19 ΜΑΙΟΥ ΗΜΕΡΑ ΜΝΗΜΗΣ ΤΗΣ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑΣ ΤΩΝ ΠΟΝΤΙΩΝ

Εκατό  χρόνια έχουν περάσει από τη  19η  Μαΐου 1919.

Την ημέρα δηλαδή, που τέθηκε  σε εφαρμογή το σχέδιο  για την τελειωτική εξόντωση των Eλλήνων σε όλο τον Πόντο, σε μια ατέλειωτη πορεία θανάτου, ένα «Άσβουιτς εν ροή», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο καθηγητής Πολυχρόνης Ενεπεκίδης.

Μέχρι το 1924  η γη του Πόντου είχε γίνει θέατρο μιας θηριωδίας: 815 χωριά ανασκάφηκαν, 1.134 εκκλησίες καταστράφηκαν, 960 σχολεία γκρεμίστηκαν, 353.000 Πόντιοι εξολοθρεύτηκαν, ενώ περισσότεροι από 400.000 ξεριζωμένοι έφθασαν στην Ελλάδα, αφήνοντας πίσω τους έναν πολιτισμό 3 χιλιετιών, προγονικά εδάφη, εκκλησίες, τάφους και σχολεία, με μοναδικές αποσκευές τις μνήμες και τον πόνο της καρδιάς τους: «Επήεν να δεαβαίν’ ο νους ιμ’. Εκλίστα κά’ κι εφίλεσα τό χώμαν καί τα χορτάρεα. Εσ’κώθα έφυγα και  οπίσ’  άλλο ‘κι ετέρεσα. Τά δάκρεα μ’ ετσουρώθαν και η καρδία μ’ πολλά αιματώθεν.» (Το μυαλό μου πήγε να φύγει. Έσκυψα κάτω και φίλησα το χώμα και τα χορτάρια. Σηκώθηκα έφυγα και πίσω δεν ξανακοίταξα. Τα δάκρυά μου στέρεψαν και η καρδιά μου μάτωσε πολύ.) (πρόσφυγας του Πόντου)

«Την πατρίδα μ’ έχασα, έκλαψα και πόνεσα. Λύουμαι κι αροθυμώ, ν’ ανασπάλω κι επορώ». (Την πατρίδα μου έχασα, έκλαψα και πόνεσα. Κλαίω και νοσταλγώ, να ξεχάσω δεν μπορώ.)

Η άφιξη των Ποντίων στις Νέες Πατρίδες ήταν η απαρχή μιας δύσκολης, αλλά δημιουργικής πορείας για τον ποντιακό ελληνισμό. Εγκαταστάθηκαν κυρίως στους νομούς Δράμας, Κιλκίς, Καβάλας, Ξάνθης, Κοζάνης, Πρέβεζας και στα αστικά κέντρα Αθήνα, Πειραιά και Θεσσαλονίκη, όπου άρχισαν έναν αγώνα επιβίωσης, προσπαθώντας παράλληλα να διατηρήσουν τον ποντιακό πολιτισμό, την μουσική, τη γλώσσα, τα ήθη και τα έθιμά τους.

Τα πρώτα χρόνια της ζωής στη νέα πατρίδα δεν ήταν σίγουρα και τα πιο ευχάριστα. Η μαζική άφιξη χιλιάδων προσφύγων προκάλεσε ισχυρό σοκ με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζονται αρχικά με δυσπιστία.  Αμφισβητείται  η  ίδια η ελληνικότητά τους και οι Πόντιοι με πίκρα λένε:

«Πατρίδα μ αραεύω σε αμόν καταραμένος. Σα ξένα είμαι Έλληνας και σην  Ελλάδαν ξένος». (Πατρίδα μου σε ψάχνω σαν καταραμένος. Στα ξένα μέρη είμαι Έλληνας και στην Ελλάδα ξένος).

Παρά τις μεγάλες δυσκολίες, οι Πόντιοι με την εργατικότητα, τη θέληση και τη δύναμη της ψυχής τους κατάφεραν με το χρόνο να ενταχθούν στην ελληνική κοινωνία και να συμβάλουν τα μέγιστα στην ανάπτυξη και την πρόοδο της Ελλάδας σε οικονομικό, πολιτιστικό και κοινωνικό επίπεδο.

Στα τέλη του 1922 η οικονομία της χώρας είχε σχεδόν αποσυντεθεί και η παραγωγή είχε πέσει πολύ χαμηλά. Με την εισαγωγή νέων καλλιεργειών και την εφαρμογή νέων τεχνικών, η κατάσταση ανατράπηκε πλήρως: 10 χρόνια μετά, η καλλιεργήσιμη γη είχε αυξηθεί κατά 55% και το αγροτικό εισόδημα είχε διπλασιασθεί. Και στον τομέα της βιοτεχνίας και της βιομηχανίας η προσφορά των προσφύγων ήταν ευεργετική. Αναπτύχθηκαν νέοι κλάδοι (π.χ. μεταξουργία, κεραμική,  χαλκουργία, ταπητουργία, αργυροχοΐα και βυρσοδεψία), ενώ στο διάστημα 1923-1930 ιδρύθηκαν και πολλές νέες βιομηχανίες. Επίσης, στο ίδιο διάστημα, οι εμπορικές συναλλαγές της χώρας με το εξωτερικό σχεδόν διπλασιάσθηκαν. Τεράστια υπήρξε η συμβολή των προσφύγων και στον πνευματικό τομέα. Επιστήμονες, διανοούμενοι και πνευματικοί άνθρωποι από τον Πόντο λάμπρυναν τον χώρο των ελληνικών γραμμάτων.

Θα μου επιτρέψετε να κλείσω, με  έναν  διάλογο  από το βιβλίο  του Γ. Καλπούζου «Σέρρα-Η ψυχή του Πόντου»:

* ….. , διαλέγω τους ανθρώπους ανεξαρτήτως φυλής».

*«Άμα βάνει κανείς πάνω απ΄ όλα αυτόν τον τρόπο σκέψης, … δεν επιβάλλεται και να μην ξύνει πληγές με όσα στραβά συνέβησαν; Να θωρεί μπροστά;»

«Κοιτάς μπροστά, όταν δεν ξεχνάς από πού έρχεσαι. Σύμφωνα με τις νέες ορολογίες, … συντελέστηκε εκείνα τα χρόνια γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου και προηγουμένως των Αρμενίων και σε άλλους τόπους των Ασσυρίων. Πρόκειται για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και πρέπει να καταγραφούν ως ιστορική αλήθεια.

Εάν τ’ αναμοχλεύεις τούτα σκοπεύοντας να υψώσεις το μίσος, καλύτερα να μην ακουστεί η φωνή σου. Να της βάλεις φίμωτρο.

Απεναντίας, δεν πρέπει να σιωπάς, εάν πασχίζεις να φανούν τα κακά για να μην ξαναγίνουν. …»

ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΜΑΝΑΤΙΔΗΣ