Η χρηματοπιστωτική κρίση είναι εξ ορισμού συνώνυμη με την αβεβαιότητα. Σε μια χώρα σαν την Ελλάδα, όπου η έλξη της τηλεοπτικής εικόνας έχει προ πολλού εκμηδενίσει το πάθος της ανάγνωσης, όπου οι αναγνώστες των πολιτικών εφημερίδων (σε αντίθεση με τις κωμικά υπεράριθμες αθλητικές) φυλλορροούν χρόνο με το χρόνο, η αδυναμία πρόβλεψης του μέλλοντος είναι σχεδόν απόλυτη. Το ερώτημα σχετικά με το πόσες (και ποιες) εφημερίδες θα επιβιώσουν της κρίσης ταλανίζει κάθε δημοσιογράφο.
Η εφημερίδα Le Monde δημοσίευσε πρόσφατα έρευνα, σύμφωνα με το πόρισμα της οποίας το Διαδίκτυο –πηγή αλλά και προοιωνιζόμενη λύση του προβλήματος– δεν φαίνεται να μπορεί να εγγυηθεί το μέλλον των εφημερίδων. Ενώ η δωρεάν ανάγνωση στο Διαδίκτυο πλήττει καίρια τις εφημερίδες, η ηλεκτρονική κυκλοφορία των εφημερίδων (η εξάλειψη του τεράστιου εξόδου για την πρώτη ύλη, δηλαδή το χαρτί) φάνταζε ιδανική λύση.
Οπως όμως προκύπτει από τα στοιχεία της ετήσιας έκθεσης του ανεξάρτητου Think Tank «Pew Research Center»: «Είναι ολοένα και προφανέστερο ότι η ηλεκτρονική δημοσιογραφία δεν έχει ακόμα βρει κάποιο αποδοτικό μοντέλο λειτουργίας». Το 79% των αναγνωστών θεμάτων ειδησεογραφικού περιεχομένου στο Διαδίκτυο δηλώνει ότι «κλικάρει» εξαιρετικά σπάνια, αν όχι ποτέ, σε κάποια διαφήμιση. Σύμφωνα με τους συγγραφείς της έκθεσης, «οι αναγνώστες δεν ενοχλούνται από τις διαφημίσεις, απλώς τις αγνοούν».
Απ’ όπου προκύπτει πως η συμβατική διαφήμιση του Διαδικτύου δεν θα μπορέσει να συντηρήσει τις εφημερίδες στο Διαδίκτυο. Ούτε όμως και η προτεινόμενη λύση της ανάγνωσης επί πληρωμή (ή συνδρομή) φαίνεται να μπορεί να ευοδωθεί: μόλις το 7% των χρηστών του Ιντερνετ φαίνεται διατεθειμένο να πληρώσει για την ενημέρωσή του. Και στο μεταξύ, οι αγοραστές εφημερίδων μειώνονται διαρκώς και μαζί τους και οι έντυπες διαφημίσεις, οι οποίες αποτελούν το οξυγόνο των εφημερίδων.
Μήπως θα πρέπει να αρχίσουμε να φανταζόμαστε ένα μέλλον χωρίς εφημερίδες; Και τι χρώμα θα είχε αυτό;
Εχουν όρεξη, κέφι, φαντασία και διεισδυτική ματιά.
Εχουν προβληματισμούς και τους εκφράζουν, και σε δύσκολες εποχές για την έντυπη δημοσιογραφία εκείνοι- οι μαθητές δημοτικών γυμνασίων, λυκείων που εκδίδουν τα σχολικά τους έντυπα- δεν πτοούνται και συνεχίζουν μια προσπάθεια η αξία της οποίας αναγνωρίστηκε. Το Ιδρυμα Προαγωγής Δημοσιογραφίας Αθαν. Β. Μπότση σε συνεργασία με το υπουργείο Παιδείας απένειμε βραβεία και επαίνους σε μαθητικά έντυπα δημοτικού, γυμνασίου και λυκείου στο Πολεμικό Μουσείο (έως τις 12 Μαρτίου θα λειτουργεί έκθεση). Μεταξύ άλλων βραβεύτηκαν για την ποικιλία της ύλης και την καλή της εμφάνιση η εφημερίδα «Ανακαλύπτοντας την Πετρίνα» του 4θέσιου ομότιτλου δημοτικού σχολείου, για τα ρεπορτάζ και την επιμελημένη εμφάνισή του ο «Εθελοντισμός» του 1ου Γυμνάσιου Κορυδαλλού «Αντώνης Σαμαράκης» και για την επαγγελματική προσπάθεια, την ευρεία και αναλυτική θεματολογία της βραβεύτηκε η εφημερίδα «Της γάτας το κουδούνι» που εκδίδουν οι μαθητές του 4ου Γενικού Λυκείου Περιστερίου. Στα μαθητικά έντυπα «Τα παιδιά της Αλκυόνης» του 12θέσιου Δημοτικού Βραχατίου, «Ωλίαρος» του Γυμνασίου με Τ.Λ. Αντίπαρου και «Γαία» των Λυκείων Νομού Θεσσαλονίκης απονεμήθηκαν βραβεία που θεσμοθέτησε ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός για σχολικά έντυπα που ασχολούνται με την ποιότητα ζωής και το περιβάλλον.
Η Μαριάννα Τζιαντζή στην Καθημερινή παρακολουθεί τα σχετικά με τη μείωση των κυκλοφοριών των εφημερίδων:
Κάποτε θα πρόσεχα τι εφημερίδα διαβάζουν. Πολιτική, αθλητική, του δεξιού, του κεντρώου, του αριστερού χώρου; Τώρα ούτε που δίνω σημασία. Αρκεί που κάποιοι διαβάζουν σε έναν δημόσιο χώρο, όχι μόνο από συνήθεια ή για να σκοτώσουν την ώρα τους, αλλά επειδή υποθέτω ότι έχουν κάποια περιέργεια για το τι συμβαίνει στον κόσμο ή στον ελληνικό μικρόκοσμο. Ασφαλώς η περιέργεια αυτή μπορεί να καλυφθεί από τις ειδήσεις στο ραδιόφωνο ή από τα δελτία των οχτώ ή από το σερφάρισμα στο Ιντερνετ, όμως η ανάγνωση από το χαρτί έχει μια διαφορετική διάσταση, όχι μόνο λόγω της υλικότητας του Μέσου αλλά και επειδή έχουμε επιλέξει την εφημερίδα που θα διαβάσουμε, την έχουμε πληρώσει. Ισως στην επόμενη σελίδα να μας περιμένει μια έκπληξη, μια είδηση ή ένα ρεπορτάζ για κάτι που θα μας ξαφνιάσει, θα μας εξοργίσει, θα μας γοητεύσει. Είναι κάτι σαν ένα ραντεβού στα τυφλά που η έκβασή του είναι αβέβαιη. Τι συμβαίνει όμως όταν η έκπληξη απουσιάζει ή, ακόμα χειρότερο, έχουμε πια πάψει να την περιμένουμε;
Πολλές είναι οι αιτίες για τη μείωση της κυκλοφορίας των εφημερίδων, αιτίες που πολλές φορές έχουν εντοπιστεί, όπως ο ανταγωνισμός από την τηλεόραση και δευτερευόντως από το Διαδίκτυο, η απαξίωση της πολιτικής, οι οικονομικές δυσκολίες (δεν μπορούν όλοι να πληρώνουν περίπου 40 ευρώ το μήνα για να διαβάζουν καθημερινά εφημερίδα). Ισως μία από τις αιτίες -και ίσως όχι η πιο σημαντική- είναι η έλλειψη περιέργειας, μια έλλειψη που συχνά συμβαδίζει με την απάθεια, τον εγωκεντρισμό την ξεθυμασμένη ηδονοθηρία («να περνάμε καλά»), την απουσία ελπίδας. Ο Αϊνστάιν μιλούσε για την «ιερή περιέργεια», που συνήθως «τη σκοτώνει το σχολείο» και η οποία αφορά τα μεγάλα μυστήρια της αιωνιότητας, της ζωής, της θαυμαστής δομής του υλικού κόσμου – και όχι το αν θα γίνουν εκλογές τον Οκτώβριο ή τον Μάρτιο. Αυτή η περιέργεια, που υπερβαίνει τον εαυτό μας, που υπερβαίνει τα μικρά και τα επίκαιρα ή τα εντάσσει στον μεγάλο ιστορικό καμβά, είτε έχει αμβλυνθεί είτε δεν την καλύπτει η ανάγνωση της εφημερίδας, δεν της προσφέρει ερεθίσματα για να αναπτυχθεί.
Κάποιοι μοναχικοί θαμώνες λικνίζονται ρυθμικά καθώς ακούνε μουσική από το εμ-πι-θρι τους. Αλλοι μιλούν στο κινητό τους, κραυγάζουν, επιχειρηματολογούν, χειρονομούν. Και στις δύο περιπτώσεις αδιαφορούν για τον κόσμο γύρω τους, εξατομικεύουν τον δημόσιο χώρο, διακριτικά οι πρώτοι, βάναυσα οι δεύτεροι. Τι θέση να έχει η εφημερίδα σε ένα κόσμο που η περιέργεια και το πάθος περιστρέφονται γύρω από τον ατομικό μας άξονα; Επιπλέον, πώς εμείς οι γραφιάδες μπορούμε να είμαστε διαφορετικοί όταν ζούμε σ’ αυτό τον κόσμο, να μην προσθέσουμε στη γνωστή ανασφάλεια και ημιμάθειά μας τον κυνισμό, το ναρκισσισμό, την υπεροψία;
«Μια επιλογή που δείχνει ότι του τελειώνουν οι επιλογές» χαρακτηρίστηκε η ανακοίνωση του 78χρονου βαρώνου των μέσων ενημέρωσης, Ρούπερτ Μέρντοχ, ότι θα επιβάλει χρεώσεις στο διαδικτυακό περιεχόμενο των εφημερίδων του. Η αυτοκρατορία των εφημερίδων του Μέρντοχ εκτείνεται από τους «Τάιμς» και τους «Σάντεϊ Τάιμς» του Λονδίνου, μέχρι τη «Γουόλ Στριτ Τζέρναλ» στις ΗΠΑ και τον «Οστρέλιαν» στην Αυστραλία, περνώντας από ταμπλόιντ όπως η «Σαν» και οι «Νιους οφ δε Γουόλντ». «Κλείνοντας» το περιεχόμενο όλων αυτών των ιστοσελίδων, ο Μέρντοχ θα προσπαθήσει να ορίσει εκ νέου τις παγκόσμιες συνήθειες της ιντερνετικής ανάγνωσης.
Η ανακοίνωση, υπό την πίεση σοβαρών οικονομικών δυσκολιών, πηγαίνει κόντρα στο ρεύμα. Οι περισσότερες ειδησεογραφικές ιστοσελίδες πειραματίστηκαν προσωρινά με την επιβολή χρεώσεων για την ανάγνωση του περιεχομένου τους, μέχρις ότου σηκώσουν τα χέρια ψηλά και επανέλθουν στο μοντέλο των δωρεάν ειδήσεων. Οι «Νιου Γιορκ Τάιμς», η εφημερίδα με τη μεγαλύτερη ιστοσελίδα στον κόσμο, άρχισαν το 2005 να χρεώνουν για την πρόσβαση στα άρθρα των διασημότερων αρθρογράφων τους. Σύντομα διαπίστωσαν ότι οι αναγνώστες προσπαθούσαν να βρουν τα άρθρα αυτά σε άλλες, ελεύθερες ιστοσελίδες και ότι, παρόλο που είχαν κάνει καλή δουλειά στο να απαγορεύσουν την ανάρτησή τους σε άλλα σημεία του Ιντερνετ, τελικά το αποτέλεσμα ήταν απογοητευτικό. Οι αναγνώστες δεν πλήρωναν, οι διαφημιστές έβλεπαν ότι η κίνηση στην ιστοσελίδα μειωνόταν και προσέφεραν κι αυτοί με τη σειρά τους λιγότερα διαφημιστικά έσοδα. Από το 2007, το περιεχόμενο των «Νιου Γιορκ Τάιμς» διατίθεται εκ νέου δωρεάν στο Ιντερνετ. Το αντίστοιχο πείραμα στην ισπανική «Ελ Παΐς» κράτησε ακόμη λιγότερο – οι αναγνώστες της ηλεκτρονικής «Ελ Παΐς» έχουν πλέον διαγράψει από τη μνήμη τους τις σκοτεινές εκείνες λιγοστές ημέρες που η εφημερίδα αποκαλυπτόταν μόνο σε όσους ήταν διατεθειμένοι να πληρώσουν.
Από τις μεγάλες εφημερίδες σε ολόκληρο τον κόσμο, μόνο η «Γουόλ Στριτ Τζέρναλ» και οι «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς» έχουν βρει τρόπους να πουλούν με επιτυχία τμήμα του -ειδικού οικονομικού ενδιαφέροντος- περιεχομένου τους στο Ιντερνετ.
Εφημερίδες στα σχολεία και στα καθ΄ ημάς. Την πιλοτική εισαγωγή του Τύπου με ιδιαίτερη έμφαση στις τάξεις του Λυκείου ανακοίνωσε το υπουργείο εσωτερικών. Προφανώς η ιδέα της γαλλικής κυβέρνησης (σχετικό άρθρο και στην Terra) άρεσε στην πολιτική μας ηγεσία και την ενστερνίστηκε. Είναι και η κρίση του τύπου που χρειάζεται ενίσχυση…
Αλλά σχέδιο για την αξιοποίησή τους δε βλέπω να έχει ετοιμαστεί…
Η Σάντρα Βούλγαρη μας καλεί να επανεξετάσουμε τον ρόλο της δημόσιας, αλλά ανεξάρτητης πληροφόρησης στο άρθρο της στην Καθημερινή:
…Είναι αλήθεια ότι η κρίση πλήττει με ιδιαίτερη σφοδρότητα τις εφημερίδες, αλλά και κάθε μορφή γραπτού λόγου (βιβλία και περιοδικά, με εξαίρεση τα καθαρά χρηστικά προϊόντα), σε μια κοινωνία μοναχικών ξένων, που σερφάρουν χωρίς να διαβάζουν, καλύπτοντας με την υστερική «επικοινωνία» των SMS και των e-mail, το έλλειμμα επικοινωνίας αισθημάτων και σκέψεων. Ωστόσο, είναι πολύ μακριά από την πραγματικότητα όσοι πιστεύουν ότι η απάντηση σ’ αυτό το πρόβλημα βρίσκεται στο Ιντερνετ και όλα τα συμπαρομαρτούντα (ηλεκτρονική εφημερίδα, ηλεκτρονικό βιβλίο κ.ά.). Αντίθετα, το «Ιντερνετ» και ευρύτερα η λεγόμενη «οικονομία της γνώσης» αναδεικνύουν μια τρομακτική νάρκη στα θεμέλια του σύγχρονου καπιταλισμού: την κρίση του copyright σε όλες τις μορφές του, από τα άρθρα των εφημερίδων και τα βιβλία, μέχρι τα CD, τα DVD, τα λογισμικά και τα φάρμακα της μοριακής Βιολογίας. Κρίση, που εκδηλώνεται με το εκθετικά μεγεθυνόμενο, σε παγκόσμια κλίμακα, φαινόμενο της λεγόμενης «πειρατείας», η οποία οδηγεί σε ακατάσχετη αιμορραγία διαφυγόντων κερδών και υπονομεύει τα θεμέλια αυτοκρατοριών της «Νέας Οικονομίας».
Αν δούμε υπό αυτή την ευρύτερη οπτική γωνία την κρίση της έντυπης δημοσιογραφίας, θα την αναγνωρίσουμε ως κρίση της εφημερίδας-εμπόρευμα. Μπορεί όντως να μην υπάρχει, μακροπρόθεσμα, επιχειρηματικά βιώσιμη στρατηγική για την έκδοση ενημερωτικών εφημερίδων πανεθνικής εμβέλειας. Ή μπορεί, με αποκλειστικό κριτήριο τη βραχυπρόθεσμη κερδοφορία, μόνη λύση να αποδειχθεί ο Τύπος δύο ταχυτήτων – πλούσιες και ακριβές εφημερίδες για τους πλούσιους, φτωχές και φτηνές εφημερίδες για τους φτωχούς.
Αν είναι όμως έτσι τα πράγματα, τότε θα έπρεπε, ίσως, να σκεφθούμε ένα νέο μοντέλο, δημόσιας και συνεταιριστικής πληροφόρησης, πλάι στην ιδιωτική – ενδεχομένως και σε σύμπραξη με τον ιδωτικό τομέα. Οπως έχουμε αποδεχθεί ότι υπάρχουν πράγματα, σαν την Υγεία και την Παιδεία, όπου το Δημόσιο υποχρεούται να παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο, έτσι μπορεί να το δεχθούμε και για την πληροφόρηση.
Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι το κράτος θα έσπευδε να εκδώσει απευθείας τις δικές του «Ιζβέστια». Θα μπορούσε, ωστόσο, να ενθαρρύνει εκδοτικές προσπάθειες από θεσμούς όπως τα μορφωτικά ιδρύματα μεγάλων τραπεζών, πανεπιστήμια, Δήμοι ή επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας. Η εμπειρία του βρετανικού BBC, έστω κι αν αφορά τη ραδιοτηλεόραση, είναι ενθαρρυντική. Σε κάθε περίπτωση, η διεισδυτική ερευνητική δημοσιογραφία και η διαφωτιστική ανάλυση είναι αναγκαίες όχι μόνο στο ευρύ κοινό, αλλά και στις ίδιες τις κυρίαρχες τάξεις, τουλάχιστον όσο αναγκαία τους είναι τα μεταφορικά δίκτυα, ο ηλεκτρισμός και οι τηλεπικοινωνίες. Γι’ αυτό κάποια στιγμή θα πρέπει, μάλλον, να αποφασίσουν ότι αξίζει τον κόπο να καταβάλουν το απαιτούμενο τίμημα.
Συγγραφέας, πολυ-εκδότης και χρονογράφος της hipster ψηφιακής γενιάς και σταυροφόρος του έντυπου λόγου -και της πολύτιμης αισθητικά έντυπης σελίδας- ο Eggers απέστειλε πριν λίγες μέρες e- mail προς κάθε ενδιαφερόμενο, όχι για να κρούσει τον κώδωνα κινδύνου αλλά να καθησυχάσει όλους όσοι ανησυχούν για την επιβίωση της έντυπης δημοσιογραφίας, ανακοινώνοντας παράλληλα την προσεχή έκδοση εφημερίδας που θα κοστίζει ένα δολάριο και θα είναι άψογη αισθητικά και έγκυρη δημοσιογραφικά. Γράφει λοιπόν, μεταξύ άλλων, σ’ αυτή την επιστολή ελπίδας ο Eggers:
«… Αν προτείνουμε ένα πραγματικά ανανεωμένο μοντέλο εφημερίδας, αυτή όχι μόνο θα επιβιώσει, αλλά μπορεί πραγματικά να θριαμβεύσει. Είμαστε πεπεισμένοι ότι ο καλύτερος τρόπος για να διασφαλιστεί το μέλλον της εφημερίδας είναι η δημιουργία ενός λειτουργικού μοντέλου, σύμφωνα με το οποίο οι δημοσιογράφοι αμείβονται ικανοποιητικά για το ρεπορτάζ που κάνουν τόσο στο εσωτερικό όσο και το εξωτερικό. Αλλά αυτό δεν μπορεί να γίνει, φυσικά, αν δεν πληρώνει ο κόσμος για ν’ αγοράσει την εφημερίδα ως χειροπιαστό έντυπο. Και για να γίνει αυτό, το κοινό δεν πρέπει να απομακρύνεται αλλά να αγκαλιάζει όλες τις αισθητικές δυνατότητες που μπορεί να έχει η έντυπη έκδοση. Αν αξιοποιηθεί αυτό το μέσο στο έπακρο, αν δοθεί αρκετός χώρος στην ερευνητική δημοσιογραφία, στο φωτορεπορτάζ, στους γραφίστες και στους γελοιογράφους, αν πραγματικά προσφέρουμε στους αναγνώστες μια εμπειρία που δεν γίνεται να επαναληφθεί στην οθόνη, θα πληρώσουν ευχαρίστως ένα δολάριο, ας πούμε, για ένα αντίτυπο. Και αυτό το ένα δολάριο συν τα όποια διαφημιστικά έσοδα είναι αρκετά για να παραμείνει το έντυπο στην επιφάνεια. Όσο οι εφημερίδες προσφέρουν όλο και λιγότερα κάθε μέρα -λιγότερες ειδήσεις, λιγότερο καλογραμμένα κείμενα, λιγότερες γραφιστικές ιδέες, λιγότερες πρωτότυπες φωτογραφίες- οι αναγνώστες έχουν όλο και λιγότερους λόγους να τις αγοράσουν. Το ζητούμενο είναι να μοιάζει το προϊόν τόσο ελκυστικό που να φαίνεται ευκαιρία. Η ηλεκτρονική έκδοση έχει σαφέστατο πλεονέκτημα στις “έκτακτες ειδήσεις”, αλλά και η έντυπη έκδοση μπορεί να έχει τα πλεονεκτήματά της. Η ομολογουμένως ανορθόδοξη γνώμη μας είναι ότι μπορούν και πρέπει να συνυπάρχουν και οι δύο. Αρκεί να κάνουν διαφορετικά πράγματα, να καλύπτουν διαφορετικές ανάγκες. Οι «υλικές», χειροπιαστές φόρμες του γραπτού λόγου πρέπει να προσφέρουν μια διαφορετική, πιο «καθαρή» εμπειρία από αυτή του Δικτύου. Τώρα είναι ο καιρός να διατρανώσουμε την ομορφιά της έντυπης σελίδας. Αν προσφέρεις κάτι στους ανθρώπους για το οποίο αξίζει να αγωνιστούν, θα αγωνιστούν. Αν προσφέρεις κάτι για το οποίο αξίζει να πληρώσουν, θα πληρώσουν…».
Ως κόρην οφθαλμού πασχίζουν να προφυλάξουν, σύμφωνα με τους New York Times, την τελευταία κολόνα της βιομηχανίας του Τύπου, την καλωδιακή τηλεόραση, οι μεγιστάνες του χώρου στις ΗΠΑ. Το Ιντερνετ απορροφά πελάτες με ραγδαίους ρυθμούς, σαν πελώριο ρήγμα στον πάτο ζείδωρης λίμνης, αποστραγγίζοντας τη μουσική, τηλεοπτική και έντυπη βιομηχανία ένθεν κακείθεν του Ατλαντικού. Ο αριθμός όσων προτίθενται να πληρώσουν αντίτιμο ή συνδρομή για την απόκτηση κειμένων ή προγραμμάτων σε παραδοσιακή ή νόμιμη μορφή, συνεχώς συρρικνώνεται. Οι επικεφαλής γιγαντόσωμων συγκροτημάτων της βιομηχανίας των ΜΜΕ όπως οι Time Warner, Viacom και NBC Universal αναζητούν μετά τις εφημερίδες την απάντηση σε ένα πρόβλημα, η οποία διαρκώς τους διαφεύγει.
Ενδεικτική των ηθών μιας ταχύτατα μεταβατικής εποχής αποτελεί η πολύ πρόσφατη ανέλιξη της Ρεμπέκα Γουέιντ από εκδότρια της εμβληματικότερης, ίσως, στο επίπεδο των ταμπλόιντ, εφημερίδας The Sun στον πολυτίμητο θώκο της διευθύντριας όλων των βρετανικών εφημερίδων του Ρούπερτ Μέρντοχ: The Sun, The News of the World, οι πολυθρύλητοι The Times και The Sunday Times, η Freepress εφημερίδα του Λονδίνου thelondonpaper. Η πεζή πραγματικότητα του «πεζοδρομίου» της έντυπης δημοσιογραφίας επιστρατεύεται ως ύστατη λύση για την αναζωογόνηση της έγκριτης δημοσιογραφίας των ιστορικά αρχοντικών ανωγείων. Τέτοιες όμως δοκιμασμένες πολύβουες βουτιές δύσκολα συγκινούν το βαριεστημένο τηλεοπτικό-αναγνωστικό κοινό που σουλατσάρει ικανοποιώντας κάθε του επιθυμία στο Διαδίκτυο.
Στην Ελλάδα τα συνδρομητικά, καλωδιακού τύπου κανάλια διανύουν ακόμη περίοδο άνθησης. Στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη έχει ήδη ξεκινήσει η συζήτηση για τη χρέωση όλων των κειμένων και προγραμμάτων που διατίθενται στο Διαδίκτυο. Η αδυναμία συμφωνίας επί του θέματος απειλεί να κλονίσει επικίνδυνα όλο το οικοδόμημα των παραδοσιακών ΜΜΕ απειλώντας το με κατάρρευση. Οι σεισμικές όμως δονήσεις γίνονται αισθητές…
Δωρεάν ετήσια συνδρομή στην εφημερίδα της προτίμησής τους προσφέρει η γαλλική κυβέρνηση στους νέους μεταξύ 18 και 24 ετών, σε μια προσπάθεια να ενισχύσει την κυκλοφορία των εφημερίδων, γράφει η εφημερίδα «Le Figaro». «Τα συνδικάτααναμένουν περίπου 200.000 συνδρομές, με δυνατότητεςνα προσελκύσουν ένα κοινό μέχρι και 750.000 νεαρών ατόμων» δήλωσε η γαλλίδα υπουργός Πολιτισμού Κριστίν Αλμπανέλ. Η κίνηση αναμένεται να στοιχίσει στην κυβέρνηση περίπου 5 εκατ. ευρώ.
Εγκαινιάστηκε η presseurop.eu, η ιστοσελίδα στην οποία θα δημοσιεύονται τα καλύτερα άρθρα των μεγάλων διεθνών εφημερίδων για τα ευρωπαϊκά θέματα. «Σκοπός είναι να προτείνουμε καθημερινά μια επιλογή των καλύτερων άρθρων από 250 τίτλους τ ου ευρωπαϊκού και διεθνούς Τύπουγια τις ευρωπαϊκές υποθέσεις» εξήγησε η επίτροπος της ΕΕ για θέματα Επικοινωνίας Μάργκοτ Βάλστρομ. Κάθε άρθρο θα μεταφράζεται σε 10 γλώσσες (γερμανικά, αγγλικά, ισπανικά, γαλλικά, ολλανδικά, ιταλικά, πολωνικά, πορτογαλικά, ρουμανικά και τσεχικά) και έπειτα από πέντε χρόνια και στις 23 επίσημες γλώσσες της ΕΕ.
Ο Νίκος Κωσταντάρας μας μεταφέρει από τις σελίδες της Καθημερινής τα συμπεράσματα του 10ου ετήσιου Ευρωπαϊκού Συνεδρίου Εφημερίδων:
Ένα συμπέρασμα που φάνηκε να συμμερίζονται όλοι: η νέα αισθητική και η αναδιοργάνωση ύλης μπορεί να ανανεώσει παλιό φύλλο και να προσελκύσει σε νέο έντυπο ανθρώπους οι οποίοι έχουν μεγαλώσει με το Διαδίκτυο, τα κινητά τηλέφωνα, κ.λπ. Οπως σημείωσε ο Garcia, «Το 2012 θα είναι μια σημαδιακή χρονιά: θα γίνουν 21 χρόνων άτομα τα οποία δεν θα γνωρίζουν πώς ήταν η ζωή πριν από το Google και το Διαδίκτυο.» Για τον Garcia, η εφημερίδα είναι πλέον το πάντρεμα του έντυπου μέσου με τη διαδικτυακή του έκδοση, τις υπηρεσίες τηλεφώνου, το σύστημα σύντομων μηνυμάτων Twitter, κ.λπ. «Το επάγγελμά σας είναι οι ειδήσεις, όχι οι εφημερίδες», είπε στο ακροατήριο μέσα στην επιβλητική αίθουσα του δημαρχείου της Βιέννης. «Πρέπει να αναθεωρήσετε την ύλη σας ανάλογα με το μέσο – αυτό που κάνει για την έντυπη έκδοση μπορεί να μην κάνει για το Διαδίκτυο», προσέθεσε ο Garcia. «Να επενδύσετε στο Διαδίκτυο. Να αναπτύξετε τις έντυπες εκδόσεις του Σαββατοκύριακου».
Τη θέση του συντάκτη κοινωνικής δικτύωσης δημιούργησαν οι New York Times, σύμφωνα με πληροφορίες από τον εκδοτικό οργανισμό και δημοσιεύματα του Guardian. Η νέα θέση, σύμφωνα με τον βοηθό γενικό διευθυντή της εφημερίδας, Τζόναθαν Λάντμαν, αφορά την επέκταση της χρήσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, με στόχο τόσο τη βελτίωση του περιεχομένου των New York Times αλλά και του τρόπου διοχέτευσης του περιεχομένου στους αναγνώστες.
Από πρακτική άποψη, επεσήμανε ο Λάντμαν, αυτό σημαίνει ότι η Τζένιφερ Πρέστον, που ορίστηκε ως η πρώτη συντάκτης για τη θέση αυτή, θα συνεργάζεται στενά με τους δημοσιογράφους και τους ρεπόρτερ της εφημερίδας, αλλά και bloggers, με σκοπό τη χρήση των εργαλείων κοινωνικής δικτύωσης σε μια αμφίδρομη σχέση συγκέντρωσης και παροχής πληροφοριών. Ταυτόχρονα, θα καθοδηγήσει και θα εκπαιδεύσει το προσωπικό του οργανισμού ώστε να εξοικειωθεί με υπηρεσίες όπως το Twitter, το Facebook, το YouTube, το Flickr και το Digg.
Πόσες ελληνικές εφημερίδες αξιοποιούν τα κοινωνικά δίκτυα με διάχυση των άρθρων τους; Για να μην παιδεύεστε μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού. Εδώ αρκετές δεν έχουν ιστοσελίδα…
Το μέλλον των εφημερίδων είναι… πλαστικό. Εν μέσω της διεθνούς οικονομικής κρίσης και των πολλών απολύσεων δημοσιογράφων σε εφημερίδες όλου του κόσμου, οι ηλεκτρονικές οθόνες που έχουν μέγεθος ενός χαρτιού Α4 φαίνεται ότι μπορούν να σώσουν μια βιομηχανία που προσπαθεί να ανταγωνιστεί τη διαδικτυακή επανάσταση. Οι εφημερίδες μέχρι πρόσφατα φοβόντουσαν ότι η πρόοδος της τεχνολογίας μπορεί να τις απειλεί, τώρα όμως μπορεί να αποτελέσει τη σωτηρία τους. Ευλύγιστες οθόνες «ηλεκτρονικού χαρτιού» που δημιουργήθηκαν στα εργαστήρια πρόκειται να κυκλοφορήσουν στην αγορά μέσα σε έναν χρόνο. Εκεί οι αναγνώστες θα μπορούν να διαβάζουν τις έγχρωμες ηλεκτρονικές εκδόσεις της καθημερινής τους εφημερίδας, εμπλουτισμένες με γραφήματα και βίντεο. Οι σελίδες θα γυρνούν με ένα απαλό άγγιγμα της οθόνης- κάτι πολύ πιο εύκολο από το θορυβώδες γύρισμα των χάρτινων σελίδων σε ένα γεμάτο λεωφορείο.
Πραγματικότητα έκαναν Βρετανοί επιστήμονες του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ την πρώτη εφημερίδα χωρίς χαρτί, που κατασκευάστηκε σε εργοστάσιο της Γερμανίας.
Πρόκειται για μία απίστευτα λεπτή ηλεκτρονική συσκευή, στην οποία μπορεί να αποθηκευθεί το περιεχόμενο εκατοντάδων εφημερίδων και περιοδικών.
Μέσα στη συσκευή υπάρχουν μικροτσίπ από πλαστικό και όχι από σιλικόνη, με αποτέλεσμα να είναι λεπτή και ελαφριά, όσο ένα περιοδικό.
Είναι επίσης εύχρηστη και εξυπηρετική, αφού διαβάζεται ως μια κανονική χάρτινη σελίδα, αποθηκεύει όμως τεράστιο όγκο πληροφοριών και δεν πιάνει χώρο.
Ξέρω ότι η πρωινή μου εφημερίδα έχει πάρει ήδη τον δρόμο για το μουσείο, μαζί με τις παλιές γραφομηχανές και τους κορσέδες με μπανέλες ? ίσως και στη διάρκεια της δικής μου ζωής.
Πρόσφατα, άρχισα να διαβάζω βιβλία από την οθόνη ενός ebook ?ηλεκτρονικού βιβλίου?, ενός θαύματος σε μέγεθος μικρού βιβλίου τσέπης που μου επιτρέπει να κουβαλάω μια ολόκληρη βιβλιοθήκη στην τσάντα μου και να αλλάζω το μέγεθος των γραμμάτων όταν έχω ξεχάσει τα γυαλιά μου. Μ? αρέσει πολύ το καινούργιο μου παιχνίδι, το οποίο σημαίνει ότι δεν ξεμένω ποτέ από υλικό για ανάγνωση. Σχεδόν ποτέ, δηλαδή.
Εκνευρίζομαι πολύ όταν ένας τίτλος που θέλω δεν είναι διαθέσιμος σε ηλεκτρονική μορφή: Τι συμβαίνει μ? αυτόν τον εκδότη, μ? αυτόν τον συγγραφέα; Είναι τίποτα δύστροποι Λουδίτες; Προσαρμοστείτε στην πρόοδο, κύριοι!
Κι όμως, μένω προσκολλημένη στην εφημερίδα μου. Αν έχανα το ebook μου θα αγόραζα ένα άλλο. Το τυπωμένο χαρτί είναι όμως μέρος της πρωινής τελετουργίας μου, μια μουσικοχορευτική παράσταση που ξεκινά όταν ανοίγω την πόρτα για να βεβαιωθώ ότι μου έχουν φέρει τις εφημερίδες.
Η ημέρα που η εφημερίδα θα βρίσκεται μονίμως τυλιγμένη στην τσέπη μας και θα «φορτώνει» την καινούργια της έκδοση με το πάτημα ενός κουμπιού μπορεί να μην είναι και τόσο μακριά. Αυτό τουλάχιστον επαγγέλλονται οι δημιουργοί του ηλεκτρονικού χαρτιού, μιας τεχνολογίας η οποία δεν θεωρείται πια φουτουριστική
Σε λίγα χρόνια, όπως όλα δείχνουν, δεν αποκλείεται να θεωρούμαστε «προϊστορικοί» γιατί ζήσαμε το ξεφύλλισμα της χάρτινης, εκτυπωμένης εφημερίδας. Η ανάγνωση ενός καλού βιβλίου, όπως την εννοούμε σήμερα, θα αποτελεί παρελθόν καθώς τα πρώτα «ηλεκτρονικά χαρτιά» έχουν ήδη κάνει δυναμική εμφάνιση, ανοίγοντας τον δρόμο για τη μελλοντική μεταφορά του Τύπου σε εύκαμπτες, ψηφιακές οθόνες-σελίδες! Το μόνο που θα έχουν να κάνουν οι αναγνώστες του μέλλοντος θα είναι να συνδεθούν με το Διαδίκτυο και να φορτώσουν την τελευταία ψηφιακή «έκδοση» του αγαπημένου τους εντύπου.
Η ιστορία του ηλεκτρονικού μελανιού (e-ink) όμως δεν είναι νέα. Ως ιδέα άρχισε στα μέσα της δεκαετίας του ’70 από τον δρα Νικ Σέριντον, φυσικό του Κέντρου Ερευνών Palo Alto (PARC), της γνωστής εταιρείας Xerox, ο οποίος εφηύρε το Gyricon.
Από όλα τα παραδοσιακά ΜΜΕ, οι εφημερίδες είναι αυτές που πλήττονται περισσότερο από το Ιντερνέτ. Η κυκλοφορία τους πέφτει εδώ και δεκαετίες στις ΗΠΑ, τη Δυτική Ευρώπη, τη Λατινική Αμερική, την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία. (Στις υπόλοιπες χώρες οι πωλήσεις αυξάνονται.) Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, το Διαδίκτυο επιτάχυνε την πτώση. Στο βιβλίο του «Η υπό εξαφάνιση εφημερίδα» ο Φίλιπ Μάιερ υπολογίζει ότι το πρώτο τέταρτο του 2043 θα είναι η στιγμή, κατά την οποία θα εξαφανιστεί κάθε έντυπο στις ΗΠΑ όταν και ο τελευταίος εξαντλημένος αναγνώστης πετάξει και την τελευταία έκδοση. Αυτού του είδους η εσχατολογία μπορεί να προκαλεί οργή στους μεγαλοεκδότες, αλλά ακόμη και ο κυνικότερος βαρώνος δεν μπορεί να αρνηθεί το γεγονός πως όλο και περισσότεροι νέοι ενημερώνονται στο Ιντερνετ. Οι Βρετανοί ηλικίας 15 έως 24 ετών εκτιμάται ότι περνούν σχεδόν 30% λιγότερο χρόνο διαβάζοντας εθνικές εφημερίδες, μόλις αρχίσουν να χρησιμοποιούν το Διαδίκτυο. Συνέχεια »
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.ΕντάξειΔιαβάστε περισσότεραΜη αποδοχή