Τα κίτρινα καπέλα

«Τα κίτρινα καπέλα» της Κέλλυ Ματαθία  Κόβο (Εκδ. Πατάκη) είναι ένα βιβλίο για αναγνώστες κάθε ηλικίας που μιλά για τις διώξεις, την αδικία, τον πόλεμο, αλλά και την ανθρωπιά, το μεγαλείο της ψυχής, την ανάγκη αντίστασης.

Όπως αναφέρει η συγγραφέας «το έγραψα με αφορμή την ιστορία και τις περιπέτειες της οικογένειάς μου που, μέσα στον παραλογισμό και την φρίκη του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, κατάφερε να σωθεί στο σύνολό της από το Ολοκαύτωμα. Δεκατρείς άνθρωποι.  Τι έκαναν, πού πήγαν, πώς τα κατάφεραν. Είναι οι ιστορίες με τις οποίες μεγάλωσα και ήταν το πιο σημαντικό θέμα συζήτησης στο σπίτι μας. Είναι μέρος της ταυτότητάς μου. Μιλάει για φόβο, για κουράγιο, για ελπίδα και για φιλία που δεν γνωρίζει όρια. Μιλάει για εκείνους που, εφόσον τους δόθηκαν οι ευκαιρίες, αντέδρασαν και κατάφεραν να επιβιώσουν. Μιλάει, όμως και για εκείνους που χωρίς την βοήθειά τους δεν θα τα είχαν καταφέρει. Για εκείνους τους απλούς και θαρραλέους ανθρώπους που υπερασπίστηκαν τις αξίες τους και αυτό που εκείνοι πίστευαν ότι ήταν σωστό και δίκαιο. Εκείνους που δεν παρέμειναν αμέτοχοι παρατηρητές.» (ΠΗΓΗ: https://www.oanagnostis.gr/)

Ευτυχισμένη ζούσε η οικογένεια Μπε σε ένα βοσκοτόπι

μέχρι που μαθαίνουν πως πλησιάζουν –τα διαισθανόμαστε αλλά δεν τα βλέπουμε-τα άγρια θηρία, τα οποία θέλουν να συλλάβουν τα πρόβατα. Απόγνωση κυριεύει τον κύριο Μπε, που πρέπει να βρει τρόπο να σώσει την οικογένειά του.

 

Τα υπόλοιπα πρόβατα της κοινότητας ζουν μέσα στην αγωνία κοιτώντας ανήσυχα προς τα πάνω, προς έναν μαύρο ουρανό. Κάτι περιμένουν μα κανείς δεν μπορεί να φανταστεί.

Τελικά τα θηρία έρχονται και τα πρόβατα αναγκάζονται να φορέσουν κίτρινα καπέλα, απομονώνονται από όλα τα άλλα ζώα και διαχωρίζονται πίσω από αγκαθωτά συρματοπλέγματα.

Οι απορίες των παιδιών εύλογες…

 «Μα δεν έκαναν τίποτε κακό!»

 «Έτσι τα πήραν; Γιατί;»

 «Μήπως τα άγρια θεριά είναι λύκοι, αλλά είναι σαν εκείνους που παριστάνουν τους καλούς γιατί θέλουν να μας ξεγελάσουν και πρέπει όλους να τους προσέχουμε;»(Επηρεασμένος από το «…και βγάζω το καπέλο μου»)

Τότε είναι που η οικογένεια του κ. Μπε αποφάσισε να δραπετεύσει. Κατέστρωσαν σχέδια με τη βοήθεια αγαπημένων φίλων- του Ποντικού του Τρομερού και του Κόκορα του Πρωινού. Στέλνουν τηλεγράφημα- στο νησιώτη Λαγό αποκαλώντας τον Σωτήρη, ένα όνομα που δεν ήταν το δικό του. Μα ο Λαγός κατάλαβε και έτρεξε με βάρκα και τους πήρε. Λίγο πριν να είναι πολύ αργά. Κι έμειναν στο νησί του κρυμμένοι μέχρις ότου ο πόλεμος τελείωσε.

Τότε πήραν την ακριβώς αντίθετη πορεία. Επέστρεψαν.

Η ζωή ξανάρχισε αν και πέρα μακριά στα βουνά τα θεριά πάντα παραμονεύουν. Η οικογένεια έζησε και μεγάλωσε. Πολλοί χάθηκαν αλλά…

  …αυτούς που χάθηκαν δεν τους ξέχασαν ποτέ.

Τη φράση συνεχίζουν πετραδάκιααδιαμφισβήτητα αποσιωπητικά ένδειξη ότι κάποιος πέρασε από εκεί και οι νεκροί δεν ξεχάστηκαν. Και σε αυτή τη μαυρόασπρη συνέχεια εμφανίζεται ένα λουλούδι – η παπαρούνα της μνήμης για τα θύματα του πολέμου- ως φόρος τιμής και μνήμης.

Αυτό μας φέρνει στο νου το μνημείο που δημιουργήθηκε από τον σκηνοθέτη Can Togay και τον γλύπτη Gyula Pauer στη Γέφυρα των Αλυσίδων στον Δούναβη στη Βουδαπέστη για τους 550.000 Ούγγρους Εβραίους που έχασαν τη ζωή τους το 1944 – 45. Χιλιάδες από αυτούς πυροβολήθηκαν δίπλα στην όχθη από συμπατριώτες τους, συνεργάτες των Ναζί. Πριν τους εκτελέσουν, τους ανάγκαζαν να βγάλουν το πιο πολύτιμο πράγμα που είχαν επάνω τους: τα παπούτσια τους.

Το μνημείο είναι μια διαδρομή με 40 μπρούντζινα αδειανά ζεύγη υποδημάτων, πάνω στις πλάκες του πεζοδρομίου, σαν τα τελευταία βήματα μιας χορογραφίας που οδηγούσε στην εξόντωση…