Ευριπίδη Μήδεια
Μετάφραση Π. Πρεβελάκη
Πρόσωπα της Τραγωδίας ΠΑΡΑΜΑΝΑ Τόπος η Κόρινθο. Μπροστά στο σπίτι της Μήδειας. Ευριπίδη ΜήδειαΜετάφραση Π. Πρεβελάκη1ο Επεισόδιο (1-95)
[1] Οι στίχοι 40-43 είναι σε μετάφραση Τάσου Ρούσου, εκδ. Κάκτος. [επιστροφή] 1ο Χορικό (96-213)
|
Η πόρτα ανοίγει. Η Μήδεια προχωρά κατά το Χορό, έχοντας πίσω της την Παρα- μάνα. Το πρόσωπό της είναι αγριωπό και κλαμένο. |
|||
ΜΗΔΕΙΑ | ΜΗΔΕΙΑ | ||
Κορίνθιαι γυναῖκες͵ ἐξῆλθον δόμων͵ μή μοί τι μέμφησθ΄· οἶδα γὰρ πολλοὺς βροτῶν σεμνοὺς γεγῶτας͵ τοὺς μὲν ὀμμάτων ἄπο͵ τοὺς δ΄ ἐν θυραίοις· οἱ δ΄ ἀφ΄ ἡσύχου ποδὸς δύσκλειαν ἐκτήσαντο καὶ ῥᾳθυμίαν. δίκη γὰρ οὐκ ἔνεστ΄ ἐν ὀφθαλμοῖς βροτῶν͵ |
Της Κόρινθος γυναίκες, απ’ το σπίτι. να, βγήκα, να μην έχετε να λέτε· γιατί ξέρω πολλούς μες στους ανθρώπους περήφανους περίσσια — άλλους τους είδα με τα μάτια μου κι άλλους έχω ακούσει — πού με τη ραθυμία τους βγάλαν φήμη κακή πώς δε σκοτίζουνται για τίποτα. Η δικιοσύνη δα δε λημεριάζει |
||
220 | ὅστις πρὶν ἀνδρὸς σπλάγχνον ἐκμαθεῖν σαφῶς στυγεῖ δεδορκώς͵ οὐδὲν ἠδικημένος. . . . χρὴ δὲ ξένον μὲν κάρτα προσχωρεῖν πόλει . . οὐδ΄ ἀστὸν ᾔνεσ΄ ὅστις αὐθάδης γεγὼς πικρὸς πολίταις ἐστὶν ἀμαθίας ὕπο. |
στα μάτια των θνητών, πού πριν προλάβουν τ’ αλλονού την καρδιά να τη διαβάσουν, από ένα βλέμμα και μόνο, τον κάνουν εχτρό τους, κι ας μη θέλει το κακό τους. Ο ξένος κιόλας πρέπει με την πόλη να γίνεται ένα σώμα· μα κι ο ντόπιος, μηδ’ αυτός το παινάδι μου θ’ ακούσει, αν με την ξιπασιά του τους πολίτες τους πικραίνει, που δεν τόνε γνωρίζουν. |
|
ἐμοὶ δ΄ ἄελπτον πρᾶγμα προσπεσὸν τόδε ψυχὴν διέφθαρκ΄· οἴχομαι δὲ καὶ βίου χάριν μεθεῖσα κατθανεῖν χρῄζω͵ φίλαι. ἐν ᾧ γὰρ ἦν μοι πάντα γιγνώσκειν καλῶς͵ κάκιστος ἀνδρῶν ἐκβέβηχ΄ οὑμὸς πόσις. |
Μα το ανέλπιστο εμένα πού με βρήκε, την ψυχή μου τη ρήμαξε· της ζήσης μου απόλειψε η χαρά· δε μου απομένει άλλο, καλές μου, πάρα να πεθάνω. Αυτός πού το παν είτανε για μένα, — εγώ το ξέρω ! — ο σύζυγος μου, βγήκε ο χειρότερος μέσα στους ανθρώπους. |
||
230 | πάντων δ΄ ὅσ΄ ἔστ΄ ἔμψυχα καὶ γνώμην ἔχει γυναῖκές ἐσμεν ἀθλιώτατον φυτόν· ἃς πρῶτα μὲν δεῖ χρημάτων ὑπερβολῇ πόσιν πρίασθαι͵ δεσπότην τε σώματος λαβεῖν· κακοῦ γὰρ τοῦτ΄ ἔτ΄ ἄλγιον κακόν. |
Απ’ όλα πόχουνε ψυχή και γνώση, εμείς, γυναίκες, είμαστε το πλάσμα το πιο άθλιο. Με χρήματα περίσσια, πρώτη χρεία ν’ αγοράσουμε τον άντρα και να βάλουμε αφέντη στο κορμί μας· το ένα κακό χειρότερο από τάλλο! |
|
κἀν τῷδ΄ ἀγὼν μέγιστος͵ ἢ κακὸν λαβεῖν ἢ χρηστόν. οὐ γὰρ εὐκλεεῖς ἀπαλλαγαὶ γυναιξίν͵ οὐδ΄ οἷόν τ΄ ἀνήνασθαι πόσιν. ἐς καινὰ δ΄ ἤθη καὶ νόμους ἀφιγμένην δεῖ μάντιν εἶναι͵ μὴ μαθοῦσαν οἴκοθεν͵ |
Μα ο κόμπος είναι αλλού: θα βγει καλός; θα βγει κακός; Γιατί, να τον χωρίσει, η γυναίκα δεν τόχει σε τιμή της· να τον απαρνηθεί, θα πεις· πιο ζόρικο. Ας έρθουμε και στο άλλο: Σε συνήθειες και σε νόμους καινούργιους καθώς μπαίνει, μάντισσα πρέπει νάναι για να ξέρει, |
||
240 | ὅτῳ μάλιστα χρήσεται ξυνευνέτῃ. κἂν μὲν τάδ΄ ἡμῖν ἐκπονουμέναισιν εὖ πόσις ξυνοικῇ μὴ βίᾳ φέρων ζυγόν͵ ζηλωτὸς αἰών· εἰ δὲ μή͵ θανεῖν χρεών. |
μιά και δεν της το μάθανε στο σπίτι, πώς να φερθεί με τον ομόκοιτό της. Βγάλαμε πέρα τη δουλειά; Συγκάνει στον κοινό βίο ο άντρας μας; Σηκώνει αβίαστα το ζυγό; Γεια και χαρά μας! Ειδαλλιώς, ένας θάνατος μας πρέπει. |
|
ἀνὴρ δ΄͵ ὅταν τοῖς ἔνδον ἄχθηται ξυνών͵ ἔξω μολὼν ἔπαυσε καρδίαν ἄσης· [ἢ πρὸς φίλον τιν΄ ἢ πρὸς ἥλικα τραπείς·] ἡμῖν δ΄ ἀνάγκη πρὸς μίαν ψυχὴν βλέπειν. λέγουσι δ΄ ἡμᾶς ὡς ἀκίνδυνον βίον ζῶμεν κατ΄ οἴκους͵ οἳ δὲ μάρνανται δορί· |
Ο άντρας δα, σα βαρεθεί το σπίτι, έξω θα πάει τη σκάση του να γιάvει με συνανάθροφο μαζί ή με φίλο· όμως εμείς σε μιά ψυχή τα μάτια πρέπει να τα βαστούμε καρφωμένα. Έχουν να πουν ακίντυνα τη ζήση πώς την περνούμε στο σπίτι, την ώρα πού εκείνοι πολεμούν με το κοντάρι. |
||
250 | κακῶς φρονοῦντες· ὡς τρὶς ἂν παρ΄ ἀσπίδα στῆναι θέλοιμ΄ ἂν μᾶλλον ἢ τεκεῖν ἅπαξ. |
Ανόητος στοχασμός! Τι κάλλιο θάχα τρεις να σταθώ φορές πλάι στην ασπίδα παρά μιά και μονάχη να γεννήσω. |
|
ἀλλ΄ οὐ γὰρ αὑτὸς πρὸς σὲ κἄμ΄ ἥκει λόγος· σοὶ μὲν πόλις θ΄ ἥδ΄ ἐστὶ καὶ πατρὸς δόμοι βίου τ΄ ὄνησις καὶ φίλων συνουσία͵ ἐγὼ δ΄ ἔρημος ἄπολις οὖσ΄ ὑβρίζομαι πρὸς ἀνδρός͵ ἐκ γῆς βαρβάρου λελῃσμένη͵ οὐ μητέρ΄͵ οὐκ ἀδελφόν͵ οὐχὶ συγγενῆ μεθορμίσασθαι τῆσδ΄ ἔχουσα συμφορᾶς. τοσοῦτον οὖν σου τυγχάνειν βουλήσομαι͵ |
Μα σε μένα και σένα τα ίδια λόγια δεν ταιριάζουν. Εσύ εδώ ‘χεις πατρίδα, και γονικό σπίτι, κι όλα του βίου τα καλά, και των φίλων την παρέα. Κ’ εγώ, παντέρμη και πρόσφυγα ως είμαι, την καταφρόνεση του αντρός σηκώνω πού από βάρβαρη χώρα μ’ έχει κούρσος, δίχως μάνα ούτε αδέρφι ή συγγενάδι, που ν’ αραξω, μακριά απ’ τη συφορα μου. Έτσι, το μόνο πού θέλω από σένα, |
||
260 | ἤν μοι πόρος τις μηχανή τ΄ ἐξευρεθῇ πόσιν δίκην τῶνδ΄ ἀντιτείσασθαι κακῶν͵ [τὸν δόντα τ΄ αὐτῷ θυγατέρ΄ ἥ τ΄ ἐγήματο] σιγᾶν. γυνὴ γὰρ τἄλλα μὲν φόβου πλέα κακή τ΄ ἐς ἀλκὴν καὶ σίδηρον εἰσορᾶν· ὅταν δ΄ ἐς εὐνὴν ἠδικημένη κυρῇ͵ οὐκ ἔστιν ἄλλη φρὴν μιαιφονωτέρα. |
— αν καταφέρω να βρω κάναν τρόπο τον άντρα μου να κάμω να πλερώσει την ξαγορά για τούτα μου τα πάθη, — να μη βγάλεις μιλιά! Γιατί η γυναίκα τα πάντα τα φοβάται, και δειλιάζει στη μάχη και στου σίδερου την όψη· μ’ αν το άδικο της γένει στο στεφάνι της, πιο φόνισσα ψυχή δε γίνεται άλλη. |
|
Χο. | δράσω τάδ΄· ἐνδίκως γὰρ ἐκτείσῃ πόσιν͵ Μήδεια. πενθεῖν δ΄ οὔ σε θαυμάζω τύχας. ὁρῶ δὲ καὶ Κρέοντα͵ τῆσδ΄ ἄνακτα γῆς͵ |
Χορ. | Όπως τόπες θα πράξω· τί έχεις δίκιο να τιμωρήσεις τον άντρα σου, Μήδεια. Μήτε απορώ πού κλαις την ατυχιά σου. Μα να, τον Κρέοντα βλέπω, αυτής της χώρας |
270 | στείχοντα͵ καινῶν ἄγγελον βουλευμάτων. | το ρήγα, πού ζυγώνει τα καινούργια θελήματα του μόνος του να κράξει. |
|
Μπαίνει ο γέροντας βασιλιάς Κρέοντας με την ακολουθία του. |
|||
ΚΡΕΩΝ | ΚΡΕΟΝΤΑΣ | ||
σὲ τὴν σκυθρωπὸν καὶ πόσει θυμουμένην͵ Μήδειαν͵ εἶπον τῆσδε γῆς ἔξω περᾶν φυγάδα͵ λαβοῦσαν δισσὰ σὺν σαυτῇ τέκνα· καὶ μή τι μέλλειν· ὡς ἐγὼ βραβεὺς λόγου τοῦδ΄ εἰμί͵ κοὐκ ἄπειμι πρὸς δόμους πάλιν͵ πρὶν ἄν σε γαίας τερμόνων ἔξω βάλω. |
Σε σένα, μουτρωμένη κι οργισμένη με τον άντρα σου, Μήδεια, έχω λόγο να πω. Φύγε μακριά από τη γη τούτη, στην εξορία, μαζί με τα παιδιά σου, και δίχως άργητα! Τι εγώ αποπάνω στέκω να γίνει ακουστός ο ορισμός μου, και δε γυρίζω πίσω στο παλάτι πρίν έξω από τα σύνορα σε βγάλω. |
||
Μη. | αἰαῖ· πανώλης ἡ τάλαιν΄ ἀπόλλυμαι. ἐχθροὶ γὰρ ἐξιᾶσι πάντα δὴ κάλων͵ κοὐκ ἔστιν ἄτης εὐπρόσοιστος ἔκβασις. |
Μηδ. | Ωχ! Για καλά χαντακωμένη, η μαύρη, χάνουμαι. Οι εχτροί μου τα πανιά μολάραν, και, να γλυτώσω, δεν έχει αραξοβόλι. |
280 | ἐρήσομαι δὲ καὶ κακῶς πάσχουσ΄ ὅμως· τίνος μ΄ ἕκατι γῆς ἀποστέλλεις͵ Κρέον; |
Μα θα ρωτήσω, και μ’ όλα πού πάσκω, Κρέοντα, για ποιάν αφορμή με ξορίζεις; |
|
Κρ. | δέδοικά σ΄—οὐδὲν δεῖ παραμπίσχειν λόγους— μή μοί τι δράσῃς παῖδ΄ ἀνήκεστον κακόν. συμβάλλεται δὲ πολλὰ τοῦδε δείματος· σοφὴ πέφυκας καὶ κακῶν πολλῶν ἴδρις͵ λυπῇ δὲ λέκτρων ἀνδρὸς ἐστερημένη. κλύω δ΄ ἀπειλεῖν σ΄͵ ὡς ἀπαγγέλλουσί μοι͵ τὸν δόντα καὶ γήμαντα καὶ γαμουμένην δράσειν τι. ταῦτ΄ οὖν πρὶν παθεῖν φυλάξομαι. |
Κρε. | Για το φόβο που σούχω — τί να ψάχνω γι’ άλλες αιτίες;—μην κάμεις στο παιδί μου κανένα αγιάτρευτο κακό. Πολλά είναι κείνα πού να σε σκιάζομαι με κάνουν πολύξερη γεννήθης και σε πλήθια κακά πιτήδεια, κ’ έχεις το μαράζι πού το κρεβάτι του αντρός σου στερήθης· κι ακούω πώς φοβερίζεις, ως μου λέγουν, στο γονιό και στο γαμπρό και στη νύφη κάτι πώς θα σκαρώσεις. Πρίν να πάθω, λοιπόν, θα φυλαχτώ. Κάλλιο, γυναίκα, |
290 | κρεῖσσον δέ μοι νῦν πρός σ΄ ἀπεχθέσθαι͵ γύναι͵ ἢ μαλθακισθένθ΄ ὕστερον μέγα στένειν. |
μισητός να σου γίνω από τα τώρα παρά να κλαίω τη δείλια μου κατόπι. |
|
Μη. | φεῦ φεῦ. οὐ νῦν με πρῶτον͵ ἀλλὰ πολλάκις͵ Κρέον͵ ἔβλαψε δόξα μεγάλα τ΄ εἴργασται κακά. χρὴ δ΄ οὔποθ΄ ὅστις ἀρτίφρων πέφυκ΄ ἀνὴρ παῖδας περισσῶς ἐκδιδάσκεσθαι σοφούς· χωρὶς γὰρ ἄλλης ἧς ἔχουσιν ἀργίας φθόνον πρὸς ἀστῶν ἀλφάνουσι δυσμενῆ. σκαιοῖσι μὲν γὰρ καινὰ προσφέρων σοφὰ δόξεις ἀχρεῖος κοὐ σοφὸς πεφυκέναι· |
Μηδ. | Αλίμονο μου! Δεν είναι η πρώτη, Κρέοντα, παρά κι άλλες φορές, πού μ’ έβλαψε το ξάκουσμά μου και μεγάλα δεινά μου κατεργάστη. Όποιος με τα μυαλά σωστά γεννήθη δεν πρέπει τα παιδιά του να τα κάνει περίσσια πολυκάτεχα· τι ο κόσμος, εξόν που γι’ ακαμάτηδες τα παίρνει, τα φτονεί και τα μάχετα από πάνω. Στους άγναφους καινούργια φώτα αν φέρεις, όχι σοφόν, αχρείαστο θα σε πούνε· |
300 | τῶν δ΄ αὖ δοκούντων εἰδέναι τι ποικίλον κρείσσων νομισθεὶς ἐν πόλει λυπρὸς φανῇ. ἐγὼ δὲ καὐτὴ τῆσδε κοινωνῶ τύχης. σοφὴ γὰρ οὖσα͵ τοῖς μέν εἰμ΄ ἐπίφθονος͵ τοῖς δ΄ ἡσυχαία͵ τοῖς δὲ θατέρου τρόπου͵ τοῖς δ΄ αὖ προσάντης· εἰμὶ δ΄ οὐκ ἄγαν σοφή. σὺ δ΄ οὖν φοβῇ με· μὴ τί πλημμελὲς πάθῃς; οὐχ ὧδ΄ ἔχει μοιμὴ τρέσῃς ἡμᾶς͵ Κρέον ὥστ΄ ἐς τυράννους ἄνδρας ἐξαμαρτάνειν. σὺ γὰρ τί μ΄ ἠδίκηκας; ἐξέδου κόρην |
αν πάλι για καλήτερος περάσεις από κείνους πού ξέρουν λίγα απ’ όλα, καρφί θα τους γενείς μέσα στην πόλη. Τέτοιο και μένα ριζικό μου εγράφτη. Πολυκάτεχη ως είμαι, τόνα μέρος με ζουλεύει, κ’ εχτρό του μ’ έχει τάλλο, κι ας μην είναι και τόση η κατεχιά μου. Κοίτα, συ τώρα μ’ έχεις από φόβο μήπως τίποτα ανάρμοστο σου κάμω. Στο νου μου δεν το βάνω ν’ ασεβήσω σε ρηγάδες· μόν’, Κρέοντα, μη με τρέμεις. Τί μούχεις φταίξει εσύ; Με κείνον πού είταν της όρεξης σου πάντρεψες την κόρη σου. |
|
310 | ὅτῳ σε θυμὸς ἦγεν. ἀλλ΄ ἐμὸν πόσιν μισῶ· σὺ δ΄͵ οἶμαι͵ σωφρονῶν ἔδρας τάδε. καὶ νῦν τὸ μὲν σὸν οὐ φθονῶ καλῶς ἔχειν· νυμφεύετ΄͵ εὖ πράσσοιτε· τήνδε δὲ χθόνα ἐᾶτέ μ΄ οἰκεῖν. καὶ γὰρ ἠδικημένοι σιγησόμεσθα͵ κρεισσόνων νικώμενοι. |
Εγώ, τον άντρα μου μισώ· του λόγου σου όλα με φρονιμάδα τάχεις πράξει. Και τώρα δε φτονώ την προκοπή σου· κάντε παντριές, καλότυχοι και νάστε, μα, αυτή τη γης, αφήστε με και μένα να τήνε κατοικώ. Κι αδικημένοι αν είμαστε, δε βγάνουμε μήδ’ άχνα· πιο δυνατοί μας έχουν νικημένους. |
|
Κρ. | λέγεις ἀκοῦσαι μαλθάκ΄͵ ἀλλ΄ ἔσω φρενῶν ὀρρωδία μοι μή τι βουλεύσῃς κακόν͵ τόσῳ δέ γ΄ ἧσσον ἢ πάρος πέποιθά σοι· γυνὴ γὰρ ὀξύθυμος͵ ὡς δ΄ αὔτως ἀνήρ͵ |
Κρε. | Αυτά πού λέγεις, στο άκουσμα γλυκά ‘ναι· μα τρέμω μήπως μέσα στην ψυχή σου μελετάς το κακό, κ’ εμπιστοσύνη λιγώτερη από πρώτα σούχω τώρα. Από γυναίκα αψόθυμη, κι από άντρα, |
320 | ῥᾴων φυλάσσειν ἢ σιωπηλὸς σοφός. ἀλλ΄ ἔξιθ΄ ὡς τάχιστα͵ μὴ λόγους λέγε· ὡς ταῦτ΄ ἄραρε͵ κοὐκ ἔχεις τέχνην ὅπως μενεῖς παρ΄ ἡμῖν οὖσα δυσμενὴς ἐμοί. |
να φυλαχτείς καλήτερα βολεί σου παρά από μυαλωμένο που σωπαίνει. Μ’ άιντε και μην αργείς· τα λόγια ας λείπουν! Η διάτα μου είναι μιά, και λίγη η τέχνη σου για να μείνεις κοντά μας, αν κ’ έχτρα μου. |
|
Μη. | μή͵ πρός σε γονάτων τῆς τε νεογάμου κόρης. | Μηδ. | Μή! Προσκυνώ σε! Να χαρείς τη νύφη ! |
Κρ. | λόγους ἀναλοῖς· οὐ γὰρ ἂν πείσαις ποτέ. | Κρε. | Χαμένα λόγια· γνώμη δε μου αλλάζεις. |
Μη. | ἀλλ΄ ἐξελᾷς με κοὐδὲν αἰδέσῃ λιτάς; | Μηδ. | Θα με διώξεις, και μ’ όλο πού σου πέφτω; |
Κρ. | φιλῶ γὰρ οὐ σὲ μᾶλλον ἢ δόμους ἐμούς. | Κρε. | Καλήτερα απ’ το σπίτι μου δε σ’ έχω. |
Μη. | ὦ πατρίς͵ ὥς σου κάρτα νῦν μνείαν ἔχω. | Μηδ. | Πατρίδα μου, πώς τώρα σου θυμούμαι! |
Κρ. | πλὴν γὰρ τέκνων ἔμοιγε φίλτατον πολύ. | Κρε. | Έξω απ’ τα τέκνα μου, κ’ εγώ αγαπώ την. |
Μη. 330 | φεῦ φεῦ͵ βροτοῖς ἔρωτες ὡς κακὸν μέγα. | Μηδ. | Αχ, οι έρωτες! Χαμός για τους ανθρώπους! |
Κρ. | ὅπως ἄν͵ οἶμαι͵ καὶ παραστῶσιν τύχαι. | Κρε. | Εγώ σου λέω, η τύχη όπως τα φέρει. |
Μη. | Ζεῦ͵ μὴ λάθοι σε τῶνδ΄ ὃς αἴτιος κακῶν. | Μηδ. | Ω Δία! Μη σου ξεφύγει ο αδικητής μου! |
Κρ. | ἕρπ΄͵ ὦ ματαία͵ καί μ΄ ἀπάλλαξον πόνων. | Κρε. | Τράβα, ζουρλή, και λείπε με από πόνους! |
Μη. | πονοῦμεν ἡμεῖς κοὐ πόνων κεχρήμεθα. | Μηδ. | Εμείς πονούμε, οί πόνοι δε μας λείπουν. |
Κρ. | τάχ΄ ἐξ ὀπαδῶν χειρὸς ὠσθήσῃ βίᾳ. | Κρε. | Το χέρι των αντρών μου θα σε διώξει. |
Μη. | μὴ δῆτα τοῦτό γ΄͵ ἀλλά σ΄ αἰτοῦμαι͵ Κρέον . . | Μηδ. | Αχ, όχι αυτό! Μόν’, Κρέοντα, ζητώ σου… |
Κρ. | ὄχλον παρέξεις͵ ὡς ἔοικας͵ ὦ γύναι. | Κρε. | Πας σε μπελά να μας βάλεις, γυναίκα. |
Μη. | φευξούμεθ΄· οὐ τοῦθ΄ ἱκέτευσα σοῦ τυχεῖν. | Μηδ. | Θα μισέψουμε· εγώ άλλο σου γυρεύω. |
Κρ. | τί δαὶ βιάζῃ κοὐκ ἀπαλλάσσῃ χερός; | Κρε. | Τί μου αντιστέκεις λοιπόν και δε φεύγεις; |
340 | |||
Μη. | μίαν με μεῖναι τήνδ΄ ἔασον ἡμέραν καὶ ξυμπερᾶναι φροντίδ΄ ᾗ φευξούμεθα͵ παισίν τ΄ ἀφορμὴν τοῖς ἐμοῖς͵ ἐπεὶ πατὴρ οὐδὲν προτιμᾷ μηχανήσασθαι τέκνοις. οἴκτιρε δ΄ αὐτούς· καὶ σύ τοι παίδων πατὴρ πέφυκας· εἰκὸς δ΄ ἐστὶν εὔνοιάν σ΄ ἔχειν. τοὐμοῦ γὰρ οὔ μοι φροντίς͵ εἰ φευξούμεθα͵ κείνους δὲ κλαίω συμφορᾷ κεχρημένους. |
Μηδ. | Τούτη μονάχα τη μέρα άφησε με να μείνω, να γνοιαστώ το μισεμό μας και των παιδιών τ’ απαραίτητα, σύντας ο κύρης τους δεν τα ρωτά τί κάνουν. Εσύ σπλαχνίσου τα· πατέρας είσαι, κ’ η φύση το καλεί να τα πονέσεις. Αν φύγουμε, για μένα δε με μέλει· για κείνα κλαίγω, συφορά που τάβρε. |
Κρ. | ἥκιστα τοὐμὸν λῆμ΄ ἔφυ τυραννικόν͵ αἰδούμενος δὲ πολλὰ δὴ διέφθορα· |
Kρε. | Με γνώμη δε γεννήθηκα τυράννου, και βλάφτηκα συχνά από τη σπλαχνιά μου |
350 | καὶ νῦν ὁρῶ μὲν ἐξαμαρτάνων͵ γύναι͵ ὅμως δὲ τεύξῃ τοῦδε· προυννέπω δέ σοι͵ εἴ σ΄ ἡ ΄πιοῦσα λαμπὰς ὄψεται θεοῦ καὶ παῖδας ἐντὸς τῆσδε τερμόνων χθονός͵ θανῇ· λέλεκται μῦθος ἀψευδὴς ὅδε. νῦν δ΄͵ εἰ μένειν δεῖ͵ μίμν΄ ἐφ΄ ἡμέραν μίαν· οὐ γάρ τι δράσεις δεινὸν ὧν φόβος μ΄ ἔχει. |
και σήμερα, το βλέπω, πάω να σφάλω, κι όμως, γυναίκα, τόχεις το γυρεύεις. Μα ξέρε το από πρίν: Αν η λαμπάδα του ήλιου που θ’ ανατείλει σε αντικρύσει με τα παιδιά σου μες στα σύνορα μας, θα πεθάνεις! Το λέγω και το κάνω. |
|
Φεύγει με την ακολουθία του. | |||
Χο. | [δύστανε γύναι͵] φεῦ φεῦ͵ μελέα τῶν σῶν ἀχέων. ποῖ ποτε τρέψῃ; τίνα πρὸς ξενίαν; |
Χορ. | Αχ, ωιμένα, κακόπαθη, ποιός ο καημός σου! Που θα σύρεις και που θε να ξενοβραδιάσεις; |
360 | ἦ δόμον ἢ χθόνα σωτῆρα κακῶν ἐξευρήσεις; ὡς εἰς ἄπορόν σε κλύδωνα θεός͵ Μήδεια͵ κακῶν ἐπόρευσε. |
Ένα σπίτι, μιά γη, να σε σώσει απ’ τα πάθη σου, θάβρεις; Σε ποιο πέλαο ο θεός απροσπέραστο πόνους σ’ έχει, Μήδεια, ριγμένη! |
|
Μη. | κακῶς πέπρακται πανταχῇ· τίς ἀντερεῖ; ἀλλ΄ οὔτι ταύτῃ ταῦτα͵ μὴ δοκεῖτέ πω. ἔτ΄ εἴσ΄ ἀγῶνες τοῖς νεωστὶ νυμφίοις καὶ τοῖσι κηδεύσασιν οὐ σμικροὶ πόνοι. δοκεῖς γὰρ ἄν με τόνδε θωπεῦσαί ποτε͵ εἰ μή τι κερδαίνουσαν ἢ τεχνωμένην; |
Μηδ. | Όσα ‘χει ο κόσμος βάσανα τα σούρνω· ποιός θα μου αντιλογήσει; Μα πώς έτσι θα παν αυτά, μην το θαρρείτε ακόμα. Έχουν αγώνα μπρος τους τα νιογάμπρια, και τα πεθερικά, μπελάδες όχι λίγους. Θαρρείς θα τον καλόπιανα ποτέ μου, αν δεν είταν για κέρδος ή για δόλο; |
370 | οὐδ΄ ἂν προσεῖπον οὐδ΄ ἂν ἡψάμην χεροῖν. ὃ δ΄ ἐς τοσοῦτον μωρίας ἀφίκετο͵ ὥστ΄ ἐξὸν αὐτῷ τἄμ΄ ἑλεῖν βουλεύματα γῆς ἐκβαλόντι͵ τήνδ΄ ἀφῆκεν ἡμέραν μεῖναί μ΄͵ ἐν ᾗ τρεῖς τῶν ἐμῶν ἐχθρῶν νεκροὺς θήσω͵ πατέρα τε καὶ κόρην πόσιν τ΄ ἐμόν. πολλὰς δ΄ ἔχουσα θανασίμους αὐτοῖς ὁδούς͵ οὐκ οἶδ΄ ὁποίᾳ πρῶτον ἐγχειρῶ͵ φίλαι· πότερον ὑφάψω δῶμα νυμφικὸν πυρί͵ ἢ θηκτὸν ὤσω φάσγανον δι΄ ἥπατος͵ |
Μήδε μιλιά μαζί του θάχα, μήδε το χέρι μου θα τάγγιζε ποτέ του. Μα αυτός σε τέτοια μωρία έχει φτάσει, πού αντίς να μου χαλάσει το παιχνίδι, πετώντας με έξω απ’ τη χώρα, μ’ αφήκε ν’ απομείνω και τούτη την ημερα, πού θα μου φτάσει τρεις απ’ τους εχτρούς μου κουφάρια να τους κάμω: τον πατέρα, τη θυγατέρα και το σύζυγο μου. Απ’ τις πολλές πούχω για κείνους στράτες του θανάτου, δεν ξέρω ποιάν, καλές μου, να πρωτοπάρω. Φωτιά να τους βάλω στο νυφόσπιτο; Για ξίφος να μπήξω ακονισμένο στα σκώτια τους μέσα, |
|
380 | σιγῇ δόμους ἐσβᾶσ΄͵ ἵν΄ ἔστρωται λέχος. ἀλλ΄ ἕν τί μοι πρόσαντες· εἰ ληφθήσομαι δόμους ὑπεσβαίνουσα καὶ τεχνωμένη͵ θανοῦσα θήσω τοῖς ἐμοῖς ἐχθροῖς γέλων. κράτιστα τὴν εὐθεῖαν͵ ᾗ πεφύκαμεν σοφαὶ μάλιστα͵ φαρμάκοις αὐτοὺς ἑλεῖν. εἶἑν· καὶ δὴ τεθνᾶσι· τίς με δέξεται πόλις; τίς γῆν ἄσυλον καὶ δόμους ἐχεγγύους ξένος παρασχὼν ῥύσεται τοὐμὸν δέμας; οὐκ ἔστι. μείνασ΄ οὖν ἔτι σμικρὸν χρόνον͵ |
στην κάμαρα τρυπώνοντας κλεφτάτα, όπου έχουνε στρωμένο το κρεβάτι; Μα κάτι με αντισκόβει· αν με τσακώσουν απάνω στο κατώφλι να ετοιμάζω το φονικό, κακό θάνατο βρίσκω και στους εχτρούς μου γίνουμαι περγέλιο. Κάλλιο την ίσια στράτα εγώ να πάρω, όπου τεχνίτρα μ’ έχει κάμει η φύση, και να τους αφανίσω με φαρμάκι. Πάει καλά. Νά τους νεκρούς. Ποια χώρα θα με θέλει τώρα πια; Και ποιός ξένος, δίνοντας μου καταφύγι τον τόπο του και σκέπη το σπίτι του, θα σώσει το κορμί μου; Απ’ αυτά τίποτα. Λοιπόν μιά στάλα ας περιμένουμε ακόμα, κι ανίσως |
|
390 | ἢν μέν τις ἡμῖν πύργος ἀσφαλὴς φανῇ͵ δόλῳ μέτειμι τόνδε καὶ σιγῇ φόνον· ἢν δ΄ ἐξελαύνῃ ξυμφορά μ΄ ἀμήχανος͵ αὐτὴ ξίφος λαβοῦσα͵ κεἰ μέλλω θανεῖν͵ κτενῶ σφε͵ τόλμης δ΄ εἶμι πρὸς τὸ καρτερόν. οὐ γὰρ μὰ τὴν δέσποιναν ἣν ἐγὼ σέβω μάλιστα πάντων καὶ ξυνεργὸν εἱλόμην͵ Ἑκάτην͵ μυχοῖς ναίουσαν ἑστίας ἐμῆς͵ χαίρων τις αὐτῶν τοὐμὸν ἀλγυνεῖ κέαρ. πικροὺς δ΄ ἐγώ σφιν καὶ λυγροὺς θήσω γάμους͵ |
άπαρτο κάστρο αναφανεί μπροστά μας, τότε τραβώ, στα κουφά και με δόλο, για το φόνο· μ’ αν είναι να μου γίνει το αγιάτρευτο κακό, τότε το ξίφος αρπάζω, κι ας μου μέλλει να πεθάνω, και τους χαλώ, τη βία αποτολμώντας. Τί, μά τη δέσποινα που εγώ λατρεύω πάνω απ’ όλα και πούχω διαλεγμένη για συνεργό μου, την Εκάτη, μέσα βαθιά στο φωτογόνι πού θρονιάζει, δε θα την πάρει τη χαρά κανείς τους πως μούκαψεν εμένα την καρδιά μου! Τις παντριές τους εγώ πικρές και μαύρες |
|
400 | πικρὸν δὲ κῆδος καὶ φυγὰς ἐμὰς χθονός. ἀλλ΄ εἶα· φείδου μηδὲν ὧν ἐπίστασαι͵ Μήδεια͵ βουλεύουσα καὶ τεχνωμένη· ἕρπ΄ ἐς τὸ δεινόν· νῦν ἀγὼν εὐψυχίας. ὁρᾷς ἃ πάσχεις· οὐ γέλωτα δεῖ σ΄ ὀφλεῖν τοῖς Σισυφείοις τοῖς τ΄ Ἰάσονος γάμοις͵ γεγῶσαν ἐσθλοῦ πατρὸς Ἡλίου τ΄ ἄπο. ἐπίστασαι δέ· πρὸς δὲ καὶ πεφύκαμεν γυναῖκες͵ ἐς μὲν ἔσθλ΄ ἀμηχανώταται͵ |
θα τις κάμω, πικρή και τη συγγένεια, πικρό και το φευγιό μου από τη χώρα! Μόν’ άιντε, Μήδεια, βάλε τα όσα ξέρεις στους λογισμούς και στα τεχνάσματα σου· τράβα μπροστά στο φοβερό σου το έργο· τώρα την αφοβιά σου θα τη δείξεις! Το βλέπεις τι υποφέρεις· δε θα δώσεις το δικό σου αναγέλασμα αντιπροίκι στα στέφανα της φάρας του Σισύφου μ’ έναν Ιάσονα, εσύ, κόρη αντρειωμένου πατέρα, της γενιάς του Ηλίου βλαστάρι! Τη γνώση εσύ την έχεις· τί δα η φύση αν μας έκαμε ανάξιες, τις γυναίκες, για το καλό, στα πονηρά τα πάντα |
|
409 | κακῶν δὲ πάντων τέκτονες σοφώταται. | δεν έχει πιο πολύξερες τεχνίτρες. |
2ο Χορικό (410-445)
Χο. | ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί͵ [στρ. καὶ δίκα καὶ πάντα πάλιν στρέφεται. ἀνδράσι μὲν δόλιαι βουλαί͵ θεῶν δ΄ οὐκέτι πίστις ἄραρε· τὰν δ΄ ἐμὰν εὔκλειαν ἔχειν βιοτὰν στρέψουσι φᾶμαι· ἔρχεται τιμὰ γυναικείῳ γένει· |
Χορ. | Τα Ιερά τα ποτάμια γυρίζουν [στρ. εκεί πάνω που πιάνουνται. Ναί! Δικιοσύνη και τα πάντα άνω-κάτω στραφήκαν. Των αντρών δολερές οι βουλές, κ’ είναι η πίστη στους θεούς σαλεμένη. Αλλ’ η ζήση η δική μου τρανά θ’ ακουστεί, τί θ’ αλλάξει του πλήθους η γνώμη. Να, ζυγώνει η τιμή το γυναίκειο το γένος· πια ποτέ κακοκέλαδη φήμη |
420 | οὐκέτι δυσκέλαδος φάμα γυναῖκας ἕξει. | στίς γυναίκες δε θάχει να σούρνει. | |
μοῦσαι δὲ παλαιγενέων λήξουσ΄ ἀοιδῶν [ἀντ. τὰν ἐμὰν ὑμνεῦσαι ἀπιστοσύναν. οὐ γὰρ ἐν ἁμετέρᾳ γνώμᾳ λύρας ὤπασε θέσπιν ἀοιδὰν Φοῖβος͵ ἁγήτωρ μελέων· ἐπεὶ ἀντάχησ΄ ἂν ὕμνον ἀρσένων γέννᾳ. μακρὸς δ΄ αἰὼν ἔχει |
Τα τραγούδια οι παλιοί ψαλμωδοί πού ταιριάσαν [άντ. τη δική μου απιστία να τη λένε θα πάψουν. Την ωδή τη θεσπέσια της λύρας, στην καρδιά μου δε φύτεψε ο Φοίβος, ο αρχηγός στα τραγούδια· αλλιώς ύμνον εγώ θα κινούσα στη φυλή των αντρών κατενάντιον. Ο καιρός, στο μακρή του το δρόμο, |
||
430 | πολλὰ μὲν ἁμετέραν ἀνδρῶν τε μοῖραν εἰπεῖν. | έχει τόσα να πει για τη μοίρα των αντρών και μαθές τη δική μας! |
|
σὺ δ΄ ἐκ μὲν οἴκων πατρίων ἔπλευσας [στρ. μαινομένᾳ κραδίᾳ͵ διδύμους ὁρίσασα πόντου πέτρας· ἐπὶ δὲ ξένᾳ ναίεις χθονί͵ τᾶς ἀνάνδρου κοίτας ὀλέσασα λέκτρον͵ τάλαινα͵ φυγὰς δὲ χώρας ἄτιμος ἐλαύνῃ. |
Απ’ τα σπίτια κ’ εσύ του γονιού σου [στρ. με καρδιά φρενιασμένη έχεις φύγει, και τους δίδυμους βράχους του πελάγου εδιάβης. Και κονεύις σε χώματα ξένα, στερημένη την άναντρη κοίτη, καψερή! κι απ’ τη χώρα σε διώχνουν αισχρά. |
||
βέβακε δ΄ ὅρκων χάρις͵ οὐδ΄ ἔτ΄ αἰδὼς [ἀντ. | Πάει των όρκων το σέβας! [άντ. | ||
440 | Ἑλλάδι τᾷ μεγάλᾳ μένει͵ αἰθερία δ΄ ἀνέπτα. σοὶ δ΄ οὔτε πατρὸς δόμοι͵ δύστανε͵ μεθορμίσασθαι μόχθων πάρα͵ τῶν τε λέκτρων ἄλλα βασίλεια κρείσσων δόμοισιν ἐπέστα. |
Κ’ ή ντροπή πάει κι αυτή, στη μεγάλην Ελλάδα δε μένει, μόν’ πάνω στα ουράνια ανεβαίνει. Κ’ εσύ, δύστυχη, σκέπη δεν έχεις ττατρική, που μακριά απ’ τα δεινά σου να μπορέσεις ν’ αράξεις, και μιά άλλη, πιο τρανή κι απ’ την κλίνη σου εκείνη, του σπιτιού σου βασίλισσα εγίνη. |
3ο Επεισόδιο (446-626)
Μπαίνει ο Ιάσονας. | |||
ΙΑΣΩΝ | ΙΑΣΟΝΑΣ | ||
οὐ νῦν κατεῖδον πρῶτον ἀλλὰ πολλάκις τραχεῖαν ὀργὴν ὡς ἀμήχανον κακόν. σοὶ γὰρ παρὸν γῆν τήνδε καὶ δόμους ἔχειν κούφως φερούσῃ κρεισσόνων βουλεύματα͵ |
Δεν είναι η πρώτη τούτη, παρά κι άλλες τόδα φορές τι αγιάτρευτο κακό ‘ναι το στρυφνό φυσικό. Νά, κ’ εσύ μπόριες να ζεις στη χώρα τούτη και το σπίτι, αν τάχες με άλαφρή καρδιά παρμένα τα θελήματα, εκείνων που αφεντεύουν· |
||
450 | λόγων ματαίων οὕνεκ΄ ἐκπεσῇ χθονός. κἀμοὶ μὲν οὐδὲν πρᾶγμα· μὴ παύσῃ ποτὲ λέγουσ΄ Ἰάσον΄ ὡς κάκιστός ἐστ΄ ἀνήρ· ἃ δ΄ ἐς τυράννους ἐστί σοι λελεγμένα͵ πᾶν κέρδος ἡγοῦ ζημιουμένη φυγῇ. κἀγὼ μὲν αἰεὶ βασιλέων θυμουμένων ὀργὰς ἀφῄρουν καί σ΄ ἐβουλόμην μένειν· σὺ δ΄ οὐκ ἀνίεις μωρίας͵ λέγουσ΄ ἀεὶ κακῶς τυράννους· τοιγὰρ ἐκπεσῇ χθονός. ὅμως δὲ κἀκ τῶνδ΄ οὐκ ἀπειρηκὼς φίλοις |
αμή οι μωρολογιές σου θα σε διώξουν. Κ’ έμενα τί με κόφτει; Να μην πάψεις ποτέ να λέγεις πως χειρότερο άντρα από τον Ιάσονα δεν είδες άλλον! Μα για όσα στους αρχόντους έχεις σύρει, κέρδος σου θάναι, μάθε, η εξορία. Πάντα μου εγώ το θυμωμένο ρήγα πάσκιζα να γλυκαίνω στην οργή του, και σ’ ήθελα να μένεις εδώ πέρα· μα την τρέλα σου εσύ δεν την κρατούσες κ’, όλο καταλαλούσες τους αρχόντους· λοιπόν από τη χωρά θα σε διώξουν. Μα τους δικούς μου εγώ, μηδέ και τώρα τους έχω απαρνηθεί, και νά με πούρθα |
|
460 | ἥκω͵ τὸ σὸν δὲ προσκοπούμενος͵ γύναι͵ ὡς μήτ΄ ἀχρήμων σὺν τέκνοισιν ἐκπέσῃς μήτ΄ ἐνδεής του· πόλλ΄ ἐφέλκεται φυγὴ κακὰ ξὺν αὑτῇ. καὶ γὰρ εἰ σύ με στυγεῖς͵ οὐκ ἂν δυναίμην σοὶ κακῶς φρονεῖν ποτε. |
για να γνοιαστώ την τύχη σου, γυναίκα, να μη σε διώξουν με άδεια χέρια εδώθε με τα παιδιά και βρεθείς στην ανάγκη, τι η εξορία πολλά μαζί της σούρνει βάσανα. Κι όσην έχτρα και να μούχεις, δε θα μπορούν να θέλω το κακό σου. |
|
Μη. | ὦ παγκάκιστε͵ τοῦτο γάρ σ΄ εἰπεῖν ἔχω͵ γλώσσῃ μέγιστον εἰς ἀνανδρίαν κακόν· ἦλθες πρὸς ἡμᾶς͵ ἦλθες ἔχθιστος γεγώς; [θεοῖς τε κἀμοὶ παντί τ΄ ἀνθρώπων γένει;] οὔτοι θράσος τόδ΄ ἐστὶν οὐδ΄ εὐτολμία͵ |
Μηδ. | Παλιάνθρωπε! — τι η γλώσσα μου δε βρίσκει χειρότερο να πει στην αναντρία σου, — ήρθες μπροστά μας, ήρθες εδώ ο εχτρός μας ο μισητός; Και τόλμη το νομίζεις ή και παληκαριά, τους φίλους πρώτα να βλάφτεις και κατόπι μες στα μάτια |
470 | φίλους κακῶς δράσαντ΄ ἐναντίον βλέπειν͵ ἀλλ΄ ἡ μεγίστη τῶν ἐν ἀνθρώποις νόσων πασῶν͵ ἀναίδει΄· εὖ δ΄ ἐποίησας μολών· ἐγώ τε γὰρ λέξασα κουφισθήσομαι ψυχὴν κακῶς σε καὶ σὺ λυπήσῃ κλύων. ἐκ τῶν δὲ πρώτων πρῶτον ἄρξομαι λέγειν. ἔσῳσά σ΄͵ ὡς ἴσασιν Ἑλλήνων ὅσοι ταὐτὸν συνεισέβησαν Ἀργῷον σκάφος͵ πεμφθέντα ταύρων πυρπνόων ἐπιστάτην ζεύγλῃσι καὶ σπεροῦντα θανάσιμον γύην· |
να τους κοιτάζεις! Ναίσκε! Η πιο μεγάλη από τίς διαστροφές στον άνθρωπο είναι η αδιαντροπιά. Μα καλά ‘καμες κ’ ήρθες· θ’ αλαφρώσει η καρδιά μου να σ’ τα ψάλω, και θα καεί η δική σου να τ’ ακούσεις. Αρχήν-αρχή θα πάρω να τα λέγω. Σ’ έσωσα σένα, καθώς ξέρουν όσοι από τους Έλληνες μαζί σου στο ίδιο καράβι, την Αργώ, μπαρκαριστήκαν, όταν σε στείλαν στο ζυγό να βάλεις τους φλογόπνογους ταύρους και να σπείρεις το χωράφι, το θάνατο πού δίνει. |
|
480 | δράκοντά θ΄͵ ὃς πάγχρυσον ἀμπέχων δέρας σπείραις ἔσῳζε πολυπλόκοις ἄυπνος ὤν͵ κτείνασ΄ ἀνέσχον σοὶ φάος σωτήριον. αὐτὴ δὲ πατέρα καὶ δόμους προδοῦσ΄ ἐμοὺς τὴν Πηλιῶτιν εἰς Ἰωλκὸν ἱκόμην σὺν σοί͵ πρόθυμος μᾶλλον ἢ σοφωτέρα· Πελίαν τ΄ ἀπέκτειν΄͵ ὥσπερ ἄλγιστον θανεῖν͵ παίδων ὑπ΄ αὐτοῦ͵ πάντα τ΄ ἐξεῖλον δόμον. καὶ ταῦθ΄ ὑφ΄ ἡμῶν͵ ὦ κάκιστ΄ ἀνδρῶν͵ παθὼν προύδωκας ἡμᾶς͵ καινὰ δ΄ ἐκτήσω λέχη— |
Και τον όφη, τολόχρυσο το Δέρας που το φύλαγε ανύπνωτος, κλεισμένο μες στις περιπλεχτές του κουλουρίδες, τον εσκότωσα κ’ έκαμα να λάμψει για λόγου σου το φως της σωτηρίας. Κι αφού πατέρα πρόδωσα και σπίτι, ήρθα στου Πήλιου την Ιωλκό μαζί σου, με πιο πολλή προθυμία παρά γνώση· και χάλασα κατόπι τον Πελία με θάνατο πού πιο σκληρό δεν έχει, με τα χέρια των ίδιων των παιδιών του, και λύτρωσα από κάθε φόβο εσένα. Και για τούτα που σούκαμα, ώ μες σ’ όλους τους άντρες τιποτένιε, εσύ με αρνήθης, καινούργια κλίνη απόχτησες, κι ας είχες |
|
490 | παίδων γεγώτων· εἰ γὰρ ἦσθ΄ ἄπαις ἔτι͵ συγγνώστ΄ ἂν ἦν σοι τοῦδ΄ ἐρασθῆναι λέχους. ὅρκων δὲ φρούδη πίστις͵ οὐδ΄ ἔχω μαθεῖν ἦ θεοὺς νομίζεις τοὺς τότ΄ οὐκ ἄρχειν ἔτι͵ ἢ καινὰ κεῖσθαι θέσμι΄ ἀνθρώποις τὰ νῦν͵ ἐπεὶ σύνοισθά γ΄ εἰς ἔμ΄ οὐκ εὔορκος ὤν. |
παιδιά! Γιατί άτεκνος αν είσουν, μπόριε να σου συχωρεθεί την κοίτη ετούτη να ποθήσεις. Καπνός είταν η πίστη σου στους όρκους! Τι να πω, κ’ εγώ δεν ξέρω· θαρρείς πώς οι θεοί πού μας όριζαν δε μας ορίζουν πια; ή πώς καινούργιοι νόμοι για τους ανθρώπους μπήκαν τώρα; Τι δα το ξέρεις πως είσαι ορκοπάτης. |
|
φεῦ δεξιὰ χείρ͵ ἧς σὺ πόλλ΄ ἐλαμβάνου͵ καὶ τῶνδε γονάτων͵ ὡς μάτην κεχρῴσμεθα κακοῦ πρὸς ἀνδρός͵ ἐλπίδων δ΄ ἡμάρτομεν. ἄγ΄· ὡς φίλῳ γὰρ ὄντι σοι κοινώσομαι |
Αχ, χέρι μου δεξί! πού κάθε τόσο μου τόπαιρνες εσύ. Και γόνατα μου! Τι μάταιο βγήκε πού ένας τιποτένιος σας αγκάλιαζεν άντρας! Ναι, και πόσο στις ελπίδες μας όλες γελαστήκαμε! Άιντε! Γνώμη σου παίρνω ως νάσουν φίλος. |
||
500 | —δοκοῦσα μὲν τί πρός γε σοῦ πράξειν καλῶς; ὅμως δ΄· ἐρωτηθεὶς γὰρ αἰσχίων φανῇ— νῦν ποῖ τράπωμαι; πότερα πρὸς πατρὸς δόμους͵ οὓς σοὶ προδοῦσα καὶ πάτραν ἀφικόμην; ἢ πρὸς ταλαίνας Πελιάδας; καλῶς γ΄ ἂν οὖν δέξαιντό μ΄ οἴκοις ὧν πατέρα κατέκτανον. |
—Μα τί; Καλό περιμένω από σένα; Όπως και νάναι, αυτά πού θα ρωτήσω θα δείξουν πιο πολύ την ατιμία σου. — Τώρα για που να σύρω; Για το σπίτι το γονικό, πού το πρόδωσα, αντάμα με την πατρίδα, ν’ ακλουθήσω εσένα; ή για τις δόλιες κόρες του Πελία; Δεξίμια που θα μούκαναν στο σπίτι που τούχω σκοτωμένο τον αφέντη! |
|
ἔχει γὰρ οὕτω· τοῖς μὲν οἴκοθεν φίλοις ἐχθρὰ καθέστηχ΄͵ οὓς δέ μ΄ οὐκ ἐχρῆν κακῶς δρᾶν͵ σοὶ χάριν φέρουσα πολεμίους ἔχω. τοιγάρ με πολλαῖς μακαρίαν Ἑλληνίδων |
Γιατί έτσι με κατάντησες· εκείνοι πού είταν να μ’ αγαπούν να μ’ έχουν άχτι, κ’ εκείνους πού δε μούπρεπε να βλάψω, εχτρούς για το χατήρι σου να κάμω. Και για όλα τούτα εσύ, μες στην Ελλάδα |
||
510 | ἔθηκας ἀντὶ τῶνδε· θαυμαστὸν δέ σε ἔχω πόσιν καὶ πιστὸν ἡ τάλαιν΄ ἐγώ͵ εἰ φεύξομαί γε γαῖαν ἐκβεβλημένη͵ φίλων ἔρημος͵ σὺν τέκνοις μόνη μόνοις— καλόν γ΄ ὄνειδος τῷ νεωστὶ νυμφίῳ͵ πτωχοὺς ἀλᾶσθαι παῖδας ἥ τ΄ ἔσῳσά σε. |
πολλές να με ζουλέψουν έχεις κάμει· άντρα πιστό και παινεμένο, αλήθεια, έχω η δύστυχη εγώ, μάλιστα αν φύγω διωγμένη από τη χώρα, δίχως φίλους, μονάχη με τα τέκνα τα ορφανά μου, — όμορφο για γαμπρό να δεις καμάρι, τα παιδιά σου κι αυτή πού σ’ έχει σώσει να σέρνουνται στις στράτες σα ζητιάνοι! |
|
ὦ Ζεῦ͵ τί δὴ χρυσοῦ μὲν ὃς κίβδηλος ᾖ τεκμήρι΄ ἀνθρώποισιν ὤπασας σαφῆ͵ ἀνδρῶν δ΄ ὅτῳ χρὴ τὸν κακὸν διειδέναι͵ οὐδεὶς χαρακτὴρ ἐμπέφυκε σώματι; |
Ω Δία! Γιατί του ανθρώπου νάχεις δώσει απ’ άσφαλτο σημάδια να γνωρίζει το κάλπικο χρυσάφι, κι όταν έχει να ξεκρίνει το φαύλο μες στους άντρες, δε βλέπει στο κορμί του ένα σημάδι; |
||
520 | |||
Χο. | δεινή τις ὀργὴ καὶ δυσίατος πέλει͵ ὅταν φίλοι φίλοισι συμβάλωσ΄ ἔριν. |
Χορ. | Αχ, τρομερή, δυσκολογιάτρευτη είναι η οργή, φίλος με φίλο όταν μαλώνουν! |
Ια. | δεῖ μ΄͵ ὡς ἔοικε͵ μὴ κακὸν φῦναι λέγειν͵ ἀλλ΄ ὥστε ναὸς κεδνὸν οἰακοστρόφον ἄκροισι λαίφους κρασπέδοις ὑπεκδραμεῖν τὴν σὴν στόμαργον͵ ὦ γύναι͵ γλωσσαλγίαν. ἐγὼ δ΄͵ ἐπειδὴ καὶ λίαν πυργοῖς χάριν͵ Κύπριν νομίζω τῆς ἐμῆς ναυκληρίας σώτειραν εἶναι θεῶν τε κἀνθρώπων μόνην. |
Ιασ. | Πρέπει, θαρρώ, να μη φανώ στα λόγια φτωχός, μόν’ σαν καλός καραβοκύρης να μαζέψω πανιά για να γλυτώσω απ’ το στόμα σου το άτσαλο, γυναίκα, πού τον κακό γλωσσίτη έχει βγαλμένο. Εγώ, μια και φουσκώνεις όσες χάρες μούχεις κάμει, σου λέω την Αφροδίτη πως έχω για μονάχο μου σωτήρα στο αρμένισμα μου, από θεούς κι ανθρώπους. |
σοὶ δ΄ ἔστι μὲν νοῦς λεπτός—ἀλλ΄ ἐπίφθονος | Εσένα, ας κόβει το μυαλό σου, λόγος | ||
530 | λόγος διελθεῖν͵ ὡς Ἔρως σ΄ ἠνάγκασε τόξοις ἀφύκτοις τοὐμὸν ἐκσῷσαι δέμας. ἀλλ΄ οὐκ ἀκριβῶς αὐτὸ θήσομαι λίαν· ὅπῃ γὰρ οὖν ὤνησας͵ οὐ κακῶς ἔχει. μείζω γε μέντοι τῆς ἐμῆς σωτηρίας εἴληφας ἢ δέδωκας͵ ὡς ἐγὼ φράσω. |
δε σου φεύγει πώς του Έρωτα τα τόξα τ’ αναπόφυγα, αυτά ναι πού σε κάμαν να σώσεις το δικό μου το κεφάλι. Μα δεν πάω να τα πω και κατά γράμμα· τι μούκανες, καλά ‘ναι καμωμένα. Όμως για τη δική μου σωτηρία περσότερα έχεις πάρει παρά δώσει, |
|
πρῶτον μὲν Ἑλλάδ΄ ἀντὶ βαρβάρου χθονὸς γαῖαν κατοικεῖς καὶ δίκην ἐπίστασαι νόμοις τε χρῆσθαι μὴ πρὸς ἰσχύος χάριν· πάντες δέ σ΄ ᾔσθοντ΄ οὖσαν Ἕλληνες σοφὴν |
καθώς θα σου το δείξω. Πριν απ’ όλα, της Ελλάδας τη γη κατοικείς, κι όχι βάρβαρη χώρα· κ’ έμαθες το δίκιο, και με νόμο να ζεις κι όχι με βία. Κ’ οι Έλληνες όλοι άκουσαν πόσα ξέρεις |
||
540 | καὶ δόξαν ἔσχες· εἰ δὲ γῆς ἐπ΄ ἐσχάτοις ὅροισιν ᾤκεις͵ οὐκ ἂν ἦν λόγος σέθεν. εἴη δ΄ ἔμοιγε μήτε χρυσὸς ἐν δόμοις μήτ΄ Ὀρφέως κάλλιον ὑμνῆσαι μέλος͵ εἰ μὴ ΄πίσημος ἡ τύχη γένοιτό μοι. τοσαῦτα μέν σοι τῶν ἐμῶν πόνων πέρι ἔλεξ΄· ἅμιλλαν γὰρ σὺ προύθηκας λόγων. |
κ’ έβγαλες όνομα· αλλά πες πως ζούσες στα πέρατα του κόσμου, ποιός για σένα θε να μιλούσε; Κι όσο για δικό μου, μήδε χρυσάφι μες στην κατοικία μου, μήδε φωνή πιο γλυκιά από του Ορφέα θάθελα νάχω, ανίσως δε γινόταν στον κόσμο ξακουστό το ριζικό μου. Αυτά είχα να σου πω για τους δικούς μου τους αγώνες· συ δα τόχεις κινήσει |
|
ἃ δ΄ ἐς γάμους μοι βασιλικοὺς ὠνείδισας͵ ἐν τῷδε δείξω πρῶτα μὲν σοφὸς γεγώς͵ ἔπειτα σώφρων͵ εἶτα σοὶ μέγας φίλος |
των λόγων το συνέρισμα. Αμ’ για κείνα που σούρνεις στις ρηγάτικες παντριές μου, θα σου δείξω σοφός αν είμουν πρώτας, κ’ ύστερα γνωστικός, και παραπέρα |
||
550 | καὶ παισὶ τοῖς ἐμοῖσιν—ἀλλ΄ ἔχ΄ ἥσυχος. ἐπεὶ μετέστην δεῦρ΄ Ἰωλκίας χθονὸς πολλὰς ἐφέλκων συμφορὰς ἀμηχάνους͵ τί τοῦδ΄ ἂν εὕρημ΄ ηὗρον εὐτυχέστερον ἢ παῖδα γῆμαι βασιλέως φυγὰς γεγώς; οὐχ͵ ᾗ σὺ κνίζῃ͵ σὸν μὲν ἐχθαίρων λέχος͵ καινῆς δὲ νύμφης ἱμέρῳ πεπληγμένος͵ οὐδ΄ εἰς ἅμιλλαν πολύτεκνον σπουδὴν ἔχων· ἅλις γὰρ οἱ γεγῶτες οὐδὲ μέμφομαι· |
φίλος τρανός για σε και τα παιδιά μου. Η Μήδεια κάνει αγαναχτισμένο κίνημα. Μα μην ανάβεις! Όταν απ’ τη χώρα της Ιωλκός έφτασα εδώ, κουβαλώντας βάσανα ανοικονόμητα και πλήθια, καλήτερη που θάβρισκα εγώ τύχη παρά να παντρευτώ τη θυγατέρα του βασιλιά, και πρόσφυγας ας είμουν; Κ’ η αιτία δεν είναι κείνη που σε σφάζει, — πώς τάχα το σιχάθηκα το στρώμα σου κ’ έχω την άψη για καινούργια νύφη, — μήδε μ’ έπιασε ο ζήλος ν’ αραδιάσω παιδιά περσότερα παρ’ άλλος· κείνα πούχω με φτάνουν, δεν παραπονιέμαι. |
|
ἀλλ΄ ὡς͵ τὸ μὲν μέγιστον͵ οἰκοῖμεν καλῶς | Εγώ ‘θελα, μαθές, — το πρώτο απ’ όλα, — | ||
560 | καὶ μὴ σπανιζοίμεσθα͵ γιγνώσκων ὅτι πένητα φεύγει πᾶς τις ἐκποδὼν φίλος͵ παῖδας δὲ θρέψαιμ΄ ἀξίως δόμων ἐμῶν σπείρας τ΄ ἀδελφοὺς τοῖσιν ἐκ σέθεν τέκνοις ἐς ταὐτὸ θείην͵ καὶ ξυναρτήσας γένος εὐδαιμονοῖμεν. σοί τε γὰρ παίδων τί δεῖ; ἐμοί τε λύει τοῖσι μέλλουσιν τέκνοις τὰ ζῶντ΄ ὀνῆσαι. μῶν βεβούλευμαι κακῶς; οὐδ΄ ἂν σὺ φαίης͵ εἴ σε μὴ κνίζοι λέχος. |
κατάσταση καλή κι όξω απ’ ανάγκη, τι ξέρω δα πώς του φτωχού του φεύγουν οι φίλοι του όλοι και τον κάνουν πέρα· κ’ ήθελα ακόμα στα παιδιά να δώσω αναθροφή σαν το καλεί η σειριά μου, και σπέρνοντας αδέρφια στα δυό τέκνα που μούκαμες, να τάχω όλα ένα πράμα, κ’ έτσι μονομεριάζοντας το γένος μου, καλοτυχιά να ιδώ. Συ δα, καινούργια παιδιά τί να τα κάμεις; Μα σ’ εμένα συφέρνει να ωφελήσω κείνα πούχω από τάλλα πού μέλλω ν’ αποχτήσω. Άσκημα τα λογάριασα; Κ’ εσένα θα σου άρεσαν, ανίσως το κρεβάτι |
|
ἀλλ΄ ἐς τοσοῦτον ἥκεθ΄ ὥστ΄ ὀρθουμένης | δε σ’ έτσουζε. Αμ’ του λόγου σας θαρρείτε, | ||
570 | εὐνῆς γυναῖκες πάντ΄ ἔχειν νομίζετε͵ ἢν δ΄ αὖ γένηται ξυμφορά τις ἐς λέχος͵ τὰ λῷστα καὶ κάλλιστα πολεμιώτατα τίθεσθε. χρῆν γὰρ ἄλλοθέν ποθεν βροτοὺς παῖδας τεκνοῦσθαι͵ θῆλυ δ΄ οὐκ εἶναι γένος· χοὕτως ἂν οὐκ ἦν οὐδὲν ἀνθρώποις κακόν. |
οι γυναίκες, πώς τάχετε όλα οπόταν προκόβει το στεφάνι σας, μ’ αν λάχει καμιά ατυχία και το κρεβάτι πάθει, το κάλλιο, το περίκαλο, ζαβό ‘ναι. Θα νάπρεπε οι θνητοί να γεννοσπέρνουν απ’ άλλη στράτα, νάλειπε το γένος το θηλυκό· και τότε τους ανθρώπους δε θα τους έβρισκε κακό κανένα. |
|
Χο. | Ἰᾶσον͵ εὖ μὲν τούσδ΄ ἐκόσμησας λόγους· ὅμως δ΄ ἔμοιγε͵ κεἰ παρὰ γνώμην ἐρῶ͵ δοκεῖς προδοὺς σὴν ἄλοχον οὐ δίκαια δρᾶν. |
Χορ. | Ιάσονα εσύ, τα λέγεις πλουμισμένα· όμως θαρρώ, και μην κακοκαρδίσεις, πως άδικας που αρνήθης την κυρά σου. |
Μη. | ἦ πολλὰ πολλοῖς εἰμι διάφορος βροτῶν. | Μηδ. | Ναί, σε πολλά και με πολλούς ανθρώπους |
580 | ἐμοὶ γὰρ ὅστις ἄδικος ὢν σοφὸς λέγειν πέφυκε͵ πλείστην ζημίαν ὀφλισκάνει· γλώσσῃ γὰρ αὐχῶν τἄδικ΄ εὖ περιστελεῖν͵ τολμᾷ πανουργεῖν· ἔστι δ΄ οὐκ ἄγαν σοφός. ὡς καὶ σὺ μή νυν εἰς ἔμ΄ εὐσχήμων γένῃ λέγειν τε δεινός. ἓν γὰρ ἐκτενεῖ σ΄ ἔπος· χρῆν σ΄͵ εἴπερ ἦσθα μὴ κακός͵ πείσαντά με γαμεῖν γάμον τόνδ΄͵ ἀλλὰ μὴ σιγῇ φίλων. |
δεν έχω εγώ μιά γνώμη. Τί, για μένα, του φαύλου πού γεννήθηκε πιτήδειος στα λόγια, παιδεμός σκληρός του πρέπει· τι, ξεπαρμένος το άδικο πως ντύνει μαστορικά με λόγια, ξεθαρρεύει στην κακουργιά. Κι όμως ξυπνός δεν είναι! Έτσι κ’ εσύ, μπροστά μου εδώ μη βγαίνεις πρεπούμενος και μάστορης στα λόγια, τι ένας και μόνο λόγος σε σκοτώνει: Χρέος σου, αν δεν είσουν τιποτένιος, το γάμο αυτό να κάμεις, αφού πρώτα μ’ έπειθες, κι όχι κρυφά απ’ τους δικούς σου. |
|
Ια. | καλῶς γ΄ ἄν͵ οἶμαι͵ τῷδ΄ ὑπηρέτεις λόγῳ͵ εἴ σοι γάμον κατεῖπον͵ ἥτις οὐδὲ νῦν |
Ιασ. | Περίσσια θα βοηθούσες το σκοπό μου, αν σου μιλούσα για παντριές, που μήδε και τώρα δεν το στέργεις να μερώσεις |
590 | τολμᾷς μεθεῖναι καρδίας μέγαν χόλον. | τη μάνητα την άγρια της καρδίας σου. | |
Μη. | οὐ τοῦτό σ΄ εἶχεν͵ ἀλλὰ βάρβαρον λέχος πρὸς γῆρας οὐκ εὔδοξον ἐξέβαινέ σοι. |
Μηδ. | Δεν είναι αυτό πού σε κρατούσε, μόνο δεν τόχες πως σε πήγαινε στη δόξα να γεράσεις με βάρβαρη γυναίκα. |
Ια. | εὖ νῦν τόδ΄ ἴσθι͵ μὴ γυναικὸς οὕνεκα γῆμαί με λέκτρα βασιλέων ἃ νῦν ἔχω͵ ἀλλ΄͵ ὥσπερ εἶπον καὶ πάρος͵ σῷσαι θέλων σέ͵ καὶ τέκνοισι τοῖς ἐμοῖς ὁμοσπόρους φῦσαι τυράννους παῖδας͵ ἔρυμα δώμασι. |
Ιασ. | Ξέρε το αυτό καλά: δε φταίει γυναίκα που ρηγικό κρεβάτι έχω πατήσει, παρά για να σε σώσω, καθώς σ’ τόπα, και να δώσω στα τέκνα μου γι’ αδέρφια βασιλόπουλα, στύλους του σπιτιού μου. |
Μη. | μή μοι γένοιτο λυπρὸς εὐδαίμων βίος μηδ΄ ὄλβος ὅστις τὴν ἐμὴν κνίζοι φρένα. |
Μηδ. | Μακριά από μένα ζήση ευτυχισμένη που κοματιάζει πρώτα την καρδιά μου, και προκοπή, τα φρένα που μου σκίζει! |
600 | |||
Ια. | οἶσθ΄ ὡς μέτευξαι͵ καὶ σοφωτέρα φανῇ; τὰ χρηστὰ μή σοι λυπρὰ φαίνεσθαι ποτέ͵ μηδ΄ εὐτυχοῦσα δυστυχὴς εἶναι δοκεῖν. |
Ιασ. | Μπορείς ευκή ν’ αλλάξεις, και να δείξεις πιο γνωστική; Και μάθε να μην παίρνεις τα τυχερά για λυπηρά ποτέ σου, μήδε για γρουσουζιά την ευτυχία. |
Μη. | ὕβριζ΄͵ ἐπειδὴ σοὶ μὲν ἔστ΄ ἀποστροφή͵ ἐγὼ δ΄ ἔρημος τήνδε φευξοῦμαι χθόνα. |
Μηδ. | Αυθαδίαζε! Εσένα το αποκούμπι δε σου απολείπει. Μα ρωτάς κ’ εμένα; Παντέρημη θα φύγω από τη χώρα. |
Ια. | αὐτὴ τάδ΄ εἵλου· μηδέν΄ ἄλλον αἰτιῶ. | Ιασ. | Εσύ τάθελες· σ’ άλλους μην τα ρίχνεις. |
Μη. | τί δρῶσα; μῶν γαμοῦσα καὶ προδοῦσά σε; | Μηδ. | Μπας κ’ έκαμα άλλο γάμο και σ’ άφήκα; |
Ια. | ἀρὰς τυράννοις ἀνοσίους ἀρωμένη. | Ιασ. | Ανόσια καταριόσουνα το ρήγα. |
Μη. | καὶ σοῖς ἀραία γ΄ οὖσα τυγχάνω δόμοις. | Μηδ. | Ναι, και στο σπίτι σου κατάρα ρίχνω! |
Ια. | ὡς οὐ κρινοῦμαι τῶνδέ σοι τὰ πλείονα. | Ιασ. | Κουβέντα πια δεν έχω άλλη μαζί σου. |
610 | ἀλλ΄͵ εἴ τι βούλῃ παισὶν ἢ σαυτῆς φυγῇ προσωφέλημα χρημάτων ἐμῶν λαβεῖν͵ λέγ΄· ὡς ἕτοιμος ἀφθόνῳ δοῦναι χερὶ ξένοις τε πέμπειν σύμβολ΄͵ οἳ δράσουσί σ΄ εὖ. καὶ ταῦτα μὴ θέλουσα μωρανεῖς͵ γύναι· λήξασα δ΄ ὀργῆς κερδανεῖς ἀμείνονα. |
Μα ανίσως θες για τα παιδιά να λάβεις, ή για τήν εξορία τη δική σου, καμιά βοήθεια από το βιός μου, πες το· κ’ είμαι έτοιμος απλόχερα να δώσω, και σημάδια στους φίλους μου να στείλω στην ξενιτιά δεξίμια να σου κάνουν. Αν τ’ αρνηθής αυτά, μουρλή θάν είσαι· κι αν ξεχολιάσεις πιο πολλά θα βγάλεις. |
|
Μη. | οὔτ΄ ἂν ξένοισι τοῖσι σοῖς χρησαίμεθ΄ ἄν͵ οὔτ΄ ἄν τι δεξαίμεσθα͵ μηδ΄ ἡμῖν δίδου· κακοῦ γὰρ ἀνδρὸς δῶρ΄ ὄνησιν οὐκ ἔχει. |
Μηδ. | Τους φίλους σου, δε θέλω να τους ξέρω, και τίποτα δεν παίρνω. Κράτησε τα· χαρίσματα από φαύλο δε φελούνε. |
Ια. | ἀλλ΄ οὖν ἐγὼ μὲν δαίμονας μαρτύρομαι͵ | Ιασ. | Μάρτυρες έχω τους θεούς πώς θέλω |
620 | ὡς πάνθ΄ ὑπουργεῖν σοί τε καὶ τέκνοις θέλω· σοὶ δ΄ οὐκ ἀρέσκει τἀγάθ΄͵ ἀλλ΄ αὐθαδίᾳ φίλους ἀπωθῇ· τοιγὰρ ἀλγυνῇ πλέον. |
να σας συντρέξω, τα παιδιά και σένα· μα το καλό δεν είν’ της αρεσιάς σου, και τους φίλους, η γλώσσα σου τους διώχνει· γι’ αυτό τα βάσανα σου θα πληθήνουν. |
|
Μη. | χώρει· πόθῳ γὰρ τῆς νεοδμήτου κόρης αἱρῇ χρονίζων δωμάτων ἐξώπιος. νύμφευ΄· ἴσως γάρ—σὺν θεῷ δ΄ εἰρήσεται— γαμεῖς τοιοῦτον ὥστε σ΄ ἀρνεῖσθαι γάμον. |
Μηδ. | Πάρε δρόμο· τι σ’ έπιασε της νύφης ο καημός, πού δε βλέπεις το παλάτι, καθώς χασομεράς εδώ. Και σύρε να γαμπρίζεις! Μπορεί—οι θεοί ν’ ακούσουν την ευκή μου! η παντριά σου νάβγει τέτοιας λογής πού να μη θέλεις να την ξέρεις. |
Ο Ιάσονας φεύγει. |
3ο Χορικό (627-662)
Χο. | ἔρωτες ὑπὲρ μὲν ἄγαν [στρ. ἐλθόντες οὐκ εὐδοξίαν οὐδ΄ ἀρετὰν παρέδωκαν |
Χορ. | Έρωτα εσύ, με περισσή [στρ. όταν λαβώνεις δύναμη, μηδ’ όνομα καλό από σε μηδ’ αρετή μπορεί να βγει. |
630 | ἀνδράσιν· εἰ δ΄ ἅλις ἔλθοι Κύπρις͵ οὐκ ἄλλα θεὸς εὔχαρις οὕτως. μήποτ΄͵ ὦ δέσποιν΄͵ ἐπ΄ ἐμοὶ χρυσέων τόξων ἐφείης ἱμέρῳ χρίσασ΄ ἄφυκτον οἰστόν. |
Μα μετρημένα αν πορευτεί η Κύπριδα, άλλη σαν αύτη θεά δεν έχει νοστιμιά. Ω δέσποινα μου, απάνου μου με το χρυσό δοξάρι σου μη ρίξεις την αφεύγατη σαγίτα, πούχει την αιχμή βαμμένη στην αποθυμιά. |
|
στέργοι δέ με σωφροσύνα͵ [ἀντ. δώρημα κάλλιστον θεῶν· μηδέ ποτ΄ ἀμφιλόγους ὀρ γὰς ἀκόρεστά τε νείκη θυμὸν ἐκπλήξασ΄ ἑτέροις ἐπὶ λέκτροις |
Η φρονιμάδα ας μ’ αγαπά, [αντ. χάρισμα πρώτο απ’ τους θεούς. Ναι, και ποτές η Κύπριδα να μη μου ανάψει την καρδιά για το κρεβάτι του αλλονού |
||
640 | προσβάλοι δεινὰ Κύπρις͵ ἀπτολέμους δ΄ εὐνὰς σεβίζουσ΄ ὀξύφρων κρίνοι λέχη γυναικῶν. |
και με μπερδέψει σε θυμούς φιλόμαχους, συνερισιές που δε γνωρίζουν χορτασμό! Μόν’ σκέποντας τα μονοιαστά τ’ αντρόγυνα, με νου σπαθί νάναι της κλίνης μας κριτής! |
|
ὦ πατρίς͵ ὦ δώματα͵ μὴ [στρ. δῆτ΄ ἄπολις γενοίμαν τὸν ἀμηχανίας ἔχουσα δυσπέρατον αἰῶν΄͵ οἰκτροτάτων ἀχέων. θανάτῳ θανάτῳ πάρος δαμείην ἁμέραν τάνδ΄ ἐξανύσασα· μό |
Πατρίδα μου και κατοικιά, [στρ. πρόσφυγα εγώ να μη βρεθώ, σούρνοντας δύσκολη ζωή, με πίκρες και με βάσανα! Ο θάνατος! Ο θάνατος να με δαμάσει πρώτα αυτός, κ’ οι μέρες πούχω να σωθούν! |
||
650 | χθων δ΄ οὐκ ἄλλος ὕπερθεν ἢ γᾶς πατρίας στέρεσθαι. |
Από τους πόνους πιο πικρό δεν έχει σα να στερηθώ το χώμα μου το πατρικό. |
|
εἴδομεν͵ οὐκ ἐξ ἑτέρων [ἀντ. μῦθον ἔχω φράσασθαι· σὲ γὰρ οὐ πόλις͵ οὐ φίλων τις ᾤκτισεν παθοῦσαν δεινότατον παθέων. ἀχάριστος ὄλοιθ΄͵ ὅτῳ πάρεστιν |
Τόχω ιδωμένο, όχι ακουστό [αντ. απ’ άλλους, κείνο πού θα πω· χώρα καμιά, φίλος κανείς δε βρέθηκε να σπλαχνιστεί τα βάσανα σου τα πικρά. |
||
660 | μὴ φίλους τιμᾶν καθαρᾶν ἀνοί- ξαντα κλῇδα φρενῶν· ἐμοὶ μὲν φίλος οὔποτ΄ ἔσται. |
Πού να χαθεί ο αχάριστος, τους φίλους του πού δεν τιμά με καθαρή καρδιά ανοιχτή! Φίλος μου αυτός δε θα γενεί. |
4ο Επεισόδιο (663-823)
Από την αριστερή μεριά μπαίνει ο Αιγέας με την ακολουθία του. Φοράει ρούχα και σκιάδι στρατοκόπου. |
|||
ΑΙΓΕΥΣ | ΑΙΓΕΑΣ | ||
Μήδεια͵ χαῖρε· τοῦδε γὰρ προοίμιον κάλλιον οὐδεὶς οἶδε προσφωνεῖν φίλους. |
Γεια και χαρά σου, Μήδεια! Για τους φίλους χαιρετισμός καλήτερος δεν είναι. |
||
Μη. | ὦ χαῖρε καὶ σύ͵ παῖ σοφοῦ Πανδίονος͵ Αἰγεῦ. πόθεν γῆς τῆσδ΄ ἐπιστρωφᾷ πέδον; |
Μηδ. | Γεια σου κ’ εσένα, του σοφού Πανδίονα βλαστάρι, Αιγέα! Πούθε να γυρίζεις και βρέθηκες εδώ στα χώματα μας; |
Αι. | Φοίβου παλαιὸν ἐκλιπὼν χρηστήριον. | Αιγ. | Απ’ το παλιό γυρνώ μαντείο του Φοίβου. |
Μη. | τί δ΄ ὀμφαλὸν γῆς θεσπιῳδὸν ἐστάλης; | Μηδ. | Στης γης το μαντικό ομφαλό τί εζήτας; |
Αι. | παίδων ἐρευνῶν σπέρμ΄ ὅπως γένοιτό μοι. | Αιγ. | Να ρωτήσω γενιά πώς να σταυρώσω. |
Μη. | πρὸς θεῶν—ἄπαις γὰρ δεῦρ΄ ἀεὶ τείνεις βίον; | Μηδ. | Για τους θεούς! Άτεκνος ζεις ως τώρα; |
Αι. | ἄπαιδές ἐσμεν δαίμονός τινος τύχῃ. | Αιγ. | Άτεκνος είμαι. Κάποιος θεός το θέλει. |
Μη. | δάμαρτος οὔσης͵ ἢ λέχους ἄπειρος ὤν; | Μηδ. | Μα, έχεις γυναίκα; Για παντριά δεν ξέρεις; |
Αι. | οὐκ ἐσμὲν εὐνῆς ἄζυγες γαμηλίου. | Αιγ. | Απ’ το ζυγό δεν ξέφυγα του γάμου. |
Μη. | τί δῆτα Φοῖβος εἶπέ σοι παίδων πέρι; | Μηδ. | Και για παιδογονιά, τί σούπε ο Φοίβος; |
Αι. | σοφώτερ΄ ἢ κατ΄ ἄνδρα συμβαλεῖν ἔπη. | Αιγ. | Λόγια σοφώτερα απ’ ανθρώπου γνώση. |
Μη. | θέμις μὲν ἡμᾶς χρησμὸν εἰδέναι θεοῦ; | Μηδ. | Του θεού, κάνει, το χρησμό να μάθω; |
Αι. | μάλιστ΄͵ ἐπεί τοι καὶ σοφῆς δεῖται φρενός. | Αιγ. | Και πώς! Τι δα μυαλό σοφό γυρεύει. |
Μη. | τί δῆτ΄ ἔχρησε; λέξον͵ εἰ θέμις κλύειν. | Μηδ. | Τί σούπε; Λέγε, αν κάνει να το ακούσω. |
Αι. | ἀσκοῦ με τὸν προύχοντα μὴ λῦσαι πόδα— | Αιγ. | “Το πόδι που κρεμνά απ’ τ’ ασκί μη λύνεις…” |
680 | |||
Μη. | πρὶν ἂν τί δράσῃς ἢ τίν΄ ἐξίκῃ χθόνα; | Μηδ. | Προτού να κάμεις τί; Πριν πού να φτάσεις; |
Αι. | πρὶν ἂν πατρῴαν αὖθις ἑστίαν μόλω. | Αιγ. | Προτού στο πατρικό γυρίσω σπίτι. |
Μη. | σὺ δ΄ ὡς τί χρῄζων τήνδε ναυστολεῖς χθόνα; | Μηδ. | Και ποια σε κάνει ανάγκη εδώ ν’ αράξεις; |
Αι. | Πιτθεύς τις ἔστι͵ γῆς ἄναξ Τροζηνίας. . . . | Αιγ. | Είναι ένας Πιτθέας, ρήγας της Τροιζήνας… |
Μη. | παῖς͵ ὡς λέγουσι͵ Πέλοπος͵ εὐσεβέστατος. | Μηδ. | Γιος, λεν, του Πέλοπα, περίσσια θρήσκος. |
Αι. | τούτῳ θεοῦ μάντευμα κοινῶσαι θέλω. | Αιγ. | Σε κείνον, το χρησμό να πω, πηγαίνω. |
Μη. | σοφὸς γὰρ ἁνὴρ καὶ τρίβων τὰ τοιάδε. | Μηδ. | Ναι, σοφός είναι και σ’ αυτά ξεφτέρι. |
Αι. | κἀμοί γε πάντων φίλτατος δορυξένων. | Αιγ. | Κι ο πιο ακριβός για μένα απ’ τους συμμάχους. |
Μη. | ἀλλ΄ εὐτυχοίης καὶ τύχοις ὅσων ἐρᾷς. | Μηδ. | Τύχη καλή· κι ό,τι ποθείς να τόβρεις! |
Αι. | τί γὰρ σὸν ὄμμα χρώς τε συντέτηχ΄ ὅδε; | Αιγ. | Μα τί έχεις μάτια κι όψη έτσι κομμένα; |
690 | |||
Μη. | Αἰγεῦ͵ κάκιστός ἐστί μοι πάντων πόσις. | Μηδ. | Αιγέα, ο άντρας μου είναι τιποτένιος. |
Αι. | τί φῄς; σαφῶς μοι σὰς φράσον δυσθυμίας. | Αιγ. | Τί λες; Καθαρά πες τί σε πικραίνει. |
Μη. | ἀδικεῖ μ΄ Ἰάσων οὐδὲν ἐξ ἐμοῦ παθών. | Μηδ. | Χωρίς να φταίξω εγώ, με βλάφτει εκείνος. |
Αι. | τί χρῆμα δράσας; φράζε μοι σαφέστερον. | Αιγ. | Μα τί έχει κάμει; Μίλα τα σταράτα. |
Μη. | γυναῖκ΄ ἐφ΄ ἡμῖν δεσπότιν δόμων ἔχει. | Μηδ. | Άλλη γυναίκα αφέντρα έχει στο σπίτι. |
Αι. | οὔ που τετόλμηκ΄ ἔργον αἴσχιστον τόδε; | Αιγ. | Τόλμησε πράξη τόσο ντροπιασμένη; |
Μη. | σάφ΄ ἴσθ΄· ἄτιμοι δ΄ ἐσμὲν οἱ πρὸ τοῦ φίλοι. | Μηδ. | Ό,τι αγαπούσε πρίν, τόχει του κλώτσου. |
Αι. | πότερον ἐρασθεὶς ἢ σὸν ἐχθαίρων λέχος; | Αιγ. | Μην ερωτεύτηκε άλλη, ή σε αποστράφη; |
Μη. | μέγαν γ΄ ἔρωτα πιστὸς οὐκ ἔφυ φίλοις. | Μηδ. | Καί τι έρωτας! που αρνήθη τους δικούς του. |
Αι. | ἴτω νυν͵ εἴπερ͵ ὡς λέγεις͵ ἐστὶν κακός. | Αιγ. | Ντροπή του! αν είναι φαύλος καθώς λέγεις. |
700 | |||
Μη. | ἀνδρῶν τυράννων κῆδος ἠράσθη λαβεῖν. | Μηδ. | Βασιλοπούλα ορέχτηκε να πάρει. |
Αι. | δίδωσι δ΄ αὐτῷ τίς; πέραινέ μοι λόγον. | Αιγ. | Ποιός του τη δίνει; Απόσωσε το λόγο! |
Μη. | Κρέων͵ ὃς ἄρχει τῆσδε γῆς Κορινθίας. | Μηδ. | Ο Κρέοντας, πού ορίζει εδώ στην Κόρινθο. |
Αι. | συγγνωστὰ μέν τἄρ΄ ἦν σε λυπεῖσθαι͵ γύναι. | Αιγ. | Δίκιο έχεις να πικραίνεσαι, γυναίκα. |
Μη. | ὄλωλα· καὶ πρός γ΄ ἐξελαύνομαι χθονός. | Μηδ. | Χάθηκα εγώ· και με ξορίζουν κιόλας. |
Αι. | πρὸς τοῦ; τόδ΄ ἄλλο καινὸν αὖ λέγεις κακόν. | Αιγ. | Ποιός; Άλλο πάλι αυτό κακό πού λέγεις. |
Μη. | Κρέων μ΄ ἐλαύνει φυγάδα γῆς Κορινθίας. | Μηδ. | Ο Κρέοντας με ξορίζει από τη χώρα. |
Αι. | ἐᾷ δ΄ Ἰάσων; οὐδὲ ταῦτ΄ ἐπῄνεσα. | Αιγ. | Κι ο Ιάσονας το στέργει; Κ’ εδώ σφάλλει! |
Μη. | λόγῳ μὲν οὐχί͵ καρτερεῖν δὲ βούλεται. ἀλλ΄ ἄντομαί σε τῆσδε πρὸς γενειάδος |
Μηδ. | Τα χείλη του λεν όχι, μα η ψυχή του το δέχεται. Αχ, στα γένια σου σ’ ορκίζω |
710 | γονάτων τε τῶν σῶν ἱκεσία τε γίγνομαι͵ οἴκτιρον οἴκτιρόν με τὴν δυσδαίμονα καὶ μή μ΄ ἔρημον ἐκπεσοῦσαν εἰσίδῃς͵ δέξαι δὲ χώρᾳ καὶ δόμοις ἐφέστιον. οὕτως ἔρως σοὶ πρὸς θεῶν τελεσφόρος γένοιτο παίδων͵ καὐτὸς ὄλβιος θάνοις. εὕρημα δ΄ οὐκ οἶσθ΄ οἷον ηὕρηκας τόδε· παύσω δέ σ΄ ὄντ΄ ἄπαιδα καὶ παίδων γονὰς σπεῖραί σε θήσω· τοιάδ΄ οἶδα φάρμακα. |
Πέφτοντας στα πόδια του Αιγέα. και σου πέφτω στα γόνατα, σπλαχνίσου, σπλαχνίσου με τη μαύρη, μην αφήσεις έρημη να με ιδείς κι αποδιωγμένη, μόν’ δέξου με στη χώρα σου και δώσ’ μου σκέπη στο σπίτι σου. Έτσι ν΄αποχτήσεις απ’ τους θεούς τα τέκνα πού γυρεύεις, κ’ ευτυχισμένα τέλη κ’ εσύ νάχεις. Τι εύρημα εδώ πέτυχες δεν ξέρεις: την ακαρπιά σου, εγώ θα σου τη γιάνω, και θα σε κάμω εγώ να σπείρεις τέκνων γενιές· τι δα βοτάνια τέτοια ξέρω. |
|
Ο Αιγέας τη σηκώνει πάνω. | |||
Αι. | πολλῶν ἕκατι τήνδε σοι δοῦναι χάριν͵ | Αιγ. | Γυναίκα, να σου κάμω αυτή τη χάρη |
720 | γύναι͵ πρόθυμός εἰμι͵ πρῶτα μὲν θεῶν͵ ἔπειτα παίδων ὧν ἐπαγγέλλῃ γονάς· ἐς τοῦτο γὰρ δὴ φροῦδός εἰμι πᾶς ἐγώ. οὕτω δ΄ ἔχει μοι· σοῦ μὲν ἐλθούσης χθόνα͵ πειράσομαί σου προξενεῖν δίκαιος ὤν. τόσον γε μέντοι σοι προσημαίνω͵ γύναι· ἐκ τῆσδε μὲν γῆς οὔ σ΄ ἄγειν βουλήσομαι͵ αὐτὴ δ΄ ἐάνπερ εἰς ἐμοὺς ἔλθῃς δόμους͵ μενεῖς ἄσυλος κοὔ σε μὴ μεθῶ τινι. ἐκ τῆσδε δ΄ αὐτὴ γῆς ἀπαλλάσσου πόδα· |
πολλά με σπρώχνουν: των θεών το σέβας, απ’ όλα πρώτο, κ’ οι γενιές των τέκνων κατόπι πού μου τάζεις· τι για τούτο πήρα δα εγώ τις στράτες. Λοιπόν άκου πως το βλέπω: στη χώρα μου όταν έρθεις, θα πασκίσω προστάτης να σου γίνω, ως το καλεί το δίκιο. Αυτό σου λέγω, γυναίκα, μόνο: Να σε πάρω εδώθε δε θα το στέρξω, μ’ αν εσύ κοπιάσεις στο σπιτικό μου από δικού σου, θάχεις το άσυλο που ποθείς, και σε κανένα δε θα σε παραδώσω εγώ. Δική σου λοιπόν δουλειά να μετασύρεις πόδι από τη χώρα· τί δε θέλω νάχουν |
|
730 | ἀναίτιος γὰρ καὶ ξένοις εἶναι θέλω. | να μου ψέγουν αυτοί πού με ξενίζουν. | |
Μη. | ἔσται τάδ΄· ἀλλὰ πίστις εἰ γένοιτό μοι τούτων͵ ἔχοιμ΄ ἂν πάντα πρὸς σέθεν καλῶς. |
Μηδ. | Ας γίνει καθώς λες. Μ’ αν είχες πάρει όρκο για τούτα, δε θα γύρευα άλλο. |
Αι. | μῶν οὐ πέποιθας; ἢ τί σοι τὸ δυσχερές; | Αιγ. | Δε δίνεις πίστη, ή δύσκολα τα βλέπεις; |
Μη. | πέποιθα· Πελίου δ΄ ἐχθρός ἐστί μοι δόμος Κρέων τε. τούτοις δ΄ ὁρκίοισι μὲν ζυγεὶς ἄγουσιν οὐ μεθεῖ΄ ἂν ἐκ γαίας ἐμέ· λόγοις δὲ συμβὰς καὶ θεῶν ἀνώμοτος φίλος γένοι΄ ἂν τἀπικηρυκεύματα·— οὐκ ἂν πίθοιο· τἀμὰ μὲν γὰρ ἀσθενῆ͵ |
Μηδ. | Πίστη δίνω. Αμ’ το σπίτι του Πελία κι ο Κρέοντας μούχουν άχτι. Με τους όρκους αν δεθείς, δε θ’ αφήσεις απ’ τη γη σου να με πάρουν. Αν μόνο με τα λόγια τόχεις ταμένο, μα με δίχως δρκο στους θεούς, θα μπόριε να φανείς δικός τους φίλος και να πειστείς από τα λόγια του κήρυκα τους. Δύναμη δεν έχω |
τοῖς δ΄ ὄλβος ἐστὶ καὶ δόμος τυραννικός. | εγώ· και κείνοι, πλούσιοι και ρηγάδες. | ||
740 | |||
Αι. | πολλὴν ἔλεξας ἐν λόγοις προμηθίαν· ἀλλ΄͵ εἰ δοκεῖ σοι͵ δρᾶν τάδ΄ οὐκ ἀφίσταμαι. ἐμοί τε γὰρ τάδ΄ ἐστὶν ἀσφαλέστατα͵ σκῆψίν τιν΄ ἐχθροῖς σοῖς ἔχοντα δεικνύναι͵ τὸ σόν τ΄ ἄραρε μᾶλλον· ἐξηγοῦ θεούς. |
Αιγ. | Περίσσια όλα τα γνοιάστηκες, γυναίκα! Μα, σαν το θες, το στέργω έτσι να πράξω. Τι και δική μου ασφάλεια θάναι, νάχω μια πρόφαση να δώσω στους εχτρούς σου, μα και για σένα πιο σίγουρο· πες μου λοιπόν σε ποιους θεούς να σου τ’ αμώσω. |
Μη. | ὄμνυ πέδον Γῆς͵ πατέρα θ΄ ῞Ηλιον πατρὸς τοὐμοῦ͵ θεῶν τε συντιθεὶς ἅπαν γένος. |
Μηδ. | Στης Γης το χώμα ορκίσου, και στον Ήλιο, τον κύρη του γονιού μου, και σ’ ακέριο το γένος των θεών ομαδιασμένο. |
Αι. | τί χρῆμα δράσειν ἢ τί μὴ δράσειν; λέγε. | Αιγ. | Να κάμω ή να μην κάμω τί; Για λέγε. |
Μη. | μήτ΄ αὐτὸς ἐκ γῆς σῆς ἔμ΄ ἐκβαλεῖν ποτε͵ | Μηδ. | Μηδ’ απ’ τη γη σου εσύ να μη με διώξεις |
750 | μήτ΄ ἄλλος ἤν τις τῶν ἐμῶν ἐχθρῶν ἄγειν χρῄζῃ͵ μεθήσειν ζῶν ἑκουσίῳ τρόπῳ. |
ποτέ, μήδ’ αν κανείς απ’ τους εχτρούς μου θελήσει να με πάρει, όσο θα ζήσεις, να μη με δώσεις με το θέλημα σου. |
|
Αι. | ὄμνυμι Γαῖαν Ἡλίου θ΄ ἁγνὸν σέβας θεούς τε πάντας ἐμμενεῖν ἅ σου κλύω. |
Αιγ. | Τ’ ορκίζουμαι στη Γη, στο λαμπρό του Ήλιου το φως και σ’ όλους τους θεούς, να μείνω ασάλευτος σε όσα άκουσα από σένα. |
Μη. | ἀρκεῖ· τί δ΄ ὅρκῳ τῷδε μὴ ΄μμένων πάθοις; | Μηδ. | Φτάνει. Μ’ αν παρορκίσεις, τί να πάθεις; |
Αι. | ἃ τοῖσι δυσσεβοῦσι γίγνεται βροτῶν. | Αιγ. | Στον άσεβο τον άνθρωπο ό,τι πρέπει. |
Μη. | χαίρων πορεύου· πάντα γὰρ καλῶς ἔχει. κἀγὼ πόλιν σὴν ὡς τάχιστ΄ ἀφίξομαι͵ πράξασ΄ ἃ μέλλω καὶ τυχοῦσ΄ ἃ βούλομαι. |
Μηδ. | Πήγαινε στο καλό, κι όλα καλά ‘ναι. Κ’ εγώ, το γρηγορώτερο θα φτάσω στη χώρα σου, αφού πρώτα κάμω εκείνα που μελετώ και πετύχω όσα θέλω. |
Ενώ ο Αιγέας φεύγει με την ακολουθία του: | |||
Χο. | ἀλλά σ΄ ὁ Μαίας πομπαῖος ἄναξ | Χορ. | Της Μαίας ο γιός, ο θεός ο συνοδίτης, |
760 | πελάσειε δόμοις͵ ὧν τ΄ ἐπίνοιαν σπεύδεις κατέχων πράξειας͵ ἐπεὶ γενναῖος ἀνήρ͵ Αἰγεῦ͵ παρ΄ ἐμοὶ δεδόκησαι. |
στο σπίτι σου να δώσει να σε φέρει, κι όσα στο νου σου μέσα λαχταρίζεις και ξετρέχεις, να δεις ξετελεμένα! Γιατί μου φάνηκες εμένα, Αιγέα, πώς άντρας είσαι με καρδιά μεγάλη. |
|
Μη. | ὦ Ζεῦ Δίκη τε Ζηνὸς Ἡλίου τε φῶς͵ νῦν καλλίνικοι τῶν ἐμῶν ἐχθρῶν͵ φίλαι͵ γενησόμεσθα κεἰς ὁδὸν βεβήκαμεν· νῦν [δ΄] ἐλπὶς ἐχθροὺς τοὺς ἐμοὺς τείσειν δίκην. οὗτος γὰρ ἁνὴρ ᾗ μάλιστ΄ ἐκάμνομεν λιμὴν πέφανται τῶν ἐμῶν βουλευμάτων· |
Μηδ. | Δία, του Δία Δικιοσύνη, του Ήλιου φέγγος! Όμορφες τώρα νίκες θα κερδίσουμε, καλές μου, απ’ τους εχτρούς μας, και στη στράτα μπήκαμε πια· τώρα το ελπίζω, δίκια να πλερώσουν οι εχτροί μου. Τι ο άντρας τούτος, στην κακοπάθεια μας την πιο μεγάλη, ανάφανε μπροστά μας σα λιμάνι |
770 | ἐκ τοῦδ΄ ἀναψόμεσθα πρυμνήτην κάλων͵ μολόντες ἄστυ καὶ πόλισμα Παλλάδος. ἤδη δὲ πάντα τἀμά σοι βουλεύματα λέξω· δέχου δὲ μὴ πρὸς ἡδονὴν λόγους. |
γι’ αυτά που μελετούσα· την πρυμάτσα απάνω του θα δέσουμε, σαν πάμε στης Παλλάδας την πόλη και το κάστρο. Και τώρα θα σου πω τί λογαριάζω· μα για χαρές δεν είναι όσα θ’ ακούσεις. |
|
πέμψασ΄ ἐμῶν τιν΄ οἰκετῶν Ἰάσονα ἐς ὄψιν ἐλθεῖν τὴν ἐμὴν αἰτήσομαι· μολόντι δ΄ αὐτῷ μαλθακοὺς λέξω λόγους͵ ὡς καὶ δοκεῖ μοι ταὐτά͵ καὶ καλῶς ἔχειν γάμους τυράννων οὓς προδοὺς ἡμᾶς ἔχει· καὶ ξύμφορ΄ εἶναι καὶ καλῶς ἐγνωσμένα. |
Θα στείλω απ’ τους ανθρώπους μου κανένα τον Ιάσονα ναρθεί να μου φωνάξει. Κι ως έρθει, με τη γλύκα θα τον πάρω, πως έχουμε μιά γνώμη τάχα οι δυό μας και πως στέργω τους γάμους πούχει κάμει, τους ρηγικούς, αφού με αρνήθη πρώτας, — κι όλα συφερτικά και προκομένα. |
||
780 | παῖδας δὲ μεῖναι τοὺς ἐμοὺς αἰτήσομαι͵ οὐχ ὡς λιποῦσ΄ ἂν πολεμίας ἐπὶ χθονὸς ἐχθροῖσι παῖδας τοὺς ἐμοὺς καθυβρίσαι͵ ἀλλ΄ ὡς δόλοισι παῖδα βασιλέως κτάνω. πέμψω γὰρ αὐτοὺς δῶρ΄ ἔχοντας ἐν χεροῖν͵ νύμφῃ φέροντας͵ τήνδε μὴ φυγεῖν χθόνα͵ λεπτόν τε πέπλον καὶ πλόκον χρυσήλατον· κἄνπερ λαβοῦσα κόσμον ἀμφιθῇ χροΐ͵ κακῶς ὀλεῖται πᾶς θ΄ ὃς ἂν θίγῃ κόρης· τοιοῖσδε χρίσω φαρμάκοις δωρήματα. |
Μα θα γυρέψω τα παιδιά να μείνουν δώ-χάμω, όχι πώς θέλω να τ’ αφήσω σε τόπον εχτρικό, παρά με δόλο την κόρη του ρηγός για να σκοτώσω. Τι θα τα στείλω με γεμάτα χέρια, χαρίσματα να φέρουνε της νύφης, — για να μην τα ξορίσουν απ’ τη χώρα, — ανάριο πέπλο και χρυσό στεφάνι· κι αν πάρει τα στολίδια και τα βάλει απάνω στο κορμί της, φριχτό τέλος θα λάβει, και κάθε άλλος που θ’ αγγίξει την κορασιά, τι με φαρμάκια τέτοια θα τόχω το κανίσκι μου αλειμένο. |
|
790 | ἐνταῦθα μέντοι τόνδ΄ ἀπαλλάσσω λόγον· ᾤμωξα δ΄ οἷον ἔργον ἔστ΄ ἐργαστέον τοὐντεῦθεν ἡμῖν· τέκνα γὰρ κατακτενῶ τἄμ΄· οὔτις ἔστιν ὅστις ἐξαιρήσεται· δόμον τε πάντα συγχέασ΄ Ἰάσονος ἔξειμι γαίας͵ φιλτάτων παίδων φόνον φεύγουσα καὶ τλᾶσ΄ ἔργον ἀνοσιώτατον. οὐ γὰρ γελᾶσθαι τλητὸν ἐξ ἐχθρῶν͵ φίλαι. ἴτω· τί μοι ζῆν κέρδος; οὔτε μοι πατρὶς οὔτ΄ οἶκος ἔστιν οὔτ΄ ἀποστροφὴ κακῶν. |
Μα τώρα αλλάζω γλώσσα, τώρα σκούζω για το έργο πού κατόπι θάχω μπρος μου· τι τα δικά μου τέκνα θα χαλάσω, και κανείς δεν μπορεί να τα γλυτώσει. Κι αφού του Ιάσονα το σπίτι κάμω ανω-κάτω, θα φύγω από τη χώρα, διωγμένη από το φόνο των παιδιών μου των πολυαγαπημένων κι από το έργο το φριχτό που θα νάχω αποτολμήσει. Να γίνω των εχτρών μου περιγέλιο, ά! φίλες μου, όχι! εγώ δεν το σηκώνω. Εμπρός! Ποιο τόφελός μου να ζω; Μήδε πατρίδαν έχω εγώ, μήδε και σπίτι, και μήδε απ’ τα δεινά μου καταφύγι. |
|
800 | ἡμάρτανον τόθ΄ ἡνίκ΄ ἐξελίμπανον δόμους πατρῴους͵ ἀνδρὸς Ἕλληνος λόγοις πεισθεῖσ΄͵ ὃς ἡμῖν σὺν θεῷ τείσει δίκην. οὔτ΄ ἐξ ἐμοῦ γὰρ παῖδας ὄψεταί ποτε ζῶντας τὸ λοιπὸν οὔτε τῆς νεοζύγου νύμφης τεκνώσει παῖδ΄͵ ἐπεὶ κακῶς κακὴν θανεῖν σφ΄ ἀνάγκη τοῖς ἐμοῖσι φαρμάκοις. μηδείς με φαύλην κἀσθενῆ νομιζέτω μηδ΄ ἡσυχαίαν͵ ἀλλὰ θατέρου τρόπου͵ βαρεῖαν ἐχθροῖς καὶ φίλοισιν εὐμενῆ· |
Λαθεύτηκα όταν άφησα το σπίτι το πατρικό, γελασμένη απ’ τα λόγια ενός Έλληνα, εδώ πού θα πλερώσει, με του θεού τη δύναμη, ως του πρέπει. Μήδε τα τέκνα πούχω γεννημένα θα ξαναδεί πια ζωντανά, και μήδε από τη νιόνυφη παιδιά θα κάμει, τι κακοθάνατα γραφτό της είναι να πάει από τα φαρμάκια τα δικά μου. Κι ανήμπορη κανείς να μη με πάρει, μήδε δειλή για κοιμισμένη, μόνο, το ενάντιο! τρομερή για τους εχτρούς μου και για τους φίλους καλόγνωμη. Ο πούναι |
|
810 | τῶν γὰρ τοιούτων εὐκλεέστατος βίος. | τέτοιος, του γράφεται ακουσμένη ζήση. | |
Χο. | ἐπείπερ ἡμῖν τόνδ΄ ἐκοίνωσας λόγον͵ σέ τ΄ ὠφελεῖν θέλουσα͵ καὶ νόμοις βροτῶν ξυλλαμβάνουσα͵ δρᾶν σ΄ ἀπεννέπω τάδε. |
Χορ. | Τους λογισμούς σου αφού μας φανερώνεις, κ’ επειδή θέλω το καλό σου εσένα, μα και να διαφεντέψω των ανθρώπων τους νόμους, σε αποτρέπω από έργα τέτοια! |
Μη. | οὐκ ἔστιν ἄλλως· σοὶ δὲ συγγνώμη λέγειν τάδ΄ ἐστί͵ μὴ πάσχουσαν͵ ὡς ