γιατιιι

Γιατί; Γιάννης Μαγκλής

Το διήγημα “Γιατί” προέρχεται από τη συλλογή διηγημάτων “Δεν υπάρχουν αμαρτωλοί” (1956) και αποτυπώνει χαρακτηριστικά το ανθρωπιστικό πνεύμα της πεζογραφίας του Γ. Μαγκλή.

Το κείμενο είναι έντονα αντιπολεμικό και αναδεικνύει τον παραλογισμό του πολέμου και την αλλοτρίωση που προκαλεί αυτός στον άνθρωπο. Η έγνοια για τον άνθρωπο στον κόσμο, η εμπιστοσύνη στην ικανότητα και στη συνείδησή του να επιλέγει ελεύθερα το καλό και η προσπάθεια για την υπεράσπιση της αξιοπρέπειας του κάθε ατόμου.

Το ακούμε και το βλέπουμε όπως το δημιούργησαν οι μαθητές της Γ’ λυκείου του 2ου ΓΕΛ Καλύμνου στο πλαίσιο του μαθήματος της Λογοτεχνίας…

 

 

Ας το δούμε λίγο καλύτερα!

https://www.slideshare.net/slideshow/ss-47204690/47204

Ενδεικτική ανάλυση

Θεματικά κέντρα

Πόλεμος και απάνθρωπη βία

Θύτες και θύματα, νικητές και νικημένοι

Ειρήνη και ανθρωπισμός  ενάντια στον πόλεμο και τη θηριωδία.

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ: Τα διηγήματα  είναι λιγότερο περίπλοκα από ό,τι τα μυθιστορήματα. Συνήθως επικεντρώνονται σε ένα μόνο επεισόδιο, έχουν απλή πλοκή, μικρό αριθμό χαρακτήρων, εκτυλίσσονται σε έναν χώρο, και καλύπτουν σύντομη χρονική περίοδο.

ΤΙΤΛΟΣ:  Το “γιατί;” στο βλέμμα του τραυματία, γιατί ξέχασε ο νέος στρατιώτης πώς είναι άνθρωπος και τον πυροβόλησε και τελικά  γιατί να γίνονται πόλεμοι.

ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΤΩΝ: συμπάθεια, αγωνία, θυμός, αγανάκτηση.

Το διήγημα αποτελεί μια ηχηρή διαμαρτυρία του συγγραφέα απέναντι στον παραλογισμό του πολέμου  και, ταυτόχρονα , μια  φιλειρηνική έκκληση προς όλους τους λαούς, ανεξάρτητα από εθνικότητα, γλώσσα, πολιτισμό. Στο αφηγηματικό  περιεχόμενο δεν υπάρχουν τοπικοί ,χρονικοί ή ονοματικοί δείκτες, ώστε να μπορούμε να προσδιορίσουμε το πότε, που και ανάμεσα σε ποιους συμβαίνουν τα διαδραματιζόμενα.

Ο συγγραφέας λοιπόν προσπαθεί να δείξει πως δεν έχει σημασία ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο αλλά πως οι εμπόλεμοι χάνουν την ανθρωπιά τους και γίνονται εναλλάξ  σκληροί θύτες και αθώα θύματα.

Πάνω σε αυτή την απουσία δεικτών αναπτύσσεται ο λογοτεχνικός μύθος που χαρακτηριστικό γνώρισμά του είναι οι συνεχείς ανατροπές. Ο νέος στρατιώτης τη μια στιγμή προκαλεί  τη συμπάθεια του αναγνώστη επειδή παρουσιάζεται σαν θύμα ενός πολέμου  που τον έχει εξαχρειώσει ,τον κρατά μακριά από τα αγαπημένα του πρόσωπα  και δεν τον αφήνει να απολαύσει την όμορφη ζωή του ανθρώπου την άλλη στιγμή όμως προκαλεί την αντιπάθεια γιατί γίνεται ο ίδιος στυγνός εκτελεστής ενός συνανθρώπου του.

Στη συνέχεια ο στρατιώτης μετατρέπεται ξανά  σε τραγικό θύμα καθώς μετανιώνει  φρικτά και συντρίβεται από την πράξη του! Η τελευταία εικόνα του  νέου στρατιώτη  να κρατά στην αγκαλιά του και να ζητά συγνώμη από τον στρατιώτη θύμα, σφραγίζει την ιστορία και δίνει σαφέστατα αντιπολεμικό περιεχόμενο στο κείμενο.

Παρατηρούμε τις όμορφες εικόνες της φύσης όταν ο στρατιώτης απλώς απολάμβανε τη ζωή.

Πρέπει να τονίσουμε πως ο συγγραφέας βάζει τις ίδιες σκέψεις και τα ίδια λόγια και στους δύο στρατιώτες για να δείξει πως άσχετα από τις διαφορές και τον πόλεμο οι άνθρωποι έχουν τις ίδιες ανάγκες ,σκέψεις ,αγωνίες ,πόνους. Η επαναλαμβανόμενη  προσφώνηση “αδερφέ μου’ ,όπως και ο όρος “άνθρωπος”, που επαναλαμβάνεται συχνά, δίνει το μήνυμα της συναδέλφωσης και  ανθρώπινης αλληλεγγύης.

Κοινά σημεία ανάμεσα στους δύο στρατιώτες:

ίδιες επιθυμίες, ίδια ανθρώπινα όνειρα, ίδιες συναισθηματικές ανάγκες, ίδια λαχτάρα για ζωή, έχουν και οι δύο αφήσει πίσω αγαπημένα πρόσωπα και οικογένεια.

Στην αρχαία ελληνική τραγωδία τραγικό είναι το πρόσωπο που κάνει κάποιες ενέργειες, αγνοώντας ότι αυτές θα οδηγήσουν το ίδιο ή και άλλα πρόσωπα σε συμφορές, γιατί έτσι έχουν αποφασίσει οι θεοί και η μοίρα (είναι έρμαιο και θύμα των θεών και της μοίρας).

Ο νεαρός στρατιώτης γίνεται τραγικό πρόσωπο γιατί:

– είναι και αυτός θύμα ενός πολέμου που τον έχει κάνει ίδιο με ένα άγριο ζώο.

– Αναγκάζεται να σκοτώσει πριν σκοτωθεί.

– Ζώντας μέσα στη βία του πολέμου ενδιαφέρεται για την επιβίωσή του και “ξεχνάει” τον άνθρωπο.

– Όταν συνειδητοποιεί την πράξη του, νιώθει ενοχές και ζητάει συγχώρεση.

– Λέει πως δεν είναι φονιάς αλλά έχασε την ανθρωπιά του με τον πόλεμο.

Το κείμενο είναι ένα διήγημα: το διήγημα είναι πεζό λογοτεχνικό αφηγηματικό έργο με μικρή (σχετικά με το μυθιστόρημα) έκταση με ολοκληρωμένη υπόθεση, η οποία είναι πλαστή ή εμπνευσμένη από την πραγματικότητα. Στο διήγημα υπάρχει ενότητα υπόθεσης, τόπου και χρόνου: η υπόθεση τοποθετείται σε συγκεκριμένο τόπο και περιορισμένα χρονικά πλαίσια, ενώ περιστρέφεται γύρω από έ ν α κύριο γεγονός, στο οποίο πρωταγωνιστεί έ ν α κεντρικό πρόσωπο, ο ήρωας του διηγήματος. Ενδέχεται όμως να υπάρχουν και δευτερεύοντα γεγονότα ή πρόσωπα, που έχουν στόχο να φωτίσουν τον πρωταγωνιστή.

Αφηγηματικοί τρόποι

Αφήγηση:  γίνεται από έναν τριτοπρόσωπο αφηγητή, ο οποίος δε συμμετέχει στην ιστορία που αφηγείται. Ωστόσο εμπλέκεται συναισθηματικά στα δρώμενα. Ο αφηγητής παρακολουθεί τις κινήσεις και τις ενέργειες των ηρώων, διαβάζει τις σκέψεις τους και επικεντρώνεται στον τρόπο δράσεις τους( παντογνώστης αφηγητής)

Υπάρχουν στο κείμενο μονόλογοι στους οποίους αποκαλύπτεται ο εσωτερικός κόσμος του ήρωα.

Περιγραφές: τονίζεται η ομορφιά της φύσης σε αντίθεση με την αγριότητα του πολέμου.

Γλώσσα: απλή δημοτική με ποιητική χροιά.

Σχήματα λόγου:

Προσωποποιήσεις:     ” Ο μεγάλος ήλιος που ολημερίς τσουρουφλούσε….. κι έκλεισε τα μάτια να ξεχάσει.”

Μεταφορές:  ” Η φλόγα έσβησε από τα σωθικά του”,  “μέτωπο, μάτια, μύτη ήταν περιχυμένα ο ανθρώπινος πόνος και το ξάφνιασμα”,   ” Ένα σκληρό χέρι έσφιγγε την καρδιά του νέου στρατιώτη”,  “Χτύπαγε η καρδιά βουτηγμένη στην αγωνία”.

γιατί

Ενδεικτικές απαντήσεις στις ερωτήσεις του σχολικού βιβλίου

1.Γιατί ο συγγραφέας δεν αναφέρει τα ονόματα και την εθνικότητα των στρατιωτών;

Πρόθεση του συγγραφέα είναι να λάβει η ιστορία του καθολικές διαστάσεις και να μην περιοριστεί στην αναμέτρηση μεταξύ συγκεκριμένων εθνών ή μεταξύ συγκεκριμένων προσώπων. Υπ’ αυτή την έννοια δεν γίνεται αναφορά στα ονόματα των προσώπων, προκειμένου να μην εκληφθούν τα γεγονότα αυτά ως μεμονωμένο περιστατικό που αφορά μόνο τα συγκεκριμένα πρόσωπα. Σε μια ανάλογη κατάσταση και αντιμέτωποι μ’ ένα παρόμοιο δίλημμα μπορούν να βρεθούν ή έχουν πιθανά ήδη βρεθεί στρατιώτες οποιασδήποτε χώρας έχει γνωρίσει ή θα γνωρίσει τα δεινά του πολέμου. Αντιστοίχως, δεν γίνεται αναφορά στην εθνικότητα των στρατιωτών, ώστε να μην υπονομευτεί η καθολική διάσταση της ιστορίας μέσα από τη συσχέτισή της με την πολεμική αναμέτρηση συγκεκριμένων εθνών. Ο πόλεμος συνιστά μια ακραία πράξη βίας, απολύτως καταδικαστέα, όποια κι αν είναι η εθνικότητα των εμπλεκομένων.

2.Ποια κοινά γνωρίσματα έχουν οι δύο αντίπαλοι στρατιώτες;

Οι δύο στρατιώτες, αν και ανήκουν σε αντίπαλα στρατόπεδα, βιώνουν με τον ίδιο τρόπο τη φρίκη και τη δυσκολία του πολέμου. Είναι νέοι στην ηλικία, μακριά από τους δικούς τους ανθρώπους, εγκλωβισμένοι σ’ έναν πόλεμο που τους προκαλεί τρόμο και κάθε μέρα που κατορθώνουν να επιβιώσουν ευχαριστούν τον Θεό που τους προφύλαξε. Το γεγονός ότι βρίσκονται στον πόλεμο δεν αποτελεί προσωπική τους επιλογή, αφού κι οι δύο ανυπομονούν να τελειώσει, για να μπορέσουν να γυρίσουν στην οικογένειά τους. Η γριά μητέρα που με πόνο περιμένει την επιστροφή του παιδιού της δίνεται ως κοινό στοιχείο και για τους δύο στρατιώτες, ενώ για τον έναν από αυτούς αφήνεται να εννοηθεί, ως εικασία, πως υπάρχει και μια νεαρή κοπέλα που τον προσμένει.

Με παρόμοιο τρόπο οι δύο στρατιώτες βασανισμένοι από τη ζέστη της ημέρας, αφήνουν τα ντουφέκια τους μόλις ηρεμεί η μάχη και σπεύδουν να βρεθούν στη δροσερή πηγή για να πιούν νερό και να δροσιστούν. Με την ίδια σκέψη κατά νου, να νιώσουν τη δροσιά του νερού της πηγής και να ξεφύγουν -έστω και για λίγο- από το κλίμα του πολέμου, οι δύο νέοι θα κατευθυνθούν «ξέγνοιαστοι» προς το ίδιο μέρος. Η συνάντησή τους, ωστόσο, θα αποβεί μοιραία, καθώς παρά το πλήθος των κοινών τους γνωρισμάτων, οι δύο αυτοί νέοι παραμένουν στρατιώτες δύο αντίπαλων στρατευμάτων. «Μα ο νέος στρατιώτης ξέχασε μονομιάς το Θεό. Έχασε τον άνθρωπο, πίεσε τη σκαντάλη και η σφαίρα γλίστρησε από την κάνη και χτύπησε κατάστηθα τον οχτρό.»

3.Περιγράψτε τη μεταβολή της ψυχικής κατάστασης του στρατιώτη από τη στιγμή που πυροβόλησε τον εχθρό ως τη στιγμή που τον είδε νεκρό.

Ο στρατιώτης που πατά τη σκανδάλη, ο ίδιος αυτός νέος που μόλις πριν από λίγες στιγμές ευχαριστούσε το Θεό και αναγνώριζε την ομορφιά της ζωής, οδηγείται σ’ αυτή την πράξη παρακινημένος προφανώς από μια διάθεση αυτοπροστασίας. Δίχως να χάσει χρόνο, δίχως να αναλογιστεί πως ίσως ο νεαρός που βρίσκεται απέναντί του να είναι άοπλος και, άρα, ακίνδυνος, αφήνει τα ένστικτά του να τον οδηγήσουν σε μια άθλια πράξη βίας, όπως αυτές ακριβώς από τις οποίες βιαζόταν να ξεφύγει: «Κάνε με το καλό να τελέψει γρήγορα ο πόλεμος, να γυρίσω πίσω στο σπίτι κοντά στη γριά μανούλα που με καρτερά και κοντά στ’ αδέρφια μου.»

Μόλις πυροβολεί τον αντίπαλο στρατιώτη, τον πλησιάζει μ’ έντονη νευρικότητα και τον παρακολουθεί από κοντά καθώς εκείνος σπαρταρά στο έδαφος, θανάσιμα πληγωμένος. Η εικόνα του νέου ανθρώπου που το σώμα του κλονίζεται από τον πόνο και στο πρόσωπό του είναι ζωγραφισμένο ακόμη το ξάφνιασμα από το απροσδόκητο αυτό χτύπημα, δρα καταλυτικά στην ψυχική του κατάσταση. Νιώθει σαν να του σφίγγει ένα σκληρό χέρι την καρδιά κι αισθάνεται πως ένας σιδερένιος κύκλος έχει περαστεί γύρω από το κεφάλι του, σφίγγοντάς το και προκαλώντας του ανυπόφορο πόνο. Αρχίζει να νιώθει σωματικό και ψυχικό πόνο, θυμώνει με τα όσα βλέπει να έχουν συμβεί και άθελά του τρέπεται σε φυγή, μη θέλοντας άλλο να βρίσκεται εκεί.

Ο νεαρός τρέχει για να ξεφύγει από το θέαμα της φριχτής του πράξης, μα σύντομα το σώμα του τον προδίδει, σταματά να τρέχει, αδυνατώντας πια να πάει παραπέρα, και μένει ακίνητος νιώθοντας το κεφάλι του να βουίζει. Κι εντελώς ξαφνικά, όπως προηγουμένως θέλησε να φύγει μακριά από τον στρατιώτη που χτύπησε, αρχίζει να τρέχει προς το μέρος του, με την ελπίδα πως θα τον προλάβει ζωντανό για να του προσφέρει βοήθεια.

Ο νεαρός που για μια και μόνο στιγμή επέτρεψε στον εαυτό του να λειτουργήσει ως στρατιώτης και όχι ως άνθρωπος, μετανιώνει για τη φριχτή του πράξη και ζητάει τώρα από τον Θεό να λυπηθεί τον νέο που τραυμάτισε και να τον κρατήσει στη ζωή. Τρέχει κοντά του, αγκαλιάζει το πληγωμένο του σώμα και τον κρατά σφιχτά, νιώθοντας μέσα του συναισθήματα αγάπης, τρυφεράδας και πόνου για εκείνον, έστω κι αν είναι ο ίδιος που του προκάλεσε αυτό το θανάσιμο τραύμα. Ο νέος που πριν από λίγο ήταν ο μισητός εχθρός, έχει γίνει πλέον ένας αγαπημένος αδερφός.

Ο στρατιώτης μεταφέρει τον τραυματία κοντά στην πηγή, του καθαρίζει το ωραίο, νεανικό πρόσωπο, κι αφού παίρνει το χέρι του στο δικό του, αρχίζει να του ζητά να τον συγχωρέσει. Κλαίει για ό,τι του έκανε και προσπαθεί να εξηγήσει το απάνθρωπο της πράξης του: «Ξέχασα, γιατί αυτοί οι κακούργοι θέλανε να με κάνουν να ξεχάσω».

Ο στρατιώτης που πριν από λίγες στιγμές πυροβολούσε χωρίς δισταγμό τον εχθρό του, δεν υπάρχει πια. Στη θέση του βρίσκεται ένας ψυχικά συντετριμμένος νέος, που αναγνωρίζει στο πρόσωπο του άλλου τον εαυτό του, έναν φοβισμένο νέο που στο σπίτι τον περιμένει η μάνα του, ο πατέρας και τ’ αδέρφια του.

4.Ο ένας στρατιώτης σκοτώνει και ο άλλος σκοτώνεται. Ποιος είναι το τραγικό πρόσωπο και γιατί;

Παρά το γεγονός πως ο ένας στρατιώτης χάνει τη ζωή του, τραγικό πρόσωπο της ιστορίας αναδεικνύεται ο θύτης, εφόσον είναι εκείνος που πρέπει τώρα να ζήσει με την επίγνωση του φρικτού του εγκλήματος. Ο στρατιώτης που πεθαίνει παύει ν’ ακούει και να νιώθει· παύει να βασανίζεται από αυτό που του συνέβη, εκείνος, όμως, που επιβιώνει, βρίσκεται πλέον αντιμέτωπος με τις οδυνηρές του τύψεις που θα τον συνοδεύουν για το υπόλοιπο της ζωής του. Ο νέος αυτός βιώνει συναισθήματα απόλυτης ψυχικής συντριβής, διότι ο φόνος που διέπραξε δεν πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο κάποιας μάχης, όταν κυριαρχεί το ένστικτο της επιβίωσης και οι σφαίρες ρίχνονται προς τους απρόσωπους εχθρούς. Το δικό του έγκλημα διαπράχθηκε εις βάρος ενός άοπλου νέου, που έχοντας σηκώσει τα χέρια ψηλά παρακαλούσε για έλεος. Το δικό του έγκλημα διαπράχθηκε εις βάρος ενός νέου που τον κοιτούσε παρακλητικά και φοβισμένα, ζητώντας του να τον λυπηθεί.

Ο στρατιώτης αυτός θα έχει για πάντα στη σκέψη του το φοβισμένο πρόσωπο του άλλου νέου κι ύστερα το τραυματισμένο του σώμα που σπάραζε στο χώμα. Θα θυμάται ξανά και ξανά πως παρασυρμένος από «τα λόγια που τους μάθαιναν» έφτασε στο σημείο να αφαιρέσει τη ζωή ενός νέου συνανθρώπου του, στερώντας του την ευκαιρία να επιστρέψει στην αγκαλιά της μητέρας του, που θ’ απομείνει πια να τον περιμένει μάταια.

5.Εντοπίστε τα βασικότερα σημεία του κειμένου μέσα από τα οποία προκύπτει το ανθρωπιστικό και αντιπολεμικό του μήνυμα.

Το ανθρωπιστικό μήνυμα του κειμένου υπηρετείται συνολικά από την παρουσιαζόμενη ιστορία, καθώς ο συγγραφέας επιτυγχάνει να παρουσιάσει με τέτοιο τρόπο τις ομοιότητες μεταξύ των δύο νεαρών στρατιωτών, ώστε στο τέλος να δημιουργείται η αίσθηση πως αυτός που σκοτώνεται δεν είναι κάποιος εχθρός, αλλά ένας αδικημένος αδερφός.

Μπορούμε, ωστόσο, να διακρίνουμε εντονότερα το αντιπολεμικό μήνυμα μέσα από τα λόγια και τις πράξεις του στρατιώτη-θύτη απ’ τη στιγμή που επιστρέφει πλάι στον νέο που τραυμάτισε.

«- Θε μου, μουρμούρισε, λυπήσου τον, λυπήσου με. Άφησέ τον να ζήσει.

         Έφταξε στη ρεματιά, σίμωσε το χτυπημένο. Τον άγγιξε· ήτανε ζεστός.

         Άπλωσε τα χέρια, τα πέρασε με προσοχή κάτω από το πληγωμένο κορμί, τ’ αγκάλιασε ολόγυρά του, τον έσυρε απάνω του και τον κράτησε έτσι σφιχτά. Χτύπαγε η καρδιά βουτημένη στην αγωνία. Τρυφεράδα και πόνος, αγάπη και φροντίδα, όλα τούτα μαζί τόνε συνεπήραν.»

Ο στρατιώτης-θύτης πλησιάζει τον τραυματισμένο και τον αγκαλιάζει με τη φροντίδα και την τρυφερότητα που θα αγκάλιαζε όχι έναν εχθρό, αλλά έναν δικό του αγαπημένο άνθρωπο. Οι τύψεις που αισθάνεται κι η ένταση της μετάνοιας που νιώθει αλλάζουν άρδην την ψυχολογική του κατάσταση και τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει εκείνον που λίγο πριν πυροβόλησε, δίχως να διστάσει.

«Σιγά, προσεχτικά, τον έφερε ίσαμε τη γουρνίτσα και τον ακούμπησε απάνω στο γρασίδι· πήρε το νερό, που με λαχτάρα κατέβηκε να πιει, και του ‘βρεξε τα μαλλιά, του καθάρισε το νεανικό, ωραίο πρόσωπο, του ‘σβησε το λεπτό ματωμένο αυλάκι που ‘χε στεγνώσει εκεί στην αριστερή μεριά του στομά του. Του πήρε το χέρι, το άπλωσε απάνω στην ανοιχτή δική του παλάμη και το απαλοχάιδευε.»

Οι ύστατες φροντίδες που προσφέρει ο στρατιώτης-θύτης στον θανάσιμα τραυματισμένο νέο, είναι γεμάτες έγνοια και αγάπη, κι είναι ανάλογες μ’ αυτές που θα προσέφερε όχι σ’ έναν εχθρό, αλλά στον ίδιο του τον αδερφό. Ως αδερφό του, άλλωστε, τον προσφωνεί αμέσως μετά, και του ζητά να τον συγχωρέσει για το αδιανόητο έγκλημά του.

«Καλέ μου, πονεμένε μου αδερφέ, μουρμούρισε ο νέος στρατιώτης συντριμμένος. Συχώρα με, καλέ μου, δεν το ‘θελα· δεν είμαι φονιάς, σου τ’ ορκίζομαι, δεν είμαι φονιάς. Να, μια στιγμή μονάχα ξέχασα πως είμαι άνθρωπος, ξέχασα πως είσαι άνθρωπος, αδερφός μου. Πως μάνα και σένα σε περιμένει στο φτωχικό της: μάνα και πατέρας κι αδέρφια. Ξέχασα, γιατί αυτοί οι κακούργοι θέλανε να με κάνουν να ξεχάσω.»

Τα τελευταία αυτά λόγια που ολοκληρώνουν το διήγημα αποτελούν μια συγκλονιστική υπόμνηση της βασικότερης ανθρωπιστικής αλήθειας, πως όλοι οι άνθρωποι είναι επί της ουσίας αδέρφια μεταξύ τους. Καμία εθνολογική διαφορά δεν μπορεί να άρει τη βαθιά σύνδεση μεταξύ των ανθρώπων, αφού όλοι, όποιοι κι αν είναι, όπου κι αν βρίσκονται, έχουν μια μητέρα που τους νοιάζεται και τους προσμένει με την ίδια αγάπη, σ’ όποια γλώσσα κι αν αυτή εκφράζεται, σ’ όποιο τόπο κι αν ακούγεται.

ΠΗΓΗ

Παράλληλα κείμενα

Το ποτάμι του Α. Σαμαράκη (διήγημα), Απο τη Συλλογη διηγημάτων Ζητείται ελπίς (1954).

Η διαταγή ήτανε ξεκάθαρη: Απαγορεύεται το μπάνιο στο ποτάμι, ακόμα και να πλησιάζει κανένας σε απόσταση λιγότερο από διακόσια μέτρα. Δε χώραγε λοιπόν καμιά παρανόηση. Όποιος την παρέβαινε τη διαταγή, θα πέρναγε στρατοδικείο.

Τους τη διάβασε τις προάλλες ο ίδιος ο ταγματάρχης. Διέταξε γενική συγκέντρωση, όλο το τάγμα, και τους διάβασε. Διαταγή της Μεραρχίας! Δεν ήτανε παίξε γέλασε.

Είχανε κάπου τρεις βδομάδες που είχαν αράξει δώθε από το ποτάμι. Κείθε από το ποτάμι ήταν ο εχθρός, οι Άλλοι όπως τους λέγανε πολλοί.

Τρεις βδομάδες απραξία. Σίγουρα δε θα βάσταγε πολύ τούτη η κατάσταση, για την ώρα όμως επικρατούσε ησυχία.

Και στις δυο όχθες του ποταμού, σε μεγάλο βάθος, ήτανε δάσος. Πυκνό δάσος. Μες στο δάσος είχανε στρατοπεδεύσει και οι μεν και οι δε.

Οι πληροφορίες τους ήτανε πως οι Άλλοι είχανε δυο τάγματα εκεί. Ωστόσο, δεν επιχειρούσαν επίθεση, ποιος ξέρει τι λογαριάζανε να κάνουν. Στο μεταξύ, τα φυλάκια, και από τις δυο μεριές, ήταν εδώ κι εκεί κρυμμένα στο δάσος, έτοιμα για παν ενδεχόμενο.

Τρεις βδομάδες! Πώς είχανε περάσει τρεις βδομάδες! Δε θυμόντουσαν σ’ αυτόν τον πόλεμο, που είχε αρχίσει εδώ και δυόμισι χρόνια περίπου, άλλο τέτοιο διάλειμμα σαν και τούτο.

Όταν φτάσανε στο ποτάμι, έκανε ακόμα κρύο. Εδώ και μερικές μέρες, ο καιρός είχε στρώσει. Άνοιξη πια!

Ο πρώτος που γλίστρησε κατά το ποτάμι ήτανε λοχίας. Γλίστρησε ένα πρωινό και βούτηξε. Λίγο αργότερα, σύρθηκε ως τους δικούς του, με δυο σφαίρες στο πλευρό. Δεν έζησε πολλές ώρες.

Την άλλη μέρα, δυο φαντάροι τραβήξανε για κει. Δεν τους ξαναείδε πια κανένας. Ακούσανε μονάχα πολυβολισμούς, και ύστερα σιωπή.

Τότε βγήκε η διαταγή της Μεραρχίας.

Ήτανε ωστόσο μεγάλος πειρασμός το ποτάμι. Τ’ ακούγανε που κυλούσε τα νερά του και το λαχταρούσανε. Αυτά τα δυόμισι χρόνια, τους είχε φάει η βρώμα. Είχανε ξεσυνηθίσει ένα σωρό χαρές. Και να, τώρα, που είχε βρεθεί στο δρόμο τους αυτό το ποτάμι. Αλλά η διαταγή της Μεραρχίας…

— Στο διάολο η διαταγή της Μεραρχίας! είπε μέσ’ από τα δόντια του κείνη τη νύχτα.

Γύριζε και ξαναγύριζε και ησυχία δεν είχε. Το ποτάμι ακουγότανε πέρα και δεν τον άφηνε να ησυχάσει.

Θα πήγαινε την άλλη μέρα, θα πήγαινε οπωσδήποτε. Στο διάολο η διαταγή της Μεραρχίας!

Οι άλλοι φαντάροι κοιμόντουσαν. Τέλος τον πήρε κι αυτόν ο ύπνος. Είδε ένα όνειρο, έναν εφιάλτη. Στην αρχή, το είδε όπως ήτανε: ποτάμι. Ήτανε μπροστά του αυτό το ποτάμι και τον περίμενε. Κι αυτός, γυμνός στην όχθη, δεν έπεφτε μέσα. Σα να τον βάσταγε ένα αόρατο χέρι (…)

Ξύπνησε βαλαντωμένος· δεν είχε ακόμα φέξει…

 

Φτάνοντας στην όχθη, στάθηκε και το κοίταζε. Το ποτάμι! Ώστε υπήρχε λοιπόν αυτό το ποτάμι; Ώρες ώρες, συλλογιζότανε μήπως δεν υπήρχε στ’ αλήθεια. Μήπως ήτανε μια φαντασία τους, μια ομαδική ψευδαίσθηση.

Είχε βρει μια ευκαιρία και τράβηξε κατά το ποτάμι. Το πρωινό ήτανε θαύμα! Αν ήτανε τυχερός και δεν τον παίρνανε μυρουδιά… Να πρόφταινε μονάχα να βουτήξει στο ποτάμι, να μπει στα νερά του, τα παρακάτω δεν τον νοιάζανε.

Σ’ ένα δέντρο, στην όχθη, άφησε τα ρούχα του, και όρθιο πάνω στον κορμό, το τουφέκι του. Έριξε δυο τελευταίες ματιές, μια πίσω του, μην ήτανε κανένας από τους δικούς του, και μια στην αντίπερα όχθη, μην ήτανε κανένας από τους Άλλους. Και μπήκε στο νερό.

Από τη στιγμή που το σώμα του, ολόγυμνο, μπήκε στο νερό, τούτο το σώμα που δυόμισι χρόνια βασανιζότανε, που δυο τραύματα το είχανε ως τώρα σημαδέψει, από τη στιγμή αυτή ένιωσε άλλος άνθρωπος. Σα να πέρασε ένα χέρι μ’ ένα σφουγγάρι μέσα του και να τα ‘σβησε αυτά τα δυόμισι χρόνια.

Κολυμπούσε πότε μπρούμυτα, πότε ανάσκελα. Αφηνότανε να τον πηγαίνει το ρεύμα. Έκανε και μακροβούτια…

Ήταν ένα παιδί τώρα αυτός ο φαντάρος, που δεν ήταν παρά εικοσιτριώ χρονώ κι όμως τα δυόμισι τελευταία χρόνια είχαν αφήσει βαθιά ίχνη μέσα του.

Δεξιά κι αριστερά, και στις δυο όχθες, φτερουγίζανε πουλιά, τον χαιρετούσανε περνώντας πότε πότε από πάνω του.

Μπροστά του, πήγαινε τώρα ένα κλαδί που το έσερνε το ρεύμα. Βάλθηκε να το φτάσει μ’ ένα μονάχα μακροβούτι. Και το κατάφερε. Βγήκε από το νερό ακριβώς δίπλα στο κλαδί. Ένιωσε μια χαρά! Αλλά την ίδια στιγμή είδε ένα κεφάλι μπροστά του, κάπου τριάντα μέτρα μακριά.

Σταμάτησε και προσπάθησε να δει καλύτερα.

Και κείνος που κολυμπούσε εκεί τον είχε δει, είχε σταματήσει κι αυτός. Κοιτάζονταν.

Ξανάγινε αμέσως αυτός που ήτανε και πρωτύτερα: ένας φαντάρος που είχε κιόλας δυόμισι χρόνια πόλεμο, που είχε έναν πολεμικό σταυρό, που είχε αφήσει το τουφέκι του στο δέντρο.

Δεν μπορούσε να καταλάβει αν αυτός αντίκρυ του ήτανε από τους δικούς του ή από τους Άλλους. Πώς να το καταλάβει; Ένα κεφάλι έβλεπε μονάχα. Μπορούσε να ‘ναι ένας από τους δικούς του. Μπορούσε να ‘ναι ένας από τους Άλλους.

Για μερικά λεπτά, και οι δυο τους στέκονταν ακίνητοι στα νερά. Τη σιωπή διέκοψε ένα φτάρνισμα. Ήταν αυτός που φταρνίστηκε, και κατά τη συνήθειά του βλαστήμησε δυνατά. Τότε εκείνος αντίκρυ του άρχισε να κολυμπάει γρήγορα προς την αντίπερα όχθη. Κι αυτός όμως δεν έχασε καιρό. Κολύμπησε προς την όχθη του μ’ όλη του τη δύναμη. Βγήκε πρώτος. Έτρεξε στο δέντρο που είχε αφήσει το τουφέκι του, το άρπαξε. Ο Άλλος, ό,τι έβγαινε από το νερό. Έτρεχε τώρα κι εκείνος να πάρει το τουφέκι του.

Σήκωσε το τουφέκι του αυτός, σημάδεψε. Του ήτανε πάρα πολύ εύκολο να του φυτέψει μια σφαίρα στο κεφάλι. Ο Άλλος ήτανε σπουδαίος στόχος έτσι καθώς έτρεχε ολόγυμνος, κάπου είκοσι μέτρα μονάχα μακριά.

Όχι, δεν τράβηξε τη σκανδάλη. Ο Άλλος ήταν εκεί, γυμνός όπως είχε έρθει στον κόσμο. Κι αυτός ήταν εδώ, γυμνός όπως είχε έρθει στον κόσμο.

Δεν μπορούσε να τραβήξει. Ήτανε και οι δυο γυμνοί. Δυο άνθρωποι γυμνοί. Γυμνοί από ρούχα. Γυμνοί από ονόματα. Γυμνοί από εθνικότητα. Γυμνοί από τον χακί εαυτό τους.

Δεν μπορούσε να τραβήξει. Το ποτάμι δεν τους χώριζε τώρα, αντίθετα τους ένωνε.

Δεν μπορούσε να τραβήξει. Ο Άλλος είχε γίνει ένας άλλος άνθρωπος τώρα, χωρίς άλφα κεφαλαίο, τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο.

Χαμήλωσε το τουφέκι του. Χαμήλωσε το κεφάλι του. Και δεν είδε τίποτα ως το τέλος, πρόφτασε να δει μονάχα κάτι πουλιά που φτερουγίσανε τρομαγμένα σαν έπεσε από την αντικρινή όχθη η τουφεκιά, κι αυτός, γονάτισε πρώτα, ύστερα έπεσε με το πρόσωπο στο χώμα.

