Εκπαιδευτικό Υλικό
ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΧΑΡΤΗ
Χωρίς αμφιβολία ο Χάρτης είναι ένα πολύ σημαντικό έγγραφο, όχι όμως χωρίς αδυναμίες. Οι αντιδράσεις των πολιτών και των οργανώσεων υπήρξαν ποικίλες: Οι φεντεραλιστές αρχικά φοβήθηκαν ότι πρόθεση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ήταν να εγκρίνει τον Χάρτη για να αποφύγει το Σύνταγμα. Οι ευρωσκεπτικιστές είπαν ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν χρειάζονται θεσμοθέτηση. Άλλοι σκέφτηκαν, ότι έπρεπε να δοθεί έμφαση στο ότι η ιθαγένεια συνεπάγεται και υποχρεώσεις, πέραν των δικαιωμάτων, ενώ πολλοί νομικοί διατύπωσαν την άποψη ότι θα υπάρξει σύγχυση αρμοδιοτήτων ανάμεσα στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και στο Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Οι υποστηρικτές του Χάρτη τονίζουν ότι η άγνοια των πολιτών για τα δικαιώματά τους που απορρέουν από τις Συνθήκες, ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για την αντίθεσή τους στην Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και γι’ αυτό βλέπουν τον Χάρτη σαν θεμέλιο της ευρωπαϊκής ιθαγένειας και της κοινής ευρωπαϊκής ταυτότητας. Οι επικριτές διατείνονται ότι ο Χάρτης υποστηρίζει αμφιλεγόμενες αξίες, όπως είναι η κατάργηση της θανατικής ποινής, η προτεραιότητα που δίνει στη βιομηχανική στρατηγική έναντι της ανθρώπινης ζωής στην έρευνα για τα έμβρυα, καθώς και η νομική αναγνώριση διαφορετικών μορφών γάμου και οικογένειας.
Οι ΜΚΟ τονίζουν ότι η σύγκριση με τα ισχύοντα δικαιώματα δείχνει τα μεγάλα κενά του Χάρτη και παρά τις πιέσεις που άσκησαν δεν κατάφεραν να διευρύνουν τα δικαιώματα. Η Επιτροπή Δικαιωμάτων των Γυναικών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, για παράδειγμα, καθώς και το Ευρωπαϊκό Λόμπι των Γυναικών έδωσαν πολύ σκληρή μάχη προκειμένου να συμπεριληφθεί η ισότητα των φύλων και σε άλλους τομείς πέραν του χώρου εργασίας(άρθρο 23). Μια από τις αδυναμίες του Χάρτη είναι ότι κάνει διάκριση ανάμεσα στα «δικαιώματα » και τις «αρχές». Αυτή η ατυχής εξέλιξη θα έχει σαν αποτέλεσμα την κατηγοριοποίηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων σε περισσότερο και λιγότερο σημαντικά, με σοβαρές συνέπειες στην ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων (Human Rights and Democracy NGO Network, Nov. 2004).
Είναι πολύ θετικό, ωστόσο, ότι ο Χάρτης αντιμετωπίζει σύγχρονα προβλήματα που απορρέουν από τη χρήση των νέων τεχνολογιών και τη γενετική μηχανική αναγνωρίζοντας δικαιώματα που αφορούν στη προστασία των προσωπικών δεδομένων ή δικαιώματα που συνδέονται με την βιοηθική (απαγόρευση ευγονικών πρακτικών και αναπαραγωγικής κλωνοποίησης καθώς και της μετατροπής του ανθρώπινου σώματος σε πηγή κέρδους). Απαντά επίσης στις νόμιμες απαιτήσεις για διαφάνεια και αντικειμενικότητα στη λειτουργία της διοίκησης της ΕΕ, αναγνωρίζοντας στους πολίτες το δικαίωμα πρόσβασης στους Κοινοτικούς θεσμούς και στα έγγραφα.
Ένα άλλο πολύ θετικό στοιχείο του Συντάγματος είναι η δυνατότητα που δίνει σε απλούς πολίτες προσφυγής στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για πράξεις της ΕΕ.
Ο ΧΑΡΤΗΣ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ
Η ενσωμάτωση του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων στο κυρίως κείμενο του Συντάγματος ικανοποίησε το αίτημα για ενίσχυση της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην Ένωση, μέσω της συνταγματικής κατοχύρωσής τους. Είναι πολύ σημαντικό ότι ο Χάρτης αποκτά νομική ισχύ, ξεφεύγοντας από το επίπεδο της απλής πολιτικής διακήρυξης. Ο Χάρτης αποτελεί έναν ενιαίο και συνεκτικό κατάλογο των θεμελιωδών δικαιωμάτων, που συνοψίζονται στους εξής τομείς:
- Αξιοπρέπεια
- Ελευθερίες
- Ισότητα
- Αλληλεγγύη
- Δικαιώματα πολιτών
- Δικαιοσύνη
Το περιεχόμενο του Χάρτη είναι ευρύτερο από το περιεχόμενο της ΕΣΔΑ η οποία περιορίζεται στα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, ενώ ο Χάρτης συμπεριλαμβάνει και άλλους τομείς, όπως είναι τα κοινωνικά δικαιώματα των εργαζομένων και η προστασία των προσωπικών δεδομένων.
ΤΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΕΕ
Οι αρχικές συνθήκες της ΕΕ δεν είχαν καμία αναφορά στα ανθρώπινα δικαιώματα. Για πρώτη φορά έγινε ρητή αναφορά στη Συνθήκη του Άμστερνταμ. Η απουσία αυτή δημιουργούσε πολλά προβλήματα και θεωρήθηκε μέρος του δημοκρατικού ελλείμματος της Κοινότητας. Τελικά, επειδή πολλές κοινοτικές πράξεις αφορούσαν στα ανθρώπινα δικαιώματα, τέθηκε το ζήτημα της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε Κοινοτικό επίπεδο, αλλά και για έναν επιπλέον λόγο: Ακόμη και στη περίπτωση που τα δικαιώματα προστατεύονταν από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο δεν μπορούσε να δεχθεί προσφυγές εναντίον των ευρωπαϊκών θεσμών, αφού η Κοινότητα δεν έχει προσχωρήσει στη Σύμβαση. Σε αυτές τις περιπτώσεις, προκειμένου να αντιμετωπισθούν τα προβλήματα και ελλείψει κάθε σχετικής πρόβλεψης από τις Συνθήκες, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο προσέφερε τις εναλλακτικές λύσεις. (Dolores Morondo, 2003, “Europe and Human Rights” University of Urbino, σελ.92)
Μέχρι σήμερα, δηλαδή, η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ένωση γίνεται με βάση κυρίως τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, που ανήγαγε την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε μέρος των γενικών αρχών δράσης της Ένωσης και του Κοινοτικού Δικαίου. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο προκειμένου να υρερασπισθεί αυτά τα δικαιώματα έκρινε ότι μπορεί να βασισθεί στις συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών και στις διεθνείς συμβάσεις τις οποίες τα κράτη μέλη έχουν υπογράψει. Ωστόσο αυτή η ερμηνεία συχνά δημιουργούσε προβλήματα,
Οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου αντανακλούν τόσο τους περιορισμούς της ευρωπαϊκής υπερεθνικότητας, όσο και την έλλειψη ουσιαστικού διαλόγου επί των αξιών. Το Δικαστήριο συχνά επιδίδεται σε δικαστικό ακτιβισμό και ασκεί ακόμη και κοινωνική πολιτική, σε περιπτώσεις που δεν υπάρχει κοινοτική νομοθεσία. (Amitai Etzioni, 2001, Political Unification-revisited, σελ. xxxiv).
Για όλους αυτούς τους λόγους στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Κολωνίας, τον Ιούνιο του 1999 τέθηκε επιτακτικά η ανάγκη για ένα κατάλογο θεμελιωδών δικαιωμάτων. Η Σύνοδος ανέθεσε αυτό το έργο στη Συντακτική Συνέλευση, ένα αντιπροσωπευτικό όργανο 62 μελών. Η καθαυτό σύνθεση της Συνέλευσης υπήρξε από κάθε άποψη αξιόλογη καινοτομία. Πρέπει να τονιστεί ότι για πρώτη φορά επικράτησαν κατά την επεξεργασία ενός καταστατικού κειμένου της Ένωσης συνθήκες πλήρους δημοσιότητας και διαφάνειας (Γιώργος Παπαδημητρίου, 2002, «Η Συνταγματοποίηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης», εκδ. Παπαζήση, σελ.63)
Η ιστορία της Διακήρυξης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων
Αποτέλεσμα των συνεπειών του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου
Η Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στις 10 Δεκεμβρίου του 1948, ήταν το αποτέλεσμα των συνεπειών του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Με τη λήξη του πολέμου και τη δημιουργία των Ηνωμένων Εθνών, η διεθνής κοινότητα ορκίστηκε να μην ξανασυμβούν ποτέ στο μέλλον οι αγριότητες και η κτηνωδία που προκάλεσε αυτός ο φονικός πόλεμος (60 εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους – 20 εκατ. στρατιώτες και 40 εκατ. άμαχοι).
Η Γενική Συνέλευση
Οι ηγέτες του κόσμου αποφάσισαν να συμπληρώσουν τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών με ένα οδικό χάρτη που θα εγγυάτο τα δικαιώματα για όλους τους ανθρώπους παντού στον κόσμο. Το κείμενο που είχαν κατά νου, και το οποίο αργότερα αποτέλεσε την Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ήρθε στην πρώτη συνεδρίαση της Γενικής Συνέλευσης το 1946. Η Γενική Συνέλευση επανεξέτασε το προσχέδιο και το παρέπεμψε στο Οικονομικό και Κοινωνικό Συμβούλιο το οποίο εξουσιοδότησε την Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων να συντάξει και να επεξεργαστεί έναν κατάλογο δικαιωμάτων. Το κύριο μέλημα της επιτροπής ήταν να ξεκαθαρίσει ποια δικαιώματα θα αναφέρονταν και τη νομική φύση του εγγράφου που θα προέκυπτε.
Η Ελεάνορ Ρούζβελτ
Η Επιτροπή, στην πρώτη της συνεδρίαση στις αρχές του 1947, εξουσιοδότησε τα μέλη της να συντάξουν «ένα προσχέδιο της Διεθνούς Λίστας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων». Αργότερα την εργασία ανέλαβε μια συντακτική επιτροπή που την απάρτιζαν μέλη της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων από 9 χώρες, που είχαν επιλεγεί με γεωγραφικά κριτήρια. Επικεφαλής της Επιτροπής ήταν η Ελεάνορ Ρούζβελτ, χήρα του προέδρου των ΗΠΑ Φραγκλίνου Ρούζβελτ.
Ενα τεράστιο επίτευγμα
Το τελικό κείμενο ολοκληρώθηκε σε λιγότερο από δύο χρόνια. Στις 10 Δεκεμβρίου 1948 η Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου υιοθετείται από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, με ψήφους
- 48 υπέρ,
- 0 κατά και
- 8 αποχές (όλο το σοβιετικό μπλοκ κρατών, η Νότια Αφρική και η Σαουδική Αραβία). Είναι σημαντικό ότι καμία από τις χώρες που αντιπροσωπεύονταν στην Γενική Συνέλευση δεν ψήφισε ενάντια στη Διακήρυξη και ότι ακόμη και αυτές που απείχαν από την τελική ψηφοφορία, είχαν συμμετάσχει και συνεργαστεί στις ενδιάμεσες διαδικασίες σύνταξης. Σε μια εποχή όπου κόσμος είχε χωριστεί στο Δυτικό και Ανατολικό μπλοκ, το να βρεθεί ένας κοινός τόπος επί της ουσίας του κειμένου αποδεικνύει ότι ήταν ένα τεράστιο επίτευγμα.