Λίγα λόγια για τον Σλαβόι Ζίζεκ:
Ένας από τους σημαντικότερους διανοητές της εποχής μας, ο Σλαβόι Ζίζεκ είναι Σλοβένος διαλεκτικός-υλιστής φιλόσοφος. Έχει σημαντική συμβολή σε τομείς όπως η πολιτική θεωρία, η θεωρία του κινηματογράφου και η θεωρητική ψυχανάλυση. Έχει γράψει πάνω από πενήντα βιβλία σχετικά με την όπερα, τη θρησκεία, τον κινηματογράφο και τον πόλεμο στο Ιράκ. Έχει διδάξει σε πανεπιστήμια στο Παρίσι και το Λονδίνο, στο Κολούμπια, το Σικάγο, το Ντιουκ, το Πρίνστον και το New School της Νέας Υόρκης. Σήμερα κατέχει μια θέση στο Τμήμα Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Λιουμπλιάνα και είναι Επικεφαλής του Birkbeck Institute for the Humanities στο Λονδίνο. Για τον Ζίζεκ έχουν γραφτεί άρθρα στη Guardian και στο New Yorker, στη γαλλική Liberation και στην ιαπωνική Asahi, ενώ ο ίδιος γράφει για τη Guardian, τη London Review of Books και τη Le Monde. Το συγγραφικό και ερευνητικό του έργο είναι πολυδιάστατο και πολύπλευρο. Σημαντικό μέρος του επικεντρώνεται στην ανάδειξη της ριζοσπαστικής πολιτικής και φιλοσοφικής σημασίας της λακανικής ψυχανάλυσης. Στα βιβλία του, που έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες, περιλαμβάνονται και τα εξής, μεταφρασμένα στα ελληνικά:
Η μαριονέτα και ο νάνος – Εκδόσεις: SCRIPTA
Καλωσορίσατε στην έρημο του πραγματικού – Εκδόσεις: SCRIPTA
Μίλησε κανείς για ολοκληρωτισμό; – Εκδόσεις: SCRIPTA
Ιράκ, η δανεική χύτρα – Εκδόσεις: SCRIPTA
Το υψηλό αντικείμενο της ιδεολογίας – Εκδόσεις: SCRIPTA
Βία – Έξι λοξοί στοχασμοί – Εκδόσεις: SCRIPTA
Λακάν – Εκδόσεις Πατάκη
Πρώτα σαν τραγωδία και μετά σαν φάρσα – Εκδόσεις: SCRIPTA
Λίγα λόγια για τη Σόφι Φάινς:
Η Σόφι Φάινς (αδερφή του Ρέιφ Φάινς), μαθήτευσε δίπλα στο σκηνοθέτη Peter Greenaway από το 1987 ως το 1992, υπήρξε μάνατζερ της ομάδας χορού του Michael Clark από το 1992 μέχρι το 1994 και ξεκίνησε να κάνει ταινίες το 1999. Οι ταινίες της διερευνούν τις έννοιες της δράσης-ερμηνείας (performance) και της ταυτότητας. Είναι γνωστή για την παρατηρητικότητα και τη μοναδική ματιά της καθώς και για την αίσθηση της κινηματογραφικής φόρμας. Προηγούμενες ταινίες της είναι μεταξύ άλλων οι: Lars From 1-10 (1999), The Late Michael Clark (2000), Because I Sing ( 2001) και Hoover Street Revival. Οι ταινίες της έχουν προβληθεί στον κινηματογράφο, στην τηλεόραση αλλά και σε διεθνή φεστιβάλ, όπως αυτά του Sundance, του Τορόντο, του Ρότερνταμ, του Εδιμβούργου, του Σύδνεϋ, του Λονδίνου και άλλων.
Αν και απολύθηκε για τις αιρετικές απόψεις και τον πολιτικό ακτιβισμό του υπέρ των δημοκρατικών δικαιωμάτων από το καθεστώς του Τίτο, ο Σλαβόι Ζίζεκ παρέμεινε πιστός στον αριστερό ριζοσπαστισμό.
Ισορροπώντας επιδέξια πάνω στο τεντωμένο σχοινί που συνδέει τη μαρξιστική πολιτική οικονομία με τη λακανική σχολή της ψυχανάλυσης, ο Σλοβένος διανοητής απέκτησε παγκόσμια φήμη όταν μεταφράστηκε στα αγγλικά το μείζον φιλοσοφικό έργο του «Το υψηλό αντικείμενο της Ιδεολογίας» (ελληνική έκδοση: Scripta, 2006).
Σήμερα, ο Ζίζεκ θεωρείται ένα είδος «σούπερ σταρ» των ανθρωπιστικών επιστημών. Τα πολυάριθμα βιβλία του γίνονται κατά κανόνα μπεστ σέλερ, όπως επιβεβαίωσε και το τελευταίο έργο του που μεταφράστηκε στα ελληνικά «Βία – Εξι λοξοί στοχασμοί» (Scripta, 2010).
Τα αμφιθέατρα που τον φιλοξενούν σε διάφορα σημεία του κόσμου ξεχειλίζουν από κόσμο που έλκεται από τον Ζίζεκ – ζωηρό ρήτορα, ο οποίος συνδυάζει τον Χέγκελ με τον Φρόιντ, τις αναφορές στον «Τιτανικό» και στο «Ψυχώ» με τα ανέκδοτα από τη Σοβιετική Ενωση και τους Εβραίους της διασποράς.
Την ερχόμενη Κυριακή, 19 Δεκεμβρίου, ο Σλαβόι Ζίζεκ θα δώσει διάλεξη στην Αθήνα με θέμα «Ζώντας στην εποχή των τεράτων», προσκεκλημένος από το Αριστερό Βήμα (αμφιθέατρο Μ. Α. Χ., Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, 11.30 π. μ.).
Με αφορμή τη διάλεξη αυτή, ο Σλοβένος διανοούμενος μίλησε στην «Κ» για την παγκόσμια οικονομική κρίση, τα διλήμματα της Ευρώπης και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η σύγχρονη Αριστερά.
Στο νέο του βιβλίο, «Βία – Εξι λοξοί στοχασμοί», ο φιλόσοφος Σλαβόι Ζίζεκ μελετά τη βία των εξεγερμένων στις δυτικές μητροπόλεις σε σχέση με εκείνη του υπάρχοντος συστήματος.
Ο σλοβένος φιλόσοφος, «μαθητής» του Χέγκελ και του Λακάν με το προσφιλές του προβοκατόρικο γράψιμο, ρίχνει έξι λοξές ματιές στη βία. Λοξές, για να καταφέρει μια νηφάλια ανάλυσή της χωρίς να πέφτει στην παγίδα της συναισθηματικής προσέγγισης. Γι’ αυτό, από την εισαγωγή εξηγεί ότι από τη μία υπάρχει η υποκειμενική βία, τα οδοφράγματα, οι τυφλές βομβιστικές επιθέσεις, οι στρατιωτικές επιχειρήσεις, ό,τι λατρεύει να αγκαλιάζει η θεαματική βιομηχανία ως βία. Από την άλλη όμως παραμονεύει η συστημική βία, οι «καταστροφικές συνέπειες της ομαλής λειτουργίας των οικονομικών και πολιτικών συστημάτων μας». Αυτή η αθέατη βία, που πρέπει να αναλυθεί προκειμένου να κατανοήσει κανείς κάθε ξέσπασμα υποκειμενικής βίας. Στην περίπτωση των παρισινών προαστίων, ο Ζίζεκ ανασύρει το παλιό ανέκδοτο με τον Πικάσο. Οταν ο αξιωματικός των ναζί τον ρώτησε στο ατελιέ του στο κατεχόμενο Παρίσι, δείχνοντας την «Γκερνίκα»: «Εσείς το κάνατε αυτό;», ο Πικάσο απάντησε: «Οχι, εσείς». Παρόμοια, σύμφωνα με τον Ζίζεκ, πρέπει να είναι η απάντηση σε όσους αναρωτιούνται γιατί μέσα σε μια ευνομούμενη δημοκρατία δυτικού τύπου ξεσπάνε βίαιες εξεγέρσεις. «Να τους πούμε, αυτό είναι το αποτέλεσμα της δικής σας πολιτικής».
