sntoumanis's blog

Αναδημοσίευση άρθρων για την εκπαίδευση

Αρχεία για 6 Μαΐου 2014


Να σέβεσαι και να ανέχεσαι τους άλλους

Από www.kathimerini.gr

ΝΙΚΟΣ ΜΑΡΑΝΤΖΙΔΗΣ*

Σε μια πρόσφατη έρευνα πραγματοποιημένη από το World Values Survey με θέμα τη σημασία που δίνουν οι γονείς στη μετάδοση στα παιδιά τους της αξίας του σεβασμού και της ανεκτικότητας, η Ελλάδα κατατάχθηκε τελευταία ανάμεσα σε 69 χώρες. Με άλλα λόγια, η ελληνική οικογένεια δεν θεωρεί σημαντικό να κοινωνικοποιεί τους νέους με βάση τις παραπάνω αξίες. Καθόλου τυχαία νομίζω, χαμηλά μαζί με την Ελλάδα βρίσκονται χώρες όπως η Ουγκάντα, η Αλγερία και το Πακιστάν, ενώ οι πέντε πρώτες χώρες στη σχετική λίστα ήταν η Σουηδία, η Ολλανδία, η Δανία, η Γαλλία και η Ισλανδία. Το αποτέλεσμα της έρευνας δεν πρέπει να μας εκπλήσσει καθώς με μια προσεκτικότερη ματιά θα αντιληφθούμε πως εδώ βρίσκεται η ρίζα πολλών δεινών μας ως κοινωνία.

Ο σεβασμός και η ανεκτικότητα είναι συμπληρωματικές αλλά διαφορετικής προέλευσης αξίες. Ο σεβασμός έχει να κάνει με την αντιμετώπιση του άλλου στη βάση κυρίως μιας ιδιότητας ή ενός ρόλου και απορρέει από καθιερωμένους κανόνες κοινωνικής διαβίωσης: για παράδειγμα, σεβόμαστε τους δασκάλους μας, τους γονείς μας ή τους ηλικιωμένους, τους γείτονες ή τους προϊσταμένους μας. Από την άλλη, ανεκτικότητα σημαίνει προθυμία να επιτρέπουμε στους ανθρώπους να σκέφτονται, να εκφράζονται και να δρουν ακόμη και με τρόπους οι οποίοι δεν μας βρίσκουν σύμφωνους.

Ο σεβασμός ως αξία βρίσκεται εγγύτερα στον κόσμο του συντηρητισμού και της ευταξίας. Αποτελεί το είδος εκείνο της συμπεριφοράς που αντικατοπτρίζει αποδοχή παγιωμένων κοινωνικών ρόλων και σχέσεων. Από την άλλη, η ανεκτικότητα είναι μια φιλελεύθερη αξία που δείχνει την ικανότητά μας να συνυπάρχουμε με τους άλλους σε μια πλουραλιστική κοινωνία. Οπως σημειώνει ο πολιτικός επιστήμονας Α. Heywood, η φιλελεύθερη κοινωνική ηθική χαρακτηρίζεται ιδιαίτερα από την αποδοχή και, σε ορισμένες περιπτώσεις, επιβράβευση της ηθικής, πολιτισμικής και πολιτικής διαφορετικότητας.

Μια κοινωνία μπορεί να παρουσιάζει πλεόνασμα σεβασμού και έλλειμμα ανεκτικότητας ή το αντίστροφο. Καμιά χώρα όμως δεν μπορεί να πάει μακριά εάν έχει έλλειμμα και στις δύο αυτές αξίες. Κι εδώ βρίσκεται το πρόβλημα της μεταπολιτευτικής Ελλάδας. Παραδοσιακά συντηρητική, η ελληνική κοινωνία ήταν ανέκαθεν ελλειμματική σε ανεκτικότητα. Ο άλλος, ως διαφορετικός, είτε ενέπνεε φόβο είτε περιφρόνηση και διακωμώδηση (οι ομοφυλόφιλοι και οι διάφορες πολιτισμικές, θρησκευτικές ή άλλες μειονότητες το έζησαν έντονα στο πετσί τους αυτό). Από την άλλη όμως, η αξία του σεβασμού ήταν ιδιαίτερα ψηλά μέσα στη μέση ελληνική οικογένεια: να μάθεις να σέβεσαι τους άλλους ήταν κάτι με το οποίο γαλουχήθηκαν γενιές ολόκληρες παιδιών ακόμη (ή συνήθως) και με τη μέθοδο της «ράβδου».

Η ιδεολογική ριζοσπαστικοποίηση της μεταπολίτευσης υπονόμευσε τις καθιερωμένες κοινωνικές ιεραρχίες. Ο ηλικιωμένος καθηγητής σου, για παράδειγμα, έπαψε να θεωρείται πηγή κοινωνικής αυθεντίας και αξιοσέβαστο πρόσωπο. Τώρα μπορείς να τον χλευάζεις δημόσια, να του χτίζεις το γραφείο ή να τον κρατάς όμηρο για ώρες. Αν χρειαστεί μπορείς και να τον χτυπήσεις (όχι πολύ, ίσα-ίσα για «συμμόρφωση»). Το ίδιο μπορείς να κάνεις και με τους αντιπροσώπους (που εσύ ψήφισες) στο Κοινοβούλιο ή οποιονδήποτε άλλο φορέα υποτιθέμενου κύρους ή εξουσίας. Η ατομική ή συλλογική επιδίωξη, το «έτσι θέλω» έγινε για πολλούς η μόνη νομιμοποιητική δύναμη (παρατηρήστε πώς συμπεριφέρονται πολλοί συνδικαλιστές). Η μεταπολίτευση έθεσε άλλες προτεραιότητες και η παλιά τάξη πραγμάτων έπρεπε να υποχωρήσει. Εξάλλου, όπως το είχε πει ο Α. Παπανδρέου: δεν υπάρχουν θεσμοί παρά μόνο ο λαός.

Ο σεβασμός ως αξία έχασε τη σημασία του, λοιπόν, αλλά μήπως γίναμε πιο ανεκτικοί; Κάθε άλλο. Καθετί διαφορετικό ως άποψη ή στάση ζωής προσλαμβάνεται ως απαράδεκτο και ως πρόκληση: Δείτε την ποιότητα του δημόσιου διαλόγου και θα το αντιληφθείτε γρήγορα: φωνές και ύβρεις, προσβολές κάθε είδους. Στο Κοινοβούλιο η κατάσταση είναι οικτρή. Μπορεί να σας φαίνεται παλιομοδίτικο (ίσως να φταίει ότι μεγαλώνω κιόλας), αλλά συγκινούμαι όταν ακούω αγορεύσεις παλιών κοινοβουλευτικών.

Μήπως όμως οι πολίτες μεταξύ τους συζητούν καλύτερα; Παρατηρήστε τους διαλόγους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Η υπεραφθονία λεκτικής βίας με εκπλήσσει αρνητικά, με σοκάρει. Μερικές φορές αναρωτιέμαι πόση πολλή ηδονή μπορεί να προσφέρει σε κάποιους η τάση να ξεφτιλίζουν και να υποβιβάζουν τον συνομιλητή τους και αυτόν που απλώς διαφωνεί μαζί τους. Ισως εδώ να βρίσκεται η ρίζα της επιτυχίας του ιδιότυπου χιούμορ του Λαζόπουλου: στη χαρά που πολλοί παίρνουν όταν βλέπουν αυτούς που δεν συμφωνούν μαζί τους να ταπεινώνονται έστω και μέσω της σάτιρας (ή με πρόσχημα αυτήν).

Και ύστερα απορούμε για την ανάπτυξη της Χρυσής Αυγής ή άλλων μορφών εξτρεμισμού. Στην πραγματικότητα, η λεκτική βία και η ισοπέδωση της διαφορετικής άποψης δεν είναι παρά ο προθάλαμος της σωματικής βίας και του αυταρχισμού. Οταν αποκαλείς τον άλλον δωσίλογο, πουλημένο, φασίστα, προδότη, γιατί απορείς στη συνέχεια αν κάποιοι θερμοκέφαλοι πηγαίνουν ακόμη πιο πέρα;
* Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα και στο Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας.

Τα αρχαία στο Γυμνάσιο

Από το www.tovima.gr

Έχουμε την πεποίθηση ότι ελάχιστοι συνέλληνες υπάρχουν ακόμη σήμερα που πιστεύουν ότι είναι δυνατό να κατακτηθεί η νεοελληνική μας γλώσσα από τις νέες γενιές της πατρίδας μας και να καρπίσει χωρίς την παράλληλη διδασκαλία στοιχείων της αρχαίας ελληνικής, κατά κύριο λόγο της αττικής διαλέκτου, στο Γυμνάσιο. Γιατί, όπως έχει συχνά τονιστεί, αν περιχαρακωθεί η Νεοελληνική στη συγχρονική της διάσταση μόνο και αποξενωθεί από την αρχαία μητέρα και τροφό της – και γενικότερα από τη λόγια γλωσσική μας παράδοση -, είναι αναπότρεπτο να ατονήσει και βαθμηδόν να συρρικνωθεί σε εκδοχή αποστεωμένη και μονολιθική. Αφού θα έχει αποκοπεί από τον γραμματικοσυντακτικό μηχανισμό παραγωγής και σύνθεσης και από τις ετυμολογικές ρίζες, δηλαδή από τις ζείδωρες πηγές της, θα διδάσκεται αναποφεύκτως στατικά και ρηχά. Αυτό θα εξυπηρετεί βεβαίως τους χρήστες της ώστε να επικοινωνούν μεταξύ τους πληροφοριακά στον καθημερινό βίο, όχι όμως να αποδύονται σε επίτευξη σοβαρής γλωσσικής δημιουργίας, διότι δεν θα μπορούν να αντλούν υλικό από όλα τα κοιτάσματά της, να επωφελούνται από τις δυνατότητες και τον πλούτο της και έτσι να επιτυγχάνουν παραγωγή λόγου απαιτητικότερου και ποιοτικά ανώτερου.

Γράφαμε σε προηγούμενο άρθρο μας στο «Βήμα της Κυριακής» (23.6.2013), υπογραμμίζοντας το χρέος που έχουμε όλοι μας απέναντι στη γλώσσα μας, ότι από τα περίπου 200 ανώμαλα ρήματα της αττικής διαλέκτου όλα σχεδόν χρησιμοποιούνται συνθετικά ή παραγωγικά στη Νεοελληνική και μάλιστα ευρύτατα και συχνότατα. Ετσι, λ.χ., τα νεοελληνικά ρήματα «σέρνω», «πέφτω» και «στέκομαι» πολύ λίγο βοηθούν στη σύνθεση αν δεν προσφύγει κάποιος στα αντίστοιχά τους αρχαιοελληνικά ρήματα «σύρω», «πίπτω» και «ίσταμαι» (πβ. «απο-σύρω», «εκ-πίπτω», «προ-ΐσταμαι» κ.λπ.). Ούτε μπορούμε να διακρίνουμε την έννοια της λέξης λ.χ. «έξαρση» από την έννοια της λέξης «εξαίρεση» αν αγνοούμε την ετυμολογία τους: «εξ-αίρω», «εξ-αιρώ». Με τη γνώση μόνο των νεοελληνικών λέξεων λ.χ. «μάτι», «σιτάρι» και «σπίτι» δεν μπορούμε να αναγνωρίσουμε τη σημασία των επίσης νεοελληνικών λέξεων, λ.χ.: «οφθαλμίατρος», «σιτοβολώνας» και «οικότροφος», αν δεν γνωρίζουμε τις αντίστοιχες αρχαιοελληνικές λέξεις «οφθαλμός», «σίτος» και «οίκος». Εάν δεν κατέχουμε την έννοια των αρχαιοελληνικών επιρρημάτων «ευ» και «λάθρα», είναι αδύνατο να καταλάβουμε λέξεις όπως «ευάριθμος», «λαθραναγνώστης» κ.λπ.

Είναι ευνόητο επίσης ότι χωρίς να έλθουμε σε επαφή με την αρχαία ελληνική, που θα μας εξοικειώσει με τις παραγωγικές ρίζες της γλώσσας μας και θα μας καταστήσει ικανούς να συνάγουμε τη σημασία των λέξεων από την ετυμολογία τους (λ.χ., ανήκουστος < α στερ.+ακούω, ανήκεστος < α στερ.+ακέομαι=γιατρεύω), θα αντιμετωπίζουμε ολοένα και μεγαλύτερες δυσχέρειες στην κατανόηση κειμένων, ειδικότερα από τη λόγια γραμματεία μας (Παπαδιαμάντης, Βιζυηνός, Κάλβος, εκκλησιαστικά κείμενα κ.λπ.), με αποτέλεσμα αναρίθμητα έργα της γραπτής μας παράδοσης να καταστούν σχεδόν απροσπέλαστα στους νέους μας. Εχουμε όμως το δικαίωμα να τους αποξενώσουμε από έναν τόσο μεγάλο και πολύτιμο πνευματικό θησαυρό του Εθνους και του λαού μας; Εξάλλου χωρίς αυτή τη γνώση η Νεοελληνική θα αντιμετωπίζει ανυπέρβλητες δυσκολίες στο να πλάθει νέες λέξεις που απαιτεί αδιάλειπτα η ζωή και, το χειρότερο, θα γίνεται ολοένα και πιο ευένδοτη στην αφόρητη πίεση των ξένων γλωσσών, ειδικότερα της Αγγλικής, και αναπότρεπτα θα αφελληνίζεται, γιατί οι χρήστες της δεν θα έχουν τη δυνατότητα να επινοούν τα ελληνολεκτικά ισοδύναμα των ξένων όρων, αφού θα είναι αποκομμένοι από τις αστείρευτες πηγές της μητέρας-γλώσσας.

Το ότι λοιπόν η διδασκαλία της αρχαίας Ελληνικής στο Γυμνάσιο – που πρέπει να γίνεται παράλληλα και συμπληρωματικά με τη συστηματική διδασκαλία της Νεοελληνικής – κρίνεται απαραίτητη είναι νομίζουμε κάτι το αναμφισβήτητο. Εκεί όμως όπου υπάρχει όντως πρόβλημα είναι στα μέσα και στον τρόπο διδασκαλίας• στα Αναγνωσματάρια, δηλαδή, που πρέπει να εισαχθούν, καθώς και στη μέθοδο διδασκαλίας. Δυστυχώς και στους δύο αυτούς τομείς δεν έχουμε σημειώσει έως τώρα επιτυχίες. Γιατί και τα εγχειρίδια που είναι σήμερα σε χρήση, αλλά και τα προηγούμενα – στη συγγραφή των οποίων είχαμε κι εμείς συμμετάσχει -, καθώς και τα παλαιότερα, είναι, κατά την ταπεινή μας γνώμη, ακατάλληλα γι' αυτόν τον σκοπό• θα λέγαμε μάλιστα ότι, κατά ένα μεγάλο ποσοστό, σε αυτά οφείλεται η αποτυχία του μαθήματος και ιδιαίτερα η απέχθεια ενός αριθμού μαθητών προς αυτό. Τα ίδια πρέπει να πούμε και για τις μεθόδους διδασκαλίας τις οποίες εφαρμόζουμε στη συγκεκριμένη περίπτωση, που είναι αναχρονιστικές και απρόσφορες. Αλλά για όλα αυτά ευελπιστούμε ότι θα μας δοθεί η ευκαιρία να μιλήσουμε εκτενέστερα σε κάποιο επόμενο άρθρο μας.

Ο κ. Γεράσιμος Α. Μαρκαντωνάτος είναι διδάκτωρ Κλασικής Φιλολογίας – συγγραφέας.


Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση
Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων