Μια μικρή ιστορία.

images

της Σοφίας Χατζοπούλου

Κάποτε ήταν μια ιστορία που ήθελε να γραφτεί…δεν άντεχε να είναι πια κλεισμένη στους τέσσερις τοίχους του μυαλού του, ενώ αυτός όλο έτρεχε από συνέδριο σε συνέδριο και από ομιλία σε ομιλία.

Ένα βράδυ που αυτός κοιμότανε η ιστορία δραπέτευσε. Κατέβηκε απ’ το κρεβάτι και πήγε προς το μεγάλο τραπέζι του γραφείου του.

Εκεί βρήκε ξαπλωμένο ένα μεγάλο χαρτί.

« Χαρτί, χαρτί…» του ψυθίρισε. Το χαρτί αισθάνθηκε το αεράκι να το σκουντά απαλά και ξύπνησε από τον βαθύ του ύπνο.

« Ποιός είναι; Τι συμβαίνει;» ρώτησε μπερδεμένο.

Δίπλα του άκουσε μια λεπτή φωνή. Γύρισε και είδε την ιστορία.

« Σε παρακαλώ, χαρτί, θα με αφήσεις να απλωθώ πάνω σου; Θέλω να γραφτώ…»

« Δεν είσαι με τα καλά σου! Να με λερώσεις; Εγώ είμαι καθαρό σαν χιόνι κι έτσι σκοπεύω να μείνω, μέχρι η πένα πάνω μου καλίγραμμα σχήματα να σκαλίσει.»

Η ιστορία τότε πήγε στην πένα που στεκόταν καμαρωτά στην θήκη της κι είπε:

« Πένα, πένα…. να τυλιχτώ γύρω σου, όμορφα γράμματα παρέα να σκαλίσουμε; Θέλω να γραφτώ.»

Κι η πένα αποκρίθηκε:

« Όσο σφιχτά κι αν τυλιχτείς καλή μου γύρω μου, πιο πιθανό είναι να με πνίξεις παρά να με κουνήσεις….είμαι βαριά κι εσύ ελαφριά σαν πούπουλο. Χρειάζεσαι κάποιον πιο δυνατό. Γιατί δεν δοκιμάζεις την τύχη σου σε εκείνο το μηχάνημα στο διπλανό τραπέζι;»

Η ιστορία ευχαρίστησε την πένα και προχώρησε προσεκτικά εκεί που στεκόταν αγέρωχα ο μεγάλος υπολογιστής.

« Συγνώμη κύριε, ψέλλισε, μήπως εσείς μπορείτε να με γράψετε; Είμαι μια ιστορία και θέλω να γραφτώ.»

Ο υπολογιστής άνοιξε το ένα βλέφαρο βαριεστημένα, αλλά με μια απίστευτη σιγουριά είπε:

« Φυσικά και μπορώ να σε γράψω, όλα μπορώ να τα κάνω εγώ! Πόσο μεγάλα γράμματα θες να χεις; Και σε τι σχήμα; Σε ποιά γλώσσα θες να σε γράψω; Και τι ιστορία θες να σε κάνω; Θες να σε κάνω μυστηρίου ή αστυνομική; Ή μήπως αισθηματική, να ψάξω να βρω ρομαντικές εκφράσεις;»

Η ιστορία είχε μείνει να τον κοιτά με ορθάνοιχτα τα μάτια.

« Εγώ…εγώ…. δεν θέλω τίποτα από όλα αυτά…εγώ θέλω να είμαι ο εαυτός μου.»

Και ποιά είσαι εσύ, λοιπόν;» την ρώτησε βλοσυρά ο υπολογιστής.

Η ιστορία κοντοστάθηκε. Ποιά ήταν αλήθεια; Ω, θέε μου…απάντηση δεν είχε…δεν θυμόταν ποιά ήταν…

Τρόμος την κατέκλυσε κι έτρεξε στην άκρη του δωματίου να κρυφτεί. Εκεί όπως καθότανε ζαρωμένη άκουσε ομιλίες από πάνω της. Σήκωσε τα μάτια της κι είδε μια μεγάλη βιβλιοθήκη με αμέτρητα βιβλία πάνω στα ράφια της… ίσως αυτά θα μπορούσαν να την βοηθήσουν… όλοι λένε πως τα βιβλία τα ξέρουν όλα.

Σκαρφάλωσε με όλη της την δύναμη στο πρώτο ράφι κι εκεί διάβασε τον τίτλο ΦΥΣΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ.

« Σας παρακαλώ, ξεκίνησε διστακτικά, είμαι μια ιστορία και….» δεν κατάφερε να τελειώσει την φράση της κι ακούστηκε βαριά φωνή να λέει:

«Έχεις αποδείξεις γι αυτό που λες;»

Η μικρή ιστορία μπερδεύτηκε ακόμα περισσότερο και προχώρησε στο δεύτερο ράφι. Η καρδιά της αναπήδησε. Η επικεφαλλίδα έγραφε ΙΣΤΟΡΙΑ. Ίσως εδώ να έβρισκε τις απαντήσεις που χρειαζόταν για το ποιά ήταν.

«Συγνώμη, είμαι μια ιστορία και χρειάζομαι την βοήθειά σας…»

Μια τσιριχτή φωνή ακούστηκε « Ιστορία ε; Για πες μου λοιπόν. Πότε ακριβώς έγινες και από ποιούς;»

« Μα εγώ δεν έχω γίνει ακόμα…. θέλω απλά να γραφτώ….» ψέλλισε απογοητευμένη η ιστορία, κι ανέβηκε άλλο ένα ράφι, κι αλλο ένα ράφι, κι αλλο ένα, μέχρι την κορυφή. Εκεί που κοιτούσε το κενό ξάφνου με την άκρη του ματιού της είδε ένα σκονισμένο βιβλίο. Πήγε κοντά, παραμέρισε την σκόνη και διάβασε ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ.

«Σε παρακαλώ, σε παρακαλώ, είπε με κομμένη ανάσα, μπορείς να με βοηθήσεις;…δεν θυμάμαι πια τίποτα…ποιά είμαι, τι θέλω να πω….το μόνο που θυμάμαι είναι ότι θέλω να γραφτώ…»

Μια γέρικη, κουρασμένη φωνή.

« Είναι φυσικό μικρή μου, εδώ έξω να μην θυμάσαι τίποτα…. εδώ έξω δεν υπάρχεις κι όσο μένεις εδώ κινδυνεύεις να χαθείς για πάντα. Πρέπει να γυρίσεις σπίτι σου…»

« Μα εκεί πνίγομαι μέσα σε τέσσερις τοίχους φυλακισμένη…»

«Άκου τι θα κάνουμε, της είπε ο γέροντας, θα σε αφήσω να διαβάσεις από τις σελίδες μου ιστορίες σαν και σένα, να πάρεις δύναμη από την φαντασία μου. Αλλά θα μου υποσχεθείς ότι μετά θα γυρίσεις αμέσως σπίτι σου.

« Και μετά τι;» ρώτησε αποκαμωμένη η ιστορία…θα παραμείνω εκεί μέσα στο μυαλό του κλειδωμένη για πάντα;»

«Μετά άκου τι θα κάνεις. Θα τους ψυθιρίζεις κάθε βράδυ τα παραμύθια μου, αυτά που του έλεγα όταν ήτανε μικρός, πριν με κρύψει εδω πάνω….πρεπει να τον κάνεις να θυμηθεί και τότε ίσως μπορέσει να δει κι εσένα».

Κι έτσι έγινε…Η ιστορία μας κάθε βράδυ τον νανούριζε με τα παραμύθια των παιδικών του χρόνων, με δράκους και με ξωτικά, με μάγισσες και ξόρκια, με πανέμορφες κοπέλες και γενναία παλικάρια, ώσπου ένα πρωινό στον καθρέφτη είδε τον εαυτό της στους καθρέφτες των ματιών του.

Σήκωσε την πένα κι άρχισε να γράφει…

;


Τα σχόλια είναι κλειστά.

Copyright © ΠΕΣ ΜΟΥ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ          Φιλοξενείται από Blogs.sch.gr
Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση