Ο Φάνης άνοιξε τα μάτια του. Από κάποιες τρύπες της καλύβας βλέπει ουρανό και καταλαβαίνει πως είναι ακόμα νύχτα.
Μα δυσκολεύεται να κοιμηθεί άλλο. Ντύνεται και γλιστρά έξω από την καλύβα, θέλει να δει τη νύχτα στο δάσος. Κάθισε εκεί απέξω καταγής.
Πρώτη φορά είδε τόσο βαθύ ουρανό. Πόσα άστρα! Ήταν σαν αμέτρητο χρυσό μελίσσι, που χύθηκε ψηλά και έβοσκε. Άστρα πολλά εδώ, άστρα λίγα παρακάτω. Κάπου δυο μαζί. Κάπου ένα μοναχό, σαν ξεχασμένο. Πέντ’ έξι άστρα μαζί, σαν κλαράκι. Να ‘ναι η Πούλια;
Στη μέση τ’ ουρανού, από πάνω από το Φάνη, ένα λευκό ποταμάκι χυνόταν ήσυχα απ’ το βοριά στο νότο, κυλούσε μυριάδες μικρά άστρα, λευκά σαν ανθούς.