Το σκοτωμένο ελάφι

14 Οκτώβριος 2008

        Έβρεχε ακατάπαυστα εκείνο το πρωί. Λογικά θα έπρεπε να είμαι όλο νεύρα, που ο καιρός δυσχέραινε την επιστροφή μου, όμως χαιρόμουν τη βροχή, λες και με γέμιζε η παρουσία της. Μου φαινόταν πως έδενε αρμονικά με το τοπίο εκείνο το χειμωνιάτικο πρωινό.
       Βρισκόμουν σε ένα χωριό του ορεινού όγκου της Μακεδονίας. Είχα μόλις ολοκληρώσει μια έρευνα δύο περίπου χρόνων ? με διακοπές λίγων μόνο ημερών κάθε φορά ? για την παρουσία και την αναγκαία προστασία των ελαφιών στην περιοχή, για λογαριασμό ενός επιστημονικού περιοδικού στη Θεσσαλονίκη. Φορτωμένος με σημειώσεις, φωτογραφικό υλικό, μαγνητοφωνημένες συνεντεύξεις και σκόρπιες σκέψεις ? έχει ενδιαφέρον να μαγνητοφωνώ τον εαυτό μου, όταν σκέφτεται φωναχτά ? παρακολουθούσα το νερό που έπεφτε στη γη μέσα από το παρμπρίζ του αυτοκινήτου.
       Στην Ελλάδα μπορείς να νιώσεις τι πάει να πει βροχή, μόνο όταν βρεθείς μέσα σε ένα δάσος από βελανιδιές, με πυκνή βλάστηση και έντονη τη μυρωδιά από βρεγμένο χώμα και ξύλο. Και αυτό μπορεί να συμβεί κυρίως εδώ στο βορρά, που τα δάση προσφέρουν καταφύγιο σε αμέτρητες μορφές χλωρίδας και πανίδας.
       Περνώντας από τον καφενέ του μπάρμπα Θύμιου, είπα να πιω τον τελευταίο μου καφέ, λίγο πριν αφήσω πίσω μου την ήρεμη ζωή του χωριού και χαθώ στην πολύβουη αγορά της πόλης. Στο μεταξύ υπολόγιζα να στρώσει και η βροχή ή ? αν ήμουν τυχερός ? να κοπάσει λίγο, για να κατεβώ το βουνό ευκολότερα.
       Στρίμωξα λοιπόν το αυτοκίνητο μπροστά στη τζαμαρία και μπήκα βιαστικά στον καφενέ μούσκεμα από το νερό και την υγρασία. Αμέσως κόλλησα δίπλα στην ξυλόσομπα τρίβοντας τα χέρια μου για να ζεσταθώ.
– Καλημέρα, μπαρμπα-Θύμιο, γλυκό και περιποιημένο, παρήγγειλα στον καφετζή.
– Καλώς τον. Νωρίς νωρίς σήμερα. Μας έκανες ποδαρικό. Τα μάζεψες να φύγεις;
       Κούνησα το κεφάλι. Τόσο καιρό εδώ πάνω κόντεψα να γίνω ντόπιος. Έμαθα τους κατοίκους, με έμαθαν κι αυτοί. Ζεστοί άνθρωποι, φιλόξενοι, ανοιχτόκαρδοι. Το χαμόγελο τους περισσεύει, χαλί να τους πατήσεις γίνονται. Ψοφάνε για κουβέντα και τσίπουρο. Τους έκλεισα στην καρδιά μου. Φεύγοντας θα μου λείψει η ζεστασιά τους, δε λέω.
– Κάτσε μωρέ στη σόμπα να ζεσταθεί το κοκαλάκι σου, μου είπε ο μπάρμπα Θύμιος, καθώς μου σέρβιρε τον καφέ. Δύσκολη μέρα διάλεξες να μας αφήσεις. Νερό με το τουλούμι από το ξημέρωμα.
– Ωραία όμως δεν είναι; Χορταίνει η γη νερό, όχι αστεία. Ήπια την πρώτη γουλιά και ένιωσα να ζεσταίνομαι για τα καλά. Το μικρό καφενείο μύριζε καμένα κούτσουρα, έξω έβρεχε συνεχώς και εγώ καθόμουν κι απολάμβανα ζεστό καφέ. Ωραία που ήταν η ζωή εκείνη την ώρα!
– Μωρέ που πάει ο αθεόφοβος; παραξενεύτηκε ο μπάρμπα Θύμιος. Γύρισα να δω. Από το ανηφορικό καλντερίμι ερχόταν ένας γέρος τρεχάτος με μια κάπα περασμένη πάνω από το κεφάλι για να μη βραχεί. Ύστερα από δυο τρεις δρασκελιές έφτασε στην πόρτα, άνοιξε και μπήκε με σίγουρα βήματα στον καφενέ.
– Γεια χαρά, είπε και κρέμασε το ρούχο του σε μια καρέκλα δίπλα στη σόμπα να στεγνώσει.
– Κόπιασε κυρ Ανάργυρε, πώς κι από? δω; τον  ρώτησε ο καφετζής.
       Ο Ανάργυρος. Ένας ογδοντάρης με πόδια πιο γερά κι από τα δικά μου, καρδιά αθλητή και αντοχή στο τσίπουρο ανεξακρίβωτη. Χήρος, λιγομίλητος και ? όπως λέμε ? στον κόσμο του. Ελάχιστες φορές είχαμε ανταλλάξει μια δυο κουβέντες. Εξάλλου σπάνια τον συναντούσα στο καφενείο ή στον πλάτανο της πλατείας τα καλοκαίρια. Είχα ακούσει όμως γι? αυτόν από κουβέντες στο καφενείο. Θα μπορούσε να είναι ο αγγελοσκιαγμένος του χωριού.
– Για σένα ήρθα, είπε και κάρφωσε το βλέμμα του πάνω μου. Θύμιο, φέρε τσίπουρο και κανά μεζέ. Κανόνισε και για τον ξένο.
       Κάθισε στην καρέκλα αντίκρυ μου και άρχισε να με κοιτά σα να έψαχνε κάτι ιδιαίτερο πάνω μου.
– Γεια σου κυρ Ανάργυρε, του είπα, για να κρύψω την αμηχανία μου. Λοιπόν;? Έχεις κάτι να μου πεις;
– Εσύ δεν ψάχνεις για τα λαφόπουλα; με ρώτησε.
– Ναι, κάνω μια μελέτη?
– Ήρθα για να σου πω κάτι, μια ιστορία να πούμε, θα μ? ακούσεις; με διέκοψε.
– Ιστορία;
– Για μια λαφίνα? άστα ρε Θύμιο, είπε στον καφετζή που έφερε τα τσίπουρα με τους μεζέδες.
– Θα του πεις για την καλογριγιά; Τι τον νοιάζει τον άνθρωπο; Επιστήμονας είναι, όχι παραμυθάς!
– Ωχού μωρέ, νευρίασε ο Ανάργυρος. Στα τσίπουρά σου εσύ. Στα τσίπουρά σου! Άιμε, τον έδιωξε απότομα.
       Άφησε τον καφετζή να απομακρυνθεί και γύρισε προς το μέρος μου.
– Σπουδαίο ζώο το λάφι, ξένε. Πώς να στο πω, αρχοντικό, αλλιώτικο.
– Έτσι ε;
– Βέβαια!
       Ανακάθισε στην ψάθινη καρέκλα και χούφτωσε γερά το ποτήρι με το τσίπουρο:
– Στην υγειά σου ξένε.
– Στην υγειά σου κυρ Ανάργυρε, του ευχήθηκα και τσουγκρίσαμε τα ποτήρια.
       Ήπιε μονορούφι το δυνατό ποτό και τρίβοντας τα ροζιασμένα του χέρια μου ψιθύρισε:
– Θα σε πω για την καλογριγιά, τη Μαριάμ?Το λοιπόν ήτανε που λες μια καλογριγιά, η Μαριάμ, στο μοναστήρι του Προδρόμου έξω από το χωριό. Λένε πως ήτανε πολύ όμορφη και ο πατέρας της το πήρε βαριά που γίνηκε καλογριγιά. Έστειλε το λοιπόν έναν ξάδερφό της, το Μιχάλη, να της αλλάξει τα μυαλά. Μα έβαλε ο διάολος το ποδάρι του και τη λιγούρεψε ο σιχαμένος εκεί στη βρύση που την πέτυχε και το χάλασε το κορίτσι, ο αιμομίχτης! Άμα τέλεψε την ατιμωσιά του κι είδε το κακό, φούντωσε για τα καλά, πήρε μια κοτρώνα και του έκανε του κοριτσιού λιώμα το κεφάλι και πήγε και κρεμάστηκε, ο αχαΐρευτος. Μα ο Θεός το λυπήθηκε τόσο νέο που ήτανε το κορίτσι και είπε και γίνηκε λαφίνα. Φώλιασε στο δάσος πάνω από το χωριό και κανείς δεν την πείραζε πια. Όλοι τρέμανε τη νεράιδα Μαριάμ που γίνηκε λαφίνα και φοβόντανε μην την συναντήσουν.
   Ύστερα πέρασαν τα χρόνια, ήρθανε δύσκολοι καιροί. Οι άνθρωποι πήρανε τα βουνά και πολεμούσανε αναμεταξύ τους. Έβγαζε ο ένας το μάτι του αλλουνού. Βγήκα κι εγώ στο βουνό με το τουφέκι, έβραζε το αίμα μου, μυαλό κουκούτσι.
   Ώσπου μια μέρα κει που καθόμουνα, άκουσα πίσω από? να θάμνο κάτι θορύβους και δίχως να νοιαστώ «μπαμ μπαμ», ρίχνω με το τουφέκι, «τον έφαγα», είπα όλο χαρά κι έτρεξα να δω. Τότε την είδα.
– Ποια είδες;
– Τη λαφίνα ντε! Ξεψύχαγε μπρος στα μάτια μου. Δεν άντεχα να την βλέπω κι άρχισα να τρέχω σαν παλαβός. Είχα σκοτώσει τη νεράιδα, τη Μαριάμ. Τη μαύρη τη λαφίνα που δεν έφταιγε σε τίποτα? Κόντεψα να τρελαθώ. Σαν ήρθα στα λογικά μου, γύρισα πίσω χεσμένος από το φόβο. Την πήρα στα χέρια και τράβηξα κατά το νεκροταφείο. Άνοιξα  λάκκο στον τάφο του γιου μου ? που τον φάγανε οι αντάρτες ? και την έθαψα. Για τούτο ο σχωρεμένος ο παπα-Λάμπρος με αφόρεσε. «Ζώο πράμα», μου? λεγε, «να το χώσεις στον τάφο του παιδιού σου». Μα σου λέω, η λαφίνα ήταν η καλογριγιά, η Μαριάμ. Και τη σκότωσα ? που να μου κοβόντανε τα χέρια – , τη σκότωσα την καψερή.
   Από τότες που λες στοίχειωσε το δάσος. Ακόμα κι όταν τέλεψαν οι σκοτωμοί, δεν πάταγε κανείς ούτε για να μαζέψει δυο ξύλα. Οι ξυλάδες τα παράτησαν ο ένας μετά τον άλλο. Κανείς δεν έκοβε δέντρα, όλο ατυχήματα γινόντουσαν. Κάτι τους έδιωχνε μακριά. Μόνο εγώ έκοβα κανά δέντρο, γιατί μαθές έχω το φυλαχτό, είπε και μου έδειξε ένα περιλαίμιο με ένα κοκαλάκι κρεμασμένο.
– Το ξέθαψα από τον τάφο της κι από τότε το? χω μαζί μου. Μου φέρνει καλό?
Μόνο εγώ που λες έκοβα δέντρα, ο Μεχμέτ που? χει Θεό τον Αλλάχ κι ο Γιωργής, ο παλαβός, που δεν τον πιάνει το κακό. Όλοι οι άλλοι το σκεφτόντανε πολύ πριν μπούνε στο δάσος. Εγώ όμως έβλεπα την αλαφίνα στον ύπνο μου και μου? λεγε τι να κάνω και πώς. Μόνο που κούτσαινε όλο παράπονο από τα σκάγια μου που την πήραν στο πλευρό.
       Η βροχή είχε μαλακώσει. Τα μπουμπουνητά όλο και ξεμάκραιναν. Τώρα όμως δε βιαζόμουν να φύγω. Είχα ανακαλύψει κάτι που όσο καιρό κι αν ερευνούσα, δε θα το έβρισκα. Με το βλέμμα καρφωμένο στον Ανάργυρο περίμενα να ακούσω το τέλος της ιστορίας.
– Τόσα χρόνια, ξένε, η λαφίνα, η Μαριάμ, ορίζει το χωριό μας. Έχω μεγάλο           κρίμα που τη σκότωσα, γι? αυτό και στοίχειωσε. Φοβερίζει τα παλικάρια και κάνει   τις νιες να κατουριούνται πάνω τους. Μερικοί δεν με πιστεύουν σ? αυτά που λέω, είπε και η ματιά του έφτασε ως τον μπάρμπα Θύμιο, μα εγώ το ξέρω πως δε με απατά ο νους μου. Η λαφίνα ήταν η Μαριάμ και τούτο τίποτα δεν τ? αλλάζει.
       Σηκώθηκε απότομα. Πλήρωσε τα τσίπουρα και φεύγοντας μόνο μου είπε δυο τελευταίες κουβέντες:
– Ξένε, να θυμάσαι τούτα που σου? πα. Δεν έχω διαφέρο, αν με πιστεύεις. Μόνο να τα θυμάσαι, είπε και άνοιξε βιαστικά την πόρτα.
       Τον είδα να κατηφορίζει με την κάπα στον ώμο το καλντερίμι και να χάνεται στα σοκάκια του χωριού.
       Αποτελείωσα το κερασμένο τσίπουρο και σηκώθηκα να φύγω αφήνοντας τα πιατελάκια με τους μεζέδες και τα ποτήρια σκόρπια στο τραπέζι, σαν τα κομμάτια μιας παλιάς ιστορίας. Ήξερα όμως πως επέστρεφα πλουσιότερος. Η ιστορία του   κυρ Ανάργυρου με έκανε να δω το ελάφι με άλλο μάτι, έτσι όπως ποτέ δεν το είχα σκεφτεί ως τότε. Τελικά είχα δίκιο που δεν τα έβαλα με τη βροχή. Κάτι καινούριο είχε καρποφορήσει μέσα μου. Ήταν σίγουρο πως δεν θα ξεχνούσα την ιστορία που άκουσα. Ήμουν πανέτοιμος μάλιστα να ακολουθήσω τα χνάρια της. Και ποιος ξέρει, ίσως μια μέρα να έφτανα να την πιστέψω κιόλας.

Αφήστε μια απάντηση

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση