“Όταν παίζαμε για τη νίκη, Καραγκιόζη μου”

“…Γινόμουν δώδεκα εκείνη τη μέρα του Οκτώβρη που το σεντόνι όλων μας γέμισε ξαφνικά σκιές άγνωστες κι απειλητικές… ‘Εδώ Ραδιοφωνικός σταθμός Αθηνών. Μεταδίδομεν το πρώτον ανακοινωθέν του Ελληνικού Γενικού Στρατηγείου…’ …Πρώτος μαθαίνω τα νέα του Μετώπου από το ραδιόφωνο κι από τους εφημεριδοπώλες που διαλαλούν τα πρωτοσέλιδα…”

“Βγαίνουμε στα μπαλκόνια και κοιτάμε ανήσυχοι μι τον δρόμο και μια τον ουρανό… Μια βροχή από “ΌΧΙ” και “ΖΗΤΩ” ποτίζει το κέντρο της Αθήνας…”

Αφού γράψουμε σε άμμο το δικό μας ΟΧΙ …

 

 

…ετοιμάζουμε τα στεφάνια προς τιμήν όλων αυτών που ανέβηκαν στα τρένα που “…ξεφυσώντας σαν χοντρή σαρανταποδαρούσα με δεκάδες χέρια και πόδια…” πήγαν να πολεμήσουν στα βουνά της Πίνδου…

…Τώρα που το σχολείο είναι κλειστό, παίζουμε συνέχεια. Με τα κεριά να φωτίζουν το τεντωμένο σεντόνι στην αυλή μας, ο Σβούρας κι εγώ πολεμάμε τον εχθρό…”

Μαζί με τον Λευτέρη – “…είναι περίεργο πώς γίνεσαι από παιδί άντρας σε μια μόνο μέρα…”- γινόμαστε πράκτορες, δημιουργούμε κώδικα για να μεταδώσουμε το μήνυμα …

“…Απρίλης πια. Οι παπαρούνες παντού, το χαμόγελο της άνοιξης. Το δικό μας, όμως, χαμόγελο το άρπαξαν βίαια οι απειλητικές σκιές που όλο πλησιάζουν και πληθαίνουν…Κατακόκκινη η σημαία με τον αγκυλωτό σταυρό ματώνει με τη σκιά της την Ακρόπολη και μαυρίζει την καρδιά μου…”

Τα άγρια θεριά που είχαμε συναντήσει στο βιβλίο “Τα κίτρινα καπέλα» της Κ. Ματαθία – Κόβο (εκδ. Πατάκη) έφτασαν μέχρι εδώ. Θυμόμαστε πως όπως η οικογένεια Μπε υποχρεώθηκε να φορέσει κίτρινα καπέλα κάποιοι άλλοι υποχρεώθηκαν να φορέσουν κίτρινα αστέρια και να περπατήσουν στις όχθες ενός ποταμού. Αφήνουμε ένα λουλούδι στα παπούτσια – μνημείο…

“…Κανείς από μας δεν κυκλοφορεί αργά το βράδυ. Μόνο αυτές οι τρομαχτικές σκιές που μέρα τη μέρα καταβροχθίζουν την Αθήνα μας, τη χώρα όλη. Οι σκιές με τα αγριεμένα στόματα που όλο διατάζουν.Οι σκιές με τα σιδερένια κράνη και τις βαριές μπότες. Τις μπότες που δεν μ’ αφήνουνε να κοιμηθώ τη νύχτα…”

Ο Λευτέρης δυσκολεύεται να κοιμηθεί. Τουλάχιστον έχει το κρεβάτι του. Τι γίνεται όμως με το γειτονόπουλο;

“…Μια απ’ αυτές τι; ατέλειωτες νύχτες, ένα δυνατό χτύπημα στο παραθυρόφυλλο με κάνει να πεταχτώ όρθιος. Μέσα απ’ τις γρίλιες διακρίνω μια φιγούρα παράξενα γνώριμη…”

Ο  μπαμπάς του Λευτέρη γύρισε. “…Πιο αδύνατος, αλλά γερός. Ο κύριος Φώτης όχι…”

Στον πόλεμο δεν υπάρχουν νικητές. Κάθε ένας από αυτούς έχει χάσει κάτι…

Το παιδί έχασε τον μπαμπά του (Β )  Η μαμά έχασε τον άντρα της (Α ) Ο μπαμπάς έχασε τη ζωή του (Χ )

Η πείνα είναι μεγάλη.“…Γίνεται μάχη γύρω από τους σκουπιδοντενεκέδες για λίγα ψίχουλα. Βλέπω συνέχεια στα πεζοδρόμια σκιές της ζωής.  με πρησμένες κοιλιές και σφραγισμένα μάτια. και το παίρνω απόφαση. Όταν ο Στράτος από τις “Αγριόγατες” μου προτείνει να μπω στην ομάδα τους, δε λέω όχι…”

“…Ώσπου , μετά από 1264 μέρες- τις μετρώ μία μία- ο εφιάλτης φεύγει νικημένος…να δούμε πάλι την ελληνική σημαία να κυματίζει περήφανη στον Ιερό Βράχο…”

Και καθώς ήταν και ευρωπαϊκή εβδομάδα προγραμματισμού, την κάναμε και με αυτό τον τρόπο…

Τα αποσπάσματα είναι από το εκπληκτικό

“Όταν παίζαμε για τη νίκη, Καραγκιόζη μου”

της Γιώτας Αλεξάνδρου από την ΕΛΛΗΝΟΕΚΔΟΤΙΚΗ