Ο Κωνσταντίνος Ζούλας από τις σελίδες της Καθημερινής επικεντρώνει το θέμα της παιδείας στο προσωπικό:
Oσοι έχουμε υποστεί τους παραλογισμούς του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, τους κουβαλάμε σαν παιδικό τραύμα. Στις πανελλαδικές εξετάσεις του 1987 ένας βαθμολογητής Ιστορίας έβαλε στο γραπτό μου 79 με άριστα το 80, ενώ ο δεύτερος 73. Γι’ αυτήν τη διαφορά των μόλις έξι μορίων εισήχθην αντί στη Νομική, στη… Νοσηλευτική (!) ΤΕΙ Αθηνών. Μπήκα δηλαδή σε μια σχολή παντελώς άσχετη των μαθημάτων στα οποία είχα διαγωνισθεί (Αρχαία, Εκθεση, Ιστορία, Λατινικά) και χρειάστηκε να «χάσω» μια ολόκληρη χρονιά για να τα καταφέρω την επομένη.
Επικαλούμαι το προσωπικό μου παράδειγμα, καθώς έχω αντιληφθεί ότι όσοι έχουμε υποστεί (και απομυθοποιήσει) και την επειρία του ελληνικού πανεπιστημίου, δεν έχουμε πάψει έκτοτε να συζητάμε τι φταίει και τι πρέπει να αλλάξει σε όλο το εκπαιδευτικό σύστημα. Εξοργιζόμαστε όταν ακούμε (σχεδόν όλους) τους υπουργούς Παιδείας να εξαγγέλλουν αβασάνιστα μια ακόμη «μεταρρύθμιση», όπως και από την πάγια αντίδραση των εκάστοτε αντιπάλων τους να δεσμεύονται ότι «θα τα αλλάξουν όλα» μόλις εκείνοι έρθουν στην εξουσία.
Με την αδιέξοδη αυτή κομματική τακτική, τα πράγματα ουδόλως έχουν αλλάξει την τελευταία 20ετία, κάτι που επιβεβαιώνω και από συζητήσεις με φίλους που έχουν παιδιά στην εφηβεία. Το διαχρονικό πρόβλημα, άλλωστε, τα κόμματα το αποσιωπούν: Ενας 17άρης σήμερα -όπως και τότε το 1987- μπορεί άνετα να πάρει σχολικό απολυτήριο, με ελάχιστες ή και ανύπαρκτες γνώσεις ακόμη και σε βασικά μαθήματα, όπως η Ιστορία, η Λογοτεχνία, η Γεωγραφία. Μπορεί κάλλιστα να εισαχθεί στο πανεπιστήμιο χωρίς να ξέρει πού είναι η Κοζάνη ή ο Πύργος, πότε απελευθερώθηκαν τα Δωδεκάνησσα, πόσες χώρες έχει η Ε. Ε., ποιοι κυβέρνησαν την Ελλάδα τη μεταπολίτευση.
Δεν είναι τα βιβλία και η ύλη. Είναι ο τρόπος που γίνεται εδώ και χρόνια η διδασκαλία στο σχολείο. Κακά τα ψέματα, με ελάχιστες εξαιρέσεις, η πλειονότητα των δημόσιων καθηγητών, βαριεστημένοι και βολεμένοι στη μονιμότητά τους, ουδόλως ενδιαφέρονται να προκαλέσουν το ενδιαφέρον των μαθητών τους. Ελλείψει οποιουδήποτε κινήτρου, ελέγχου, αλλά και αξιολόγησης δεν δίνουν άλλωστε λογαριασμό σε κανέναν. «Οποιος θέλει ας μάθει, όποιος δεν θέλει, στα φροντιστήρια» σκέφτονται και μπαινοβγαίνουν ασκόπως και ακόπως στις τάξεις τους, με τους μαθητές τους να μετρούν ανάποδα τα λεπτά «διδασκαλίας» σαν να προσμένουν το τέλος του μαρτυρίου τους.
Αυτή είναι η εικόνα των απαξιωμένων δημόσιων σχολείων, χρόνια τώρα. Για να αλλάξει δεν αρκούν οι υποσχέσεις για νέα βιβλία, νέα προγράμματα, περικοπές της ύλης και άλλα μεγαλεπήβολα που έχουμε ξανακούσει. Για να αποκτήσει νόημα και περιεχόμενο το δημόσιο σχολείο χρειάζεται πρωτίστως να αλλάξουν νοοτροπία οι εκπαιδευτικοί. Ελεγχος, αξιολόγηση και κίνητρα χρειάζονται. Ας το καταλάβουν και οι ιθύνοντες που στέλνουν -όχι τυχαία- τα παιδιά τους στα ιδιωτικά σχολεία.
Σίγουρα όλοι δεν επιδεικνύουν ταυτόσημο εργασιακό ήθος. Μιλώντας από προσωπική πείρα, όταν τόλμησα να θίξω την τακτική “τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας” μερίδας συναδέλφων, έπεσαν να με φάνε ζωντανή. Ας πρόσεχα. Ισως όμως οι συνδικαλιστές θα πρέπει να ακούσουν το συλλογικό ασυνείδητο για την εικόνα του καθηγητή του δημοσίου σχολείου. Μερικοί το στηρίζουν με τις πλάτες τους. Άλλοι επιλέγουν να πουλάνε τα θέματα εξετάσεων ή να ξεπουλάνε τον εαυτό τους στα ιδιαίτερα. Άλλοι πάλι ξενυχτάνε υφαίνοντας ιστούς στο διαδίκτυο, γράφουν βιβλία, στήνουν projects συχνά σε βάρος του προσωπικού τους χρόνου. Δεν μετριέται αυτό με μόρια αξιολόγησης. Λυπάμαι, αν δεν το καταλάβατε αλλά δεν το κάνουν για να τους επαινέσουν, ούτε για να γίνουν στελέχη της εκπαίδευσης. Αρκεί το χαμόγελο του μαθητή όταν τον συναντάς μετά από χρόνια.
Μα τη ρετσινιά του βολεμένου δύσκολα τη γλιτώνουμε…