Το αφηγηματικό ποίημα που ακολουθεί είναι εμπνευσμένο από έναν τοπικό μύθο προερχόμενο από το χωριό Αλυφαντά της Λέσβου. Ο τρομακτικός ήχος που προκαλούσαν τον χειμώνα τα ορμητικά νερά ενός κοντινού ποταμού δημιούργησε τη φήμη για την ύπαρξη ενός δράκου…
Στίχοι: Ράνια Νείρου
Εικόνες: Ειρήνη Παπαδοπούλου, Πηνελόπη Πασπάτη
Ο δράκος και το ποτάμι
Τέσσερα παιδιά, μια δροσερή βραδιά
επήγανε στην ρεματιά,
για ν’ απαγγείλουμε ποιήματα θαρρώ
όπως κάνουν στων Αλυφαντών το χωριό.
Καθώς το φως του φεγγαριού
φώτιζε από παντού,
ήχησε ο ήχος ενός βρυχηθμού
που θα ’ταν ενός δράκου τρανού.
Έτσι, ο φόβος τούς είχε κυριέψει
γι’ αυτό τον λόγο δεν το είχανε προσέξει.
Και κάθε μέρα γινόταν το ίδιο πανηγύρι,
όπως οι μέλισσες συλλέγουνε τη γύρη.
Ώσπου μια μέρα ο Πέτρος το κατάλαβε
«δεν θέλω να είμαι κότα» επανέλαβε.
«Δεν θέλω να με λένε κότα Θαλιώ,
όπως τον Γιάννη στο χωριό».
Έτσι έκανε μια απότομη στροφή,
Μια αντίρροπη μεταβολή
Και βρέθηκε στην καρδιά του δάσους
Μαζί με τους φίλους του, τους άσσους
-παιδιά, λέτε ο δράκος να ’ν’ μεγάλος;
– Μπα, μάλλον αυτός θα είναι άλλος.
-Κι αν πεινάει και μας φάει;
-Σίγουρα, τώρα μας μετράει.
Έτσι, μ’ ένα βήμα τη φορά
και όλοι στη σειρά
κρύβονταν πίσω από τις ελιές
όπως εκάνανε και χθες.
Και ο θόρυβος μεγάλωνε
και η περιέργεια ξεφάντωνε.
Φαντάζονταν τον δράκο
πελώριο, τρανό, φευγάτο
Έψαχναν για τη σπηλιά
όμως δεν την βρήκαν πουθενά.
Αντί γι’ αυτό συνάντησαν μια γιαγιά
– Παιδιά μου τι γερεύετε εδώ;
– Ακούμε βρυχηθμούς από καιρό,
κάτω απ’ το άστρο τ’ ουρανού
ο δράκος κάθεται στις όχθες του ποταμού.
Το μυστήριο να λύσουμε
στα σπίτια να γυρίσουμε.
-Μα παιδιά μου, ο ήχος που ακούτε
είναι το ρέμα που κυλά
και όχι τα στάσιμα νερά.
Είναι ο ήχος του νερού
Κι όχι ο θυμός του δράκου αυτού.
Άρα το μυστήριο είχε λυθεί
Και όχι όπως το είχαν φανταστεί.