Είμαι η Φάτνη …

Είμαι η Φάτνη.
Η ιστορία μου ξεκίνησε σ’ ένα σκιερό βουνό, όπου ζούσα μαζί με τη μανούλα μου, ένα ψηλό φυλλωμένο πεύκο, κι ήμουν ένα της κλαδί. Αλλά δεν τελείωσε εκεί.
Είμαι η Φάτνη. Δεν με έλεγαν έτσι από την αρχή, γιατί εμείς τα δέντρα δεν έχουμε ονόματα. Δεν πάμε πουθενά, δεν μπερδευόμαστε με τίποτα και με κανένα, δεν τα χρειαζόμαστε τα ονόματα. 

Έτσι με ονόμασαν οι άνθρωποι. Αχ! Αυτοί οι άνθρωποι…

Είμαι η Φάτνη.

Ζούσα, ευτυχισμένο κλαδί της μανούλας μου, μέχρι που ήρθαν οι άνθρωποι. Κατέφτασαν μια μέρα με τσεκούρια και, γκάπα γκούπα την έριξαν στη γη. Είπαν μεταξύ τους κάτι σαν: «Σπουδαίο σταυρό θα κάνει τούτο το κούτσουρο!». Ακούς, «κούτσουρο» τη μαμά μου! Αχ! Αυτοί οι άνθρωποι…

Μας χώρισαν. Η μαμά μου ήταν πολύ περήφανη και στοργική. Δεν έβγαλε μιλιά όσο την ξέσκιζαν με τα τσεκούρια, δεν είπε τίποτα για να μη λυπηθώ εγώ. Μόνο, καθώς την έπαιρναν από μπροστά μου, μού φώναξε: «Καλή τύχη, μικρό μου! Να έχεις την ευχή μου».
Δεν την ξαναείδα.

Με φόρτωσαν κι εμένα σ’ ένα μικρό κάρο και με πήγαν σε ένα χωριό.
Βηθλεέμ το έλεγαν· είδα κι έπαθα να το μάθω αυτό το όνομα. Δεν έφτανε που πονούσα από το πρώτο κόψιμο και από το χωρισμό με τη μαμά μου, με κόψανε κι εμένα σε μικρότερα κομμάτια και με κάτι στραβά εργαλεία και σκουριασμένα καρφιά με έκαναν ένα ξυλόκουτο με ξυλοπόδαρα. 
Επάνω μου στοίβαξαν σανό, δηλαδή χόρτα ξερά και με έβαλαν σ’ ένα σκοτεινό μέρος, σαν σπηλιά, που βρωμούσε… πολύ. Κοπριά το έλεγαν αυτό το βρωμερό υλικό που άφηναν τα ζώα, αφού έτρωγαν το ξερό χορτάρι από πάνω μου. Με σάλιωναν κιόλας, καμιά φορά με κλωτσούσαν· μα κυρίως, με βρώμιζαν! Νοσταλγούσα τον καθαρό αέρα του βουνού και τα αρώματα από τα βότανα και τα δέντρα. Και τη μαμά μου…

Περνούσε ο καιρός, κι αυτή ήταν η ζωή μου. Είχα πια και όνομα, όπως σας είπα. Φάτνη.

Κάποιο καιρό μετά από πολλούς καιρούς, είχα αρχίσει να μαθαίνω τους ανθρώπους και τις δουλειές τους· να ξεχωρίζω τους άντρες από τις γυναίκες και τα παιδιά από τους μεγάλους, τα βόδια από τα πρόβατα και τα γαϊδούρια από τα άλογα. Θα μπορούσα να πω ότι πήγαινα «σχολείο»! 

Kι έτσι, κάπως προχωρημένη καθώς ήμουν, μια μέρα κατάλαβα μεγάλη αναστάτωση. Άνθρωποι μπαινόβγαιναν με βιασύνη, ζώα έρχονταν και έφευγαν, ησυχία δεν υπήρχε. Κάτι γινόταν στον κόσμο, μια λέξη παράξενη ακουγόταν: «απογραφή», νομίζω, έλεγαν. Δεν κατάλαβα τι ήταν αυτό.

Το βράδυ εκείνης της παράξενης μέρας, ακόμα πιο παράξενα πράγματα έγιναν μπροστά στα μάτια μου. Μπήκαν μέσα δυο φτωχικοί άνθρωποι, σκονισμένοι και κουρασμένοι τόσο, που σέρνονταν. Αλλά δεν γκρίνιαζαν. Η γυναίκα –ο άλλος ήταν ένας γέρος– είχε μια τεράστια, φουσκωμένη κοιλιά. Είχα μάθει πως έτσι είναι οι κοιλιές τους, όταν οι γυναίκες περιμένουν το παιδί τους.

Η γυναίκα ήταν σιωπηλή κι ο γέροντας πολύ ανήσυχος. Έστρωσαν κάτω ένα ρούχο και κάθισαν να ξεκουραστούν.

Σας είπα και πριν πως εκείνο το μέρος ήταν σκοτεινό. Ήταν και νύχτα, κοντά μεσάνυχτα πια. Τα ζώα το βράδυ δεν το χρειάζονται το φως· μόλις νυχτώσει, κοιμούνται. Εγώ, όμως, πού να κλείσω μάτι!

Γύρω μου γινόταν κάτι πρωτόγνωρο. Σιγά σιγά άρχισε να φέγγει μέσα στο σκοτεινό μου σπίτι. Δεν υπήρχε εκεί λυχνάρι ή κερί ή παράθυρο ή φεγγάρι ή ήλιος ή κάτι που να φωτίζει. Κι όμως, υπήρχε φως. Η γυναίκα με τη μεγάλη κοιλιά ψέλιζε σιωπηλά κάτι σαν προσευχή και ο γέροντας κοιτούσε προς τον ουρανό, που ήταν έξω από τη σπηλιά. Είχε σηκωμένα τα χέρια, μάλλον προσευχόταν κι αυτός.

Ακόμα πιο παράξενα πράγματα έγιναν.
Μέσα στη σπηλιά, που ήταν το σπίτι μου, άρχισαν να έρχονται κάτι …δεν ξέρω πώς να τα ονομάσω, κάτι με μεγάλα φτερά. 
Ούτε πουλιά ήταν ούτε πεταλούδες, ούτε μέλισσες. 
Σαν άνθρωποι που δεν πατούσαν κάτω, μόνο πετούσαν με τις φτερούγες γύρω γύρω και από το στόμα τους έβγαινε μια μουσική. Και όχι σαν των αηδονιών ή των άλλων πουλιών· μπα! Πολύ πολύ πιο ωραία. 
Πολλές φωνές, πολύ φως, πολλές παρουσίες και!… Θεέ μου, Θεέ όλου του κόσμου και των δέντρων και των βουνών! Κάτι ακούμπησαν πάνω μου και σκίρτησα ολόκληρη. 
Καθώς ήμουν σκεπασμένη με άχυρο –είμαι η φάτνη– δεν μπορούσα να δω καλά στην αρχή, αλλά το ένιωσα! Το ένιωσα, σας λέω! Ένα μικρό ανάλαφρο βάρος, ένα άγγιγμα απαλό, μια μικρούλα ανάσα, μια μικρή κίνηση, κάτι ζωντανό, πανέμορφο, ένα μωράκι.

Μά πώς και πότε; Τί και ποιός; Δεν ξέρω.
Αυτό που ξέρω είναι ότι όλα άλλαξαν. Το φως με θάμπωσε, πλημμύρα από φως· ούτε ο ήλιος πάνω στο βουνό μια ασυννέφιαστη μέρα-μεσημέρι, ούτε βέβαια το φεγγάρι, είχαν ποτέ τους τέτοιο φως. Εκείνη η πέτρινη σπηλιά σαν να ήταν διάφανη και λαμποκοπούσε. Οι μουσικές έβγαιναν από το στόμα των πλασμάτων με τα φτερά –τώρα ξέρω ότι τους λένε αγγέλους– και έμπαιναν και κυλούσαν μέσα μου, κι ας είμαι μερικά κομμάτια ξύλο, κούτσουρο, όπως είπαν τη μαμά μου. 
Η γυναίκα –που τώρα πια δεν είχε μεγάλη κοιλιά–, και ο γέροντας χαμογελούσαν ευτυχισμένοι. Δεν θύμιζαν εκείνο το κατάκοπο ανήσυχο ζευγάρι που είχε μπει πριν λίγες ώρες στη σπηλιά.

Αλλά, τα θαύματα εκείνης της νύχτας δεν τελείωσαν τότε. Εκείνη η σανίδα που χρησίμευε για πόρτα της σπηλιάς άνοιξε διάπλατα και ένα πλήθος άνθρωποι άρχισαν να μπαίνουν μέσα.
Τί έκαναν; Γονάτιζαν μπροστά μου. Έσκυβαν τα κεφάλια τους και ακουμπούσαν τα μέτωπά τους πάνω στα ποδαράκια του μωρού, που κοιμόταν στο σανό, πάνω μου. Το σκέπαζαν με ρούχα, του μιλούσαν σιγανά με πρόσωπα κατάπληκτα αλλά και σεβαστικά, του έφερναν κοντά του αρνάκια και κατσικάκια για δώρο. 
Οι άγγελοι φτερούγιζαν αδιάκοπα, τα ζωντανά πλησίαζαν και ξεφυσούσαν πάνω του τις ανάσες τους για να το ζεστάνουν και, ξέρετε κάτι; Δεν βρωμούσε πια! Μόνο η γλυκειά ανάσα ενός μωρού γέμιζε τη σπηλιά, το σπίτι μου.

Είμαι η Φάτνη. Ένα κομμάτι ξύλο, ένα κούτσουρο, ίσως. Αλλά πάνω μου ακούμπησε εκείνο το παιδάκι κι αμέσως έγιναν όλα αυτά τα θαυμαστά πράγματα, αλλά κι άλλα τόσα. Γιατί, δεν πέρασε πολλή ώρα κι ένα καραβάνι σταμάτησε μπροστά στην ανοιχτή, τώρα πια, πόρτα. Δεν ήξερα πού να πρωτοκοιτάξω. Έξω ένα τεράστιο άστρο φώτιζε τον ουρανό σαν να ήταν μέρα. Το φως που ήταν μέσα ξεπερνούσε το φως που ήταν έξω. Από μιαν άμαξα κατέβηκαν τρεις γέροι, με παράξενες φορεσιές. Κρατούσαν χρυσά κουτιά που άστραφταν και μοσχοβολούσαν. Γονάτισαν μπροστά μου κι αυτοί, και έδωσαν στη γυναίκα τα κουτιά. Εκείνη κοίταζε το παιδάκι της. Κάτι είπαν για ένα «βασιλιά». Η γυναίκα δεν απάντησε.

Είμαι η Φάτνη και σας λέω την αλήθεια. Έγιναν μπροστά μου όλα αυτά και έγινε και κάτι άλλο. Μέσα μου έγινε αυτό το κάτι: δεν ήμουν ένα κούτσουρο, ένα κλαδί χωρισμένο από τη μαμά του, τσεκουρωμένο, καρφωμένο, σε μια σκοτεινή σπηλιά αφημένο, ανάμεσα σε ζώα που βρωμούσαν; Ήμουν· αλλά έπαψα να είμαι. Ήμουν κούτσουρο αλλά ένιωθα θρόνος. Ήμουν σκεπασμένη με χορτάρι αλλά ένιωθα να φορώ ρούχα βασιλικά. Είχα για σπίτι μου μια σπηλιά αλλά έγινα το πρώτο σπίτι του βασιλιά. Με είχαν κόψει με τσεκούρια και με είχαν καρφώσει με καρφιά, αλλά τώρα έσκυβαν μπροστά μου και φιλούσαν τα δικά μου ξύλα, γιατί από σεβασμό δεν τολμούσαν καν να αγγίξουν τα πόδια του μικρού παιδιού, του βασιλιά.

Είμαι η Φάτνη. Δεν ξέρω γιατί διάλεξε εμένα ο βασιλιάς για να ακουμπήσει πάνω μου· ίσως ήταν η ευχή της μαμάς μου, ίσως ήθελε να με παρηγορήσει για τα τόσα βάσανά μου. Αλλά ξέρω ότι ήρθε, και ακούμπησε. Τον αγκάλιασα, τον σκέπασα με ότι είχα, τον νανούρισα όπως μπορούσα. Ήταν ο πρώτος μου επισκέπτης κι ήμουν το πρώτο του κρεβατάκι.
Είμαι η Φάτνη.