TA ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΑ

Το Λαύρειο με το παραπάνω γενικό, δυναμικό σημαινόμενο, ως ο τόπος των μεταλλευτικών έργων, χαρακτηρίζεται επί αιώνες, από την αρχαία εποχή έως σήμερα αφού αποτελεί το απόλυτο συμπλήρωμα, τον αναντικατάστατο ετερόπτωτο ονομαστικό προσδιορισμό, όταν θέλει να αναφερθεί κανείς στα μεταλλεία της περιοχής λέγει και γράφει «τα μεταλλεία του Λαυρείου»και αυτό το περιεχόμενο εννοούν οι αρχαίοι συγγραφείς,όπως ο Ηρόδοτος (5ος αι.π.Χ., VII 144), στον  οποίο για πρώτη φορά απαντάται το τοπωνύμιο, ο Θουκιδίδης (5ος αι. π.Χ., ΙΙ55,Ι), ο Αριστοτέλης  (4ος αι. π.Χ. Οικονομικός Β36), ο Παυσανίας (2ος αι. μ.Χ Ελλάδος Περιηγήσεως. Αττικά Α, 1) και στην Βυζαντική εποχή ο Γ. Χοιροβοσκός(Γραμματικός, 2ο μισό του 8ου αι.).

 

Παρομοίως και στη νεότερη εποχή, από την πρώτη συστηματική εργασία πάνω στο αρχαίο Λαύριο του Γερμανού ερευνητή Α. Boeckh, Uber die Laurischn Silberwerke in Attica,Berlin, 1815 (Περί των λαυρεωτικών αργυρείων στην Αττική, Βερολίνο,1815) στη συνέχεια με την επανέναρξη των έργων το 1865 και καθ όλο τον 19ο , 20ο αι. και μέχρι σήμερα, όταν τα επίσημα έγγραφα ή έντυπα, οι Έλληνες και ξένοι συγγραφείς και μελετητές αναφέρονται στο Λαύρειο ή ασχολούνται αποκλειστικά με αυτό είτε πρόκειται για τις μεταλλούχες ύλες (σκωρίες, εκβολάδες, μεταλλεία), είτε για τα μεταλλευτικά και μεταλλουργικά έργα της αρχαίας και νεότερης εποχής, από κάθε άποψη, του αποδίδουν το παραπάνω γεωγραφικό, γεωλογικό, μεταλλευτικό και ιστορικό περιεχόμενο.

 

 

Οι ίδιοι οι ιθύνοντες των δύο μεγάλων εταιρειών, που δραστηριοποιήθηκαν στον 19ο και 20ο αι. στην άνω γεωγραφική περιοχή, θεώρησαν ως απολύτως φυσικό να ονομάσουν την μεν ελληνική ως Εταιρεία Μεταλλουργείων Λαυρίου, τη δε γαλλική, ως Compagnie Francaise des Mines du Laurinm (Γαλλική Εταιρεία Μεταλλείων  Λαυρίου ). Τόση είναι δε η ισχύς του τοπωνυμίου Λαύρειον και του περιεχομένου του ώστε με δεδομένο και τον κλασικισμό της εποχής, όταν σχηματίστηκαν οι Δήμοι της Αττικής το 1835, όχι μόνον η ως άνω περιγραφόμενη περιοχή, αλλά και πέραν αυτής, περιλαμβάνεται στον ιδρυθέντα Δήμο, ο οποίος, φυσικά, ονομάζεται Δήμος Λαυρίου.

 

Στον 19ο αι. με την αναγέννηση του μεταλλευτικού Λαυρείου,  τον 20ο και μέχρι σήμερα χρησιμοποιείται η διπλή γραφή Λαύρειο (ν) και Λαύριο (ν). Φυσικά με τη στενή του έννοια το τοπωνύμιο Λαύρειον παραπέμπει και στη ομώνυμη πόλη της νεότερης εποχής . Ο δε όρος Λαυρεωτική σημαίνει α) συναπτόμενος , με τη λέξη Δήμος τα διοικητικά όρια του Δήμου Λαυρεωτικής και β) ως συνώνυμος του Λαυρείου , την περιοχή των μεταλλευτικών έργων. Το τοπωνύμιο Λαύρειον είναι μακράν επικρατέστερο του συνώνυμού του Λαυρεωτική, όπως, άλλωστε, συνέβαινε πάντα, και στην Αρχαιότητα. Αλλωστε, μόλις τον 1ο -2ο αι. μ.Χ. χρησιμοποιεί ο Πλούταρχος τον όρο Λαυρεωτική ως τοπωνύμιο.

 

[στοιχεία από το βιβλίο: Θορικός: το αρχαίο θέατρο του Γιώργου Ν. Δερμάτη, Δρ. Ιστορίας]