ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ β,γ,δ ΡΑΨΩΔΙΕΣ

Ραψωδία β

Τo πρωινό της δεύτερης μέρας ο Τηλέμαχος συγκαλεί τη συνέλευση, εκθέτει την κατάσταση, προτρέπει του μνηστήρες να φύγουν, και τους απειλεί με τη θεϊκή τιμωρία για τα ανοσιουργήματά τους. Οι μνηστήρες επιρρίπτουν την ευθύνη στην Πηνελόπη, που αποφεύγει το γάμο με πανουργία, και καλούν τον Τηλέμαχο να της επιβληθεί. Αυτός ανταπαντά ότι δεν μπορεί να διώξει τη μάνα του απ’ το σπίτι, δέχεται όμως να την ξαναπαντρέψει αν του δοθεί καράβι να ψάξει για τον πατέρα του και βεβαιωθεί πως πέθανε τελικά. Δύο αετοί που αλληλοξεσκίζονται ερμηνεύονται από το μάντη Αλιθέρση ως σημάδι για τη σύντομη επιστροφή του Οδυσσέα και την τιμωρία των μνηστήρων. Οι μνηστήρες βρίζουν και απειλούν το μάντη, το ίδιο και τον Μέντορα, παλιό φίλο του Οδυσσέα, που επικρίνει την απάθεια των Ιθακησίων. Ο μνηστήρας Λεώκριτος δηλώνει πως, ακόμα κι αν γυρίσει ο Οδυσσέας, αυτοί θα τον σκοτώσουν, και διαλύει τη συνέλευση.

Ο Τηλέμαχος κατεβαίνει στην ακρογιαλιά και παρακαλεί την Αθηνά να του συμπαρασταθεί. Η Αθηνά εμφανίζεται με τη μορφή του Μέντορα, τον καθησυχάζει, του δίνει οδηγίες και προσφέρεται να τον βοηθήσει. Ο Τηλέμαχος γυρίζει στο παλάτι και, παρά τις ειρωνείες των μνηστήρων, αρχίζει τις ετοιμασίες. Η Ευρύκλεια, η παραμάνα του, ανησυχεί, τελικά όμως ορκίζεται να μην πει τίποτα στη μητέρα του. Η Αθηνά/Μέντορας βρίσκει καράβι και ναύτες, κοιμίζει τους μνηστήρες και ανακοινώνει στον Τηλέμαχο πως όλα είναι έτοιμα. Το ταξίδι ξεκινά και συνεχίζεται όλη τη νύχτα με τον ευνοϊκό άνεμο που στέλνει η θεά. Οι ταξιδιώτες τής προσφέρουν σπονδή…

Ραψωδία γ

Το ξημέρωμα της 3ης μέρας της Οδύσσειας ο Τηλέμαχος και η Αθηνά/Μέντορας φτάνουν στην παραλία της Πύλου και βρίσκουν το λαό να τελεί θυσία στον Ποσειδώνα. O βασιλιάς Νέστορας και οι γιοί του τους υποδέχονται φιλόξενα στη σύναξη. Ο Νέστορας θυμάται τον Οδυσσέα και τα βάσανα των Αχαιών με συγκίνηση και περιγράφει τη διχόνοια τους κατά την αναχώρηση από την Τροία. Ο ίδιος μαζί με το Μενέλαο απέπλευσαν βιαστικά για να προλάβουν την οργή των θεών, ενώ ο Οδυσσέας και άλλοι έμειναν πίσω για να προσφέρουν πρώτα θυσίες. Απαριθμεί τους Αχαιούς που έμαθε πως έφτασαν στις πατρίδες τους, για τον Οδυσσέα όμως δεν ξέρει τίποτα περισσότερο. Όσο για την κατάσταση στην Ιθάκη, παρακινεί τον Τηλέμαχο να αντιμετωπίσει τους μνηστήρες με τη βοήθεια της Αθηνάς. Η απαισιόδοξη απάντηση του Τηλέμαχου προκαλεί την αντίδραση της Αθηνάς/Μέντορα.

Ο Τηλέμαχος αλλάζει το θέμα και ρωτά το βασιλιά περισσότερες λεπτομέρειες για το φόνο του Αγαμέμνονα. Ο Νέστορας εξιστορεί πώς ο Αίγισθος του έκλεψε τη γυναίκα του, σκότωσε τον ίδιο όταν επέστρεψε και σφετερίστηκε το θρόνο των Μυκηνών. Ο αδελφός του Μενέλαος δεν μπόρεσε να βοηθήσει γιατί κι αυτόν τον παρέσυρε η θαλασσοταραχή στην Κρήτη και στην Αίγυπτο. Ο γιός του όμως, ο Ορέστης, πήρε την εκδίκηση που έπρεπε. Όταν νυχτώνει, ο Νέστορας δεν αφήνει τους ξένους του να διανυκτερεύσουν στο πλοίο αλλά η Αθηνά/Μέντορας αναχωρεί αποκαλύπτοντας τη θεϊκή της ταυτότητα. Ο Νέστορας εντυπωσιασμένος της υπόσχεται θυσία και όλοι επιστρέφουν στο παλάτι για ύπνο, μαζί και ο Τηλέμαχος, που δέχεται ιδιαίτερες περιποιήσεις.

Την επόμενη μέρα, την 4η της Οδύσσειας, ο Νέστορας προσφέρει μεγαλόπρεπη θυσία με χρυσοκέρατο βόδι στην Αθηνά και μετά το γεύμα ετοιμάζει αμάξια κι εφόδια για το ταξίδι του Τηλέμαχου. Με συνοδό το γιο του Νέστορα Πεισίστρατο ο Τηλέμαχος αναχωρεί για τη Σπάρτη. Διανυκτερεύουν στις Φηρές και την επόμενη συνεχίζουν.

Ραψωδία δ

Το πρωί της 5ης μέρας φτάνουν στη Σπάρτη και βρίσκουν το Μενέλαο πάνω στο διπλό γάμο των παιδιών του. Απολαμβάνουν τη γενναιόδωρη υποδοχή και θαμπώνονται από τον πλούτο του παλατιού. Ο Μενέλαος μιλά με πόνο για τον Αγαμέμνονα και τον Οδυσσέα προκαλώντας τα δάκρυα του Τηλέμαχου. Η Ελένη τον αναγνωρίζει πρώτη και ο άντρας της ενθουσιάζεται που έχει τέτοιο φιλοξενούμενο. Όλοι θρηνούν γι αυτούς που έχασαν.

Η Ελένη ρίχνει στο κρασί ένα βότανο που διώχνει τον πόνο. Αφηγείται πώς κάποτε αναγνώρισε τον Οδυσσέα όταν τρύπωσε στην Τροία για να κατασκοπεύσει. Δεν τον κατέδωσε, αντίθετα χάρηκε που τον είδε, αφού ήθελε πια και η ίδια να γυρίσει στη Σπάρτη. Ο Μενέλαος με τη σειρά του αφηγείται πώς ο Οδυσσέας γλύτωσε τους Αχαιούς που ήταν κρυμμένοι στο Δούρειο Ίππο, όταν κινδύνεψαν να αποκαλυφθούν.

Την επόμενη μέρα, την 6η της Οδύσσειας, ο Τηλέμαχος ρωτάει για τον πατέρα του και περιγράφει την κατάσταση στην Ιθάκη. Ο Μενέλαος εύχεται το θάνατο των μνηστήρων και αφηγείται τον αποκλεισμό του στην Αίγυπτο . Εκεί δάμασε το φοβερό γέροντα της θάλασσας Πρωτέα κι εκείνος τον συμβούλεψε να κάνει θυσία στο Δία. Μεταξύ άλλων του είπε πως ο Οδυσσέας είναι ζωντανός και εγκλωβισμένος στο νησί της Καλυψώς. Τελειώνοντας την αφήγησή του ο Μενέλαος καλεί τον Τηλέμαχο να μείνει κι άλλο στη Σπάρτη, αυτός όμως αρνείται ευγενικά.

Στην Ιθάκη οι μνηστήρες πληροφορούνται έκπληκτοι το ταξίδι του Τηλέμαχου και αποφασίζουν να τον σκοτώσουν με δόλο. Η Πηνελόπη μαθαίνει τα νέα και φοβάται πως θα χάσει τώρα και το γιο της. Προσεύχεται στην Αθηνά κι εκείνη φέρνει στον ύπνο της την αδελφή της Ιφθίμη, που την καθησυχάζει με τη διαβεβαίωση πως ο Τηλέμαχος βρίσκεται υπό την προστασία της θεάς. Στο μεταξύ οι μνηστήρες αρματώνουν καράβι και στήνουν την ενέδρα τους στα στενά της Σάμης.

ΠΗΓΗ

Αφήστε μια απάντηση

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση