The other side (Σταυρούλα Ζευγαρά)

Θρησκευτικά και Νέες Τεχνολογίες Η Θεολογία δεν περιορίζεται και δεν περιορίζει. Διαχέεται και αποκαλύπτει…γιατί πάνω από όλα είναι βίωμα και μετά γνώση!stavroulasblog.blogspot.com

θάνατος


>Τα τελευταία λόγια

Σεπ 20109

>

Herbert Broome, (my dad) died of cancer within hours after this video was made. These are his last words. A message he had from God that he wanted to send to the world before he died, I am keeping my promise that I would get his message out.

>Η Επαφή με τους κεκοιμημένους,

Σεπ 20109

>

π.Θαδδαίος ο πνευματικός των Σέρβων.
O πατήρ Θαδδαίος γεννήθηκε το 1914. Όταν έκλεισε τα 18 πήγε σε μοναστήρι. Η επιθυμία του ήταν να υποβάλλει τον εαυτό του σε πολύ σκληρούς κανόνες της μοναχικής ζωής. Γι αυτό το λόγο πήγε στο μοναδικό Ρώσικο μοναστήρι στη Σερβία, στο μοναστήρι Μιλίκοβο δίπλα στο Σβιλαΐνατς. Από το 1928 οι περισσότεροι από την αδελφότητα του μοναστηριού ήταν Ρώσοι μοναχοί από την έρημο της Όπτινα, οι οποίοι ξέφυγαν από την κομμουνιστική εξορία στη Ρωσία.

Στην αρχή της δεκαετίας του ΄50, το Μιλίκοβο γίνεται γυναικείο μοναστήρι. Ο πατήρ Θαδδαίος έμενε στα μοναστήρια Γόρνιακ και Τούμαν και μετά πήγε στο Κόσσοβο και σε Μετόχια. Ήταν ο ηγούμενος του Πατριαρχείου της Πέκης και μετά ο ηγούμενος στο μοναστήρι Βιτόβνιτσα. Στο μοναστήρι Βιτόβνιτσα ο πατήρ Θαδδαίος γίνεται ένας από τους πιο γνωστούς πνευματικούς στη Σερβία. Πολλοί θέλουν να τον συναντήσουν, να εξομολογηθούν, να μιλήσουν για λίγο μαζί του, να πάρουν την ευχή του. Για τον πατέρα Θαδδαίο μιλάνε πολλοί πιστοί οι οποίοι ένιωσαν την πνευματική του δύναμη. Για τον θαυματουργό γέροντα από το Βιτόβνιτσα μιλάνε όλα τα ΜΜΕ στη Σερβία.

Αναπαύθηκε στις 16 Απριλίου και η εξόδιος ακολουθία έγινε 19 Απριλίου 2003

>Η Επαφή με τους κεκοιμημένους,

Σεπ 20109

>

π.Θαδδαίος ο πνευματικός των Σέρβων.
O πατήρ Θαδδαίος γεννήθηκε το 1914. Όταν έκλεισε τα 18 πήγε σε μοναστήρι. Η επιθυμία του ήταν να υποβάλλει τον εαυτό του σε πολύ σκληρούς κανόνες της μοναχικής ζωής. Γι αυτό το λόγο πήγε στο μοναδικό Ρώσικο μοναστήρι στη Σερβία, στο μοναστήρι Μιλίκοβο δίπλα στο Σβιλαΐνατς. Από το 1928 οι περισσότεροι από την αδελφότητα του μοναστηριού ήταν Ρώσοι μοναχοί από την έρημο της Όπτινα, οι οποίοι ξέφυγαν από την κομμουνιστική εξορία στη Ρωσία.

Στην αρχή της δεκαετίας του ΄50, το Μιλίκοβο γίνεται γυναικείο μοναστήρι. Ο πατήρ Θαδδαίος έμενε στα μοναστήρια Γόρνιακ και Τούμαν και μετά πήγε στο Κόσσοβο και σε Μετόχια. Ήταν ο ηγούμενος του Πατριαρχείου της Πέκης και μετά ο ηγούμενος στο μοναστήρι Βιτόβνιτσα. Στο μοναστήρι Βιτόβνιτσα ο πατήρ Θαδδαίος γίνεται ένας από τους πιο γνωστούς πνευματικούς στη Σερβία. Πολλοί θέλουν να τον συναντήσουν, να εξομολογηθούν, να μιλήσουν για λίγο μαζί του, να πάρουν την ευχή του. Για τον πατέρα Θαδδαίο μιλάνε πολλοί πιστοί οι οποίοι ένιωσαν την πνευματική του δύναμη. Για τον θαυματουργό γέροντα από το Βιτόβνιτσα μιλάνε όλα τα ΜΜΕ στη Σερβία.

Αναπαύθηκε στις 16 Απριλίου και η εξόδιος ακολουθία έγινε 19 Απριλίου 2003

>Η Επαφή με τους κεκοιμημένους,

Σεπ 20109

>

π.Θαδδαίος ο πνευματικός των Σέρβων.
O πατήρ Θαδδαίος γεννήθηκε το 1914. Όταν έκλεισε τα 18 πήγε σε μοναστήρι. Η επιθυμία του ήταν να υποβάλλει τον εαυτό του σε πολύ σκληρούς κανόνες της μοναχικής ζωής. Γι αυτό το λόγο πήγε στο μοναδικό Ρώσικο μοναστήρι στη Σερβία, στο μοναστήρι Μιλίκοβο δίπλα στο Σβιλαΐνατς. Από το 1928 οι περισσότεροι από την αδελφότητα του μοναστηριού ήταν Ρώσοι μοναχοί από την έρημο της Όπτινα, οι οποίοι ξέφυγαν από την κομμουνιστική εξορία στη Ρωσία.

Στην αρχή της δεκαετίας του ΄50, το Μιλίκοβο γίνεται γυναικείο μοναστήρι. Ο πατήρ Θαδδαίος έμενε στα μοναστήρια Γόρνιακ και Τούμαν και μετά πήγε στο Κόσσοβο και σε Μετόχια. Ήταν ο ηγούμενος του Πατριαρχείου της Πέκης και μετά ο ηγούμενος στο μοναστήρι Βιτόβνιτσα. Στο μοναστήρι Βιτόβνιτσα ο πατήρ Θαδδαίος γίνεται ένας από τους πιο γνωστούς πνευματικούς στη Σερβία. Πολλοί θέλουν να τον συναντήσουν, να εξομολογηθούν, να μιλήσουν για λίγο μαζί του, να πάρουν την ευχή του. Για τον πατέρα Θαδδαίο μιλάνε πολλοί πιστοί οι οποίοι ένιωσαν την πνευματική του δύναμη. Για τον θαυματουργό γέροντα από το Βιτόβνιτσα μιλάνε όλα τα ΜΜΕ στη Σερβία.

Αναπαύθηκε στις 16 Απριλίου και η εξόδιος ακολουθία έγινε 19 Απριλίου 2003

>Η Επαφή με τους κεκοιμημένους,

Σεπ 20109

>

π.Θαδδαίος ο πνευματικός των Σέρβων.
O πατήρ Θαδδαίος γεννήθηκε το 1914. Όταν έκλεισε τα 18 πήγε σε μοναστήρι. Η επιθυμία του ήταν να υποβάλλει τον εαυτό του σε πολύ σκληρούς κανόνες της μοναχικής ζωής. Γι αυτό το λόγο πήγε στο μοναδικό Ρώσικο μοναστήρι στη Σερβία, στο μοναστήρι Μιλίκοβο δίπλα στο Σβιλαΐνατς. Από το 1928 οι περισσότεροι από την αδελφότητα του μοναστηριού ήταν Ρώσοι μοναχοί από την έρημο της Όπτινα, οι οποίοι ξέφυγαν από την κομμουνιστική εξορία στη Ρωσία.

Στην αρχή της δεκαετίας του ΄50, το Μιλίκοβο γίνεται γυναικείο μοναστήρι. Ο πατήρ Θαδδαίος έμενε στα μοναστήρια Γόρνιακ και Τούμαν και μετά πήγε στο Κόσσοβο και σε Μετόχια. Ήταν ο ηγούμενος του Πατριαρχείου της Πέκης και μετά ο ηγούμενος στο μοναστήρι Βιτόβνιτσα. Στο μοναστήρι Βιτόβνιτσα ο πατήρ Θαδδαίος γίνεται ένας από τους πιο γνωστούς πνευματικούς στη Σερβία. Πολλοί θέλουν να τον συναντήσουν, να εξομολογηθούν, να μιλήσουν για λίγο μαζί του, να πάρουν την ευχή του. Για τον πατέρα Θαδδαίο μιλάνε πολλοί πιστοί οι οποίοι ένιωσαν την πνευματική του δύναμη. Για τον θαυματουργό γέροντα από το Βιτόβνιτσα μιλάνε όλα τα ΜΜΕ στη Σερβία.

Αναπαύθηκε στις 16 Απριλίου και η εξόδιος ακολουθία έγινε 19 Απριλίου 2003

Σεπ 20108

>
Ο ΠΟΝΟΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΤΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ

ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΠΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ ΚΑΘΕ ΗΜΕΡΑ ΣΤΗΝ ΑΣΦΑΛΤΟ

τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πατρῶν

κ.κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

Ἦταν νέος μόλις 26 ἐτῶν. Ἕνα παιδί γεμάτο ζωή καί ὑγεία. Σεμνός, πιστός στό Θεό, ὅπως ὅλη του ἡ οἰκογένεια. Τώρα στό μέσον τοῦ Ναοῦ, ἄπνους κατακείμενος. Πάνω ἀπό τό φέρετρό του ἡ μητέρα του, μοῦ θύμιζε ἔτσι λεπτή, ὅπως ἦταν, μέ τά δάκρυα νά αὐλακώνουν τό πρόσωπό της, βουβή μέσα στήν ὀδύνη της, τήν θλιμμένη Παναγιά, τήν δακρυρροοῦσα Μητέρα Ἐκείνου. Καί δίπλα ὁ πατέρας μέ τά ἀδέλφια τοῦ μακαριστοῦ νέου, κατώδυνοι, ὅπως καί ὅλοι οἱ πολυπληθεῖς νέοι, καί οἱ πολλοί ἄλλοι ἀδελφοί πού ἔτρεξαν νά προπέμψουν τόν Γιάννη στήν αἰωνιότητα.

Πάνω ἀπό τήν Ὡραία Πύλη, ἀντίκρυζα ὅλη αὐτή τήν σκηνή καί μέ βαθειά συγκίνηση καί συναισθηματική φόρτιση (μετά δυσκολίας μποροῦσα νά συγκρατήσω τά δάκρυά μου) ἔψαλα τήν ἐξόδιο Ἀκολουθία μαζί μέ τούς Ἱερεῖς, ἀπό καρδίας δεόμενος, ἀφ’ ἑνός μέν γιά τήν ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς τοῦ παιδιοῦ πού ἔφυγε ἀπό κοντά μας, ἀφ’ ἑτέρου δέ γιά τήν παραμυθία τῶν γονέων του καί τῶν ἀδελφῶν του.

Στό νοῦ μου περνοῦσαν σάν ἀστραπή οἱ εἰκόνες ἀπό ἄλλες θλιβερές τέτοιες περιπτώσεις. Πρίν ἀπό λίγες ἡμέρες ἡ περίπτωση τοῦ Παναγιώτη καί ἀκόμα λίγο πρίν, τοῦ ἄλλου Παναγιώτη καί τοῦ Γιώργου καί…

Ἔτρεχε ἡ σκέψη μου, ἡ ψυχή μου καί στά παιδιά πού ἀποχαιρετοῦσαν κάποια ἡμέρα ἕνα φίλο τους, ὅλοι μαζί, μέ λόγια πού ἔκαναν καί τίς πέτρες νά ραγίζουν. Θυμᾶμαι, τήν ὥρα πού ἐψάλαμε τήν Ἀκολουθία, ἕνας νεαρός ἦλθε στήν Ὡραία Πύλη καί μοῦ εἶπε χαμηλόφωνα: Σεβασμιώτατε, θά μᾶς ἀφήσετε στό τέλος νά ἀποχαιρετήσωμε τό φίλο μας; Ναί, τοῦ εἶπα. Στό τέλος, μίλησα παραμυθητικά καί ἔδωσα εὐλογία στό παιδί νά πῇ τά δικά του λόγια. Καί τότε, βρέθηκα – ἀλήθεια αὐτό κάθε φορά πού τό σκέπτομαι μέ συγκλονίζει – βρέθηκα ἀνάμεσα σέ 20 – 30 παιδιά ἀγόρια καί κορίτσια πού κατέλαβαν τά σκαλοπάτια τοῦ σολέα, μπροστά μου, γύρω μου. Ἄρχισε ἕνα παιδί νά μιλάῃ… «Φίλε μας θά σέ θυμόμαστε γιά πάντα… Ξέρομε ὅτι εἶσαι κοντά στό Θεό, πιστεύομε αὐτά πού εἶπε ὁ Δεσπότης….» Ξέσπασε σέ κλάματα –συνέχισε ὁ ἄλλος – ὁ ἑπόμενος… Ἔκλαιαν ὅλοι μαζί. Αἰσθάνθηκα, νά μέ κρατᾶνε ἀπό τό χέρι. Πιάστηκαν ἀπό τό ράσο μου… Προσπαθοῦσαν ὅλοι, νά μέ ἀκουμπήσουν… Θεέ μου, εἶπα, βοήθησέ με νά ἀντέξω τόν πόνο αὐτῶν τῶν παιδιῶν. Αἰσθανόμουν, ὅτι ἄφηναν ἐπάνω μου, ὅ,τι εἶχαν στήν ψυχή τους. Αἰσθάνθηκα τά δάκρυα, νά κυλοῦν στό πρόσωπό μου. Ὅλοι ἔκλαιαν…

Ἀλλά καί ἄλλη συγκλονιστική σκηνή ἦλθε στό μυαλό μου τήν ὥρα πού κήδευα τόν Γιάννη. «…Τρέξε Δέσποτα», ἡ φωνή ἑνός πατέρα, «ἔλα νά κηδεύσῃς τόν Δημήτρη μου. Σκοτώθηκα σέ τροχαῖο…». Ἦλθε ἡ ὥρα, ἔφτασα στήν Ἐκκλησία. Μπῆκα στό Ἱερό καί τότε ἄκουσα… μιά παράξενη μουσική ἀπό κιθάρες…

Ὁ καλός Ἱερεύς ἔτρεξε νά μοῦ πῇ, ὅτι προσπάθησε νά ἐμποδίσῃ τά παιδιά, ἀλλά ἐκεῖνα δέν ὑπήκουσαν. Ἄνοιξα τήν Ὡραία Πύλη καί τότε συγκλονίστηκα μέ τό θέαμα καί ράγισε ἡ ψυχή μου. Πάνω ἀπό τό φέρετρο τοῦ νέου, πληθύς νέων παιδιῶν, – μά καί ὅλος ὁ Ναός καί τά πέριξ αὐτοῦ εἶχαν κατακλυσθῇ ἀπό νέους – μέ κιθάρες, ἔπαιζαν πένθιμο σκοπό τραγουδώντας ὅ,τι τραγουδοῦσαν τά βράδυα πού ἔβγαιναν στήν ἀκροθαλασσιά τῆς Πάτρας καί ὀνειρεύονταν τό μέλλον τους, μέσα ἀπό ἁγνούς καθάριους οὐρανούς μαζί μέ τόν Δημήτρη. Ἔκανε κίνηση ὁ Ἱερεύς νά κατέβῃ, νά τούς σταματήσῃ… Μή… μή… πάτερ μου, τοῦ εἶπα… Μήν πειράξης τά παιδιά… Ἀποχαιρετοῦν μέ τήν δική τους γλῶσσα, τόν δικό τους τρόπο τόν φίλο τους… Ἦτο ἀδύνατον, νά συγκρατήσω τά δάκρυά μου.

Σταμάτησαν, νά τραγουδοῦν τόν πένθιμο σκοπό τους, ὅταν εἶπα «Εὐλογητός ὁ Θεός…». Ὅμως τότε ἦταν ἀδύνατον νά συνεχίσω ἐγώ…. Δέν ξέρω πῶς… ὁ Θεός ἐβοήθησε, νά σταθῶ στά πόδια μου καί νά τελειώσω τήν ἐξόδιο Ὰκολουθία καί νά πῶ δυό λόγια στό τέλος… τά ὁποῖα δέν ἦταν, πιστεύω, τίποτα μπροστά στό ἁγνό, πένθιμο ἀλλά καί ἀναστάσιμο, ἀποχαιρετιστήριο τραγούδι τῶν παιδιῶν, πού τό συνόδευαν μέ τά δάκρυα τῆς ἀγάπης τους, γιά τόν φίλο τους.

Τήν ἄλλη ἡμέρα κάποιοι ἀπ’ αὐτούς ἦλθαν νά μέ δοῦν. «Σ’ εὐχαριστοῦμε, Δέσποτα, γιά ὅ,τι ἔκανες χθές γιά τόν Δημήτρη καί σοῦ ζητᾶμε συγνώμη, γιατί ἀποχαιρετήσαμε τό φίλο μας μέ τό δικό μας τρόπο…». Προσπάθησα νά τούς πῶ, ὅτι αἰσθανόμουν πολύ μικρός μπροστά τους καί νά ψελίσω ἕνα ταπεινό εὐχαριστῶ ἀπό τήν ψυχή μου γιά τήν διδασκαλία πού μοῦ προσέφεραν. Μοῦ φίλησαν τό χέρι μέ πολύ σεβασμό καί ἔφυγαν… ποιός ξέρει γιά ποιούς κόσμους. Ἴσως καλύτερους ἀπό αὐτούς πού εἴμαστε ἐγκλωβισμένοι ἐμεῖς οἱ μεγάλοι….

· Αὐτά περνοῦσαν ἀπό τό μυαλό μου τήν ὥρα πού ἔβλεπα ὅλη αὐτή τήν σκηνή μέ τό Γιάννη, μιά σκηνή ἐπώδυνη γιά μιά ἀκόμα φορά μπροστά μου…

Δοξολογοῦσα τόν Θεό καί παρακαλοῦσα νά ἀναπαύῃ ὅλα αὐτά τά παιδιά, πού ἔβαψαν μέ τό αἷμα τους, ἄδικα, τήν ἄσφαλτο καί ἔφυγαν πρόωρα – κατά τή δική μας ἀνθρώπινη κρίση – ἀπό κοντά μας. Δέν εἶναι ἕνα καί δυό. Πεντέμισυ χρόνια πού εἶμαι στήν πόλη τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου, κάθε τόσο καί ἕνα παιδί φεύγει γιά τόν Οὐρανό, ἐξ’ αἰτίας κάποιου τροχαίου ἀτυχήματος.

Παιδί μου – παιδιά μου – πῶς μᾶς ἀφήνετε σέ τόσο πόνο! Πῶς νά παρηγορήσω τούς γονεῖς σας, τά ἀδέλφια σας, πού μέ κοιτᾶνε στά μάτια… Ἀλήθεια ποτέ μου δέν μπορῶ, νά ξεχάσω αὐτό τό πονεμένο βλέμμα τῶν μανάδων, πού ἔχουν χάσει τό παιδί τους. Διαπερνᾶ τά σωθικά μου καί μέ συγκλονίζει. Μέ συνοδεύει ἡμέρα καί νύχτα, μέ κινεῖ σέ θερμή προσευχή πρός τόν Θεό. Ὅλα γίνονται ἀνθρωπίνως περισσότερον ὀδυνηρά, ὅταν γνωρίζῃς ἀπό κοντά τίς οἰκογένειες, τά παιδιά…

Σήκωσα τά μάτια μου στό Θεό, ζήτησα βοήθεια καί δύναμη γιά νά πῶ δυό λόγια… Αὐτά τά λόγια τά σημειώνω καί τά ἀφιερώνω σέ ὅλες τίς πονεμένες μανάδες καί τούς θλιμμένους πατεράδες καί στά ἀδέλφια ὅσων παιδιῶν μας, ἔφυγαν τόσο σύντομα γιά τόν Οὐρανό. Εἶναι λόγια παραμυθίας, λόγια ἀναστάσιμα. Εἶναι τά λόγια τοῦ Κυρίου μας καί τῶν Ἁγίων Πατέρων μας, οἱ ὁποῖοι μᾶς βοηθοῦν νά δοῦμε μέ τά πνευματικά μάτια, ὅλα αὐτά τά γεγονότα, νά τά ἀντιμετωπίσωμε μέ πίστη βαθειά στό Θεό καί μέ τήν βεβαιότητα τῆς Ἀναστάσεως. Εἶπα λοιπόν:

«Γνωρίζω, ὅτι τά δικά μου λόγια εἶναι πολύ φτωχά, εἶναι πολύ ἀνθρώπινα γιά νά σᾶς παρηγορήσουν. Ὅμως ἀκοῦστε με, προσπαθεῖστε νά μέ ἀκούσετε αὐτή τήν τόσο δύσκολη στιγμή γιά σᾶς, πού σηκώνετε αὐτόν τόν βαρύ σταυρό τοῦ πόνου γιά τήν μετάσταση τοῦ παιδιοῦ σας. Γνωρίζω, πόσο πονᾶτε, ὅμως τό παιδί σας δέν ἀπέθανε, ἀλλά καθεύδει. Τό ἔχομε μπροστά μας, στό μέσο τοῦ Ναοῦ καί ἔχει στά χέρια του τήν εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως. Ἐσύ τοῦ τήν ἔδωσες νά τήν κρατάῃ, καλή καί σεμνή μητέρα. Ὁ θάνατος κάποτε ἦταν τό φόβητρο, τό σκιάχτρο τοῦ ἀνθρώπου. Ὅμως τώρα ὅλα ἄλλαξαν. Ὁ Κύριός μας, μέ τήν Ἀνάστασή Του μᾶς βεβαιώνει, ὅτι νικήθηκε τελειωτικά ὁ θάνατος καί ὁ ἄνθρωπος ἁπλῶς κοιμᾶται ἕνα ὕπνο μεγαλυτέρας διαρκείας ἀπό τόν συνήθη.

Τό ξέρω, δέν δύνασαι νά κρατήσῃς τά δάκρυά σου… Καί πῶς νά τό ἐπιτύχῃς αὐτό, ἀφοῦ καί ὅταν γιά λίγο φεύγῃ ἕνα σου παιδί γιά ἄλλον τόπο, πάλι κλαῖς, γιατί τόσο τό ἀγαπᾶς…! Ὅλοι μας κλαῖμε, ὅταν ἀποχωριζόμαστε ἀγαπημένα μας πρόσωπα… Καί τώρα, ὅλοι μας, σέ συνοδεύομε στόν δακρύβρεχτο ἀποχαιρετισμό τοῦ παιδιοῦ σου. Ὅμως ἄκουσε, τί λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Μή λυπῆσθε καθώς καί οἱ λοιποί οἱ μή ἔχοντες ἐλπίδα… Ἡμῶν γάρ τό πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει… Οὐκ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλά τήν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν…». Δέν εἶναι ἐδῶ ἡ πατρίδα μας εἶναι ἐκεῖ στόν Οὐρανό… ὅπου ἦχος καθαρός ἑορταζόντων… Πρίν ἀπό λίγο ἐψάλαμε: «Μακαρία ἡ ὁδός ἧ πορεύῃ σήμερον, ὅτι ἡτοιμάσθη σοί τόπος ἀναπαύσεως…» δηλαδή «Εἶναι ὡραία, εὐτυχισμένη ἡ ὁδός τήν ὁποία βαδίζεις σήμερα, παιδί μου, γιατί σοῦ ἔχει ἑτοιμασθῆ ἀπό τόν Θεό τόπος ἀναπαύσεως».

– Θά μέ ἐρωτήσῃς… Πῶς νά μή πονῶ καί νά μή κλαίω; Τό παιδί μου ἔχασα.

– Θά σοῦ ἀπαντήσω. Καί ὁ Κύριος ἔκλαυσε, ὅταν ἐκοιμήθη ὁ Λάζαρος… Τά δάκρυά σου ποτίζουν τό δέντρο τῆς Ἀναστάσεως. Γίνονται γιά σένα πηγή δροσίζουσά σε. Ναί, μή μοῦ τό πῇς… Τό ξέρω πρίν τό ἐκφράσῃς ἀπό τά χείλη σου… Θά μοῦ πῇς: « Ἀνάστησε τό παιδί μου». Πόσες μητέρες μοῦ τό ἔχουν πεῖ! Θέλεις νά κρεμαστῇς στό λαιμό μου καί νά μέ παρακαλέσῃς, νά μέ ἱκετεύσῃς… « Πές στόν Κύριο νά ἀναστήσῃ τό παιδί μου, ὅπως ἔκανε μέ τό παιδί τῆς χήρας στή Ναΐν καί μέ τήν θυγατέρα τοῦ Ἰαείρου…» Τρέμω, νά σοῦ ἀπαντήσω, δέν μπορῶ μέ συγκλόνισες, μή συνεχίσῃς, σέ παρακαλῶ. Θά προσπαθήσω, νά σοῦ πῶ δυό λόγια. Ὅ,τι θά σοῦ πῶ, δέν εἶναι δικό μου. Μᾶς τό εἶπε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, εἶναι βάλσαμο ψυχῆς. Θά στό πῶ, ὅπως ἐκεῖνος τό λέγει: « Ἀπό τή στιγμή πού ἦλθε ὁ Κύριος στόν κόσμο, ὁ θάνατος δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ὕπνος… Δέν ἀνέστησε τό παιδί σου τώρα, ὅπως τήν κόρη τοῦ Ἰαείρου. Ἀλλά ἔτσι εἶναι καλύτερα. Τό παιδί σου θά ἀναστηθῇ μέ μεγάλη δόξα. Τό παιδί τῆς χήρας στή Ναΐν καί ἡ θυγατέρα τοῦ Ἰαείρου ἀναστήθηκαν, ἀλλά πέθαναν πάλι. Τό δικό σου τέκνο θά ἀναστηθῇ καί θά παραμείνῃ ἀθάνατο. Γιατί θρηνεῖς ὑπερβαλλόντως; Ἀλήθεια σοῦ λέγω, δέν ὑπάρχει λόγος, νά κλαῖς ἀπαρηγόρητα. Τό παιδί σου ζεῖ… Ὑπόφερε τό συμβάν μέ γενναιότητα. Ἡσυχάζει τό παιδί σου καί δέν ἔχει χαθεῖ…»

Ὅμως, σέ ἀκούω νά λέγῃς, καί γιά τούς πολλούς φαίνεται νά ἔχῃς δίκηο. «Τόσα ὄνειρα ἔκανα γιά τό παιδί μου. Μιά ζωή ἐργάστηκα γι’ αὐτό. Τώρα τί θά κάνω, ὅ,τι ἔφτιαξα γι’ αὐτό»;

Ἄκουσε καί πάλι τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο: «Δέν ἔγινε τό παιδί σου κληρονόμος τῆς περιουσίας σου μαζί μέ τά ἄλλα του ἀδέλφια, ἀλλά ἔγινε συγκληρονόμος τοῦ Χριστοῦ. Οἱ ἄπιστοι καῖνε καί θάπτουν μαζί μέ ἐκείνους πού πεθαίνουν τά ὑπάρχοντά τους, ἐσύ δῶσε τό μερίδιο τοῦ παιδιοῦ σου στούς πτωχούς, κάνε ἐλεημοσύνη γιά νά τοῦ χαρίσῃς μεγαλύτερη δόξα στόν Οὐρανό…» .

Ἀλλά συνεχίζεις, νά μοῦ λέγῃς: « Δέν θά γυρίσῃ πίσω στό σπίτι μας τό παιδί μου. Δέν θά τό ξαναδοῦμε. Γι’ αὐτό πονάει ἡ ψυχή μας καί ἡ λύπη μας εἶναι ἀβάσταχτη». Καί πάλι δίκηο ἔχεις. Ἀλλά σκέψου πιό βαθειά καί θά διαπιστώσῃς, ὅτι τό παιδί σου στόν Οὐρανό θά σέ περιμένῃ. Ὅλοι θά φύγωμε κάποια στιγμή ἀπό αὐτό τόν μάταιο κόσμο. Ἐσύ ὅταν θά φύγῃς ἀπό τόν κόσμο αὐτό, θά τύχῃς ὑποδοχῆς ἐκεῖ, ἀπό τό παλυαγαπημένο σου παιδί. Θά σέ πιάσῃ ἀπό τό χέρι καί θά σέ ξεναγήσῃ στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος σ’ αὐτό τό σημεῖο καί πάλι μᾶς διδάσκει: « Μή δή τοῦτο ἐννόει, ὅτι οὐκέτι ἀναστρέψει εἰς τήν οἰκίαν, ἀλλ’ ὅτι καί αὐτός ἀπελεύση μικρόν ὕστερον πρός αὐτόν» . Δηλαδή «Μή σκέπτεσαι αὐτό, ὅτι δηλαδή δέν θά ξαναγυρίσῃ στό σπίτ, ἀλλ’ ὅτι καί σύ μετά ἀπό κάποιο διάστημα θά πᾶς κοντά του…»

Καί ἄλλο σημεῖο πρόσεξε, πού θά σοῦ δώσῃ παρηγοριά στό μεγάλο σου πόνο. Βλέπεις τήν κατάντια καί τόν κατήφορο τῆς κοινωνίας. Βλέπεις τήν ἁμαρτία, πού ζητεῖ νά καταπιῇ τούς ἀνθρώπους. Ἁρπάζει τούς νέους, παρασύρει τούς ὥριμους καί ξεγελάει τούς γέροντες. Καί ἀπό αὐτή τήν ἀπειλή ἐσώθη τό παιδί σου. Στήν Ἁγία Γραφή διαβάζουμε:

« Ἡρπάγη, μή κακία ἀλλάξῃ σύνεσιν αὐτοῦ ἤ δόλος ἀπατήσῃ ψυχήν αὐτοῦ…» ( Σοφ. Σολ. 4,11)

Καί συνέχισα: «Ἀδελφοί μου, ἐκεῖνο πού ἀπομένει σέ ὅλους μας τώρα εἶναι ἡ προσευχή, ἡ θερμή δέησις πρός Κύριον γιά τήν ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς τοῦ μεταστάντος νέου καί γιά τήν ἐξ’ ὕψους παρηγορία τῶν γονέων του, τῶν ἀδελφῶν του καί τῶν λοιπῶν οἰκογενῶν του. Ἀκόμη δέ, γιά νά προστατεύῃ ὁ Θεός ὅλα τά παιδιά, τά ὁποῖα κάθε ἡμέρα κινδυνεύουν στούς δρόμους, ὅπου κινοῦνται,προκειμένου να ἐργασθοῦν καί νά ἐξοικονομήσουν τά ἀπαραίτητα γιά νά ζήσουν αὐτά καί ἡ οἱκογένειά τους…».

Αὐτά περίπου εἶπα κατά τήν ὥρα ἐκείνη μέ ἄλγος ψυχῆς ἀλλά μέ τήν βεβαιότητα τῆς Ἀναστάσεως, καί ἀπεχαιρέτησα τόν μεταστάντα νέο, ἐνῶ οἱ γονεῖς του καί τά ἀδέλφια του μέ λυγμούς μοῦ φίλησαν τό χέρι εὐχαριστώντας με γιά ὅσα εἶπα γιά τό παιδί τους.

Ἔξω ἀπό τόν Ἱερό Ναό πληθύς νέων, φίλων τοῦ κεκοιμημένου μέ ἐπλησίασαν, γιά νά ἐκφράσουν τόν σεβασμό τους στό πρόσωπό μου.

Τότε μέ πολλή ἀγάπη καί βαθειά συγκίνηση, τούς εἶπα: «Παιδιά μου νά προσέχετε. Οἱ κίνδυνοι γιά τήν ζωή σας εἶναι πολλοί. Μή σᾶς παρασύρει ὁ ἐνθουσιασμός καί τό νεανικό σφρῖγος. Μή τρέχετε στούς δρόμους ἀνεξέλεγκτα. Νά ἔχετε πάντοτε μπροστά σας τήν αἴσθηση τοῦ κινδύνου. Εἶναι ὀδυνηρό, νά σᾶς χάνομε τόσο σύντομα. Βλέπετε τή θλίψη καί τόν πόνο πού ἁπλώθηκε σήμερα, ἀλλά καί σέ ἄλλες περιπτώσεις στόν τόπο μας; Γνωρίζετε, ὅτι οἱ δρόμοι μας δέν εἶναι ἀσφαλεῖς, ὅτι οἱ ἄλλοι ὁδηγοί δέν προσέχουν. Ὅτι οἱ Ἕλληνες δέν τηροῦμε τούς κανόνες κυκλοφορίας. Νά, λοιπόν, γιατί σᾶς τά λέγω ὅλα αὐτά καί σᾶς παρακαλῶ, νά προσέχετε γιά τήν ἀσφάλεια τῆς ζωῆς σας». Τούς μίλησα μέσα ἀπό τήν καρδιά μου, σάν ἀληθινός τους πατέρας. Ἕνας ἀπ’ αὐτούς, μέ συγκίνηση μοῦ εἶπε: «Τόσο πολύ μᾶς ἀγαπᾶτε, Δέσποτα; Σᾶς εὐχαριστοῦμε. Ἐγώ ἀπό σήμερα θά ἀπαλλαγῶ ἀπό τή μηχανή πού ἔχω».

Συγκινήθηκα μέ τά λόγια αὐτά. Συμφώνησα μαζί του. Εἶπα καί στούς ἄλλους, ἄν μποροῦν, νά κάνουν τό ἴδιο. Ὅμως πάνω ἀπ’ ὅλα νά προσέχουν.

Καθώς ἀποχωροῦσα, σκεπτόμουν. Πόσα παιδιά θρηνοῦμε στήν Ἑλλάδα. Λέτε καί ἔχομε πόλεμο. Σκοτώνονται ἄδικα, ἐνῶ θά μποροῦσαν νά προσφέρουν τόσα πολλά στήν κοινωνία μας. Προσευχήθηκα πολύ γι’ αὐτούς, γιά ὅλους καί εὐχήθηκα κάποτε στήν πατρίδα μας νά κατανοήσωμε τό μέγεθος τῆς συμφορᾶς, νά θέσωμε σέ πρώτη θέση τό θέμα τῆς κυκλοφοριακῆς ἀγωγῆς, νά φροντίζωμε γιά τήν τήρηση τῆς τάξεως στούς δρόμους καί μάλιστα μέ αὐστηρότητα, ὅπως καί γιά τήν τήρηση τῶν νόμων πού προστατεύουν τήν ζωή μας. Κάποια μέτρα, στήν Ἑλλάδα λαμβάνονται, τηροῦνται στήν ἀρχή καί κατόπιν ἀτονοῦν καί πίπτουν στήν ἀχρησία. Ἡ αὐστηρότητα στήν τήρηση τῶν κανόνων ὁδικῆς κυκλοφορίας, ἐκ μέρους τῶν ἁρμοδίων Ἀρχῶν εἶναι, ἐκ τῶν οὐκ ἄνευ, ἀπαραίτητη γιά τήν προστασία τῶν ἀνθρώπων.

Τό γνωρίζω, ὅτι οἱ Ἕλληνες, εἴμαστε δύσκολοι σέ αὐτό τό θέμα, ὅπως καί σέ ἄλλα. Ἀντιδροῦμε γιά κάποια πράγματα και μᾶς κακοφαίνεται, ὅταν τά ὄργανα τῆς τάξεως μᾶς παρατηροῦν. Ὅμως κάποτε πρέπει τά πράγματα, νά μποῦν στή θέση τους καί στόν τόπο μας.

Ἀκόμα πρέπει νά δώσωμε προτεραιότητα στήν κατασκευή καί διόρθωση τῶν δρόμων μας, πού ἔχουν γίνει ἐθνική καρμανιόλα. Καί σέ αὐτό τό θέμα εἴμαστε πολύ πίσω ἀπ’ὅλες τίς ἄλλες χῶρες. Ὅπου γίνονται ἔργα, ἀργοῦν νά τελειώσουν, γιατί προχωροῦν οἱ ἐργασίες μέ ρυθμούς χελώνης. Καί ὅπου τελειώνουν εἶναι προβληματικά. Ἀλήθεια τί φταίῃ ἄραγε; Ὅλοι τό γνωρίζομε… Καί οἱ ξένοι γελοῦν μαζί μας… Τόσα χρόνια πληρώνομε διόδια καί τά ἀποτελέσματα εἶναι ὀδυνηρά. Ἐντάσσεται καί αὐτό στά πλαίσια τῆς μιζέριας, τῆς μίζας, τῆς ἀδιαφορίας. Ὅμως τό αἷμα χύνεται ἄφθονο… Πότε θά ξυπνήσωμε ἄραγε;

Ἐπίσης, ἐθεώρησα χρέος μου, πλέον, νά παρακαλέσω ἤ ἄν θέλετε νά ἐπιβάλω στούς Ἱερεῖς μας – Ἐξομολόγους, νά νουθετοῦν τά παιδιά, ὅλους ἀνεξαιρέτως τούς ἀνθρώπους, γιά τά θέματα αὐτά καί μάλιστα νά εἶναι ἐν τῇ ἀγάπῃ των «αὐστηροί».

Πρόκειται γιά αὐτή ταύτη τήν ζωή πού μᾶς χάρισε ὁ Θεός καί γι’ αὐτό πρέπει νά τήν προσέχωμε, ἀξιοποιώντας κάθε λεπτό καί δευτερόλεπτο της ἀκόμα, γιά τήν σωτηρία μας.

Εἶναι ἀνάγκη, νά συμβάλλωμε ὅλοι μας, μέ κάθε τρόπο, ὥστε νά μή θρηνοῦμε θύματα καί μάλιστα νέα παιδιά στήν ἄσφαλτο.

Καί τέλος ἔγραψα κάποιες συμβουλές γιά τούς νέους, ἀλλά καί γιά ὅλους, μέ πολύ ἀγάπη καί πόνο ψυχῆς. Εἶναι ἡ φωνή τοῦ πνευματικοῦ πατέρα πρός τά παιδιά του.

Παιδί μου πρόσεχε!

Ξέρω, σέ ξαφνιάζει αὐτή ἡ ἐπικοινωνία. Ὅμως εἶναι ἀπαραίτητη. Θέλησα μ’ αὐτό τόν τρόπο:

1. Νά ἐκφράσω τήν πολλή μου ἀγάπη σέ σένα.

2. Τό ἀνύσταχτο ἐνδιαφέρον μου

3. Τήν ἀνησυχία μου γιά σένα

4. Τόν πόνο τῆς καρδιᾶς μου

Γι’ αὐτό σου λέγω. Πρόσεχε!

Μή βάζης σέ κίνδυνο τήν ζωή σου.

Ἔχεις μηχανή… αὐτοκίνητο…

Πρίν ἀνέβης νά ὁδηγήσῃς, σκέψου.

Ἡ ζωή σου εἶναι πολύτιμη.

Ἡ κοινωνία σέ χρειάζεται.

Ἡ οἰκογένειά σου σέ περιμένει.

Οἱ γονεῖς σου σέ λατρεύουν.

Οἱ φίλοι σου σέ ἀγαποῦν.

Ἄν εἶσαι πατέρας ἤ μητέρα, σκέψου ὅτι τά παιδιά σου σέ λαχταροῦν.

Πρέπει νά γυρίσῃς στό σπίτι.

Πρέπει νά χαρῇς τή ζωή, πού εἶναι δῶρο Θεοῦ.

Ἀρκετός πόνος σκέπασε τόν τόπο μας καί τά δάκρυα σάν ποτάμι κυλοῦν, γιά ὅσα παιδιά χάθηκαν στήν ἄσφαλτο.

Τό αἷμα, ἀπ’ ὅπου καί ἄν περάσωμε, ἀχνίζει νωπό.

Εἶναι τό αἷμα κάποιου φίλου σου, γνωστοῦ σου ἀλλά καί ὅποιου ἀγνώστου πού μέ τό ξαφνικό του πάθημα, τήν κοινωνία ὅλη σέ πόνο ἐβύθισε.

Κάποια παιδιά δέν θά μπορέσουν ποτέ, νά περπατήσουν καί κάποια ἄλλα, γιά πολύ, θά ταλαιπωρηθοῦν σέ κάποιο Νοσοκομεῖο.

Γνωρίζω, ὅτι παραξενεύεσαι, μέ ὅσα σου γράφω. Ὅμως θά σοῦ πῶ κάτι πολύ ὀδυνηρό. Δέν ἤξερα τί ἄλλο νά κάνω καί βρῆκα αὐτό τόν τρόπο νά σοῦ πῶ, ὅτι κουράστηκα, δέν ἀντέχω ἄλλο, νά κηδεύω νέα παιδιά.

· Πρόσεχε παιδί μου.

Μή τρέχης. Ἄς φτάσης λίγα λεπτά ἀργότερα, ὅμως θά φτάσῃς. Θυμήσου, ὅτι οἱ μεγάλες ταχύτητες σκοτώνουν.

· Πρόσεχε παιδί μου.

Νά φορᾶς τή ζώνη σου. Σώζει τή ζωή σου.

· Πρόσεχε παιδί μου.

Μή καταναλώνης οἰνοπνευματώδη ποτά, εἶναι ἐπικίνδυνο γιά τή ζωή σου.

· Πρόσεχε παιδί μου.

Μή μιλᾶς στό κινητό σου τηλέφωνο, ὅταν ὁδηγῇς, μή διαβάζης καί μή στέλνης μηνύματα. Κινδυνεύει ἡ ζωή σου.

· Πρόσεχε παιδί μου.

Νά φορᾶς τό κράνος σου, ὅταν ὁδηγῆς τή μηχανή.

· Πρόσεχε παιδί μου.

Ἀφοῦ εἶσαι κουρασμένος, εἶσαι ξενύχτης, γιατί ἔπιασες στό χέρι σου τό τιμόνι τοῦ αὐτοκινήτου, γιατί ἀνέβηκες στή μηχανή σου;

· Πρόσεχε παιδί μου

Μή κάνης προσπεράσεις σέ δρόμους δύσκολους, ὁ κίνδυνος καραδοκεῖ. Νά τηρῇς τούς κανόνες ὁδικῆς κυκλοφορίας.

· Πρόσεχε παιδί μου ἐσύ, γιατί μπορεῖ νά μή προσέχῃ αὐτός πού ἔρχεται ἀπέναντί σου. Μπορεῖς νά προφτάσῃς….

· Πρόσεχε παιδί μου.

Μή παραβιάζης τά σήματα ὁδικῆς κυκλοφορίας.

· Παιδί μου,

Πρίν πιάσης τό τιμόνι τοῦ αὐτοκινήτου σου ἤ ἀνέβης στή μηχανή, σήκωσε τά μάτια σου στό Θεό, σήκωσε τό χέρι σου καί κάμε τόν σταυρό σου. Προσευχήσου. Χρειάζεσαι τήν προστασία τοῦ Θεοῦ, τήν Χάρη τῆς Παναγίας μας καί τῶν Ἁγίων μας.

· Παιδί μου

Χαίρομαι, ὅταν κτίζονται μεγάλες Ἐκκλησίες ἤ μικρά Ἐκκλησάκια. Ὅμως λυπᾶμαι, ὅταν στούς δρόμους στήνονται προσκυνητάρια, πού τό καθένα ἀπ’αὐτά θυμίζει ἕνα τροχαῖο ἀτύχημα, στό ὁποῖο χάθηκε κάποιος ἤ κάποιοι ἤ ἄλλοι κτύπησαν λίγο ἤ πολύ. Φτάνει πιά! Ὄχι ἄλλα προσκυνητάρια στούς δρόμους, ἐξ’ἀιτίας τροχαίων ἁτυχημάτων.

· Παιδί μου

Σοῦ ζητῶ συγγνώμη πού πῆρα λίγο ἀπό τό χρόνο σου, ὥστε νά διαβάσῃς τίς σκέψεις αὐτές πού κρύβουν τήν ἀνησυχία μου, τόν πόνο τῆς καρδιᾶς μου, μά πάνω ἀπ’ ὅλα τήν πολύ μεγάλη ἀγάπη μου γιά σένα.

Παιδί μου πρόσεχε!

Σε συνοδεύει ἡ προσευχή του Ἐπισκόπου σου και ἡ πατρική του ὰγάπη.

