Λίγο πριν το σκοτάδι
Όλα έγιναν ξαφνικά, όπως συνήθως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις. Χωρίς να σκεφτώ τίποτα, βγαίνω από το αμάξι όσο πιο γρήγορα μπορώ, για να γλιτώσω από τις φλόγες. Βλέπω τα αίματα στα χέρια και στα πόδια μου και νιώθω ένα δυνατό πόνο στη μέση και στο πρόσωπο. Προσπαθώ να κοιτάξω γύρω μου, να συγκεντρωθώ, να θυμηθώ, όμως όλα γυρίζουν. Ένα σκοτεινό πέπλο μου σκεπάζει τα μάτια?
?Ο ουρανός είναι συννεφιασμένος. «Θα βρέξει», σκέφτομαι. Νιώθω να κρυώνω, τα χείλη μου τρέμουν και δεν μπορώ να φωνάξω. Είμαι σωριασμένος ανάσκελα και δυσκολεύομαι να κινήσω και το μικρό μου δαχτυλάκι. Αγγίζω το πρόσωπό μου κι ένας φρικτός πόνος με συγκλονίζει: «Είμαι καμένος». Ο σβέρκος μου τσούζει, νιώθω πως καταπίνω τόνους αίμα κι αρχίζω να φοβάμαι. Κοιτάζω το αμάξι που είναι παραδομένο στις φλόγες, κάνω να θυμηθώ τι έγινε, όταν κάποιο χέρι αρχίζει να με τραβά.
«Εδώ παιδιά, εδώ! Είναι ένας ζωντανός!»
Βλέπω το πρόσωπό του, δεν τον ξέρω καν. Θέλω να του μιλήσω, να τον ευχαριστήσω, όμως φεύγει από κοντά μου και πηγαίνει στο αυτοκίνητο που καίγεται από άκρη σε άκρη. Τώρα έρχονται άλλοι δύο με άσπρες στολές.
«Ένα ? δύο ? τρία» και ένας αφόρητος πόνος στη μέση? το τίμημα για να βρεθώ στο φορείο. Πιάνω το χέρι του ενός. Κάτι θέλω να του πω. Η μνήμη μου έχει κοκαλώσει.
«Ηρέμησε φίλε, ηρέμησε».
«Πιάσε τα λουριά! Άντε γρήγορα!»
«Προλαβαίνουμε δεν προλαβαίνουμε».
«Δεν έχει ανάγκη αυτός από βιασύνες».
«Φύγε από τ? αμάξι ρε! Μπορεί να γίνει έκρηξη», φωνάζει κάποιος .
«Το αυτοκίνητο», πάω να σκεφτώ?
«Είναι κι άλλος μέσα?»
?Το ταβάνι είναι μεταλλικό. Τα τοιχώματα κι αυτά μεταλλικά. Ένα παράθυρο, ένα τζάμι απέναντί μου που όμως δεν μου δείχνει τίποτα απ? έξω. Μου έρχεται να κάνω εμετό, νιώθω να ζαλίζομαι, να πηγαίνω πέρα δώθε. «Ασθενοφόρο!», σκέφτομαι ξαφνικά αλλά για έναν περίεργο λόγο δεν νιώθω καμία ασφάλεια εδώ μέσα. Κοιτάζω ψηλά. Ένα μπουκαλάκι με ορό κρέμεται πάνω από το κεφάλι μου και τραμπαλίζεται άτσαλα από τα κουνήματα του οχήματος. Μια κοπέλα, γιατρός μάλλον, ξετυλίγει πανιά, γάζες και πλαστικές σακουλίτσες με γρήγορες κινήσεις, πολύ γρήγορες κινήσεις, σα να θέλει να προλάβει το χρονόμετρο. Ζαλίζομαι και μόνο που την βλέπω. «Τι βιάζεσαι κοπέλα μου; Μας ζάλισες!? Έλα ντε, γιατί να βιάζεται τάχα; Μήπως ξέρει κάτι που δεν ξέρω εγώ;»
«Ιουιουιου», η σειρήνα μού σκίζει τα αυτιά.
«Τώρα περνάμε τα φανάρια με κόκκινο», συλλογίζομαι, «το απωθημένο κάθε οδηγού». Αμέσως όμως μου έρχεται στο μυαλό το κόκκινο αίμα που είδα πριν να χάνω με τη σέσουλα και τρέμω από φόβο. Ο οδηγός πιάνει κουβέντα με το συνοδηγό:
«Ο μαλάκας ο φορτηγατζής έφταιγε».
«Αφού πήγαινε σαν τρελός. Πού πας ρε άνθρωπε σ? αυτό το δρόμο με εκατό;? Τι λες; Τη βγάζει;»
«Συνάδελφε, δεκατρία χρόνια κουβαλάω θύματα από τροχαία. Τι τραυματίες, τι ακρωτηριασμένους, τι πεθαμένους, κομμάτια, σου λέω! Αλλά με το που τους βλέπω, καταλαβαίνω αν θα αντέξουν ή όχι. Θα δεις που θα το μάθεις κι εσύ. Αλλά γι? αυτόν σου το? πα και πριν. Θα ζήσει», λέει με σίγουρη φωνή, η γιατρός χαμογελά αόριστα ακούγοντας τις προφητείες κι εμένα μου έρχεται να του σπάσω τα μούτρα. «Τι είναι τούτοι ρε! Σε λίγο θα στοιχηματίσουν και στο τομάρι μου. Παναγία μου!»
«Πού το ξέρεις; Η μούρη του έχει τσαλακωθεί από τις φλόγες», επιμένει ο άλλος.
«Για όλα υπάρχει κάποια πατέντα σε αυτή τη χώρα».
«Ο άλλος;»
«Πάει ο άλλος. Δεν φορούσε ζώνη, νομίζω».
Νιώθω να πνίγομαι. Προσπαθώ να μιλήσω, να με ακούσουν. Μάταιος κόπος. Έχω την εντύπωση ότι κολυμπάω στο αίμα, ότι πεθαίνω, ότι χάνω τη ζωή μου μέσα σε ένα ασθενοφόρο, μέσα σε ένα σιδερένιο κουτί. Και τότε θυμάμαι τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου. Βγάζω ένα αρρωστημένο βογκητό. Η γιατρός μου πιάνει το μπράτσο:
«Σώπα, φτάσαμε, κάνε λίγο υπομονή».
Κάποτε φτάνουμε. Με κατεβάζουν κι αρχίζουν να με τσουλάνε μέσα από διαδρόμους. «Μόνο όταν είναι να πεθάνεις, ανοίγουν διάπλατα όλες οι πόρτες για σένα». Βλέπω σε γρήγορες εναλλαγές να προσπερνάμε φώτα, περίεργους να με κοιτούν και να βγάζουν κραυγές φόβου και αηδίας. Κάποια στιγμή νομίζω ότι βλέπω κι ένα γνωστό μου πρόσωπο που όμως δεν θυμάμαι σε ποιον ανήκει.
Ξαφνικά όλα σβήνουν. Δεν βλέπω τίποτα. Ακούω όμως. Φοβάμαι πάλι πως πεθαίνω. Προσπαθώ να δω αλλά δεν καταφέρνω τίποτα. Κάποιοι δίνουν εντολές σε κάποιους άλλους. «Πρέπει να είναι οι γιατροί» φαντάζομαι. «Οι γιατροί! Δεν τους χωνεύω τους γιατρούς, τους γιατρούς και τους δικηγόρους. Και τώρα ορίστε κατάσταση. Τώρα που η ζωή μου παίζεται, να κρέμεται η τύχη μου από τους κωλογιατρούς. Κι άμα πεθάνω, θα με αναλάβουν οι δικηγόροι και οι συμβολαιογράφοι?»
Περνάει λίγη ώρα και δε γίνεται τίποτα. Το πρόσωπό μου τσούζει. Προσπαθώ πάλι να πω κάτι και δεν μπορώ. Κρυώνω, νιώθω μόνος, φρικτά μόνος. Δεν ξέρω που βρίσκομαι, δεν ξέρω ποιοι είναι δίπλα μου και τι σκέφτονται για μένα. Μονάχα ένα σκοτάδι. «Μήπως κάνω λάθος; Μήπως έχω πεθάνει και δεν το πήρα είδηση; Μα που είναι ο Χριστός, που είναι ο Σατανάς; Κάποιος τέλος πάντων!» Λένε πως λίγο πριν πεθάνεις, περνά σαν αστραπή η ζωή μπροστά από τα μάτια σου. Κάνω να θυμηθώ τίποτα αλλά μάταια. Ένα κενό τυλίγει τα πάντα. «Σκατά», σκέφτομαι, «θα πάω στον Άγιο Πέτρο με αμνησία». Μου αρέσει που κάνω και χιούμορ. Ούτε να γελάσω δεν μπορώ.
«Παφ!» ένα δυνατό φως με τυφλώνει. Κάποιοι κινούνται γύρω μου βιαστικά. Όλοι μοιάζουν το ίδιο, όλοι είναι ίδιοι μέσα σε κάτι πράσινες φόρμες. Μου έχουν βγάλει τα ρούχα και αρχίζουν να μου περνούν καλώδια και σωληνάκια. Κάποιος κάτι κάνει από πάνω μου με μια σύριγγα. Έχει καλυμμένο το πρόσωπό του με μια μάσκα. Φαίνονται μόνο τα μάτια του. Μου κλείνει το ένα καθώς δοκιμάζει τη βελόνα. Γυρνώ προς το μέρος του, όσο μπορώ. Θέλω να τον ακούσω, να μου μιλήσει έστω και για λίγο, να καταλάβω ότι δεν είμαι νεκρός, ότι υπάρχω ακόμα. Με επαναφέρει αμέσως στην πρώτη μου θέση και με αγριοκοιτά. Μου έρχεται να κλάψω. Κάτι πρέπει να λέει εκνευρισμένος κάτω από τη μάσκα του, δεν καταλαβαίνω όμως τίποτα. Είμαι μόνος μου. Η σιωπή με έχει καθηλώσει περισσότερο και από τη ζημιά που έπαθα. Σιγά σιγά όλα αρχίζουν να θολώνουν πάλι και δεν ξέρω αν είναι από τα κλάματα ή από τη νάρκωση. Προσπαθώ να ξεχάσω τους πόνους στο σώμα μου, να κατανοήσω τη μοναξιά μου στο λίγο χρόνο που μου απομένει. «Αν ζήσω? αν πεθάνω?» Κοιτάζω το δυνατό φως από πάνω μου, τους τοίχους γύρω μου. Νιώθω πολύ μόνος, εξόριστος πάνω στο νήμα της ζωής μου που δεν ξέρω αν έχει κι άλλο ή σώθηκε και πρέπει να το μαζέψω κουβάρι. Τα μάτια μου αρχίζουν να κλείνουν. «Ίσως και για τελευταία φορά» σκέφτομαι και κάτι πάω να πω αλλά δεν προλαβαίνω. Ο γιατρός ξέρει να χειρίζεται καλά τα ηρεμιστικά που έχει στη διάθεσή του.
?Μόλις που μπορώ να ανοίξω τα μάτια μου. «Ζω» λέω στον εαυτό μου και αυτό μού αρκεί. Ολόκληρο το κεφάλι μου είναι καλυμμένο με γάζες. Είμαι σα μούμια. Υπάρχουν μόνο μικρά ανοίγματα για την όραση και την αναπνοή. Σκέφτομαι πως πρέπει να έπαθα σοβαρή ζημιά. Από το ένα μου χέρι διοχετεύεται ορός. Πονά όλο μου το κορμί. Σαν να έχω φάει ξύλο πρόσφατα. Δεν έχω τη δύναμη ακόμα να γυρίσω αριστερά και δεξιά για να δω κανέναν άνθρωπο να πάρω κουράγιο. Ακούω όμως ομιλίες και σαν να περνούν κάποιοι πότε πότε από το περιορισμένο οπτικό μου πεδίο. Οι λίγες εικόνες, θολές κι αυτές, χάνονται.
Κοιμάμαι ξανά και ονειρεύομαι έναν ελέφαντα. Οι ελέφαντες μού είναι πολύ συμπαθείς. Αυτός ο ελέφαντας τρέχει σε ένα λιβάδι. Τρέχει, τρέχει ώσπου κάποια στιγμή με φτάνει. Με χαιρετά με την προβοσκίδα και σηκώνεται στα δυο του πόδια. Του χαμογελάω κι εγώ και του δίνω το χέρι. Τότε πέφτει με δύναμη πάνω μου. Νιώθω τα δυο του πέλματα να με τσακίζουν, να γίνομαι τρίμματα, σκόνη κι έπειτα ξυπνάω πάλι. Ανασαίνω βαριά και η καρδιά μου χτυπά γρήγορα. Με δυσκολία στρέφω να δω δεξιά: άνθρωποι στα κρεβάτια και κάποιοι άλλοι όρθιοι. Μιλούν συνέχεια. Στα αυτιά μου δεν φτάνει παρά ένα συγκεχυμένο βουητό. Για άλλη μια φορά νιώθω μόνος μου. Είναι κι αυτές οι γάζες που με περιορίζουν αρκετά. Σαν να είμαι θαμμένος μέσα τους.
Τότε είναι που έρχεται η Ηρώ, η γυναίκα μου. Τρέχει και πέφτει πάνω μου με δάκρυα.
«Αντρέα, Αντρέα» λέει με πνιγμένη φωνή.
Θέλω να της πω πόσο την αγαπάω, πόσο ευτυχισμένος είμαι που γκρέμισε έτσι αναπάντεχα τη φρικτή μοναξιά μου, πόση χαρά μου δίνει που βρίσκεται δίπλα μου. Θέλω να την ρωτήσω και για τα παιδιά, να μάθω αν φοβήθηκε και να την καθησυχάσω όσο μπορώ. Θέλω, θέλω? Μα ξαφνικά όλα αυτά χάνονται κι ένα ρίγος με διαπερνά, κάτι σαν ηλεκτρικό ρεύμα. Νιώθω έναν πόνο στο στήθος να φτάνει μέχρι τη μέση μου που είναι κι αυτή καταπονημένη. «Ποιόν Αντρέα φωνάζει; Ποιος Αντρέας; Εμένα δεν με λένε Αντρέα αλλά Στέφανο!» Προσπαθώ να της μιλήσω, να ανασηκωθώ, να της φωνάξω πως δεν είμαι κάποιος Αντρέας αλλά εγώ, ο Στέφανος.
Και τότε, μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου, σηκώνω μεμιάς το βάρος όσων έγιναν ως εκείνη τη στιγμή. Τότε τα θυμάμαι όλα για πρώτη φορά μετά το ατύχημα: «Ήμουν με τον Αντρέα ? αδερφό της Ηρώς και κουνιάδο μου ? στο αυτοκίνητό του. Οδηγούσα εγώ γιατί είχε πιει λίγο παραπάνω. Γυρνούσαμε από τον αγώνα. Ένα φορτηγό έπεσε πάνω μας σε μια στροφή και πιάσαμε φωτιά. Θυμάμαι που προσπαθούσα να βγω έξω? Ο Αντρέας ? Χριστέ μου! ? δεν τα κατάφερε. Ο Αντρέας κάηκε και τώρα νομίζουν πως είμαι καμένος εγώ. Αλλά εγώ δεν πέθανα, δεν ήμουν εγώ συνοδηγός, εγώ οδηγούσα, εγώ? Ηρώ?» Η γλώσσα μου είναι πιο βαριά και από ελέφαντα. Έχω κι αυτές τις κωλογάζες στο πρόσωπο. Η Ηρώ νομίζει πως είμαι ο αδερφός της. Κλαίει με αναφιλητά και με αγκαλιάζει με προσοχή για να μη με πονέσει. Νιώθω πως θα εκραγώ. Προσπαθώ να της κάνω νόημα με τα μάτια αλλά ίσα που τα ανοίγω. Θέλω να της μιλήσω, να της φανερώσω την αλήθεια, μα δε γίνεται τίποτα. Σκέφτομαι να την χαϊδέψω, δεν καταφέρνω τίποτα όμως. Συνεχίζει να κλαίει με λυγμούς απαρηγόρητη.
«Αντρέα μου, είσαι καλά;? Ο Στέφανος?»
Δεν αντέχω άλλο, δεν μπορώ. Θέλω να μάθει ο άνθρωπός μου πως τα πράγματα δεν έχουν έτσι όπως νομίζει. Θέλω να ξέρει πως δεν είμαι νεκρός αλλά ζωντανός στην αγκαλιά της. Κι αυτοί οι μαλακισμένοι οι γιατροί τι κάνουν; Αυτοί φταίνε για όλα!
Κάποια στιγμή μπαίνει η Ελένη, η πεθερά μου, τρέμοντας και με μάτια κατακόκκινα από το κλάμα. Με κοιτά σαν αποχαυνωμένη και καλεί την Ηρώ κοντά της. Ένας γιατρός προσπαθώντας να δείξει ταραγμένος παίρνει τη γυναίκα μου παράμερα και κάτι της λέει για ένα τραγικό λάθος, για εσφαλμένη αναγνώριση, αν ακούνε καλά τα αυτιά μου. Αυτή γυρίζει και με κοιτάζει με ορθάνοιχτα μάτια και μισάνοιχτο στόμα, λες και βλέπει βάτραχο να μιλά κινέζικα. Αμέσως λιποθυμά στην ανοιχτή αγκαλιά της μητέρας της.
Μένω πάλι μόνος. Η Ηρώ θα συνέλθει γρήγορα. Δυο γιατροί είναι από πάνω της, ενώ η πεθερά μου κοιτάζει μια αυτήν και μια εμένα και δεν ξέρει κατά που να γείρει. Τα έχει χαμένα η κακομοίρα από την απροσδόκητη τροπή που πήραν τα πράγματα. Οι επισκέπτες του θαλάμου αντιλαμβάνονται τι περίπου έχει συμβεί και αρχίζουν τα σχόλια και τα γνωμικά για τη ζωή και τους νόμους της. Μερικοί από αυτούς με κοιτούν περίεργα και αμέσως σκέφτομαι ότι κάπως έτσι θα κοίταζαν και τον αναστημένο Λάζαρο μέσα στο νεκροσέντονό του οι συντοπίτες του πριν χιλιάδες χρόνια.
Μέσα στη φωλιά από γάζες ανατρέχω ξανά στο παρελθόν, για να λογαριάσω τις απώλειες. Ο αγαπημένος μου κουνιάδος νεκρός, η γυναίκα μου λιπόθυμη κι εγώ ένα κομμάτι κρέας, ανίκανο και για την παραμικρή κίνηση. «Πόσο απλά φτάνεις στο τέλος της ζωής σου», σκέφτομαι. «Όλοι φανταζόμαστε το θάνατο ως κάτι το συγκλονιστικό, το μεγαλειώδες. Καημένε Αντρέα», λέω μέσα μου και τα μάτια μου βουρκώνουν. «Από μια απλή σύμπτωση μπορώ και τα σκέφτομαι τώρα όλα αυτά. Και από μια απλή σύμπτωση εσύ δεν θα μπορέσεις να το κάνεις αυτό ποτέ. Αδικία ή κάτι άλλο;»
Ο απολογισμός πίσω από τις γάζες διακόπτεται. Η Ηρώ συνέρχεται, πέφτει πάνω μου και με σφίγγει στην αγκαλιά της χωρίς να ξέρει καλά καλά κι αυτή πως ενεργεί και για ποιο λόγο. Δεν μπορεί να πιστέψει σε αυτή την περίεργη νεκρανάστασή μου. «Τελικά», σκέφτομαι, «ήμουν κι εγώ για λίγο νεκρός». Αμέσως όμως θυμάμαι τον Αντρέα. Και νιώθω τύψεις. Η πεθερά μου βρίσκει ένα σκαμνάκι να κάτσει και με βουρκωμένα μάτια σταυρώνει τα χέρια, ανήμπορη να αρθρώσει έστω και μια λέξη. Η Ηρώ με φιλά όπου βρει, αν και πουθενά δεν μπορεί να με συναντήσει? νιώθω χτισμένος πάνω σε γάζες και πανιά. Έπειτα από λίγο στέκεται και με κοιτά, σαν να θέλει να διαπιστώσει μήπως μου λείπει τίποτα. Προσπαθώ κι εγώ με μισόκλειστα μάτια να της χαμογελάσω αλλά νιώθω τα μάγουλά μου να τραβιούνται, τόσο που φοβάμαι μη σκιστούν.
Περνάει κάμποση ώρα έτσι και ξαφνικά καταλαβαίνω ότι δεν είμαι πλέον μόνος μου. Συνειδητοποιώ σιγά σιγά τι έγινε και οι φόβοι μου γίνονται καπνός που χάνεται γρήγορα. Βλέπω απέναντί μου τη γυναίκα μου, που προσπαθεί να μου δώσει αλλά και να πάρει κουράγιο. Χαμογελά και κλαίει συγχρόνως, σα να μην γνωρίζει αν πρέπει να χαίρεται ή να λυπάται ή και τα δύο. Μου κρατά το χέρι και είναι σα να με δένει με τη ζωή, τη ζωή που τόσο απελπίστηκα σήμερα πως θα την χάσω. Κι έτσι το παίρνω οριστικά απόφαση: «Δεν πέθανα! Θα ζήσω!»
Και τότε σαν αστραπή μου έρχεται στο νου ο Αντρέας. Η ανάμνησή του με κάνει και δακρύζω. Όλα όσα με τρόμαζαν πριν, οι φόβοι μου, τα αίματα, το χειρουργείο, η προσωρινή μοναξιά μου μοιάζουν με ένα πελώριο τίποτα μπροστά στην απώλειά του. Και την ώρα εκείνη που η γυναίκα μου με κρατά από το χέρι, που με κοιτάζει στα μάτια και μου υποδηλώνει πως θα δω για πολλές φορές ακόμη το ξημέρωμα, την ώρα εκείνη που οι πόνοι μου αρχίζουν σταδιακά να μαλακώνουν και η μοναξιά μου να σβήνει χωρίς επιστροφή, την ώρα εκείνη συλλογίζομαι τον Αντρέα και το παράπονό του, το παράπονο ενός νέου ανθρώπου που κανένα χέρι δεν θα βρεθεί να ζεστάνει το κορμί και την ψυχή του στον υγρό του τάφο.
«Δεν ξέρω αν θα πρέπει να νιώθω τύψεις που έζησα. Ξέρω όμως πως αυτό που ένιωθα ως τώρα δεν ήταν μοναξιά. Ήταν ο φόβος, ο πανικός μη μείνω μόνος. Άραγε θα άντεχα έστω και για λίγο στη σκέψη της μοναξιάς του Αντρέα; Γιατί η μοναξιά του Αντρέα δεν ήταν σαν τη δική μου. Η μοναξιά του Αντρέα από τότε ήταν απερίγραπτη».