Κατηγορία: Συντακτικό Αρχαίων

ΤΕΛΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Πηγή: ΤΕΛΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/3723

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Πηγή: ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/3722

ΧΡΟΝΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Πηγή: ΧΡΟΝΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/3721

ΟΝΟΜΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Πηγή: ΟΝΟΜΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/3720

Υποκείμενο – Αντικείμενο στην Αρχαία Ελληνική

Υποκείμενο-Αντικείμενο Αρχαίων

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/3698

Απρόσωπα Ρήματα και Απρόσωπες Εκφράσεις Αρχαίων Ελληνικών

ΑΠΡΟΣΩΠΑ ΡΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ

Από τη συνάδελφο, Γεωργία Δημητροπούλου, Φιλολόγος στο 3ο Γυμνάσιο Βύρωνα

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/3696

Μετοχές της Αρχαίας Ελληνικής

Μετοχές Αρχαίας Ελληνικής

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/3694

Σχηματική Παράσταση Εμπρόθετων Προσδιορισμών Α.Ε

Σχηματική Παράσταση Εμπρόθετων Προσδιορισμών Α.Ε

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/3432

Συντατικτικό Α.Ε Γλώσσας : ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΟΨΕΙΣ ΤΟΥ ΡΗΜΑΤΟΣ

ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΟΨΕΙΣ ΤΟΥ ΡΗΜΑΤΟΣ

§3.67. Οι χρόνοι του ρήματος της αρχαίας ελληνικής δηλώνουν, όπως και στα νέα ελληνικά,
(α) τη χρονική βαθμίδα, αν δηλ. το περιεχόμενο του ρήματος τοποθετείται στο παρελθόν, στο παρόν ή στο μέλλον.
(β) την όψη ή τον τρόπο ενέργειας, δηλ. την ιδιαίτερη οπτική γωνία από την οποία το περιεχόμενο του ρήματος μπορεί να παριστάνεται (i) ως εξελισσόμενο, (ii) ως στιγμιαίο και (iii) ως συντελεσμένο.

§3.68. Με κριτήριο τη χρονική βαθμίδα οι χρόνοι της αρχαίας ελληνικής κατατάσσονται στις ακόλουθες κατηγορίες:
(α) Στο παρελθόν αναφέρονται: ο παρατατικός, ο αόριστος, ο υπερσυντέλικος και εν μέρει ο παρακείμενος.
(β) στο παρόν: ο ενεστώτας και εν μέρει ο παρακείμενος·
(γ) στο μέλλον:ο απλός και ο συντελεσμένος μέλλοντας.

§3.69. Οι χρόνοι που αναφέρονται στο παρόν και στο μέλλον ονομάζονται αρκτικοί, ενώ οι χρόνοι που αναφέρονται στο παρελθόν ιστορικοί. Όπως φαίνεται όμως και από την περίπτωση του παρακειμένου, οι διακρίσεις αυτές δεν είναι απόλυτες, γιατί η λειτουργία των χρόνων καθορίζεται και από τα συμφραζόμενα· έται ο ενεστώτας σε διηγήσεις μπορεί να είναι ιστορικός χρόνος (ιστορικός ενεστώτας), ενώ ο αόριστος σε γνωμικά έχει τη λειτουργία αρκτικού χρόνου (γνωμικός αόριστος).

§3.70. Με κριτήριο την όψη ή τον τρόπο ενέργειας, οι χρόνοι της αρχαίας ελληνικής παρουσιάζουν το περιεχόμενο του ρήματος:
(α) ως εξελισσόμενο, χωρίς να προσδιορίζεται το τέλος του: ο ενεστώτας, ο παρατατικός και εν μέρει ο μέλλοντας (εξακολουθητικοί ή ατελείς χρόνοι),
(β) ως στιγμιαίο: ο αόριστος και εν μέρει ο μέλλοντας (συνοπτικοί χρόνοι),
(γ) ως συντελεσμένο: ο παρακείμενος, ο υπερσυντέλικος και ο συντελεσμένος μέλλοντας (συντελικοί χρόνοι).

§3.71. Οι χρόνοι δηλώνουν και χρονική βαθμίδα και τρόπο ενέργειας μόνο στην οριστική, στις υπόλοιπες εγκλίσεις, στο απαρέμφατο και τη μετοχή εξακολουθούν να δηλώνουν τρόπο ενέργειας, όχι όμως χρονική βαθμίδα.
Για το απαρέμφατο και τη μετοχή η χρονική βαθμίδα τους καθορίζεται κάθε φορά από το ρήμα από το οποίο εξαρτώνται ή προσδιορίζουν. Το ίδιο ισχύει και για την ευκτική και υποτακτική στις δευτερεύουσες προτάσεις.
Στις κύριες προτάσεις η υποτακτκή, η ευχετική και η δυνητική ευκτική και η προστακτική θεωρούνται αρκτικοί χρόνοι.

ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ

§3.72. Ο ενεστώτας δηλώνει ότι το περιεχόμενο του ρήματος παρουσιάζεται ως υφιστάμενο ή εξελισσόμενο στο παρόν.

§3.73. Ο ενεστώτας μπορεί επίσης να δηλώνει ότι το περιεχόμενο του ρήματος ισχύει γενικά χωρίς περιορισμό σε χρονική βαθμίδα. Αυτός ο τύπος ενεστώτα είναι συνήθης σε γενικές κρίσεις, αποφθέγματα και παροιμίες (γνωμικός ενεστώτας).

§3.74. Δηλώνει επίσης ότι το υποκείμενο θέλει ή προσπαθεί να κάνει κάτι (βουλητικός ή αποπειρατικός ενεστώτας).

§3.75. Σε διηγήσεις ο ενεστώτας συχνά χρησιμοποιείται στη θέση ιστορικού χρόνου, για να δώσει ζωντάνια στην αφήγηση (ιστορικός ενεστώτας).

§3.76. Σπανιότερα μπορεί να βρίσκεται σε θέση μέλλοντα και να δηλώνει γεγονός μελλοντικό, που παριστάνεται σαν να συμβαίνει στο παρόν. Είναι συχνός σε προφητικά κείμενα.

§3.77. Επίσης, ο ενεστώτας μπορεί να δηλώνει πράξη που ξεκίνησε στο παρελθόν, αλλά το αποτέλεσμά της υφίσταται ακόμη. Αυτό ισχύει κυρίως για ρήματα αισθητικά, γνωστικά και λεκτικά (ἀκούω, πυνθάνομαι, αἰσθάνομαι, γιγνώσκω, μανθάνω, λέγω κ.ά.), ρήματα κίνησης ή στάσης (ἥκω, ἔρχομαι, οἴχομαι, πέμπω, φεύγω, κεῖμαι, κάθημαι κ.ά.) και άλλα ρήματα (νικῶ κ.ά.). Σε αυτήν την περίπτωση ο ενεστώτας ισοδυναμεί με παρακείμενο (αποτελεσματικός ενεστώτας).

ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ

§3.78. Ο παρατατικός μεταφέρει τη σημασία του ενεστωτικού θέματος στο παρελθόν και δηλώνει γεγονός εξελισσόμενο στο παρελθόν, χωρίς να δηλώνεται αν αυτό έχει συντελεστεί.

§3.79. Ο παρατατικός χρησιμοποιείται επίσης για να περιγραφεί κάτι που συνέβαινε κατ’ επανάληψη στο παρελθόν ή συνήθειες του παρελθόντος (επαναληπτικός παρατατικός).

§3.80. Όπως ο ενεστώτας, έτσι και ο παρατατικός μπορεί να δηλώνει ότι οτ υποκείμενο ήθελε ή προσπαθούσε να κάνει κάτι (βουλητικός ή αποπειρατικός παρατατικός).

§3.81. Ο παρατατικός μπορεί να δηλώνει αποτέλεσμα ή συνέπεια, και τότε ισοδυναμεί με υπερσυντέλικο (αποτελεσματικός πρατατικός). Αυτό ισχύει κυρίως για τα ρήματα που στον ενεστώτα έχουν σημασία παρακριμένου.

§3.82. Πολύ συχνά ο παρατατικός χρησιμοποιείται σε αφηγήσεις σε θέσεις που κανονικά θα περιμέναμε αόριστο. Πολύ συνηθισμένος είναι επίσης σε αφηγήσεις ο συνδυασμός παρατατικού και αορίστου. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο παρατατικός παρουσιάζοντας τα γεγονότα του παρελθόντος ως εξελισσόμενα, δίνει στην αφήγηση πιο αργό ρυθμό, σε αντίθεση με τον αόριστο, που παρουσιάζει τα γεγονότα συνοπτικά, συχνά με γοργό ρυθμό και βήμα προς βήμα.
Ωστόσο, η συνύπαρξη αορίστου και παρατατικού σε μια αφήγηση μπορεί και καθορίζει και τη χρονική σχέση των γεγονότων. Ο αόριστος χρησιμοποιείται μερικές φορές για γεγονότα του άμεσου παρελθόντος, ενώ ο παρατατικός για όσα προηγήθηκαν.

§3.83. Τα λεκτικά και κελευστικά ρήματα (λέγω, κελεύω, ἐρωτῶ, πείθω κ.ά.) και το ρήμα πέμπω εκφέρονται συχνά σε παρατατικό, ακόμη και σε περιπτώσεις που ο σημερινός αναγνώστης θα περίμενε κανονικά αόριστο.

§3.84. Ο παρατατικός με άρνηση, ιδιαίτερα όταν έχει και επαναληπτική σημασία, καθιστά την άρνηση εντονότερη.

§3.85. Συχνά σε αφηγήσεις κάποιες παρενθετικές πληροφορίες για γεωγραφικά, εθνολογικά, πολιτισμικά κ.ά. δεδομένα δίνονται σε παρατατικό χρόνο, παρότι κανονικά θα έπρεπε να δίνονται σε ενεστώτα, επειδή εξακολουθούν να υφίστανται στην εποχή του γράφοντος. Σε αυτή την περίπτωση, ο χρόνος της παρενθετικής περιγραφής έλκεται από τον ιστορικό χρόνο της αφήγησης.

ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

§3.86. Ο μέλλοντας δηλώνει ότι το περιεχόμενο του ρήματος θα πραγματοποιηθεί στο μέλλον και αυτό το μελλοντικό γεγονός το παρουσιάζει είτε συνοπτικά (οπότε αντιστοιχεί στον στιγνιαίο μέλλοντα της νέας ελληνικής), είτε σε εξέλιξη (οπότε αντιστοιχεί με τον εξακολουθητικό μέλλοντα της νέας ελληνικής). Όπως η υποτακτική, έτσι και ο μέλλοντας έχει δύο χρήσεις: (α) την καθαρά μελλοντική ή προορατική, όταν απλώς προβλέπει μια μελλοντική κατάσταση ή γεγονός, και (β) τη βουλητική, όταν το υποκείμενο θέλει ή θεωρεί ότι πρέπει να γίνει κάτι.

§3.87. Στην καθαρά μελλοντική χρήση του ο μέλλοντας δηλώνει αυτό που πρόκειται να υπάρξει ή να συμβεί.
Ο μέλλοντας επίσης μπορεί να δηλώνει το δυνατό ή το πιθανό να συμβεί.

§3.88. Επίσης ο καθαρός μέλλοντας δηλώνει κάτι που ισχύει γενικά ή συμβαίνει συνήθως και τότε χρησιμοποιεί σε γνώμες γενικού κύρους (γνωμικός μέλλοντας).

§3.89. Ο βουλητικός μέλλοντας δηλώνει αυτό που το υποκείμενο θέλει να συμβεί.

§3.90. Βουλητικός είναι επίσης ο μέλλοντας που δηλώνει το δέον, αυτό που πρέπει να γίνει ή πράξει κάποιος. Αυτή η χρήση είναι συχνότερη σε ερωτηματικές προτάσεις, όπου ο βουλητκός μέλλοντας μπορεί να συνυπάρχει με απορητική υποτακτική.

§3.91. Ο βουλητικός μέλλοντας στο β’ και σπανιότερα στο γ’ πρόσωπο ισοδυναμεί με προστακτική.
Ο βουλητικός μέλλοντας στο β’ πρόσωπο έχει συχνά σημασία προστακτικής σε ερωτηματικές προτάσεις, με άρνηση οὐ για να δηλωθεί έντονη προσταγή και με άρνηση οὐ μὴ για να δηλωθεί έντονη απαγόρευση.

§3.92. Ο μέλλοντας μπορεί να σχηματίζεται και περιφραστικά με το ρήμα μέλλω + απαρέμφατο ενεστώτα ή μέλλοντα (σπανιότερα αορίστου) που σημαίνει: (α) πρόκειται να, σκοπεύω να, σχεδιάζω να, και (β) πρέπει να, είναι αναμενόμενο να, είναι επόμενο να.

ΑΟΡΙΣΤΟΣ

§3.93. Ο αόριστος στη οριστική δηλώνει ότι κάτι έγινε κάποια στιγμή στο παρελθόν. Παρουσιάζει επομένως το γεγονός συνοπτικά και όχι σε εξέλιξη, όπως ο παρατατικός. Ο αόριστος είναι ο βασικός χρόνος της αφήγησης.

§3.94. Ο αόριστος χρησιμοποιείται επίσης για να δηλωθεί έναρξη μιας πράξης ή είσοδος του υποκειμένου σε μια κατάσταση (εναρκτικός αόριστος). Με αυτόν τον τρόπο χρησιμοποιούνται οι αόριστοι αρκετών ρημάτων και κυρίως των ρημάτων ψυχκού πάθους: ἐβασίλευσε, ἐνόσησε, ἐδάκρυσε, ἐθάρρησε, ἐχάρη, ἐφοβήθη κ.ά.

§3.95. Σε γνωμικά ο αόριστος ισοδυναμεί με ενεστώτα και δηλώνει αυτό που ισχύει γενικά (γνωμικός αόριστος). Το ίδιο ισχύει και για τη χρήση του αορίστου σε παρομοιώσεις.
Με ενεστώτα ισοδυναμεί και η οριστική αορίστου η οποία χρησιμοποιείται σε διαλόγους για γεγονότα που μόλις συνέβησαν, του άμεσου παρελθόντος, συχνά συνοδευόμενη από επιρρήματα, όπως ἄρτι, νέον, νῦν κ.ά.

§3.96. Ο αόριστος χρησιμοποιείται μερικές φορές στη θέση μέλλοντα, για να δηλωθεί ότι το περιεχόμενο του ρήματος θα συμβεί οπωσδήποτε, είναι αναπόφευκτο. Συνήθως, προηγείται κάποια προϋπόθεση, η οποία αν υλοποιηθεί, το περιεχόμενο του ρήματος σε αόριστο θα προκύψει αναπόδραστα.

ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ

§3.97. Ο παρακείμενος στην οριστική δηλώνει ότι κάτι έχει μόλις ολοκληρωθεί, και ολοκληρωμένο εξακολουθεί υφισταται και στο παρόν. Είναι, επομένως, ο παρακείμενος ως προς τη σημασία του αρκετά κοντά στον ενεστώτα, και γι’ αυτό αρκετοί παρακείμενοι έχουν σημασία ενεστώτα, π.χ. δέδοικα, μέμνημαι, ἔοικα, οἶδα, εἴωθα, κέκτημα, πέφυκα, ἔγνωκα κ.ά.

§3.98. Ο παρακείμενος μπορεί να δηλώνει και επαναλαμβανόμενο συμβάν ή κάτι που ισχύει γενικά. Με αυτή τη χρήση εμφανίζεται μερικές φορές σε γνώμες γενικού κύρους.

§3.99. Ο παρακείμενος χρησιμοποιείται μερικές φορές σε θέση μέλλοντα, για να δηλώσει ότι κάτι είναι αναπόφευκτο να συμβεί, αν εκπληρωθεί μια προϋπόθεση.

§3.100. Από την ελληνιστική εποχή και μετά ο παρακείμενος άρχισε να χρησιμοποιείται πλέον με σημασία αορίστου.

ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ

§3.101. Ο υπερσυντέλικος στην οριστική δηλώνει ότι το περιεχόμενο του ρήματος έχει ήδη συντελεστεί κάποια χρονκή στιγμή στο παρελθόν. Γενικά ο υπερσυντέλικος έχει για το παρελθόν τις ίδιες λειτουργίες που έχει ο παρακείμενος γαι το παρόν. Τα ρήματα που στον παρακείμενο έχουν σημασία ενεστώτα, στον υπερσυντέλικο έχουν σημασία παρατατικού.

§3.102. Μια ιδιάζουσα χρήση του υπερσυντέλικου είναι η περίπτωση που χρησιμοποιείται για να δηλωθεί ότι μια πράξη του παρελθόντος συντελέστηκε αμέσως μετά από μια άλλη πράξη τυ παρελθόντος, και κατά κάποιοο τρόπο είναι αποτέλεσμά της. Σε αυτές τις περιπτώσεις θα περιμέναμε αόριστο αντί για υπερσυντέλικο.

ΣΥΝΤΕΛΕΣΜΕΝΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ

§3.103. Ο συντελεσμένος μέλλοντας στην οριστική δηλώνει ότι το περιεχόμενο του ρήματος θα έχει πραγματοποιηθεί ή θα υφίσταται σε μια χρονική στιγμή του μέλλοντος.

§3.104. Πολλές φορές ο συντελεσμένος μέλλοντας χρησιμοποιείται για να δηλωθεί ότι ένα μελλοντικό γεγονός θα ακολουθήσει αναπόφευκτα αμέσως μετά από κάποιο άλλο μελλοντικό γεγονός.

Πηγή : http://www.greek-language.gr/greekLang/ancient_greek/tools/composition/page_032.html

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/3192

Συντακτικό Α.Ε. Γλώσσας : ΟΙ ΕΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΡΗΜΑΤΟΣ

ΟΙ ΕΓΚΛΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΡΗΜΑΤΟΣ

§3.105. Οι εγκλίσεις του ρήματος δηλώνουν τον τρόπο με τον οποίο διατίθεται ο ομιλητής απέναντι στο περιεχόμενο του ρήματος. Ειδικότερα, το περιεχόμενο του ρήματος μπορεί να παρουσιάζεται ως
• βεβαιότητα (οριστική)
• δυνατότητα ανοιχτή να πραγματοποιηθεί στο μέλλον ή δυνατότητα του παρελθόντος που δεν πραγματοποιήθηκε (δυνητική οριστική και δυνητική ευκτική)
• επιθυμία, προσδοκία, ευχή ή προσταγή του ομιλητή (υποτακτική, ευχετική ευκτική, προστακτική)

§3.106. Οι εγκλίσεις που δηλώνουν βεβαιότητα ή δυνατότητα (οριστική και οι δύο συνητικές εγκίσεις) είναι εγκλίσεις των προτάσεων κρίσεως και δέχονταο άρνηση οὐ. Οι εγκλίσεις που δηλώνουν επιθυμία, προσδοκία, ευχή ή προσταγή (υποτακτική, προστακτική, ευχετική ευκτική, ευχετική οριστική) είναι εγκλίσεις των προτάσεων επιθυμίας και δέχονται άρνηση μή.

ΟΡΙΣΤΙΚΗ

§3.107. Η οριστική δηλώνει ότι το περιεχόμενο του ρήματος παρουσιάζεται από τον ομιλητή ως πραγματικό γεγονός ή βέβαιο.

ΘΟΥΚ 2.18.1 ὁ δὲ στρατὸς τῶν Πελοποννησίων προϊὼν ἀφίκετο τῆς Ἀττικῆς ἐς Οἰνόην πρῶτον || ο στρατός των Πελοποννησίων προελαύνοντας έφτασε αρχικά την Οινόη της Αττικής.

ΞΕΝ ΚΑναβ 5.1.2 ἐκ δὲ τούτου ξυνελθόντες ἐβουλεύοντο περὶ τῆς λοιπῆς πορείας• ἀνέστη δὲ πρῶτος Λέων Θούριος καὶ ἔλεξεν ὧδε || μετά από αυτά συγκεντρώθηκαν και άρχισαν να συσκέπτονται για την υπόλοιπη πορεία· και πρώτος σηκώθηκε ο Λέων από του Θουρίους και μίλησε ως εξής.

§3.108. Πέρα ωστόσο από την παραπάνω βασική σημασία της, η οριστική δηλώνει επίσης δυνατότητα ή πιθανότητα στις παρακάτω φράσεις: ὀλίγου + οριστ. αορ., ὀλίγου δεῖν + οριστ., ὀλίγου ἐδέησε + απαρ. (Στη θέση της γενικής ὀλίγου σπανιότερα εμφανίζονται οι γενικές μικροῦ ή ἐλαχίστου)

ΛΥΣ 14.17 διὰ τὰ τοῦ πατρὸς ἁμαρτήματα ὀλίγου τοῖς ἕνδεκα παρεδόθη || εξαιτίας των εγκλημάτων του πατέρα του, λίγο έλειψε να παραδοθεί στους ένδεκα (για να εκτελεστεί).

ΞΕΝ Ελλ 2.4.21 οἳ ἰδίων κερδέων ἕνεκα ὀλίγου δεῖν πλείους ἀπεκτόνασιν Ἀθηναίων ἐν ὀκτὼ μησὶν ἢ πάντες Πελοποννήσιοι δέκα ἔτη πολεμοῦντες || οι οποίοι (Τριάκοντα) για το προσωπικό τους κέρδος κόντεψαν μέσα σε οκτώ μήνες να έχουν σκοτώσει περισσότερους Αθηναίους απ’ ό,τι οι Πελοποννήσιοι σε δέκα χρόνια πολέμου.

ΘΟΥΚ 2.77.5 τοῦτο δὲ μέγα τε ἦν καὶ τοὺς Πλαταιᾶς τἆλλα διαφυγόντας ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι || +++.

§3.109. Η οριστική ιστορικού χρόνου με το δυνητικό μόριο ἂν (δυνητική οριστική) δηλώνει το δυνατό στο παρελθόν ή το αντίθετο του πραγματικού. Η δυνητική οριστική μεταφράζεται στα νέα ελληνικά με θα + παρατατικό ή υπερσυντέλικο ή με την περίφραση θα μπορούσα να.
Η οριστική παρατατικού ή αορίστου με το δυνητικό ἂν χρησιμοποιείται μερικές φορές για να δηλωθεί όχι το δυνατό στο παρελθόν, αλλά το επαναλαμβανόμενο στο παρελθόν (κυρίως στους υποθετικούς λόγους που δηλώνους αόριστη επανάληψη στο παρελθόν).

§3.110. Δυνατότητα ή αξίωση ανεκπλήρωτη στο παρελθόν και στο παρόν δηλώνει συχνά η οριστική παρατατικού (χωρίς το δυνητικό ἄν) των απροσώπων ρημάτων που σημαίνουν αξίωση, καθήκον, αναγκαιότητα, πιθανότητα, καταλληλότητα κ.τ.ό., όπως ἔδει, ἐξῆν, προσῆκε, καλῶς εἶχε, χρῆν, εἰκὸς ἦν, καιρὸς ἦν, ἀναγκαῖον ἦν, καλὸν ἦν κ.ά. Το ίδιο ισχύει και για τον παρατατικό των ρηματικών επιθέτων σε -τέον ἦν και των προσωπικών ρημάτων ἐβουλόμην, ἤθελον, ἠξίουν ᾤμην. Σε αυτές τις περιπτώσεις η ανεκπλήρωτη δυνατότητα ή αξίωση αφορά τη σημασία του απαρεμφάτου που εξαρτάται από τα παραπάνω απρόσωπα ή προσωπικά ρήματα ή τη σημασία του ρηματικού επιθέτου. Συχνά, μετά την ανεκπλήρωτη δυνατότητα, ακολουθεί στην επόμενη φράση το πραγματικό, το οποίο εισάγεται αντιθετικά με εκφράσεις όπως νῦν δέ, ἐπεὶ δέ, ἐπειδὴ δέ, ἀλλά.

ΙΣΟΚΡ 15.92 ἔδει γὰρ αὐτὸν καὶ τοὺς λόγους δεικνύναι τοὺς ἐμοὺς οἷς διαφθείρω τοὺς συνόντας͵ καὶ τοὺς μαθητὰς φράζειν τοὺς χείρους διὰ τὴν συνουσίαν τὴν ἐμὴν γεγενημένους· νῦν δὲ τούτων μὲν οὐδέτερον πεποίηκεν || έπρεπε, δηλαδή, αυτός και να παρουσιάσει τους λόγους μου, με τους οποίους διαφθείρω όσους με συναναστρέφονται, και να κατονομάσει τους μαθητές που εξαιτίας της συναναστροφής μαζί μου έχουν γίνει χειρότεροι· τώρα όμως δεν έχει κάνει ούτε το ένα ούτε το άλλο από αυτά.

ΙΣΟΚΡ 8.10 καίτοι προσῆκεν ὑμᾶς, εἴπερ ἠβούλεσθε ζητεῖν τὸ τῇ πόλει συμφέρον, μᾶλλον τοῖς ἐναντιουμένοις ταῖς ὑμετέραις γνώμαις προσέχειν τὸν νοῦν ἢ τοῖς καταχαριζομένοις || κι όμως, αν θέλατε πραγματικά να αναζητήσετε τι συμφέρει στην πόλη, οφείλατε να δίνετε περισσότερη προσοχή σε όσους εναντιώνονται στις απόψεις σας παρά σε όσους προσπαθούν να σας είναι αρεστοί.

ΘΟΥΚ 1.39.3 οὓς χρῆν, ὅτε ἀσφαλέστατοι ἦσαν, τότε προσιέναι, καὶ μὴ ἐν ᾧ ἡμεῖς μὲν ἠδικήμεθα, οὗτοι δὲ κινδυνεύουσι || έπρεπε αυτοί (=οι Κερκυραίοι) να προσέλθουν στη συμμαχία σας τον καιρό που δε βρίσκονταν σε κίνδυνο, κι όχι τώρα που κινδυνεύουν από μας που έχουμε υποστεί τόσες αδικίες από αυτούς.

ΞΕΝ Απομν 2.7.10 εἰ μὲν τοίνυν αἰσχρόν τι ἔμελλον ἐργάσασθαι͵ θάνατον ἀντ΄ αὐτοῦ προαιρετέον ἦν· νῦν δὲ … || αν λοιπόν (οι γυναίκες συγγενείς σου) επρόκειτο να κάνουν κάποια αναξιοπρεπή δουλειά, θα έπρεπε αντί γι’ αυτό να προτιμήσουν τον θάνατο· τώρα όμως …

ΑΝΤΙΦ 5.1 ἐβουλόμην μὲν͵ ὦ ἄνδρες͵ τὴν δύναμιν τοῦ λέγειν καὶ τὴν ἐμπειρίαν τῶν πραγμάτων ἐξ ἴσου μοι καθεστάναι τῇ τε συμφορᾷ καὶ τοῖς κακοῖς τοῖς γεγενημένοις· νῦν δὲ τοῦ μὲν πεπείραμαι πέρᾳ τοῦ προσήκοντος͵ τοῦ δὲ ἐνδεής εἰμι μᾶλλον τοῦ συμφέροντος || θα ήθελα, δικαστές, η ρητορική μου ικανότητα και η πείρα μου από τη ζωή να ήταν ισάξια με τις συμφορές και τα βάσανα που με βρήκαν· τώρα όμως τα δεύτερα τα έχω δοκιμάσει περισσότερο απ’ ότι μου ταιριάζει, ενώ στερούμαι τα πρώτα σε βαθμό μεγαλύτερο απ’ ότι είναι καλό για μένα.

§3.111. Δυνατότητα απραγματοποίητη στο παρελθόν εκφράζει και η οριστική ιστορικού χρόνου στις υποθετικές προτάσεις του δευτέρου είδους υποθετικών λόγων (αντίθετο του πραγματικού). Ανάλογη είναι και η οριστική ιστορικού χρόνου στις τελικές προτάσεις που δηλώνει σκοπό απραγματοποίητο στο παρελθόν.

ΑΙΣΧΙΝ 3.123 καὶ εἰ μὴ δρόμῳ μόλις ἐξεφύγομεν εἰς Δελφούς, ἐκινδυνεύσαμεν ἂν ἀπολέσθαι || κι αν δεν καταφέρναμε με δυσκολία να καταφύγουμε τρέχοντας στους Δελφούς, θα κινδυνεύαμε να μας σκοτώσουν.

ΛΥΣ 33.4 καὶ ταῦτα εἰ μὲν δι’ ἀσθένειαν ἐπάσχομεν, στέργειν ἂν ἦν ἀνάγκη τὴν τύχην || αν αυτά τα παθαίναμε από την αδυναμία μας, τότε θα ήταν αναγκαίο να υπομείνουμε την τύχη μας.

§3.112. Ευχή ανεκπλήρωτη εκφράζει η οριστική παρατατικού ή αορίστου, όταν προτάσσεται το μόριο εἴθε, καθώς και ο παρατατικός ὤφελον + απαρ. (επίσης, εἴθ’ ὤφελον + απαρ. ή εἰ ὤφελον + απαρ.).

ΕΥΡ Ηρακλ 731 εἴθ΄ ἦσθα δυνατὸς δρᾶν ὅσον πρόθυμος εἶ || μακάρι να ήταν η ικανότητά σου για δράση, όση και η προθυμία σου.

ΞΕΝ ΚΑναβ 2.1.4 ἀλλ΄ ὤφελε μὲν Κῦρος ζῆν· ἐπεὶ δὲ τετελεύτηκεν … || μακάρι να ζούσε ο Κύρος, επειδή όμως πέθανε …

ΠΛ Κριτων 44d εἰ γὰρ ὤφελον͵ ὦ Κρίτων͵ οἷοί τ΄ εἶναι οἱ πολλοὶ τὰ μέγιστα κακὰ ἐργάζεσθαι͵ ἵνα οἷοί τ΄ ἦσαν καὶ ἀγαθὰ τὰ μέγιστα͵ καὶ καλῶς ἂν εἶχεν. νῦν δὲ οὐδέτερα οἷοί τε || μακάρι, Κρίτωνα, οι πολλοί να ήταν ικανοί να προξενήσουν το μεγαλύτερο κακό, για να ήταν ικανοί και για το μεγαλύτερο καλό, και τότε τα πράγματα θα ήταν καλά· τώρα όμως δεν είναι ικανοί ούτε για το ένα ούτε για το άλλο.

§3.113. Στις ευθείες και πλάγιες ερωτήσεις η οριστική των απροσώπων ρημάτων χρὴ και δεῖ + απαρ., δηλώνει απορία και ισοδυναμεί με απορηματική υποτακτική.

ΞΕΝ Αγ 2.13 ἠρώτων τί χρὴ ποιεῖν [=τί ποιῶσι] || ρωτούσαν τι πρέπει να κάνουν.

ΑΙΣΧΙΝ 1.7 καὶ διαρρήδην ἀπέδειξαν (οἱ κατὰ τοὺς χρόνους ἐκείνους νομοθέται), ἃ χρὴ τὸν παῖδα τὸν ἐλεύθερον ἐπιτηδεύειν, καὶ ὡς δεῖ αὐτὸν τραφῆναι [=ἃ ἐπιτηδεύῃ καὶ ὡς τραφῇ] || και ρητά καθόρισαν (οι νομοθέτες εκείνων των χρόνων) ποιες πρέπει να είναι οι ασχολίες του ελεύθερου παιδιού και πως πρέπει αυτό να ανατραφεί.

ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ

§3.114. Η υποτακτική της αρχαίας ελληνικής διακρίνεται σε δύο κατηγορίες (α) την υποτακτική του προσδοκώμενου (ή προορατική υποτακτική) και (β) τη βουλητική υποτακτική. Τα διακριτικά χαρακτηριστικά τους είναι τα εξής:
• Η υποτακτική του προσδοκώμενου δηλώνει αυτό που αναμένεται ότι θα συμβεί κατά την υποκειμενική κρίση του ομιλητή και συνοδεύεται κανονικά από το μόριο ἄν. Η συγκεκριμένη υποτακτική συγγενεύει αρκετά με την οριστική μέλλοντα· η διαφορά τους είναι πολύ λεπτή: στην περίπτωση του μέλλοντα η προσδοκία βασίζεται σε αντικειμενική κρίση, ενώ στην υποτακτική του προσδοκώμενου σε υποκειμενική.
• Η βουλητική υποτακτική δηλώνει μια κατάσταση που η πραγμάτωσή της επιζητείται από τον ομιλητή και κανονικά δεν συνοδεύεται από το μόριο ἄν.
Από τα παραπάνω είναι σαφές ότι η υποτακτική είναι μια υποκειμενική έγκλιση που αφορά το μέλλον· η διαφορά των δύο υποτακτικών συνίσταται στο ότι με την υποτακτική του προσδοκώμενου ο ομιλητής προβλέπει το μέλλον κατά την υποκειμενική του κρίση, ενώ με την βουλητική υποτακτική επιδιώκει την πραγμάτωση της βούλησής του. Η αυστηρή διάκριση, ωστόσο, των δύο χρήσεων της υποτακτικής δεν είναι πάντοτε εύκολη, ειδικά στην περίπτωση των δευτερευουσών προτάσεων.

Υποτακτική του προσδοκώμενου

§3.115. Η χρήση της υποτακτικής του προσδοκώμενου σε κύριες προτάσεις, ενώ διατηρείται ακόμη στον Όμηρο (με ή χωρίς το μόριο κε(ν) ή ἄν), στην αττική διάλεκτο έχει σχεδόν εκλείψει κι έχει αντικατασταθεί από την οριστική του μέλλοντα· διατηρείται μόνο σε κάποιες στερεότυπες εκφράσεις: τί πάθω; τί γένωμαι; τί μοι γένηται; κ.ά.

ΟΜ Ιλ 1.262 οὐ γάρ πω τοίους ἴδον ἀνέρας οὐδὲ ἴδωμαι || παρόμοιους άντρες δεν συνάντησα, ούτε θα συναντήσω.

ΟΜ Ιλ 11.433 ἤ κεν ἐμῷ ὑπὸ δουρὶ τυπεὶς ἀπὸ θυμὸν ὀλέσσῃς || ή χτυπημένος απ’ το δόρυ μου θα χάσεις τη ζωή σου.

ΟΜ Ιλ 14.234-5 ἠδ΄ ἔτι καὶ νῦν / πείθευ· ἐγὼ δέ κέ τοι ἰδέω χάριν ἤματα πάντα || επάκουσέ με και τώρα, κι εγώ θα σου χρωστώ αιώνια ευγνωμοσύνη.

ΟΜ Ιλ 22.505 νῦν δ΄ ἂν πολλὰ πάθῃσι φίλου ἀπὸ πατρὸς ἁμαρτὼν / Ἀστυάναξ || τώρα όμως που έχασε τον πατέρα του, τον περιμένουν βάσανα πολλά τον Αστυάνακτα.

ΟΜ Οδ 5.465 ὤ μοι ἐγώ τί πάθω; τί νύ μοι μήκιστα γένηται; || αλίμονό μου, τι θα μου συμβεί; Τί θα απογίνω τελικά;

ΑΙΣΧ Επτ 297 τί γένωμαι; || τι θα απογίνω;

ΑΡΙΣΤΟΦ Πλ 603 τί πάθω τλήμων; || Τι θα απογίνω ο δύστυχος;

§3.116. Στις δευτερεύουσες προτάσεις, αντιθέτως, η χρήση της υποτακτικής του προσδοκώμενου (κατά κανόνα με το μόριο ἂν) είναι πολύ συνηθισμένη. Ειδικότερα, με υποτακτική του προσδοκώμενου εκφέρονται χρονικές, υποθετικές, εναντιωματικές και αναφορικές προτάσεις· επίσης, τελικές που εισάγονται με τους συνδέσμους ὅπως και ὡς, αν και σε αυτές η υποτακτική του προσδοκώμενου συχνά έχει αντικατασταθεί από οριστική μέλλοντα· σπάνια είναι στον Όμηρο η χρήση της υποτακτικής του προσδοκώμενου σε πλάγιες ερωτήσεις, ενώ στην αττική διάλεκτο τα παραδείγματα είναι ελάχιστα.

ΛΥΣ 28.16 ἔτι δέ, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ἐὰν αὐτῶν ἀποψηφίσησθε, οὐδεμίαν ὑμῖν εἴσονται χάριν || επιπλέον, Αθηναίοι, αν τους αθωώσετε, δεν θα σας χρωστούν καμιά ευγνωμοσύνη.

ΞΕΝ ΚΑναβ 3.2.10 οἵπερ (=οἱ θεοὶ) ἱκανοί εἰσι καὶ τοὺς μεγάλους ταχὺ μικροὺς ποιεῖν καὶ τοὺς μικροὺς κἂν ἐν δεινοῖς ὦσι σῴζειν εὐπετῶς, ὅταν βούλωνται || οι οποίοι (θεοί) έχουν τη δύναμη και τους μεγάλους να τους κάνουν γρήγορα μικρούς και τους μικρούς, ακόμη κι όταν βρίσκονται μέσα σε μεγάλους κινδύνους, εύκολα να τους σώζουν, όταν θέλουν.

ΞΕΝ ΚΠαιδ 1.2.7 κολάζουσι δὲ καὶ ὃν ἂν ἀδίκως ἐγκαλοῦντα εὑρίσκωσι || τιμωρούν επίσης και όποιον ανακαλύψουν ότι κατηγορεί άλλους άδικα.

ΘΟΥΚ 2.52.3 ὑπερβιαζομένου γὰρ τοῦ κακοῦ οἱ ἄνθρωποι, οὐκ ἔχοντες ὅτι γένωνται, ἐς ὀλιγωρίαν ἐτράποντο καὶ ἱερῶν καὶ ὁσίων ὁμοίως || γιατί όταν παράγινε το κακό, οι άνθρωποι μην ξέροντας πια τι θ’ απογίνουν, άρχισαν να αδιαφορούν για τα θεία και τις θρησκευτικές απαγορεύσεις.

ΛΥΚ Λεωκ 86 φασὶ γοῦν τὸν Κόδρον […] λαβόντα πτωχικὴν στολὴν ὅπως ἂν ἀπατήσῃ τοὺς πολεμίους, κατὰ τὰς πύλας ὑποδύντα φρύγανα συλλέγειν πρὸ τῆς πόλεως || διηγούνται, λοιπόν, ότι ο Κόδρος, αφού φόρεσε φτωχικά ρούχα, για να εξαπατήσει τους εχθρούς, βγήκε κρυφά έξω από τις πύλες και μάζευε φρύγανα μπροστά στην πόλη.

Βουλητική Υποτακτική

§3.117. Η βουλητική υποτακτική στις ανεξάρτητες προτάσεις δηλώνει (α) προτροπή ή αποτροπή (προτρεπτική ή αποτρεπτική υποτακτική), (β) απαγόρευση (απαγορευτική υποτακτική), (γ) ενδοιασμό και (δ) αμηχανία και απορία (απορηματική υποτακτική).
Προτρεπτική ή αποτρεπτική υποτακτική. Δηλώνει προτροπή ή αποτροπή για την εκτέλεση μιας πράξης και βρίσκεται μόνο σε πρώτο πρόσωπο, ενικό ή πληθυντικό, ενώ για τα υπόλοιπα πρόσωπα χρησιμοποιείται η προστακτική.

ΞΕΝ Ελλ 7.1.30 ἀποδῶμεν τοῖς ἐπιγιγνομένοις τὴν πατρίδα οἵανπερ παρὰ τῶν πατέρων παρελάβομεν || ας παραδώσουμε στους απογόνους μας την πατρίδα τέτοια που την παραλάβαμε από τους πατέρες μας.

ΞΕΝ ΚΠαιδ 6.4.16 ἴωμεν δή, ὦ ἄνδρες, ἐπὶ τοὺς πολεμίους || ας επιτεθούμε, λοιπόν, άνδρες, στους εχθρούς.

ΙΣΟΚΡ 6.108 παρακαλέσαντες οὖν ἀλλήλους ἀποδῶμεν τὰ τροφεῖα τῇ πατρίδι, καὶ μὴ περιίδωμεν ὑβρισθεῖσαν τὴν Λακεδαίμονα καὶ καταφρονηθεῖσαν, μηδὲ ψευσθῆναι ποιήσωμεν τῶν ἐλπίδων τοὺς εὔνους ἡμῖν ὄντας, μηδὲ περὶ πλείονος φανῶμεν ποιούμενοι τὸ ζῆν τοῦ παρὰ πᾶσιν ἀνθρώποις εὐδοκιμεῖν || ενθαρρύνοντας, λοιπόν, ο ένας τον άλλον, ας ανταποδώσουμε στην πατρίδα μας τα τροφεία κι ας μην αφήσουμε να εξευτελιστεί και να περιφρονηθεί η Σπάρτη· ας μη διαψεύσουμε τις ελπίδες όσων μας συμπαθούν κι ας μη δείξουμε ότι δίνουμε μεγαλύτερη σημασία στη ζωή μας απ’ ό,τι στο να μας δοξάζει όλος ο κόσμος.
Πολλές φορές προτάσσονται της συγκεκριμένης υποτακτικής οι προστακτικές ἄγε, ἴθι, φέρε κ.ά., οι οποίες έχουν καταντήσεις προτρεπτικά μόρια.

ΞΕΝ ΚΠαιδ 5.5.15 ἄγε τοίνυν, ἔφη ὁ Κῦρος, σκοπῶμεν τὰ ἐμοὶ πεπραγμένα πάντα καθ’ ἓν ἕκαστον || εμπρός, είπε ο Κύρος, ας εξετάσουμε μία μία όλες τις πράξεις μου.

ΞΕΝ Απομν 1.6.4 ἴθι οὖν ἐπισκεψώμεθα τί χαλεπὸν ᾔσθησαι τοῦ ἐμοῦ βίου || εμπρός, λοιπόν, ας εξετάσουμε τι δυσάρεστο έχεις εντοπίσει στον τρόπο ζωής μου.

ΠΛ Θεαιτ 151e ἀλλὰ φέρε δὴ αὐτὸ κοινῇ σκεψώμεθα, γόνιμον ἢ ἀνεμιαῖον τυγχάνει ὄν || έλα τώρα, ας εξετάσουμε μαζί αν αυτό που είπες είναι γόνιμος λόγος ή αερολογία.

§3.118. Απαγορευτική υποτακτική. Δηλώνει απαγόρευση και τίθεται πάντοτε σε δεύτερο ή τρίτο πρόσωπο. Συνοδεύεται πάντοτε από άρνηση μή.

ΔΗΜ 19.182 εἰ δὲ πρεσβευτὴς ὢν ἐπὶ χρήμασιν ἐπίτηδες ἐξηπάτηκεν ὑμᾶς, μὴ ἀφῆτε, μηδ’ ἀνάσχησθ’ ὡς οὐ δεῖ δίκην ὧν εἶπεν ὑποσχεῖν || εάν όμως όντας πρεσβευτής σας εξαπάτησε σκόπιμα παίρνοντας χρήματα, μην τον αθωώσετε και μην ανεχθείτε το επιχείρημά του, ότι δεν πρέπει να τιμωρηθεί για όσα είπε.

ΙΣΟΚΡ 14.62 μὴ τοίνυν ἐάσητε ταύτας τὰς βλασφημίας περὶ τὴν ὑμετέραν γενέσθαι πόλιν || μην αφήσετε, λοιπόν, να εκτοξευθούν ενάντια στην πόλη σας αυτές οι προσβολές.

ΥΠΕΡ 6.15 καὶ μηδεὶς ὑπολάβῃ με τῶν ἄλλων πολιτῶν μηδένα λόγον ποιεῖσθαι, ἀλλὰ Λεωσθένη μόνον ἐγκωμιάζειν || και κανείς ας μην θεωρήσει ότι παραβλέπω τους υπόλοιπους πολίτες και εγκωμιάζω μόνο τον Λεωσθένη.

§3.119. Η βουλητική υποτακτική σε ανεξάρτητη πρόταση μπορεί να δηλώνει ενδοιασμό και ανησυχία μήπως ισχύει κάτι. Τότε βρίσκεται σε χρόνο ενεστώτα και εισάγεται με το μή (άρνηση μὴ οὐ). Ο ισχυρισμός αυτός που διατυπώνεται με επιφύλαξη συνοδεύεται συχνά από ειρωνεία.

ΠΛ Παρμ 134e ἀλλὰ μὴ λίαν, ἔφη, θαυμαστὸς ὁ λόγος || φοβάμαι όμως, είπε, μήπως ο λόγος μας είναι πολύ παράδοξος.

ΠΛ Μεν 94b ἀγαθοὺς δὲ ἄρα ἄνδρας οὐκ ἐβούλετο ποιῆσαι; δοκῶ μέν, ἐβούλετο, ἀλλὰ μὴ οὐκ ᾖ διδακτόν || αγαθούς άνδρες δεν ήθελε άραγε να τους κάνει; Εγώ, νομίζω, ήθελε, σκέφτομαι όμως μήπως η αρετή δεν είναι κάτι που μπορεί να διδαχτεί.

ΠΛ Λυσ 209a μὴ οὐ τοῦτό σε͵ ὦ παῖ Δημοκράτους͵ κωλύῃ || φοβάμαι, γιε του Δημοκράτη, μήπως δεν είναι αυτό που σε εμποδίζει / υποψιάζομαι ότι μάλλον δεν είναι αυτό που σε εμποδίζει.
Όταν όμως προτάσσεται άρνηση πριν από τις παραπάνω προτάσεις (δηλ. οὐ μή), τότε η επιφύλαξη αίρεται και δηλώνεται βέβαιος αρνητικός ισχυρισμός.

ΘΟΥΚ 4.95.2 καὶ ἢν νικήσωμεν͵ οὐ μή ποτε ὑμῖν Πελοποννήσιοι ἐς τὴν χώραν ἄνευ τῆς τῶνδε ἵππου ἐσβάλωσιν || κι αν νικήσουμε (εδώ στη Βοιωτία), οι Πελοποννήσιοι χωρίς το ιππικό αυτών εδώ (=των Βοιωτών) ποτέ δεν θα εισβάλουν στην χώρα μας.

ΞΕΝ ΚΑναβ 4.8.13 ἤν τε εἷς πῃ δυνηθῇ τῶν λόχων ἐπὶ τὸ ἄκρον ἀναβῆναι͵ οὐδεὶς μηκέτι μείνῃ τῶν πολεμίων || κι αν ένας από τους λόχους καταφέρει να ανεβεί στην κορυφή, τότε πια κανείς από τους εχθρούς δεν θα μείνει εκεί για να αντισταθεί.

ΔΗΜ 4.44 ἂν μέντοι καθώμεθ΄ οἴκοι͵ λοιδορουμένων ἀκούοντες καὶ αἰτιωμένων ἀλλήλους τῶν λεγόντων͵ οὐδέποτ΄ οὐδὲν ἡμῖν μὴ γένηται τῶν δεόντων || αν όμως καθόμαστε στην πατρίδα, ακούγοντας τους ρήτορες να βρίζουν και να κατηγορούν ο ένας τον άλλον, τότε σίγουρα τίποτα δεν θα γίνει από όσα πρέπει.
Συχνά όμως στη θέση υποτακτικής ενεστώτα ή αορίστου υπάρχει οριστική μέλλοντα.

ΑΙΣΧΙΝ 3.177 τοὺς μὲν γὰρ πονηροὺς οὐ μή ποτε βελτίους ποιήσετε || γιατί έτσι τους κακούς πολίτες ποτέ δεν θα τους κάνετε καλύτερους.

§3.120. Απορηματική υποτακτική. Βρίσκεται στις ευθείες και πλάγιες ερωτήσεις και δηλώνει αμηχανία, απορία, αμφιβολία ή έκπληξη.

ΠΛ Συμπ 212e μεθύοντα ἄνδρα πάνυ σφόδρα δέξεσθε συμπότην, ἢ ἀπίωμεν ἀναδήσαντες μόνον Ἀγάθωνα, ἐφ’ ᾧπερ ἤλθομεν; || θα δεχθείτε για συμπότη σας έναν άνθρωπο τύφλα στο μεθύσι ή να φύγουμε, αφού στεφανώσουμε τον Αγάθωνα, πράγμα για το οποίο ήρθαμε.

ΠΛ Μεν 80b ἀληθῶς γὰρ ἔγωγε καὶ τὴν ψυχὴν καὶ τὸ στόμα ναρκῶ, καὶ οὐκ ἔχω ὅτι ἀποκρίνωμαί σοι || γιατί πραγματικά έχει ναρκωθεί η ψυχή και το στόμα μου και δεν ξέρω τι να σου απαντήσω.
Συχνά η απορηματική υποτακτική στις ευθείες ερωτήσεις συνοδεύεται από τα βούλει, βούλεσθε, θέλεις, θέλετε.

§3.121. Πέρα από τις πλάγιες ερωτήσεις, με βουλητική υποτακτική εκφέρονται και άλλες δευτερεύουσες προτάσεις: οι τελικές και οι ενδοιαστικές.

ΕΥΚΤΙΚΗ

§3.122. Η ευκτική είναι η έγκλιση που δηλώνει μια απλή υποκειμενική σκέψη, η οποία εκδηλώνεται ως ευχή (ευχετική ευκτική) ή ως δυνατότητα να πραγματοοποιηθεί κάτι στο παρόν ή στο μέλλον (δυνητική ευκτική). Μια τρίτη βασική λειτουργία της ευκτικής είναι η χρήση της στον πλάγιο λόγο μετά από ιστορικό χρόνο στη θέση της απλής οριστικής ή της υποτακτικής (ευκτική του πλαγίου λόγου).

§3.123. Ευχετική ευκτική. Εκφράζει ευχή ή κατάρα η οποία μπορεί να εκπληρωθεί στο μέλλον. Διαφέρει έτσι από την ευχετική οριστική, η οποία εκφράζει ευχή ανεκπλήρωτη στο παρελθόν (αν και αρχικά η ευχετική ευκτική δήλωνε και ευχή ανεκπλήρωτη στο παρελθόν, όπως φαίνεται από παραδείγματα στον Όμηρο).
Πριν από την ευχετική ευκτική προτάσσονται συνήθως τα μόρια εἴθε, εἰ γάρ.

§3.124. Στο β’ και γ’ πρόσωπο η ευχετική ευκτική χρησιμοποιείται για να δηλώσει ευγενική προτροπή ή παραχώρηση.

§3.125. Με ευχετική ευκτική εκφέρονται και δευτερεύουσες αναφορικές, τελικές και σπάνια ενδοιαστικές προτάσεις.

§3.126. Η δυνητική ευκτική (ευκτική με το δυνητικό μόριο ἄν) δηλώνει το δυνατό να πραγματοποιηθεί στο παρόν και στο μέλλον.
Η δυνητική ευκτική, κυρίως στον Όμηρο, μπορεί να εκφέρεται και χωρίς το δυνητικό μόριο ἄν.

§3.127. Με δυνητική ευκτική επίσης εκφράζεται:
(α) κάτι το πιθανό (ισοδυναμεί με μέλλοντα)
(β) γνώμη διατυπωμένη με μετριοπάθεια
(γ) ευγενική προσταγή

§3.128. Με δυνητική ευκτική μπορούν να εκφέρονται όλες οι δευτερεύουσες προτάσεις κρίσεως, ενώ στις υποθετικές, εναντιωματικές και αναφορικοϋποθετικές, η δυνητική ευκτική δεν συνοδεύεται από το δυνητικό μόριο.

§3.129. Το δυνητικό μόριο ἂν τίθεται κανονικά μετά το ρήμα στο οποίο ανήκει. Αν όμως στην πρόταση υπάρχει άρνηση ή κάποια αντωνυμία ή επίρρημα ή άλλη λέξη στην οποία δίνεται έμφαση, τότε το δυνητικό μόριο τίθεται μετά από αυτή τη λέξη.

§3.130. Σε δευτερεύουσες προτάσεις η ευκτική τίθεται συχνά στη θέση της απλής οριστικής ή της υποτακτικής, όταν στην κύρια πρόταση υπάρχει ιστορικός χρόνος. Η ευκτική αυτή ονομάζεται ευκτική του πλαγίου λόγου. (Η ευκτική του μέλλοντα χρησιμοποιείται μόνο ως ευκτική του πλαγίου λόγου).

§3.131. Η επαναληπτική ευκτική, η οποία συναντάται σε υποθετικές, χρονικές, και αναφορικές προτάσεις, και δηλώνει το επαναλαμβανόμενο στο παρελθόν, ανήκει ουσιαστικά στην κατηγορία της ευκτικής του πλαγίου λόγου, αφού στην κύρια πρόταση υπάρχει πάντοτε ιστορικός χρόνος. Η συγκεκριμένη ευκτική δεν δηλώνει επανάληψη από μόνη της, αλλά χάρη στα συμφραζόμενα στα οποία βρίσκεται.

ΠΡΟΣΤΑΚΤΙΚΗ

§3.132. Η προστακτική δηλώνει την απαίτηση του υποκειμένου να κάνει κάποιος κάτι. Ειδικότερα η προστακρική δηλώνει
(α) προσταγή ή απαγόρευση
(β) προτροπή, αποτροπή ή παραίνεση
(γ) συγκατάθεση ή παραχώρηση
(δ) παράκληση, ευχή ή κατάρα

§3.133. Στις ηπιότερες μορφές προσταγής προτιμούνται αντί της προστακτικής, η προτρεπτική, αποτρεπτική και απαγορευτική υποτακτική και η ευχετική ή δυνητική ευκτική (βλ. §3.117., §3.118., §3.124., §3.127.).

§3.134. Από τις δευτερεύουσες προτάσεις μόνο οι αναφορικές μπορούν να εκφέρονται με προστακτική είναι οι αναφορικές.

Πηγή :http://www.greek-language.gr/greekLang/ancient_greek/tools/composition/page_033.html

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/3191

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση