Διχοτόμηση της δραχμής

Στις αρχές του 1922, τα δημόσια οικονομικά του ελληνικού κράτους βρίσκονταν σε δεινή κατάσταση: υπό το δυσβάστακτο βάρος της Μικρασιατικής Εκστρατείας, οι δημόσιες δαπάνες ξεπερνούσαν κατά πολύ τα φορολογικά έσοδα, ενώ οι σύμμαχοι –επικαλούμενοι την επάνοδο του Κωνσταντίνου στον θρόνο– είχαν άρει την οικονομική υποστήριξή τους στην Ελλάδα. Το μεγαλύτερο μέρος του ελλείμματος καλυπτόταν από την έκδοση νέου χρήματος, δηλαδή την εκτύπωση χαρτονομισμάτων από την Εθνική Τράπεζα. Μόλις, όμως, τα φρεσκοτυπωμένα χαρτονομίσματα έμπαιναν στην κυκλοφορία, οι τιμές σκαρφάλωναν: από τα τέλη του 1920, όταν οι σύμμαχοι είχαν διακόψει τις πιστώσεις τους, η εσωτερική κυκλοφορία είχε διπλασιαστεί, συμπαρασύροντας τις τιμές των αγαθών. Με τον πληθωρισμό στα ύψη και την οικονομία καταβεβλημένη, τα περιθώρια άντλησης νέων πόρων ήταν πολύ περιορισμένα.

Τον Φεβρουάριο του 1922, σε μία ύστατη προσπάθεια να εξασφαλίσει βοήθεια από το εξωτερικό, ο πρωθυπουργός Δημήτριος Γούναρης περιόδευσε στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, αναζητώντας κάποιο δάνειο. Τα αποτελέσματα του ταξιδιού, όπως τα μετέφερε σε συνεργάτες του, στη διάρκεια μιας συνάντησης στο πρωθυπουργικό γραφείο, ήταν απογοητευτικά. Το δημόσιο ταμείο χρειαζόταν επειγόντως χρήματα· αυτά τα χρήματα δεν επρόκειτο να έρθουν από το εξωτερικό, ούτε υπήρχαν τα χρονικά περιθώρια να επιβληθούν νέοι φόροι και εισφορές.

Στο τέλος της συνάντησης, ο Γούναρης έμεινε μόνος με τον υπουργό των Οικονομικών, Πέτρο Πρωτοπαπαδάκη. Ξαφνικά, ο υπουργός πετάχτηκε από την καρέκλα του αναφωνώντας «Δημητράκη, τα ηύρα τα λεπτά!» και, χωρίς να δώσει παραπάνω εξηγήσεις, έβγαλε από το πορτοφόλι του ένα εκατοντάδραχμο και το έκοψε στα δύο. Έναν μήνα αργότερα, επανέλαβε την κίνηση ενώπιον του Κοινοβουλίου, εισηγούμενος τον νόμο 2749, σύμφωνα με τον οποίο όλα τα ελληνικά χαρτονομίσματα επρόκειτο να διχοτομηθούν: το ένα μισό τους θα παρέμενε στην κυκλοφορία με τη μισή αξία, ενώ το άλλο θα ανταλλασσόταν με εικοσαετή κρατικά ομόλογα, με ετήσιο επιτόκιο 6,5%. Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση επέβαλε σημαντικές αυξήσεις φόρων, τις οποίες συνέδεσε με την εξυπηρέτηση του δανείου.

Η διχοτόμηση του χαρτονομίσματος ονομάστηκε «αναγκαστικό δάνειο» και προσέλκυσε ποικίλα σχόλια· ακόμα και οι επικριτές της αναγνώρισαν την πρωτοτυπία του εγχειρήματος. Στην πράξη ισοδυναμούσε με ανταλλαγή μίας υποχρέωσης με μία άλλη, και άρα δεν αποτελούσε νέο δάνειο. Ήταν, όμως, σίγουρα αναγκαστική, στον βαθμό που οι Έλληνες κάτοχοι μετρητών υποχρεώθηκαν από τη μία μέρα στην άλλη να δανείσουν τις μισές τους δραχμές στο Ελληνικό Δημόσιο. Το σκεπτικό ήταν απλό: αντί να τυπώσει νέα χαρτονομίσματα, «φορολογώντας» τους πολίτες μέσω του πληθωρισμού, ο Πρωτοπαπαδάκης προτίμησε να αφαιρέσει τα χρήματα απευθείας από τις τσέπες και τα πορτοφόλια τους, προσφέροντας ως αντάλλαγμα μερικά ομόλογα – αμφίβολης, φυσικά, αξίας.

Πράγματι, η διχοτόμηση της δραχμής εξασφάλισε κάπου 1,3 δισ. δρχ. –ποσό που αντιστοιχούσε περίπου στις μισές ετήσιες δαπάνες του στρατού– και ανέστειλε την αύξηση της κυκλοφορίας για ένα εξάμηνο, φρενάροντας τον πληθωρισμό. Ήταν, όμως, αδύνατον να αντιστρέψει την πορεία των δημόσιων οικονομικών, η μοίρα των οποίων έμελλε, άλλωστε, να κριθεί αρκετές εκατοντάδες χιλιόμετρα πιο μακριά, στις όχθες του ποταμού Σαγγάριου. Η κατάρρευση του Μικρασιατικού Μετώπου και η έλευση των προσφύγων προκάλεσαν νέες έκτακτες δαπάνες, οι οποίες καλύφθηκαν και πάλι μέσω της εκτυπωτικής μηχανής: στις αρχές του 1923 οι τιμές θα έχουν πάλι διπλασιαστεί, ενώ η δραχμή θα έχει χάσει το 95% της προπολεμικής αξίας της.

Κατηγορίες: Ιστορία 20ος αιώνας. Ετικέτες: , . Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.