ΜΜ

Γραφείον Ευρέσεως Εργασίας, Μ. Κουμανταρέας

Το κείμενό μας είναι απόσπασμα από τη συλλογή διηγημάτων του μεταπολεμικού συγγραφέα Μένη Κουμανταρέα:”Τα μηχανάκια”. O Αναστάσης είναι ένας νέος που ζει στην Αθήνα στα μέσα της δεκαετίας του 1950, ο οποίος νιώθει ξεκομμένος από την οικογένεια και τον κοινωνικό του περίγυρο. Σε αυτό το απόσπασμα από Τα μηχανάκια, την πρώτη συλλογή διηγημάτων του, ο Αναστάσης αποφασίζει να ψάξει για δουλειά. Το  κείμενο προσεγγίζει θέματα κοινωνικά και ψυχολογικά μέσα από την εμπειρία ενός νεαρού ήρωα.

Μένης Κουμανταρέας (1931-2014): Γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε Νομικά και Φιλολογία. Μετά την απόλυσή του από το Ναυτικό, εργάστηκε σε ναυτιλιακές και ασφαλιστικές εταιρείες επί είκοσι χρόνια. Εμφανίστηκε στα Ελληνικά Γράμματα με τη συλλογή διηγημάτων Τα μηχανάκια (1962). Την περίοδο της δικτατορίας συμμετείχε στη συλλογική έκδοση Δεκαοχτώ κείμενα, με το διήγημα «Αγία Κυριακή στο βράχο».

Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς της πεζογραφίας και βασικός εκπρόσωπος του κοινωνικού ρεαλισμού. Κύρια θέματά του είναι η αποτελματωμένη μικροαστική ζωή, η θνησιγένεια του κάλλους και της νεότητας και η φθορά γενικότερα. Έφυγε από τη ζωή με αδόκητο τρόπο. Βρέθηκε δολοφονημένος στο σπίτι του στην Κυψέλη, στις 5 Δεκεμβρίου 2014.

Τιμήθηκε το 1967 με το κρατικό βραβείο διηγήματος για τη συλλογή διηγημάτων Το αρμένισμα, για την οποία δικάστηκε τέσσερις φορές κατά τη διάρκεια της δικτατορίας (1969), με το κρατικό βραβείο μυθιστορήματος για τη Βιοτεχνία υαλικών (1975),  με το Βραβείο Ιδρύματος Κώστα & Ελένης Ουράνη Ακαδημίας Αθηνών, 2008 για το έργο του συνολικά. Βιβλία του μεταφράστηκαν σε δεκατρείς γλώσσες.

φφ

Πώς ήταν όμως η Αθήνα στη δεκαετία του 1950; 

Η Αθήνα βγαίνει από μια δεκαετία γερμανικής κατοχής και εμφύλιου πολέμου με μεγάλα προβλήματα πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά. Επικρατεί αστάθεια στην πολιτική ζωή. Το μεγαλύτερο μέρος του λαού ζει στη φτώχεια. H επαρχία εγκαταλείπεται με αποτέλεσμα την αστυφιλία, την ανεργία και στη συνέχεια τη μετανάστευση στο εξωτερικό.

Η εργασία στη δεκαετία του ’50 και του ’60

 

Και μερικά παλιά επαγγέλματα όπως του Λούστρου, του Γαλατά αλλά και του Λατερνατζή, που αποτυπώνονται μέσα από τις παλιές ελληνικές ταινίες: 

Ξενιτιά

13 Αυγούστου 1973. Μια απεργία στη φίρμα Pierburg θα βγάλει μαζικά τους γκασταρμπάιτερ στους δρόμους και θα πετύχει για πρώτη φορά στην Ευρώπη την εξίσωση των μισθών ανδρών-γυναικών. Εγκέφαλος πίσω από την οργάνωση της ένας Έλληνας… ο Ανέστης Κελίδης.

Είναι εντυπωσιακό πόσα τραγούδια έχουν γραφεί και τραγουδηθεί για την ξενιτιά! Τραγούδια για την ξενιτιά

Τρία από τα πιο χαρακτηριστικά. Μπορείτε να βρείτε και να μελετήσετε κι άλλα; 

Η ανεργία στις Συκιές, όπως καταγράφηκε από τους μαθητές του σχολείου μας πριν πολλά χρόνια: ΚΑΤΑ…ΤΕΙΧΗ

και συνεντεύξεις που πήραν για το ίδιο θέμα

 

 

13 Αυγούστου 1973. Μια απεργία στη φίρμα Pierburg θα βγάλει μαζικά τους γκασταρμπάιτερ στους δρόμους και θα πετύχει για πρώτη φορά στην Ευρώπη την εξίσωση των μισθών ανδρών-γυναικών. Εγκέφαλος πίσω από την οργάνωση της ένας Έλληνας… ο Ανέστης Κελίδης.

 ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ

 

Ενδεικτική ανάλυση

Στόχος του συγγραφέα:

Στόχος του συγγραφέα είναι να παρουσιάσει τις αγωνιώδεις προσπάθειες των  νέων για εξεύρεση εργασίας καθώς και τις απογοητεύσεις και τις πικρίες τους από τις αποτυχίες των προσπάθειών τους και την ανεργία.

Στην προσπάθειά του να ξεφύγει από την περιθωριοποίηση ο  κεντρικός ήρωας του διηγήματος , ο  Αναστάσης, αναζητά εργασία. Θεωρεί ότι η εργασία είναι η αναγκαία προϋπόθεση για την κοινωνική του ένταξη.

Το διήγημα παρακολουθεί τον ήρωα στη διαδρομή του μέσα στο αστικό τοπίο της Αθήνας , από τη γειτονιά του μέχρι το γραφείο αναζήτησης εργασίας, αποτυπώνοντας τις ψυχικές και  συναισθηματικές του διακυμάνσεις.

Όταν ο ήρωας ξεκινά την αναζήτησή του , χαρακτηρίζεται από αισιόδοξη και χαρούμενη διάθεση , καθώς προετοιμάζεται για μια ριζική αλλαγή στη ζωή του . Η διάθεση του ήρωα εκφράζεται:

με τη χρήση ρημάτων που δηλώνουν κίνηση και άμεση ενεργοποίηση,

με μια σειρά από απλές καθημερινές χειρονομίες που δείχνουν την επιθυμία του ήρωα να ενσωματωθεί στον κοινωνικό περίγυρο της γειτονιάς του ,

”  … Περπάτησε με το κεφάλι ψηλά, χαμογέλασε στο φούρναρη που τον καλημέρισε κι έστειλε στον κουρέα του ένα φιλικό χαιρετισμό – γρήγορα θα τον είχε πάλι πελάτη…”

με μια σειρά από εικόνες, μεταφορές, προσωποποιήσεις και παρομοιώσεις που περιγράφουν το αστικό τοπίο από την οπτική γωνία του Αναστάση, ως έναν κόσμο με υποδειγματική αρμονία, πειθαρχία, τάξη και υψηλή αισθητική.

”Τα δέντρα εκεί πρασίνιζαν, κουρεμένα και φυτεμένα με τάξη πάνω στο πεζοδρόμιο, κρατώντας το ένα τον ώμο τ’ αλλουνού, σαν στοιχισμένοι μαθητές την ώρα της γυμναστικής. Χάρηκε που ο δρόμος στις γωνιές δεν είχε αποθηκέψει σκουπίδια. Φαντάστηκε τους σκουπιδιάρηδες άγγελους να δροσίζουν το πρόσωπο της πολιτείας με φρέσκο ποτιστικό νερό. Το φως της μέρας ήταν πεντακάθαρο, λες και το είχαν αλλάξει σήμερα. Περνούσε πάνω στο μάγουλο του δρόμου σαν ακονισμένο ξυράφι. Τ’ αυτοκίνητα φαρδιά, με καλογυαλισμένα φτερά και συντηρημένες λαμαρίνες, κυλούσαν πάνω στην άσφαλτο χωρίς να την πληγώνουν. Κι ο τροχαίος* στη μέση του δρόμου με την κολλαρισμένη στολή του, το κράνος του που φεγγοβολούσε, φαινόταν να πιάνει τ’ αυτοκίνητα από μιαν αόρατη κλωστή. Ως κι οι κοπέλες ήταν διαφορετικές σήμερα, ξυπνημένες θαρρείς από ύπνο θανάτου που τις είχε σκεπάσει με καινούριο πρόσωπο…”

Το ίδιο ξύπνημα από μακροχρόνιο ύπνο αισθάνεται ότι βιώνει και ο ήρωας, πιστεύοντας ότι βαδίζει το δρόμο της κοινωνικής του ανάστασης και της προσωπικής του καταξίωσης.

Η αντιστροφή της συναισθηματικής κατάστασης του ήρωα δηλώνεται σταδιακά :

με το επεισόδιο του μικρού παιδιού που επιχειρεί να ανέβει λαθραία στο λεωφορείο και έρχεται αντιμέτωπο με τον εισπράκτορα. Το επεισόδιο αποκτά μια συμβολική διάσταση . Το λεωφορείο είναι η κοινωνία και ο εισπράκτορας ο θεματοφύλακας των κοινωνικών κανόνων, τους οποίους ο νέος αψηφά.

με τις πρώτες εντυπώσεις που  δημιουργεί  στον ήρωα ο ίδιος ο χώρος αλλά και η συμπεριφορά της δακτυλογράφου στο γραφείο ευρέσεως εργασίας,

με τον πανικό που τον καταλαμβάνει , όταν αισθάνεται παγιδευμένος στην ατμόσφαιρα του εργασιακού περιβάλλοντος,

με την ξαφνική φυγή του , που ισοδυναμεί με παραδοχή της αποτυχίας του να ενταχθεί στους εργασιακούς και κοινωνικούς μηχανισμούς.

Ο ήρωας  έρχεται αντιμέτωπος με

τον καταθλιπτικό και αφιλόξενο χώρο εργασίας,

τις απρόσωπες ανθρώπινες σχέσεις ,

”Στο βάθος της κάμαρης μια κοπέλα έγραφε στη γραφομηχανή. Ούτε που σήκωσε τα μάτια της πάνω του. Έγραφε σαν υπνωτισμένη. Χρειάστηκε να πάει να σταθεί πολύ κοντά της για να τόνε δει….”

τη μονοτονία της δουλειάς που αφαιρεί από τον εργαζόμενο κάθε ζωντάνια και δημιουργικότητα.

”…’Έγραφε σαν υπνωτισμένη. Χρειάστηκε να πάει να σταθεί πολύ κοντά της για να τόνε δει. Είχε δυο μάτια κλουβισμένα* σε χοντρούς φακούς, που έμοιαζαν ν’ αποστειρώνουν το φως. Σαν δυο ψάρια μέσα στη γυάλα τους…

Με μια σειρά εικόνων, μεταφορών και παρομοιώσεων , ο αφηγητής μάς μεταφέρει την αλλαγή της ψυχικής διάθεσης του ήρωα : από την αισιοδοξία και την αυτοπεποίθηση, στην απογοήτευση, την ανασφάλεια, την απέχθεια και τον τρόμο που αγγίζει τα όρια του πανικού. Ο κόσμος της αρμονίας και της τάξης αντιστρέφεται στο μυαλό του ήρωα. Το αστικό τοπίο γίνεται ένας κόσμος ανοργάνωτος και απειλητικός.

.”Έσκυψε να δει κάτω και ζαλίστηκε. Τον χώριζαν από το έδαφος εφτά ψηλά, θεόρατα πατώματα. Ο αστυφύλακας της τροχαίας ήταν μια τελεία. Το κράνος βουλιαγμένο κάτω από τον ήλιο, οι κλωστές στα χέρια του σπασμένες….”

Το αίσθημα πανικού που καταλαμβάνει ξαφνικά τον ήρωα και εκφράζεται με μια σειρά έντονων σωματικών αντιδράσεων τον οδηγεί στη φυγή και την παραίτηση.

Ο Αναστάσης  αντιπροσωπεύει μια γενιά νέων που ακροβατούν ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι, που κινούνται στα όρια του κοινωνικού περίγυρου, που ”φλερτάρουν” με την αποτυχία και τον κοινωνικό αποκλεισμό , αντιμέτωποι με τη φτώχεια, την ανεργία, το ιδεολογικό κενό και τις προκαταλήψεις της Ελλάδας του  ‘ 60.                          ΠΗΓΗ

Αφηγηματικές τεχνικές

Η αφήγηση είναι χρονολογική , τα γεγονότα αναφέρονται με τη σειρά σύμφωνα με την οποία εκτυλίχθηκαν. Ο αφηγητής είναι αμέτοχος στην ιστορία (εξωδιηγηματικός) και η εστίαση είναι μηδενική (ο αφηγητής γνωρίζει τέλεια όσα λέει).

Αφήστε μια απάντηση

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση