυαλί της τηλεόρασης. Κι ύστερα οι χριστιανοί καυχώνται ότι δεν πιστεύουν σε είδωλα? Αλλάζω σταθμό με τη μία.
Ένα δεκάλεπτο αργότερα αγναντεύω το σκοτεινόχρωμο κάμπο. Φωτάκια παντού μαρτυρούν πως όλα είναι χτισμένα. Κι όμως η μικρή μου πόλη δε φαίνεται να έχει μεγαλώσει. Τη βρίσκω όπως τότε που ανέβαινα μικρός ως εδώ με το ποδήλατο. Πέντε κωλοτζάκια του συμφέροντος δεν την άφησαν να αναπνεύσει και να επεκταθεί τα τελευταία είκοσι χρόνια. Περαστικά στους τέως συμπολίτες μου. Ο κόσμος άρχισε να φεύγει από την πόλη.
Ο ήχος της ζωής εκεί κάτω φτάνει απόμακρος εδώ. Ο βαρύς όγκος του κάστρου στέκεται βουβός μάρτυρας μιας ακόμη χαμένης μέρας. Στο βάθος πυροτεχνήματα, πιθανότατα από κάποιο γάμο. Οι φωτεινές εκρήξεις, το τίμημα για να ενωθούν δυο ζωές.
Κάτω από τον καλοκαιρινό έναστρο ουρανό κοιτάζω αχόρταγα το φωταγωγημένο χαλί του κάμπου και στο βάθος τη θάλασσα. Ξαπλώνω στα αγριόχορτα και ανασαίνω βαθιά. Δίπλα μου, στα θεμέλια του κάστρου η αρχαιοελληνική ακρόπολη πάνω στην οποία οι Ενετοί έχτισαν ένα καινούριο κάστρο. Στον περίβολο είναι ορατά τα νεοελληνικά σκουπίδια. Χτυπά η καμπάνα της Παναγίας. Μετρώ. Δέκα η ώρα. Περιμένω. Χτυπά η καμπάνα του Αγίου Πέτρου. Θυμάμαι που από παλιά υπήρχε αυτή η διαφορά χρόνου στα σήμαντρα. Έτσι δικαιολογούνταν και οι ετεροχρονισμένες Αναστάσεις κάθε Πάσχα. Τελικά όλα αλλάζουν και κάποια πράγματα δεν αλλάζουν ποτέ. Κάποια πράγματα σφραγίζουν τη ζωή μας για πάντα.
Με καλούν στο κινητό:
– Γεια θου μπαμπά.
– Γεια σου αγγελούδι μου. Η Νεφέλη, η κορούλα μου. Τηλεφώνησε για να με καληνυχτίσει. Απόψε δεν έχει παραμύθι και είναι παραπονεμένη. Της υπόσχομαι καινούριες ιστορίες από αύριο. Δείχνει να ησυχάζει και με αποχαιρετά. Η παιδική υπόσχεση είναι πιο γλυκιά και από γλειφιτζούρι.
– Σε αγαπάω. Να προσέχεις. Η γυναίκα μου πάντα έτσι κλείνει την κουβέντα μας. Τελικά το μόνο που μου δίνει αισιοδοξία στη ζωή είναι η αγάπη που χαρίζεται. Γιατί η αγάπη που πουλιέται, δεν ξέρει τι σημαίνει να χαρίζεις?
Δεξιά μου έχω το μοναστήρι της Αγίας Μαρίνας και πίσω μου αυτό της Γέννησης του Χριστού. Το δεύτερο ανήκει σε παλαιοημερολογίτες. Είναι αποκομμένο από τον κόσμο σχεδόν, καθώς η μητρόπολη το έχει εγκαταλείψει. Εκεί μέσα θυμάμαι υπήρχε μια μοναχή που όταν ήμουν μικρός με καλούσε με το όνομά μου ολόκληρο:
– Καλώς το Χρυσοβαλάντη.
Ένα όνομα σιδηρόδρομος που δε βαριόταν να προφέρει. Ίσως γιατί ήξερε τι σημαίνει υπομονή. Ένα αεροπλάνο σχίζει τον ουρανό και τα φώτα του αναβοσβήνουν στο ρυθμό της ύπαρξης. Προσπαθώ να συγχρονίσω το χτύπο της καρδιάς μου στο ρυθμικό αναβόσβημα, όταν παραλίγο να πάθω συγκοπή. Ξαφνικά ανάβουν οι προβολείς του κάστρου και νομίζω ότι γίνεται πυρηνική έκρηξη. Πετάγομαι πάνω και αρχίζω να τρέχω. Φτάνω στο αυτοκίνητο και καθώς κατηφορίζω στο χωματόδρομο συλλογίζομαι τι είναι αυτό που μας νομιμοποιεί να φωτίζουμε την κληρονομιά που δε μας ανήκει. Ο μόχθος κάποιων ανώνυμων δούλων της αρχαιότητας γίνεται τουριστικό καρότο για να γεμίσουν οι τσέπες μιας άεργης συνείδησης. Κατά τη διαδρομή λαμβάνω μήνυμα από το Λουκαΐτη. Κάτι για συγγνώμη και τα ρέστα.
– Το κέρατό σου το τράγιο, μαλάκα, μουρμουρίζω και πετώ το κινητό στο κάθισμα. Η πιο ανώδυνη συγγνώμη είναι η ηλεκτρονικά απεσταλμένη.
Διασχίζω την ίδια ανηφορική οδό που πριν πολλούς αιώνες περπάτησε και ο Παυσανίας περνώντας από την πόλη. Η τελευταία χρήση του δρόμου από όσο θυμάμαι, ήταν για ζωεμπόριο.
– Έλληνας δεν είναι ο κάτοικος της Ελλάδας, λέω στον εαυτό μου, αλλά η ψυχή εκείνη που αγαπάει τον τόπο που γεννήθηκε και μεγάλωσε, τόσο που δεν αντέχει να τον βλέπει να καταστρέφεται παρά μόνο από τον ίδιο.
Στα αριστερά μου έχω το λόφο που έτρεχα μικρός μέσα στα πεύκα. Εκεί υπάρχουν τα λείψανα ναού αφιερωμένου στον Απόλλωνα, πάνω στα θεμέλια του οποίου χτίστηκε αργότερα χριστιανική βασιλική.
– Πόσες επιστρώσεις τέλος πάντων χρειάστηκαν για να γεννηθεί αυτή η ράτσα; Τώρα ο πευκοφυτεμένος λόφος καμουφλάρει μόνο τους παράνομους νεανικούς έρωτες, ίσως γιατί η γλυκιά παρανομία βρίσκεται πιο κοντά στον παράδεισο από ό,τι η ξινή νομιμοφροσύνη.
Ελληνικός νότος. Εικοστός πρώτος αιώνας. Στο ραδιόφωνο η σπαρακτική κραυγή ενός Έλληνα που «όλο τον κόσμο γύρισε και τίποτα δεν είδε». Το τραγούδι μιλάει για τη Θεσσαλονίκη αλλά καθηλώνει ολόκληρη την Ελλάδα:
– «Τυφλό κορίτσι σε οδηγεί, παιδί του Μοντιλιάνι»? Τον αγαπάς αυτό τον τόπο όχι γιατί είναι τέλεια όμορφος αλλά γιατί η ομορφιά του, η γοητεία του βρίσκεται στις αδυναμίες του? «Απάνω στο γιατάκι σου φίδι νωθρό κοιμάται»? Νιώθω πως ό,τι μας ασχημαίνει, μας κάνει και πιο δυνατούς? «Εκτός από τη μάνα σου κανείς δε σε θυμάται, σε τούτο το τρομακτικό ταξίδι του χαμού»? Καληνύχτα μικρή μου Ελλάδα. Καληνύχτα μικρή μου πόλη. Είθε η μέρα που θα ξημερώσει, να σε βρει πιο κοντά στο δικό σου πεπρωμένο.