Απρ 11
18

Η ΣΩΤΗΡΙΑ

Κάτω από (Κυδωνίες, το Αϊβαλί) από στις 18-04-2011

Χαλασμός παντού… Φωτιές, αίματα, φωνές και ουρλιαχτά… Πανικός… Ένας πατέρας κρατά στο ένα χέρι ένα μωρό και στο άλλο μία στάμνα με νερό. Δύο μικρά δίπλα του τον τραβούν από το παντελόνι και λίγο παραπίσω μια γυναίκα αδύναμη, που με δυσκολία μπορεί να περπατήσει. Έχουν φτάσει στο λιμάνι. Βλέπουν τη θάλασσα. Σε λίγο κοντεύουν, αλλά η γυναίκα σωριάζεται. Τα μικρά κλαίνε. Ο άντρας έχει πια απελπισθεί. Η απόγνωση έχει ζωγραφισθεί στο πρόσωπό του. Δεν μπορεί να πάρει τη γυναίκα του στην αγκαλιά του. Κρατά το μωρό τους. Τι να κάνει; Στην άκρη του δρόμου, σε ένα πεζουλάκι το αφήνει και δίπλα τη στάμνα. Τα δύο μικρά κλαίνε πάνω από τη γυναίκα. Απλώνουν τα χεράκια τους και προσπαθούν να τη σηκώσουν, αλλά μάταια. Ο άντρας την παίρνει στην αγκαλιά του και τα παιδιά σταματούν το κλάμα. Συνεχίζουν το δρόμο προς το λιμάνι, κρατώντας το παντελόνι του πατέρα. Δεν έχουν καταλάβει πως το μωρό δεν είναι μαζί τους. Σε λίγο επιβιβάζονται στο πλοίο που θα τους πάει στον Πειραιά, μακριά από την κόλαση του σιδήρου και της φωτιάς, να βρούνε μιαν άλλη πατρίδα.

Ο κόσμος τρέχει αλαφιασμένος. Κανένας δε δίνει σημασία στο μωρό που κλαίει απαρηγόρητο. Δύο έλληνες στρατιώτες τρέχουν κι αυτοί να σωθούν. Αν τους πιάσουν οι Τούρκοι θα τους εκτελέσουν.

-Λευτέρη! ένα μωρό!

-Άσ’ το Βασίλη! Τι να το κάνουμε;

-Θα το σκοτώσουν.

-Δεν παθαίνει τίποτε. Θα το πάρουν κάποιοι άλλοι. Πάμε. Κινδυνεύουμε.

-Ας το πάρουμε εμείς. Μπορούμε.

Αρπάζει ο Βασίλης το μωρό και τρέχει. Ακολουθεί και ο Λευτέρης με τη στάμνα.

-Θα το χρειαστούμε το νερό. Το μωρό θα διψάσει.

-Έχει λερωθεί. Κάποια στο πλοίο θα το αλλάξει.

-Τρέχα πριν έρθουν οι τσέτες. Τρέχα να προλάβουμε.

Επιβιβάζονται και οι δυο σε ένα από τα πλοία. Το μωρό δεν το αφήνουν από την αγκαλιά τους. Σε λίγο η πατρίδα ξεμακραίνει. Χάνεται από τα μάτια τους κι αναρωτιούνται αν την ξαναδούν. Σηκώνουν και το χεράκι του μωρού να χαιρετήσει τα χώματα των δικών του, τον τόπο όπου γεννήθηκε και δεν γνώρισε. Προσφυγόπουλο κι αυτό, ξεριζωμένο, μόνο του στην αγκαλιά δυο παληκαριών που μέχρι πριν λίγες μέρες κρατούσαν το όπλο. Αφήνουν πίσω τους μία πατρίδα που ήθελαν να ελευθερώσουν, πνιγμένη στο αίμα αθώων. Αφήνουν πίσω τους κάποιους δικούς τους που θα μείνουν αιώνια εκεί. Αφήνουν αναμνήσεις και ελπίδες, όνειρα που δεν πραγματώθηκαν. Φεύγουν και νιώθουν ότι προδίδουν τον τόπο τους, που τον εγκαταλείπουν, αλλά τι άλλο τους απομένει να κάνουν;

Στο καράβι όλοι άνθρωποι του πόνου. Μια μάνα που έχασε το αγοράκι της τους πλησιάζει. Ακούει το κλάμα του μωρού κι ελπίζει ότι είναι το δικό της, αλλά μάταια. Το παίρνει στα χέρια της και ξεσπά σε λυγμούς. Δεν είναι το δικό της. Το δικό της τής το άρπαξε βίαια ένας Τούρκος, λίγο πριν την ατιμάσει. Ήταν και το δικό της μηνών ακόμη το θήλαζε… Κι αυτό το πλασματάκι πεινάει. Το έχει στα χέρια της και ανακουφίζεται από τον διπλό της πόνο. Το μωρό κλαίει. Πρέπει να το καθαρίσει και να το ταΐσει. Τα παληκάρια την ευγνωμονούν. Έχουν τη στάμνα με το νερό. Πάνε σε μια γωνιά και κάνουν τοίχο με το σώμα τους, για να το θηλάσει η γυναίκα. Την προστατεύουν από τα μάτια των άλλων για να μην νιώσει ξανά ντροπή. Μα ποιος θα κοιτάξει; Όλοι έχουν τη δική τους θλίψη και κανένας δεν νοιάζεται για τέτοιο θέαμα. Ο πόνος ξαφνικά ημέρεψε τα ένστικτα των ανδρών. Ο νους τους είναι σε αυτούς που δεν είναι μαζί τους. Δεν αναζητούν εφήμερες απολαύσεις. Δεν νοιάζονται γι’ αυτά που είχαν κατά νου οι τσέτες όταν έβλεπαν μία γυναίκα. Οι ταλαιπωρίες δάμασαν τη φύση…

Το μωρό πια δεν κλαίει. Σε μια μητρική αγκαλιά έχει αποκοιμηθεί. Δίπλα τους έγειραν και ο Βασίλης και ο Λευτέρης. Μα αυτοί δεν κοιμούνται, σκέφτονται… Η γυναίκα έχει αποκάμει. Κοιμήθηκε κι αυτή μαζί με το μωρό, ανακουφισμένη. Λες και ξέχασε για λίγο τα βάσανά της. Λες και το βρεφικό χαμόγελο την γαλήνεψε…

Πειραιάς. Το πλοίο έφτασε. Περιμένει αρόδο. Έχει κι άλλα πλοία μπροστά. Πόσοι ξεριζωμένοι περιμένουν να αποβιβαστούν στη νέα πατρίδα; Θα είναι άραγε φιλόξενη;

Στο λιμάνι κόσμος πολύς, φωνές, κίνηση. Όλοι ψάχνουν να βρουν τους δικούς τους κι όλοι έχουν την ελπίδα ότι θα ήρθαν με το επόμενο πλοίο και τους αναζητούν. Ο Λευτέρης και ο Βασίλης δεν ψάχνουν για κανέναν. Έχουν το μωρό να φροντίσουν. Η γυναίκα δεν τα κατάφερε να έρθει στη νέα πατρίδα. Η ταλαιπωρία και η κακομεταχείριση από τους τσέτες την είχαν αποδυναμώσει. Έφυγε όμως ευτυχισμένη, κρατώντας το μωρό που της χαμογελούσε και του χαμογελούσε κι αυτή. Έφυγε παίρνοντας και δίνοντας ένα χαμόγελο αγάπης.

Τα δυο παληκάρια με το μωρό, λερωμένο και πεινασμένο, προχωρούν προς την έξοδο του λιμανού. Παίρνουν μία ανηφόρα. Πού να πάνε; Έχει γεμίσει ο τόπος πρόσφυγες.

Το μωρό κλαίει, αλλά ποιος θα ακούσει το κλάμα του; Φωνές, βουητό, θόρυβος, χαμός στο λιμάνι του Πειραιά. Τα δυο παληκάρια συνεχίζουν να προχωρούν. Σκέφτονται να βρούν ένα κατάλυμα πριν νυχτώσει. Όχι τίποτε σπουδαίο, ένα υπόστεγο, μια γωνιά κάπου στην άκρη, μην κοιμηθούν καταμεσίς. Άλλωστε είναι συνηθισμένοι. Χρόνια τώρα κοιμούνται σαν τ’ αγρίμια. Ακόμη φορούν τη στρατιωτική τους στολή. Μπορεί κάποιος Χριστιανός να τους λυπηθεί και να τους δώσει λίγο ψωμί να φάνε, μα τι σκέφτονται; Πρέπει να βρουν γάλα για το μωρό. Θα χτυπήσουν καμιά πόρτα, όλο και κάποιος θα το σπλαχνισθεί το άμοιρο…

-Στρατιώτες! στρατιώτες, ε! σείς με το μωρέλ’.

Γυρίζουν και οι δυο. Ένας νεαρός άνδρας τους ακολουθεί σε όλη την ανηφόρα. Αυτός φωνάζει.

-Τι θέλεις; ρωτά ο Βασίλης.

-Το μωρουδέλι μ’.

-Ποιο μωρό σου, απαντά ο Λευτέρης. Αυτό είναι δικό μας.

-Είναι το παιδί μου, το αγοράκι μου.

-Το αγοράκι σου; Το βρήκαμε πεταμένο σε μιαν άκρη, λερωμένο, να κλαίει και το περιμαζέψαμε.

-Θα έρχονταν οι τσέτες και θα το σκότωναν αν δεν το παίρναμε. Σε τούτον δω χρωστά που ζει ακόμη.

-Το παιδί είναι δικό μου. Εγώ το άφησα, με μία στάμνα γεμάτη νερό δίπλα του.

-Τι θα ‘κανε το παιδί; Θα σήκωνε τη στάμνα να πιεί αν διψούσε, ή θα έτρεχε να σωθεί αν έβλεπε τους τσέτες;

-Η γυναίκα μου είναι άρρωστη, με πυρετό, κι έχω άλλα δυο. Ποιον θα πρωτοέπαιρνα αγκαλιά; Ποιον θα έσωζα; Αν άφηνα τη γυναίκα και τα δυο κοριτσάκια, δεν είχαν σωτηρία. Τούτο ’δω κάποιος θα το σπλαχνιζόταν. Κι οι Τούρκοι ακόμη δεν θα το ‘σφαζαν, θα το ‘καναν δικό τους.

-Βασίλη να του το δώσουμε…

-Τι λες μωρέ; Αφήνεται παιδί; Όχι!

-Σε παρακαλώ, αλήθεια λέω…

Ξωπίσω έρχεται μια γυναίκα με δύο κοριτσάκια. Ο νεαρός άνδρας γυρίζει προς το μέρος της:

-Να η γυναίκα μου και τα παιδιά μου. Όλοι το λαχταράμε το μωρουδέλ’ μας. Μην μας το στερείς…

-Σας ευχαριστώ που μου το σώσατε. Ίσως έχετε δίκιο. Δεν αφήνεται παιδί. Δεν είμαι μάνα εγώ… (ξεσπά σε κλάμα) … Καλύτερα να έμενα εγώ εκεί στον χαλασμό, παρά που το αφήσαμε… (δυναμώνει το κλάμα)… Τι θα μ’ έκαναν παραπάνω με τη μαλάρια που με ταλαιπωρεί; (κλαίει με αναφιλητά)

Τα δυο παληκάρια κοιτάχτηκαν, έβγαλαν από την τσέπη τους κάτι χάπια που τους είχαν δώσει στο στρατό για τη μαλάρια. Τα έδωσαν στη γυναίκα. Έδωσαν και το μωρό στον άνδρα. Χαιρέτησαν στρατιωτικά κι έφυγαν…

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΕΝΟΣ ΑΪΒΑΛΙΩΤΗ ΠΡΟΣΦΥΓΑ
Β.Κ.



Αφήστε μια απάντηση