Στρατιώτης

Του `παν θα βάλεις το χακί
θα μπεις στην πρώτη τη γραμμή
θα μπεις στην πρώτη τη γραμμή
και ήρωας θα γίνεις

Εκείνος δε μιλάει πολύ
του `ναι μεγάλη η στολή
του `ναι μεγάλη η στολή
και βάσανο οι αρβύλες

Το εμβατήριο που του ‘μαθαν να λέει
είναι μονότονο και του `ρχεται να κλαίει
είναι μονόνοτο και του `ρχεται να κλαίει
το εμβατήριο που του ‘μαθαν να λέει

Δεν του ’γραφε ποτέ κανείς
τις νύχτες ξύπναγε νωρίς
τις νύχτες ξύπναγε νώρις
και μίλαγε για λάθος

Μια μέρα έγινε στουπί
πέταξε πέρα τη στολή
πέταξε πέρα τη στολή
και έκλαψε μονάχος

Το εμβατήριο που του ‘μαθαν να λέει
είναι μονότονο και ντρέπεται να κλαίει
είναι μονότονο και ντρέπεται να κλαίει
το εμβατήριο που του ‘μαθαν να λέει..

Στίχοι:  Κωστούλα Μητροπούλου  Μουσική:  Μάνος Λοΐζος Τραγούδι:  Βασίλης Παπακωνσταντίνου

Ε.Μ. ΡΕΜΑΡΚ, Ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο, μτφρ. Σ. Βουρδουμπά.

Μας εκπαίδευσαν δέκα εβδομάδες σ’ ένα στρατόπεδο κι αυτό το διάστημα μας επηρέασε πιο βαθιά από τα δέκα χρόνια του σχολείου. Μάθαμε πως ένα γυαλιστερό κουμπί βαραίνει περισσότερο από τέσσερις τόμους του Σοπενάουερ [Γερμανός φιλόσοφέας]. Ξαφνιασμένοι στην αρχή, ύστερα πικραμένοι και στο τέλος αδιάφοροι παραδεχτήκαμε πως, σημασία δεν έχει ο νους μα η βούρτσα των παπουτσιών, το πνεύμα μα το σύστημα, η ελευθερία μα τα γυμνάσια (στρατιωτικές ασκήσεις).

ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟΥ, «Γράμματα απ’ το μέτωπο» (απόσπασμα)

Μάνα, τον ήλιο εδώ σκεπάζουν ίσκιοι
κι αναπαμό ποτέ η καρδιά δε βρίσκει·
ένα: οι αυγές κ’ οι νύχτες μας γυρνούν·
φριχτές πεντάλφες γράφουν στο σκοτάδι
σήματα, που τον κίνδυνο μηνούν,
πύρινα φίδια από τα βάθη του Άδη.

Ζούμε στ’ αμπριά* θαμμένοι, διπλωμένοι
κ’ έξω απ’ την τρύπα ο θάνατος περμένει.
Μας έπνιξαν το φως και τη χαρά,
στεγνώσαν την ψυχή μας και το σώμα,
μα κάτι μέσα μας κυλά βουερά
και ξέσπασμα δε βρήκε κάπου ακόμα.

Φουσκώνουν της ζωής μας τα πελάη·
σ’ όλες τις φλέβες μου, αίμα μου, κυλάει
της Μαριγώς το φλογερό φιλί…
(θέλω να πω,  μητέρα μου, για κείνο
το φιλί της που μου ‘δωσε δειλή
προτού από την πατρίδα μας μακρύνω).

Η κάθε μου ίνα τη χαρά φωνάζει,
μα ο πόλεμος τη νιότη μου σκεπάζει
και με ατσάλι αναμμένο με κεντά·
όμως μέσα η καρδιά μου δε λυγίζει.
Μητέρα, εδώ, στο θάνατο κοντά,
πρωτόμαθα το πόσο η ζωή αξίζει.

*Αμπριά =καταφύγια

Από τη συλλογή Πυραμίδες (1935)

ΜΑΝΟΛΗ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗ  Ποιήματα που μας διάβασε ένα βράδυ ο λοχίας Όττο V…

Σε δύο λεπτά θ’ ακουστεί το παράγγελμα «Εμπρός»
Δεν πρέπει να σκεφτεί κανένας τίποτ’ άλλο
Εμπρός η σημαία μας κι εμείς εφ’ όπλου λόγχη από πίσω
Απόψε θα χτυπήσεις ανελέητα και θα χτυπηθείς
Θα τραβήξεις μπροστά που μαντεύονται χιλιάδες ανήσυχα μάτια
Εκεί που χιλιάδες χέρια σφίγγονται γύρω από μι’ άλλη σημαία
Έτοιμα να χτυπήσουνε και να χτυπηθούν.

Σ’ ένα λεφτό πρέπει πια να μας δώσουν το σύνθημα
Μια λεξούλα μικρή μες στη νύχτα, που σε λίγο εξαίσια θα λάμψει.

(Κι εγώ που ‘χω μια ψυχή παιδική και δειλή
Που δε θέλει τίποτ’ άλλο να ξέρει απ’ την αγάπη
Κι εγώ πολεμώ τόσα χρόνια χωρίς, Θε μου, να μάθω γιατί
Και δε βλέπω μπροστά μου τόσα χρόνια παρά μόνο τον δίδυμο αδερφό μου).

Από τη συλλογή Εποχές (1945)

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση