Σας δυσκολεύει η χρήση των χρόνων στα αγγλικά; Η διπλανή εικόνα ίσως βοηθήσει εσάς που αγαπάτε τα γραφήματα! Για τη θεωρία σε συνοπτική εκδοχή, ο πίνακας που ακολουθεί το κείμενο αυτό περιλαμβάνει όλους τους χρόνους, τη χρήση τους, ένα ρήμα σε κατάφαση, άρνηση , ερώτηση και τα επιρρήματα που συναντάμε συνήθως με τον κάθε ένα. Τον ίδιο πίνακα μπορείτε να κατεβάσετε και TENSES ενώ στις παρακάτω εικόνες θα βρείτε το υλικό για την εργασία που σας έχει ανατεθεί για την επόμενη εβδομάδα!
TENSE | USE | FORM – EXAMPLE | ADVERBS |
Present
Simple
|
Συνήθειες/ γενικές αλήθειες/ μόνιμα
χαρακτηριστικά/ μετάδοση αγώνων
|
I work
Do I work? I don’t work (He works/Does he work?) |
always, usually, often, sometimes,
rarely, seldom, never, on Mondays, every week/month/year etc |
Present
Continuous
|
Κάτι που συμβαίνει τώρα/ την περίοδο
που μιλάμε/ κάτι κανονισμένο για το (κοντινό) μέλλον |
I am working
Are you working? He is not working
|
now, at the moment, on Tuesday,
next week etc |
Past
Simple
|
Κάτι που έγινε μια φορά στο παρελθόν
και ξέρουμε πότε /κάτι που γινόταν σαν συνήθεια στο παρελθόν |
I worked /I ate
Did I work? /Did I eat? I didn’t work /I didn’t eat
|
yesterday, last week, how long
ago?, just now, the previous day, when etc |
Used to
+ Infinitive |
Κάτι που γινόταν σαν συνήθεια στο παρελθόν (=συνήθιζα να…)
|
I used to work
Did I use to work? I didn’t use to work |
when I was a child, in the past,
ago etc
|
Past
Continuous |
Κάτι που ήταν σε εξέλιξη κάποια στιγμή
στο παρελθόν/ πράξεις που συνέβαιναν ταυτόχρονα/ κάτι που συνέβαινε όταν κάτι άλλο το διέκοψε(με Past Simple)
|
I was working
Were you working? He wasn’t working |
at 8 o’clock yesterday, when,
while, as etc
|
Future
Simple |
Θα – μέλλον/ απόφαση της στιγμής/
Πρόβλεψη πάνω σε αυτό που νομίζουμε
|
I will work / I shall work
Will I work? I won’t (=will not) work |
tomorrow, next year, in an hour,
in two weeks etc
|
To be going to
+ Infinitive |
Πρόκειται να/ σχέδια για το μέλλον/
Πρόβλεψη πάνω σε αυτό που βλέπουμε
|
I ‘m going to work
Are you going to work? He isn’t going to work |
tomorrow, next week, on Friday,
at the weekend etc
|
Present Perfect
Simple |
Κάτι που άρχισε στο παρελθόν και
συνεχίζεται μέχρι τώρα ή βλέπουμε τα αποτελέσματά του/ κάτι που έχει γίνει κ δε μας νοιάζει το πότε/ για εμπειρίες |
I have worked/I‘ve eaten
Have I worked? I haven’t worked |
since, for, before, just, already,
so far, never, ever, how long, yet, recently, lately, up until now |
Present Perfect
Continuous |
Για να τονίσει μια πράξη που άρχισε
στο παρελθόν και συνεχίζεται μέχρι τώρα ή βλέπουμε τα αποτελέσματά της / για να δείξει ενόχληση, έκπληξη |
I have been working
Have I been working? I haven’t been working |
since, for, how long, so far
|
Past Perfect
Simple |
Μια πράξη που είχε γίνει πριν από μια
άλλη στο παρελθόν / Μια πράξη που ξεκίνησε και τελείωσε στο παρελθόν |
I had worked/I had eaten
Had I worked? I hadn’t worked |
before, after, by the time, by,
as soon as, when, since, for, yet, just, after, never, already |
Past Perfect
Continuous |
Για να δείξει τη διάρκεια μιας πράξης
που άρχισε στο παρελθόν και συνεχίστηκε-τελείωσε στο παρελθόν (βλέπουμε τ’ αποτελέσματα) |
I had been working
Had I been working? I hadn’t been working |
since, for, how long, so far, when
|
Future
Continuous |
Πράξη που θα έχει γίνεται συνέχεια σε ορισμένη χρονική περίοδο στο μέλλον /
Μια πράξη που θα γίνει σίγουρα στο μέλλον αφού έχει προγραμματιστεί ή που είναι λογικό να γίνει |
I will be working
Will/Shall I be working? I won’t be working |
next week, at 8 o’clock tomorrow
morning, on Monday
|
Future Perfect
Simple |
Μια πράξη που θα έχει γίνει, πριν από
μια άλλη στο μέλλον/μέχρι τη στιγμή που θα γίνει κάτι άλλο στο μέλλον ή μέχρι μια ορισμένη στιγμή στο μέλλον |
I will have worked
Will I have worked? I won’t have worked |
by next week, by the time, by
by then, before
|
Future Perfect
Continuous |
Για να δείξει τη διάρκεια μιας πράξης
μέχρι τη στιγμή που θα γίνει κάτι άλλο στο μέλλον ή μέχρι μια ορισμένη στιγμή στο μέλλον |
I‘ll have been working
Will I have been working? I won’t have been working |
by next week, by the time, by
by then / for ex: By Monday, I‘ll have been working for ten days. |
Αφήστε μια απάντηση