Γλωσική ανάπτυξη στο νηπιαγωγείο

 

kinder Νηπιαγωγείο αποτελεί μια σημαντική σχολική βαθμίδα για την εκπαίδευση των νηπίων. Αυτή η αντίληψη προέκυψε σταδιακά μέσα από τον εκδημοκρατισμό της εκπαίδευσης και από την επιστημονική ενασχόληση ψυχολόγων, κοινωνιολόγων ,γλωσσολόγων και παιδαγωγών που βοήθησαν να κατανοήσουμε γενικά για την νοητική και συναισθηματική ανάπτυξη των νηπίων και πιο ειδικά για την γλωσσική του ανάπτυξη. Υπάρχουν αξιόλογες απόψεις αλλά αυτές δεν αρκούν.

Ζούμε ένα μεταβατικό στάδιο κατά το οποίο προσπαθούμε να κατανοήσουμε και να εφαρμόσουμε στην πράξη τις καινούριες αντιλήψεις για την γλωσσική ανάπτυξη των νηπίων που εμπεριέχονται στο πρόγραμμα σπουδών που ισχύει από τον Οκτώβριο 2001.
Η οργανωμένη εκπαίδευση επικυρώνει τις αξίες και τις προσδοκίες την κοινωνίας. Η κοινωνική πραγματικότητα επιδρά και επηρεάζει την ιδεολογία του εκπαιδευτικού συστήματος. Οι επιδράσεις είναι εμφανείς ακόμα και στην ονομασία που έχουν οι βαθμίδες της εκπαίδευσης. Ο χώρος της προσχολικής αγωγής ονομάζεται Νηπιαγωγείο.

Ετυμολογικά η λέξη νήπιο σημαίνει το παιδί που δεν μιλάει. Αυτό βέβαια δεν ισχύει κυριολεκτικά! Σήμερα τα παιδιά του Νηπιαγωγείου έχουν κατακτήσει ένα μέρος του λεξιλογίου και μπορούν μέσα από την ομιλία να καλύπτουν τις επικοινωνιακές τους ανάγκες. Η ικανότητα των νηπίων να χειρίζονται τον λόγο με τέτοιο τρόπο ώστε να επικοινωνούν, είναι κάτι που επιχειρείται στο χώρο του Νηπιαγωγείου. Τα παιδιά που προέρχονται από ένα φτωχό σε γλωσσικά ερεθίσματα περιβάλλον, λαμβάνουν αγωγή που αντισταθμίζει αυτό το έλλειμμα. Η γλωσσική αγωγή συντελεί στην κοινωνικοποίηση τους και τα βοηθάει να κατανοήσουν τον κόσμο που τα περιβάλλει. Τα νήπια για να εξελιχτούν θα πρέπει να χρησιμοποιήσουν τις προϋπάρχουσες γνώσεις τους για να οικοδομήσουν τις επόμενες.

Πως όμως μπορούμε να προσδιορίσουμε την έννοια της γλωσσικής γνώσης; Το μόνο σίγουρο είναι πως η γνώση διευρύνεται μέσα από την απόκτηση της γλώσσας. Ο Skinner λέει πως το παιδί μαθαίνει να χρησιμοποιεί την μητρική του γλώσσα μέσα από την απομνημόνευση των λέξεων και των προτάσεων που αναπαράγονται στο περιβάλλον των ενηλίκων. Από την άλλη υπάρχει ο Chomsky που το αρνείται γιατί λέει πως το παιδί παράγει προτάσεις και μορφές λέξεων τις οποίες δεν έχει ξανακούσει. Για αυτόν η γλώσσα είναι ένα σύστημα κανόνων που επιτρέπει την παραγωγή και την κατανόηση άπειρου αριθμού εννοιών και προτάσεων. Το άτομο είναι εφοδιασμένο με έναν μηχανισμό κατάκτησης της γλώσσας ο οποίος επιτρέπει την εσωτερίκευση των δομών της μητρικής γλώσσας μέσα από την ομιλία με τα πρόσωπα του περιβάλλοντος του. Στην δεκαετία του ’60 η γλωσσική γνώση συμπίπτει με την γνώση των συντακτικών κανόνων της γλώσσας. Κατά την δεκαετία του ΄70 η γλωσσική γνώση ταυτίζεται με την γνώση της σημασίας των λέξεων και των προτάσεων σε σχέση με εξωγλωσσικούς παράγοντες. Τέλος μια τρίτη προσέγγιση δίνει έμφαση στην γνώση των επικοινωνιακών κανόνων οι οποίο καθορίζουν και προσδιορίζουν κάθε φορά το εκφώνημα. Η γλωσσική γνώση είναι σήμερα η συνένωση της γλωσσικής με την επικοινωνιακή ικανότητα, η γνώση δηλαδή του συστήματος μιας γλώσσας σε συνάρτηση με τη γνώση για την χρήση του συστήματος στην επικοινωνία. Υπερτονίζεται ο επικοινωνιακός χαρακτήρας της γλώσσας.

Ποιες όμως είναι οι προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της γλωσσικής γνώσης στα νήπια;
Αυτές οι προϋποθέσεις είναι ψυχολογικές, κοινωνικές και γλωσσικές. Όταν μιλάμε για ψυχολογικές προϋποθέσεις αναφερόμαστε στις νοητικές ικανότητες των νηπίων. Γνωρίζουμε από τα ψυχολογικά δεδομένα της ηλικίας αυτής πως τα νήπια διανύουν το προσυλλογιστικό στάδιο. Σε αυτό αναπτύσσεται η συμβολική ικανότητα, δηλαδή η ικανότητα του μικρού παιδιού να αναπαριστά ένα αντικείμενο ή γεγονός με ένα άλλο αντικείμενο ή γεγονός. Η συμβολική λειτουργία επιτρέπει στο παιδί να ανάγει τα στοιχεία του περιβάλλοντος σε γλωσσικά σημεία. Σύμφωνα με τον Piaget το μικρό παιδί χρησιμοποιεί τον λόγο για να εκφράσει επιθυμίες, ανάγκες και εμπειρίες αδιαφορώντας για τις αντιδράσεις που θα προκαλέσει στους άλλους.

Ο εγωκεντρισμός και η αδυναμία του παιδιού να αντιληφθεί πως δεν είναι το κέντρο του κόσμου, είναι εμφανή και συνοδεύονται από το είδος γλωσσικής παραγωγής που ονομάζεται εγωκεντρικός λόγος. Υπάρχουν τρεις μορφές εγωκεντρικού λόγου: η επανάληψη συλλαβών και ήχων με παιγνιώδη τρόπο, ο μονόλογος όπου το νήπιο μιλάει χωρίς να υπάρχουν γύρω του ακροατές (αρκετές φορές το παρατηρούμε να μιλάει μόνο του και αυτό ερμηνεύεται ως μια προσπάθεια να εκτονώσει το άγχος του) και τέλος ο συλλογικός μονόλογος κατά τον οποίο το νήπιο συνομιλεί με άλλους αλλά δεν καταβάλλει και ιδιαίτερη προσπάθεια για να γίνει κατανοητό

Ο Piaget αναφέρει πως με το πέρασμα του χρόνου ο εγωκεντρικός λόγος παρακμάζει και δίνει την θέση του στον κοινωνικοποιημένο λόγο. Μέσα από τον κοινωνικοποιημένο λόγο τα παιδιά ανταλλάσσουν πληροφορίες, σχολιάζουν ένα συγκεκριμένο θέμα, θέτουν ερωτήσεις αλλά και απαντούν στις ερωτήσεις των άλλων. Για τον Piaget η γλώσσα αποτελεί προϊόν της νοητικής ανάπτυξης που σχετίζεται με την ωρίμανση και προκύπτει μέσα από την εξερεύνηση του φυσικού και κοινωνικού περιβάλλοντος.

Αντίθετα με τον Piaget, o Ρώσος ψυχολόγος Vygotsky δίνει έμφαση στον πολιτισμό και στην συναναστροφή του παιδιού με τους άλλους. Θεωρεί πως η γλώσσα παίζει σημαντικό ρόλο στην νοητική ανάπτυξη. Είναι ένα πολύτιμο νοητικό εργαλείο για να σκεφτόμαστε αλλά και να κατακτούμε άλλες νοητικές λειτουργίες όπως είναι της μνήμης, της προσοχής, των συναισθημάτων και της επίλυσης προβλημάτων. Μέχρι τα δύο χρόνια η σκέψη και η γλώσσα ακολουθούν ανεξάρτητη πορεία. Από τα δύο με εφτά χρόνια συγχωνεύονται και αναπτύσσονται μαζί. Τότε είναι που εμφανίζεται ο ατομικός λόγος που μαζί με τον κοινωνικό/ δημόσιο αποτελούν τα δύο είδη λόγου κατά τον Vygotsky. Ο Ατομικός λόγος σχετίζεται με την ευκολία ή την δυσκολία των δραστηριοτήτων. Όσο πιο εύκολη παρουσιάζεται μια δραστηριότητα, τόσο μειώνεται η συχνότητα του ατομικού λόγου. Μέσα από αυτό το είδος του λόγου το παιδί επιδιώκει να μεταφέρει τις γνώσεις που έχει αποκτήσει κατά την συνεργασία και συναναστροφή με τους συνομηλίκους ή τους ενηλίκους, σε ένα προσωπικό επίπεδο. Ο ατομικός λόγος δεν χρησιμοποιείται από το παιδί για να επικοινωνήσει με τους άλλους. Καθώς περνούν τα χρόνια μετατρέπεται σε εσωτερικό λόγο και σκέψη. Του Ατομικού λόγου προηγείται ο Δημόσιος/Κοινωνικός λόγος που βοηθάει το παιδί να επικοινωνεί αλλά και να αποκτά αυτοέλεγχο στην συμπεριφορά του. Σε αυτό το στάδιο όπου συνυπάρχουν ο ατομικός με τον κοινωνικό λόγο το παιδί αποκτά ενδιαφέρον για το όνομα του κάθε αντικειμένου και διευρύνεται εντυπωσιακά το λεξιλόγιο του. Χρησιμοποιεί τον λόγο για να απευθυνθεί στον εαυτό του (εσωτερική γλώσσα) αλλά και για να απευθυνθεί στους άλλους (εξωτερική γλώσσα).Μέχρι τα εφτά χρόνια δυσκολεύεται να κάνει την διάκριση. Χρησιμοποιεί τα γλωσσικά σημεία που χρησιμοποιούν τα υπόλοιπα μέλη της κοινότητας αλλά δε διακρίνει απόλυτα τους αποδέκτες του λόγου του. Για τον Vygotsky ο γραπτός λόγος αποτελεί μια ανώτερη μορφή σκέψης που βοηθάει πολύ περισσότερο από τον προφορικό λόγο. Τα παιδιά μεταχειρίζονται τις λέξεις όπως και τα αντικείμενα. Μαθαίνουν να κατονομάζουν αρχικά τα αντικείμενα και αργότερα τα γράμματα. Γράφουν και διαβάζουν με την βοήθεια αντικειμένων και στη συνέχεια κάνουν το ίδιο χωρίς τη χρήση αντικειμένων. Από τα προαναφερόμενα διαπιστώνουμε πως τα νήπια πληρούν τις ψυχολογικές προϋποθέσεις για να ανάγουν τον αντικειμενικό κόσμο σε γλωσσικά σημεία

Όσον αφορά τις κοινωνικές προϋποθέσεις έχουμε να πούμε πως η επίδραση του βαθμού κατοχής της μητρικής γλώσσας στην σχολική επιτυχία είναι καθοριστική. Ο κοινωνιολόγος BERNSTEIN μελέτησε επί δεκαετίες την σχέση της γλώσσας του οικογενειακού περιβάλλοντος με αυτήν του σχολείου. Το συμπέρασμα ήταν πως τα παιδιά που προέρχονται από οικογένειες με χαμηλό κοινωνικό-οικονομικό επίπεδο χρησιμοποιούν μια γλώσσα διαφορετική από αυτήν που χρησιμοποιούν τα παιδιά που προέρχονται από ανώτερο κοινωνικό-οικονομικό επίπεδο. Την πρώτη γλωσσική μορφή την ονομάζει περιορισμένο κώδικα και την δεύτερη επεξεργασμένο κώδικα. Τα παιδιά με περιορισμένο κώδικα χρησιμοποιούν μια γλώσσα με περιορισμένο λεξιλόγιο και με ελάχιστες αναφορές σε προσωπικά βιώματα. Ο λόγος τους υπάρχει μόνο για την ικανοποίηση των άμεσων πρακτικών αναγκών, πράγμα που δεν τα βοηθάει να τα καταφέρουν στο σχολείο. Το Νηπιαγωγείο καλείται να εξομαλύνει τις διαφορές. Η εξισορρόπηση της γλώσσας που μιλιέται στο σχολείο και της γλώσσας του κοινωνικού περιβάλλοντος είναι απαραίτητη κοινωνική προϋπόθεση για την ανάπτυξη της γλωσσικής γνώσης.

Τέλος για τις γλωσσικές προϋποθέσεις τo νήπιο έχει κατακτήσει μεγάλο μέρος της φωνολογικής, μορφολογικής και συντακτικής μορφής της γλώσσας. Κατανοεί όλο και πιο πολύ αυτά που ακούει και παράγει περισσότερο λόγο. Τα περισσότερα νήπια έχουν κατακτήσει πλήρως το φωνολογικό σύστημα της νέας ελληνικής. Αποφεύγουν την χρήση της παθητικής φωνής, χρησιμοποιούν πολύ σπάνια ονόματα σε γενική πτώση και δεν χρησιμοποιούν ιδιόκλιτα ουσιαστικά και επίθετα. Κυρίαρχη είναι η εμφάνιση του συμπλεκτικού συνδέσμου ΚΑΙ ενώ περιορισμένη είναι η χρήση αφηρημένων εννοιών και μεταφορών. Γενικά ο προφορικός λόγος ενός εξάχρονου παιδιού, από την άποψη της κατάκτησης των γλωσσικών δομών, δεν διαφέρει και πολύ από των ενηλίκων.

Οι παλιές και νέες αντιλήψεις για την διδασκαλία της γλώσσας παρουσιάζουν αρκετές ομοιότητες. Και οι δύο αντιλήψεις συμφωνούν στην καλλιέργεια του προφορικού λόγου και της φωνολογικής και μορφοσυντακτικής πλευράς της γλώσσας χωρίς να την διακρίνουν από άλλους τομείς της γλωσσικής καλλιέργειας. Επίσης η ανάγκη για κατανόηση της σχέσης του προφορικού με τον γραπτό λόγο είναι κοινή. Άλλο κοινό είναι η ενεργητική συμμετοχή του νηπίου στην οικοδόμηση της γνώσης. Για την αξιολόγηση της γλωσσικής επάρκειας δεν γίνεται λόγος πουθενά. Στις καινούριες αντιλήψεις δίνεται σημασία στην αξία του λάθους.

Η μεθοδολογική αρχή που υιοθετείται στα σχέδια εργασίας είναι η επικοινωνιακή-λειτουργική σύμφωνα με την οποία το νήπιο καλλιεργεί την μητρική του γλώσσα επικοινωνώντας με τους άλλους μέσα σε πραγματικές επικοινωνιακές συνθήκες. Η σύγχρονη θέση της Γλωσσοδιδακτικής είναι αυτή με την οποία ο αποτελεσματικός χρήστης μιας γλώσσας δεν είναι μόνο ο γνώστης του συστήματος της γλώσσας που χρησιμοποιεί αλλά και αυτός που κατέχει την ικανότητα να προσαρμόζει το λόγο του στις απαιτήσεις της εκάστοτε περίστασης επικοινωνίας.
Η Επικοινωνία είναι μια μορφή κοινωνικής αλληλεπίδρασης. Είναι χρήση και όχι γνώση αλλά είναι και η διαδικασία μέσω της οποίας νοηματοδοτείται ο περιβάλλων κόσμος του ατόμου. Υπερτονίζεται η αξία του επικοινωνιακού χαρακτήρα της γλώσσας. Οι δραστηριότητες ποικίλλουν τόσο προς τους σκοπούς και την δομή όσο και προς τις τεχνικές και τα μέσα που χρησιμοποιούνται.

Στην διάκριση ως προς σκοπούς έχουμε τις δραστηριότητες προφορικού λόγου μέσα από τις οποίες τα νήπια εμπλουτίζουν το λεξιλόγιο και ικανοποιούν επικοινωνιακές ανάγκες. Επίσης έχουμε τις δραστηριότητες δομής, δηλαδή, εξοικείωση με διαφορετικές γλωσσικές δομές, τις δραστηριότητες ανάγνωσης μέσα από τις οποίες επιχειρείται η εισαγωγή στην αποκωδικοποίηση του γραπτού ελληνικού λόγου, τις δραστηριότητες γραπτής έκφρασης όπου επιχειρείται να παραχθεί γραπτός λόγος που ανήκει σε διάφορα είδη και τέλος έχουμε δραστηριότητες λογοτεχνίας ως είδους λόγου. Από την άποψη των τεχνικών και των μέσων έχουμε δραστηριότητες εικαστικών, κουκλοθέατρο, κινητικές δραστηριότητες, ονοματοδοσία αντικειμένων, μουσικά και ρυθμικά παιχνίδια που βοηθούν στην διεύρυνση του λεξιλογίου αλλά και της κατάκτησης γλωσσικών δομών μέσα σε επικοινωνιακές συνθήκες. Κριτήρια για τον σχεδιασμό δραστηριοτήτων πρέπει να είναι η λειτουργικότητα, η προσαρμοστικότητα, η ευρηματικότητα και ο επικοινωνιακός χαρακτήρας. Ανάλογα με επίπεδο, τα ενδιαφέροντα και τα βιώματα των νηπίων, διατυπώνουμε τις επιδιώξεις και τους στόχους που θέλουμε να πραγματοποιήσουμε. Ο χρόνος που χρειάζεται ο Νηπιαγωγός για την πραγματοποίηση τους καθορίζεται από τον ίδιο.

Ο προφορικός λόγος και η σκέψη επηρεάζεται από την γραφή. Η συνύπαρξη της γραπτής έκφρασης και του προφορικού λόγου συντελεί στην διαπλοκή τους και δημιουργεί άλλα είδη λόγου. Τα παλιά στοιχεία εξελίσσονται σε συνδυασμό με τα καινούρια. Τα νήπια ζουν στην πραγματικότητα του προφορικού λόγου αλλά προσλαμβάνουν δομές και αντιλήψεις μιας κοινωνίας εγγράμματης. Ο προφορικός λόγος είναι κοινωνικός γιατί επιτρέπει την σύναψη σχέσεων ανάμεσα σε πομπό και δέκτη. Η κατάκτηση του προφορικού λόγου είναι προαπαιτούμενο για την ομαλή κοινωνική ένταξη. Χάρη στην συμβολή του τα νήπια μυούνται στον γραπτό λόγο. Μέσα από οργανωμένες δραστηριότητες ασκούνται σε διηγήσεις, αφηγήσεις και περιγραφές καταστάσεων. Επίσης μαθαίνουν να αιτιολογούν τις συμπεριφορές τους, να επιχειρηματολογούν και να πείθουν. Γενικά εκπαιδεύονται συμμετέχοντας σε συζητήσεις ως ομιλητές ή ακροατές. Οι συζητήσεις που γίνονται θα πρέπει να έχουν δομή και συνοχή.

Ο κλάδος που μελετά την γλώσσα και τον προφορικό λόγο είναι η Γλωσσολογία. Επιμέρους κλάδοι είναι η Φωνολογία και η Φωνητική. Η Φωνητική ασχολείται με τους φθόγγους και η Φωνολογία με τα φωνήματα. Η ΦΩΝΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΓΝΩΣΗ είναι η ικανότητα των ομιλητών μιας γλώσσας να διαχειρίζονται τα φωνήματα, τους φθόγγους και τα παραγλωσσικά στοιχεία από τα οποία αποτελείται η γλώσσα τους. Η φωνολογική επίγνωση προϋποθέτει τη συνειδητοποίηση του φωνολογικού συστήματος της γλώσσας που χρησιμοποιεί ο ομιλητής, δηλαδή των φωνημάτων και των διακριτικών τους χαρακτηριστικών που διευκολύνουν την εκμάθηση της γραφής και του γραπτού λόγου. Την φωνολογική επίγνωση την κατακτούν τα παιδιά πριν τα 6.

Η γλώσσα είναι ένα σύνολο ετεροτήτων, αντιθέσεων οι οποίες σχετίζονται μεταξύ τους και αποτελούν ένα οργανωμένο και συστηματοποιημένο δίκτυο με τέτοιο τρόπο που να δίνεται η δυνατότητα στους χρήστες της γλώσσας να προσλαμβάνουν και να προσφέρουν νοήματα ώστε να μπορούν να επικοινωνούν. Το οργανωμένο δίκτυο σχέσεων ονομάζεται δομή. Η εκμάθηση μιας γλώσσας δεν περιορίζεται μόνο στην εκμάθηση των λέξεων και των σημασιών τους αλλά και στη μάθηση της δομής της. Η διδασκαλία της δομής μιας γλώσσας είναι η διδασκαλία της Γραμματικής και του Συντακτικού που αποτελούν την μορφολογική πλευρά της γλώσσας. Με τα χρόνια έγινε μια στροφή προς την επικοινωνιακή πλευρά της γλώσσας. Η Γραμματική και το Συντακτικό περνούν σε δεύτερη μοίρα και μετατρέπονται σε εργαλεία για την κατανόηση και παραγωγή προτάσεων και κειμένων.

Όσοι ασχολούνται με την γλώσσα σκέφτονται πως οι αντιλήψεις που σχετίζονται με την διδασκαλία της δομής είναι κάτι που δεν τους αφορά γιατί συνδέεται με την εκμάθηση του γραπτού λόγου. Τα νήπια δεν έχουν ακόμα αφαιρετικές ικανότητες πράγμα που καθιστά απαγορευτική τη διδασκαλία τους. Μέσα από την διδακτική προσέγγιση επιδιώκουμε την παγίωση των γλωσσικών δομών και την διεύρυνση όσο το επιτρέπουν οι ψυχολογικές, γλωσσικές και κοινωνικοπολιτικές συνθήκες. Οι ειδικοί στόχοι θα είναι η διδασκαλία γλωσσικών δομών με τις οποίες τα νήπια δεν είναι εξοικειωμένα ή χρησιμοποιούν με κάποια δυσκολία. Ο απώτερος στόχος είναι να δημιουργηθούν συνθήκες για την χρήση των διδασκόμενων δομών.

Ο λογοτεχνικός λόγος είναι διαφορετικός από το μη λογοτεχνικό λόγο και απαιτεί διαφορετική προσέγγιση στην διδασκαλία. Για να καταλάβουμε καλύτερα θα πρέπει να εξετάσουμε τη γλώσσα και την λογοτεχνία ως ιστορικά, πολιτιστικά και καλλιτεχνικά προϊόντα. Για να επιτελεσθεί αρχικά η επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων ήταν επιβεβλημένη η μετατροπή του άναρθρου λόγου σε έναρθρο. Μοχλός της μετατροπής αυτής ήταν η κατασκευή εργαλείων που ανάγκασε τον άνθρωπο να συμβολοποιήσει με έναρθρο λόγο το αντικείμενο επεξεργασίας των κατασκευαζόμενων εργαλείων (Francois, 1980). Η δημιουργία του μη λογοτεχνικού λόγου προηγείται του λογοτεχνικού. Δεν γεννιούνται ταυτόχρονα και εξυπηρετούν διαφορετικές ανάγκες. Τον μη λογοτεχνικό λόγο τον γέννησε η ανάγκη της επικοινωνίας για την επίλυση των καθημερινών αναγκών που αντιμετώπιζε ο πρωτόγονος άνθρωπος. Αυτός ο λόγος σταδιακά εμπλουτίστηκε λεξιλογικά και δομικά ώστε να είναι ικανός να επιτελέσει τις λειτουργίες της λογοτεχνίας. Το παιδί κατακτά πρώτα το μη λογοτεχνικό λόγο για να επικοινωνεί καθημερινά και στην συνέχεια προχωρά στην παραγωγή και κατανόηση του λογοτεχνικού λόγου. Ακόμα η γλώσσα είναι κοινωνικό προϊόν αλλά και μέρος των πολιτισμικών προϊόντων που παράγει μια κοινωνία. Η γλώσσα συμμετέχει στην ιδεολογία και τον πολιτισμό και αποτελεί συνεκτικό του στοιχείο. Ως λόγος εκφράζει και διαμορφώνει ιδεολογίες, στάσεις και γενικώς υποκειμενικότητες.

Η Λογοτεχνία σαν είδος λόγου επηρεάζεται από τις επικρατούσες ιστορικές και κοινωνικοπολιτικές συνθήκες. Ο δημιουργός της περιορίζεται από το είδος του λόγου και την προθετικότητα του η οποία μορφώνεται και σημασιοδοτείται από τον λόγο του. Η γλώσσα βρίσκεται σε διαλεκτική σχέση με την κοινωνία και για να την κατανοήσουμε μαζί με την λογοτεχνία, θα πρέπει να γνωρίζουμε την κοινωνική δομή, την πολιτισμική ατμόσφαιρα, και τις παραγωγικές της δυνατότητες. Ο λογοτεχνικός και μη λογοτεχνικός λόγος γίνονται κατανοητοί κάτω από τους ίδιους όρους αλλά υφίστανται και κάποιες διαφορές όπως στην διαφορετική λειτουργία που επιτελούν, στην διαφορετική προθετικότητα του δημιουργού τους , την σχέση τους με την κοινωνία.

Ο λογοτεχνικός λόγος είναι συμβατός με την κοινωνική πρακτική που τον παράγει. Η κοινωνική πρακτική απαιτεί από αυτόν μεγαλύτερο βαθμό δημιουργικότητας και πολυσημίας. Το μη λογοτεχνικό κείμενο είναι φτωχό σε πολυσημία και αυτό γιατί εξυπηρετεί την ανάγκη της αποτελεσματικής επικοινωνίας στην καθημερινή πρακτική. Η πολυσημία που υπάρχει στο λογοτεχνικό κείμενο δυσχεραίνει την επικοινωνία. Από τα προαναφερόμενα καταλαβαίνουμε πως έχουμε δύο πρακτικές άρα και δύο διαφορετικά είδη λόγου. Τα κριτήρια της δημιουργικότητας και της πολυσημίας καθορίζουν και τις διαφορές του λογοτεχνικού από το μη λογοτεχνικό λόγο. Η γλώσσα και η λογοτεχνία είναι δύο κώδικες επικοινωνίας, κοινωνικά προσδιορισμένοι που έχουν μορφή και περιεχόμενο. Η λογοτεχνία περιέχει κοινά στοιχεία με την τέχνη. Ο λογοτεχνικός λόγος συνθέτει καλλιτεχνικά έργα και αυτή είναι η διαφορά του με τον μη λογοτεχνικό λόγο. Και τα δύο είδη λόγου σχετίζονται με την τέχνη.

Ποια είναι όμως η σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στον αποδέκτη και στον πομπό; Στο λογοτεχνικό λόγο το βασικό στοιχείο είναι η πρόθεση του δημιουργού για πρόκληση συγκινησιακής φόρτισης. Η σχέση της προθετικότητας με την αποδεκτικότητα είναι χαλαρή, όπως χαλαρή είναι και η επικοινωνιακή σχέση του συγγραφέα λογοτέχνη με τον αναγνώστη. Ο Λογοτεχνικός λόγος προτίθεται να αγγίξει συναισθηματικά τον αποδέκτη ενώ ο μη λογοτεχνικός προτίθεται κυρίως να πληροφορήσει. Ακόμη η σχέση προθετικότητας και αποδεκτότητας στα δύο είδη λόγου είναι διαφορετική. Στο λογοτεχνικό λόγο η λειτουργία με την οποία πραγματώνεται σε επίπεδο μορφής και σημασίας αυτή η διαφορετικότητα είναι η ποιητική (αισθητική) η οποία αφορά το μήνυμα και αναφέρεται όχι μόνο στο περιεχόμενο του αλλά και στην μορφή του. Αυτός ο συνδυασμός αγγίζει το συναισθηματικό κόσμο του αποδέκτη. Στο μη λογοτεχνικό λόγο κυριαρχούν οι άλλες λειτουργίες της γλώσσας (αναφορική, συγκινησιακή, βουλητική, μεταγλωσσική και φατική)ανάλογα με το ιδιαίτερο είδος του λόγου. Αυτές αφορούν είτε τον πομπό, είτε τον δέκτη ,είτε τον κώδικα, είτε το περιεχόμενο και τον αγωγό μέσω του οποίου επιτελείται η επικοινωνία. Η κυριαρχία της ποιητικής λειτουργίας είναι αυτή που κάνει το λογοτεχνικό λόγο το μέσο δια του οποίου το κείμενο γίνεται έργο τέχνης, ενώ η κυριαρχία των άλλων λειτουργιών είναι αυτή που κάνει το μη λογοτεχνικό λόγο ένα έντεχνο αλλά μη καλλιτεχνικό δημιούργημα με σκοπό χρηστικό.

Σκοπός της διδασκαλίας του μη λογοτεχνικού λόγου θα πρέπει να είναι η εξοικείωση των παιδιών με διάφορα είδη χρηστικού, μη λογοτεχνικού λόγου ώστε να είναι ικανά να παράγουν κείμενα σε προφορικό και σε γραπτό λόγο. Το περιεχόμενο του μη λογοτεχνικού θα πρέπει να προέρχεται από τα διάφορα είδη του μη λογοτεχνικού λόγου σε έντυπα και ΜΜΕ. Η διδακτική μεθοδολογία αυτού του είδους λόγου θα πρέπει να είναι επικοινωνιακή. Για τον μη λογοτεχνικό λόγο τα κριτήρια είναι κατά πόσο οι μαθητές προσαρμόζουν τον γραπτό και προφορικό τους λόγο στις εκάστοτε επικοινωνιακές συνθήκες, αλλά και στο κατά πόσο ο λόγος τους είναι αποτελεσματικός. Στην διδασκαλία του λογοτεχνικού ο σκοπός είναι αρχικά η εξοικείωση των παιδιών με αυτό το είδος όχι για να παράγουν λογοτεχνικό λόγο αλλά για να επικοινωνούν με τέτοιου είδους κείμενα. Για την διδασκαλία λογοτεχνικού λόγου δεν χρειάζεται προσχεδιασμός αλλά ένα πλαίσιο προβληματισμού. Ο Νηπιαγωγός γίνεται συνομιλητής που βρίσκεται σε διάλογο με τα κείμενα και προτρέπει ανάλογα για την κατανόηση από πλευράς των παιδιών. Τέτοια κείμενα είναι αφορμές για έκφραση συναισθημάτων, αξιών και απόψεων και για την δημιουργία πρωτότυπων κειμένων. Ο λογοτεχνικός λόγος δεν περιορίζεται στην περιγραφή ενός αντικειμένου ή την πραγμάτευση ενός θέματος αλλά εμπεριέχει και ιστορικές, κοινωνικές, γλωσσικές, επιστημονικές και φιλοσοφικές πληροφορίες. Για το λογοτεχνικό λόγο το κριτήριο είναι κατά πόσο τα παιδιά αισθάνονται αυτόν τον λόγο, αν μπορούν να δημιουργήσουν πρωτότυπα κείμενα και πόση λογοτεχνία έχουν διαβάσει. Υπάρχει ανάγκη για διαφορετική διδακτική προσέγγιση του λογοτεχνικού και μη λογοτεχνικού λόγου. Πρέπει να δίνεται έμφαση στην κατανόηση των μορφολογικών και εννοιολογικών ιδιαιτεροτήτων του λογοτεχνικού λόγου ώστε να αποκτήσουν τα νήπια το γραμματισμό που συνοδεύει τα λογοτεχνικά κείμενα.

Προϋπόθεση για την ανάπτυξη της αναγνωστικής ικανότητας είναι η ανάπτυξη ψυχοπνευματικών ικανοτήτων. Κλάδοι, όπως Ψυχογλωσσολογία, Νευρογλωσσολογία και Παιδαγωγική ασχολούνται με το αντικείμενο της ανάγνωσης. Αποτελεί μια τεχνική με την οποία το άτομο αποκωδικοποιεί σε ένα πρώτο επίπεδο το γραπτό μήνυμα και μετασχηματίζει τα γραπτά σύμβολα σε ήχους. Σε ένα δεύτερο επίπεδο γίνεται η κατανόηση αυτού του μηνύματος μέσω της ανεύρεσης του σημασιολογικού του περιεχομένου και της σχέσης των γραπτών συμβόλων με την εξωγλωσσική πραγματικότητα. Η ανάγνωση είναι μια περίπλοκη γνωστική διαδικασία στην οποία συμμετέχουν γλωσσικές και νοητικές διεργασίες .Θεωρείται μια διαδικασία ενεργού σκέψης για την κατασκευή νοήματος, για την κατανόηση και παραγωγή μηνύματος. Ο Νηπιαγωγός θα πρέπει να βοηθά στην δημιουργία των κατάλληλων συνθηκών για την κατάκτηση της αναγνωστικής δεξιότητας. Ακόμα πρέπει να φροντίζει για την μεγαλύτερη σύνδεση του προφορικού με τον γραπτό λόγο.

Ο γραπτός λόγος παράγεται χωρίς να είναι απαραίτητη η παρουσία αυτών που επικοινωνούν. Αυτό σημαίνει διαμόρφωση διαφορετικών σχέσεων με αυτούς που χρησιμοποιούν τον προφορικό λόγο. Για τον γραπτό λόγο υπάρχει σχεδιασμός και επεξεργασία. Ένα κείμενο για να θεωρηθεί γραπτός λόγος θα πρέπει να έχει λόγιο λεξιλόγιο, σημεία στίξης και όχι στερεότυπες εκφράσεις του προφορικού λόγου. Ο συγγραφέας θα πρέπει να αποφεύγει παρεκβάσεις, ελλείψεις και επαναλήψεις. Πρέπει να χρησιμοποιεί πλάγιο λόγο, παθητική σύνταξη και δευτερεύουσες προτάσεις. Χρειάζεται να φροντίζει ώστε τα νοήματα να είναι συμπυκνωμένα και η σύνταξη να είναι αυστηρή και προσεγμένη.
Η γραφή είναι μια αυτόνομη, αυθόρμητη δραστηριότητα. Στο Νηπιαγωγείο τα παιδιά ενθαρρύνονται να βιώνουν εμπειρίες γραφής. Γράφουν προτού ακόμα αποκτήσουν την ικανότητα να διαβάζουν. Η γραφή ξεκινάει όχι με πραγματικά γράμματα αλλά με προθέσεις.

Οι τεχνολογικές αλλαγές αλλά και οι πολιτισμικές έχουν δείξει πως το νήπιο πριν την συστηματική εκμάθηση της γραφής έχει ήδη διαμορφωμένες ιδέες για την γραφή. Έννοιες όπως γραμματισμός, ανάδυση γραμματισμού, πολυγραμματισμοί και είδη λόγου θα απασχολούν όλο και πιο πολύ τους Νηπιαγωγούς. Ο Γραμματισμός είναι μια έννοια δύσκολα οριοθετούμενη που στα ελληνικά ταυτίζεται με τον όρο αλφαβητισμός και δείχνει την ικανότητα ελέγχου της ζωής και του περιβάλλοντος μέσα από τον γραπτό λόγο. Η έννοια των πολυγραμματισμών δηλώνει την γλωσσική πολυμορφία και την ποικιλία των μορφών κειμένου Τα παιδιά ζουν σε ένα εγγράμματο περιβάλλον και έχουν διαμορφώσει απόψεις τις οποίες εκμεταλλευόμαστε για να τα βοηθήσουμε να δομήσουν καινούριες γνώσεις . Ο σκοπός της διδασκαλίας θα πρέπει να είναι η σταδιακή εισαγωγή των νηπίων στο γραπτό λόγο ανάλογα με τις προσωπικές τους δυνατότητες και με ιδιαίτερη έμφαση στην απόκτηση δεξιοτήτων γραμματισμού. Οι κειμενικές ενότητες πρέπει να είναι ενότητες με νόημα που να ανήκουν σε διάφορα είδη λόγου. Να δίνονται ευκαιρίες για την ανάδυση γραμματισμού. Ο Νηπιαγωγός να γνωρίζει πως το λάθος δείχνει το επίπεδο γνώσης των νηπίων. Δεν το διορθώνει και δίνει χρονικά περιθώρια στο νήπιο να το κατανοήσει και έτσι από μόνο του να το διορθώσει. Το σχολικό περιβάλλον πρέπει να ευνοεί την ανάπτυξη του γραπτού λόγου και ο Νηπιαγωγός χρειάζεται να δημιουργεί πραγματικές συνθήκες επικοινωνίας Η προώθηση του εγγραμματισμού των νηπίων είναι πλέον μια αναγκαιότητα σε ένα περιβάλλον που κατακλύζεται από πολυάριθμα ερεθίσματα του γραπτού λόγου.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1) Γλωσσική Αγωγή στο Νηπιαγωγείο-Σωφρόνης Χατζησαββίδης, 2002
2) Σύγχρονες τάσεις της Προσχολικής Αγωγής-Έλση Ντολιοπούλου, 2004
3) Εξελικτική Ψυχολογία-Ιωάννης Ν. Παρασκευόπουλος
4) Οδηγός Νηπιαγωγού

Μάθηση μέσα από το παιχνίδι

Ως γονείς καλούμαστε να γίνουμε οι πρώτοι και πιο σημαντικοί δάσκαλοι των παιδιών μας. Το στοίχημα για εμάς είναι να το πράξουμε με τρόπο διασκεδαστικό αποφεύγοντας τον “δασκαλίστικο” τρόπο που συχνά το κάνει βαρετό.
Υπάρχει, λοιπόν, τρόπος;
– Φυσικά! Η μάθηση μέσα από το παιχνίδι!

Ειδικά όταν μιλάμε για παιδιά προσχολικής ηλικίας, το μαθησιακό αντικείμενο αφορά κυρίως την κατανόηση του κόσμου, την κατάκτηση της γλώσσας, καθώς και την εξερεύνηση των ορίων της δύναμης, της αντοχής και της ασφάλειας συγκεκριμένων καταστάσεων.
Ο πιο πειστικός τρόπος για να δεχτεί ένα παιδί μια συγκεκριμένη πληροφορία είναι όταν την ανακαλύπτει το ίδιο. Και ο καλύτερος τρόπος για να γίνει αυτό είναι μέσα από το παιχνίδι, με την γονεϊκή επίβλεψη φυσικά. Μπορείτε, λοιπόν, να αξιοποιήσετε την έμφυτη περιέργεια του παιδιού προκειμένου να το κάνετε να ανακαλύψει νέα δεδομένα.

Για παράδειγμα, μια “διάλεξη” σχετικά με το τί επιπλέει και τί όχι, τι είναι η άνωση του νερού κλπ θα είναι εξαιρετικά βαρετή. Αντί για κάτι τέτοιο λοιπόν, πάρτε μια λεκάνη γεμίστε τη νερό και βάλτε μέσα πράγματα! Μετά από κάποια πειράματα το παιδί θα κατανοήσει μέσω της εμπειρίας τι υφής, ποιά υλικά επιπλέουν και ποια όχι

Να θυμάστε πάντα ότι:

  • Το παιχνίδι να είναι ευχάριστο και δεν πρέπει να συνδέεται (καταναγκαστικά) με την εξαγωγή κάποιας πληροφορίας – αυτή θα προκύψει αβίαστα μέσα από τη διαδικασία.
  • Παίζουμε χωρίς να εκβιάζουμε κάποια χρησιμοθηρική σκοπιμότητα.
  • Η ουσιώδης διαφορά μεταξύ παιχνιδιού-εργασίας είναι ότι το παιχνίδι είναι εθελοντικό. Δεν έχει προκαθορισμένη μέθοδο και προκαθορισμένο, αναμενόμενο αποτέλεσμα.

 

Τα οφέλη του παιχνιδιού:

  • Συμβάλλει στην εγκεφαλική ανάπτυξη του παιδιού.
  • Βοηθά το παιδί να εξερενήσει τον κόσμο του.
  • Μέσα από αυτό παιδί δοκιμάζει σενάρια υλοποίησης ιδεών.
  • Αναπτύσσει τις δεξιότητες του παιδιού.
  • “Ακονίζει” τη φαντασία του.
  • Κατευθύνει το παιδί να αναπτύξει την ικανότητα επίλυσης προβλημάτων.

Αφιερώστε χρόνο για παιχνίδι με το παιδί σας, χωρίς άγχος, αλλά με όρεξη και φαντασία!

Υπάρχει Άγιος Βασίλης; Τι λέμε στα παιδιά;

Οι πιο γιορτινές ημέρες του χρόνου είναι αναμφίβολα τα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά. Η φιγούρα του Άγιου Βασίλη δεν λείπει από κανένα χριστουγεννιάτικο στολισμό και φυσικά τον λατρεύουν αν όχι όλα, τα περισσότερα παιδιά σε ολόκληρο τον πλανήτη.

Τί λέμε στα παιδιά για τον Άγιο Βασίλη; Υπάρχει τελικά ή όχι; Είναι σωστό να λέμε ψέματα στα παιδιά μας;

Καταρχάς εάν μεταφέρουμε στο παιδί ότι υπάρχει κάπου μακριά ένας Άγιος ο οποίος κάθε χρόνο φέρνει δώρα σε όλα τα παιδιά του κόσμου κλπ δεν πρόκειται για ψέμα αλλά για ένα παραμύθι ή μια μαγική ιστορία η οποία φαίνεται ότι την λατρεύουν τα παιδιά γιατί ουσιαστικά μεταφέρεται στο σπίτι μια μαγική και φανταστική εικόνα την οποία τα παιδιά έχουν ανάγκη και τα κάνει ιδιαίτερα χαρούμενα.

Τα μικρά παιδιά (2-6 χρονών) σύμφωνα με τα στάδια ανάπτυξης του Piaget βρίσκονται στο στάδιο της προσυλλογιστικής νοημοσύνης όπου το παιδί χρησιμοποιεί σύμβολα και έχει κάποια μορφή σκέψης χωρίς όμως να μπορεί να αποκεντρωθεί από τις αντιληπτικές εικόνες και να προβεί σε λογική σκέψη, δηλαδή δεν μπορούν να ξεχωρίσουν το φανταστικό από το πραγματικό. Γι’ αυτό και κάθε φορά που βλέπουν έναν Άγιο Βασίλη στο δρόμο, στη τηλεόραση ή σε ένα εμπορικό κέντρο δεν μπορούν να καταλάβουν ότι πίσω από την στολή βρίσκεται άλλος άνθρωπος κάθε φορά και ότι είναι αδύνατον σε μια βραδιά να ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο και να μοιράζει δώρα σε κάθε σπίτι. Όλη αυτή η φανταστική ιστορία όχι μόνο δεν κάνει κακό στο παιδί μας αλλά το βοηθάει να αναπτύξει την φαντασία του να ονειροπολήσει να μαγευτεί και να παίξει. Μεγαλώνοντας και φεύγοντας από το στάδιο της προσυλλογιστικής νοημοσύνης, γύρω στα 6-7 του χρόνια, η ιστορία αυτή το βοηθάει να αναπτύξει την κριτική του σκέψη και να αρχίσει την αμφισβήτηση.

Σε αυτή τη περίπτωση δεν φανερώνουμε στο παιδί ότι δεν υπάρχει Άγιος Βασίλης και να επικεντρωθούμε στο ”ψέμα” απογοητεύοντας το, αλλά μπορούμε να αφήσουμε το παιδί να κάνει τη δική του αναζήτηση και να ενδιαφερθούμε να μάθουμε τη δική του άποψη, ρωτώντας το για παράδειγμα ”γιατί ρωτάς;” ή ”εσύ τι πιστεύεις;”. Αυτές οι ερωτήσεις μπορούν να αποτελέσουν τροφή για πολύ ενδιαφέρουσες συζητήσεις ανάμεσα στα παιδιά και στους γονείς.

Άλλωστε η ιστορία του Άγιου Βασίλη θα μπορούσε να αποτελέσει και μια πολύ όμορφη πρόφαση στην προσπάθειά των γονιών να διδάξουν στα παιδιά τους αξίες και αρχές, να τους καλλιεργήσουν την επιθυμία να βελτιώνουν τη συμπεριφορά τους, να τα ενθαρρύνουν να ονειρεύονται ένα καλύτερο μέλλον, να προσδοκούν πράγματα και να προσπαθούν γι’ αυτά καθώς και να αναπτύξουν την αίσθηση και την ανάγκη για κοινωνική προσφορά.

 

Στον δυτικό κόσμο η ιστορία του Άγιου Βασίλη είναι βασισμένη στη ζωή του Αγίου Νικολάου ο οποίος δώρισε την περιουσία του για την προστασία των φτωχών και των απόρων ιδρύοντας νοσοκομεία και διάφορα φιλανθρωπικά ιδρύματα, ενώ στη χώρα μας ταυτίζεται με την ιστορία του Μέγα Βασίλειου από την Καισαρεία, που ίδρυσε και λειτούργησε ένα κοινωνικό φιλανθρωπικό σύστημα. Έτσι θα ήταν καλό να επικεντρωθούμε περισσότερο στην ”έννοια” του Άγιου Βασίλη παρά στο να απαντήσουμε με ένα ”ναι” ή ένα ”όχι”. Δηλαδή,  αναφέρουμε στο παιδί μας την ιστορία του Μέγα Βασίλειου μεταφέροντας του την σημασία της προσφοράς και της αλληλεγγύης στη ζωή μας ειδικά αυτές τις γιορτινές ημέρες και εν καιρώ οικονομικής κρίσης.

Παράλληλα, καλό θα ήταν να του μεταφέρουμε ότι αυτό που έχει σημασία είναι να το θυμηθεί ο Άγιος Βασίλης και όχι η αξία ή το μέγεθος του δώρου που θα του φέρει. Αν παρόλα αυτά το παιδί μας ζητήσει ένα αρκετά ακριβό δώρο, μπορούμε να του εξηγήσουμε ότι αν ο Άγιος Βασίλης ξοδεύει τόσα χρήματα μόνο για ένα παιδί, δεν θα του μείνουν αρκετά χρήματα και για τα υπόλοιπα παιδιά του κόσμου και έτσι κάποια παιδιά δεν θα πάρουν δώρο φέτος.

Φυσικά, αυτό δε σημαίνει ότι αποθαρρύνουμε το παιδί μας από το να πιστεύει στον Άγιο Βασίλη ή στο να του γράψει ένα γράμμα ζητώντας του ένα δώρο. Χρειάζεται να το ενθαρρύνουμε και εάν το θέλει και αυτό να καθίσουμε μαζί του να γράψουμε ένα γράμμα. Ίσως τελικά εκπλαγούμε από αυτά που θα ζητήσει τελικά το παιδί. Πολλές φορές τα παιδιά κάθε άλλο παρά υλικά πράγματα ζητούν από τον Άγιο Βασίλη.

Μπορεί η ιδέα ότι υπάρχει Άγιος Βασίλης να κάνει καλό στα μικρά παιδιά όμως μπορεί σε κάποια να προκαλέσει φόβο ή τρόμο. Η σκέψη ότι ένας ηλικιωμένος σωματώδης άντρας έρχεται το βράδυ από την καμινάδα, τρώει τα μπισκότα και τις λιχουδιές που έχει στο σπίτι και αφήνει το δώρο κάτω από το δέντρο την ώρα που αυτό κοιμάται μπορεί να προκαλέσει άγχος, φόβο ή και τρόμο σε ένα μικρό παιδί. Μπορεί η ιστορία αυτή να ακούγεται όπως όλα τα παραμύθια και να φαίνεται χαριτωμένο με την μαγεία που έχει, όμως επειδή τα μικρά παιδιά έχουν αρκετή φαντασία μπορεί κάτι τέτοιο να φέρει άλλα αποτελέσματα. Οπόταν για να αποφύγουμε κάτι τέτοιο θα ήταν καλό να σκεφτούμε μια παραλλαγή της ιστορίας όπως για παράδειγμα, ότι ο Άγιος περνάει πάνω από κάθε σπίτι το βράδυ με το έλκηθρο και δια μαγείας αφήνει τα δώρα στο σπίτι του κάθε παιδιού. Έτσι ενισχύουμε την φαντασία του χωρίς το ενδεχόμενο να το φοβίσουμε.

Δείτε το στο slideshare.net

Μια συμβουλή για τα φετινά Χριστούγεννα!!

Φέτος αντί για ακριβά δώρα, λόγω κυρίως της οικονομικής κρίσης, και αντί να αισθάνεστε άγχος  πως θα καταφέρετε να αγοράσετε στο παιδί σας το ακριβό δώρο που ζήτησε, μπορείτε να αφιερώσετε ”ποιοτικό” χρόνο μαζί του στολίζοντας το χριστουγεννιάτικο δέντρο με στολίδια που θα φτιάξετε μαζί και φτιάχνοντας μαζί του γλυκά, μοσχοβολώντας όλο το σπίτι. Με αυτό τον τρόπο θα περάσετε περισσότερο χρόνο μαζί του (ποιοτικό χρόνο) κάτι που τα παιδιά στις μέρες μας έχουν πραγματικά ανάγκη και δυστυχώς εμείς οι ”μεγάλοι” συχνά το ξεχνάμε λόγω κυρίως των πολλών υποχρεώσεων που έχουμε κάθε μέρα.

Μεγαλώνοντας τα παιδιά φαίνεται ότι αυτό που μένει στη μνήμη τους για τις γιορτές δεν είναι τόσο τα δώρα που πήραν, όσο η ατμόσφαιρα που υπήρχε μέσα στο σπίτι, οι όμορφες εικόνες με την οικογένεια τους, τα συναισθήματα της οικογένειας, οι μυρωδιές από τα γλυκά, οι σχολικές Χριστουγεννιάτικες γιορτές με τα τραγουδάκια κλπ.

Κανένα ακριβό δώρο δεν μπορεί να είναι καλύτερο από μια ζεστή αγκαλιά, από τις όμορφες εικόνες και μυρωδιές και φυσικά από την αίσθηση ασφάλειας και προσοχής που μπορούν να προσφέρουν οι γονείς στα παιδιά τους.

 

 

Πώς να διδάξουμε στα παιδιά μας το πραγματικό νόημα των Χριστουγέννων.

noima xrtistougennon s

Υπάρχει μια περίοδος του έτους, η οποία έχει ξεχωριστή σημασία για όλους μας, αλλά ακόμη περισσότερο για τα μικρά παιδιά. Η περίοδος των Χριστουγέννων κρύβει μια μαγεία με πολλά φανερά, αλλά και κρυφά νοήματα, στα οποία οι ενήλικες συχνά δεν δίνουν μεγάλη σημασία, ενώ τα παιδιά, αντίθετα, μέσα από αυτά απορροφούν πληροφορίες, χωρίς καν να τις αναγνωρίζουν. Τα Χριστούγεννα είναι η ιδανική περίοδος να «αναζητήσουμε» τα συναισθήματά μας, μεταλαμπαδεύοντάς τα στα παιδιά μας. Μια ευκαιρία για εμάς, ένα σπουδαίο δώρο για τα παιδιά…

Υπάρχουν κάποια σημεία, στα οποία αξίζει να σταθούμε :

Α. Το νόημα του «δίνω» (η προσφορά)
Μία από τις πιο βαθιές έννοιες των Χριστουγέννων αποτελεί εκείνη της προσφοράς. Η ανιδιοτελής προσφορά αγάπης, φροντίδας και η παροχή υλικών και συναισθηματικών αγαθών προς τον συνάνθρωπο είναι μια έννοια, την οποία συχνά οι ρυθμοί της καθημερινότητας δεν μας επιτρέπουν να ακολουθούμε. Μέσα όμως από την προσφορά, μπορούμε να βελτιώσουμε πτυχές της προσωπικότητάς μας. Κι αυτό αποτελεί ένα χρήσιμο «μάθημα» και για τα παιδιά μας.

Σε αυτά τα πλαίσια έγκειται και η έννοια της φιλανθρωπίας, μέσω της προσφοράς μας σε λιγότερους τυχερούς συνανθρώπους μας. Ένα σκέπασμα, λίγα χρήματα ή ακόμη και μόνο μια καλή κουβέντα, αρκεί πολλές φορές για να απαλύνει τον πόνο τους.
Μπορείτε, αν θέλετε, να τους μιλήσετε για το συναίσθημα του να «δίνω, χωρίς να περιμένω αντάλλαγμα», φέρνοντας ως παράδειγμα την φροντίδα και το καταφύγιο που παρείχαν οι απλοί βοσκοί στον Χριστό, κατά τη γέννησή του μέσα στη φάτνη και εξηγώντας τους ότι ακόμη και μέσα από μια μικρή και απλή προσφορά, μπορεί να προκύψει κάτι σπουδαίο.

Β. Το νόημα του «παίρνω» (το δώρο)

Εδώ, εκείνο στο οποίο θα πρέπει να δώσουμε σημασία είναι ο λόγος για τον οποίο το παιδί θα λάβει ένα δώρο. Συνήθως, τα παιδιά συνδυάζουν τα δώρα ως ανταμοιβή για μια καλή πράξη. TSD rev 1.9 explanatory guidance document_EL TSD rev 1.9 explanatory guidance document_ELΈνας καλός βαθμός στο σχολείο ή ένα καθαρό υπνοδωμάτιο, μπορεί να σηματοδοτεί και την αγορά ενός δώρου από τους γονείς. Τα δώρα όμως των Χριστουγέννων δεν αντιστοιχούν σε μια «καλή πράξη», οπότε για ποιόν λόγο τα λαμβάνουν;
Τα παιδιά είναι ευκαιρία να κατανοήσουν ότι το δώρο δεν κρίνεται από την ανταλλακτική του αξία, αλλά προσφέρεται από καρδιάς και συμβολίζει την έμπρακτη αγάπη και την έγνοια του ενός για τον άλλον.
Αν θέλετε, μπορείτε να συζητήσετε με τα παιδιά σχετικά με τα δώρα που έφεραν οι τρείς μάγοι στον μικρό Χριστό, με αφορμή την γέννησή του. Δεν περίμεναν κάποιο αντάλλαγμα, αντίθετα η πράξη τους ήταν από μόνη της ανιδιοτελής.

Γ. Το νόημα της ενότητας της οικογένειας

Την περίοδο των εορτών, η οικογένεια συνηθίζει να συγκεντρώνεται όλη μαζί για να γιορτάσει τη γέννηση του Χριστού. Μικροί και μεγάλοι παραμερίζουν, για λίγες ημέρες, τις υποχρεώσεις τους και φροντίζουν να ζήσουν στιγμές θαλπωρής με τα αγαπημένα τους πρόσωπα. Συχνά, οι αντιξοότητες της ζωής, δεν μας αφήνουν να χαρούμε τις στιγμές και αυτό μεταφέρεται και στην ψυχολογία των παιδιών.
Αναφέροντας, αν επιθυμείτε, το παράδειγμα της γέννησης και των δυσκολιών που συνάντησαν μέχρι να βρουν καταφύγιο στη φάτνη, μπορείτε να διδάξετε στα παιδιά ότι η ενότητα της οικογένειας παραμένει πάντα μέσα στις καρδιές μας, όσο δύσκολες και αν είναι οι συνθήκες που χρειάζεται να αντιμετωπίζουμε κάθε φορά στη ζωή μας.

Δ. Το νόημα της μεταδοτικότητας του πνεύματος των Χριστουγέννων

Την παραμονή των Χριστουγέννων, κυρίως παλιότερα, οι δρόμοι γέμιζαν παιδιά, τα οποία επισκέπτονταν τα γειτονικά σπίτια, για να τραγουδήσουν τα κάλαντα, ενημερώνοντας για το γεγονός της γέννησης του Χριστού. Ένα χαρμόσυνο γεγονός, το οποίο σημασιολογικά φέρει μαζί την ελπίδα ενός καλύτερου μέλλοντος. Τα παιδιά υμνώντας τη γέννηση του Χριστού γεμίζουν χαρά, ενέργεια και προσμονή για το αύριο.

Τα εννέα είδη νοημοσύνης και πώς διακρίνονται

Το 1983 ο Howard Gardner στο βιβλίο του «Frames of Mind», διατύπωσε τη θεωρία της πολλαπλής νοημοσύνης, σύμφωνα με την οποία η νοημοσύνη κάθε ανθρώπου χωρίζεται σε εννιά (τουλάχιστον) τομείς, οι οποίοι εδράζουν σε διαφορετικά σημεία του εγκεφάλου

Σαφώς και τα εννιά είδη είναι σημαντικά, και συνεργάζονται, αλλά κάθε άνθρωπος έχει έναν διαφορετικό «χάρτη κατανομής» ευφυΐας, και αυτό τον κάνει τόσο διαφορετικό. Η ευφυΐα μας (ή οι ευφυΐες μας) δεν είναι κάτι παγιωμένο, αλλά αναπτύσσεται όσο μαθαίνουμε και «δουλεύουμε» με αυτήν (αυτές).

Αρχικά ο Gardner είχε ξεχωρίσει επτά είδη νοημοσύνης, αλλά σε επόμενα βιβλία του πρόσθεσε άλλες δύο φτάνοντας τις εννέα. Σε αυτές λίγο αργότερα προστέθηκε και η συναισθηματική νοημοσύνη που έτυχε ευρείας αποδοχής. Δείτε τα εννέα είδη νοημοσύνης όπως τα δημοσιεύει το sanejoker:

  • Λεκτική / γλωσσική νοημοσύνη
  • Λογικό-μαθηματική νοημοσύνη
  • Σωματική-κιναισθητική νοημοσύν
  • Μουσική νοημοσύν
  • Διαπροσωπική νοημοσύν
  • Ενδοπροσωπική νοημοσύν
  • Χωρική νοημοσύν
  • Υπαρξιακή νοημοσύν
  • Φυσιοκρατική νοημοσύνη

Αναλυτικότερα:

1) Λεκτική / γλωσσική νοημοσύνη (Verbal Linguistic Intelligence)

Αυτή έχει να κάνει με την ικανότητα στο γραπτό και το προφορικό λόγο (και ίσως μετά από λίγο καιρό να προκύψουν δύο είδη νοημοσύνης από αυτήν), στην εκμάθηση γλωσσών, στην απομνημόνευση λέξεων και εννοιών, καθώς και στην κατανόηση των λεπτών διαφορών ανάμεσα στις έννοιες και την αφήγηση ιστοριών.
Ρήτορες και πολιτικοί, δικηγόροι και φιλόσοφοι, ποιητές, συγγραφείς και φιλόλογοι, την κατέχουν στον ύψιστο βαθμό. Οι εξαιρέσεις, όπως ο Γεώργιος Α. Παπανδρέου, επιβεβαιώνουν τον κανόνα.

Παραδείγματα ανθρώπων με υψηλό δείκτη γλωσσικής νοημοσύνης: Δημοσθένης, Λυσίας, Σαίξπηρ, Τζόις, Ελύτης.

2) Λογικό-μαθηματική νοημοσύνη (Logical- Mathematical Intelligence)

Αυτοί οι άνθρωποι κατανοούν καλύτερα όχι μόνο τους αριθμούς, αλλά και τις σχέσεις ανάμεσα στα φαινόμενα, φυσικά, κοινωνικά, οικονομικά. Έχουν ιδιαίτερες ικανότητες συλλογισμού πάνω στο ειδικό και την αναγωγή του στο γενικό, και μπορούν να πειραματίζονται με απόλυτα ελεγχόμενο τρόπο.

Στη σημερινή εποχή θα μπορούσαμε να τους χαρακτηρίσουμε και τεχνοκράτες, αφού νοιάζονται μόνο για τους αριθμούς και το χειρισμό αντικειμένων και συμβόλων, και δε δίνουν δεκάρα τσακιστή για τα συναισθήματα και τα πάθη –των ανθρώπων και των εθνών.

Παραδείγματα ανθρώπων με υψηλό λογικομαθηματική νοημοσύνη: Αρχιμήδης, Νεύτωνας.

3) Σωματική-κιναισθητική νοημοσύνη (Bodily-Kinesthetic Intelligence)

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της νοημοσύνης είναι οι χρυσαυγίτες και ο Μπρους Λη. Ξέρουν να χειρίζονται πολύ καλά το σώμα τους και να δέρνουν όποιον βρεθεί μπροστά τους.

Αν όμως ξεφύγουμε από την πολιτική, θα δούμε ότι οι αθλητές, οι χορευτές και… οι ηθοποιοί (όσο παράδοξο και να φαίνεται αυτό) είναι οι πρωταθλητές της κιναισθητικής νοημοσύνης.

Οι «κιναισθητικοί» άνθρωποι είναι, πιθανότατα, οι πιο παρεξηγημένοι. Ειδικά ως παιδιά, που δεν αντέχουν δευτερόλεπτο να κάθονται στην καρέκλα και απεχθάνονται το διάβασμα. Οι δάσκαλοι τους αντιμετωπίζουν ως τα στουρνάρια της τάξης και οι γονείς τους απογοητεύονται που το παιδί τους «δεν τα παίρνει τα γράμματα». Αλλά αν αφεθούν σε ανοιχτό χώρο κανείς δεν μπορεί να τους σταματήσει.

Δεν είναι παράξενο που κάποιοι από τους πιο γνωστούς Αμερικανούς ηθοποιούς, όπως ο Μάρλον Μπράντο, ο Αλ Πατσίνο και ο Τζόνι Ντεπ, ποτέ δεν τέλειωσαν το σχολείο.

4) Μουσική νοημοσύνη (musical intelligence)

Γι’ αυτή δε χρειάζεται να πούμε πολλά. Οι άνθρωποι που την έχουν σε υψηλό βαθμό ξεχωρίζουν από την παιδική τους ηλικία και συνήθως γίνονται μονομανείς –όχι άδικα, αφού η μουσική είναι η ύψιστη μορφή ανθρώπινης τέχνης, όπως λένε κάποιοι.
Ο Μότσαρτ είναι το απόλυτο παράδειγμα μουσικής μεγαλοφυΐας, αλλά αν παρατηρήσεις τα χέρια του Στίβι Γουόντερ ή του Glenn Gould καθώς παίζουν, μπορείς να συμπεράνεις ότι κατέχουν και υψηλή κιναισθητική νοημοσύνη.

Όπως προείπαμε τα είδη νοημοσύνης συνεργάζονται και συνυπάρχουν: Μουσική-ρυθμός, μουσική-μαθηματικά.

5) Διαπροσωπική νοημοσύνη (interpersonal intelligence)

Αυτή δε χρειάζεται ορισμούς. Αρκεί να αναφέρουμε δύο άτομα που την είχαν στον ύψιστο βαθμό: Μαχάτμα Γκάντι, Αδόλφος Χίτλερ.

Είναι η νοημοσύνη της ηγεσίας. Να καταλαβαίνεις τους άλλους και να τους ωθείς για να εκφράσουν το χειρότερο ή τον καλύτερο τους εαυτό. Υψηλή διαπροσωπική νοημοσύνη έχει και ο πωλητής που σε κάνει να αγοράσεις ό,τι εκείνος θέλει, καθώς και ο δάσκαλος που καταφέρνει να διαμορφώσει προσωπικότητες.

6) Ενδοπροσωπική νοημοσύνη (Intrapersonal intelligence)

Αυτή είναι η ικανότητα της προσωπικής γνώσης, της αυτογνωσίας, του «γνώθι σαυτόν». Συνήθως πρόκειται για άτομα εσωστρεφή που προτιμούν να εργάζονται ατομικά. Είναι σχολαστικά και εμβαθύνουν στα πάντα με ενοχλητική αυταρέσκεια. Μαθαίνουν καλύτερα όταν επικεντρώνονται σε ένα συγκεκριμένο θέμα μόνοι τους και είναι τελειομανείς.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του ανθρώπου είναι ο Σίγκμουντ Φρόιντ.

7) Χωρική νοημοσύνη (spatial intelligence)

Τα άτομα με χωρική νοημοσύνη μπορούν να παρατηρούν και να χειρίζονται τάσεις, ισορροπίες και συνθέσεις. Έχουν πολύ καλό προσανατολισμό στο χώρο και προσαρμόζονται άμεσα στις αλλαγές του περιβάλλοντος χώρου.
Και ενώ οι άντρες θεωρούνται καλύτεροι οδηγοί και πιλότοι, η πραγματικότητα δείχνει το αντίθετο, αφού δεν υπάρχει άντρας που να θυμάται που άφησε τις παντόφλες του.

Οι «χωρικοί» λειτουργούν οπτικά και παραστατικά, με καλλιτεχνικές τάσεις και πολύ συχνά μπορούν να θεωρούν τα πράγματα από διαφορετική οπτική γωνιά.
Παραδείγματα ανθρώπων με αυξημένη αυτού του είδους την νοημοσύνη είναι ο Πικάσο, ο Ροντέν, ο Αϊζενστάιν και ο Ταραντίνο.

8) Υπαρξιακή νοημοσύνη (existential Intelligence)

Αυτή την νοημοσύνη κατέχουν οι άνθρωποι που προβληματίζονται με τα θέματα ύπαρξης και ανυπαρξίας, καλού και κακού, σωστού και λάθους, με μια σταθερή τάση να διευρύνουν τα πλαίσια της ανθρώπινης σκέψης.
Χαρακτηριστικοί τύποι ατόμων με υψηλή υπαρξιακή νοημοσύνη είναι ο Σωκράτης και ο Κομφούκιος.

9) Φυσιοκρατική νοημοσύνη (Naturalistic intelligence)
Είναι η νεότερη νοημοσύνη, η οποία προστέθηκε στη θεωρία το 1993. Αλλά θεωρείται ως η πιο αρχαία, αφού συνδέεται με την ικανότητα των προϊστορικών προγόνων μας, να διαχωρίζουν τα βρώσιμα από τα δηλητηριώδη φυτά και να μαθαίνουν για τη φύση που τους περιβάλλει.

Οι «φυσιοκράτες» είναι πρακτικοί άνθρωποι που αρέσκονται στις συλλογές και στην άμεση επαφή με το φυσικό κόσμο. Πολύ καλοί ως μάγειρες και ως χημικοί, αφού «διαισθάνονται» και γνωρίζουν τη φύση κάθε υλικού. Πάντα φιλόζωοι –εκτός κι αν είναι κυνηγοί- μπορούν να καταλάβουν πιο γρήγορα τις αλλαγές στον καιρό ή στο φυσικό μας περιβάλλον.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα της φυσιοκρατικής νοημοσύνης, πιθανότατα πιο μεγαλοφυής και από το Μότσαρτ, είναι ο Κάρολος Δαρβίνος.