“ΣΩΠΑ ΔΑΣΚΑΛΕ”

Στην Τρίτη τάξη είχαμε δάσκαλο
τον Περίανδρο Κρασάκη.
Ώρες μάς έπαιρνε τ’ αυτιά
ποια φωνήεντα είναι μακρά,
ποια βραχέα και τι τόνο να βάλουμε,
οξεία ή περισπωμένη.
Κι εμείς
ακούγαμε τις φωνές στο δρόμο,
τους μανάβηδες, τους κουλουρτζήδες,
τα γαιδουράκια που γκάριζαν
και τις γειτόνισσες που γελούσαν,
και περιμέναμε πότε θα χτυπήσει
το κουδούνι, να γλιτώσουμε.
Κοιτάζαμε το δάσκαλο
να ιδρώνει απάνω στην έδρα,
να λέει, να ξαναλέει,
και να θέλει να καρφώσει
στο μυαλό μας τη γραμματική,
μα ο νους μας ήταν έξω, στον ήλιο.
Μια μέρα, ήταν Άνοιξη, χαρά Θεού,
τα παράθυρα ήταν ανοιχτά,
κι έμπαινε η μυρωδιά
από μια ανθισμένη μανταρινιά
στο αντικρινό σπίτι.
Το μυαλό μας είχε γίνει και αυτό
ανθισμένη μανταρινιά,
και δε μπορούσαμε πια ν’ ακούσουμε
για οξείες και περισπωμένες.
Ένα πουλί είχε καθίσει
στο πλατάνι της αυλής του σχολείου
και κελαηδούσε.
Τότε πια, ένας μαθητής, χλωμός,
κοκκινομάλλης, που είχε έρθει
από το χωριό, Νικολιό τον έλεγαν,
δε βάσταξε, σήκωσε το δάχτυλο:
– Σώπα, δάσκαλε, φώναξε.
Σώπα δάσκαλε ν’ ακούσουμε το πουλί!
Νίκος Καζαντζάκης
……………………………………………………………………
Απόσπασμα από το βιβλίο:
Αναφορά Στον Γκρέκο.
Κατηγορίες: Χωρίς κατηγορία. Ετικέτες: . Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.