Στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες εμφανίζεται ο άγιος Συμεών Στυλίτης. Οι ακραίες πρακτικές του σηματοδότησαν το κίνημα του χριστιανικού ασκητισμού και συνέβαλαν στην ορισμό του ως προτύπου αγιότητας την περίοδο εκείνη. Γεννήθηκε στην κώμη Σισάν της Αντιόχειας. Οι γονείς του ήταν φτωχοί βοσκοί. Επί Λέοντος του Μεγάλου (457-474), όταν Πατριάρχης ήταν ο Μαρτύριος, αναχώρησε για το μοναστήρι της Μάνδρας, όπου έμεινε μια ολόκληρη δεκαετία. Μετά από τριετή παραμονή στην κώμη Τελάνισο, αποφάσισε να γίνει στυλίτης και ασκήθηκε με τον τρόπο αυτό επί 47 έτη. Πολύ σύντομα, μετά τον θάνατο του Αγίου, η πιο όμορφη εκκλησία της Ανατολής χτίστηκε στην κορυφή του λόφου που χρησιμοποιούσε ως κατοικία. Το σχέδιο του ναού, έχοντας σαν κέντρο τον φημισμένο στύλο, ήταν πρωτότυπο. Τέσσερις βασιλικές, διευθετημένες στο σχήμα του σταυρού, άνοιγαν σε ένα είδος οκταγώνου καλυμμένου από έναν θόλο (τρούλο). Στο κέντρο στεκόταν ο ιερός στύλος. Ο ναός ο οποίος ήτανε προσανατολισμένος προς την ανατολή και για αυτό το λόγο ελαφρώς μη ευθυγραμμισμένος, ήταν αυτός που κυρίως χρησιμοποιούνταν για την λατρεία. Οι τρεις άλλοι ναοί στέγαζαν τους προσκυνητές. Υπήρχε πάντα ένα ενθουσιώδες πλήθος, που ήλπιζε σε ένα θαύμα. Ο αλεξανδρινός ποιητής Κωνσταντίνος Καβάφης έτρεφε μεγάλο θαυμασμό γι’ αυτόν και του αφιέρωσε ένα ποίημα κι ένα πεζό κείμενο του. «Αυτός ο μεγάλος», σημειώνει ο ποιητής, «αυτός ο υπέροχος άγιος, είναι ασφαλώς θέμα που πρέπει να ξεχωριστεί από μέσα στην εκκλησιαστική ιστορία, για να θαυμαστεί και να μελετηθεί. Υπήρξε ίσως ο μόνος άνθρωπος, που τόλμησε να ζήση πραγματικά ολομόναχος».