Ο Ζίζεκ δεν είναι συνηθισμένος φιλόσοφος. Πριν βρεθεί στα ακαδημαϊκά έδρανα, είχε ζήσει έξι χρόνια κάνοντας δουλειές του ποδαριού στη Λιουμπλιάνα. Και τώρα ως ερευνητής στο Ινστιτούτο Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Λιουμπλιάνα, στις συνεντεύξεις αναφέρεται πάντα στη ρήση του Χάιντεγκερ «Η φιλοσοφία δεν κάνει τα πράγματα πιο εύκολα, αλλά αντίθετα πιο δύσκολα και πιο περίπλοκα». Γι’ αυτό τοποθετεί από τη μία τους μαύρους που λεηλατούσαν την κατεστραμμένη Νέα Ορλεάνη, τους ισλαμιστές φονταμενταλιστές που προχώρησαν σε τυφλές βομβιστικές ενέργειες, τους αμερικανούς δεσμοφύλακες που εξευτέλιζαν αιχμαλώτους στη φυλακή του Αμπου Γκράιμπ και τους ισραηλινούς στρατιώτες που δολοφονούν αμάχους στα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη. Από την άλλη όμως καταδεικνύει τους υπεύθυνους για την αόρατη βία του συστήματος, όλον το θεσμό των «φιλελεύθερων κομμουνιστών» όπως τους αποκαλεί, των καπιταλιστών με ανθρωπιστικές ανησυχίες, όπως ο Σόρος και ο Γκέιτς, που με τις μικρές φιλανθρωπίες τους επιτρέπουν το σύστημα να αναβάλει διαρκώς την κρίση του.
Παρά την καταφυγή του σε κλασικούς φιλοσόφους, όπως ο Νίτσε, ο Καντ και ο Μαρξ, και σύγχρονους αναλυτές, όπως ο Χάντιγκντον και ο Φουκουγιάμα, ο Ζίζεκ μπερδεύει έντεχνα στον λόγο του και τα προϊόντα της μαζικής κουλτούρας, ταινίες, τηλεοπτικές σειρές και μυθιστορήματα. «Η μαζική κουλτούρα είναι το πεδίο μάχης των ιδεών σήμερα», λέει. «Οι βασικές ιδεολογικές αντιλήψεις δεν βρίσκονται σε φιλοσοφικές ρήσεις, αλλά στην καθημερινή πρακτική, πώς συμπεριφέρεσαι, πώς αντιδράς, που όχι μόνο αντανακλώνται στην μαζική κουλτούρα, αλλά ουσιαστικά τη δημιουργούν».
Αντίδοτο στον αποστειρωμένο ειρηνισμό
Ο Ζίζεκ δομεί το βιβλίο σαν μια κλασική συμφωνία. Στην εισαγωγή έχει ήδη δώσει τον τόνο, εξηγώντας ότι σε μια κοινωνία που σε ωθεί με κάθε τρόπο στη δράση, πρέπει κάποια στιγμή να αποσυρθείς, να μελετήσεις και να αναλύσεις την κατάσταση. Οδηγός του στη στρατηγική είναι ο Λένιν. Οχι ως ο ηγέτης των μπολσεβίκων, αλλά ως ο επαναστάτης που ανέλυε και δρούσε χωρίς προκαταλήψεις. «Γιατί λέμε όχι στη βία;» αναρωτιέται ο Ζίζεκ. «Θα ήταν ένα χρήσιμο αντίδοτο απέναντι στον αποστειρωμένο, πολιτικά ορθό ειρηνισμό».
Αλλά στο «Adagio» του, όπου συνοψίζει τις όψεις της σύγχρονης βίας και την κυρίαρχη υποκρισία γύρω από αυτές, επιστρέφει στην πρόταση της εισαγωγής: «Μερικές φορές το να μην κάνεις τίποτα» καταλήγει, «είναι το πιο βίαιο πράγμα που μπορείς να κάνεις». Αρκεί να χρησιμοποιήσεις αυτόν τον νεκρό χρόνο, για να μελετήσεις την πραγματικότητα που διαμορφώνεται και να σχεδιάσεις μια νέα στρατηγική.
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.ΕντάξειΔιαβάστε περισσότεραΜη αποδοχή