Η προσευχή της Αθηνάς
Μαθαίνω, Μεγάλε Πατέρα, πως μέσα σου κουλουριάζεται το στημόνι μιας βραχείας συλλαβής
και με τον καιρό συνηθίζω και εγώ να στηρίζομαι
πάνω στις παραξενιές ενός γερασμένου φιλοσόφου.
Πόλεμος και ειρήνη τα κύματα που με έφεραν ως εδώ,
δίχως άλλα κάστρα να γκρεμίζονται από σεισμούς και άλλα από αφελείς ερωτήσεις.
Γιατί και το κώνειο στερεύει ως μια τελευταία διδασκαλία.
Δε σου γράφω τίποτα λοιπόν ?
η αθανασία χαμογελούσε, προτού σκοντάψουμε πάνω στο αλφάβητο.
Και μη μου μιλάς για αρετή που είναι σαν τη σκιά.
Γεννήθηκα για να την κυνηγώ αλλά όχι και να τη φτάσω.
Εσύ το έλεγες πως οι δάσκαλοι δεν κατοικούν στα σχολεία αλλά στους δρόμους
και τις αγορές, γεμάτοι σκόνες και ρόζους στα χέρια,
κατάκοποι σαν τον ξυλουργό και σαν τον χτίστη.
Ακαδημία και Λύκειον ?
πώς θα διαβώ τις δικές μου συμπληγάδες;
Ακόμα και το πιο μικρό έντομο κουβαλά κάτι από τη σοφία σου.
Στα υστερνά ένα όνειρο πάει και έρχεται στον ύπνο μου:
ένας αρματωμένος ? λέει ? πολεμιστής σκαλίζει με το σπαθί του στο χώμα
ώρες πολλές για έργα και πάθη ανθρώπων,
για τριήρεις ναυαγισμένες σε χαμένες ιστορίες,
για υποσχέσεις πανάρχαιες, φτιαγμένες από πηλό, αρμύρα και καταδίκη.
Πως γίνεται και ένας φάρος που δε σβήνει ποτέ, να μην είναι ορατός από όλους;
Μη μου χαρίσεις μαργαριτάρια και αστέρια, κύπελλα και ληκύθους?
χάρισέ μου ένα σου λόγο μονάχα
κι εγώ θα κοινωνήσω την αττική σου αποκάλυψη.