Ὁ Θεός μαζί σου

Σεπ 20108

>
Ο ΠΟΝΟΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΤΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ

ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΠΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ ΚΑΘΕ ΗΜΕΡΑ ΣΤΗΝ ΑΣΦΑΛΤΟ

τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πατρῶν

κ.κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

Ἦταν νέος μόλις 26 ἐτῶν. Ἕνα παιδί γεμάτο ζωή καί ὑγεία. Σεμνός, πιστός στό Θεό, ὅπως ὅλη του ἡ οἰκογένεια. Τώρα στό μέσον τοῦ Ναοῦ, ἄπνους κατακείμενος. Πάνω ἀπό τό φέρετρό του ἡ μητέρα του, μοῦ θύμιζε ἔτσι λεπτή, ὅπως ἦταν, μέ τά δάκρυα νά αὐλακώνουν τό πρόσωπό της, βουβή μέσα στήν ὀδύνη της, τήν θλιμμένη Παναγιά, τήν δακρυρροοῦσα Μητέρα Ἐκείνου. Καί δίπλα ὁ πατέρας μέ τά ἀδέλφια τοῦ μακαριστοῦ νέου, κατώδυνοι, ὅπως καί ὅλοι οἱ πολυπληθεῖς νέοι, καί οἱ πολλοί ἄλλοι ἀδελφοί πού ἔτρεξαν νά προπέμψουν τόν Γιάννη στήν αἰωνιότητα.

Πάνω ἀπό τήν Ὡραία Πύλη, ἀντίκρυζα ὅλη αὐτή τήν σκηνή καί μέ βαθειά συγκίνηση καί συναισθηματική φόρτιση (μετά δυσκολίας μποροῦσα νά συγκρατήσω τά δάκρυά μου) ἔψαλα τήν ἐξόδιο Ἀκολουθία μαζί μέ τούς Ἱερεῖς, ἀπό καρδίας δεόμενος, ἀφ’ ἑνός μέν γιά τήν ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς τοῦ παιδιοῦ πού ἔφυγε ἀπό κοντά μας, ἀφ’ ἑτέρου δέ γιά τήν παραμυθία τῶν γονέων του καί τῶν ἀδελφῶν του.

Στό νοῦ μου περνοῦσαν σάν ἀστραπή οἱ εἰκόνες ἀπό ἄλλες θλιβερές τέτοιες περιπτώσεις. Πρίν ἀπό λίγες ἡμέρες ἡ περίπτωση τοῦ Παναγιώτη καί ἀκόμα λίγο πρίν, τοῦ ἄλλου Παναγιώτη καί τοῦ Γιώργου καί…

Ἔτρεχε ἡ σκέψη μου, ἡ ψυχή μου καί στά παιδιά πού ἀποχαιρετοῦσαν κάποια ἡμέρα ἕνα φίλο τους, ὅλοι μαζί, μέ λόγια πού ἔκαναν καί τίς πέτρες νά ραγίζουν. Θυμᾶμαι, τήν ὥρα πού ἐψάλαμε τήν Ἀκολουθία, ἕνας νεαρός ἦλθε στήν Ὡραία Πύλη καί μοῦ εἶπε χαμηλόφωνα: Σεβασμιώτατε, θά μᾶς ἀφήσετε στό τέλος νά ἀποχαιρετήσωμε τό φίλο μας; Ναί, τοῦ εἶπα. Στό τέλος, μίλησα παραμυθητικά καί ἔδωσα εὐλογία στό παιδί νά πῇ τά δικά του λόγια. Καί τότε, βρέθηκα – ἀλήθεια αὐτό κάθε φορά πού τό σκέπτομαι μέ συγκλονίζει – βρέθηκα ἀνάμεσα σέ 20 – 30 παιδιά ἀγόρια καί κορίτσια πού κατέλαβαν τά σκαλοπάτια τοῦ σολέα, μπροστά μου, γύρω μου. Ἄρχισε ἕνα παιδί νά μιλάῃ… «Φίλε μας θά σέ θυμόμαστε γιά πάντα… Ξέρομε ὅτι εἶσαι κοντά στό Θεό, πιστεύομε αὐτά πού εἶπε ὁ Δεσπότης….» Ξέσπασε σέ κλάματα –συνέχισε ὁ ἄλλος – ὁ ἑπόμενος… Ἔκλαιαν ὅλοι μαζί. Αἰσθάνθηκα, νά μέ κρατᾶνε ἀπό τό χέρι. Πιάστηκαν ἀπό τό ράσο μου… Προσπαθοῦσαν ὅλοι, νά μέ ἀκουμπήσουν… Θεέ μου, εἶπα, βοήθησέ με νά ἀντέξω τόν πόνο αὐτῶν τῶν παιδιῶν. Αἰσθανόμουν, ὅτι ἄφηναν ἐπάνω μου, ὅ,τι εἶχαν στήν ψυχή τους. Αἰσθάνθηκα τά δάκρυα, νά κυλοῦν στό πρόσωπό μου. Ὅλοι ἔκλαιαν…

Ἀλλά καί ἄλλη συγκλονιστική σκηνή ἦλθε στό μυαλό μου τήν ὥρα πού κήδευα τόν Γιάννη. «…Τρέξε Δέσποτα», ἡ φωνή ἑνός πατέρα, «ἔλα νά κηδεύσῃς τόν Δημήτρη μου. Σκοτώθηκα σέ τροχαῖο…». Ἦλθε ἡ ὥρα, ἔφτασα στήν Ἐκκλησία. Μπῆκα στό Ἱερό καί τότε ἄκουσα… μιά παράξενη μουσική ἀπό κιθάρες…

Ὁ καλός Ἱερεύς ἔτρεξε νά μοῦ πῇ, ὅτι προσπάθησε νά ἐμποδίσῃ τά παιδιά, ἀλλά ἐκεῖνα δέν ὑπήκουσαν. Ἄνοιξα τήν Ὡραία Πύλη καί τότε συγκλονίστηκα μέ τό θέαμα καί ράγισε ἡ ψυχή μου. Πάνω ἀπό τό φέρετρο τοῦ νέου, πληθύς νέων παιδιῶν, – μά καί ὅλος ὁ Ναός καί τά πέριξ αὐτοῦ εἶχαν κατακλυσθῇ ἀπό νέους – μέ κιθάρες, ἔπαιζαν πένθιμο σκοπό τραγουδώντας ὅ,τι τραγουδοῦσαν τά βράδυα πού ἔβγαιναν στήν ἀκροθαλασσιά τῆς Πάτρας καί ὀνειρεύονταν τό μέλλον τους, μέσα ἀπό ἁγνούς καθάριους οὐρανούς μαζί μέ τόν Δημήτρη. Ἔκανε κίνηση ὁ Ἱερεύς νά κατέβῃ, νά τούς σταματήσῃ… Μή… μή… πάτερ μου, τοῦ εἶπα… Μήν πειράξης τά παιδιά… Ἀποχαιρετοῦν μέ τήν δική τους γλῶσσα, τόν δικό τους τρόπο τόν φίλο τους… Ἦτο ἀδύνατον, νά συγκρατήσω τά δάκρυά μου.

Σταμάτησαν, νά τραγουδοῦν τόν πένθιμο σκοπό τους, ὅταν εἶπα «Εὐλογητός ὁ Θεός…». Ὅμως τότε ἦταν ἀδύνατον νά συνεχίσω ἐγώ…. Δέν ξέρω πῶς… ὁ Θεός ἐβοήθησε, νά σταθῶ στά πόδια μου καί νά τελειώσω τήν ἐξόδιο Ὰκολουθία καί νά πῶ δυό λόγια στό τέλος… τά ὁποῖα δέν ἦταν, πιστεύω, τίποτα μπροστά στό ἁγνό, πένθιμο ἀλλά καί ἀναστάσιμο, ἀποχαιρετιστήριο τραγούδι τῶν παιδιῶν, πού τό συνόδευαν μέ τά δάκρυα τῆς ἀγάπης τους, γιά τόν φίλο τους.

Τήν ἄλλη ἡμέρα κάποιοι ἀπ’ αὐτούς ἦλθαν νά μέ δοῦν. «Σ’ εὐχαριστοῦμε, Δέσποτα, γιά ὅ,τι ἔκανες χθές γιά τόν Δημήτρη καί σοῦ ζητᾶμε συγνώμη, γιατί ἀποχαιρετήσαμε τό φίλο μας μέ τό δικό μας τρόπο…». Προσπάθησα νά τούς πῶ, ὅτι αἰσθανόμουν πολύ μικρός μπροστά τους καί νά ψελίσω ἕνα ταπεινό εὐχαριστῶ ἀπό τήν ψυχή μου γιά τήν διδασκαλία πού μοῦ προσέφεραν. Μοῦ φίλησαν τό χέρι μέ πολύ σεβασμό καί ἔφυγαν… ποιός ξέρει γιά ποιούς κόσμους. Ἴσως καλύτερους ἀπό αὐτούς πού εἴμαστε ἐγκλωβισμένοι ἐμεῖς οἱ μεγάλοι….

· Αὐτά περνοῦσαν ἀπό τό μυαλό μου τήν ὥρα πού ἔβλεπα ὅλη αὐτή τήν σκηνή μέ τό Γιάννη, μιά σκηνή ἐπώδυνη γιά μιά ἀκόμα φορά μπροστά μου…

Δοξολογοῦσα τόν Θεό καί παρακαλοῦσα νά ἀναπαύῃ ὅλα αὐτά τά παιδιά, πού ἔβαψαν μέ τό αἷμα τους, ἄδικα, τήν ἄσφαλτο καί ἔφυγαν πρόωρα – κατά τή δική μας ἀνθρώπινη κρίση – ἀπό κοντά μας. Δέν εἶναι ἕνα καί δυό. Πεντέμισυ χρόνια πού εἶμαι στήν πόλη τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου, κάθε τόσο καί ἕνα παιδί φεύγει γιά τόν Οὐρανό, ἐξ’ αἰτίας κάποιου τροχαίου ἀτυχήματος.

Παιδί μου – παιδιά μου – πῶς μᾶς ἀφήνετε σέ τόσο πόνο! Πῶς νά παρηγορήσω τούς γονεῖς σας, τά ἀδέλφια σας, πού μέ κοιτᾶνε στά μάτια… Ἀλήθεια ποτέ μου δέν μπορῶ, νά ξεχάσω αὐτό τό πονεμένο βλέμμα τῶν μανάδων, πού ἔχουν χάσει τό παιδί τους. Διαπερνᾶ τά σωθικά μου καί μέ συγκλονίζει. Μέ συνοδεύει ἡμέρα καί νύχτα, μέ κινεῖ σέ θερμή προσευχή πρός τόν Θεό. Ὅλα γίνονται ἀνθρωπίνως περισσότερον ὀδυνηρά, ὅταν γνωρίζῃς ἀπό κοντά τίς οἰκογένειες, τά παιδιά…

Σήκωσα τά μάτια μου στό Θεό, ζήτησα βοήθεια καί δύναμη γιά νά πῶ δυό λόγια… Αὐτά τά λόγια τά σημειώνω καί τά ἀφιερώνω σέ ὅλες τίς πονεμένες μανάδες καί τούς θλιμμένους πατεράδες καί στά ἀδέλφια ὅσων παιδιῶν μας, ἔφυγαν τόσο σύντομα γιά τόν Οὐρανό. Εἶναι λόγια παραμυθίας, λόγια ἀναστάσιμα. Εἶναι τά λόγια τοῦ Κυρίου μας καί τῶν Ἁγίων Πατέρων μας, οἱ ὁποῖοι μᾶς βοηθοῦν νά δοῦμε μέ τά πνευματικά μάτια, ὅλα αὐτά τά γεγονότα, νά τά ἀντιμετωπίσωμε μέ πίστη βαθειά στό Θεό καί μέ τήν βεβαιότητα τῆς Ἀναστάσεως. Εἶπα λοιπόν:

«Γνωρίζω, ὅτι τά δικά μου λόγια εἶναι πολύ φτωχά, εἶναι πολύ ἀνθρώπινα γιά νά σᾶς παρηγορήσουν. Ὅμως ἀκοῦστε με, προσπαθεῖστε νά μέ ἀκούσετε αὐτή τήν τόσο δύσκολη στιγμή γιά σᾶς, πού σηκώνετε αὐτόν τόν βαρύ σταυρό τοῦ πόνου γιά τήν μετάσταση τοῦ παιδιοῦ σας. Γνωρίζω, πόσο πονᾶτε, ὅμως τό παιδί σας δέν ἀπέθανε, ἀλλά καθεύδει. Τό ἔχομε μπροστά μας, στό μέσο τοῦ Ναοῦ καί ἔχει στά χέρια του τήν εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως. Ἐσύ τοῦ τήν ἔδωσες νά τήν κρατάῃ, καλή καί σεμνή μητέρα. Ὁ θάνατος κάποτε ἦταν τό φόβητρο, τό σκιάχτρο τοῦ ἀνθρώπου. Ὅμως τώρα ὅλα ἄλλαξαν. Ὁ Κύριός μας, μέ τήν Ἀνάστασή Του μᾶς βεβαιώνει, ὅτι νικήθηκε τελειωτικά ὁ θάνατος καί ὁ ἄνθρωπος ἁπλῶς κοιμᾶται ἕνα ὕπνο μεγαλυτέρας διαρκείας ἀπό τόν συνήθη.

Τό ξέρω, δέν δύνασαι νά κρατήσῃς τά δάκρυά σου… Καί πῶς νά τό ἐπιτύχῃς αὐτό, ἀφοῦ καί ὅταν γιά λίγο φεύγῃ ἕνα σου παιδί γιά ἄλλον τόπο, πάλι κλαῖς, γιατί τόσο τό ἀγαπᾶς…! Ὅλοι μας κλαῖμε, ὅταν ἀποχωριζόμαστε ἀγαπημένα μας πρόσωπα… Καί τώρα, ὅλοι μας, σέ συνοδεύομε στόν δακρύβρεχτο ἀποχαιρετισμό τοῦ παιδιοῦ σου. Ὅμως ἄκουσε, τί λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Μή λυπῆσθε καθώς καί οἱ λοιποί οἱ μή ἔχοντες ἐλπίδα… Ἡμῶν γάρ τό πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει… Οὐκ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλά τήν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν…». Δέν εἶναι ἐδῶ ἡ πατρίδα μας εἶναι ἐκεῖ στόν Οὐρανό… ὅπου ἦχος καθαρός ἑορταζόντων… Πρίν ἀπό λίγο ἐψάλαμε: «Μακαρία ἡ ὁδός ἧ πορεύῃ σήμερον, ὅτι ἡτοιμάσθη σοί τόπος ἀναπαύσεως…» δηλαδή «Εἶναι ὡραία, εὐτυχισμένη ἡ ὁδός τήν ὁποία βαδίζεις σήμερα, παιδί μου, γιατί σοῦ ἔχει ἑτοιμασθῆ ἀπό τόν Θεό τόπος ἀναπαύσεως».

– Θά μέ ἐρωτήσῃς… Πῶς νά μή πονῶ καί νά μή κλαίω; Τό παιδί μου ἔχασα.

– Θά σοῦ ἀπαντήσω. Καί ὁ Κύριος ἔκλαυσε, ὅταν ἐκοιμήθη ὁ Λάζαρος… Τά δάκρυά σου ποτίζουν τό δέντρο τῆς Ἀναστάσεως. Γίνονται γιά σένα πηγή δροσίζουσά σε. Ναί, μή μοῦ τό πῇς… Τό ξέρω πρίν τό ἐκφράσῃς ἀπό τά χείλη σου… Θά μοῦ πῇς: « Ἀνάστησε τό παιδί μου». Πόσες μητέρες μοῦ τό ἔχουν πεῖ! Θέλεις νά κρεμαστῇς στό λαιμό μου καί νά μέ παρακαλέσῃς, νά μέ ἱκετεύσῃς… « Πές στόν Κύριο νά ἀναστήσῃ τό παιδί μου, ὅπως ἔκανε μέ τό παιδί τῆς χήρας στή Ναΐν καί μέ τήν θυγατέρα τοῦ Ἰαείρου…» Τρέμω, νά σοῦ ἀπαντήσω, δέν μπορῶ μέ συγκλόνισες, μή συνεχίσῃς, σέ παρακαλῶ. Θά προσπαθήσω, νά σοῦ πῶ δυό λόγια. Ὅ,τι θά σοῦ πῶ, δέν εἶναι δικό μου. Μᾶς τό εἶπε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, εἶναι βάλσαμο ψυχῆς. Θά στό πῶ, ὅπως ἐκεῖνος τό λέγει: « Ἀπό τή στιγμή πού ἦλθε ὁ Κύριος στόν κόσμο, ὁ θάνατος δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ὕπνος… Δέν ἀνέστησε τό παιδί σου τώρα, ὅπως τήν κόρη τοῦ Ἰαείρου. Ἀλλά ἔτσι εἶναι καλύτερα. Τό παιδί σου θά ἀναστηθῇ μέ μεγάλη δόξα. Τό παιδί τῆς χήρας στή Ναΐν καί ἡ θυγατέρα τοῦ Ἰαείρου ἀναστήθηκαν, ἀλλά πέθαναν πάλι. Τό δικό σου τέκνο θά ἀναστηθῇ καί θά παραμείνῃ ἀθάνατο. Γιατί θρηνεῖς ὑπερβαλλόντως; Ἀλήθεια σοῦ λέγω, δέν ὑπάρχει λόγος, νά κλαῖς ἀπαρηγόρητα. Τό παιδί σου ζεῖ… Ὑπόφερε τό συμβάν μέ γενναιότητα. Ἡσυχάζει τό παιδί σου καί δέν ἔχει χαθεῖ…»

Ὅμως, σέ ἀκούω νά λέγῃς, καί γιά τούς πολλούς φαίνεται νά ἔχῃς δίκηο. «Τόσα ὄνειρα ἔκανα γιά τό παιδί μου. Μιά ζωή ἐργάστηκα γι’ αὐτό. Τώρα τί θά κάνω, ὅ,τι ἔφτιαξα γι’ αὐτό»;

Ἄκουσε καί πάλι τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο: «Δέν ἔγινε τό παιδί σου κληρονόμος τῆς περιουσίας σου μαζί μέ τά ἄλλα του ἀδέλφια, ἀλλά ἔγινε συγκληρονόμος τοῦ Χριστοῦ. Οἱ ἄπιστοι καῖνε καί θάπτουν μαζί μέ ἐκείνους πού πεθαίνουν τά ὑπάρχοντά τους, ἐσύ δῶσε τό μερίδιο τοῦ παιδιοῦ σου στούς πτωχούς, κάνε ἐλεημοσύνη γιά νά τοῦ χαρίσῃς μεγαλύτερη δόξα στόν Οὐρανό…» .

Ἀλλά συνεχίζεις, νά μοῦ λέγῃς: « Δέν θά γυρίσῃ πίσω στό σπίτι μας τό παιδί μου. Δέν θά τό ξαναδοῦμε. Γι’ αὐτό πονάει ἡ ψυχή μας καί ἡ λύπη μας εἶναι ἀβάσταχτη». Καί πάλι δίκηο ἔχεις. Ἀλλά σκέψου πιό βαθειά καί θά διαπιστώσῃς, ὅτι τό παιδί σου στόν Οὐρανό θά σέ περιμένῃ. Ὅλοι θά φύγωμε κάποια στιγμή ἀπό αὐτό τόν μάταιο κόσμο. Ἐσύ ὅταν θά φύγῃς ἀπό τόν κόσμο αὐτό, θά τύχῃς ὑποδοχῆς ἐκεῖ, ἀπό τό παλυαγαπημένο σου παιδί. Θά σέ πιάσῃ ἀπό τό χέρι καί θά σέ ξεναγήσῃ στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος σ’ αὐτό τό σημεῖο καί πάλι μᾶς διδάσκει: « Μή δή τοῦτο ἐννόει, ὅτι οὐκέτι ἀναστρέψει εἰς τήν οἰκίαν, ἀλλ’ ὅτι καί αὐτός ἀπελεύση μικρόν ὕστερον πρός αὐτόν» . Δηλαδή «Μή σκέπτεσαι αὐτό, ὅτι δηλαδή δέν θά ξαναγυρίσῃ στό σπίτ, ἀλλ’ ὅτι καί σύ μετά ἀπό κάποιο διάστημα θά πᾶς κοντά του…»

Καί ἄλλο σημεῖο πρόσεξε, πού θά σοῦ δώσῃ παρηγοριά στό μεγάλο σου πόνο. Βλέπεις τήν κατάντια καί τόν κατήφορο τῆς κοινωνίας. Βλέπεις τήν ἁμαρτία, πού ζητεῖ νά καταπιῇ τούς ἀνθρώπους. Ἁρπάζει τούς νέους, παρασύρει τούς ὥριμους καί ξεγελάει τούς γέροντες. Καί ἀπό αὐτή τήν ἀπειλή ἐσώθη τό παιδί σου. Στήν Ἁγία Γραφή διαβάζουμε:

« Ἡρπάγη, μή κακία ἀλλάξῃ σύνεσιν αὐτοῦ ἤ δόλος ἀπατήσῃ ψυχήν αὐτοῦ…» ( Σοφ. Σολ. 4,11)

Καί συνέχισα: «Ἀδελφοί μου, ἐκεῖνο πού ἀπομένει σέ ὅλους μας τώρα εἶναι ἡ προσευχή, ἡ θερμή δέησις πρός Κύριον γιά τήν ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς τοῦ μεταστάντος νέου καί γιά τήν ἐξ’ ὕψους παρηγορία τῶν γονέων του, τῶν ἀδελφῶν του καί τῶν λοιπῶν οἰκογενῶν του. Ἀκόμη δέ, γιά νά προστατεύῃ ὁ Θεός ὅλα τά παιδιά, τά ὁποῖα κάθε ἡμέρα κινδυνεύουν στούς δρόμους, ὅπου κινοῦνται,προκειμένου να ἐργασθοῦν καί νά ἐξοικονομήσουν τά ἀπαραίτητα γιά νά ζήσουν αὐτά καί ἡ οἱκογένειά τους…».

Αὐτά περίπου εἶπα κατά τήν ὥρα ἐκείνη μέ ἄλγος ψυχῆς ἀλλά μέ τήν βεβαιότητα τῆς Ἀναστάσεως, καί ἀπεχαιρέτησα τόν μεταστάντα νέο, ἐνῶ οἱ γονεῖς του καί τά ἀδέλφια του μέ λυγμούς μοῦ φίλησαν τό χέρι εὐχαριστώντας με γιά ὅσα εἶπα γιά τό παιδί τους.

Ἔξω ἀπό τόν Ἱερό Ναό πληθύς νέων, φίλων τοῦ κεκοιμημένου μέ ἐπλησίασαν, γιά νά ἐκφράσουν τόν σεβασμό τους στό πρόσωπό μου.

Τότε μέ πολλή ἀγάπη καί βαθειά συγκίνηση, τούς εἶπα: «Παιδιά μου νά προσέχετε. Οἱ κίνδυνοι γιά τήν ζωή σας εἶναι πολλοί. Μή σᾶς παρασύρει ὁ ἐνθουσιασμός καί τό νεανικό σφρῖγος. Μή τρέχετε στούς δρόμους ἀνεξέλεγκτα. Νά ἔχετε πάντοτε μπροστά σας τήν αἴσθηση τοῦ κινδύνου. Εἶναι ὀδυνηρό, νά σᾶς χάνομε τόσο σύντομα. Βλέπετε τή θλίψη καί τόν πόνο πού ἁπλώθηκε σήμερα, ἀλλά καί σέ ἄλλες περιπτώσεις στόν τόπο μας; Γνωρίζετε, ὅτι οἱ δρόμοι μας δέν εἶναι ἀσφαλεῖς, ὅτι οἱ ἄλλοι ὁδηγοί δέν προσέχουν. Ὅτι οἱ Ἕλληνες δέν τηροῦμε τούς κανόνες κυκλοφορίας. Νά, λοιπόν, γιατί σᾶς τά λέγω ὅλα αὐτά καί σᾶς παρακαλῶ, νά προσέχετε γιά τήν ἀσφάλεια τῆς ζωῆς σας». Τούς μίλησα μέσα ἀπό τήν καρδιά μου, σάν ἀληθινός τους πατέρας. Ἕνας ἀπ’ αὐτούς, μέ συγκίνηση μοῦ εἶπε: «Τόσο πολύ μᾶς ἀγαπᾶτε, Δέσποτα; Σᾶς εὐχαριστοῦμε. Ἐγώ ἀπό σήμερα θά ἀπαλλαγῶ ἀπό τή μηχανή πού ἔχω».

Συγκινήθηκα μέ τά λόγια αὐτά. Συμφώνησα μαζί του. Εἶπα καί στούς ἄλλους, ἄν μποροῦν, νά κάνουν τό ἴδιο. Ὅμως πάνω ἀπ’ ὅλα νά προσέχουν.

Καθώς ἀποχωροῦσα, σκεπτόμουν. Πόσα παιδιά θρηνοῦμε στήν Ἑλλάδα. Λέτε καί ἔχομε πόλεμο. Σκοτώνονται ἄδικα, ἐνῶ θά μποροῦσαν νά προσφέρουν τόσα πολλά στήν κοινωνία μας. Προσευχήθηκα πολύ γι’ αὐτούς, γιά ὅλους καί εὐχήθηκα κάποτε στήν πατρίδα μας νά κατανοήσωμε τό μέγεθος τῆς συμφορᾶς, νά θέσωμε σέ πρώτη θέση τό θέμα τῆς κυκλοφοριακῆς ἀγωγῆς, νά φροντίζωμε γιά τήν τήρηση τῆς τάξεως στούς δρόμους καί μάλιστα μέ αὐστηρότητα, ὅπως καί γιά τήν τήρηση τῶν νόμων πού προστατεύουν τήν ζωή μας. Κάποια μέτρα, στήν Ἑλλάδα λαμβάνονται, τηροῦνται στήν ἀρχή καί κατόπιν ἀτονοῦν καί πίπτουν στήν ἀχρησία. Ἡ αὐστηρότητα στήν τήρηση τῶν κανόνων ὁδικῆς κυκλοφορίας, ἐκ μέρους τῶν ἁρμοδίων Ἀρχῶν εἶναι, ἐκ τῶν οὐκ ἄνευ, ἀπαραίτητη γιά τήν προστασία τῶν ἀνθρώπων.

Τό γνωρίζω, ὅτι οἱ Ἕλληνες, εἴμαστε δύσκολοι σέ αὐτό τό θέμα, ὅπως καί σέ ἄλλα. Ἀντιδροῦμε γιά κάποια πράγματα και μᾶς κακοφαίνεται, ὅταν τά ὄργανα τῆς τάξεως μᾶς παρατηροῦν. Ὅμως κάποτε πρέπει τά πράγματα, νά μποῦν στή θέση τους καί στόν τόπο μας.

Ἀκόμα πρέπει νά δώσωμε προτεραιότητα στήν κατασκευή καί διόρθωση τῶν δρόμων μας, πού ἔχουν γίνει ἐθνική καρμανιόλα. Καί σέ αὐτό τό θέμα εἴμαστε πολύ πίσω ἀπ’ὅλες τίς ἄλλες χῶρες. Ὅπου γίνονται ἔργα, ἀργοῦν νά τελειώσουν, γιατί προχωροῦν οἱ ἐργασίες μέ ρυθμούς χελώνης. Καί ὅπου τελειώνουν εἶναι προβληματικά. Ἀλήθεια τί φταίῃ ἄραγε; Ὅλοι τό γνωρίζομε… Καί οἱ ξένοι γελοῦν μαζί μας… Τόσα χρόνια πληρώνομε διόδια καί τά ἀποτελέσματα εἶναι ὀδυνηρά. Ἐντάσσεται καί αὐτό στά πλαίσια τῆς μιζέριας, τῆς μίζας, τῆς ἀδιαφορίας. Ὅμως τό αἷμα χύνεται ἄφθονο… Πότε θά ξυπνήσωμε ἄραγε;

Ἐπίσης, ἐθεώρησα χρέος μου, πλέον, νά παρακαλέσω ἤ ἄν θέλετε νά ἐπιβάλω στούς Ἱερεῖς μας – Ἐξομολόγους, νά νουθετοῦν τά παιδιά, ὅλους ἀνεξαιρέτως τούς ἀνθρώπους, γιά τά θέματα αὐτά καί μάλιστα νά εἶναι ἐν τῇ ἀγάπῃ των «αὐστηροί».

Πρόκειται γιά αὐτή ταύτη τήν ζωή πού μᾶς χάρισε ὁ Θεός καί γι’ αὐτό πρέπει νά τήν προσέχωμε, ἀξιοποιώντας κάθε λεπτό καί δευτερόλεπτο της ἀκόμα, γιά τήν σωτηρία μας.

Εἶναι ἀνάγκη, νά συμβάλλωμε ὅλοι μας, μέ κάθε τρόπο, ὥστε νά μή θρηνοῦμε θύματα καί μάλιστα νέα παιδιά στήν ἄσφαλτο.

Καί τέλος ἔγραψα κάποιες συμβουλές γιά τούς νέους, ἀλλά καί γιά ὅλους, μέ πολύ ἀγάπη καί πόνο ψυχῆς. Εἶναι ἡ φωνή τοῦ πνευματικοῦ πατέρα πρός τά παιδιά του.

Παιδί μου πρόσεχε!

Ξέρω, σέ ξαφνιάζει αὐτή ἡ ἐπικοινωνία. Ὅμως εἶναι ἀπαραίτητη. Θέλησα μ’ αὐτό τόν τρόπο:

1. Νά ἐκφράσω τήν πολλή μου ἀγάπη σέ σένα.

2. Τό ἀνύσταχτο ἐνδιαφέρον μου

3. Τήν ἀνησυχία μου γιά σένα

4. Τόν πόνο τῆς καρδιᾶς μου

Γι’ αὐτό σου λέγω. Πρόσεχε!

Μή βάζης σέ κίνδυνο τήν ζωή σου.

Ἔχεις μηχανή… αὐτοκίνητο…

Πρίν ἀνέβης νά ὁδηγήσῃς, σκέψου.

Ἡ ζωή σου εἶναι πολύτιμη.

Ἡ κοινωνία σέ χρειάζεται.

Ἡ οἰκογένειά σου σέ περιμένει.

Οἱ γονεῖς σου σέ λατρεύουν.

Οἱ φίλοι σου σέ ἀγαποῦν.

Ἄν εἶσαι πατέρας ἤ μητέρα, σκέψου ὅτι τά παιδιά σου σέ λαχταροῦν.

Πρέπει νά γυρίσῃς στό σπίτι.

Πρέπει νά χαρῇς τή ζωή, πού εἶναι δῶρο Θεοῦ.

Ἀρκετός πόνος σκέπασε τόν τόπο μας καί τά δάκρυα σάν ποτάμι κυλοῦν, γιά ὅσα παιδιά χάθηκαν στήν ἄσφαλτο.

Τό αἷμα, ἀπ’ ὅπου καί ἄν περάσωμε, ἀχνίζει νωπό.

Εἶναι τό αἷμα κάποιου φίλου σου, γνωστοῦ σου ἀλλά καί ὅποιου ἀγνώστου πού μέ τό ξαφνικό του πάθημα, τήν κοινωνία ὅλη σέ πόνο ἐβύθισε.

Κάποια παιδιά δέν θά μπορέσουν ποτέ, νά περπατήσουν καί κάποια ἄλλα, γιά πολύ, θά ταλαιπωρηθοῦν σέ κάποιο Νοσοκομεῖο.

Γνωρίζω, ὅτι παραξενεύεσαι, μέ ὅσα σου γράφω. Ὅμως θά σοῦ πῶ κάτι πολύ ὀδυνηρό. Δέν ἤξερα τί ἄλλο νά κάνω καί βρῆκα αὐτό τόν τρόπο νά σοῦ πῶ, ὅτι κουράστηκα, δέν ἀντέχω ἄλλο, νά κηδεύω νέα παιδιά.

· Πρόσεχε παιδί μου.

Μή τρέχης. Ἄς φτάσης λίγα λεπτά ἀργότερα, ὅμως θά φτάσῃς. Θυμήσου, ὅτι οἱ μεγάλες ταχύτητες σκοτώνουν.

· Πρόσεχε παιδί μου.

Νά φορᾶς τή ζώνη σου. Σώζει τή ζωή σου.

· Πρόσεχε παιδί μου.

Μή καταναλώνης οἰνοπνευματώδη ποτά, εἶναι ἐπικίνδυνο γιά τή ζωή σου.

· Πρόσεχε παιδί μου.

Μή μιλᾶς στό κινητό σου τηλέφωνο, ὅταν ὁδηγῇς, μή διαβάζης καί μή στέλνης μηνύματα. Κινδυνεύει ἡ ζωή σου.

· Πρόσεχε παιδί μου.

Νά φορᾶς τό κράνος σου, ὅταν ὁδηγῆς τή μηχανή.

· Πρόσεχε παιδί μου.

Ἀφοῦ εἶσαι κουρασμένος, εἶσαι ξενύχτης, γιατί ἔπιασες στό χέρι σου τό τιμόνι τοῦ αὐτοκινήτου, γιατί ἀνέβηκες στή μηχανή σου;

· Πρόσεχε παιδί μου

Μή κάνης προσπεράσεις σέ δρόμους δύσκολους, ὁ κίνδυνος καραδοκεῖ. Νά τηρῇς τούς κανόνες ὁδικῆς κυκλοφορίας.

· Πρόσεχε παιδί μου ἐσύ, γιατί μπορεῖ νά μή προσέχῃ αὐτός πού ἔρχεται ἀπέναντί σου. Μπορεῖς νά προφτάσῃς….

· Πρόσεχε παιδί μου.

Μή παραβιάζης τά σήματα ὁδικῆς κυκλοφορίας.

· Παιδί μου,

Πρίν πιάσης τό τιμόνι τοῦ αὐτοκινήτου σου ἤ ἀνέβης στή μηχανή, σήκωσε τά μάτια σου στό Θεό, σήκωσε τό χέρι σου καί κάμε τόν σταυρό σου. Προσευχήσου. Χρειάζεσαι τήν προστασία τοῦ Θεοῦ, τήν Χάρη τῆς Παναγίας μας καί τῶν Ἁγίων μας.

· Παιδί μου

Χαίρομαι, ὅταν κτίζονται μεγάλες Ἐκκλησίες ἤ μικρά Ἐκκλησάκια. Ὅμως λυπᾶμαι, ὅταν στούς δρόμους στήνονται προσκυνητάρια, πού τό καθένα ἀπ’αὐτά θυμίζει ἕνα τροχαῖο ἀτύχημα, στό ὁποῖο χάθηκε κάποιος ἤ κάποιοι ἤ ἄλλοι κτύπησαν λίγο ἤ πολύ. Φτάνει πιά! Ὄχι ἄλλα προσκυνητάρια στούς δρόμους, ἐξ’ἀιτίας τροχαίων ἁτυχημάτων.

· Παιδί μου

Σοῦ ζητῶ συγγνώμη πού πῆρα λίγο ἀπό τό χρόνο σου, ὥστε νά διαβάσῃς τίς σκέψεις αὐτές πού κρύβουν τήν ἀνησυχία μου, τόν πόνο τῆς καρδιᾶς μου, μά πάνω ἀπ’ ὅλα τήν πολύ μεγάλη ἀγάπη μου γιά σένα.

Παιδί μου πρόσεχε!

Σε συνοδεύει ἡ προσευχή του Ἐπισκόπου σου και ἡ πατρική του ὰγάπη.

Ὁ Θεός μαζί σου

Σεπ 20108

>
Ο ΠΟΝΟΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΤΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ

ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΠΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ ΚΑΘΕ ΗΜΕΡΑ ΣΤΗΝ ΑΣΦΑΛΤΟ

τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πατρῶν

κ.κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

Ἦταν νέος μόλις 26 ἐτῶν. Ἕνα παιδί γεμάτο ζωή καί ὑγεία. Σεμνός, πιστός στό Θεό, ὅπως ὅλη του ἡ οἰκογένεια. Τώρα στό μέσον τοῦ Ναοῦ, ἄπνους κατακείμενος. Πάνω ἀπό τό φέρετρό του ἡ μητέρα του, μοῦ θύμιζε ἔτσι λεπτή, ὅπως ἦταν, μέ τά δάκρυα νά αὐλακώνουν τό πρόσωπό της, βουβή μέσα στήν ὀδύνη της, τήν θλιμμένη Παναγιά, τήν δακρυρροοῦσα Μητέρα Ἐκείνου. Καί δίπλα ὁ πατέρας μέ τά ἀδέλφια τοῦ μακαριστοῦ νέου, κατώδυνοι, ὅπως καί ὅλοι οἱ πολυπληθεῖς νέοι, καί οἱ πολλοί ἄλλοι ἀδελφοί πού ἔτρεξαν νά προπέμψουν τόν Γιάννη στήν αἰωνιότητα.

Πάνω ἀπό τήν Ὡραία Πύλη, ἀντίκρυζα ὅλη αὐτή τήν σκηνή καί μέ βαθειά συγκίνηση καί συναισθηματική φόρτιση (μετά δυσκολίας μποροῦσα νά συγκρατήσω τά δάκρυά μου) ἔψαλα τήν ἐξόδιο Ἀκολουθία μαζί μέ τούς Ἱερεῖς, ἀπό καρδίας δεόμενος, ἀφ’ ἑνός μέν γιά τήν ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς τοῦ παιδιοῦ πού ἔφυγε ἀπό κοντά μας, ἀφ’ ἑτέρου δέ γιά τήν παραμυθία τῶν γονέων του καί τῶν ἀδελφῶν του.

Στό νοῦ μου περνοῦσαν σάν ἀστραπή οἱ εἰκόνες ἀπό ἄλλες θλιβερές τέτοιες περιπτώσεις. Πρίν ἀπό λίγες ἡμέρες ἡ περίπτωση τοῦ Παναγιώτη καί ἀκόμα λίγο πρίν, τοῦ ἄλλου Παναγιώτη καί τοῦ Γιώργου καί…

Ἔτρεχε ἡ σκέψη μου, ἡ ψυχή μου καί στά παιδιά πού ἀποχαιρετοῦσαν κάποια ἡμέρα ἕνα φίλο τους, ὅλοι μαζί, μέ λόγια πού ἔκαναν καί τίς πέτρες νά ραγίζουν. Θυμᾶμαι, τήν ὥρα πού ἐψάλαμε τήν Ἀκολουθία, ἕνας νεαρός ἦλθε στήν Ὡραία Πύλη καί μοῦ εἶπε χαμηλόφωνα: Σεβασμιώτατε, θά μᾶς ἀφήσετε στό τέλος νά ἀποχαιρετήσωμε τό φίλο μας; Ναί, τοῦ εἶπα. Στό τέλος, μίλησα παραμυθητικά καί ἔδωσα εὐλογία στό παιδί νά πῇ τά δικά του λόγια. Καί τότε, βρέθηκα – ἀλήθεια αὐτό κάθε φορά πού τό σκέπτομαι μέ συγκλονίζει – βρέθηκα ἀνάμεσα σέ 20 – 30 παιδιά ἀγόρια καί κορίτσια πού κατέλαβαν τά σκαλοπάτια τοῦ σολέα, μπροστά μου, γύρω μου. Ἄρχισε ἕνα παιδί νά μιλάῃ… «Φίλε μας θά σέ θυμόμαστε γιά πάντα… Ξέρομε ὅτι εἶσαι κοντά στό Θεό, πιστεύομε αὐτά πού εἶπε ὁ Δεσπότης….» Ξέσπασε σέ κλάματα –συνέχισε ὁ ἄλλος – ὁ ἑπόμενος… Ἔκλαιαν ὅλοι μαζί. Αἰσθάνθηκα, νά μέ κρατᾶνε ἀπό τό χέρι. Πιάστηκαν ἀπό τό ράσο μου… Προσπαθοῦσαν ὅλοι, νά μέ ἀκουμπήσουν… Θεέ μου, εἶπα, βοήθησέ με νά ἀντέξω τόν πόνο αὐτῶν τῶν παιδιῶν. Αἰσθανόμουν, ὅτι ἄφηναν ἐπάνω μου, ὅ,τι εἶχαν στήν ψυχή τους. Αἰσθάνθηκα τά δάκρυα, νά κυλοῦν στό πρόσωπό μου. Ὅλοι ἔκλαιαν…

Ἀλλά καί ἄλλη συγκλονιστική σκηνή ἦλθε στό μυαλό μου τήν ὥρα πού κήδευα τόν Γιάννη. «…Τρέξε Δέσποτα», ἡ φωνή ἑνός πατέρα, «ἔλα νά κηδεύσῃς τόν Δημήτρη μου. Σκοτώθηκα σέ τροχαῖο…». Ἦλθε ἡ ὥρα, ἔφτασα στήν Ἐκκλησία. Μπῆκα στό Ἱερό καί τότε ἄκουσα… μιά παράξενη μουσική ἀπό κιθάρες…

Ὁ καλός Ἱερεύς ἔτρεξε νά μοῦ πῇ, ὅτι προσπάθησε νά ἐμποδίσῃ τά παιδιά, ἀλλά ἐκεῖνα δέν ὑπήκουσαν. Ἄνοιξα τήν Ὡραία Πύλη καί τότε συγκλονίστηκα μέ τό θέαμα καί ράγισε ἡ ψυχή μου. Πάνω ἀπό τό φέρετρο τοῦ νέου, πληθύς νέων παιδιῶν, – μά καί ὅλος ὁ Ναός καί τά πέριξ αὐτοῦ εἶχαν κατακλυσθῇ ἀπό νέους – μέ κιθάρες, ἔπαιζαν πένθιμο σκοπό τραγουδώντας ὅ,τι τραγουδοῦσαν τά βράδυα πού ἔβγαιναν στήν ἀκροθαλασσιά τῆς Πάτρας καί ὀνειρεύονταν τό μέλλον τους, μέσα ἀπό ἁγνούς καθάριους οὐρανούς μαζί μέ τόν Δημήτρη. Ἔκανε κίνηση ὁ Ἱερεύς νά κατέβῃ, νά τούς σταματήσῃ… Μή… μή… πάτερ μου, τοῦ εἶπα… Μήν πειράξης τά παιδιά… Ἀποχαιρετοῦν μέ τήν δική τους γλῶσσα, τόν δικό τους τρόπο τόν φίλο τους… Ἦτο ἀδύνατον, νά συγκρατήσω τά δάκρυά μου.

Σταμάτησαν, νά τραγουδοῦν τόν πένθιμο σκοπό τους, ὅταν εἶπα «Εὐλογητός ὁ Θεός…». Ὅμως τότε ἦταν ἀδύνατον νά συνεχίσω ἐγώ…. Δέν ξέρω πῶς… ὁ Θεός ἐβοήθησε, νά σταθῶ στά πόδια μου καί νά τελειώσω τήν ἐξόδιο Ὰκολουθία καί νά πῶ δυό λόγια στό τέλος… τά ὁποῖα δέν ἦταν, πιστεύω, τίποτα μπροστά στό ἁγνό, πένθιμο ἀλλά καί ἀναστάσιμο, ἀποχαιρετιστήριο τραγούδι τῶν παιδιῶν, πού τό συνόδευαν μέ τά δάκρυα τῆς ἀγάπης τους, γιά τόν φίλο τους.

Τήν ἄλλη ἡμέρα κάποιοι ἀπ’ αὐτούς ἦλθαν νά μέ δοῦν. «Σ’ εὐχαριστοῦμε, Δέσποτα, γιά ὅ,τι ἔκανες χθές γιά τόν Δημήτρη καί σοῦ ζητᾶμε συγνώμη, γιατί ἀποχαιρετήσαμε τό φίλο μας μέ τό δικό μας τρόπο…». Προσπάθησα νά τούς πῶ, ὅτι αἰσθανόμουν πολύ μικρός μπροστά τους καί νά ψελίσω ἕνα ταπεινό εὐχαριστῶ ἀπό τήν ψυχή μου γιά τήν διδασκαλία πού μοῦ προσέφεραν. Μοῦ φίλησαν τό χέρι μέ πολύ σεβασμό καί ἔφυγαν… ποιός ξέρει γιά ποιούς κόσμους. Ἴσως καλύτερους ἀπό αὐτούς πού εἴμαστε ἐγκλωβισμένοι ἐμεῖς οἱ μεγάλοι….

· Αὐτά περνοῦσαν ἀπό τό μυαλό μου τήν ὥρα πού ἔβλεπα ὅλη αὐτή τήν σκηνή μέ τό Γιάννη, μιά σκηνή ἐπώδυνη γιά μιά ἀκόμα φορά μπροστά μου…

Δοξολογοῦσα τόν Θεό καί παρακαλοῦσα νά ἀναπαύῃ ὅλα αὐτά τά παιδιά, πού ἔβαψαν μέ τό αἷμα τους, ἄδικα, τήν ἄσφαλτο καί ἔφυγαν πρόωρα – κατά τή δική μας ἀνθρώπινη κρίση – ἀπό κοντά μας. Δέν εἶναι ἕνα καί δυό. Πεντέμισυ χρόνια πού εἶμαι στήν πόλη τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου, κάθε τόσο καί ἕνα παιδί φεύγει γιά τόν Οὐρανό, ἐξ’ αἰτίας κάποιου τροχαίου ἀτυχήματος.

Παιδί μου – παιδιά μου – πῶς μᾶς ἀφήνετε σέ τόσο πόνο! Πῶς νά παρηγορήσω τούς γονεῖς σας, τά ἀδέλφια σας, πού μέ κοιτᾶνε στά μάτια… Ἀλήθεια ποτέ μου δέν μπορῶ, νά ξεχάσω αὐτό τό πονεμένο βλέμμα τῶν μανάδων, πού ἔχουν χάσει τό παιδί τους. Διαπερνᾶ τά σωθικά μου καί μέ συγκλονίζει. Μέ συνοδεύει ἡμέρα καί νύχτα, μέ κινεῖ σέ θερμή προσευχή πρός τόν Θεό. Ὅλα γίνονται ἀνθρωπίνως περισσότερον ὀδυνηρά, ὅταν γνωρίζῃς ἀπό κοντά τίς οἰκογένειες, τά παιδιά…

Σήκωσα τά μάτια μου στό Θεό, ζήτησα βοήθεια καί δύναμη γιά νά πῶ δυό λόγια… Αὐτά τά λόγια τά σημειώνω καί τά ἀφιερώνω σέ ὅλες τίς πονεμένες μανάδες καί τούς θλιμμένους πατεράδες καί στά ἀδέλφια ὅσων παιδιῶν μας, ἔφυγαν τόσο σύντομα γιά τόν Οὐρανό. Εἶναι λόγια παραμυθίας, λόγια ἀναστάσιμα. Εἶναι τά λόγια τοῦ Κυρίου μας καί τῶν Ἁγίων Πατέρων μας, οἱ ὁποῖοι μᾶς βοηθοῦν νά δοῦμε μέ τά πνευματικά μάτια, ὅλα αὐτά τά γεγονότα, νά τά ἀντιμετωπίσωμε μέ πίστη βαθειά στό Θεό καί μέ τήν βεβαιότητα τῆς Ἀναστάσεως. Εἶπα λοιπόν:

«Γνωρίζω, ὅτι τά δικά μου λόγια εἶναι πολύ φτωχά, εἶναι πολύ ἀνθρώπινα γιά νά σᾶς παρηγορήσουν. Ὅμως ἀκοῦστε με, προσπαθεῖστε νά μέ ἀκούσετε αὐτή τήν τόσο δύσκολη στιγμή γιά σᾶς, πού σηκώνετε αὐτόν τόν βαρύ σταυρό τοῦ πόνου γιά τήν μετάσταση τοῦ παιδιοῦ σας. Γνωρίζω, πόσο πονᾶτε, ὅμως τό παιδί σας δέν ἀπέθανε, ἀλλά καθεύδει. Τό ἔχομε μπροστά μας, στό μέσο τοῦ Ναοῦ καί ἔχει στά χέρια του τήν εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως. Ἐσύ τοῦ τήν ἔδωσες νά τήν κρατάῃ, καλή καί σεμνή μητέρα. Ὁ θάνατος κάποτε ἦταν τό φόβητρο, τό σκιάχτρο τοῦ ἀνθρώπου. Ὅμως τώρα ὅλα ἄλλαξαν. Ὁ Κύριός μας, μέ τήν Ἀνάστασή Του μᾶς βεβαιώνει, ὅτι νικήθηκε τελειωτικά ὁ θάνατος καί ὁ ἄνθρωπος ἁπλῶς κοιμᾶται ἕνα ὕπνο μεγαλυτέρας διαρκείας ἀπό τόν συνήθη.

Τό ξέρω, δέν δύνασαι νά κρατήσῃς τά δάκρυά σου… Καί πῶς νά τό ἐπιτύχῃς αὐτό, ἀφοῦ καί ὅταν γιά λίγο φεύγῃ ἕνα σου παιδί γιά ἄλλον τόπο, πάλι κλαῖς, γιατί τόσο τό ἀγαπᾶς…! Ὅλοι μας κλαῖμε, ὅταν ἀποχωριζόμαστε ἀγαπημένα μας πρόσωπα… Καί τώρα, ὅλοι μας, σέ συνοδεύομε στόν δακρύβρεχτο ἀποχαιρετισμό τοῦ παιδιοῦ σου. Ὅμως ἄκουσε, τί λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Μή λυπῆσθε καθώς καί οἱ λοιποί οἱ μή ἔχοντες ἐλπίδα… Ἡμῶν γάρ τό πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει… Οὐκ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλά τήν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν…». Δέν εἶναι ἐδῶ ἡ πατρίδα μας εἶναι ἐκεῖ στόν Οὐρανό… ὅπου ἦχος καθαρός ἑορταζόντων… Πρίν ἀπό λίγο ἐψάλαμε: «Μακαρία ἡ ὁδός ἧ πορεύῃ σήμερον, ὅτι ἡτοιμάσθη σοί τόπος ἀναπαύσεως…» δηλαδή «Εἶναι ὡραία, εὐτυχισμένη ἡ ὁδός τήν ὁποία βαδίζεις σήμερα, παιδί μου, γιατί σοῦ ἔχει ἑτοιμασθῆ ἀπό τόν Θεό τόπος ἀναπαύσεως».

– Θά μέ ἐρωτήσῃς… Πῶς νά μή πονῶ καί νά μή κλαίω; Τό παιδί μου ἔχασα.

– Θά σοῦ ἀπαντήσω. Καί ὁ Κύριος ἔκλαυσε, ὅταν ἐκοιμήθη ὁ Λάζαρος… Τά δάκρυά σου ποτίζουν τό δέντρο τῆς Ἀναστάσεως. Γίνονται γιά σένα πηγή δροσίζουσά σε. Ναί, μή μοῦ τό πῇς… Τό ξέρω πρίν τό ἐκφράσῃς ἀπό τά χείλη σου… Θά μοῦ πῇς: « Ἀνάστησε τό παιδί μου». Πόσες μητέρες μοῦ τό ἔχουν πεῖ! Θέλεις νά κρεμαστῇς στό λαιμό μου καί νά μέ παρακαλέσῃς, νά μέ ἱκετεύσῃς… « Πές στόν Κύριο νά ἀναστήσῃ τό παιδί μου, ὅπως ἔκανε μέ τό παιδί τῆς χήρας στή Ναΐν καί μέ τήν θυγατέρα τοῦ Ἰαείρου…» Τρέμω, νά σοῦ ἀπαντήσω, δέν μπορῶ μέ συγκλόνισες, μή συνεχίσῃς, σέ παρακαλῶ. Θά προσπαθήσω, νά σοῦ πῶ δυό λόγια. Ὅ,τι θά σοῦ πῶ, δέν εἶναι δικό μου. Μᾶς τό εἶπε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, εἶναι βάλσαμο ψυχῆς. Θά στό πῶ, ὅπως ἐκεῖνος τό λέγει: « Ἀπό τή στιγμή πού ἦλθε ὁ Κύριος στόν κόσμο, ὁ θάνατος δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ὕπνος… Δέν ἀνέστησε τό παιδί σου τώρα, ὅπως τήν κόρη τοῦ Ἰαείρου. Ἀλλά ἔτσι εἶναι καλύτερα. Τό παιδί σου θά ἀναστηθῇ μέ μεγάλη δόξα. Τό παιδί τῆς χήρας στή Ναΐν καί ἡ θυγατέρα τοῦ Ἰαείρου ἀναστήθηκαν, ἀλλά πέθαναν πάλι. Τό δικό σου τέκνο θά ἀναστηθῇ καί θά παραμείνῃ ἀθάνατο. Γιατί θρηνεῖς ὑπερβαλλόντως; Ἀλήθεια σοῦ λέγω, δέν ὑπάρχει λόγος, νά κλαῖς ἀπαρηγόρητα. Τό παιδί σου ζεῖ… Ὑπόφερε τό συμβάν μέ γενναιότητα. Ἡσυχάζει τό παιδί σου καί δέν ἔχει χαθεῖ…»

Ὅμως, σέ ἀκούω νά λέγῃς, καί γιά τούς πολλούς φαίνεται νά ἔχῃς δίκηο. «Τόσα ὄνειρα ἔκανα γιά τό παιδί μου. Μιά ζωή ἐργάστηκα γι’ αὐτό. Τώρα τί θά κάνω, ὅ,τι ἔφτιαξα γι’ αὐτό»;

Ἄκουσε καί πάλι τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο: «Δέν ἔγινε τό παιδί σου κληρονόμος τῆς περιουσίας σου μαζί μέ τά ἄλλα του ἀδέλφια, ἀλλά ἔγινε συγκληρονόμος τοῦ Χριστοῦ. Οἱ ἄπιστοι καῖνε καί θάπτουν μαζί μέ ἐκείνους πού πεθαίνουν τά ὑπάρχοντά τους, ἐσύ δῶσε τό μερίδιο τοῦ παιδιοῦ σου στούς πτωχούς, κάνε ἐλεημοσύνη γιά νά τοῦ χαρίσῃς μεγαλύτερη δόξα στόν Οὐρανό…» .

Ἀλλά συνεχίζεις, νά μοῦ λέγῃς: « Δέν θά γυρίσῃ πίσω στό σπίτι μας τό παιδί μου. Δέν θά τό ξαναδοῦμε. Γι’ αὐτό πονάει ἡ ψυχή μας καί ἡ λύπη μας εἶναι ἀβάσταχτη». Καί πάλι δίκηο ἔχεις. Ἀλλά σκέψου πιό βαθειά καί θά διαπιστώσῃς, ὅτι τό παιδί σου στόν Οὐρανό θά σέ περιμένῃ. Ὅλοι θά φύγωμε κάποια στιγμή ἀπό αὐτό τόν μάταιο κόσμο. Ἐσύ ὅταν θά φύγῃς ἀπό τόν κόσμο αὐτό, θά τύχῃς ὑποδοχῆς ἐκεῖ, ἀπό τό παλυαγαπημένο σου παιδί. Θά σέ πιάσῃ ἀπό τό χέρι καί θά σέ ξεναγήσῃ στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος σ’ αὐτό τό σημεῖο καί πάλι μᾶς διδάσκει: « Μή δή τοῦτο ἐννόει, ὅτι οὐκέτι ἀναστρέψει εἰς τήν οἰκίαν, ἀλλ’ ὅτι καί αὐτός ἀπελεύση μικρόν ὕστερον πρός αὐτόν» . Δηλαδή «Μή σκέπτεσαι αὐτό, ὅτι δηλαδή δέν θά ξαναγυρίσῃ στό σπίτ, ἀλλ’ ὅτι καί σύ μετά ἀπό κάποιο διάστημα θά πᾶς κοντά του…»

Καί ἄλλο σημεῖο πρόσεξε, πού θά σοῦ δώσῃ παρηγοριά στό μεγάλο σου πόνο. Βλέπεις τήν κατάντια καί τόν κατήφορο τῆς κοινωνίας. Βλέπεις τήν ἁμαρτία, πού ζητεῖ νά καταπιῇ τούς ἀνθρώπους. Ἁρπάζει τούς νέους, παρασύρει τούς ὥριμους καί ξεγελάει τούς γέροντες. Καί ἀπό αὐτή τήν ἀπειλή ἐσώθη τό παιδί σου. Στήν Ἁγία Γραφή διαβάζουμε:

« Ἡρπάγη, μή κακία ἀλλάξῃ σύνεσιν αὐτοῦ ἤ δόλος ἀπατήσῃ ψυχήν αὐτοῦ…» ( Σοφ. Σολ. 4,11)

Καί συνέχισα: «Ἀδελφοί μου, ἐκεῖνο πού ἀπομένει σέ ὅλους μας τώρα εἶναι ἡ προσευχή, ἡ θερμή δέησις πρός Κύριον γιά τήν ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς τοῦ μεταστάντος νέου καί γιά τήν ἐξ’ ὕψους παρηγορία τῶν γονέων του, τῶν ἀδελφῶν του καί τῶν λοιπῶν οἰκογενῶν του. Ἀκόμη δέ, γιά νά προστατεύῃ ὁ Θεός ὅλα τά παιδιά, τά ὁποῖα κάθε ἡμέρα κινδυνεύουν στούς δρόμους, ὅπου κινοῦνται,προκειμένου να ἐργασθοῦν καί νά ἐξοικονομήσουν τά ἀπαραίτητα γιά νά ζήσουν αὐτά καί ἡ οἱκογένειά τους…».

Αὐτά περίπου εἶπα κατά τήν ὥρα ἐκείνη μέ ἄλγος ψυχῆς ἀλλά μέ τήν βεβαιότητα τῆς Ἀναστάσεως, καί ἀπεχαιρέτησα τόν μεταστάντα νέο, ἐνῶ οἱ γονεῖς του καί τά ἀδέλφια του μέ λυγμούς μοῦ φίλησαν τό χέρι εὐχαριστώντας με γιά ὅσα εἶπα γιά τό παιδί τους.

Ἔξω ἀπό τόν Ἱερό Ναό πληθύς νέων, φίλων τοῦ κεκοιμημένου μέ ἐπλησίασαν, γιά νά ἐκφράσουν τόν σεβασμό τους στό πρόσωπό μου.

Τότε μέ πολλή ἀγάπη καί βαθειά συγκίνηση, τούς εἶπα: «Παιδιά μου νά προσέχετε. Οἱ κίνδυνοι γιά τήν ζωή σας εἶναι πολλοί. Μή σᾶς παρασύρει ὁ ἐνθουσιασμός καί τό νεανικό σφρῖγος. Μή τρέχετε στούς δρόμους ἀνεξέλεγκτα. Νά ἔχετε πάντοτε μπροστά σας τήν αἴσθηση τοῦ κινδύνου. Εἶναι ὀδυνηρό, νά σᾶς χάνομε τόσο σύντομα. Βλέπετε τή θλίψη καί τόν πόνο πού ἁπλώθηκε σήμερα, ἀλλά καί σέ ἄλλες περιπτώσεις στόν τόπο μας; Γνωρίζετε, ὅτι οἱ δρόμοι μας δέν εἶναι ἀσφαλεῖς, ὅτι οἱ ἄλλοι ὁδηγοί δέν προσέχουν. Ὅτι οἱ Ἕλληνες δέν τηροῦμε τούς κανόνες κυκλοφορίας. Νά, λοιπόν, γιατί σᾶς τά λέγω ὅλα αὐτά καί σᾶς παρακαλῶ, νά προσέχετε γιά τήν ἀσφάλεια τῆς ζωῆς σας». Τούς μίλησα μέσα ἀπό τήν καρδιά μου, σάν ἀληθινός τους πατέρας. Ἕνας ἀπ’ αὐτούς, μέ συγκίνηση μοῦ εἶπε: «Τόσο πολύ μᾶς ἀγαπᾶτε, Δέσποτα; Σᾶς εὐχαριστοῦμε. Ἐγώ ἀπό σήμερα θά ἀπαλλαγῶ ἀπό τή μηχανή πού ἔχω».

Συγκινήθηκα μέ τά λόγια αὐτά. Συμφώνησα μαζί του. Εἶπα καί στούς ἄλλους, ἄν μποροῦν, νά κάνουν τό ἴδιο. Ὅμως πάνω ἀπ’ ὅλα νά προσέχουν.

Καθώς ἀποχωροῦσα, σκεπτόμουν. Πόσα παιδιά θρηνοῦμε στήν Ἑλλάδα. Λέτε καί ἔχομε πόλεμο. Σκοτώνονται ἄδικα, ἐνῶ θά μποροῦσαν νά προσφέρουν τόσα πολλά στήν κοινωνία μας. Προσευχήθηκα πολύ γι’ αὐτούς, γιά ὅλους καί εὐχήθηκα κάποτε στήν πατρίδα μας νά κατανοήσωμε τό μέγεθος τῆς συμφορᾶς, νά θέσωμε σέ πρώτη θέση τό θέμα τῆς κυκλοφοριακῆς ἀγωγῆς, νά φροντίζωμε γιά τήν τήρηση τῆς τάξεως στούς δρόμους καί μάλιστα μέ αὐστηρότητα, ὅπως καί γιά τήν τήρηση τῶν νόμων πού προστατεύουν τήν ζωή μας. Κάποια μέτρα, στήν Ἑλλάδα λαμβάνονται, τηροῦνται στήν ἀρχή καί κατόπιν ἀτονοῦν καί πίπτουν στήν ἀχρησία. Ἡ αὐστηρότητα στήν τήρηση τῶν κανόνων ὁδικῆς κυκλοφορίας, ἐκ μέρους τῶν ἁρμοδίων Ἀρχῶν εἶναι, ἐκ τῶν οὐκ ἄνευ, ἀπαραίτητη γιά τήν προστασία τῶν ἀνθρώπων.

Τό γνωρίζω, ὅτι οἱ Ἕλληνες, εἴμαστε δύσκολοι σέ αὐτό τό θέμα, ὅπως καί σέ ἄλλα. Ἀντιδροῦμε γιά κάποια πράγματα και μᾶς κακοφαίνεται, ὅταν τά ὄργανα τῆς τάξεως μᾶς παρατηροῦν. Ὅμως κάποτε πρέπει τά πράγματα, νά μποῦν στή θέση τους καί στόν τόπο μας.

Ἀκόμα πρέπει νά δώσωμε προτεραιότητα στήν κατασκευή καί διόρθωση τῶν δρόμων μας, πού ἔχουν γίνει ἐθνική καρμανιόλα. Καί σέ αὐτό τό θέμα εἴμαστε πολύ πίσω ἀπ’ὅλες τίς ἄλλες χῶρες. Ὅπου γίνονται ἔργα, ἀργοῦν νά τελειώσουν, γιατί προχωροῦν οἱ ἐργασίες μέ ρυθμούς χελώνης. Καί ὅπου τελειώνουν εἶναι προβληματικά. Ἀλήθεια τί φταίῃ ἄραγε; Ὅλοι τό γνωρίζομε… Καί οἱ ξένοι γελοῦν μαζί μας… Τόσα χρόνια πληρώνομε διόδια καί τά ἀποτελέσματα εἶναι ὀδυνηρά. Ἐντάσσεται καί αὐτό στά πλαίσια τῆς μιζέριας, τῆς μίζας, τῆς ἀδιαφορίας. Ὅμως τό αἷμα χύνεται ἄφθονο… Πότε θά ξυπνήσωμε ἄραγε;

Ἐπίσης, ἐθεώρησα χρέος μου, πλέον, νά παρακαλέσω ἤ ἄν θέλετε νά ἐπιβάλω στούς Ἱερεῖς μας – Ἐξομολόγους, νά νουθετοῦν τά παιδιά, ὅλους ἀνεξαιρέτως τούς ἀνθρώπους, γιά τά θέματα αὐτά καί μάλιστα νά εἶναι ἐν τῇ ἀγάπῃ των «αὐστηροί».

Πρόκειται γιά αὐτή ταύτη τήν ζωή πού μᾶς χάρισε ὁ Θεός καί γι’ αὐτό πρέπει νά τήν προσέχωμε, ἀξιοποιώντας κάθε λεπτό καί δευτερόλεπτο της ἀκόμα, γιά τήν σωτηρία μας.

Εἶναι ἀνάγκη, νά συμβάλλωμε ὅλοι μας, μέ κάθε τρόπο, ὥστε νά μή θρηνοῦμε θύματα καί μάλιστα νέα παιδιά στήν ἄσφαλτο.

Καί τέλος ἔγραψα κάποιες συμβουλές γιά τούς νέους, ἀλλά καί γιά ὅλους, μέ πολύ ἀγάπη καί πόνο ψυχῆς. Εἶναι ἡ φωνή τοῦ πνευματικοῦ πατέρα πρός τά παιδιά του.

Παιδί μου πρόσεχε!

Ξέρω, σέ ξαφνιάζει αὐτή ἡ ἐπικοινωνία. Ὅμως εἶναι ἀπαραίτητη. Θέλησα μ’ αὐτό τόν τρόπο:

1. Νά ἐκφράσω τήν πολλή μου ἀγάπη σέ σένα.

2. Τό ἀνύσταχτο ἐνδιαφέρον μου

3. Τήν ἀνησυχία μου γιά σένα

4. Τόν πόνο τῆς καρδιᾶς μου

Γι’ αὐτό σου λέγω. Πρόσεχε!

Μή βάζης σέ κίνδυνο τήν ζωή σου.

Ἔχεις μηχανή… αὐτοκίνητο…

Πρίν ἀνέβης νά ὁδηγήσῃς, σκέψου.

Ἡ ζωή σου εἶναι πολύτιμη.

Ἡ κοινωνία σέ χρειάζεται.

Ἡ οἰκογένειά σου σέ περιμένει.

Οἱ γονεῖς σου σέ λατρεύουν.

Οἱ φίλοι σου σέ ἀγαποῦν.

Ἄν εἶσαι πατέρας ἤ μητέρα, σκέψου ὅτι τά παιδιά σου σέ λαχταροῦν.

Πρέπει νά γυρίσῃς στό σπίτι.

Πρέπει νά χαρῇς τή ζωή, πού εἶναι δῶρο Θεοῦ.

Ἀρκετός πόνος σκέπασε τόν τόπο μας καί τά δάκρυα σάν ποτάμι κυλοῦν, γιά ὅσα παιδιά χάθηκαν στήν ἄσφαλτο.

Τό αἷμα, ἀπ’ ὅπου καί ἄν περάσωμε, ἀχνίζει νωπό.

Εἶναι τό αἷμα κάποιου φίλου σου, γνωστοῦ σου ἀλλά καί ὅποιου ἀγνώστου πού μέ τό ξαφνικό του πάθημα, τήν κοινωνία ὅλη σέ πόνο ἐβύθισε.

Κάποια παιδιά δέν θά μπορέσουν ποτέ, νά περπατήσουν καί κάποια ἄλλα, γιά πολύ, θά ταλαιπωρηθοῦν σέ κάποιο Νοσοκομεῖο.

Γνωρίζω, ὅτι παραξενεύεσαι, μέ ὅσα σου γράφω. Ὅμως θά σοῦ πῶ κάτι πολύ ὀδυνηρό. Δέν ἤξερα τί ἄλλο νά κάνω καί βρῆκα αὐτό τόν τρόπο νά σοῦ πῶ, ὅτι κουράστηκα, δέν ἀντέχω ἄλλο, νά κηδεύω νέα παιδιά.

· Πρόσεχε παιδί μου.

Μή τρέχης. Ἄς φτάσης λίγα λεπτά ἀργότερα, ὅμως θά φτάσῃς. Θυμήσου, ὅτι οἱ μεγάλες ταχύτητες σκοτώνουν.

· Πρόσεχε παιδί μου.

Νά φορᾶς τή ζώνη σου. Σώζει τή ζωή σου.

· Πρόσεχε παιδί μου.

Μή καταναλώνης οἰνοπνευματώδη ποτά, εἶναι ἐπικίνδυνο γιά τή ζωή σου.

· Πρόσεχε παιδί μου.

Μή μιλᾶς στό κινητό σου τηλέφωνο, ὅταν ὁδηγῇς, μή διαβάζης καί μή στέλνης μηνύματα. Κινδυνεύει ἡ ζωή σου.

· Πρόσεχε παιδί μου.

Νά φορᾶς τό κράνος σου, ὅταν ὁδηγῆς τή μηχανή.

· Πρόσεχε παιδί μου.

Ἀφοῦ εἶσαι κουρασμένος, εἶσαι ξενύχτης, γιατί ἔπιασες στό χέρι σου τό τιμόνι τοῦ αὐτοκινήτου, γιατί ἀνέβηκες στή μηχανή σου;

· Πρόσεχε παιδί μου

Μή κάνης προσπεράσεις σέ δρόμους δύσκολους, ὁ κίνδυνος καραδοκεῖ. Νά τηρῇς τούς κανόνες ὁδικῆς κυκλοφορίας.

· Πρόσεχε παιδί μου ἐσύ, γιατί μπορεῖ νά μή προσέχῃ αὐτός πού ἔρχεται ἀπέναντί σου. Μπορεῖς νά προφτάσῃς….

· Πρόσεχε παιδί μου.

Μή παραβιάζης τά σήματα ὁδικῆς κυκλοφορίας.

· Παιδί μου,

Πρίν πιάσης τό τιμόνι τοῦ αὐτοκινήτου σου ἤ ἀνέβης στή μηχανή, σήκωσε τά μάτια σου στό Θεό, σήκωσε τό χέρι σου καί κάμε τόν σταυρό σου. Προσευχήσου. Χρειάζεσαι τήν προστασία τοῦ Θεοῦ, τήν Χάρη τῆς Παναγίας μας καί τῶν Ἁγίων μας.

· Παιδί μου

Χαίρομαι, ὅταν κτίζονται μεγάλες Ἐκκλησίες ἤ μικρά Ἐκκλησάκια. Ὅμως λυπᾶμαι, ὅταν στούς δρόμους στήνονται προσκυνητάρια, πού τό καθένα ἀπ’αὐτά θυμίζει ἕνα τροχαῖο ἀτύχημα, στό ὁποῖο χάθηκε κάποιος ἤ κάποιοι ἤ ἄλλοι κτύπησαν λίγο ἤ πολύ. Φτάνει πιά! Ὄχι ἄλλα προσκυνητάρια στούς δρόμους, ἐξ’ἀιτίας τροχαίων ἁτυχημάτων.

· Παιδί μου

Σοῦ ζητῶ συγγνώμη πού πῆρα λίγο ἀπό τό χρόνο σου, ὥστε νά διαβάσῃς τίς σκέψεις αὐτές πού κρύβουν τήν ἀνησυχία μου, τόν πόνο τῆς καρδιᾶς μου, μά πάνω ἀπ’ ὅλα τήν πολύ μεγάλη ἀγάπη μου γιά σένα.

Παιδί μου πρόσεχε!

Σε συνοδεύει ἡ προσευχή του Ἐπισκόπου σου και ἡ πατρική του ὰγάπη.

Ὁ Θεός μαζί σου

Σεπ 20108

>
Ο ΠΟΝΟΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΤΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ

ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΠΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ ΚΑΘΕ ΗΜΕΡΑ ΣΤΗΝ ΑΣΦΑΛΤΟ

τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πατρῶν

κ.κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

Ἦταν νέος μόλις 26 ἐτῶν. Ἕνα παιδί γεμάτο ζωή καί ὑγεία. Σεμνός, πιστός στό Θεό, ὅπως ὅλη του ἡ οἰκογένεια. Τώρα στό μέσον τοῦ Ναοῦ, ἄπνους κατακείμενος. Πάνω ἀπό τό φέρετρό του ἡ μητέρα του, μοῦ θύμιζε ἔτσι λεπτή, ὅπως ἦταν, μέ τά δάκρυα νά αὐλακώνουν τό πρόσωπό της, βουβή μέσα στήν ὀδύνη της, τήν θλιμμένη Παναγιά, τήν δακρυρροοῦσα Μητέρα Ἐκείνου. Καί δίπλα ὁ πατέρας μέ τά ἀδέλφια τοῦ μακαριστοῦ νέου, κατώδυνοι, ὅπως καί ὅλοι οἱ πολυπληθεῖς νέοι, καί οἱ πολλοί ἄλλοι ἀδελφοί πού ἔτρεξαν νά προπέμψουν τόν Γιάννη στήν αἰωνιότητα.

Πάνω ἀπό τήν Ὡραία Πύλη, ἀντίκρυζα ὅλη αὐτή τήν σκηνή καί μέ βαθειά συγκίνηση καί συναισθηματική φόρτιση (μετά δυσκολίας μποροῦσα νά συγκρατήσω τά δάκρυά μου) ἔψαλα τήν ἐξόδιο Ἀκολουθία μαζί μέ τούς Ἱερεῖς, ἀπό καρδίας δεόμενος, ἀφ’ ἑνός μέν γιά τήν ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς τοῦ παιδιοῦ πού ἔφυγε ἀπό κοντά μας, ἀφ’ ἑτέρου δέ γιά τήν παραμυθία τῶν γονέων του καί τῶν ἀδελφῶν του.

Στό νοῦ μου περνοῦσαν σάν ἀστραπή οἱ εἰκόνες ἀπό ἄλλες θλιβερές τέτοιες περιπτώσεις. Πρίν ἀπό λίγες ἡμέρες ἡ περίπτωση τοῦ Παναγιώτη καί ἀκόμα λίγο πρίν, τοῦ ἄλλου Παναγιώτη καί τοῦ Γιώργου καί…

Ἔτρεχε ἡ σκέψη μου, ἡ ψυχή μου καί στά παιδιά πού ἀποχαιρετοῦσαν κάποια ἡμέρα ἕνα φίλο τους, ὅλοι μαζί, μέ λόγια πού ἔκαναν καί τίς πέτρες νά ραγίζουν. Θυμᾶμαι, τήν ὥρα πού ἐψάλαμε τήν Ἀκολουθία, ἕνας νεαρός ἦλθε στήν Ὡραία Πύλη καί μοῦ εἶπε χαμηλόφωνα: Σεβασμιώτατε, θά μᾶς ἀφήσετε στό τέλος νά ἀποχαιρετήσωμε τό φίλο μας; Ναί, τοῦ εἶπα. Στό τέλος, μίλησα παραμυθητικά καί ἔδωσα εὐλογία στό παιδί νά πῇ τά δικά του λόγια. Καί τότε, βρέθηκα – ἀλήθεια αὐτό κάθε φορά πού τό σκέπτομαι μέ συγκλονίζει – βρέθηκα ἀνάμεσα σέ 20 – 30 παιδιά ἀγόρια καί κορίτσια πού κατέλαβαν τά σκαλοπάτια τοῦ σολέα, μπροστά μου, γύρω μου. Ἄρχισε ἕνα παιδί νά μιλάῃ… «Φίλε μας θά σέ θυμόμαστε γιά πάντα… Ξέρομε ὅτι εἶσαι κοντά στό Θεό, πιστεύομε αὐτά πού εἶπε ὁ Δεσπότης….» Ξέσπασε σέ κλάματα –συνέχισε ὁ ἄλλος – ὁ ἑπόμενος… Ἔκλαιαν ὅλοι μαζί. Αἰσθάνθηκα, νά μέ κρατᾶνε ἀπό τό χέρι. Πιάστηκαν ἀπό τό ράσο μου… Προσπαθοῦσαν ὅλοι, νά μέ ἀκουμπήσουν… Θεέ μου, εἶπα, βοήθησέ με νά ἀντέξω τόν πόνο αὐτῶν τῶν παιδιῶν. Αἰσθανόμουν, ὅτι ἄφηναν ἐπάνω μου, ὅ,τι εἶχαν στήν ψυχή τους. Αἰσθάνθηκα τά δάκρυα, νά κυλοῦν στό πρόσωπό μου. Ὅλοι ἔκλαιαν…

Ἀλλά καί ἄλλη συγκλονιστική σκηνή ἦλθε στό μυαλό μου τήν ὥρα πού κήδευα τόν Γιάννη. «…Τρέξε Δέσποτα», ἡ φωνή ἑνός πατέρα, «ἔλα νά κηδεύσῃς τόν Δημήτρη μου. Σκοτώθηκα σέ τροχαῖο…». Ἦλθε ἡ ὥρα, ἔφτασα στήν Ἐκκλησία. Μπῆκα στό Ἱερό καί τότε ἄκουσα… μιά παράξενη μουσική ἀπό κιθάρες…

Ὁ καλός Ἱερεύς ἔτρεξε νά μοῦ πῇ, ὅτι προσπάθησε νά ἐμποδίσῃ τά παιδιά, ἀλλά ἐκεῖνα δέν ὑπήκουσαν. Ἄνοιξα τήν Ὡραία Πύλη καί τότε συγκλονίστηκα μέ τό θέαμα καί ράγισε ἡ ψυχή μου. Πάνω ἀπό τό φέρετρο τοῦ νέου, πληθύς νέων παιδιῶν, – μά καί ὅλος ὁ Ναός καί τά πέριξ αὐτοῦ εἶχαν κατακλυσθῇ ἀπό νέους – μέ κιθάρες, ἔπαιζαν πένθιμο σκοπό τραγουδώντας ὅ,τι τραγουδοῦσαν τά βράδυα πού ἔβγαιναν στήν ἀκροθαλασσιά τῆς Πάτρας καί ὀνειρεύονταν τό μέλλον τους, μέσα ἀπό ἁγνούς καθάριους οὐρανούς μαζί μέ τόν Δημήτρη. Ἔκανε κίνηση ὁ Ἱερεύς νά κατέβῃ, νά τούς σταματήσῃ… Μή… μή… πάτερ μου, τοῦ εἶπα… Μήν πειράξης τά παιδιά… Ἀποχαιρετοῦν μέ τήν δική τους γλῶσσα, τόν δικό τους τρόπο τόν φίλο τους… Ἦτο ἀδύνατον, νά συγκρατήσω τά δάκρυά μου.

Σταμάτησαν, νά τραγουδοῦν τόν πένθιμο σκοπό τους, ὅταν εἶπα «Εὐλογητός ὁ Θεός…». Ὅμως τότε ἦταν ἀδύνατον νά συνεχίσω ἐγώ…. Δέν ξέρω πῶς… ὁ Θεός ἐβοήθησε, νά σταθῶ στά πόδια μου καί νά τελειώσω τήν ἐξόδιο Ὰκολουθία καί νά πῶ δυό λόγια στό τέλος… τά ὁποῖα δέν ἦταν, πιστεύω, τίποτα μπροστά στό ἁγνό, πένθιμο ἀλλά καί ἀναστάσιμο, ἀποχαιρετιστήριο τραγούδι τῶν παιδιῶν, πού τό συνόδευαν μέ τά δάκρυα τῆς ἀγάπης τους, γιά τόν φίλο τους.

Τήν ἄλλη ἡμέρα κάποιοι ἀπ’ αὐτούς ἦλθαν νά μέ δοῦν. «Σ’ εὐχαριστοῦμε, Δέσποτα, γιά ὅ,τι ἔκανες χθές γιά τόν Δημήτρη καί σοῦ ζητᾶμε συγνώμη, γιατί ἀποχαιρετήσαμε τό φίλο μας μέ τό δικό μας τρόπο…». Προσπάθησα νά τούς πῶ, ὅτι αἰσθανόμουν πολύ μικρός μπροστά τους καί νά ψελίσω ἕνα ταπεινό εὐχαριστῶ ἀπό τήν ψυχή μου γιά τήν διδασκαλία πού μοῦ προσέφεραν. Μοῦ φίλησαν τό χέρι μέ πολύ σεβασμό καί ἔφυγαν… ποιός ξέρει γιά ποιούς κόσμους. Ἴσως καλύτερους ἀπό αὐτούς πού εἴμαστε ἐγκλωβισμένοι ἐμεῖς οἱ μεγάλοι….

· Αὐτά περνοῦσαν ἀπό τό μυαλό μου τήν ὥρα πού ἔβλεπα ὅλη αὐτή τήν σκηνή μέ τό Γιάννη, μιά σκηνή ἐπώδυνη γιά μιά ἀκόμα φορά μπροστά μου…

Δοξολογοῦσα τόν Θεό καί παρακαλοῦσα νά ἀναπαύῃ ὅλα αὐτά τά παιδιά, πού ἔβαψαν μέ τό αἷμα τους, ἄδικα, τήν ἄσφαλτο καί ἔφυγαν πρόωρα – κατά τή δική μας ἀνθρώπινη κρίση – ἀπό κοντά μας. Δέν εἶναι ἕνα καί δυό. Πεντέμισυ χρόνια πού εἶμαι στήν πόλη τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου, κάθε τόσο καί ἕνα παιδί φεύγει γιά τόν Οὐρανό, ἐξ’ αἰτίας κάποιου τροχαίου ἀτυχήματος.

Παιδί μου – παιδιά μου – πῶς μᾶς ἀφήνετε σέ τόσο πόνο! Πῶς νά παρηγορήσω τούς γονεῖς σας, τά ἀδέλφια σας, πού μέ κοιτᾶνε στά μάτια… Ἀλήθεια ποτέ μου δέν μπορῶ, νά ξεχάσω αὐτό τό πονεμένο βλέμμα τῶν μανάδων, πού ἔχουν χάσει τό παιδί τους. Διαπερνᾶ τά σωθικά μου καί μέ συγκλονίζει. Μέ συνοδεύει ἡμέρα καί νύχτα, μέ κινεῖ σέ θερμή προσευχή πρός τόν Θεό. Ὅλα γίνονται ἀνθρωπίνως περισσότερον ὀδυνηρά, ὅταν γνωρίζῃς ἀπό κοντά τίς οἰκογένειες, τά παιδιά…

Σήκωσα τά μάτια μου στό Θεό, ζήτησα βοήθεια καί δύναμη γιά νά πῶ δυό λόγια… Αὐτά τά λόγια τά σημειώνω καί τά ἀφιερώνω σέ ὅλες τίς πονεμένες μανάδες καί τούς θλιμμένους πατεράδες καί στά ἀδέλφια ὅσων παιδιῶν μας, ἔφυγαν τόσο σύντομα γιά τόν Οὐρανό. Εἶναι λόγια παραμυθίας, λόγια ἀναστάσιμα. Εἶναι τά λόγια τοῦ Κυρίου μας καί τῶν Ἁγίων Πατέρων μας, οἱ ὁποῖοι μᾶς βοηθοῦν νά δοῦμε μέ τά πνευματικά μάτια, ὅλα αὐτά τά γεγονότα, νά τά ἀντιμετωπίσωμε μέ πίστη βαθειά στό Θεό καί μέ τήν βεβαιότητα τῆς Ἀναστάσεως. Εἶπα λοιπόν:

«Γνωρίζω, ὅτι τά δικά μου λόγια εἶναι πολύ φτωχά, εἶναι πολύ ἀνθρώπινα γιά νά σᾶς παρηγορήσουν. Ὅμως ἀκοῦστε με, προσπαθεῖστε νά μέ ἀκούσετε αὐτή τήν τόσο δύσκολη στιγμή γιά σᾶς, πού σηκώνετε αὐτόν τόν βαρύ σταυρό τοῦ πόνου γιά τήν μετάσταση τοῦ παιδιοῦ σας. Γνωρίζω, πόσο πονᾶτε, ὅμως τό παιδί σας δέν ἀπέθανε, ἀλλά καθεύδει. Τό ἔχομε μπροστά μας, στό μέσο τοῦ Ναοῦ καί ἔχει στά χέρια του τήν εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως. Ἐσύ τοῦ τήν ἔδωσες νά τήν κρατάῃ, καλή καί σεμνή μητέρα. Ὁ θάνατος κάποτε ἦταν τό φόβητρο, τό σκιάχτρο τοῦ ἀνθρώπου. Ὅμως τώρα ὅλα ἄλλαξαν. Ὁ Κύριός μας, μέ τήν Ἀνάστασή Του μᾶς βεβαιώνει, ὅτι νικήθηκε τελειωτικά ὁ θάνατος καί ὁ ἄνθρωπος ἁπλῶς κοιμᾶται ἕνα ὕπνο μεγαλυτέρας διαρκείας ἀπό τόν συνήθη.

Τό ξέρω, δέν δύνασαι νά κρατήσῃς τά δάκρυά σου… Καί πῶς νά τό ἐπιτύχῃς αὐτό, ἀφοῦ καί ὅταν γιά λίγο φεύγῃ ἕνα σου παιδί γιά ἄλλον τόπο, πάλι κλαῖς, γιατί τόσο τό ἀγαπᾶς…! Ὅλοι μας κλαῖμε, ὅταν ἀποχωριζόμαστε ἀγαπημένα μας πρόσωπα… Καί τώρα, ὅλοι μας, σέ συνοδεύομε στόν δακρύβρεχτο ἀποχαιρετισμό τοῦ παιδιοῦ σου. Ὅμως ἄκουσε, τί λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Μή λυπῆσθε καθώς καί οἱ λοιποί οἱ μή ἔχοντες ἐλπίδα… Ἡμῶν γάρ τό πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει… Οὐκ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλά τήν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν…». Δέν εἶναι ἐδῶ ἡ πατρίδα μας εἶναι ἐκεῖ στόν Οὐρανό… ὅπου ἦχος καθαρός ἑορταζόντων… Πρίν ἀπό λίγο ἐψάλαμε: «Μακαρία ἡ ὁδός ἧ πορεύῃ σήμερον, ὅτι ἡτοιμάσθη σοί τόπος ἀναπαύσεως…» δηλαδή «Εἶναι ὡραία, εὐτυχισμένη ἡ ὁδός τήν ὁποία βαδίζεις σήμερα, παιδί μου, γιατί σοῦ ἔχει ἑτοιμασθῆ ἀπό τόν Θεό τόπος ἀναπαύσεως».

– Θά μέ ἐρωτήσῃς… Πῶς νά μή πονῶ καί νά μή κλαίω; Τό παιδί μου ἔχασα.

– Θά σοῦ ἀπαντήσω. Καί ὁ Κύριος ἔκλαυσε, ὅταν ἐκοιμήθη ὁ Λάζαρος… Τά δάκρυά σου ποτίζουν τό δέντρο τῆς Ἀναστάσεως. Γίνονται γιά σένα πηγή δροσίζουσά σε. Ναί, μή μοῦ τό πῇς… Τό ξέρω πρίν τό ἐκφράσῃς ἀπό τά χείλη σου… Θά μοῦ πῇς: « Ἀνάστησε τό παιδί μου». Πόσες μητέρες μοῦ τό ἔχουν πεῖ! Θέλεις νά κρεμαστῇς στό λαιμό μου καί νά μέ παρακαλέσῃς, νά μέ ἱκετεύσῃς… « Πές στόν Κύριο νά ἀναστήσῃ τό παιδί μου, ὅπως ἔκανε μέ τό παιδί τῆς χήρας στή Ναΐν καί μέ τήν θυγατέρα τοῦ Ἰαείρου…» Τρέμω, νά σοῦ ἀπαντήσω, δέν μπορῶ μέ συγκλόνισες, μή συνεχίσῃς, σέ παρακαλῶ. Θά προσπαθήσω, νά σοῦ πῶ δυό λόγια. Ὅ,τι θά σοῦ πῶ, δέν εἶναι δικό μου. Μᾶς τό εἶπε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, εἶναι βάλσαμο ψυχῆς. Θά στό πῶ, ὅπως ἐκεῖνος τό λέγει: « Ἀπό τή στιγμή πού ἦλθε ὁ Κύριος στόν κόσμο, ὁ θάνατος δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ὕπνος… Δέν ἀνέστησε τό παιδί σου τώρα, ὅπως τήν κόρη τοῦ Ἰαείρου. Ἀλλά ἔτσι εἶναι καλύτερα. Τό παιδί σου θά ἀναστηθῇ μέ μεγάλη δόξα. Τό παιδί τῆς χήρας στή Ναΐν καί ἡ θυγατέρα τοῦ Ἰαείρου ἀναστήθηκαν, ἀλλά πέθαναν πάλι. Τό δικό σου τέκνο θά ἀναστηθῇ καί θά παραμείνῃ ἀθάνατο. Γιατί θρηνεῖς ὑπερβαλλόντως; Ἀλήθεια σοῦ λέγω, δέν ὑπάρχει λόγος, νά κλαῖς ἀπαρηγόρητα. Τό παιδί σου ζεῖ… Ὑπόφερε τό συμβάν μέ γενναιότητα. Ἡσυχάζει τό παιδί σου καί δέν ἔχει χαθεῖ…»

Ὅμως, σέ ἀκούω νά λέγῃς, καί γιά τούς πολλούς φαίνεται νά ἔχῃς δίκηο. «Τόσα ὄνειρα ἔκανα γιά τό παιδί μου. Μιά ζωή ἐργάστηκα γι’ αὐτό. Τώρα τί θά κάνω, ὅ,τι ἔφτιαξα γι’ αὐτό»;

Ἄκουσε καί πάλι τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο: «Δέν ἔγινε τό παιδί σου κληρονόμος τῆς περιουσίας σου μαζί μέ τά ἄλλα του ἀδέλφια, ἀλλά ἔγινε συγκληρονόμος τοῦ Χριστοῦ. Οἱ ἄπιστοι καῖνε καί θάπτουν μαζί μέ ἐκείνους πού πεθαίνουν τά ὑπάρχοντά τους, ἐσύ δῶσε τό μερίδιο τοῦ παιδιοῦ σου στούς πτωχούς, κάνε ἐλεημοσύνη γιά νά τοῦ χαρίσῃς μεγαλύτερη δόξα στόν Οὐρανό…» .

Ἀλλά συνεχίζεις, νά μοῦ λέγῃς: « Δέν θά γυρίσῃ πίσω στό σπίτι μας τό παιδί μου. Δέν θά τό ξαναδοῦμε. Γι’ αὐτό πονάει ἡ ψυχή μας καί ἡ λύπη μας εἶναι ἀβάσταχτη». Καί πάλι δίκηο ἔχεις. Ἀλλά σκέψου πιό βαθειά καί θά διαπιστώσῃς, ὅτι τό παιδί σου στόν Οὐρανό θά σέ περιμένῃ. Ὅλοι θά φύγωμε κάποια στιγμή ἀπό αὐτό τόν μάταιο κόσμο. Ἐσύ ὅταν θά φύγῃς ἀπό τόν κόσμο αὐτό, θά τύχῃς ὑποδοχῆς ἐκεῖ, ἀπό τό παλυαγαπημένο σου παιδί. Θά σέ πιάσῃ ἀπό τό χέρι καί θά σέ ξεναγήσῃ στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος σ’ αὐτό τό σημεῖο καί πάλι μᾶς διδάσκει: « Μή δή τοῦτο ἐννόει, ὅτι οὐκέτι ἀναστρέψει εἰς τήν οἰκίαν, ἀλλ’ ὅτι καί αὐτός ἀπελεύση μικρόν ὕστερον πρός αὐτόν» . Δηλαδή «Μή σκέπτεσαι αὐτό, ὅτι δηλαδή δέν θά ξαναγυρίσῃ στό σπίτ, ἀλλ’ ὅτι καί σύ μετά ἀπό κάποιο διάστημα θά πᾶς κοντά του…»

Καί ἄλλο σημεῖο πρόσεξε, πού θά σοῦ δώσῃ παρηγοριά στό μεγάλο σου πόνο. Βλέπεις τήν κατάντια καί τόν κατήφορο τῆς κοινωνίας. Βλέπεις τήν ἁμαρτία, πού ζητεῖ νά καταπιῇ τούς ἀνθρώπους. Ἁρπάζει τούς νέους, παρασύρει τούς ὥριμους καί ξεγελάει τούς γέροντες. Καί ἀπό αὐτή τήν ἀπειλή ἐσώθη τό παιδί σου. Στήν Ἁγία Γραφή διαβάζουμε:

« Ἡρπάγη, μή κακία ἀλλάξῃ σύνεσιν αὐτοῦ ἤ δόλος ἀπατήσῃ ψυχήν αὐτοῦ…» ( Σοφ. Σολ. 4,11)

Καί συνέχισα: «Ἀδελφοί μου, ἐκεῖνο πού ἀπομένει σέ ὅλους μας τώρα εἶναι ἡ προσευχή, ἡ θερμή δέησις πρός Κύριον γιά τήν ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς τοῦ μεταστάντος νέου καί γιά τήν ἐξ’ ὕψους παρηγορία τῶν γονέων του, τῶν ἀδελφῶν του καί τῶν λοιπῶν οἰκογενῶν του. Ἀκόμη δέ, γιά νά προστατεύῃ ὁ Θεός ὅλα τά παιδιά, τά ὁποῖα κάθε ἡμέρα κινδυνεύουν στούς δρόμους, ὅπου κινοῦνται,προκειμένου να ἐργασθοῦν καί νά ἐξοικονομήσουν τά ἀπαραίτητα γιά νά ζήσουν αὐτά καί ἡ οἱκογένειά τους…».

Αὐτά περίπου εἶπα κατά τήν ὥρα ἐκείνη μέ ἄλγος ψυχῆς ἀλλά μέ τήν βεβαιότητα τῆς Ἀναστάσεως, καί ἀπεχαιρέτησα τόν μεταστάντα νέο, ἐνῶ οἱ γονεῖς του καί τά ἀδέλφια του μέ λυγμούς μοῦ φίλησαν τό χέρι εὐχαριστώντας με γιά ὅσα εἶπα γιά τό παιδί τους.

Ἔξω ἀπό τόν Ἱερό Ναό πληθύς νέων, φίλων τοῦ κεκοιμημένου μέ ἐπλησίασαν, γιά νά ἐκφράσουν τόν σεβασμό τους στό πρόσωπό μου.

Τότε μέ πολλή ἀγάπη καί βαθειά συγκίνηση, τούς εἶπα: «Παιδιά μου νά προσέχετε. Οἱ κίνδυνοι γιά τήν ζωή σας εἶναι πολλοί. Μή σᾶς παρασύρει ὁ ἐνθουσιασμός καί τό νεανικό σφρῖγος. Μή τρέχετε στούς δρόμους ἀνεξέλεγκτα. Νά ἔχετε πάντοτε μπροστά σας τήν αἴσθηση τοῦ κινδύνου. Εἶναι ὀδυνηρό, νά σᾶς χάνομε τόσο σύντομα. Βλέπετε τή θλίψη καί τόν πόνο πού ἁπλώθηκε σήμερα, ἀλλά καί σέ ἄλλες περιπτώσεις στόν τόπο μας; Γνωρίζετε, ὅτι οἱ δρόμοι μας δέν εἶναι ἀσφαλεῖς, ὅτι οἱ ἄλλοι ὁδηγοί δέν προσέχουν. Ὅτι οἱ Ἕλληνες δέν τηροῦμε τούς κανόνες κυκλοφορίας. Νά, λοιπόν, γιατί σᾶς τά λέγω ὅλα αὐτά καί σᾶς παρακαλῶ, νά προσέχετε γιά τήν ἀσφάλεια τῆς ζωῆς σας». Τούς μίλησα μέσα ἀπό τήν καρδιά μου, σάν ἀληθινός τους πατέρας. Ἕνας ἀπ’ αὐτούς, μέ συγκίνηση μοῦ εἶπε: «Τόσο πολύ μᾶς ἀγαπᾶτε, Δέσποτα; Σᾶς εὐχαριστοῦμε. Ἐγώ ἀπό σήμερα θά ἀπαλλαγῶ ἀπό τή μηχανή πού ἔχω».

Συγκινήθηκα μέ τά λόγια αὐτά. Συμφώνησα μαζί του. Εἶπα καί στούς ἄλλους, ἄν μποροῦν, νά κάνουν τό ἴδιο. Ὅμως πάνω ἀπ’ ὅλα νά προσέχουν.

Καθώς ἀποχωροῦσα, σκεπτόμουν. Πόσα παιδιά θρηνοῦμε στήν Ἑλλάδα. Λέτε καί ἔχομε πόλεμο. Σκοτώνονται ἄδικα, ἐνῶ θά μποροῦσαν νά προσφέρουν τόσα πολλά στήν κοινωνία μας. Προσευχήθηκα πολύ γι’ αὐτούς, γιά ὅλους καί εὐχήθηκα κάποτε στήν πατρίδα μας νά κατανοήσωμε τό μέγεθος τῆς συμφορᾶς, νά θέσωμε σέ πρώτη θέση τό θέμα τῆς κυκλοφοριακῆς ἀγωγῆς, νά φροντίζωμε γιά τήν τήρηση τῆς τάξεως στούς δρόμους καί μάλιστα μέ αὐστηρότητα, ὅπως καί γιά τήν τήρηση τῶν νόμων πού προστατεύουν τήν ζωή μας. Κάποια μέτρα, στήν Ἑλλάδα λαμβάνονται, τηροῦνται στήν ἀρχή καί κατόπιν ἀτονοῦν καί πίπτουν στήν ἀχρησία. Ἡ αὐστηρότητα στήν τήρηση τῶν κανόνων ὁδικῆς κυκλοφορίας, ἐκ μέρους τῶν ἁρμοδίων Ἀρχῶν εἶναι, ἐκ τῶν οὐκ ἄνευ, ἀπαραίτητη γιά τήν προστασία τῶν ἀνθρώπων.

Τό γνωρίζω, ὅτι οἱ Ἕλληνες, εἴμαστε δύσκολοι σέ αὐτό τό θέμα, ὅπως καί σέ ἄλλα. Ἀντιδροῦμε γιά κάποια πράγματα και μᾶς κακοφαίνεται, ὅταν τά ὄργανα τῆς τάξεως μᾶς παρατηροῦν. Ὅμως κάποτε πρέπει τά πράγματα, νά μποῦν στή θέση τους καί στόν τόπο μας.

Ἀκόμα πρέπει νά δώσωμε προτεραιότητα στήν κατασκευή καί διόρθωση τῶν δρόμων μας, πού ἔχουν γίνει ἐθνική καρμανιόλα. Καί σέ αὐτό τό θέμα εἴμαστε πολύ πίσω ἀπ’ὅλες τίς ἄλλες χῶρες. Ὅπου γίνονται ἔργα, ἀργοῦν νά τελειώσουν, γιατί προχωροῦν οἱ ἐργασίες μέ ρυθμούς χελώνης. Καί ὅπου τελειώνουν εἶναι προβληματικά. Ἀλήθεια τί φταίῃ ἄραγε; Ὅλοι τό γνωρίζομε… Καί οἱ ξένοι γελοῦν μαζί μας… Τόσα χρόνια πληρώνομε διόδια καί τά ἀποτελέσματα εἶναι ὀδυνηρά. Ἐντάσσεται καί αὐτό στά πλαίσια τῆς μιζέριας, τῆς μίζας, τῆς ἀδιαφορίας. Ὅμως τό αἷμα χύνεται ἄφθονο… Πότε θά ξυπνήσωμε ἄραγε;

Ἐπίσης, ἐθεώρησα χρέος μου, πλέον, νά παρακαλέσω ἤ ἄν θέλετε νά ἐπιβάλω στούς Ἱερεῖς μας – Ἐξομολόγους, νά νουθετοῦν τά παιδιά, ὅλους ἀνεξαιρέτως τούς ἀνθρώπους, γιά τά θέματα αὐτά καί μάλιστα νά εἶναι ἐν τῇ ἀγάπῃ των «αὐστηροί».

Πρόκειται γιά αὐτή ταύτη τήν ζωή πού μᾶς χάρισε ὁ Θεός καί γι’ αὐτό πρέπει νά τήν προσέχωμε, ἀξιοποιώντας κάθε λεπτό καί δευτερόλεπτο της ἀκόμα, γιά τήν σωτηρία μας.

Εἶναι ἀνάγκη, νά συμβάλλωμε ὅλοι μας, μέ κάθε τρόπο, ὥστε νά μή θρηνοῦμε θύματα καί μάλιστα νέα παιδιά στήν ἄσφαλτο.

Καί τέλος ἔγραψα κάποιες συμβουλές γιά τούς νέους, ἀλλά καί γιά ὅλους, μέ πολύ ἀγάπη καί πόνο ψυχῆς. Εἶναι ἡ φωνή τοῦ πνευματικοῦ πατέρα πρός τά παιδιά του.

Παιδί μου πρόσεχε!

Ξέρω, σέ ξαφνιάζει αὐτή ἡ ἐπικοινωνία. Ὅμως εἶναι ἀπαραίτητη. Θέλησα μ’ αὐτό τόν τρόπο:

1. Νά ἐκφράσω τήν πολλή μου ἀγάπη σέ σένα.

2. Τό ἀνύσταχτο ἐνδιαφέρον μου

3. Τήν ἀνησυχία μου γιά σένα

4. Τόν πόνο τῆς καρδιᾶς μου

Γι’ αὐτό σου λέγω. Πρόσεχε!

Μή βάζης σέ κίνδυνο τήν ζωή σου.

Ἔχεις μηχανή… αὐτοκίνητο…

Πρίν ἀνέβης νά ὁδηγήσῃς, σκέψου.

Ἡ ζωή σου εἶναι πολύτιμη.

Ἡ κοινωνία σέ χρειάζεται.

Ἡ οἰκογένειά σου σέ περιμένει.

Οἱ γονεῖς σου σέ λατρεύουν.

Οἱ φίλοι σου σέ ἀγαποῦν.

Ἄν εἶσαι πατέρας ἤ μητέρα, σκέψου ὅτι τά παιδιά σου σέ λαχταροῦν.

Πρέπει νά γυρίσῃς στό σπίτι.

Πρέπει νά χαρῇς τή ζωή, πού εἶναι δῶρο Θεοῦ.

Ἀρκετός πόνος σκέπασε τόν τόπο μας καί τά δάκρυα σάν ποτάμι κυλοῦν, γιά ὅσα παιδιά χάθηκαν στήν ἄσφαλτο.

Τό αἷμα, ἀπ’ ὅπου καί ἄν περάσωμε, ἀχνίζει νωπό.

Εἶναι τό αἷμα κάποιου φίλου σου, γνωστοῦ σου ἀλλά καί ὅποιου ἀγνώστου πού μέ τό ξαφνικό του πάθημα, τήν κοινωνία ὅλη σέ πόνο ἐβύθισε.

Κάποια παιδιά δέν θά μπορέσουν ποτέ, νά περπατήσουν καί κάποια ἄλλα, γιά πολύ, θά ταλαιπωρηθοῦν σέ κάποιο Νοσοκομεῖο.

Γνωρίζω, ὅτι παραξενεύεσαι, μέ ὅσα σου γράφω. Ὅμως θά σοῦ πῶ κάτι πολύ ὀδυνηρό. Δέν ἤξερα τί ἄλλο νά κάνω καί βρῆκα αὐτό τόν τρόπο νά σοῦ πῶ, ὅτι κουράστηκα, δέν ἀντέχω ἄλλο, νά κηδεύω νέα παιδιά.

· Πρόσεχε παιδί μου.

Μή τρέχης. Ἄς φτάσης λίγα λεπτά ἀργότερα, ὅμως θά φτάσῃς. Θυμήσου, ὅτι οἱ μεγάλες ταχύτητες σκοτώνουν.

· Πρόσεχε παιδί μου.

Νά φορᾶς τή ζώνη σου. Σώζει τή ζωή σου.

· Πρόσεχε παιδί μου.

Μή καταναλώνης οἰνοπνευματώδη ποτά, εἶναι ἐπικίνδυνο γιά τή ζωή σου.

· Πρόσεχε παιδί μου.

Μή μιλᾶς στό κινητό σου τηλέφωνο, ὅταν ὁδηγῇς, μή διαβάζης καί μή στέλνης μηνύματα. Κινδυνεύει ἡ ζωή σου.

· Πρόσεχε παιδί μου.

Νά φορᾶς τό κράνος σου, ὅταν ὁδηγῆς τή μηχανή.

· Πρόσεχε παιδί μου.

Ἀφοῦ εἶσαι κουρασμένος, εἶσαι ξενύχτης, γιατί ἔπιασες στό χέρι σου τό τιμόνι τοῦ αὐτοκινήτου, γιατί ἀνέβηκες στή μηχανή σου;

· Πρόσεχε παιδί μου

Μή κάνης προσπεράσεις σέ δρόμους δύσκολους, ὁ κίνδυνος καραδοκεῖ. Νά τηρῇς τούς κανόνες ὁδικῆς κυκλοφορίας.

· Πρόσεχε παιδί μου ἐσύ, γιατί μπορεῖ νά μή προσέχῃ αὐτός πού ἔρχεται ἀπέναντί σου. Μπορεῖς νά προφτάσῃς….

· Πρόσεχε παιδί μου.

Μή παραβιάζης τά σήματα ὁδικῆς κυκλοφορίας.

· Παιδί μου,

Πρίν πιάσης τό τιμόνι τοῦ αὐτοκινήτου σου ἤ ἀνέβης στή μηχανή, σήκωσε τά μάτια σου στό Θεό, σήκωσε τό χέρι σου καί κάμε τόν σταυρό σου. Προσευχήσου. Χρειάζεσαι τήν προστασία τοῦ Θεοῦ, τήν Χάρη τῆς Παναγίας μας καί τῶν Ἁγίων μας.

· Παιδί μου

Χαίρομαι, ὅταν κτίζονται μεγάλες Ἐκκλησίες ἤ μικρά Ἐκκλησάκια. Ὅμως λυπᾶμαι, ὅταν στούς δρόμους στήνονται προσκυνητάρια, πού τό καθένα ἀπ’αὐτά θυμίζει ἕνα τροχαῖο ἀτύχημα, στό ὁποῖο χάθηκε κάποιος ἤ κάποιοι ἤ ἄλλοι κτύπησαν λίγο ἤ πολύ. Φτάνει πιά! Ὄχι ἄλλα προσκυνητάρια στούς δρόμους, ἐξ’ἀιτίας τροχαίων ἁτυχημάτων.

· Παιδί μου

Σοῦ ζητῶ συγγνώμη πού πῆρα λίγο ἀπό τό χρόνο σου, ὥστε νά διαβάσῃς τίς σκέψεις αὐτές πού κρύβουν τήν ἀνησυχία μου, τόν πόνο τῆς καρδιᾶς μου, μά πάνω ἀπ’ ὅλα τήν πολύ μεγάλη ἀγάπη μου γιά σένα.

Παιδί μου πρόσεχε!

Σε συνοδεύει ἡ προσευχή του Ἐπισκόπου σου και ἡ πατρική του ὰγάπη.

Ὁ Θεός μαζί σου

>punk drugs and Jesus

Απρ 20108

>

Μεγάλωσα σε μια μικρή πόλη των Η.Π.Α. και ήμουν νέος, ευάλωτος και ευαίσθητος. Αντικατέστησα τον πόνο του να σε απορρίπτουν με τον θυμό, πού πυροδοτούσε μια γενιά. Απέρριψα το κατεστημένο, πού υπαγόρευε να πάω πανεπιστήμιο και να βρω δουλειά. Καθώς οι φίλοι μου αποφάσιζαν σε ποιο πανεπιστήμιο θα πάνε, εγώ αποφάσισα να ζήσω έντονα και να πεθάνω νέος («LIVE FAST, DIE YOUNG»)· Τα επόμενα δύο χρόνια παρέμεινα στη μικρή πόλη δίνοντας και παίρνοντας σωματική και ψυχολογική βία. Ή αποξένωση πού επακολούθησε με οδήγησε σε υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ και ναρκωτικών, για να κοίμηση τον πόνο πού ένιωθα. Κανείς δεν θα μπορούσε να με πληγώσει ξανά…

Το Μάιο του 1980, την ίδια μέρα ακριβώς μετά την άποφοίτησί μου, ξεκίνησα για το SAN JOSE για τα αξιοθέατα της Βόρειας Καλιφόρνιας. Από προηγούμενα ταξίδια είχα ήδη την πρώτη μου επαφή με τους Πανκ (PUNK) του SAN FRANCISCO. Εκεί, σε ένα ξενοδοχείο, έκοψα τα μαλλιά μου και έγινα ΡUNK.

Μέχρι το φθινόπωρο του 1982 είχα μετακομίσει στο PORTLAND του OREGON με 40 δολάρια και 40 κονσέρβες με σούπα. Ή πόλη ήταν μια αποκάλυψη για μένα. Είδα πολλούς νέους ανθρώπους να ζουν με διαφορετικές νοοτροπίες και για πρώτη φορά ένιωθα αποδεκτός! οι ιδέες ήταν τελείως διαφορετικές από τις —όπως εμείς θεωρούσαμε— βαρετές και ξεπερασμένες δεκαετίες του ‘60 και 70. Το να πηδάμε από τραίνα και από ένα κάδο στον άλλον και να κλέβουμε μπίρες ήταν μονάχα ρομαντικές αντιλήψεις και η αυτοκακοποίησι είχε αίγλη. Δεν καθίσαμε να σκεφτούμε το βαρύ τίμημα πού θα επέφερε αυτό το κοινωνικό στίγμα του μηδενισμού στο σώμα μας, στην ψυχή και στο πνεύμα μας. Σ’ αυτό το σημείο ήταν που θα έπαιρνα την πρώτη γεύση της ζωής μου σαν ναρκομανής.

Κάποιο βράδυ ένας φίλος όρμησε μέσα στο διαμέρισμα πού έμενα. Είχε κάνει διάρρηξη σ’ ένα φαρμακείο της γειτονίας και γέμισε τρεις μεγάλες σακούλες από ηρεμιστικά, βαρβιτουρικά και ναρκωτικά. Σε κλάσματα δευτερολέπτων, χωρίς καν να σκεφτώ τι έπραττα, άφησα το φίλο μου να βάλει τη σύριγγα στο χέρι μου. Ή ζεστασιά απλώθηκε σε όλο μου το σώμα και για μια στιγμή νόμιζα πώς ήμουν στον παράδεισο. Μετά λιποθύμησα… Όταν συνήλθα το επόμενο πρωί, ο φίλος μου με πληροφόρησε ότι έκανε λάθος στην ποσότητα και πήρα υπερβολική δόσι. Με κράτησε ξύπνιο, ώστε να μη με πάρη βαθύς ύπνος και πεθάνω. Μου έδωσε εκατοντάδες χάπια – χαλαρωτικά κ.τ.λ. και με πήγε στο σταθμό. Ή επόμενη εβδομάδα ήταν μια απόλυτη θολούρα, ένα μπλακάουτ, που κατέληξε στο να σπάσω το παράθυρο από ένα μικρό σούπερ μάρκετ για να κλέψω μπίρα, λιποθυμώντας μπροστά στο μαγαζί. Ξύπνησα μέσα στο κελλί της φυλακής, ή μύτη μου έτρεχε από το συνάχι της στερήσεως, κάτι πού θα το αντιμετώπιζα για πολύ καιρό. Το μόνο πράγμα πού είχα στο μυαλό μου ήταν το πώς θ’ αποκτούσα κι άλλη ηρωίνη…

Στις αρχές του 1984 ή Δυτική Ακτή είχε πλημμυρήσει με φτηνή μεξικάνικη ηρωίνη. Ή καθημερινή χρήσι της επί τρεις μήνες τερμάτισε την περίοδο της πρώτης μου απλής επαφής με τα ναρκωτικά, και άρχισε ή κατρακύλα. Το αστυνομικό τμήμα του PORTLAND αναδιωργανώνταν λόγω της διαφθοράς της αστυνομίας και δεν είχε καθόλου έλεγχο του τι γινόταν στους κεντρικούς δρόμους. Δεν ήταν σπάνιο να βλέπεις ανθρώπους να «φτιάχνονται» (να παίρνουν τη δόση τους) ακριβώς στο πεζοδρόμιο πάνω σ’ ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο. Εκατοντάδες πρεζάκια- έμποροι ήταν αραδιασμένοι στους δρόμους σε τρία τετράγωνα, πουλώντας το προϊόν τους στα νιάτα του PORTLAND. Εκείνο το καλοκαίρι πολλά παιδιά «μεγάλωσαν» πρόωρα. Μερικά ούτε καν είδαν το έτος 1985.

Το Μάρτιο του 1985, φορτωμένος με έναν εθισμό στην ηρωίνη —100 δολάρια ημερησίως—, πήγα για θεραπεία για πρώτη φορά. Ήταν ένα θεραπευτικό κέντρο παλιού τύπου σε μια μικρή πόλη στην ακτή του ΟREGON. Ό σύμβουλος μου ήταν ένας σωματώδης Ιταλός, πολύ εξτρεμιστής. Καθώς είχε θανατική ποινή για πολλαπλούς φόνους, ανακάλυψαν ότι είχε ένα ανεύρυσμα πού τον ταλαιπωρούσε μέχρι παραφροσύνης.

Δέκα χρόνια σε προγράμματα εργασίας και νηφαλιότητας μπόρεσε και απέκτησε χάρι και ήταν ελεύθερος να βοηθάει τους άλλους σ’ αυτό το θεραπευτικό πρόγραμμα. Δεν μπορούσα να ταυτιστώ μ’ αυτά τα περί Θεού, στα όποια βασίζονται αυτά τα προγράμματα των «Δώδεκα Βαθμίδων», οπότε μου έδωσε μια πέτρα, πού είχε στο γραφείο του, λέγοντας μου, ότι αυτή η πέτρα ήταν ο πρώτος του «Θεός». Έπρεπε να την κουβαλάω μαζί μου, και να την χρησιμοποιώ ως «ανωτέρα δύναμη μου».

Φεύγοντας από το κέντρο μετακόμισα από την πόλη και πήγα προς την ακτή, και ξεκίνησα ξυλουργική και surfing. Ωστόσο η έλλειψη ενός προσωπικού Θεού με (οδήγησε σε ένα δυσβάστακτο κενό, και μέχρι το τέλος του καλοκαιριού επέστρεψα στην «πρέζα» (ναρκωτικά). Διατήρησα τον εθισμό των 100 δολαρίων ημερησίως για τον επόμενο χρόνο, και ακόμα κατόρθωσα να πάρω δάνειο και ν’ ανοίξω ένα μαγαζί με skateboard στο Ρortland. Ήταν πάντα το όνειρο μου, αλλά σύντομα το σαμποτάρισα με το να κλέβω από το ταμείο. Άφησα τον συνέταιρο μου να το δουλεύει και ξαναμπήκα για θεραπεία.

Παρότι κατάφερα να μείνω αυτή τη φορά καθαρός για οχτώ μήνες, αντιστεκόμουν ζωηρά σ’ αυτό το πράγμα της «ανωτέρας δυνάμεως». Ζούσα σ’ ένα κέντρο απεξαρτήσεως και πάλευα καθημερινά με την ανάλυση ουρών και την καθοδήγηση. Όταν έκανα υποτροπή, ήταν αστραπιαία- έβαζα τη σύριγγα στο χέρι πριν καλά – καλά καταλάβω τι γινόταν. Ήταν αδύνατον να αποχωριστώ τον ναρκομανή εαυτό μου.

Έκανα χρήση για αρκετούς μήνες και οι δυνατότητες μου ήταν τεράστιες. Μπορούσα να κάνω χρήση ξοδεύοντας εκατοντάδες δολάρια καθημερινώς, και να φαίνομαι νηφάλιος, χωρίς να ξέρη κανείς. Τελικά, καθώς ή υγεία μου κατέρρεε, ο συνέταιρος μου τα παράτησε. Μου είπε ότι μ’ αγαπούσε και δεν ήθελε να με βλέπει να σκοτώνω τον εαυτό μου. Ήταν ο καλύτερος μου φίλος και ή ένοχη πού ένιωθα ήταν δυσβάστακτη. Τα παιδιά πού ήταν στην ομάδα του μαγαζιού βασίζονταν σ’ εμένα, άλλα ήξεραν ότι θα ήμουν πάντα ένας χρήστης και ότι ή ηρωίνη ήταν ή ζωή μου…

Στους τρεις μήνες, πού ακολούθησαν, λεηλάτησα 30,000 δολάρια από το λογαριασμό του μαγαζιού για τη συνήθεια μου και τελικά φαλίρισα την επιχείρηση. Την πούλησα όσο – όσο και αποχώρησα χωρίς φράγκο στο όνομά μου. Χωρίς εισόδημα και με μία καταστροφική συνήθεια, είχα μπλέξει άσχημα.

Άρχισα να «φτιάχνομαι» με crystal methadone για να ξεφύγω από τη συνήθεια της χρήσεως, και κατέληξα να πάθω μόλυνση σταφυλόκοκκου. Έμοιαζα σαν λεπρός, καθώς είχα πληγές και κρουστές από τις πληγές σ’ όλο μου το σώμα. Κρύφτηκα στο διαμέρισμα ενός φίλου και έπαθα τα στερητικά μου. Μόνο ένας χρήστης ηρωίνης μπορεί να γνωρίσει τον έντονο πόνο πού περνάει κανείς —τις κράμπες, τη ναυτία και τους εμετούς—, τον εφιάλτη αυτό πού είναι ή στέρησι. Επί τέλους κοιμήθηκα την ενδέκατη ήμερα. Τρεις εβδομάδες αργότερα επέστρεψα στον κόσμο και, βλέποντας ότι οι περισσότεροι φίλοι μου με αποκήρυξαν, απεφάσισα να επιστρέψω στη μικρή πόλη της καταγωγής μου…

Ή οικογένεια μου πάντα με στήριζε, αφού αποδέχθηκε την εξάρτιση μου ως κάτι δεδομένο. Έμεινα στο σπίτι τους για περίπου έξι μήνες προσπαθώντας απλώς «να μη μπαίνω στα πόδια τους». Ωστόσο σ’ αύτη τη μικρή πόλη, στο κέντρο της ερήμου του ανατολικού WASHINGTON γνώρισα κάποιους αλλοδαπούς εργάτες πού είχαν την καλύτερη ηρωίνη από το Μεξικό πού είχα δοκιμάσει. Σε λίγες μέρες ήμουν κάτω από την επήρεια της ηρωίνης· έκλεβα ακόμα και τις πιστωτικές κάρτες της μητέρας μου, για να αποκτήσω κι άλλη ηρωίνη. Αποφάσισα να επιστρέψω στην πόλη και ν’ αρχίσω την κατρακύλα.

Πουλούσα ηρωίνη στο δρόμο για τον έμπορα, κουβαλώντας μπαλονάκια με ηρωίνη στο στόμα μου. Αν ή αστυνομία με έπιανε, θα τα κατάπινα… Στους επόμενους 4 μήνες χτυπήσαμε 20 – 30 σπίτια, λιώνοντας το χρυσό και το ασήμι για τα αναγκαία χρήματα. Ή ένοχη ήταν αβάστακτη, αλλά μας άφηνε αναίσθητους χάρι στις καταστροφικές μας συνήθειες. Σε κάποια φάση κάναμε 500 δολάρια ηρωίνης ημερησίως, αρκετή για να σκοτώσει ένα άλογο. Εγώ επίτηδες έπαιρνα μεγαλύτερες δόσεις, ελπίζοντας πώς θα γλίτωνα από τη μιζέρια. Τελικά ή αστυνομία, ή οποία μας κυνηγούσε για αρκετούς μήνες, με έπιασε σημαδεύοντας με, με το όπλο.

Καθώς θα περίμενα τη δίκη, με έβαλαν σε επιτήρηση μεθαδόνης και αφέθηκα ελεύθερος με εγγύηση. Τηλεφώνησα στη μητέρα μου λέγοντας της, ότι ήταν πιθανόν να έμπαινα φυλακή ή ακόμα σε αναμορφωτήριο για μερικά χρόνια. Ένας γνωστός, πού είχε χρόνια να δη τη μητέρα μου, την επισκέφθηκε. Την παρηγόρησε και της είπε για μια εκκλησία στην Αλάσκα, που ίσως θα μπορούσε να βοηθήσει. Εγώ δεν ήθελα να πάω, αλλά οι επιλογές μου ήταν ελάχιστες. Ό δικαστής αποφάσισε, ότι αυτά άρμοζε ως θεραπεία και θα μπορούσα να πάω εκεί μέχρι να επιστρέψω για τη δίκη. Έφυγα και ετοιμάστηκα για την Αλάσκα…

Ό πατέρας μου ήρθε στο Ρortland για να πάμε μαζί στην Αλάσκα. Ζήτησα να μου δανείσει 20 δολάρια. Μου τα έδωσε καταλαβαίνοντας, αλλά δεν ρώτησε γιατί. αφού πήρα την τελευταία μου δόση, ένιωθα παράξενα ειρηνικός. Ευχαριστώ το Θεό πού δεν είχα περισσότερα χρήματα, γιατί σίγουρα θα έκανα υπερβολική χρήση.


Ή βραδινή πτήση έφτασε στο ANCHORAGE και ήμουν καλά «φτιαγμένος» (με ηρωίνη). Με πήρε ο ύπνος στο αυτοκίνητο στο δρόμο προς την κοινότητα της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Μου έδωσαν ένα δωμάτιο φιλοξενίας στο «Μεγάλο Σπίτι», ένα τεράστιο κτήριο που ήταν κάποτε καθολικό μοναστήρι και τώρα το κέντρο της κοινότητος. Το επόμενο πρωί ήρθαν δύο ιερείς και μας πήγαν για πρωινό. Ό νεώτερος ιερέας ήταν πολύ θερμός, χωρίς να νιώθει αηδία για τα ράκος ενός ανθρώπου που είχε μπροστά του. Ό μεγαλύτερος ιερέας ήταν ο εφημέριος της κοινότητος, ένας πολύ ιδιαίτερος άνθρωπος. Καθώς συζητούσαμε τρώγοντας το πρωινό μας, άρχισα ν’ ανακατεύομαι από τη στέρησι. Μια φορά ακόμα οι παρενέργειες της στερήσεως θα με συνόδευαν.

Ό εφημέριος μου έκανε πολλές ερωτήσεις για τον εαυτό μου. Γιατί ήρθα εδώ εάν ήθελα να ‘έρθω. Κι αν πίστευα ποτέ στο θεό… Ό πατέρας μου απαντούσε στις ερωτήσεις. Εγώ αισθανόμουν ανίκανος ν’ απαντώ. Έφυγα εκείνο το πρωινό με τη σκέψη ότι τον συμπάθησα πολύ αυτό τον ιερέα. Τα λόγια του ήταν ουσιώδη, άκαμπτα και περιεκτικά. Ήταν ο πρώτος Χριστιανός που γνώρισα πού φαινόταν πραγματικά ζωντανός.

Τις επόμενες 6-7 μέρες δεν βγήκα άπα το δωμάτιο φιλοξενίας, γιατί βρισκόμουν στα βάθη της κολάσεως. Μόνος σ’ ένα ξένο τόπο, δεν είχα καν την παρηγοριά από τους ήχους των δρόμων να με καλμάρουν. Ή ησυχία ήταν ανυπόφορη. Επί τέλους κοιμήθηκα…

Όταν ξύπνησα, ο πυρετός, οι κράμπες και το ρίγος είχαν εξαφανιστεί. Ήταν μια ηλιόλουστη φθινοπωρινή ήμερα, και είχα επιζήσει. Δεν ήμουν σίγουρος εάν έχω συνέλθει τελείως από το σύνδρομο στερήσεως, και πέρασε από το μυαλό μου ή σκέψη της αυτοκτονίας. Οι άνθρωποι που διέμεναν στο «Μεγάλο Σπίτι» με φρόντιζαν πολύ καλά – με τάιζαν και μου κρατούσαν συντροφιά. Ήμουν έκπληκτος με το πόσο φιλικοί ήταν μαζί μου, αλλά ωστόσο δεν προσπαθούσαν να μου μιλήσουν για το Θεό ή να με προσηλυτίσουν.

Για τους επόμενους τρεις μήνες, πού θα ήμουν εκεί, αποφασίστηκε ότι θα εργάζομαι με τον επιστάτη, καθώς ήταν επίσης και ο υπεύθυνος του «Μεγάλου Σπιτιού». Ήταν ένας ένθερμος άνθρωπος, και δούλευε σκληρότερα από όλους τους ανθρώπους πού είχα γνωρίσει. Στο τέλος της πρώτης ημέρας εργασίας κουράστηκα, και το μυαλό μου άρχιζε να ραδιουργεί. Τηλεφώνησα στον έμπορο μου στο PORTLAND , και συμφώνησε να μου στείλει αεροπορικώς λίγη ηρωίνη. Θα αργούσε 2 μέρες…

Το επόμενο βράδυ όλοι έφυγαν από το σπίτι. Ολομόναχος στο σαλόνι του «Μεγάλου Σπιτιού» κοιτούσα την ομορφιά της Αλάσκας. Απόλυτη ησυχία και γαλήνη. Άλλα ωστόσο οι πόνοι από την στέρησι της ηρωίνης δεν με άφηναν ήσυχο. Έψαξα για αλκοόλ, αλλά δεν έβρισκα. Σε όλο το σπίτι οι εικόνες του Χριστού και των αγίων του με κοιτούσαν επίμονα. Ένιωθα ότι με παρακολουθούσαν…

Ξαφνικά, ένα πελώριο κύμα από φόβο με επισκίασε. Ένιωθα ότι εισχώρησε μέσα μου όλος μαζί ο φόβος δέκα χρόνων πού δεν είχα νιώσει άλλοτε. Ένιωσα μικρός, αδύναμος και τελείως παράλυτος. Κανείς δεν ήταν τριγύρω, καθώς πλησίαζαν τα μεσάνυχτα. Τηλεφώνησα στη μητέρα μου και τη σήκωσα από το κρεβάτι. Έκλαψα και της είπα ότι θέλω να πεθάνω. Με παρηγόρησε και μου είπε να γονατίσω και να προσευχηθούμε μαζί. Έκλεισα το τηλέφωνο, βγήκα τρέχοντας από το «Μεγάλο Σπίτι» και πήγα στην εκκλησία.

Γονάτισα και παρακάλεσα το Θεό λέγοντας· Εάν είσαι εκεί, αφαίρεσε αυτό το φόβο και τον πόνο. Όσο ξαφνικά ήρθε αυτός ο φόβος, τόσο ξαφνικά και έφυγε. Μία αίσθηση ειρήνης με κατέλαβε, και ξάπλωσα εκεί πεσμένος στο ναό για πολλή ώρα. Επιτέλους έφυγα από την εκκλησία και πήγα στη μπροστινή βεράντα παρατηρώντας την ωραιότητα του οίκου του Θεού. Εφ’ όσον κατέρρευσα και νικήθηκα, ήταν η μοναδική στιγμή που ο Θεός μπορούσε να έρθει σ’ εμένα, και να τον ακούσω. Άρχισα να σιγοκλαίω και για πρώτη φορά ευχαρίστησα το Θεό που μ’ αγαπούσε…

Μερικούς μήνες νωρίτερα η μητέρα μου είχε δει ένα όνειρο. Ένα μεγάλο πουλί, με φτερά τριάντα μέτρα σε πλάτος, πέταξε πάνω από τη μητέρα μου και την αδελφή μου. Βρισκόταν σε ένα λιβάδι. Στην αρχή το πουλί ήταν απειλητικό, αλλά μετά τους ζύγωσε, προστατεύοντας τους με το φτερό του. Κατόπιν το πουλί είπε στη μητέρα μου, ότι ο γιος της θα γίνει καλά.

Κάποιους μήνες αργότερα αποκαλύφθηκαν κι άλλες κατηγορίες για ληστείες, και επέστρεψα στο ΡORTLAND για να πάω στην επαρχιακή φυλακή. Είχα ξαναμπεί φυλακή πολλές φορές στο παρελθόν, αλλά τώρα ήμουν Χριστιανός, και δεν ήμουν εξαρτημένος. Ο φόβος ήταν πάντα αισθητός-άλλα ή χάρις του Θεού ήταν πάντα εκεί

Έμπαινα στον πειρασμό για ναρκωτικά, άλλα δεν υπέκυπτα, οι συγκροτούμενοι με κορόιδευαν, έσχιζαν τις σελίδες από την αγία Γραφή και έφτιαχναν τσιγάρα. Η στήριξη πού είχα απ’ έξω ήταν αξιοθαύμαστη – καθημερινή επικοινωνία και επισκέψεις από ορθοδόξους ιερείς. Και μέσα, πάντα ένιωθα την παρουσία του Σωτήρος. Οι νέες κατηγορίες θα έφερναν δύο πεντάχρονες καταδίκες στο αναμορφωτήριο του OREGON.

Καθώς έμπαινα στο δικαστήριο για να ‘έρθω αντιμέτωπος με το δικαστή, αντίκρισα τους ρασοφόρους ιερείς. Με επιτυχία ζήτησαν από το δικαστή την άποφυλάκισί μου με ανταλλαγή να πάω στην εκκλησία της Αλάσκας. Για πέντε χρόνια θα ήμουν κάτω από αστυνομική επιτήρηση και θα κατέβαλλα 28.000 δολάρια αποζημίωση.

Εάν έκανα υποτροπή, θα με δίκαζαν για δέκα ολόκληρα χρόνια. Ευχαριστώ το θεό για τα πλούσια και άφθονα ελέη του.

Πριν το Πάσχα του 1989, το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου, έγινα δεκτός στην Ορθόδοξη Εκκλησία, μυστηριακά εξαγνισμένος από τις αμαρτίες της προηγούμενης ζωής μου. Η χαρά, που πάντα προσπαθούσα να καταστρέφω μέσα μου, τώρα με νίκησε…

Μέσα στο πέρασμα του χρόνου, έχω μείνει καθαρός. Όχι μέσα από τα προγράμματα με τις «Δώδεκα Βαθμίδες», ούτε από τη σύγχρονη ψυχολογία, άλλα με το να είμαι βυθισμένος (όσο μπορώ) στην αρχαία, υπερκόσμια ζωή της Ορθοδόξου Εκκλησίας «Ό Παράδεισος με άνέστησε όπως τον αντιλήφθηκα, με εμπλούτισε καθώς τον συλλογιζόμουν.

Ξέχασα τη φτωχή μου κατάστασι, διότι με μέθυσε με την εύωδία του. «Έγινα άλλος άνθρωπος, γιατί με αναζωογόνησε με όλη την ποικίλη φύση του» (αγ. Εφραίμ ο Σύρος).

Μονάχα με τη χάρι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και με την άπειρη αγάπη του για την ανθρωπότητα είμαι ζωντανός σήμερα. Δίνω δόξα στους αγίους, των οποίων οι πρεσβείες σώζουν τις ζωές μας καθημερινώς. Έφτασα στην Αλάσκα στις 26 Σεπτεμβρίου, την ήμερα πού η Εκκλησία μας γιορτάζει τη μνήμη του ευαγγελιστού Ιωάννου, ο όποιος είναι ο προστάτης άγιος της εκκλησίας στην οποία έγινε ή μεταστροφή μου. Στην αγία Γραφή ο ευαγγελιστής Ιωάννης συμβολικά εμφανίζεται ως αετός – ο ίδιος πού παρηγόρησε τη μητέρα μου στο όνειρο της. Στις 6 Οκτωβρίου τιμούμε τη μνήμη του αποστόλου και απίστου Θωμά.

Είναι επίσης η ημέρα της μεταστροφής μου, και ονομάζομαι Θωμάς. Νιώθω ενωμένος μ’ αυτούς τους αγίους, πού οι προσευχές τους είναι ευάρεστες στο Θεό· του αγίου Ιωάννου για τη μεγάλη του αγάπη προς τα παιδιά και του αγίου Θωμά πού έδειξε απιστία όπως οι περισσότεροι κάνουν. Αυτοί οι αρχαίοι άγιοι είναι οι πρόγονοι των «επαναστατών» που συνεχίζουν μέχρι τις μέρες μας. Αυτοί είναι οι αληθινοί ριζοσπάστες, των οποίων τους βίους μπορούμε να μιμηθούμε, γεμίζοντας το πνευματικό κενό πού μας πλήττει σήμερα.

Μπορούμε ν’ ακολουθήσουμε την οδό της σύριγγας και της «πρέζας» (των ναρκωτικών) και να έχουμε το τέλος τόσων ανθρώπων πού βρέθηκαν νεκροί από υπερβολική χρήση των ναρκωτικών. Ή να πάρουμε το μονοπάτι της αποξενώσεως και απογνώσεως πού οδήγησε τόσους άλλους στο τραγικό τέλος της αυτοκτονίας. Ή μπορούμε ν’ ακολουθήσουμε το δρόμο του Σταυρού, που έχει αγιαστεί με το αίμα των μαρτύρων και τους κόπους των δικαίων και οδηγεί σε αιώνια δόξα…

+ Θωμάς

Άγιοι απόστολοι Ιωάννη και Θωμά, πρεσβεύσατε στο Θεό για μας!

***

Σχόλιο από Άπαντα Ορθοδοξίας:

Η μάστιγα των ναρκωτικών καθημερινά απλώνεται, καθώς οι άνθρωποι πού ζητούν τη χαρά και την πληρότητα χρησιμοποιούν την ψυχολογική και σωματική βία για να βγουν από το αβάσταχτο κενό πού η σημερινή κοινωνία τους προσφέρει. Η έλλειψη όμως ενός προσωπικού Θεού τους οδηγεί σε αδιέξοδο. Συνεχίζοντας την αναφορά μας σε προσήλυτους στην Ορθοδοξία παρουσιάζουμε μεταφρασμένη από το περιοδικό «THE ORTHODOX WORD» (τ. 183, σσ. 190-199), μια συγκλονιστική μαρτυρία ενός νέου των Η.Π.Α., πού έφθασε στα πρόθυρα της κολάσεως, ώσπου ή σωτήρια και στοργική επέμβαση του Θεού, στην πιο κατάλληλη ώρα της ζωής του, τον οδήγησε να βρή το Χριστό, την Εκκλησία, την Ορθοδοξία. Ό νέος αυτός βαπτίστηκε, παίρνοντας το όνομα Θωμάς και σήμερα είναι υποδιάκονος, έγγαμος με έξι παιδιά, και πιστό μέλος μιας ενορίας στο νομό WASHINGTON των Η.Π.Α. Επίσης ασπάσθηκαν την Ορθοδοξία οι γονείς και η αδελφή του.

Πηγή: μετάφραση Ι. Μονή Αγ. Αυγουστίνου Φλωρίνης, ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΣΠΙΘΑ

Αναδημοσίευση από Άπαντα Ορθοδοξίας

Νοέμβριος 2024
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 123
45678910
11121314151617
18192021222324
252627282930  

Kατηγορίες

Kατηγορίες

Kατηγορίες

Kατηγορίες



Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση
Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων