Γλωσσάριο εννοιών Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης
(Ο Ευρωπαϊκός _Διαπολιτισμικός Χώρος Εργασίας ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΟ ΚΕΝΤΡΟ  2007 )
Ενσωμάτωση – Η τροποποίηση του πολιτισμού μιας ομάδας ή ενός μεμονωμένου ατόμου σαν συνέπεια της συνεχούς επαφής με έναν διαφορετικό πολιτισμό (http://www.answers.com)
Ο ζητών άσυλο – πρόκειται συχνά για ένα άτομο που αφήνει τη χώρα του για την ασφάλειά του, συχνά για πολιτικούς λόγους ή λόγω πολέμου, και ταξιδεύει σε άλλη χώρα ελπίζοντας ότι η κυβέρνηση θα τον προστατεύσει και θα του επιτρέψει να ζήσει εκεί: (http://www.freesearch.co.uk/dictionary/asylum-seeker). Ο ζητών άσυλο αιτείται από ένα  κράτος να αναγνωριστεί σαν Πρόσφυγας όπως ο όρος αυτός ορίζεται στην Συνθήκη της Γενεύης για το Καθεστώς του Πρόσφυγα (Status of Refugees). Οι περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες έχουν προσυπογράψει την Συνθήκη της Γενεύης. Οι αιτούντες άσυλο έχουν το δικαίωμα να παραμείνουν στην χώρα υποδοχής εφόσον η αίτηση τους για το Άσυλο υπόκειται σε επεξεργασία, και κατόπιν, μπορούν να παραμείνουν στην χώρα εφόσον τους χορηγηθεί το δικαίωμα του Ασύλου.
Δικαιούχος – ένα πρόσωπο, οργανισμός ή άλλη ομάδα ανθρώπων που ωφελείται από τις ενέργειες που περιγράφονται κατά περίπτωση. (http://www.beep-eu.org)
Δίγλωσσος – ένα άτομο που γνωρίζει δυο γλώσσες
Περιπτωσιολογική (μελέτη) – η περιγραφή και η εφαρμογή μεθόδων μιας συγκεκριμένης κατάστασης. Μια περιπτωσιολογική μελέτη πρέπει να περιλαμβάνει έναν ή περισσότερους στόχους και περιγραφή δραστηριοτήτων (μεθόδων και διαδικασιών) που πραγματοποιούνται κατά την επιδίωξη αυτών των στόχων. (http://www.beepeu. org/)
Πολιτισμική Σύγκριση – ο όρος αυτός χρησιμοποιείται γενικά για να περιγράψει τα συγκριτικά στοιχεία και τις μελέτες ενός περιορισμένου αριθμού πολιτισμών.
Πολιτισμική Ποικιλομορφία – ποικιλία και αφθονία των κοινοτήτων με ευδιάκριτα συστήματα κανόνων, πεποιθήσεων, πρακτικών, και αξιών (http://www.cadi.ph/glossary_of_terms.htm), βλ. εθνική ποικιλομορφία)
Διάκριση – περιλαμβάνει την τυπική και ανεπίσημη ταξινόμηση των ανθρώπων σε διαφορετικές κατηγορίες και σύμφωνα με τα μέλη των διαφορετικών ευδιάκριτων ομάδων, τυπικά άνισων συμπεριφορών, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων χωρίς να υπάρχει λογική αιτιολόγηση για αυτήν την διαφορετική συμπεριφορά. Εάν υπάρχει λογική αιτιολόγηση για τη διαφορετική συμπεριφορά, τότε η διάκριση δεν περικλείει φθόνο. Τα κριτήρια που περιγράφουν τις ομάδες, όπως το φύλο, η φυλή, ή η τάξη, καθορίζουν το είδος της διάκρισης (http://en.wikipedia.org/wiki/).
Τομέας της εκπαίδευσης – ο τομέας της εκπαίδευσης περιλαμβάνει τα πρωτοβάθμια δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαιδευτικά ιδρύματα όπως τα κολλέγια και τα πανεπιστήμια τα οποία οργανώνονται σε περιφερειακή / εθνική βάση ή ανεξάρτητα, όπως τα φροντιστήρια.
Ισότητα ευκαιριών – δύο είναι τα βασικά στοιχεία της γενικής αρχής για την ισότητα των ευκαιριών, είναι η απαγόρευση των διακρίσεων με τη δικαιολογία της εθνικότητας (άρθρο 12 της Συνθήκης ΕΚ, προηγούμενο άρθρο 6) και η ισότητα στην αμοιβή για τους άνδρες και τις γυναίκες (άρθρο 141 της Συνθήκης ΕΚ, προηγούμενο άρθρο 119). Προορίζεται να ισχύσει για όλους τους τομείς, ιδιαίτερα οικονομικό, κοινωνικό, πολιτιστικό και την οικογενειακή ζωή. Η Συνθήκη του Άμστερνταμ πρόσθεσε ένα νέο άρθρο 13 στη Συνθήκη, ενισχύοντας την αρχή της μη-διάκρισης, η οποία συνδέεται στενά με την ισότητα των ευκαιριών. Σύμφωνα με αυτό το άρθρο, το Συμβούλιο έχει την εξουσιοδότηση να παίρνει τα κατάλληλα μέτρα για να καταπολεμήσει οποιαδήποτε μορφή διάκριση στα φύλα, φυλή ή εθνική καταγωγή, θρήσκευμα ή πεποιθήσεις, αναπηρία, ηλικία ή σεξουαλικότητα. Ο Χάρτης Θεμελιωδών (ικαιωμάτων της ΕΕ τέθηκε σε ισχύ τον (εκέμβρη του 2000 και περιλαμβάνει ένα κεφάλαιο το οποίο τιτλοφορείται «Ισότητα» στο οποίο τίθενται οι αρχές της μη διάκρισης , της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών και πολιτισμικές, θρησκευτικές και γλωσσικές διαφορές. Περιλαμβάνει επίσης τα δικαιώματα του παιδιού, των ηλικιωμένων και των ατόμων με αναπηρίες. Σχετικά με το θέμα της μηδιάκρισης, στον χάρτη δηλώνεται ότι: «Οποιοδήποτε είδος διάκρισης που βασίζεται στην διαφορετικότητα στα φύλα, φυλές, χρώμα, εθνική ή κοινωνική προέλευση, γενετικά χαρακτηριστικά, γλώσσα, θρήσκευμα ή πεποιθήσεις, πολιτικές ή άλλες απόψεις, συμμετοχής σε εθνική μειονότητα, ιδιοκτησία, γενετικά χαρακτηριστικά, ηλικία ή σεξουαλικό προσανατολισμό πρέπει να απαγορευτούν.» (Γλωσσάριο της ΕΕ όρων)
Εθνική ποικιλομορφία – ποικιλομορφία των ανθρώπων με διαφορετικό εθνικό υπόβαθρο.
Εθνική Ομάδα –μια ομάδα ανθρώπων που προσδιορίζουν ο ένας τον άλλον ή προσδιορίζεται από άλλους ως ομάδα που έχει μια κοινή ιστορική καταγωγή. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ομάδας μπορούν να λάβουν διάφορες μορφές – φυλετικές, πολιτιστικές, γλωσσικές, και θρησκευτικές – και μπορεί να διακατέχονται τα μέλη της λίγο έως πολύ με φανατισμό. Λόγω αυτών των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων, τα μέλη μιας εθνικής ομάδας θεωρούνται συχνά ότι έχουν πολιτισμική ή βιολογική ομοιότητα, αν και αυτό δεν είναι στην πραγματικότητα απαραίτητο (http://en.wikipedia.org/wiki/)
Αλλοδαπός – ένα πρόσωπο γεννημένο ή προερχόμενο από μια ξένη χώρα (Αγγλικό Λεξικό της Οξφόρδης)
Ορθή πρακτική – η χρήση μιας μεθόδου, ενός εργαλείου , μιας τεχνολογίας που θεωρούνται γενικά ως πρακτικές οι οποίες είναι καλές (π.χ. για εκπαίδευση), δηλ. πρακτικές οι οποίες είτε επιτυγχάνουν τους δικούς τους στόχους και / ή έχουν μια ευεργετική επίδραση στο περιβάλλον τους, ή (περισσότερο σημαντικό) παρέχουν χρήσιμες εκπαιδευτικές εμπειρίες οι οποίες ενδεχομένως να διεγείρουν την δημιουργικότητα, την ευστροφία και την αυτογνωσία από μέρους του χρήστη. Η ορθή πρακτική σε δοθείσες καταστάσεις, είναι αυτή που θεωρείται η καλύτερη και λαμβάνεται ως σημείο αναφοράς για άλλες αναλύσεις. (http://www.beep-eu.org/).
Μετανάστης – ένα άτομο έρχεται από ξένη χώρα και εγκαθίσταται μόνιμα ή μακροπρόθεσμα σε μια χώρα και σκοπεύει στην μόνιμη εγκατάστασή του. Ο όρος του μετανάστη δεν αφορά τον περιστασιακό επισκέπτη ή ταξιδιώτη (http://en.wikipedia.org/wiki/).
Διαπολιτισμικός – ο όρος διαπολιτισμικός είναι μερικές φορές ταυτόσημος με την «πολιτισμική σύγκριση» (βλ. παραπάνω) και περιγράφει τα συγκριτικά δεδομένα και μελέτες ενός μεγάλου αριθμού πολιτισμών, ή τις μελέτες που προσπαθούν να προσδιορίσουν τον βαθμό που οι πολιτισμοί αυτοί δεν συγκεκριμενοποιούνται πολιτισμικά. Για παράδειγμα, η εργασία του Hofstede είναι διαπολιτισμική, δεδομένου ότι περιγράφει τις πολιτιστικές διαστάσεις που είναι εφαρμόσιμες για όλους τους πολιτισμούς. Ο όρος (ιαπολιτισμικός χρησιμοποιείται επίσης για να περιγράψει τα στοιχεία που αλληλεπιδρούν όταν συνευρίσκονται μέλη ομάδων με διαφορετικό πολιτισμικό υπόβαθρο.
Διαπολιτισμική Επικοινωνίαεπικοινωνία μεταξύ ατόμων οι οποίοι έχουν διαφορετικό πολιτισμικό υπόβαθρο.
Εκπαίδευση Διαπολιτισμικής Επικοινωνίας – περιλαμβάνει την εκμάθηση διαφορετικών πολιτισμών τόσο με γενικές όσο και με συγκεκριμένες πολιτισμικές πληροφορίες. Η εστίαση δεν αφορά τόσο τις συνήθειες και τα θρησκευτικά έθιμα, αλλά περισσότερο τις πολιτισμικές ομοιότητες και διαφορές στους διάφορους τομείς επικοινωνίας, συμπεριλαμβανομένης και της γλώσσας του σώματος, τις συμπεριφορές, αξίες και κανόνες των διάφορων περιοχών, όπως η σχέση με την εξουσία, ο σεβασμός, η ευγένεια, ο χρονικός προσανατολισμός και ρόλος των φύλων, ο κολεκτιβισμός και ο ατομικισμός.
Διαπολιτισμική Επιχείρηση – μια επιχείρηση η οποία προσλαμβάνει άτομα διαφορετικών ενοτήτων, πολιτισμών ή /και φυλετικού υπόβαθρου.
Διαπολιτισμικός χώρος εργασίας – ένα εργασιακό περιβάλλον μέσα στο οποίο εργάζονται τα άτομα διαφορετικών εθνοτήτων, πολιτισμών και φυλετικού υπόβαθρου. Αφορά επίσης εκείνο το εργασιακό περιβάλλον που απευθύνεται σε πελάτες διαφορετικής κουλτούρας.
Διεθνικός εργαζόμενος – ένας όρος που χρησιμοποιείται από κάποιους οργανισμούς και αναφέρεται σε εργαζόμενους που είναι μέλη εθνικής μειονότητας, οι οποίοι έρχονται από το εξωτερικό για να εργαστούν. Αυτός ο όρος θεωρείται ότι είναι διαπολιτισμικά πιο ευαίσθητος από άλλους όπως «ξένος» ή «αλλοδαπός».
Θεσμικός ρατσισμός – η συλλογική αποτυχία σε επίπεδο οργάνωσης (μιας χώρας) να παρέχει μια κατάλληλη και επαγγελματική υπηρεσία σε άτομα λόγω του χρώματος, του πολιτισμού ή της εθνικής προέλευσής τους. (Έρευνα επιτροπών έρευνας Lawrence για τη μητροπολιτική  αστυνομία του Λονδίνου)
Δια βίου Εκπαίδευση – η συνεχής κατάκτηση γνώσεων, δεξιοτήτων και ικανοτήτων (σε ένα περιβάλλον που συνεχώς αλλάζει)
Διακινούμενος εργαζόμενος – ένας οικονομικός μετανάστης είναι αυτός που αφήνει
εθελοντικά τη χώρα προέλευσής του (συχνά για οικονομικούς λόγους) (http://en.wikipedia.org/wiki/).
Μειονότητα – μια ομάδα στα πλαίσια μιας χώρας η οποία διαφέρει στον πολιτισμό, εθνικότητα, φυλή, θρήσκευμα ή εθνική καταγωγή από το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού.
Μητρική Γλώσσα– συνήθως είναι η πρώτη γλώσσα που μαθαίνει το παιδί ή μερικές φορές η γλώσσα της μητέρας του παιδιού.
Πολυεθνικός – μια επιχείρηση η οποία λειτουργεί σε πολλές χώρες.
Πολυπολιτισμικότητα – η πολυπολιτισμικότητα ή ο πολιτιστικός πλουραλισμός είναι μια πολιτική, ένα ιδανικό, ή μια πραγματικότητα που υπογραμμίζουν τα μοναδικά χαρακτηριστικά των διαφορετικών πολιτισμών στον κόσμο, και ιδιαίτερα τον βαθμό συσχέτισης τους από πλευράς υποδοχής μεταναστών. (http://en.wikipedia.org/wiki/)
Μη εθνικός / ξένος – το άτομο που δεν είναι πολίτης μιας χώρας στην οποία διαμένει για μικρό ή μεγάλο χρονικό διάστημα. Ο όρος αυτός θεωρείται ακατάλληλος στις μέρες μας γιατί είναι διαπολιτισμικά ανακριβής υπονοώντας το άτομο που δεν έχει εθνικότητα – είναι απλά πολίτης διαφορετικής χώρας. Οι όροι «ξένης Εθνικότητας» ή «διεθνικός εργάτης» προτιμώνται.
Εργασιακή Κατάρτιση – η διαδικασία απόκτησης μια συγκεκριμένης δεξιότητας στο εργασιακό περιβάλλον μετά από διδασκαλία.
Παρατήρηση συμμετεχόντων – μια ερευνητική μέθοδος όπου ο ερευνητής είναι και παρατηρητής και συμμετέχων σε ένα δεδομένο επικοινωνιακό γεγονός όπως μια συναλλαγή σε ένα κατάστημα λιανικού εμπορίου. Οι παρατηρήσεις μπορούν να γίνουν λίγο ή πολύ υστηματικά ανάλογα με το σκοπό της μελέτης.
Προκατάληψη – λανθασμένη και αρνητική πεποίθηση για κάτι (συχνά για άνθρωπο ή ομάδες ανθρώπων)
Ρατσισμός – οποιαδήποτε διάκριση, αποκλεισμός, περιορισμός ή προτίμηση που βασίζεται στη φυλή, το χρώμα, την καταγωγή, ή την εθνική ή εθνολογική καταγωγή που επηρεάζει ακυρώνοντας και εξασθενώντας την αναγνώριση και εξάσκηση της ισότητας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θεμελιωδών ελευθεριών σε πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό, πολιτισμικό επίπεδο ή οποιοδήποτε άλλο τομέα της δημόσιας ζωής. http://www.unhchr.ch/html/menu3/b/d_icerd.htm
Πρόσφυγας – Η Σύμβαση του 1951 αναφορικά με το καθεστώς των προσφύγων ορίζει σαν πρόσφυγα το άτομο άλλης εθνικότητας και χώρας προέλευσης ο οποίος δεν μπορεί ή δεν επιθυμεί να επιστρέψει στην χώρα καταγωγής του, «για λόγους όπως φόβος καταδίωξης λόγω της εθνικότητας, φυλής, θρησκεύματος, πολιτικών πεποιθήσεων και συμμετοχής σε μια συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα». (Γραφείο του υψηλού Επιτρόπου Ηνωμένων Εθνών για τα ανθρώπινα δικαιώματα www.unhcr.org) Το άτομο που «λόγω σοβαρών φόβων καταδιώκεται για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, εθνικούς, πολιτικές πεποιθήσεις και συμμετοχή σε μια συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα, βρίσκεται εκτός των συνόρων της χώρας προέλευσης του και δεν μπορεί ή δεν επιθυμεί να επιστρέψει και να ωφεληθεί από την προστασία της χώρας του, ή το άτομο που μη έχοντας άλλη εθνικότητα δεν υπόκειται στην προστασία άλλης χώρας πέραν της χώρας προέλευσης του. (Άρθρο 1 της Συνθήκης της Γενεύης, 1951)
Κοινωνικό Κεφάλαιο– κατοχή κοινωνικών ή κοινωνικοοικονομικών πηγών (π.χ. κοινωνικά δίκτυα, κοινωνικές δεξιότητες σε ό,τι αφορά στην δημιουργία κοινωνικών σχέσεων, στην εκπαίδευση για την οργάνωση και διαχείριση κοινωνικο-οικονομικών ομάδων κτλ. )
Κοινωνική Ενσωμάτωση – συμμετοχή σε μια κοινωνική ομάδα – η πολιτική της συμμετοχής σε μια κοινωνική ομάδα συνεπάγεται δέσμευση στην ιδέα της δικαιοσύνης και της ισότητας στα πλαίσια μιας δεδομένης κοινωνίας. www.inspire.edin.org/pages/glossary.htm
Κοινωνική δικαιοσύνη – το δικαίωμα όλων των ατόμων και ομάδων για ισότητα και δικαιοσύνη, (http://www.cadi.ph/glossary_of_terms.htm)
Κοινωνικός Εταίρος – ένας όρος που χρησιμοποιείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και αφορά ένα εργοδότη ή υπάλληλο σε οργανισμούς που συνεργάζονται με την Επιτροπή με σκοπό την ανάπτυξη μιας κοινής προσέγγισης για πολιτικές οικονομικές και κοινωνικές της Ένωσης. Περιλαμβάνει τις Εμπορικές Ενώσεις, Εμπορικούς Οργανισμούς, το Εμπορικό επιμελητήριο και (περιφερειακά) άλλους Επαγγελματικούς Οργανισμούς. (http://www.beep-eu.org/)
Sojourner –ένας προσωρινός κάτοικος ένα πρόσωπο που μένει για μια μικρή χρονική περίοδο σε μια περιοχή.
Μελέτη – ένα αναλυτικό κομμάτι από μια εργασία που μπορεί να περιλαμβάνει έρευνες ή αναλύσεις μιας ομάδας από περιπτωσιολογικές μελέτες. Πρόκειται για μια πιο γενική έννοια σε σύγκριση με την «περιπτωσιολογική μελέτη» η οποία αφορά την μελέτη για μια συγκεκριμένη πραγματική κατάσταση. (http://www.beep-eu.org/)
Επαγγελματική εκπαίδευση – Εκπαίδευση στον χώρο εργασίας – π.χ. συστηματική εκπαίδευση για ειδίκευση ή απόκτηση πρόσθετης γνώσης για το εργασιακό περιβάλλον και τρόπους με τους οποίους η θεωρία θα γίνει πράξη.