Anna Giannopoulou/English teacher blogging!

Just another Blogs.sch.gr site

Tenses-Use-Adverbs

Νοέ 201227

Σας δυσκολεύει η χρήση των χρόνων στα αγγλικά; Η διπλανή εικόνα ίσως βοηθήσει εσάς που αγαπάτε τα γραφήματα! Για τη θεωρία σε συνοπτική εκδοχή, ο πίνακας που ακολουθεί το κείμενο αυτό περιλαμβάνει όλους τους χρόνους, τη χρήση τους, ένα ρήμα σε κατάφαση, άρνηση , ερώτηση και τα επιρρήματα που συναντάμε συνήθως με τον κάθε ένα. Τον ίδιο πίνακα μπορείτε να κατεβάσετε και TENSES ενώ στις παρακάτω εικόνες θα βρείτε το υλικό για την εργασία που σας έχει ανατεθεί για την επόμενη εβδομάδα!

TENSE USE FORM – EXAMPLE ADVERBS
Present

Simple

 

Συνήθειες/ γενικές αλήθειες/ μόνιμα

χαρακτηριστικά/ μετάδοση αγώνων

 

I work

Do I work?

I don’t work

(He works/Does he work?)

always, usually, often, sometimes,

rarely, seldom, never, on Mondays,

every week/month/year etc

Present

Continuous

 

Κάτι που συμβαίνει τώρα/ την περίοδο

που μιλάμε/ κάτι κανονισμένο για το

(κοντινό) μέλλον

I am working

Are you working?

He is not working

 

now, at the moment, on Tuesday,

next week etc

Past

Simple

 

Κάτι που έγινε μια φορά στο παρελθόν

και ξέρουμε πότε /κάτι που γινόταν σαν

συνήθεια στο παρελθόν

I worked /I ate

Did I work? /Did I eat?

I didn’t work /I didn’t eat

 

yesterday, last week, how long

ago?, just now, the previous day,

when etc

Used to

+ Infinitive

Κάτι που γινόταν σαν συνήθεια στο παρελθόν (=συνήθιζα να…)

 

I used to work

Did I use to work?

I didn’t use to work

when I was a child, in the past,

ago etc

 

Past

Continuous

Κάτι που ήταν σε εξέλιξη κάποια στιγμή

στο παρελθόν/ πράξεις που συνέβαιναν

ταυτόχρονα/ κάτι που συνέβαινε όταν κάτι άλλο το διέκοψε(με Past Simple)

 

I was working

Were you working?

He wasn’t working

at 8 o’clock yesterday, when,

while, as etc

 

 

Future

Simple

Θα – μέλλον/ απόφαση της στιγμής/

Πρόβλεψη πάνω σε αυτό που νομίζουμε

 

I will work / I shall work

Will I work?

I won’t (=will not) work

tomorrow, next year, in an hour,

in two weeks etc

 

To be going to

+ Infinitive

Πρόκειται να/ σχέδια για το μέλλον/

Πρόβλεψη πάνω σε αυτό που βλέπουμε

 

 

I ‘m going to work

Are you going to work?

He isn’t going to work

tomorrow, next week, on Friday,

at the weekend etc

 

Present Perfect

Simple

Κάτι που άρχισε στο παρελθόν και

συνεχίζεται μέχρι τώρα ή βλέπουμε τα   αποτελέσματά του/ κάτι που έχει γίνει

κ δε μας νοιάζει το πότε/ για εμπειρίες

I have worked/I‘ve eaten

Have I worked?

I haven’t worked

since, for, before, just, already,

so far, never, ever, how long, yet,

recently, lately, up until now

Present Perfect

Continuous

Για να τονίσει μια πράξη που άρχισε

στο παρελθόν και συνεχίζεται μέχρι

τώρα ή βλέπουμε τα αποτελέσματά της

/ για να δείξει ενόχληση, έκπληξη

I have been working

Have I been working?

I haven’t been working

since, for, how long, so far

 

 

Past Perfect

Simple

Μια πράξη που είχε γίνει πριν από μια

άλλη στο παρελθόν / Μια πράξη που

ξεκίνησε και τελείωσε στο παρελθόν

I had worked/I had eaten

Had I worked?

I hadn’t worked

before, after, by the time, by,

as soon as, when, since, for, yet,

just, after, never, already

Past Perfect

Continuous

Για να δείξει τη διάρκεια μιας πράξης

που άρχισε στο παρελθόν και συνεχίστηκε-τελείωσε στο παρελθόν (βλέπουμε τ’ αποτελέσματα)

I had been working

Had I been working?

I hadn’t been working

since, for, how long, so far, when

 

 

Future

Continuous

Πράξη που θα έχει γίνεται συνέχεια σε ορισμένη χρονική περίοδο στο μέλλον /

Μια πράξη που θα γίνει σίγουρα στο

μέλλον αφού έχει προγραμματιστεί ή

που είναι λογικό να γίνει

I will be working

Will/Shall I be working?

I won’t be working

next week, at 8 o’clock tomorrow

morning, on Monday

 

Future Perfect

Simple

Μια πράξη που θα έχει γίνει, πριν από

μια άλλη στο μέλλον/μέχρι τη στιγμή

που θα γίνει κάτι άλλο στο μέλλον ή

μέχρι μια ορισμένη στιγμή στο μέλλον

I will have worked

Will I have worked?

I won’t have worked

by next week, by the time, by

by then, before

 

Future Perfect

Continuous

Για να δείξει τη διάρκεια μιας πράξης

μέχρι τη στιγμή που θα γίνει κάτι άλλο στο μέλλον ή μέχρι μια ορισμένη στιγμή στο μέλλον

I‘ll have been working

Will I have been working?

I won’t have been working

by next week, by the time, by

by then / for

ex: By Monday, I‘ll have been

working for ten days.

από κάτω από: Grammar, Tenses| με ετικέτα ,  |  | Δεν υπάρχουν σχόλια »    

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This is an example of a WordPress page, you could edit this to put information about yourself or your site so readers know where you are coming from. You can create as many pages like this one or sub-pages as you like and manage all of your content inside of WordPress.

European Radio Logo


Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση
Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων