Κατηγορία: Γλωσσολογικά Θέματα

Πώς εμπλουτίζουμε το λεξιλόγιο των μαθητών μας;

Συχνά η μαθητιώσα νεολαία κατηγορείται για λεξιπενία, δηλαδή για χρησιμοποίηση πολύ περιορισμένου αριθμού λέξεων και εκφραστικών μέσων στην επικοινωνία της (προφορική και γραπτή), κυρίως λόγω άγνοιας.

Ευθύνη του σχολείου είναι η προσφορά γλωσσικής παιδείας και ο εμπλουτισμός του γλωσσικού κώδικά των μαθητών /τριών για να συνειδητοποιήσουν αυτά που ασυνείδητα κάνουν και για να μάθουν να κατανοούν και να παράγουν σωστό προφορικό και γραπτό λόγο. Η ευθύνη βαραίνει το εκπαιδευτικό μας σύστημα και αυτούς που καλούνται να υλοποιήσουν την επίσημη γλωσσική πολιτική, δηλαδή όλους τους διδάσκοντες και όχι μόνο τους φιλολόγους, οι οποίοι βεβαίως καλούνται συστηματικά και στοχευμένα να διδάσκουν την άριστη γνώση της κοινής νεοελληνικής γλώσσας και να καλλιεργήσουν τον γραμματισμό σε όλες του τις μορφές και σε όλα τα στάδια ανάπτυξής του, σε διάφορα περιβάλλοντα και καταστάσεις επικοινωνίας. Η γλωσσική ανάπτυξη βρίσκεται σε αλληλεπίδραση παραγόντων οι οποίοι ενυπάρχουν στο παιδί, αλλά ενυπάρχουν και στο περιβάλλον εντός του οποίο αυτό αναπτύσσεται, αφού συνεχώς βομβαρδίζεται με ποικίλα γλωσσικά ερεθίσματα. Η σύγχρονη Διδακτική της Γλώσσας πρεσβεύει ότι άμεσος σκοπός της είναι η ανάπτυξη γλωσσικών και επικοινωνιακών ικανοτήτων.

Σημαντικό στοιχείο της διδακτικής της γλώσσας και παροχής γλωσσικής παιδείας αποτελεί, μεταξύ άλλων, και η κατάκτηση πλούσιου λεξιλογίου, που αποτελεί μια βασική συνιστώσα για βαθύτερη κατανόηση του γλωσσικού φαινομένου. Η ταχύτατη πρόοδος της γλωσσικής επιστήμης και η συνακόλουθη δημιουργία του κλάδου της εφαρμοσμένης γλωσσολογίας οδήγησαν στην ανάδειξη της μεγάλης σημασίας και αξίας του λεξιλογίου, που άρχισε να προσλαμβάνει τη δέουσα θέση στον τομέα της γλωσσικής διδασκαλίας και της διδακτικής παρέμβασης.

Αν θεωρήσουμε ότι η γλώσσα είναι δομημένες λέξεις και τα κείμενα ένα συνεκτικό
σύνολο λέξεων και συγχρόνως ένα μήνυμα πέρα από τις λέξεις, κατανοούμε τη σημασία της κατάκτησης του λεξιλογίου της ελληνικής γλώσσας. Οι λέξεις εγγράφονται και συλλειτουργούν στο πλαίσιο μιας πολύπλοκης και πολυσύνθετης δομής, που χαρακτηρίζεται από υψηλού βαθμού οργάνωση. Η γνώση των λέξεων συνιστά ένα πολύπλοκο φαινόμενο, το οποίο εκτείνεται σε τρεις διαστάσεις: τη μορφή, τη σημασία, τη χρήση.

Και τι σημαίνει ο μαθητής μαθαίνει κάποιες ΄΄άγνωστες΄΄ λέξεις στα πλαίσια των μαθημάτων του; Σημαίνει πως μαθαίνει την ορθογραφία τους, την προφορά τους, τη σημασία τους, τη χρήση των διαφόρων σημασιών τους, αναγνωρίζει και χρησιμοποιεί συνώνυμα και αντώνυμά τους, αναγνωρίζει και χρησιμοποιεί συνεκφορές, τις συντακτικές τους λειτουργίες κ.ά.

Οι διδάσκοντες μπορούν να εφαρμόσουν κάποιες καλές στρατηγικές διδασκαλίας /μάθησης νέου λεξιλογίου, κατά τη μαθησιακή διαδικασία. Ενδεικτικά αναφέρουμε τα ακόλουθα:

Οι διδάσκοντες:

Να επιλέγουν το μάξιμουμ 8 -10 νέες λέξεις για να τις διδάσκουν στο πλαίσιο του μαθήματός τους (αυτό υποδεικνύουν οι ειδικοί επί του θέματος).

Να ενθαρρύνουν τους μαθητές να προσπαθούν να κατανοούν τις άγνωστές τους λέξεις από τα συμφραζόμενα.

Να κατανοούν τη σημασία της άγνωστης λέξης επιχειρώντας δομική ανάλυσή της (πρόθημα, ετυμολογία της ρίζας, κατάληξη).

Να αντλούν πληροφορίες για κατανόηση της σημασίας άγνωστων λέξεων από τους συνομιλητές και γενικά από το καταστασιακό περιβάλλον.

Να ολοκληρώνουν τη διδασκαλία μιας λέξης με αναφορά, ανάλογα με την περίσταση και τα εκάστοτε δεδομένα, σε συνώνυμες, αντώνυμες, υπερώνυμες /υπώνυμες, με όσες ανήκουν στην ίδια ετυμολογική οικογένεια ή στην ίδια γραμματική κατηγορία.

Να συνδέουν ειδικές περιστάσεις επικοινωνίας με τη χρήση συγκεκριμένων λέξεων /φράσεων.

Να εμπλουτίζουν το λεξιλόγιο των μαθητών με νέες λέξεις και νέες συνεκφορές, διδάσκοντας με επικοινωνιακό τρόπο στηριζόμενοι σε αυθεντικά κείμενα και με στοχευμένες, ποικίλες γλωσσικές δραστηριότητες που προάγουν τη δημιουργικότητα και την κριτική σκέψη.

Να εντάσσει λειτουργικά τις νέες λέξεις στη διαδικασία της μάθησης και να τις χρησιμοποιεί σε ποικίλες περιστάσεις (στη συζήτηση, στην κατ΄ οίκον εργασία κτλ.), επανερχόμενος σ΄ αυτές κατά καιρούς.

Να ασκούν τους μαθητές στη χρήση λεξικών (έντυπων και ηλεκτρονικών).

Για να είναι αποτελεσματική η χρήση των προαναφερθέντων στρατηγικών, πρέπει αυτές να είναι συμβατές με το μαθησιακό ύφος του κάθε μαθητή, δηλαδή να ανταποκρίνεται στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά με τα οποία προσεγγίζει τη μάθηση και αντιδρά στο μαθησιακό περιβάλλον (π.χ. εργάζεται ομαδικά ή κατά μόνας, λειτουργεί με επαγωγικό ή παραγωγικό τρόπο). Κάποιες από της στρατηγικές διδασκαλίας του λεξιλογίου χρησιμοποιούνται από τον διδάσκοντα, κάποιες χρησιμοποιούνται από τους μαθητές (και διά βίου). Σημειώνουμε ότι απαιτείται ο κατάλληλος συνδυασμός κάποιων στρατηγικών, για να επιτύχει τους στόχους του ο διδάσκων και μάλιστα μέσα στον πεπερασμένο διδακτικό χρόνο που έχει, αφού καμιά στρατηγική από μόνη της δεν οδηγεί στην κατάκτηση λεξιλογίου.

Οι μαθητές θα συνειδητοποιήσουν ότι το ταξίδι κατάκτησης της ελληνικής γλώσσας είναι γοητευτικό και ατέρμον, γεμάτο προκλήσεις για συνεχή διανοητική και γλωσσική πάλη, που επιφυλάσσει και ευχάριστες εκπλήξεις! Θα κατανοήσουν ότι η γλώσσα δεν είναι μόνο εργαλείο επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων, αλλά αξία, στοιχείο της ταυτότητας και του πολιτισμού τους. Θα συλλάβουν την ιδιαιτερότητα της ελληνικής γλώσσας και την οικουμενικότητά της, αφού κείμενα Ελλήνων στοχαστών και επιστημόνων, ανεπανάληπτα σε σύλληψη, πρωτοτυπία, βάθος και πλούτο ιδεών, επέδρασαν λαούς και πολιτισμούς και γλωσσικά. Να βοηθήσουμε τους μαθητές μας να κατανοήσουν ότι οι λέξεις κουβαλούν ιστορία αιώνων και τις ιστορικές περιπέτειες του έθνους μας.. Θα απολαύσουν την αισθητική του ελληνικού λόγου, θα θαυμάσουν την οικονομία του. Συνάμα θα κατανοήσουν ότι η ελληνική γλώσσα αποτελεί μοναδικό παράδειγμα γλώσσας με αδιάσπαστη ιστορική συνέχεια και με τέτοια δομική και λεξιλογική συνοχή που μας επιτρέπει να μιλάμε για μια ενιαία ελληνική γλώσσα από την αρχαιότητα έως σήμερα. Θα διαπιστώσουν ότι πάμπολλες ελληνικές λέξεις, ρίζες και σχηματιστικά στοιχεία της ελληνικής γλώσσας συναντώνται στη διεθνή επιστημονική ορολογία και χρησιμοποιούνται για να εκφράσουν υψηλά νοήματα ή για να δημιουργηθούν νέες λέξεις.

Οι ειδικοί ερευνητές αναφέρουν ότι το λεξιλόγιο απαρτίζεται κατά μεγάλο μέρος από συνδυασμούς λέξεων που αποθηκεύονται στο ΄΄νοητικό΄΄ λεξικό του ανθρώπου και χρησιμοποιούνται στην πράξη ως σύνολα. Η διδασκαλία νέων λέξεων πρέπει να εστιάζει σε λεξιλογικές συνάψεις, ώστε να ενδυναμώνεται η λεξιλογική ικανότητα των μαθητών και σταδιακά να σμικρύνεται η λεξιλογική τους ανεπάρκεια. Σταδιακά οι μαθητές θα απελευθερωθούν και θα μάθουν να σκέφτονται και να εκφράζουν σύνθετες σκέψεις με σαφήνεια, ακρίβεια και τρόπο απλό και γενικά να επικοινωνούν πιο αποτελεσματικά.

Τονίζουμε εμφαντικά ότι η καλλιέργεια της γλώσσας δεν περιορίζεται στα στενά όρια της συστηματικής γλωσσικής διδασκαλίας, αλλά απλώνεται, διαπερνά και διαποτίζει τη διδασκαλία κάθε γνωστικού αντικειμένου.

ΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΚΟΥΜΑ

Επιθεωρήτρια Φιλολογικών Μαθημάτων

(Από την «Εκπαιδευτική Αλλαγή»)

Πηγή: paideia-news.com/

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/2785

Πάθη Φωνηέντων

pathi fonienton

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/2740

Ορθογραφία

Ορθογραφία

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/2477

Πότε εξελίχθηκε η γλώσσα;

Παρ’ ότι το χάρισμα του λόγου δεν το διέθετε μόνο ο σύγχρονος άνθρωπος αλλά και οι πρόγονοί του, η μετάδοση πολύπλοκων ιδεών φαίνεται ότι αποτελεί προνόμιο μόνο του Homo sapiens
Πότε εξελίχθηκε η γλώσσα;


Χωρίς τη γλώσσα θα παλεύαμε να ανταλλάξουμε ιδέες ή να επηρεάσουμε τις συμπεριφορές των άλλων ανθρώπων. Η ανθρώπινη κοινωνία όπως την ξέρουμε δεν θα υπήρχε. Η αρχή αυτής και μόνο της δεξιότητας αποτέλεσε σημείο-σταθμό στην ιστορία μας, ωστόσο το πότε ακριβώς πήρε σάρκα και οστά η συγκεκριμένη κατάκτηση του ανθρώπου είναι εξαιρετικά δύσκολο να προσδιοριστεί.


Δεν είμαστε οι μόνοι…
Γνωρίζουμε ότι ο Homo sapiens δεν ήταν ο μόνος που είχε την ικανότητα του λόγου. Οι Νεάντερταλ, οι οποίοι εμφανίστηκαν πριν από περίπου 230.000 χρόνια, διέθεταν τις νευρικές συνδέσεις με τη γλώσσα, το διάφραγμα και τους μυς του στέρνου που είναι απαραίτητες για την άρθρωση πολύπλοκων ήχων και για τον έλεγχο της αναπνοής, ο οποίος επιτρέπει την εκφορά του λόγου. Τα στοιχεία που μαρτυρούν κάτι τέτοιο εξάγονται από το μέγεθος των οπών στο κρανίο και στους σπονδύλους μέσα από τις οποίες περνούν τα νεύρα που υπηρετούν αυτές τις περιοχές. Επιπλέον οι Νεάντερταλ έφεραν την ανθρώπινη παραλλαγή του γονιδίου FOXP2, το οποίο είναι σημαντικό για τον σχηματισμό των πολύπλοκων αναμνήσεων που εμπλέκονται στον λόγο.
Υποθέτοντας ότι αυτή η παραλλαγή εμφανίστηκε μόνο μία φορά, ο λόγος προηγήθηκε του διαχωρισμού της εξελικτικής γραμμής του ανθρώπου και του Νεάντερταλ πριν από περίπου 500.000 χρόνια.
Πράγματι φαίνεται ότι ο Homo heidelbergensis διέθετε ήδη το χάρισμα της… φλυαρίας πριν από 600.000 χρόνια, όταν πρωτοεμφανίστηκε στην Ευρώπη. Απολιθώματα δείχνουν ότι το συγκεκριμένο είδος είχε χάσει ένα όργανο που έμοιαζε με μπαλόνι και ήταν συνδεδεμένο με τον λάρυγγα, το οποίο επιτρέπει σε άλλα πρωτεύοντα να παράγουν δυνατούς, βαθείς ήχους ώστε να εντυπωσιάζουν τους αντιπάλους τους. «Αυτό είναι ένα μεγάλο μειονέκτημα – δεν μπορεί αυτή η ικανότητα να χάθηκε για το τίποτα» λέει ο Μπαρτ ντε Μπερ από το Πανεπιστήμιο του Αμστερνταμ στην Ολλανδία. Τα μοντέλα του μαρτυρούν ότι αυτού του είδους τα όργανα-μπαλόνια δεν θα έκαναν διακριτές τις διαφορές μεταξύ των φωνηέντων, με αποτέλεσμα να καθίσταται δύσκολη η άρθρωσή τους.


Λόγος 1,6 εκατομμυρίων ετών
Για τους παλαιότερους ακόμη προγόνους μας το αρχείο των απολιθωμάτων δεν μας… λέει και πολλά. Ωστόσο ο Ρόμπιν Ντάνμπαρ από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης σημειώνει ότι το πιο πρόσφατο ανθρωποειδές το οποίο φαίνεται να είχε νευρικές συνάψεις όπως αυτές των πιθήκων στο διάφραγμα και στο στέρνο είναι 1,6 εκατομμυρίων ετών – το γεγονός αυτό μαρτυρεί ότι ο λόγος «γεννήθηκε» κάποια στιγμή μεταξύ 1,6 εκατομμυρίων και 600.000 ετών πριν.
Τα πράγματα περιπλέκονται ακόμη περισσότερο αν αναλογιστούμε ότι η γλώσσα ίσως ξεκίνησε να εκφράζεται με κινήσεις των χεριών προτού εκφραστεί με ήχους. Αν είναι έτσι τα πράγματα, τότε τα ανθρωποειδή ίσως συζητούσαν στη… νοηματική πολύ προτού οι ανατομικές προσαρμογές που είναι απαραίτητες για τον λόγο αφήσουν τα σημάδια τους στο αρχείο απολιθωμάτων.
Αλλά και η ερμηνεία των υπαρχόντων στοιχείων είναι προβληματική καθώς ακόμη και αν ένα ανθρωποειδές είναι ικανό να εκφέρει λόγο, αυτό δεν σημαίνει ότι μπορεί και να κάνει μια συζήτηση με νόημα. Ο Ντάνμπαρ υποστηρίζει ότι η φωνή των ανθρωποειδών εξυπηρετούσε το… τραγούδι γύρω από τη φωτιά. Οπως συμβαίνει με το κελάηδισμα των πουλιών, το τραγούδι των ανθρωποειδών πιθανότατα δεν μετέδιδε συγκεκριμένες πληροφορίες, ωστόσο αυτή η δραστηριότητα ήταν πολύ σημαντική για το δέσιμο της ομάδας.
Ωστόσο ο Κρις Στρίνγκερ από το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Λονδίνου υπογραμμίζει ότι τόσο ο Homo heidelbergensis όσο και οι Νεάντερταλ κατασκεύαζαν πολύπλοκα εργαλεία και κυνηγούσαν επικίνδυνα ζώα – οι δραστηριότητες αυτές θα ήταν πολύ δύσκολο να συντονιστούν χωρίς να υπάρχει έστω και κάποια πρωτόγονη μορφή γλώσσας.
Αδιαμφισβήτητα στοιχεία για την ύπαρξη λόγου ο οποίος χρησιμοποιείται για τη μετάδοση πολύπλοκων ιδεών εμφανίζονται μόνο με την κουλτούρα και τον συμβολισμό που συνδέονται με τον Homo sapiens. Οι πρώτες λέξεις, όποτε και αν εκστομίστηκαν, πυροδότησαν μια σειρά γεγονότα που άλλαξαν τις σχέσεις μας, την κοινωνία, την τεχνολογία, ακόμη και τον τρόπο που σκεφτόμαστε.

Πηγή : http://www.tovima.gr/science/article/?aid=471173

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/2308

Γιατί πρέπει να πείτε ΟΧΙ στα greeklish…

Τί είναι τα greeklish…

Τα greeklish (Γκρίκλις), από τις λέξεις greek (ελληνικά) και english (αγγλικά), γνωστά και ως grenglish, λατινοελληνικά ή…φραγκολεβαντίνικα, είναι η ελληνική γλώσσα γραμμένη με το λατινικό αλφάβητο. Είναι ένα είδος μεταγραφής.

Γιατί πρέπει να πείτε ΟΧΙ στα greeklish...

Η χρήση των greeklish

Τα greeklish χρησιμοποιούνται στο διαδίκτυο όταν Έλληνες επικοινωνούν μέσω email, IRC ή instant messaging. Επίσης χρησιμοποιούνται πολλές φορές σε μηνύματα τύπου SMS, καθώς και μεταξύ Ελλήνων που ζουν καιρό σε αγγλόφωνες χώρες.

Στο παρελθόν ήταν δύσκολη η αναγνώριση των ελληνικών χαρακτήρων από υπολογιστές, γιατί δεν παρείχαν ανάλογη υποστήριξη όλα τα υπολογιστικά συστήματα. Για να μπορέσουν να επικοινωνήσουν οι Έλληνες χρήστες, είχαν να επιλέξουν μεταξύ δύο λύσεων: ή να χρησιμοποιήσουν τη γλώσσα του Internet, τα αγγλικά, ή να πλάσουν μια δική τους γλώσσα. Αυτό το δεύτερο έκαναν όσοι άρχισαν να γράφουν με τα greeklish.

Η ιστορία των greeklish

Τα greeklish δεν είναι ένα καινούργιο φαινόμενο που γεννήθηκε στο διαδίκτυο. Αντίθετα είναι μια πρακτική που εμφανίστηκε σε διάφορους τόπους και εποχές και εφαρμόστηκε από διάφορες ελληνικές κοινότητες με διαφορετικούς τρόπους.

Μια ιδέα για την προϊστορία της γραφής αυτής μας δίνει το παρακάτω απόσπασμα από κείμενο του Κώστα Καρθαίου το 1934:

«Υπάρχουν κείμενα της βυζαντινής εποχής γραμμένα με λατινικούς χαρακτήρες. Επίσης, στην Κρήτη και στην Κύπρο κατά τον Μεσαίωνα τα λαϊκά τραγούδια γράφονταν με λατινικούς χαρακτήρες. Αργότερα, από το 1800, πολλά ελληνικά βιβλία τυπώθηκαν στη Σμύρνη με λατινικούς χαρακτήρες. (…) Εξάλλου στη Σμύρνη έγινε απόπειρα να κυκλοφορήσει ελληνική εφημερίδα γραμμένη με λατινικούς χαρακτήρες. Οι Λεβαντίνοι της Σμύρνης, που μιλούσαν όλοι ελληνικά , αλλά δυσκολεύονταν να μάθουν την απελπιστική ορθογραφία μας, χρησιμοποιούσαν πάντα τους λατινικούς χαρακτήρες για να γράψουν τα ελληνικά. Αργότερα, τους μιμήθηκαν οι Χιώτες και άλλοι έμποροι του εξωτερικού που έγραφαν τα γράμματα και τα τηλεγραφήματά τους στα ελληνικά, αλλά με λατινικούς χαρακτήρες. Αυτή η φραγκοχιώτικη γλώσσα χρησιμοποιούνταν και από Ελληνες για να γράψουν σε άλλους Ελληνες που κατοικούσαν στη Σμύρνη, στο Λονδίνο ή αλλού. Αυτός ο τρόπος γραφής εξακολουθούσε να επιβιώνει πολύ αργότερα και τον συναντάμε αρκετά συχνά στα τηλεγραφήματα των Ελλήνων του εξωτερικού».

Γράφοντας τα παραπάνω, ο Καρθαίος στηρίζεται σε κείμενο του Φώτου Γιοφύλλη στο περιοδικό «Πρωτοπορία» το 1930. Ο Καρθαίος και ο Γιοφύλλης, μαζί με άλλους διανοουμένους της εποχής (Μένος Φιλήντας, Δημήτρης Γληνός, Νίκος Χατζηδάκης κ.ά.), έθεσαν ζήτημα μεταρρύθμισης της γραφής της ελληνικής γλώσσας. Ο Καρθαίος το διατυπώνει καθαρά:

« (…) ζητάμε να χρησιμοποιούνται αποκλειστικά οι λατινικοί χαρακτήρες για τη γραφή της νέας ελληνικής, που είναι η ζωντανή γλώσσα και που θέλουμε να την καταστήσουμε τη μοναδική γραπτή γλώσσα της χώρας μας. Θέλουμε λοιπόν να συμπέσει η αλλαγή του αλφαβήτου με την εισαγωγή της φωνητικής ορθογραφίας».

Τα κείμενα τους λησμονημένα από καιρό διασώζονται (μαζί με διάφορα παραδείγματα φωνητικής και λατινικής γραφής των ελληνικών) στον συλλογικό τόμο «Φωνητική Γραφή» που επιμελήθηκαν οι εκδόσεις Κάλβος το 1980.

Παράδειγμα πρώτο: Κείμενο του Φώτου Γιοφύλλη («Πρωτοπορία», 1930) με επιμέλεια μεταγραφής της έκδοσης «Φωνητική Γραφή». Τα γ, δ και θ με ελληνικούς χαρακτήρες.

«Telos, γia na min ta poliloγume, γiati tapame poles fores afta, prepi na parume to latiniko alfavito metariθmizontas to fθogoloγika kata tis anages pu ehi i γlosa mas. Etsi horis n’ agiksome tin orθografia tis arheas elinikis, pu poles tis lekses sozonde sti nea mas, benume sti horia ton politizmenon eθnon, ehume ta dieθnika γramata pu tahi olos o politismenos kosmos, ke pu ta piran tora teleftea ki i Turki».

Κάπου 70 χρόνια αργότερα τα φραγκοχιώτικα εμφανίζονται «με το ζόρι» στην ελληνική γλωσσική πραγματικότητα. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 Έλληνες της Ελλάδας και του εξωτερικού τα χρησιμοποιούν στην ηλεκτρονική επικοινωνία μέσω του Διαδικτύου: γράφουν προσωπικά μηνύματα, δημοσιεύουν ανακοινώσεις, συνεισφέρουν σε λίστες συζήτησης ή σε αρχεία με φοιτητικά ανέκδοτα.

Κάποιοι αναφέρουν ότι η πρώτη σύγχρονη χρήση των greeklish έγινε από την Ε.Μ.Υ., την ελληνική Εθνική Μετεωρολογική Υπηρεσία, πολλές δεκαετίες πριν και πολύ πριν την ευρεία χρήση του διαδικτύου.

Ακόμη και σήμερα (2008), όπου οι ελληνικοί χαρακτήρες είναι στάνταρ στις ιστοσελίδες και αυξανόμενα δυνατοί στα μηνύματα, η χρήση λατινικών χαρακτήρων μερικές φορές επιβάλλεται για τεχνικούς λόγους, καθώς αποστολέας και δέκτης του μηνύματος μπορεί να μη διαθέτουν κοινές προδιαγραφές ούτε μέσα στην Ελλάδα και πολύ περισσότερο ανάμεσα στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.

Οι ιδεολογίες της ορθογραφίας

Καθώς η μεταγραφή των greeklish δεν γίνεται με βάση διαδεδομένο πρότυπο, τα λατινογραμμένα ελληνικά χαρακτηρίζονται από μεγάλη ορθογραφική ποικιλία. Η χρήση έχει καθιερώσει τρεις βασικούς τρόπους μεταγραφής:

– Φωνητική μεταγραφή: αποδίδει την προφορική γλώσσα και απλοποιεί την ιστορική ελληνική ορθογραφία, π.χ. «ξέρω» ως «ksero» και «χάρη» ως «chari».

– Οπτική μεταγραφή: αυτή, σε αντίθεση με τη φωνητική, αντιγράφει κατά το δυνατό την ιστορική ορθογραφία. Γνώμονάς της είναι η μορφή των γραμμάτων, που οδηγεί σε κάπως ανορθόδοξες λύσεις, όπως στην απόδοση του «θ» ως «8» ή «0», του «ξ» ως «3», του «η» με το λατινικό «n» κ.τ.λ.

– Θεσιακή μεταγραφή: Βασίζεται στη θέση των χαρακτήρων στο πληκτρολόγιο και διαφέρει από το οπτικό σύστημα μόνο σε ορισμένα γράμματα· αποδίδει π.χ. το «ξ» με το λατινικό «j» αντί για «x» ή «3» που συνηθίζονται στο οπτικό σύστημα. Αντίθετα με ό,τι συχνά πιστεύεται, οι περισσότεροι χρήστες ακολουθούν με συνέπεια ένα σύστημα. Οποιος λ.χ. απλοποιεί το «ω» κατά πάσα πιθανότητα απλοποιεί και το «η». Αντίθετα, όποιος μεταγράφει το «ξ» και το «θ» ως «3» και «8», κατά κανόνα ακολουθεί το οπτικό σύστημα και για το «η» και το «ω». Έτσι, μεταγραφές όπως «3erh» (ξερή) και «Ο0wn» (Οθων) έχουν σύστημα, αλλά μεταγραφές όπως «3anthi» (ξανθή) ή «8iriodhs» (θηριώδης) όχι. Ορισμένες λέξεις είναι ιδιαίτερα δύσκολες στη μεταγραφή τους, π.χ. η λέξη «διεύθυνση» μπορεί να αποδοθεί με πάνω από 20 διαφορετικούς τρόπους.

Ο περισσότερος όμως κόσμος χρησιμοποιεί ένα «μικτό» σύστημα, που συνδυάζει το θέμα της ορθογραφίας με τη φωνητική απόδοση, χωρίς η γραφή να έχει ισχυρή τυποποίηση.

Θεσμοποιημένο σύστημα μεταγραφής υπάρχει μεν από τον ΕΛΟΤ, το οποίο χρησιμοποιείται από το Βρετανικό Συμβούλιο, το πρότυπο ISO 8432, αλλά ελάχιστοι το γνωρίζουν και ακόμη λιγότεροι το ακολουθούν συνειδητά. Πράγμα καθόλου παράξενο, καθώς το πρότυπο αυτό δεν διδάσκεται πουθενά. Με αποτέλεσμα να είναι διάχυτη η εντύπωση ανάμεσα στους Έλληνες χρήστες του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ότι «ο καθένας γράφει όπως θέλει» και ότι «ο καθένας έχει το δικό του σύστημα», εφ’ όσον δεν υπάρχει κοινώς αποδεκτή μέθοδος γραφής.

Επίλογος – Γιατί πρέπει να πείτε ΟΧΙ στα greeklish

Πλην ελαχίστων εξαιρέσεων σήμερα, οι ελληνικοί χαρακτήρες υποστηρίζονται θαυμάσια στο διαδίκτυο. Επομένως δεν υπάρχει λόγος χρήσης των greeklish.

Κείμενα γραμμένα με αυτό το σύστημα γραφής, είναι δυσανάγνωστα και πολλές φορές δυσνόητα. Πολλοί χρήστες του διαδικτύου αποφεύγουν να διαβάζουν μεγάλα κείμενα γραμμένα σε greeklish, καθώς είναι ιδιαίτερα κουραστικά κατά την ανάγνωση.

Τα greeklish στις ιστοσελίδες, αποτελούν τροχοπέδη για βασικές λειτουργίες, όπως αυτήν της αναζήτησης. Εκτός αυτού, σήμερα, τα greeklish σε μια ιστοσελίδα μειώνουν το κύρος της.

Πολλοί προσπαθούν να κρύψουν την ανορθογραφία τους, οχυρωμένοι πίσω απ’ αυτόν τον τύπο γραφής. Αυτή δεν είναι λύση. Είναι προτιμότερο να διαβάζει κάποιος ένα ανορθόγραφο κείμενο γραμμένο στα ελληνικά, παρά τα τρισάθλια greeklish. Εξάλλου, αν δεν προσπαθήσετε να γράφετε στα ελληνικά, πως θα μάθετε να γράφετε ορθογραφημένα;

Πολλοί χρήστες που χρησιμοποιούν αυτόν τον τύπο γραφής, επικαλούνται την δικαιολογία ότι «με τα greeklish» δεν χρειάζεται να γράφεις ορθογραφημένα. Αυτό τώρα δηλαδή, θεωρείται καλό; Παρ’ όλα αυτά όμως, υποσυνείδητα οι περισσότεροι προσπαθούν να γράψουν «ορθογραφημένα greeklish»!

Μια άλλη δικαιολογία είναι «η συνήθεια». Έχετε αποπειραθεί άραγε ποτέ να συμπληρώσετε δημόσια και μη έγγραφα, χρησιμοποιώντας greeklish; Προφανώς όχι. Γιατί λοιπόν να γίνεται αυτή η επίκληση στο διαδίκτυο;

Το να γράφει πλέον κάποιος σε greeklish, αφ’ ενός υποδηλώνει μια ασέβεια προς τους αναγνώστες, με την έννοια ότι τους ταλαιπωρεί κατά την ανάγνωση κι αφ’ ετέρου δηλώνει μια έλλειψη σεβασμού και προς το ίδιο του το γραπτό.

«Μαγκιά» δεν είναι να γράφεις γρήγορα, ή να προσπαθείς να καλύψεις τις αδυναμίες σου οχυρωμένος πίσω απ΄αυτή τη γραφή. «Μαγκιά» σήμερα είναι να προσπαθείς να γράφεις σωστά ελληνικά.

Πηγή : www.newsbomb.gr

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/2299

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

H νέα ελληνική γλώσσα μιλιέται -στην κοινή της μορφή (κοινή νέα ελληνική)- στην Eλληνική Δημοκρατία, στην Kυπριακή Δημοκρατία (από την ελληνοκυπριακή κοινότητα) και, σε διάφορους βαθμούς επάρκειας, στην ελληνική διασπορά. Oι κυριότερες εστίες της ελληνικής διασποράς βρίσκονται στις H.Π.A., στην Aυστραλία, στον Kαναδά και στη Γερμανία. H νέα ελληνική γλώσσα δεν εξαντλείται βέβαια στην κοινή μορφή της. Περιλαμβάνει επίσης και τις διαλέκτους της (βλ. 1.8, 1.9, 4.5). Ωστόσο, οι διάλεκτοι βρίσκονται σε πορεία εξαφάνισης κάτω από την επίδραση της κοινής. Eξαίρεση αποτελεί η ελληνοκυπριακή διάλεκτος (βλ. 4.7), η οποία διατηρεί ακόμα τους ομιλητές της τόσο στην Kυπριακή Δημοκρατία όσο και στη σημαντική ελληνοκυπριακή διασπορά της M. Bρετανίας. Διαλεκτικοί θύλακοι της νέας ελληνικής (βλ. 4.6) επιζούν στις παρευξείνιες περιοχές της Tουρκίας και της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και στην Iταλία (Aπουλία, Kαλαβρία). Mέχρι πρόσφατα επιζούσε ένας ακόμα διαλεκτικός θύλακος στην Kορσική (Kαργκέζε).

H νέα ελληνική ανήκει, όπως και οι περισσότερες ευρωπαϊκές γλώσσες (πλην της ουγγρικής, της βασκικής, της φινλανδικής) αλλά και η ινδική, στην ινδοευρωπαϊκή γλωσσική οικογένεια. H κοιτίδα αυτής της γλωσσικής οικογένειας είναι, πιθανότατα, η Aνατολία. Mετακινήσεις, που συνδέονται ενδεχόμενα με την εξάπλωση του γεωργικού τρόπου παραγωγής, διέσπειραν προς Ανατολάς και Δυσμάς τους ομιλητές των προγονικών ινδοευρωπαϊκών ιδιωμάτων και οδήγησαν, ταυτόχρονα, στη διαμόρφωση των ξεχωριστών ινδοευρωπαϊκών γλωσσών, μία από τις οποίες είναι και η ελληνική.

Tα πρώτα γραπτά τεκμήρια της ελληνικής χρονολογούνται στον 13ο αιώνα π.X. αλλά, σίγουρα, η ελληνική γλώσσα υπάρχει, ως ξεχωριστή γλώσσα, από πολύ παλιότερα. Tα γραπτά αυτά τεκμήρια, που αποκαλύφθηκαν στα ανακτορικά κέντρα του μυκηναϊκού πολιτισμού (Mυκήνες, Kνωσός, Θήβα, Πύλος), χρησιμοποιούν ένα σύστημα γραφής (βλ. 1.12) δανεισμένο από τους αρχαιότερους πολιτισμούς της ανατολικής Mεσογείου. Tο σύστημα αυτό -η γραμμική B- είναι συλλαβικό και όχι αλφαβητικό: κάθε σημείο αντιστοιχεί σε μία συλλαβή. H κατάρρευση του μυκηναϊκού πολιτισμού οδήγησε και στην εξαφάνιση αυτού του γραφικού συστήματος, που υπηρετούσε τις ανάγκες των μυκηναϊκών ανακτορικών κέντρων. Θα πρέπει να περιμένουμε ως τον 8ο αιώνα π.X. για να ξανασυναντήσουμε γραπτά μνημεία της ελληνικής γλώσσας -σε αλφαβητική γραφή, αυτή τη φορά. Όπως και στην προηγούμενη φάση, το νέο αυτό σύστημα γραφής είναι δάνειο από την Aνατολή. H αλφαβητική καταγραφή της ελληνικής χρησιμοποιεί το φοινικικό αλφάβητο, προσαρμοσμένο στις ιδιαιτερότητες της ελληνικής γλώσσας.

Mέχρι τον 3ο αιώνα π.X. η ελληνική γλώσσα είναι ένα σύνολο διαλέκτων, που δεν δημιουργούν, ωστόσο, ανυπέρβλητα προβλήματα αμοιβαίας συνεννόησης στους χρήστες τους. Παρόλο που δεν υπάρχει ακόμα ένα κοινό, πανελλήνιο γλωσσικό μέσο έκφρασης και επικοινωνίας, υπάρχει η αίσθηση και η συνείδηση της γλωσσικής ενότητας. Mέσα σε αυτό το διαλεκτικό μωσαϊκό, αρχίζει να ξεχωρίζει, ήδη από τα κλασικά χρόνια (5ος αιώνας π.X.), μία διάλεκτος: η αττική, που μιλιέται στην πόλη-κράτος των Aθηνών. H διάλεκτος αυτή αποκτά ιδιαίτερο κύρος λόγω του ηγεμονικού ρόλου αυτής της πόλης-κράτους. Kαι όπως συνήθως συμβαίνει, η πολιτική και οικονομική ηγεμονία δημιουργεί τους όρους και γλωσσικής ηγεμονίας: η αττική διάλεκτος απλώνεται πέρα από τα αρχικά της όρια.

Tο επόμενο κρίσιμο επεισόδιο για την ελληνική ιστορία, αλλά και για την ιστορία της ελληνικής γλώσσας, είναι η μακεδονική ηγεμονία, αρχικά πάνω στις παλιές πόλεις-κράτη και αργότερα -με τις κατακτήσεις του Aλεξάνδρου- πάνω σε ολόκληρη την Aνατολή, μέχρι τις Iνδίες. H μακεδονική ηγεμονία είναι ασύγκριτα μεγαλύτερης κλίμακας σε σχέση με την αθηναϊκή και γι’ αυτό οι γλωσσικές επιπτώσεις της είναι, επίσης, ασύγκριτα μεγαλύτερες. H παλιότερη ηγεμονική διάλεκτος -η αττική διάλεκτος, που μιλιέται στην αυλή των μακεδόνων βασιλέων- αποτελεί τη βάση για τη δημιουργία του πρώτου πανελλήνιου γλωσσικού μέσου. Έτσι, γεννιέται η ελληνιστική κοινή, η απαρχή της νεότερης ελληνικής. Tο γεωγραφικό εύρος της χρήσης της κοινής είναι τεράστιο: Mικρά Aσία, Aίγυπτος, Συρία, Mεσοποταμία, Περσία. Tα απώτερα όριά της είναι η Iνδία και το Aφγανιστάν. H κοινή γίνεται η ηγεμονική γλώσσα, η lingua franca της “οικουμένης” και ανταγωνίζεται με επιτυχία την άλλη μεγάλη lingua franca της αρχαιότητας, την αραμαϊκή. Kάτω από την ελληνική πολιτική και γλωσσική ηγεμονία, οι αυτόχθονες πληθυσμοί μετατρέπονται, σε σημαντικό ποσοστό, σε δίγλωσσες κοινότητες -και όχι μόνο στα μεγάλα αστικά κέντρα αλλά και στα χωριά. Aυτή η εκτεταμένη διγλωσσία δεν άφησε βέβαια άθικτη και την ίδια την κοινή και τη δομή της.

H διγλωσσία δεν είναι όμως το μόνο σύμπτωμα της επιρροής της κοινής πάνω σε αλλόγλωσσους πληθυσμούς. Yπάρχει και το οριακότερο φαινόμενο της πλήρους εγκατάλειψης της μητρικής τους γλώσσας: ο γλωσσικός εξελληνισμός. Έτσι, η μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης στα ελληνικά (η μετάφραση των Eβδομήκοντα) κατά την περίοδο αυτή γίνεται πιθανότατα για να εξυπηρετήσει τους ελληνόφωνους, πια, Eβραίους της Aιγύπτου.

H πίεση της κοινής δεν είχε επιπτώσεις μόνο πάνω στις άλλες γλώσσες αλλά και στις διαλέκτους της ελληνικής. Oι διάλεκτοι αυτές μπαίνουν σε μια διαδικασία παρακμής, με ανάλογο τρόπο που παρακμάζουν και σήμερα οι νεοελληνικές διάλεκτοι κάτω από την πίεση της κοινής νέας ελληνικής. Oι καινούριες διάλεκτοι που σιγά σιγά ανακύπτουν είναι προϊόν της διαφοροποίησης της ελληνιστικής κοινής.

H τεράστια εξάπλωση της κοινής, η εκτεταμένη διγλωσσία, αλλά και η παρακμή του ελληνιστικού κόσμου και η ρωμαϊκή κατάκτηση -η είσοδος στην “εποχή της αγωνίας”, κατά τη διατύπωση του E. R. Dodds- δημιουργούν ήδη από τον 1ο αιώνα ένα κίνημα γλωσσικού “καθαρισμού” που θα κυριαρχήσει στην ιστορία της ελληνικής γλώσσας μέχρι το δεύτερο μισό του 20ού. H αφετηρία του κινήματος αυτού, στην ύστερη αρχαιότητα, είναι γνωστή ως “Αττικισμός”. Eίναι η νοσταλγία της γλωσσικής -και άλλης- “καθαρότητας” της κλασικής εποχής και του κατεξοχήν πρωταγωνιστή της, της Αθήνας και της κλασικής αττικής διαλέκτου. O αττικισμός θέτει τις βάσεις της ελληνικής “διγλωσσίας”: υποτίμηση της ομιλούμενης γλώσσας -ως προϊόντος φθοράς- και αναζήτηση της αρχαίας ή αρχαιότροπης “καθαρότητας” (βλ. 4.2, 4.3). O γραπτός λόγος -είτε ως λογοτεχνία είτε ως “επίσημος” λόγος (γλώσσα της διοίκησης και της εκπαίδευσης)- κυριαρχείται, μέχρι και τον 20ό αιώνα, από αυτή την κλασικιστική “νοσταλγία” που γεννιέται, όχι τυχαία, τον 1ο αιώνα π.X.

Mια άμεση επίπτωση του αττικιστικού κινήματος και της “διγλωσσίας” στην οποία οδηγεί είναι ότι για την περίοδο από την ύστερη ελληνιστική εποχή μέχρι τον 11ο αιώνα μ.X. -εποχή κατά την οποία έχουμε λόγους να πιστεύουμε ότι έχει ήδη διαμορφωθεί η νέα ελληνική – δεν υπάρχουν γραπτά τεκμήρια της ομιλούμενης γλώσσας. H γραπτή παράδοση κυριαρχείται από την κλασικίζουσα μορφή γλώσσας. Θα πρέπει να μπει ο 12ος αιώνας. για να αρχίσουν να εμφανίζονται τα πρώτα δείγματα λογοτεχνίας στην ομιλούμενη γλώσσα της εποχής. H βυζαντινή εποχή είναι, επομένως, στο μεγαλύτερο μέρος της εποχή γλωσσικού “καθαρισμού”. Tι γίνεται με την ομιλούμενη γλώσσα; Eξακολουθεί να υπάρχει -σε κάποια εξέλιξή της- η κοινή, όπως διαμορφώθηκε στην ελληνιστική εποχή; Tο πιθανότερο είναι, όπως επισημάναμε παραπάνω, ότι η ελληνιστική κοινή έχει διαφοροποιηθεί σε μια σειρά διαλέκτων. Aν υπάρχει μια νέα εκδοχή κοινής, αυτή θα πρέπει να περιορίζεται στην περιοχή της Kωνσταντινούπολης και των αστικών κέντρων που συνδέονται μαζί της. Mια τέτοια περιορισμένη “κοινή” πρέπει να είναι, αν όντως υπάρχει, υστεροβυζαντινό φαινόμενο.

Aν το πρώτο (μετά τη διαμόρφωσή της ως ξεχωριστής ινδοευρωπαϊκής γλώσσας) κρίσιμο επεισόδιο στην ιστορία της ελληνικής είναι η δημιουργία της ελληνιστικής κοινής -και το παράγωγο φαινόμενο της “διγλωσσίας”-, το δεύτερο κρίσιμο επεισόδιο είναι η διαμόρφωση της ελληνικής εθνικής γλώσσας, της νέας “κοινής” (κοινή νέα ελληνική), στα πλαίσια του ελληνικού εθνικού κράτους, που δημιουργείται μετά την επιτυχή Eπανάσταση του 1821 κατά της οθωμανικής κυριαρχίας.

Oι συζητήσεις (βλ. 4.2, 2.1) για τη δημιουργία εθνικής γλώσσας που χαρακτηρίζουν την περίοδο που προηγείται της Eπανάστασης είναι στενά συνδεδεμένες με την εγκατεστημένη εδώ και πολλούς αιώνες “διγλωσσία” και οι γλωσσικές αντιπαραθέσεις έχουν, όπως συνήθως συμβαίνει, ευρύτερο ιδεολογικό, κοινωνικό και πολιτικό περιεχόμενο. H κλασικιστική άποψη επιθυμεί την επιστροφή στην αρχαία ελληνική, τη μόνη “καθαρή” μορφή ελληνικής, απαλλαγμένη από τις “φθορές” επιμειξιών που αρχίζουν στην ελληνιστική εποχή και κορυφώνονται με την τουρκική κατάκτηση. Eδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ελληνική, όπως και όλες οι γλώσσες, δάνεισε αλλά και δανείστηκε από πολλές γλώσσες στη διάρκεια της ιστορίας της (προελληνικές γλώσσες, σημιτικές γλώσσες, λατινική, ρομανικές γλώσσες, τουρκική, σλαβικές γλώσσες, αγγλική, γαλλική κ.ά.). H δεύτερη άποψη αναγνωρίζει την ομιλουμένη και τη σημασία της, αλλά επιθυμεί να την “καθαρίσει” και να την “ανορθώσει”: να την απαλλάξει από τα τουρκικά δάνεια και να παρέμβει, σε κάποιον βαθμό, στη φωνολογία, στη μορφολογία και στη σύνταξη με βάση τα αρχαϊστικά ή αρχαιότροπα πρότυπα. H τρίτη άποψη υποστηρίζει απερίφραστα την ομιλουμένη ως μόνο θεμιτό υποψήφιο για τον ρόλο της εθνικής γλώσσας. Σε όλη αυτή τη συζήτηση για τη δημιουργία εθνικής γλώσσας θα πρέπει να τονιστεί ένα σημείο που είναι σημαντικό για την περίοδο αυτή: η ανάγκη της επιβεβαίωσης -μέσω της αρχαιοελληνικής γλωσσικής κληρονομιάς που διαθέτει κύρος στην Eυρώπη- τόσο της ευρωπαϊκής ταυτότητας των Nεοελλήνων, που αμφισβητείται από τους ξένους (ή από κάποιους ξένους), όσο και της σχέσης της νεότερης με την αρχαία Eλλάδα.

Tι έγινε τελικά; Ήδη στα 1825-1840 διαμορφώνεται μια νέα ομιλούμενη κοινή, βασισμένη στην πελοποννησιακή διάλεκτο. Στον γραπτό λόγο, στη διοίκηση και στην εκπαίδευση εξακολουθεί να κυριαρχεί, σε διάφορες εκδοχές, η αρχαΐζουσα μορφή γλώσσας, η “καθαρεύουσα”. Tα ρήγματα όμως πολλαπλασιάζονται, ιδίως στον χώρο της λογοτεχνίας, όπου βαθμιαία κυριαρχεί η δημοτική. Oι ανάγκες επέκτασης του λεξιλογίου οδηγούν σε δραστικό δανεισμό (βλ. 1.7), τόσο από τις αρχαιότερες αφετηρίες (με ενδιάμεσο συχνότατα τις ευρωπαϊκές γλώσσες που κατασκευάζουν τα ειδικότερα λεξιλόγιά τους με ελληνικό γλωσσικό υλικό) όσο και από τις ευρωπαϊκές γλώσσες (αρχικά τα γαλλικά και μετά τα αγγλικά) -είτε με εμφανή, άμεσο δανεισμό είτε με τη μορφή μεταφραστικών δανείων. H “καθαρεύουσα” εξακολουθεί να επικρατεί -με μικρά “δημοτικιστικά” διαλείμματα”- στη διοίκηση και στην εκπαίδευση μέχρι το 1976, οπότε αναγνωρίζεται η δημοτική ως η επίσημη μορφή γλώσσας. ΄Eτσι παίρνει τέλος το “γλωσσικό ζήτημα”, που συνόδευσε – σε διάφορες εκδοχές- την ελληνική γλώσσα στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας της. Aπόηχοι αυτής της μακραίωνης διαμάχης εξακολουθούν να ακούγονται και σήμερα, κυρίως σε συζητήσεις που αφορούν τη γλωσσική εκπαίδευση.

Πριν κλείσουμε αυτή τη σύντομη επισκόπηση, θα πρέπει να σχολιάσουμε δύο ακόμα σημεία. Aν η “διγλωσσία” αποτελεί μια ιδιαιτερότητα της ιστορίας της ελληνικής γλώσσας, μια άλλη ιδιαιτερότητα της ιστορίας της ελληνικής -ιδίως αν συγκριθεί με την ιστορία της λατινικής- είναι η συνέχειά της. H ελληνική, αντίθετα με τη λατινική, δεν διασπάστηκε σε ποικιλία γλωσσών. Aυτό δεν οφείλεται βέβαια σε κάποια μυθική, εγγενή δύναμη της ελληνικής γλώσσας. Όπως παρατηρεί ο Thomson (1989), “στη δυτική Eυρώπη, αντίθετα από την ανατολική, η καταστροφή της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας από τους γερμανούς κατακτητές είχε ως αποτέλεσμα να σχηματισθούν τα ξεχωριστά βασίλεια απ’ όπου κατάγονται τα διάφορα έθνη της σημερινής Eυρώπης και έτσι να διαμορφωθούν οι διαφορετικές των γλώσσες. Aυτό εξηγεί γιατί οι νεολατινικές γλώσσες είναι πολλές, ενώ η ελληνική παραμένει μία”. Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και η ερμηνεία του Browning (1983): “Oι ενοποιητικοί παράγοντες ήταν πάντα ισχυροί: η πολιτική και η πολιτιστική ενότητα που συντηρήθηκε ή επιβλήθηκε από τη Bυζαντινή Aυτοκρατορία, η αίσθηση ταυτότητας που δημιούργησε η αντιπαράθεση με τους Mουσουλμάνους, τους Aρμενίους και τους Σλάβους ή τους Λατίνους της Δύσης, η επίδραση της εκπαίδευσης, οι μετακινήσεις ατόμων και ομάδων μέσα στον ελληνόφωνο κόσμο”. Tο χαρακτηριστικό αυτό της ελληνικής γλώσσας -το γεγονός ότι δεν διασπάστηκε στην ιστορική της πορεία σε ξεχωριστές γλώσσες- δεν σημαίνει βέβαια ότι δεν υπέστη δραστικές αλλαγές σε όλα τα επίπεδά της: φωνολογία, μορφολογία, σύνταξη, λεξιλόγιο. Oι περισσότερες, και βασικότερες, από τις αλλαγές αυτές ξεκινούν από την ελληνιστική κοινή ως δείγμα “παρακμής” και “φθοράς”. Oι έννοιες αυτές -που δεν έχουν σχέση με τη γλώσσα και τη φύση της αλλά με εξωγλωσσικές στάσεις και προκαταλήψεις- επανέρχονται συνεχώς σε όλη τη μεταγενέστερη ιστορία της ελληνικής και εξακολουθούν να ακούγονται και σήμερα.

Tο τελευταίο θέμα το οποίο θα πρέπει να θιγεί είναι η θέση της νέας ελληνικής στην Eυρωπαϊκή Ένωση και, γενικότερα, το θέμα του γλωσσικού ηγεμονισμού, όπως διαμορφώνεται σήμερα (βλ. 3.1, 3.2, 3.3, 3.4, 3.5, 3.6). Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ηγεμονικό γλωσσικό ρόλο διαδραματίζει σήμερα η αγγλική. Yπάρχουν βέβαια και άλλοι διεκδικητές, αλλά είναι σαφέστατα σε δεύτερη μοίρα. H ηγεμονία της αγγλικής στηρίζεται -όπως και η ηγεμονία των ιστορικών προηγούμενών της (λ.χ. της ελληνικής ή της λατινικής)- στην πολιτική και οικονομική ηγεμονία. Kαι η οικονομική ηγεμονία έχει πάρει σήμερα παγκόσμιο χαρακτήρα (πολυεθνικές κλπ.) . Στον γλωσσικό χώρο η κυριαρχία αυτή αντανακλάται με εισροή αγγλοαμερικανικών δανείων στις ποικίλες γλώσσες και με έντονη παρουσία της ίδιας της αγγλικής στον χώρο της διαφήμισης και, γενικότερα, της αγοράς.

Πώς στέκεται κανείς απέναντι σε αυτό το φαινόμενο, όπως το βιώνει από την πλευρά μιας “μικρής” γλώσσας; Kινδυνεύουν οι “μικρές” γλώσσες; Yπάρχει πρόβλημα ή όχι; Στα ερωτήματα αυτά υπάρχουν δύο απαντήσεις. H πρώτη ανήκει σε ένα ρηχό κοσμοπολιτισμό που συντονίζεται, είτε συνειδητά είτε εξ αντικειμένου, με τις επιδιώξεις αυτού του παγκοσμιοποιημένου ηγεμονισμού. Για την άποψη αυτή δεν υπάρχει πρόβλημα: αρνείται, όπως παρατηρεί ο Bruckner (1992), την εθνική και πολιτισμική ποικιλία -και τις ευαισθησίες που παράγει (γλωσσικές και άλλες)- στο όνομα μιας συρρικνωμένης και φτωχής καθολικότητας που εξαντλείται στον καταναλωτισμό και στην εμπορευματοποιημένη διασκέδαση.

H δεύτερη απάντηση βρίσκεται στους αντίποδες της πρώτης. Θεωρεί ότι η γλώσσα, το έθνος, και η “καθαρότητα” και των δύο, κινδυνεύουν από τους ισχυρούς ξένους και χρειάζονται δραστικά μέτρα -μεταξύ αυτών και μέτρα γλωσσικής αστυνόμευσης-, για να προστατευτεί η γλωσσική και πολιτισμική καθαρότητα του έθνους (βλ. 2.1, 4.4). Πρόκειται για τον εθνικιστικό αντίλογο στον ρηχό λόγο του κοσμοπολιτισμού. H δεύτερη αυτή προσέγγιση ακούγεται αρκετά έντονα στην Eλλάδα και σε διάφορες παραλλαγές, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν εμφανίζονται αντίστοιχες απόψεις και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Eπιπλέον, το ηγεμονικό παρελθόν της ελληνικής χρησιμοποιείται σαν επιχείρημα για τη θέση της στην Eυρωπαϊκή Ένωση. Όμως το να αμύνεται κανείς απέναντι σε σύγχρονους γλωσσικούς ηγεμονισμούς με την επίκληση της δικής του παλαιότερης γλωσσικής ηγεμονίας συνιστά παράδοξη άποψη. Ένα τέτοιο επιχείρημα δεν μπορεί παρά να λειτουργήσει, τελικά, προς όφελος του αντιπάλου τον οποίο υποτίθεται ότι στοχεύει.

H νέα ελληνική ανήκει στην ομάδα των “μικρών” γλωσσών της Eυρωπαϊκής Ένωσης και θα πρέπει, χωρίς ουτοπικές αξιώσεις και εθνικούς παροξυσμούς, να διεκδικήσει (από κοινού με τις άλλες “μικρές” γλώσσες) τη διατήρηση της θέσης της στα όργανα της Ένωσης και την ενίσχυση της θέσης της (όπως και των άλλων “μικρών” γλωσσών) στην ευρωπαϊκή εκπαίδευση. Σε ό,τι αφορά τη γλωσσική πολιτική στο εσωτερικό της χώρας, η ιδιαίτερη νεοελληνική πολιτισμική ταυτότητα ή ετερότητα -μια “ετερότητα” που θα πρέπει ταυτόχρονα να διακρίνει και να ενώνει- θα διαφυλαχθεί όχι μέσα από τη μυθοποίηση της μητρικής γλώσσας και της ιστορίας της, αλλά μέσα από την απομυθοποίησή της: μέσα από την αποκάλυψη τόσο των ιστορικών, και όχι μυθικών, ιδιαιτεροτήτων της όσο και της ενότητάς της με τις άλλες γλώσσες -ενότητα που απώτερα προκύπτει από την ενότητα της ανθρώπινης νόησης.

H απομυθοποίηση αυτή θα πρέπει βέβαια να επεκταθεί, με ανάλογο τρόπο, και στη διδακτική της ξένης γλώσσας, της ισχυρής ξένης γλώσσας που εκφράζει ένα ισχυρό πολιτισμικό μοντέλο (βλ.5). H υπεράσπιση της “ετερότητας” -ειδικά στον χώρο των “ασθενών” γλωσών- θα πρέπει να διαμορφώσει τη διδακτική εκείνη που θα αντιστέκεται συνειδητά στις μυθοποιητικές συνδηλώσεις με τις οποίες η ισχυρή -πολιτισμικά- γλώσσα περιβάλλεται στην επικράτεια της “μικρής” ή “ασθενούς”. Tέτοιου είδους επιλογές μπορούν να διαμορφώσουν μια νέα στάση που υπερβαίνει το δίλημμα μεταξύ ενός κίβδηλου κοσμοπολιτισμού και ενός διχαστικού εθνικισμού.

Πηγή : http://www.komvos.edu.gr/glwssa/odigos/thema_d1/main.htm

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/2146

Η Ελληνική γλώσσα του Ομήρου ζει και τη μιλάμε

«Από την εποχή που μίλησε ο Όμηρος ως τα σήμερα, μιλούμε, ανασαίνουμε και τραγουδούμε με την ίδια γλώσσα». Γιώργος Σεφέρης
Από την Νία Θεοφανίδου


Ποια Ελληνική λέξη είναι αρχαία και ποια νέα;
Γιατί μια Ομηρική λέξη μας φαίνεται δύσκολη και ακαταλαβίστικη;
Οι Έλληνες σήμερα ασχέτως μορφώσεως μιλάμε ομηρικά, αλλά δεν το ξέρομε επειδή αγνοούμε την έννοια των λέξεων που χρησιμοποιούμε.
Για του λόγου το αληθές θα αναφέρομε μερικά παραδείγματα για να δούμε ότι η Ομηρική γλώσσα όχι μόνο δεν είναι νεκρή, αλλά είναι ολοζώντανη.
Αυδή είναι η φωνή. Σήμερα χρησιμοποιούμε το επίθετο άναυδος.
Αλέξω στην εποχή του Ομήρου σημαίνει εμποδίζω, αποτρέπω. Τώρα χρησιμοποιούμε τις λέξεις αλεξίπτωτο, αλεξίσφαιρο, αλεξικέραυνο αλεξήλιο Αλέξανδρος (αυτός που αποκρούει τους άνδρες) κ.τ.λ.
Με το επίρρημα τήλε στον Όμηρο εννοούσαν μακριά, εμείς χρησιμοποιούμε τις λέξεις τηλέφωνο, τηλεόραση, τηλεπικοινωνία, τηλεβόλο, τηλεπάθεια κ.τ.λ.
Λάας ή λας έλεγαν την πέτρα. Εμείς λέμε λατομείο, λαξεύω.
Πέδον στον Όμηρο σημαίνει έδαφος, τώρα λέμε στρατόπεδο, πεδινός.
Το κρεβάτι λέγεται λέχος, εμείς αποκαλούμε λεχώνα τη γυναίκα που μόλις γέννησε και μένει στο κρεβάτι.
Πόρο έλεγαν τη διάβαση, το πέρασμα, σήμερα χρησιμοποιούμε τη λέξη πορεία. Επίσης αποκαλούμε εύπορο κάποιον που έχει χρήματα, γιατί έχει εύκολες διαβάσεις, μπορεί δηλαδή να περάσει όπου θέλει, και άπορο αυτόν που δεν έχει πόρους, το φτωχό.
Φρην είναι η λογική. Από αυτή τη λέξη προέρχονται το φρενοκομείο, ο φρενοβλαβής, ο εξωφρενικός, ο άφρων κ.τ.λ.
Δόρπος, λεγόταν το δείπνο, σήμερα η λέξη είναι επιδόρπιο.
Λώπος είναι στον Όμηρο το ένδυμα. Τώρα αυτόν που μας έκλεψε (μας έγδυσε το σπίτι) το λέμε λωποδύτη.
Ύλη ονόμαζαν ένα τόπο με δένδρα, εμείς λέμε υλοτόμος.
Άρουρα ήταν το χωράφι, όλοι ξέρουμε τον αρουραίο.
Τον θυμό τον αποκαλούσαν χόλο. Από τη λέξη αυτή πήρε το όνομα της η χολή, με την έννοια της πίκρας. Λέμε επίσης αυτός είναι χολωμένος.
Νόστος σημαίνει επιστροφή στην πατρίδα. Η λέξη παρέμεινε ως παλινόστηση, ή νοσταλγία.
Άλγος στον Όμηρο είναι ο σωματικός πόνος, από αυτό προέρχεται το αναλγητικό.
Το βάρος το αποκαλούσαν άχθος, σήμερα λέμε αχθοφόρος.
Ο ρύπος, δηλαδή η ακαθαρσία, εξακολουθεί και λέγεται έτσι – ρύπανση.
Από τη λέξη αιδώς (ντροπή) προήλθε ο αναιδής.
Πέδη, σημαίνει δέσιμο και τώρα λέμε πέδιλο. Επίσης χρησιμοποιούμε τη λέξη χειροπέδες.
Από το φάος, το φως προέρχεται η φράση φαεινές ιδέες.
Άγχω, σημαίνει σφίγγω το λαιμό, σήμερα λέμε αγχόνη. Επίσης άγχος είναι η αγωνία από κάποιο σφίξιμο, ή από πίεση.
Βρύχια στον Όμηρο είναι τα βαθιά νερά, εξ ου και τo υποβρύχιο.
Φερνή έλεγαν την προίκα. Από εκεί επικράτησε την καλά προικισμένη να τη λέμε «πολύφερνη νύφη».
Το γεύμα στο οποίο ο κάθε παρευρισκόμενος έφερνε μαζί του το φαγητό του λεγόταν έρανος. Η λέξη παρέμεινε, με τη διαφορά ότι σήμερα δεν συνεισφέρουμε φαγητό, αλλά χρήματα.
Υπάρχουν λέξεις, από τα χρόνια του Ομήρου, που ενώ η πρώτη τους μορφή μεταβλήθηκε – η χειρ έγινε χέρι, το ύδωρ νερό, η ναυς έγινε πλοίο, στη σύνθεση διατηρήθηκε η πρώτη μορφή της λέξεως.
Από τη λέξη χειρ έχομε: χειρουργός, χειριστής, χειροτονία, χειραφέτηση, χειρονομία, χειροδικώ κ.τ.λ.
Από το ύδωρ έχομε τις λέξεις: ύδρευση υδραγωγείο, υδραυλικός, υδροφόρος, υδρογόνο, υδροκέφαλος, αφυδάτωση, ενυδρείο, κ.τ.λ.
Από τη λέξη ναυς έχομε: ναυπηγός, ναύαρχος, ναυμαχία, ναυτικός, ναυαγός, ναυτιλία, ναύσταθμος, ναυτοδικείο, ναυαγοσώστης, ναυτία, κ.τ.λ.
Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα παραδείγματα προκύπτει ότι: Δεν υπάρχουν αρχαίες και νέες Ελληνικές λέξεις, αλλά μόνο Ελληνικές.
Η Ελληνική γλώσσα είναι ενιαία και ουσιαστικά αδιαίρετη χρονικά.
Από την εποχή του Ομήρου μέχρι σήμερα προστέθηκαν στην Ελληνική γλώσσα μόνο ελάχιστες λέξεις.
Η γνώση των εννοιών των λέξεων θα μας βοηθήσει να καταλάβουμε ότι μιλάμε τη γλώσσα της ομηρικής ποίησης, μια γλώσσα που δεν ανακάλυψε ο Όμηρος αλλά προϋπήρχε πολλές χιλιετηρίδες πριν από αυτόν.
Φίλοι μου, προσθέστε και εσείς τις δικές σας γνώσεις που να σχετίζονται με το θέμα.
Σκοπός μας είναι να ανακαλύψουμε τις έννοιες των λέξεων για να μπορέσουμε να επικοινωνήσουμε καλύτερα. Παλαιότερα όταν έλεγαν μια λέξη καταλάβαιναν όλοι το ίδιο. π.χ για τη λέξη αρετή ήξεραν ότι είναι η μεσότητα ανάμεσα σε δύο υπερβολές. Σήμερα ο καθένας για την ίδια λέξη εννοεί και κάτι διαφορετικό.

Πηγές: Απολλώνιου Σοφιστού Λεξικόν κατά στοιχείον Ιλιάδος και Οδύσσειας Εκδόσεις Ηλιοδρόμιο.

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/2076

Εγκόλπιο Ορθής Γραφής : Αρχαίες Ελληνικές και Λατινικές Εκφράσεις

ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΛΑΤΙΝΙΚΕΣ ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ

ΕΝ ΠΑΣΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙ

Η λόγια έκφραση εν πάση περιπτώσει, η οποία πέρασε στον καθημερινό προφορικό και γραπτό λόγο, συχνά χρησιμοποιείται με ανορθόγραφο τρόπο, ως προς την κατάληξη του πάση, που εμφανίζεται ως «πάσει».

Είναι προφανές πως πρόκειται για δοτική του θηλυκού πάσα, και δεν πρέπει να εξομοιώνεται αναλογικώς με τη δοτική περιπτώσει.

Η δημώδης μετάφραση της λόγιας έκφρασης σε κάθε περίπτωση δεν είναι άστοχη και μπορεί κατά περίπτωση να αντικαθιστά το εν πάση περιπτώσει.

ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΛΟΓΙΕΣ ΠΑΡΟΙΜΙΑΚΕΣ ΚΑΙ ΓΝΩΜΙΚΕΣ ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ

Εξ απαλών ονύχων = από τη βρεφική ηλικία ή την πρώιμη ηλικία· η έκφραση χρησιμοποιείται για να δηλωθεί κάποια εκ γενετής ή πρώιμη, θετική ή αρνητική, ιδιότητα ενός προσώπου. Γράφουμε και λέμε:
υπήρξε πλούσιος εξ απαλών ονύχων· η δεσποινίς Καίτη είχε την τύχη να μάθει γαλλικά και πιάνο εξ απαλών ονύχων.

ΠΡΟΣΟΧΗ: Η έκφραση δεν έχει καμία σημασιολογική σχέση με τη λόγια επίσης φράση  αβρόχοις ποσί, η οποία σημαίνει δίχως να διακινδυνεύσει κάποιος καθόλου. Γράφουμε και λέμε:

πέρασε την εποχή της δικτατορίας αβρόχοις ποσί.

Εξ όνυχος τον λέοντα = από το νύχι καταλαβαίνει κάποιος το λιοντάρι. Ή έκφραση χρησιμοποιείται για τη διάγνωση του συνόλου από μία χαρακτηριστική λεπτομέρεια. Γράφουμε και λέμε:

κάποτε και μόνον ο τόνος της φωνής προδίδει τον χαρακτήρα του ανθρώπου – εξ όνυχος τον λέοντα.

Κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση (-σιν) = η έκφραση προέρχεται από την Παλαιά Διαθήκη, (αναφέρεται στην πανομοιότυπη δημιουργία του ανθρώπου από τον Θεό), και κακοποιείται συνήθως ποικιλοτρόπως:

ή εναλλάσσεται η ψίλωση και η δάσυνση των δύο ουσιαστικών (καθ’ εικόνα και κατ’ ομοίωση)· ή προστίθεται -ν- στην τριτόκλιτη αιτιατική εικόνα.

Μέτρον άριστον: το παν, που συνήθως προτάσσεται, περιττεύει και πάντως δεν ανήκει στην πρωτότυπη γνωμική πρόταση.

Παραπέμπω στις ελληνικές καλλένδες [sic]: αυτή είναι η σωστή διατύπωση της παροιμιακής έκφρασης, η οποία σημαίνει: αναβάλλω μια απόφαση σε αόριστο και ανύπαρκτο χρόνο (ελληνικές καλλένδες  [sic] δεν υπάρχουν· υπάρχουν μόνον ρωμαϊκές καλλένδες  [sic]).

ΛΑΤΙΝΙΚΕΣ ΠΑΡΟΙΜΙΑΚΕΣ ΚΑΙ ΓΝΩΜΙΚΕΣ ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ

hic et nunc: η λατινική έκφραση σημαίνει εδώ και τώρα· χρησιμοποιείται ή για να δηλώσει την επιτακτική ανάγκη ενός μέτρου στον συγκεκριμένο χώρο και στον παρόντα χρόνο, ή για να υπογραμμίσει τα διακριτικά χαρακτηριστικά της λυρικής ποίησης έναντι της επικής. Λέμε και γράφουμε:

η εφαρμογή των οικονομικών μέτρων επιβάλλεται να γίνει hic et nunc· αναβάλλεται συνεχώς η αλλαγή του θεσμικού πλαισίου των κρατικών θεάτρων της χώρας, ενώ θα έπρεπε να γίνει hic et nunc· σε αντίθεση προς την επική ποίηση, η οποία είναι εξ ορισμού διηγητική και αναφέρεται στο παρελθόν, η λυρική ποίηση σηματοδοτεί το hic et nunc, το «εδώ και τώρα» τόσο του λυρικού ποιητή, όσο και των ακροατών – αναγνωστών.

grosso modo: χονδρικώς, πάνω κάτω· η έκφραση χρησιμοποιείται για να δηλωθεί η μερική ευστοχία μιας εκτίμησης. Λέμε και γράφουμε:

ο ιταλικός νότος και ο ελληνικός βορράς παρουσιάζουν grosso modo τους ίδιους δείκτες ανάπτυξης· ο Μέγας Ανατολικός του Ανδρέα Εμπειρίκου grosso modo μπορεί να χαρακτηρισθεί πορνογράφημα.

per terram per mare: στην ξηρά και στη θάλασσα, πανταχού. Η έκφραση χρησιμοποιείται για να δηλωθεί η ευρύτατη διάδοση ενός προσώπου, έργου ή πράγματος. Λέμε και γράφουμε:

η είδηση του αδιεξόδου των συνομιλιών στη Γενεύη διαδόθηκε αμέσως per terram per mare.

sine qua non: εκ των ων ουκ άνευ· η έκφραση χρησιμοποιείται προς δήλωση απαράβατου όρου. Λέμε και γράφουμε:

η αντικειμενική πληροφόρηση είναι sine qua non όρος της δημοσιογραφικής δεοντολογίας.

mea culpa: από δικό μου σφάλμα· η έκφραση χρησιμοποιείται για ομολογία προσωπικής ενοχής. Λέμε και γράφουμε:

«τα γεγονότα της Πάτρας έγιναν mea culpa» δήλωσε ο Υπουργός Παιδείας και υπέβαλε την παραίτηση του.

pro domo sua: η έκφραση αντιστοιχεί κατά περίπτωση στις ομόλογες ελληνικές λόγιας εκφράσεις: υπέρ βωμών και εστιών ή υπέρ πίστεως και πατρίδος, και χρησιμοποιείται για να δηλωθεί ο υπέρ πάντων αγών. Λέμε και γράφουμε:

οι μαθητές ισχυρίζονται ότι αγωνίζονται pro domo sua.

sic: ούτως πως, κάπως έτσι· η λέξη χρησιμοποιείται εντός παρενθέσεως για ειρωνική υπόδειξη ενός γραμματικού, συντακτικού, νοηματικού ή πραγματικού σφάλματος στον προφορικό ή γραπτό λόγο κάποιου άλλου:

σε άρθρο έγκριτης εφημερίδας υπήρχε η πρόταση: «πολλοί (sic) περισσότεροι άνθρωποι»· για να επιδείξει τη λατινομάθειά της γνωστή κριτικός έγραφε προχθές: per terra (sic) per marem (sic).

terminus ante quem: χρονικό όριο, πριν από το οποίο έχει συμβεί κάτι· terminus post quem: χρονικό όριο, μετά το οποίο συνέβη κάτι. Λέμε και γράφουμε:

το 1974 αποτελεί terminus ante quem ως προς την παρανομία του Κ.Κ.Ε.- το 1821 αποτελεί εξ ορισμού terminus ante quem για τον «Ύμνο εις την Ελευθερίαν» του Διονυσίου Σολωμού.

mutatis mutandis: με την μεταβολή των μεταβλητέων όρων η έκφραση χρησιμοποιείται, όπως περίπου και η λόγια διατύπωση «τηρουμένων των αναλογιών», για να δηλωθεί ότι η σύγκριση δύο προσώπων, έργων ή πραγμάτων νομιμοποιείται μέχρι ενός ορισμένου σημείου. Λέμε και, γράφουμε:

η σημερινή εκπαιδευτική κρίση θυμίζει mutatis mutandis το κίνημα του 1-14· ο Γεώργιος Χορτάτσης mutatis mutandis είναι ο Σαίξπηρ του νεοελληνικού θεάτρου.

tabula rasa: άγραφο χαρτί· η έκφραση χρησιμοποιείται για να δηλωθεί η πλήρης άγνοια κάποιου επί συγκεκριμένου θέματος. Λέμε και γράφουμε:

το νήπιο, σε ό,τι αφορά τις κοινωνικές συμβάσεις, θεωρείται tabula rasa· σε ό,τι αφορά το ξένο θέατρο, οι περισσότεροι μαθητές του Λυκείου είναι tabula rasa.

scripta manent, verba volant: τα γραπτά μένουν, τα λόγια πετούν η παροιμιακή έκφραση χρησιμοποιείται για να διακριθεί ο οριστικός χαρακτήρας της γραφής σε αντίθεση προς τον προσωρινό του προφορικού λόγου.

urbi et orbi: στην πόλη (στη Ρώμη) και στην οικουμένη, σ’ όλο τον κόσμο. Η έκφραση έχει περίπου το ίδιο νόημα με το per terram per mare. Λέμε και γράφουμε:

ο Όμηρος είναι γνωστός ποιητής urbi et orbi· το CNN μετέδωσε urbi et orbi εικόνες από τον πόλεμο στον Περσικό Κόλπο.

ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΟΙ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΟΙ ΟΡΟΙ

Αποφεύγουμε ξενόγλωσσους όρους, εφόσον υπάρχουν αντίστοιχοι δόκιμοι ελληνικοί. Λέμε και γράφουμε:

μορφή, τύπος – όχι: φόρμα·
υλικό –
όχι: ματιέρα·
ύφος, τρόπος, ρυθμός – όχι: στυλ·

γνώμονες, δείχτες, κανόνες
– όχι: νόρμες·
πεζός λόγος
– όχι: πρόζα·
ομοιοκαταληξία
– όχι: ρίμα·
κεφαλαιοκρατία, κεφαλαιοκράτης
– όχι: καπιταλισμός, καπιταλιστής·
απαισιοδοξία, απαισιόδοξος
– όχι· πεσσιμισμός – πεσσιμιστής·
αισιοδοξία, αισιόδοξος –
όχι: οπτιμισμός, οπτιμιστής·
μοιρολατρεία, μοιρολάτρης-
όχι: φαταλισμός, φαταλιστής-
πλέγμα,
σύμπλεγμα – όχι: κόμπλεξ·
καλλιέργεια, πολιτισμός, παιδεία
– όχι: κουλτούρα·
παράγων, πορεία, διαδικασία
-όχι: προτσές- process
διαμαρτυρόμενος
– οχι: προτεστάντης (αλλά προτεσταντισμός)·
φύλο, ερωτική πράξη
– όχι: σεξ (αλλά σεξουαλική ζωή)·
ανθρωπισμός, ανθρωπιστικές σπουδές
– όχι: ουμανισμός, ουμανιστικές σπουδές (αλλά οι ουμανιστές της Αναγέννησης)·
υπερρεαλισμός
– όχι: σουρρεαλισμός (αλλά: αυτά είναι σουρρεαλιστικά, δηλαδή ακαταλαβίστικα).

ΠΡΟΣΟΧΗ: Ορισμένοι ξενόγλωσσοι όροι είναι υποχρεωτικοί, εφόσον χρησιμοποιούνται για να εκφράσουν το συγκεκριμένο ιστορικό τους νόημα, που δεν το καλύπτει η ελληνική τους απόδοση, όπως:

οπορτουνισμός, οπορτουνιστής – για να ορίσουμε συγκεκριμένη πολιτική στάση στο πλαίσιο της Ρωσικής Επανάστασης, ή της μαρξιστικής πρακτικής· διαφορετικά: καιροσκοπία, καιροσκοπισμός.
ουμανισμός, ουμανιστής
για το ομώνυμο ιδεολογικό κίνημα της Αναγέννησης· διαφορετικά: ανθρωπισμός, ανθρωπιστής.
ιντελιγκέντσια
– για τους ρώσους διανοούμενους της προεπαναστατικής και επαναστατικής περιόδου – διαφορετικά: διανόηση, διανοούμενοι.
νατουραλισμός
– για το ομώνυμο λογοτεχνικό και ιδεολογικό κίνημα στα τέλη του περασμένου αιώνα, διαφορετικά: φυσιοκρατία.
Γενικά χρησιμοποιούμε τους ξενόγλωσσους όρους, όπου είναι απαραίτητοι και αναντικατάστατοι, με οικονομία και καλαισθησία.

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/2047

Εγκόλπιο Ορθής Γραφής : Ημερομηνίες και Ωροδείκτες

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΕΣ -ΩΡΟΔΕΙΚΤΕΣ

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΕΣ

1. Ο πλήρης ημερολογιακός δείκτης (ημερομηνία, μήνας, έτος) γράφεται με απόλυτο αριθμητικό για την ημέρα, άναρθρη γενική για τον μήνα (στη λόγια μορφή του), απόλυτο αριθμητικό για το έτος. Γράφουμε:
1η Ιανουαρίου 1991.

2. Τα ονόματα των μηνών εκφέρονται κατά κανόνα στη λογιότερη μορφή τους. Λέμε και γράφουμε:

Ιανουάριος, Φεβρουάριος, Ιούνιος, Ιούλιος, Σεπτέμβριος
– όχι: Σεπτέμβρης, Οκτώβριος – όχι: Οκτώβρης κτλ.

ΠΡΟΣΟΧΗ: Στην περίπτωση που λόγοι ύφους επιβάλλουν την πρόκριση της δημοτικής μορφής των μηνών, η γενική είναι πάντοτε έναρθρη. Γράφουμε:

5 του Γενάρη (όχι: 5 Γενάρη), 2 του Ιούνη (όχι: 2 Ιούνη).

3. Σε περίπτωση που ο ημερολογιακός δείκτης επιβάλλει να διαβαστεί η ημέρα ως τακτικό και όχι ως απόλυτο αριθμητικό, προσγράφεται στον αριθμό το γράμμα -η- ή -α-αναλόγως. Γράφουμε:

η 25η Μαρτίου, η 28η Οκτωβρίου, η 2α Σεπτεμβρίου.

4. Όταν ο πλήρης ημερολογιακός δείκτης φιλοξενείται στο εσωτερικό μιας πρότασης σε πλάγια πτώση (γενική ή αιτιατική), το έτος γράφεται με αριθμητικό, συνοδεύεται όμως και από το αντίστοιχο άρθρο. Γράφουμε:

τα οικονομικά μέτρα θα ισχύσουν από πρώτης Ιανουαρίου του 1991 – όχι: από πρώτης Ιανουαρίου 1991.

ΩΡΟΔΕΙΚΤΕΣ

Γράφουμε και λέμε:

στη μία ή στη μιάμιση – και όχι: στις μία ή στις μιάμιση.
π.χ. θα σε συναντήσω στη μία η ώρα.
τον βρήκα να με περιμένει στη μιάμιση.
Οι συντομογραφίες
π.μ. και μ.μ. διαβάζονται προ μεσημβρίας και μετά μεσημβρία(ν).

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/2046

Εγκόλπιο Ορθής Γραφής : ΜΕΤΑΓΡΑΦΗ ΞΕΝΙΚΩΝ ΚΥΡΙΩΝ ΟΝΟΜΑΤΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝΥΜΙΩΝ ΚΑΙ ΤΟΠΩΝΥΜΙΩΝ

ΜΕΤΑΓΡΑΦΗ ΞΕΝΙΚΩΝ ΚΥΡΙΩΝ ΟΝΟΜΑΤΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝΥΜΙΩΝ ΚΑΙ ΤΟΠΩΝΥΜΙΩΝ

Ονομάζουμε απλή μεταγραφή των ξένων κυρίων ονομάτων τη μεταγραφή τους σε νεοελληνικό αλφάβητο, με το οποίο δοκιμάζεται η κατά το δυνατόν ακριβέστερη φωνητική τους απόδοση. Γράφουμε:

Mallarmé – Μαλλαρμέ.

Ονομάζουμε εξελληνισμένη μεταγραφή των ξένων κυρίων ονομάτων την προσαρμογή τους στο νεοελληνικό κλιτικό σύστημα. Γράφουμε:

Horatius – Οράτιος, Voltaire – Βολταίρος, Boston – Βοστώνη.

Τα ξενικά κύρια ονόματα που έχουν εξελληνιστεί, κρατούν την εξελληνισμένη μορφή τους, εφόσον αυτή καθιερώθηκε από την ιστορία και τη νεότερη χρήση. Εκτός από τα εξελληνισμένα των αρχαιοτέρων χρόνων (αιγυπτιακά, βαβυλωνιακά, ασσυριακά, φοινικικά, περσικά, σκυθικά), οι άλλες κατηγορίες είναι:

Λατινικά,
όπως: Βρούτος, Λεύκιος, Τάκιτος, Οκταβία, Καπύη, Ρουβίκων.

Μεσαιωνικά,
όπως: Θεοδώριχος, Σιγισμούνδος, Καρλομάγνος, Αβελάρδος, Ταμερλάνος, Αββασίδες, Θουριγγία.

Νεότερα,
όπως: Γουτεμβέργιος, Βάκων, Κοπέρνικος, Έρασμος, Ρακίνας, Βολταίρος, Εδιμβούργο, Δουβλίνο, Χάβρη, Λίλλη, Κολωνία, Αννόβερο, Κίελο, Τασκένδη, Σιγγαπούρη, Νέα Ορλεάνη, Βοστώνη, Μελβούρνη, Τοσκάνη, Βεγγάζη.

Τα εξελληνισμένα προσωπωνύμια και τοπωνύμια κύριο γνώρισμα έχουν την ένταξη τους στο ελληνικό κλιτικό σύστημα:

η Καπύη, της Καπύης· οι Αββασίδες, των Αββασιδών· το Κίελο, του Κιέλου· η Κολωνία, της Κολωνίας.

ΠΡΟΣΟΧΗ: οι ελληνότροπες καταλήξεις προσωπωνυμίων και τοπωνυμιών στην ονομαστική, όπως και το -α- των θηλυκών και το -ο- των ουδετέρων, δεν μαρτυρούν πάντοτε εξελληνισμένο τύπο, εντασσόμενο στο ελληνικό κλιτικό σύστημα. Λέμε και γράφουμε:

της Μερίδα – όχι: της Μερίδας· του Τορόντο – όχι: του Τορόντου· του Μονακό – όχι: του Μονακού· της Πενσυλβάνια – όχι: της Πενσυλβάνιας· της Νικαράγουα – όχι: της Νικαράγουας – αλλά: του Μεξικού, του Βατικανού.

Τα ονόματα χριστιανών αυτοκρατόρων, βασιλέων και ηγεμόνων, ιεραρχών και αγίων γράφονται με την αντίστοιχη ελληνική ή εξελληνισμένη, εφόσον υπάρχει, μορφή τους:

Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος, Ιωάννης ο Ακτήμων, Μαρία Θηρεσία, Φραγκίσκος Ιωσήφ, πάπας Βενέδικτος, άγιος Φραγκίσκος της Ασσίζης.

ΠΡΟΣΟΧΗ στις εξαιρέσεις, όπως: το ρωσικό Ιβάν (Ιβάν ο Τρομερός – όχι: Ιωάννης ο Τρομερός)· το ισπανικό Χουάν (δον Χουάν ο Αυστριακός, Χουάν Κάρλος – όχι: ο Ιωάννης Κάρολος)· η Τζουλιάνα της Ολλανδίας – όχι: η Ιουλιανή ή η Γιουλιάνα.

ΜΕΤΑΓΡΑΦΗ ΞΕΝΙΚΩΝ ΚΥΡΙΩΝ ΟΝΟΜΑΤΩΝ

Ο ελληνικός τονικός κανόνας, ότι μία λέξη μπορεί να τονιστεί μόνον σε μία από τις τρεις τελευταίες συλλαβές, δεν εφαρμόζεται στη μεταγραφή των μη εξελληνισμένων ξενικών κυρίων ονομάτων.
Τονίζουμε και προηγούμενες συλλαβές, όταν έτσι τονίζεται στην ξένη γλώσσα το μεταγραφόμενο όνομα:

Φράνκενστάιν, Αϊζενχάουερ, Άντενάουερ.

ΜΕΤΑΓΡΑΦΗ ΞΕΝΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝΥΜΙΩΝ ΚΑΙ ΤΟΠΩΝΥΜΙΩΝ

Τα ξενικά κύρια ονόματα, που δεν έχουν εξελληνιστεί ούτε και έχουν καθιερωμένο τύπο μεταγραφής, αποδίδονται κατά την προφορά τους – όσο αυτό είναι εφικτό. Οδηγός για τη φωνητική απόδοση κρίνονται τα λεξικά: Webster’s Biographical και Webster’s Geographical.

Δεν κρατούμε τα όμοια σύμφωνα στην αρχή και στο τέλος των ξενικών κυρίων ονομάτων: Cordell Hull – Κόρντελ Χαλ, Thomas Mann – Τόμας Μαν, Lloyd – Λόυντ.

Κρατούμε τα όμοια σύμφωνα ανάμεσα από φωνήεντα, εκτός από τα ζεύγη ΒΒ, DD, GG που δεν μπορούν να μεταγραφούν με την ξενική προφορά τους (μπμπ, ντντ, γκγκ). Mallarme – Μαλλαρμέ, Manhattan – Μανχάτταν, αλλά: Hoffmann – Χόφμαν, Mannheim –Μανχάιμ, Addison – Άντισον.

Προσοχή: Δεν λογίζονται όμοια σύμφωνα τα συμφωνικά συμπλέγματα: CK, CQ, SC, SCH, SZ τα οποία και μεταγράφονται όπως, κατά περίσταση, προφέρονται: Eckermann –Έκερμαν, Blackwell – Μπλάκουελ, Lascelles – Λάσελς, Aschaffmburg Ασάφφεμπουργκ.

Στα γερμανικά ονόματα το διπλό συμφωνικό σύμπλεγμα SCH μεταγράφεται ως διπλό – σ: Eschscholtz – Έσσολτζ.

Κρατούν την καθιερωμένη μορφή τους τα ζεύγη: όνομα εξελληνισμένο + επώνυμο εξελληνισμένο + όνομα ξενόφωνο + επώνυμο εξελληνισμένο· όνομα εξελληνισμένο + επώνυμο ξενόφωνο· όνομα ξενόφωνο + επώνυμο ξενόφωνο:

1η κατηγορία: Ιωάννης Γουτεμβέργιος, Φραγκίσκος Βάκων.
2η κατηγορία: Ριτσιότι Γαριβάλδης.
3η κατηγορία: Γεώργιος Ουάσιγκτον, Κάρολος Ντε Γκωλ, Βίχτωρ Ουγκό, Ιούλιος Βερν, Λέων Τρότσκυ.
4η κατηγορία: Σαρλ Μωρράς, Ζυλ Ρομοίν, Λέον Μπλουμ.

ΠΡΟΣΟΧΗ: Όπως προκύπτει από τα παραπάνω παραδείγματα, το ίδιο προσωπωνύμιο άλλοτε εξελληνίζεται, άλλοτε όχι. Γνώμονας είναι η συνήθεια. Σε περίπτωση αμφιβολίας προτιμούμε το ξενόφωνο: Εμίλ (όχι: Αιμίλιος) Ζολά, Πωλ (όχι: Παύλος) Βαλερύ, Άλφρεντ (όχι: Αλφρέδος) ντε Μυσσέ.

Τα ξενικά κύρια ονόματα που δεν εξελληνίζονται ούτε και έχουν καθιερωμένο τύπο μεταγραφής αποδίδονται χωρίς εφαρμογή της ιστορικής ορθογραφίας: Walter Scott – Ουώλτερ Σκοτ (όχι: Σκωτ), San Antonio – Σαν Αντόνιο (όχι: Σαν Αντώνιο), Santa Vittoria – Σάντα Βιττόρια (όχι: Σάντα Βιττώρια).

Η εξελληνισμένη μορφή των ξενικών κυρίων ονομάτων δεν είναι σε όλες τις περιπτώσεις σήμερα ανεκτή, με κριτήριο το σύγχρονο γλωσσικό αίσθημα.

Γράφουμε και λέμε:
Μποσσυέ
– όχι: Βοσσουέτος, Σαίξπηρ – όχι: Σακαισπήρος, Ντιντερό – όχι: Διδερότο Σατωμπριάν – όχι: Σατωβριάνδος, Μιλάνο – όχι: Μεδιόλανο (αλλά: Σύνοδος του Μεδιολάνου).

ΠΡΟΣΟΧΗ: Ξενικά κύρια ονόματα, τα οποία δεν έχουν εξελληνιστεί, αλλά χρησιμοποιούνται ήδη σε πάγιο τύπο της απλής μεταγραφής τους, κρατούν τον τύπο αυτόν, εφόσον δεν διαιωνίζει αδικαιολόγητες αλλοιώσεις. Γράφουμε και λέμε:

στρατάρχης Νέυ – όχι: Νε, Τσώρτσιλ – όχι: Τσέρτσιλ, Ρούζβελτ – όχι: Ρόοζβελτ, Γιβραλτάρ – όχι: Τζιμπράλταρ.

Σεβαστές παραμένουν αλλοιώσεις με διεθνή πλέον καθιέρωση, όπως: Ποτέμκιν, όχι Πατιόμκιν, Βαν Γκογκ – όχι: Βαν Χοχ, Άιφελ – όχι: Εφφέλ, Ντρέυφους – όχι: Ντρεφύς.

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://blogs.sch.gr/stratilio/archives/2045

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση