Σε συνέχεια της ενασχόλησης με την ύπαρξη του κακού στον κόσμο θα γίνει σύνδεση με τις διάφορες μυθολογίες και του πως παρουσιάζεται σε αυτές η ύπαρξη του κακού. Συγκεκριμένα θα δοθεί στα παιδιά για ανάγνωση απόσπασμα από τον Προμηθέα Δεσμώτη του Αισχύλου σε μετάφραση: Ι.Γρυπάρη καθώς  και το ανάλογο video από την ομώνυνη τραγωδία.

Υπάρχουν ομοιότητες στη στάση του Προμηθέα με αυτή των πρωτοπλάστων και στη στάση του Δία απέναντι στους ανθρώπους και του Θεού απέναντι στους πρωτόπλαστους;


Π Ρ Ο Λ Ο Γ Ο Σ
Κράτος
Να μας στα πέριορα τ’ αλαργινά του κόσμου
στους έρημους κι απάτητους Σκυθικούς δρόμους
.
Τώρα δουλειά σου, ω Ήφαιστε, όσα ο πατέρας

πρόσταξε, να γνοιαστείς, και τον άνομο τούτοστα βράχια στους ψηλούς γκρεμούς να πεδικλώσεις
μ’ αλύσων ασύντριφτα δεσμά ατσαλένια,

γιατί έκλεψε της πάντεχνης φωτιάς τη φλόγα,
-τ’ άνθος σου εσένα- και το χάρισε τ’ ανθρώπου.
Τέτοιο κρίμα χρωστάει λοιπόν να μας πλερώσει,
για να μάθει του Δία την εξουσία να στρέγει
και τους φιλάνθρωπους τους τρόπους του ν’ αφήσει.


Ήφαιστος
Κράτος και Βία, για σας η προσταγή του Δία
τέλειωσε και πια τίποτα δε στέκει ‘μπόδιο·
μα εμέ, δε μου βαστά η ψυχή θεό συγγενή μου

στ’ άγριο τούτο ποροφάραγγο να δέσω.
Όμως να σφίξω την καρδιά μου ανάγκη πάσα,
γιατί βαρύ ‘ναι ν’ αψηφώ του Δία το λόγο.

Ω εσύ με τα ψηλά φρονήματά σου, τέκνον
της ορθόβουλης Θέμιδας, θέλεις δε θέλω,

σ’ αυτή την έρμη την κορφή θα σε καρφώσω,
π’ ούτε φωνή και κανενός την όψη ανθρώπου
θα βλέπεις, μ’ από του ήλιου τη φωτιά ψημένος
τ’ άνθος της όψης σου θ’ αλλάξεις και τη νύχτα
θα λαχταράς την πολυξόμπλιαστη να φτάσει,

να σκεπάσει το φως, ως να ‘βγεί ο ήλιος πάλι
την αυγινή την πάχνη να σκορπίσει· κι έτσι
κάποιο θά ‘χεις κακό να τυραγνιέσαι πάντα,
χωρίς να βρίσκεται ψυχή να σ’ αλαφρώσει.
Τέτοιο έλαβες μιστό γι’ αγάπη των ανθρώπων·
γιατί, θεός εσύ, δεν σκιάχτηκες των άλλων

την οργή των θεών και πήγες να προσφέρεις
στους ανθρώπους χαρίσματα πέρ’ από το δίκιο,
που αντίς γι’ αυτά, στον άχαρο το βράχο τούτο
ολόρθος κι άγρυπνος φρουρός θε να φυλάγεις,
δίχως τα γόνατά σου να λυγάς και θρήνους

πολλούς κι ανώφελα θα σκούζεις μοιρολόγια·
γιατί εύκολα δεν την γυρνάς του Δία τη γνώμη
κι είναι πάντα σκληρός ο κάθε νέος αφέντης.

Κράτος
Λοιπόν τι στέκεις κι άδικα ψυχοπονιέσαι
τον αντίθεο το θεό και να μη βράζει η οργή σου,
που πρόδωκε στον άνθρωπο τ’ αξίωμά σου;

Ήφαιστος
Πολύ βαραίνει, συγγενής και φίλος να ‘σαι.

Κράτος
Δε λέω· μα πάει να παρακούς και του πατρός σου
το λόγο; Και πως πιότερο δεν το φοβάσαι;

Κράτος
Δε λέω· μα πάει να παρακούς και του πατρός σου
το λόγο; Και πως πιότερο δεν το φοβάσαι;

Ήφαιστος
Πάντα σου εσύ σκληρός, πάντα κακία γεμάτος.

Κράτος
Δεν έχει διάφορο αν τον κλαίω· και συ μη χάνεις
σ’ όσα δεν ωφελούν τον κόπο σου του κάκου.

Ήφαιστος
Αχ, τέχνη, πως με τα όλα μου σ’ έχω μισήσει!

Κράτος
Τι να τη βαργομάς; γιατί, να πούμ’ αλήθεια,
στα κακά τώρ’ αυτά δε φταίει διόλου η τέχνη.

Ήφαιστος
Μ’ άμποτε να τη λάχαινε κανένας άλλος

Κράτος
Όλα βαριά, εχτός να ‘σαι των θεών αφέντης,

κι έξω από το Δία κανείς ελεύθερος δεν είναι.

Ήφαιστος
Σύμφωνος, και σ’ αυτό λόγο να πω δεν έχω.

Κράτος
Κάνε λοιπόν και πέρνα του τις αλυσίδες,
να μη σε δεί και αργοπορείς ο Δίας ο πατέρας.

Ήφαιστος
Έτοιμα βλέπεις τα λυτάρια του είν’ ομπρός σου.

Κράτος
Πεδίκλωσ’ του μ’ όλξ τη ζώρη σου τα χέρια,
χτύπα με τη βαριά, στο βράχο κάρφωνε τον.

Ήφαιστος
Τέλειωσε, να το, κι η δουλειά δεν πάει του μάκρου.

Κράτος
Πιο πολύ βάρα, σφίγγε, μην τ’ αφήσεις λάσκα,
κι είν’ άξιος να βγεί πέρα κι όπου δεν το ελπίζεις.

Ήφαιστος
Στεριώθηκε, που πια δε λει, το ‘να του χέρι.

Κράτος
Τ’ άλλο τώρα ζώστ’ του γερά· να μάθει μ’ όλες
τις μαστοριές, πως με το Δία δεν παραβγαίνει.

Ήφαιστος
Παράπονο, άλλος απ’ αυτόν, λέω να μη μου ‘χει.

Κράτος
ʼγρια σαγόνα τώρα σφήνας ατσαλένιας

πέρα για πέρα πέρνα του γερά στα στήθια.

Ήφαιστος
Οϊμένα, κλαίω, Προμηθέα τα βάσανά σου.

Κράτος
Τα ίδια μας πάλι; και για τους εχθρούς του Δία
θρηνείς; φυλάου μην κλάψεις για λογαριασμό σου.

Ήφαιστος
Βλέπεις πράμα, που μάτια δεν βαστούν να βλέπουν.

Κράτος
Βλέπω που βρίσκει αυτός ό,τι άξιζε να πάθει·
μα βαλ’ του γύρω στα πλευρά μσκαλοζώστρες.

Ήφαιστος
Ανάγκη πάσα· κι οι πολλές φωνές σου ας λείπουν.

Κράτος
Και θα φωνάξω και θα γιουχάξω ακόμα.
Έρχου κάτω, κιρκέλωσ’ του σφιχτά τα σκέλια.

Ήφαιστος
Να τέλειωσε κι αυτό και μ’ όχι πολύ κόπο.

Κράτος
Χτύπα τώρα γερά τα καρφιά πέρα ως πέρα,
γιατ’ έχεις δύσκολο κριτή σ’ αυτό σου το έργο.

Ήφαιστος
Ταιριάζει αλήθεια η γλώσσα σου με τη μορφή σου.

Κράτος
Κάνε συ αν θες το μαλακό, και το δικό μου

μη μου χτυπάς σκληρόψυχο κι αυθάδη τρόπο.

Ήφαιστος
Πάμε· κι έχει ένα γύρο βρόχια στο κορμί του.

Κράτος
Μεγαλοπιάνου τώρα εδώ κι άρπαζε αν θέλεις
τα τίμια των θεών να φέρνεις στους ανθρώπους.
και τι μπορούνε τάχ αυτοί να σε συντρέξουν

στα βάσανά σου; ψεύτικα οι θεοί σου δίνουν
του Προμηθέα τ’ όνομα, γιατί κι ο ίδιος
χρειάζεται έναν άλλο να βρείς προμηθέα,
για να ‘θελε ξεμπλέξεις απ’ αυτές τις τέχνες.

Προμηθεύς
Ω άγιε αιθέρα, κι ω γοργές φτερωτές αύρες,
πηγές των ποταμών, των θαλασσίων κυμάτων

χαμογέλασμα αναρίθμητο, κι ολωνών μάνα,
ω Γή! και συ που όλα τα βλέπεις, Ήλιε,
δείτε μ’ εγώ θεός απ’ τους θεούς τι πάσχω!
Κοιτάξτε, τι άτιμα βάσανα
με ξεσκίζουν, που αιώνες αμέτρητους

θα υποφέρω τραβώντας τα.
Γιατί τέτοιο ο καινούργιος άρχοντας
των θεών για μένα σοφίστηκεν
ατιμότατο δεσμό!
Τωρινές συμφορές, τρισαλίμονο,
κι όσες άλλες, στενάζω, μου μέλλονται,

ποτέ που τάχα μια άκρη θενά ‘βρω;
Κι όμως τι λέγω; όλα εγώ από πριν τα ξέρω
ξάστερ’ οσά ‘ναι για να ΄ρθουν, ουδέ θα μ’ έβρει
καμιά συμφορά ανέλπιστη· κι έτσι της μοίρας
το γραφτό· πρέπει πιο ελαφρά να υποφέρω,

μια που γνωρίζω πως κανείς με της ανάγκης
δεν ημπορεί τη δύναμη να πολεμήσει.
Μα πάλι ούτε να κλείσω ούτε να μην κλείσω
το στόμα μου μπορώ, γιατί, για να προσφέρω
στους ανθρώπους τα δώρα μου, έμπλεξα σε τούτες
ο δύστυχος τις συμφορές, και το κλεμμένο

πλερώνω μες στο νάρθηκα της φωτιά σπέρμα
που κάθε τέχνης δάσκαλος για τους ανθρώπους
έχει φανεί κι η πιο μεγάλη τους κυβέρνια.
Τέτοιο ‘ν’ το κρίμα που πλερώνω καρφωμένος
κάτω απ’ τον ξέσκεπο ουρανό σ’ αυτό το βράχο.

Α, α!

Ποιός αχός, ποια κρυφή μου ήρθε δω μυρουδιά;
Θεϊκιά τάχα ή ανθρώπινη, ή κι απ’ τα δυό μαζί;
Σαν ποιός στο βράχο εδώ στα πέρατα της γης
ήρθε να δει τα βάσανά μου; ή τι να θέλει;
Με βλέπετε τον άμοιρο θεό δεσμώτη

τον εχθρό του Διός, που στην έχθρητα
και των άλλων θεών όλων έπεσα,
στην αυλή του Διός όσοι μπαίνουνε,
απ ‘αγάπη πολλή των ανθρώπων.
Οϊμένανε, οϊμέ!
Τι ‘ναι τούτο που τώρα κοντύτερα

σαν πουλιών αγρικώ φτεροθόρυβο
να σφυρίζει αλαφρά περιτόγυρα;
ό,τι και να ‘ναι που φτάνει, το τρέμω.

Π Α Ρ Ο Δ Ο Σ

XOΡΟΣ

Μη φοβηθείς ολότελα· φίλοι ‘μαστε που ερχόμαστε
σ’ αυτό το βράχο, η συντροφιά μας,

γιατί ως τα βάθη της σπηλιάς
αχός σα βρόντημα βαριάς

επέρασε και μ’ έκαμε να ξιπαστώ
και κατά μέρος τη δειλή
αφήνοντας τη συστολή

εχίμησα ανυπόδετη με το άρμα φτερωτό.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Οϊμένανε, οϊμέ!
Της πολύτεκνης κόρες Τηθύας
και που σ’ όλη τη γη περιτρόγυρα
με τ’ ακοίμητο ρέμα του στρέφεται

του πατέρα Ωκεανού θυγατέρες,
με τι δέσιμο ιδείτε, κοιτάξετε,
καρφωμένος σε τούτης της φάραγγας
τα ψηλά τα γκρεμνά,

φρουρά αζήλευτη θενά φυλάξω!

XOΡΟΣ

Τα βλέπω, Προμηθέα, κι εμπρός στα μάτια μου έτσι απλώθηκε

μια καταχνιά θολή, γιομάτη
με δάκρυα, που είδα πως σ’ αυτόν απάνω τον ξερόβραχο
ξεραίνεται το σώμα σου σφιχταλυσοπερίπλεχτο
μες σε πεδούκλια ατσάλινα, π’ αλύπητα το φτείρουνε.
Γιατί καινούργιοι κυβερνούν
θεοί το δοιάκι τ’ ουρανού·
κι ο Δίας που εξουσιάζει τώρα δυνατά,

με νέους νόμους τους παλιούς
αντικατάστησε θεσμούς,
κι όσες δυνάμεις ήταν πριν, τώρα ποδοπατά.

εχίμησα ανυπόδετη με το άρμα φτερωτό.

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Μα είθε κάτω απ’ τη γη, και πιο κάτω
κι απ’ τον ʼδην ακόμη τον άραχλο
στον απέραντο Τάρταρο μ’ έστελνε

σκληρά μ’ άλυτα σίδερα ζώνοντας,
για να μην εγελούσαν τουλάχιστο
ή θεός ή όποιος άλλος στα πάθη μου.
Ενώ τώρα σαν ξέφαντο σκιάχτρο
τραβώ μ’ όσα να χαίρονται οι εχθροί μου.

ΧΟΡΟΣ

Ποιος έχει απ’ τους θεούς τόσο σκληρή καρδιά,
που με τα πάθη αυτά σου να γελά;
Τα βάσανα σου ποιος δε συμπονεί;
έξω απ’ το Δία, γιατ’ αυτός μ’ οργή παντοτινή
και με τη γνώμη του που δεν αλλάζει

τη γέννα τ’ Ουρανού δαμάζει·
και δε θα σταματήσει πριν
ή την καρδιά του χορτάσει,
ή μ’ όποιον τρόπο την αρχή
κανείς την άπαρτη του αρπάοει.

ΠΡΟΜΗΘΕAΣ

Όμως έγνοια του, κι αν σε σκληρότατα
χεροπέδουκλα εγώ βασανίζομαι,

εχίμησα ανυπόδετη με το άρμα φτερωτό.

την ανάγκη μου ακόμα θα λάβει
των μακάρων ο Πρύτανης,
να του πω την καινούργια βουλή,
πως θα χάσει εξουσία και θρόνο.
Μα όλες τότε οι γητειές οι μελίγλωσσες

της πειθώς δε θα με ξεπλανέψουνε,
μ’ ουδέ μπρος σε φοβέρες ζαρώνοντας
θα του τη φανερώσω, πριν τ’ άδικα
μου αφαιρέσει δεσμά, και τις παίδειες μου
στρέξει αυτές να πλερώσει

XOΡΟΣ

Μα είσαι και συ θρασύς και στις πικρές σου αυτές
τη γνώμη δε λυγάς τις συμφορές.
Τη γλώσσα σου καθόλου δεν κρατείς
κι εμέ το νου μου ερέθισε φόβος πολύ βαρύς,
γιατί μ’ αυτά που σου ‘τυχαν φοβούμαι
και που θα σώσεις, διαλογούμαι,

να βρεις λιμάνι μια φορά
στα τωρινά βάσανα σου,
γιατ’ είναι ασύντυχη η βουλή
του Δία κι αμάλαχτη η καρδιά του

πως το δίκιο κρατεί· μα στοχάζομαι
θα γενεί έναν καιρό μαλακόγνωμος
σαν του πέσει η βαριά στο κεφάλι·
μα μερώνοντας τότε την άκαμπτη
την οργή του σε αγάπης συνταίριασμα

μ’ εμέ πρόθυμο πρόθυμα θα ‘ρθει.
(politikokafeneio.com)
<a href="“>