“Όλα τα Πατερικά είναι ρυάκια, τα οποία πηγάζουν από το Ευαγγέλιο”

Γέροντας Παϊσιος

Διηγήσεις Αγίων Γερόντων

Ο άγιος «κλέφτης»

Σε κάποιο κοινόβιο ετοιμάζονταν να τελέσουν τη θεία λειτουργία, και καθώς οι διάκονοι μπήκαν να φορέσουν τα άμφιά τους βρήκαν ότι έλειπε ένα. Ερεύνησαν πολύ και επειδή δεν το βρήκαν, το ανέφεραν στο αββά. Αυτός τους λέει: «Ερευνήστε πάλι». Καθώς λοιπόν δε βρέθηκε, ο αββάς θύμωσε για το άτοπο αυτό πράγμα και λέει: «Ζούμε μαζί με ληστές. Μα τον Θεό, δε θα γίνει η λειτουργία ούτε θα φάμε τίποτε μέχρι να βρεθεί ο ληστής».Την ώρα που ο αββάς μαζί με τους διακόνους πήγε να ερευνήσει στα κελιά των αδελφών και αυτοί περίμενα στην εκκλησία, εκείνος που το έκλεψε λέει στο διπλανό του που ήταν ευλαβής: «Αλίμονό μου, τι με περιμένει τώρα». Του λέει εκείνος: «Γιατί;» Του αποκρίνεται: «Εγώ έκλεψα το άμφιο και βρίσκεται στο κελί μου κάτω σε ένα σκεύος». Του λέει ο άλλος: «Μη στενοχωριέσαι καθόλου, μόνο πήγαινε και βάλε το στο κελί μου». Πάει αυτός και βάζει το σκεύος στο κελί του αδελφού.Όταν έφτασαν ψάχνοντας ο αββάς και οι διάκονοι στο κελί με το σκεύος του αδελφού, άπλωσε το χέρι του ένας διάκονος, τράβηξε το άμφιο και έβαλε τις φωνές: «Ο τάδε ο ευλαβής βρέθηκε κλέφτης».Πηγαίνουν αμέσως στην εκκλησία, τον πιάνουν, του δίνουν πολλά χτυπήματα και σέρνοντάς τον πετούν έξω από το κοινόβιο. Εκείνος τους παρακαλούσε: «Αφήστε με να μετανοήσω και δε θα το ξανακάνω». Αυτοί όμως τον έδιωξαν λέγοντας: «Δεν μπορούμε να έχουμε έναν κλέφτη ανάμεσά μας». Επιστρέφουν κατόπι στην εκκλησία για την τέλεση της θείας λειτουργίας. Και όταν ο διάκονος πήγε να σύρει το παραπέτασμα, αυτό δεν προχωρούσε. Κοίταξαν προσεκτικά μήπως κάτι το εμποδίζει και δε βρήκαν τίποτε. Τότε ο αββάς σκέφτηκε καλύτερα και είπε: «Μήπως επειδή διώξαμε τον αδελφό μας συνέβη αυτό; Πηγαίνετε να τον φέρετε και θα μάθουμε». Όταν ήρθε ο αδελφός, έσυραν το παραπέτασμα και αμέσως μετακινήθηκε.Να, αυτό είναι να θυσιάζει κανείς τον εαυτό του για χάρη του πλησίον. Αν δεν φτάσουμε σε αυτό το μέτρο, τουλάχιστον ας μη καταλαλούμε σε βάρος του πλησίον, μήτε να τον κατακρίνουμε, για να μην αποξενωθούμε από τη χαρά που πρόκειται να απολαύσουν οι άγιοι.

Το κτήμα του μοναχού

Ένας αδελφός, όταν έγινε μοναχός μοίρασε όλα του τα υπάρχοντα κρατώντας μόνο ένα καλό κτήμα. Κάποιος επιφανής κοσμικός επιθύμησε αυτό το κτήμα και του ζήτησε πολλές φορές να του το πουλήσει ή να το ανταλλάξει, εκείνος όμως δε δέχθηκε τίποτα από αυτά.Συνέβη λοιπόν ο κοσμικός να διοριστεί διοικητής της επαρχίας εκείνης και άρχισε να πιέζει το μοναχό να εγκαταλείψει το κτήμα, ταλαιπωρώντας τον συνεχώς και περνώντας τα ζώα του μέσα από το κτήμα.Ο αδελφός, βλέποντας τα πράγματα πολύ δύσκολα κι επειδή δεν κατόρθωσε να μεταπείσει τον άρχοντα με τα παρακάλια, κατέφυγε τελικά σε κάποιο γέροντα ενάρετο και ονομαστό που ησύχαζε στα μέρη εκείνα. Και πήγε πολλές φορές, ο γέροντας όμως τον έδιωχνε λέγοντας του να επιστρέψει στο κελί του.Όταν ο αδελφός είδε τον άρχοντα έτοιμο να του πάρει το κτήμα, πήγε πάλι στον γέροντα και του λέει: «Για τον Θεό, βοήθησέ με, και γράψε του ή στείλε κάποιον να του μιλήσει». Και επειδή επέμενε ενοχλητικά, γράφει ο γέροντας επιστολή στον άρχοντα που έλεγε τα εξής: «Ο μοναχός είναι μοναχός, για να μην έχει τίποτε με το οποίο μπορούν να τον αδικήσουν. Αν όμως έχει, ας αδικείται, διότι δεν είναι μοναχός». Και γράφοντας απ΄ έξω τον αποστολέα και τον παραλήπτη έδωσε την επιστολή στον αδελφό να την πάει στον άρχοντα, το περιεχόμενο όμως δεν το γνώριζε ο αδελφός.Πήγε λοιπόν και έδωσε το γράμμα στον άρχοντα. Εκείνος το δέχθηκε με πολλή τιμή και αφού το καταφίλησε το άνοιξε και το διάβασε. Και ρώτησε τον αδελφό: «Ξέρεις τι έγραψε ;» Του λέει εκείνος: «Ν φύγεις από το κτήμα». Και ο άρχοντας θαυμάζοντας την αρετή του γέροντα, εγκατέλειψε το κτήμα.Στο περιστατικό αυτό θαυμάζουμε την αγαθότητα του Θεού και την ιδιότητα της αρετής, τι δηλαδή έγραψε ο γέροντας, χωρίς τίποτε υβριστικό ή απειλητικό, και πως ένα τέτοιο γράμμα έπεισε τον άρχοντα να ευσπλαχνιστεί εκείνον που τον παρακαλούσε.

Το μάθημα των φιλοσόφων

Κάποιοι φιλόσοφοι επισκέφθηκαν κάποτε ένα γέροντα. Μετά την προσευχή που έκανε κατά την υποδοχή τους, ο γέροντας έμεινε σιωπηλός κάνοντας το εργόχειρό του χωρίς διόλου να σηκώνει το βλέμμα του. Τον παρακάλεσαν οι φιλόσοφοι, λέγοντας: «Πες μας κάτι, αββά». Εκείνος όμως σιωπούσε. Του λένε: «Εμείς γι΄ αυτό ήρθαμε, για να ακούσουμε κάτι από σένα και να ωφεληθούμε». Τους λέει ο γέροντας: «Εσείς ξοδέψατε τα χρήματά σας για να μάθετε να μιλάτε, εγώ όμως άφησα τον κόσμο για να μάθω να σιωπώ». Αυτοί όταν το άκουσαν θαύμασαν και έφυγαν ωφελημένοι.