no rotate image set no rotate image set no rotate image set no rotate image set

Ιστορική παρουσίαση του Αρχαίου Θεάτρου Αιγείρας

Συγγραφέας: | 8 Μαΐου 2015
| 1 σχόλιο |

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΑΙΓΕΙΡΑΣ

Η αρχαία Αιγείρα υπήρξε μία από τις σημαντικότερες πόλεις της Αχαΐας και της Αχαϊκής Συμπολιτείας. Βρισκόταν ανατολικά της σημερινής κοινότητας Αιγείρος, πάνω στο λόφο ”Παλιόκαστρο” που έχει υψόμετρο 650 μ. και ο κεντρικός οικισμός της ήταν οχυρωμένος με ισχυρά τείχη .Με την αρχαία Αίγειρα, η οποία υπήρχε και πριν από την εποχή του Ομήρου έχουν ασχοληθεί πολλοί από τους αρχαίους συγγραφείς, οι οποίοι την εντοπίζουν μεταξύ Σικυώνος και Αιγίου. Κατά την ομηρική περίοδο ήταν γνωστή ως Υπερησίη και με το όνομα αυτό αναφέρεται από τον Όμηρο στον κατάλογο των πλοίων που έλαβαν μέρος μαζί με άλλες Αχαϊκές πόλεις, στην εκστρατεία της Τροίας. Το όνομα Υπερησίη, και κατά τον Παυσανία Υπηρησία, διατηρήθηκε στην αρχαία Αίγειρα για πολλούς αιώνες και κατά τον αρχαιολόγο OTTO WALTER μέχρι την 23η Ολυμπιάδα, το 688 π.Χ .Κατά τον ALZINGER οι πρώτοι άνθρωποι εγκαταστάθηκαν σ’αυτήν, την 3η χιλιετία π.Χ. στην πρωτοελλαδική περίοδο. Την παρουσία τους μαρτυρούν θραύσματα κεραμικής που βρέθηκαν στις ανασκαφές, στα κατώτερα στρώματα .Όπως αναφέρει ο Παυσανίας, η Υπερησία πήρε το όνομα Αίγειρα όταν κατοικούσαν εκεί οι Ίωνες και έκαναν επιδρομή οι Σικυώνιοι εναντίον της. Τότε οι κάτοικοι για να αμυνθούν αποτελεσματικά και επειδή ήταν λίγοι, μάζεψαν όλες τις γίδες (αίγες) της περιοχής και αφού τους άναψαν τα δαδιά που είχαν τοποθετήσει στα κέρατά τους τις εξαπέλυσαν εναντίον των Σικυωνίων, οι οποίοι φοβήθηκαν και έφυγαν. Έτσι επειδή οι Υπερησίες σώθηκαν από τις γίδες (αίγες) άλλαξαν το όνομα της πόλης τους σε Αίγειρα. Υπάρχουν όμως και εκείνοι που υποστηρίζουν ότι η αρχαία Αίγειρα πήρε το όνομα αυτό από ένα είδος Λεύκας, τους αιγείρους, οι οποίοι ήταν άφθονοι στην περιοχή κατά την αρχαιότητα. Μια τρίτη τέλος, εκδοχή για την προέλευση του ονόματος της αρχαίας Αίγειρας είναι και αυτή που αναφέρει ο Νικόλαος Παπανδρεάδης στο βιβλίο του ” Ιστορία και Λαογραφία της Ζαχόλης ”. Εκεί υποστηρίζει ότι πήρε το όνομά της από έναν άρχοντα από την Πάτρα, ονόματι Αίγειρο, ο οποίος αφού την κατέβαλε εβασίλευσε σ’ αυτήν και της έδωσε το όνομά του.

Επίσης ήταν μέλος της Ιωνικής δωδεκάπολης και σε αυτήν λατρευόταν η Αγροτέρα Αρτέμιδα και υπήρχε ιερό της στον αρχαίο δρόμο για την Πελλήνη. Υπήρχε επίσης άγαλμα του Δία φτιαγμένο από μάρμαρο Πεντέλης, άγαλμα της Αθηνάς, ναός της Αρτέμιδος, με αρχαία αγάλματα του Αγαμέμνονα και της Ιφιγένειας, αγάλματα του Ασκληπιού, του Σεράπιδος και της Ίσιδος και ιερό αφιερωμένο στον Απόλλωνα.

Αξιοζήλευτη ακμή – κλασική και ελληνιστική περίοδος

Η αρχαία Αίγειρα πέρασε περιόδους μεγάλης ακμής και ευημερίας. Τον 8ο αι. π.Χ. η Αίγειρα μαζί με τις υπόλοιπες αχαϊκές πόλεις, από την Πελλήνη στα δυτικά μέχρι και τη Δύμη στα ανατολικά, συνενώθηκαν στο “Κοινόν των Αχαιών”, την πρώτη ομοσπονδιακή ένωση της ανθρωπότητας, γνωστή και ως “Α΄ Αχαϊκή Συμπολιτεία”, με έδρα την Ελίκη. Η ένωση έφερε οικονομική ισχύ και στρατιωτική υπεροχή.

Από τον “χρυσό” 5ο αι. π.Χ. η πόλη χαρακτηρίζεται από αξιοσημείωτη οικονομική ανάπτυξη. Σημαντικά λατρευτικά οικοδομήματα δεσπόζουν στην περιοχή και οι Αιγειράτες δρέπουν τους καρπούς της άνθησης των κλασικών χρόνων.Η ελληνιστική περίοδος βρίσκει την Αίγειρα στο αποκορύφωμα της ακμής της. Το 280 π.Χ. η πόλη ιδρύει μαζί με τους υπόλοιπους Αχαιούς τη Β΄ Αχαϊκή Συμπολιτεία, με έδρα το Αίγιον. Λόγω της περίβλεπτης θέσης που κατείχε στο ανατολικό τμήμα της Αιγιάλειας, στα βόρεια του βουνού Ευρωστίνα, ο πλούτος της Αίγειρας ήταν ορατός τόσο από τις γειτονικές πόλεις της Κορινθίας όσο και από τις απέναντι, στη Στερεά Ελλάδα ευρισκόμενες αιτωλικές πόλεις. Έτσι πολλές φορές υπέστη εχθρικές επιδρομές, με πιο γνωστές εκείνες των Σικυωνίων αλλά και των Αιτωλών το 219 π.Χ. Μάλιστα οι τελευταίοι, σε αντίθεση με τους Σικυώνιους επιδρομείς που ηττήθηκαν κατά κράτος από τις αίγες, κατάφεραν να καταλάβουν έστω και προσωρινά την πόλη, στο πλαίσιο του Β΄ Συμμαχικού Πολέμου. Ο ιστορικός Πολύβιος περιγράφει με λεπτομέρεια τα γεγονότα: Οι Αιτωλοί υπό τους στρατηγούς Αλέξανδρο και Δωρίμαχο σχεδίαζαν από καιρό την επίθεση εναντίον της Αίγειρας, συγκεντρώνοντας για τον σκοπό αυτό μεγάλο αριθμό πλοίων και στρατιωτών στην πόλη Οιάνθεια, το σημερινό Γαλαξίδι της Φωκίδας. Εκμεταλλευόμενοι τις υπηρεσίες κάποιου Αιτωλού αυτόμολου που κατοικούσε στην Αίγειρα και γνώριζε τα “τρωτά” σημεία της οχύρωσής της, οι επιδρομείς επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά μέσα στη νύχτα και κατάφεραν να εξοντώσουν τους φρουρούς των τειχών κυριολεκτικά μέσα στον ύπνο τους. Η πόλη λεηλατήθηκε αλλά κατά τρόπο επιπόλαιο και ανορθόδοξο, γεγονός που έδωσε τη δυνατότητα στους αμυνόμενους Αιγειράτες να οχυρωθούν στο χώρο της αρχαίας ακρόπολης και να ανασυνταχθούν. Πολεμώντας με γενναιότητα για την πατρίδα τους, οι κάτοικοι της αχαϊκής πόλης αντιστάθηκαν στην τελική επίθεση των Αιτωλών και τους έτρεψαν σε φυγή. Με αυτόν τον τρόπο και με όπλο το θάρρος τους, οι Αιγειράτες κατάφεραν να σώσουν την πόλη τους, που είχαν χάσει προσωρινά από δική τους αμέλεια.Η πτώση των τειχών της πόλης οδήγησε στην οριστική εγκατάλειψη της ακρόπολης και στη μεταφορά του ιερού χώρου και του κέντρου της κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής της πόλης προς τον χώρο του θεάτρου, το οποίο είχε ήδη κτιστεί στην αρχική του μορφή το 280 π.Χ. στα πρότυπα όλων των μεγάλων θεάτρων της εποχής.

Παρακμή και ερήμωση

Υποστηρίζεται ότι η αρχαία πόλη της Αίγειρας καταστράφηκε από ισχυρό παλιρροϊκό κύμα, θεωρείται όμως πιο πιθανό να ισοπεδώθηκε από ισχυρό σεισμό. Όπως και να έχει, είναι απόλυτα εξακριβωμένο ότι η ανάπτυξη της περιοχής διήρκεσε μέχρι τον 4ο αι. μ.Χ. Από εκείνο το χρονικό σημείο η πόλη παρακμάζει σταδιακά ,και στην αρχή της πρωτοβυζαντινής περιόδου, η τοποθεσία της αρχαίας Αίγειρας εγκαταλείπεται και ερημώνει. Το 369 μ.Χ., επί αυτοκράτορα Αρκαδίου, η πόλη ακολουθεί την τύχη της υπόλοιπης βορειοδυτικής Πελοποννήσου, λεηλατείται από τους Γότθους του Αλάριχου και το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της εξοντώνεται. Η πόλη κυριολεκτικά εξαφανίζεται από τον χάρτη, όπως μαρτυρεί η εξαίρεσή της από τη βυζαντινή φορολογία, κατά τον Θεοδοσιανό Κώδικα. Οι εκχριστιανισμένοι βάρβαροι ισοπεδώνουν τα ελληνικά ιερά και διατάζουν τη δόμηση νέων κτισμάτων με τα αρχαία υλικά. Στην περιοχή σήμερα έχουν πράγματι αποκαλυφθεί διάφορα παλαιοχριστιανικά μνημεία και ναοί εκείνης της εποχής, όπως στη θέση “Μαύρα Λιθάρια”, όπου βρέθηκε ναός του 5ου αι. μ.Χ. δίπλα σε ρωμαϊκά λουτρά.

Κατά τη διάρκεια του ελληνικού μεσαίωνα, η κοινωνική ζωή της περιοχής μετατοπίζεται στα ορεινά μέρη της περιοχής, νότια από τη θέση της αρχαίας πόλης και η Αιγείρα “εξαφανίζεται” από τον χάρτη για χίλια πεντακόσια χρόνια…

ΤΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΤΩΝ ΑΝΑΣΚΑΦΩΝ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΑΙΓΕΙΡΑΣ

Οι πρώτες ανασκαφές στο χώρο της Αρχαίας Αίγειρας άρχισαν το 1916 από το Αυστριακό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο, το οποίο τις διενεργεί μέχρι και σήμερα .Τα αρχαιολογικά ευρήματα των μέχρι σήμερα ανασκαφικών ερευνών καλύπτουν το χρονικό διάστημα από το 3000 π.Χ. μέχρι τους αυτοκρατορικούς χρόνους της Ρώμης και σχεδόν μέχρι τον 4ο αιώνα μ.Χ. Από τις πρώτες μέρες, η έρευνα που γινόταν από τον Otto Walter στέφτηκε από εκπληκτική επιτυχία. Στις 31 Αυγούστου του 1916 βρέθηκε το μαρμάρινο κεφάλι αγάλματος του Δία. Κατά τον Παυσανία το άγαλμα αυτό ήταν έργο του περίφημου πλάστη Ευκλείδη από την Αθήνα, και πρέπει το ύψος του να ξεπερνούσε τα τρία μέτρα. Σε μεταγενέστερες έρευνες βρέθηκε και ο αριστερός βραχίονας του ιδίου αγάλματος και ένα δάκτυλο από το δεξί χέρι.

Η δεύτερη συνταρακτική ανακάλυψη του O.Walter ήταν το ” Κοίλον ” του θεάτρου της Αρχαίας Αίγειρας. Σύμφωνα με τον Wilhem Alzinger, ο οποίος συνέχισε τις έρευνες από το 1972 και πέρα, το θέατρο κατασκευάστηκε τον 5ο προς 4ο αιώνα π.Χ.

Στο χώρο των ανασκαφών έχουν βρεθεί επίσης μέρος των τοίχων της πόλεως, κλίβανος για αγγεία και θραύσματα αγγείων από το 3000 π.Χ., μαρμάρινες πλάκες στις οποίες είναι γραμμένο το διάταγμα του Ρωμαίου αυτοκράτορα Διοκλητιανού, πολλές επιγραφές και ονόματα. Στις ανασκαφές του 1972, στο βόρειο μέρος του θεάτρου αποκαλύφτηκε, όπως πιστεύει ο Alzinger, μέρος ναού του Δία. Το δάπεδό του είναι στρωμένο με ένα θαυμάσιο ψηφιδωτό από ποταμίσια χαλίκια και είναι διακοσμημένο με διάφορες παραστάσεις, όπως γύπες, κάνθαρους, έναν αετό που επιτίθεται σε φίδι και δύο αγγεία.

Από το 1989 ως και σήμερα οι ανασκαφές και οι έρευνες γίνονται από τον Αντώνιο Φάμπερ, αρχιτέκτονα και καθηγητή του Πανεπιστημίου της Βιέννης, Μους και από φοιτητές του Πανεπιστημίου.

14

ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΑΙΓΕΙΡΑΣ

Με θέα τον Κορινθιακό κόλπο σε υψόμετρο 350 μέτρα, βρίσκεται το Αρχαίο Θέατρο της Αιγείρας, κοντά στην ομώνυμη πόλη .Στα χρόνια της αχαϊκής συμπολιτείας θα πρέπει να κτίστηκε και το θαυμάσιο θέατρο, σε ένα χαμηλότερο πλάτωμα της βορινής πλαγιάς του βουνού. Το θέατρο αποτελεί ένα κανονικό κτήριο με την κεντρική ορχήστρα , τη σκηνή και το κοίλον με τα έδρανα ,το οποίο υποδιαιρείται σε διαζώματα με έντεκα το πολύ κερκίδες. Αξιοσημείωτο είναι ότι τα έδρανα του κοίλου λαξεύτηκαν στο βράχο που υπήρχε εκεί . Για λόγους σταθερότητας ήταν απαραίτητο να χρησιμοποιηθεί μία βραχώδης επέκταση αντί της ασταθούς μάργας. Από τη πρόσοψη του προσκηνίου που ήταν φτιαγμένο από πεσσούς και διακοσμημένο με ημικίονες, βρέθηκαν μέρη της θεμελίωσης, καθώς και ένα θραύσμα από κίονα στα βαθύτερα στρώματα. Διατηρείται το αποχετευτικό αυλάκι της ορχήστρας το οποίο είχε προβλεφτεί για να μαζεύει τα νερά της βροχής ολόκληρου του κοίλου και ο βορινός τοίχος της σκηνής με μια κεντρική πύλη, που στα ρωμαϊκά χρόνια την εντοίχισαν. Ο εσωτερικός χώρος ήταν χωρισμένος σε δύο κλίτη με μια σειρά πεσσούς αξονικά τοποθετημένων. Το μεγαλύτερο μέρος αυτών των κατασκευών καταστράφηκε κατά τη μετατροπή του οικοδομήματος της σκηνής στον 2ο αι. μ.Χ. Το νέο κτίσμα ανταποκρινόταν στα γούστα των ρωμαϊκών χρόνων. Δημιουργήθηκε μια τρίπατη σκηνή, που το αρχιτεκτονικό της διάκοσμο μαρτυρούν κατά κάποιο τρόπο τα λιγοστά λείψανα. Η πρόσοψη ήταν χωρισμένη σε τρεις ορόφους με προστατευτική στέγη. Το πάνω πάτωμα σε δωρικό ρυθμό, το μεσαίο σε ιωνικό και το κάτω σε κορινθιακό. Τη θέση του προσκηνίου από το οποίο στο ελληνικό θέατρο έβγαιναν οι ηθοποιοί στην ορχήστρα, σχήματος πετάλου, πήρε μια υπερυψωμένη βάση, το λογείο. Στο εξής οι ηθοποιοί έπαιζαν σε αυτό το υπερυψωμένο επίπεδο, όπως στο σύγχρονο θέατρο, που η σκηνή του βρίσκεται πάνω από την ορχήστρα. Στην αρχαιότητα εδώ εμφανιζόταν ο χορός, το σπουδαιότερο κομμάτι του δράματος. Το κτίσμα της τρίτης πρόσοψης της σκηνής χρονολογείται στα χρόνια του αυτοκράτορα Αδριανού (117μ.Χ.- 138μ.Χ.) χάρις σε ένα νόμισμα.

Βόρεια του θεάτρου κατασκευάστηκαν δυο ναΐσκοι. Πρόκειται για δύο ναούς διαφορετικού μεγέθους οι οποίοι ενώθηκαν με ενιαία πρόσοψη. Οι ναοί διαθέτουν έναν πρόναο ιωνικού ρυθμού, ο οποίος οδηγεί στο σηκό. Στον εκάστοτε σηκό υπάρχει από μία βάση για το λατρευτικό άγαλμα, η οποία γεμίζει το χώρο. Το δάπεδο του σηκού του δυτικού ναΐσκου διακοσμήθηκε με ένα ασπρόμαυρο ψηφιδωτό από χαλίκια : στην κεντρική εικόνα, η οποία πλαισιώνεται από διακοσμητικές ταινίες , παριστάνεται ένας αετός , ο οποίος κατασπαράζει ένα φίδι. Γενικά το μοτίβο αυτό παραπέμπει στη σφαίρα επιρροής του Δία

Προσεκτικά τοποθετημένο στο θεμέλιο της βάσης βρήκε ο Otto Walter κατά τη διάρκεια της σύντομής του ανασκαφής το γνωστό υπερφυσικό κεφάλι από πεντελικό μάρμαρο του Δία το οποίο σήμερα εκτίθεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Αυτό σημαίνει ότι στη βαση αυτού του ναού υπήρχε ένα υπερφυσικό άγαλμα όπου το κεφάλι ,τα χέρια και τα πόδια ήταν από μάρμαρο και το υπόλοιπο σώμα από ξύλο. Για το άγαλμα αυτό μαθαίνουμε από τον περιηγητή Παυσανία και σε συνδυασμό με το μοτίβο του αετού που κατασπαράζει ένα φίδι στο ψηφιδωτό , το οποίο παραπέμπει στον Δία καθιστούν φανερό ότι ο μεγαλύτερος ναΐσκος ήταν του Δία. Για τους άλλους ναΐσκους οι ιστορικές πηγές δεν μας παρέχουν στοιχεία για την ταύτιση τους με συγκεκριμένες λατρείες και ίσως ο ναός ανατολικά του Δια να είναι της Άρτεμης .

Στα βόρεια του θεάτρου βρίσκεται το λεγόμενο τυχείο το οποίο κτίστηκε κατά το 2ο αιώνα . Γύρω από μια κεντρική περίστυλη αυλή βρίσκονται μικροί κλειστοί χώροι μια στοά και μια πολυτελώς διαμορφωμένη εξέδρα. Αυτή η εξέδρα που χωρίζεται από το περιστύλιο με Ιωνικούς κίονες και περιφράσσεται με πλάκες ,διαθέτει μεγάλη βάση. Στο δάπεδο αυτού του χώρου βρέθηκε πεσμένη μια μεγάλη ενδεδυμένη μορφή. Παρόλο που το κεφάλι δεν έχει πλέον σωθεί ο W.Azinger μπόρεσε από λεπτομερειακές παρατηρήσεις να την ταυτίσει με την Τύχη μια θεότητα που λατρευόταν συχνά στην ελληνιστική περίοδο εγγυόταν την ευημερία και την καλή τύχη μιας πόλης. Στο συγκρότημα αυτό του θεάτρου μπορούμε να αναγνωρίσουμε το πολιτικό, θρησκευτικό και οικονομικό κέντρο το οποίο δημιουργήθηκε γύρω στα 280 π.Χ

13

το κείμενο επιμελήθηκε η ομάδα των Ιστορικών

κάτω από: Χωρίς κατηγορία

Τα σχόλια είναι κλειστά.

Κατηγορίες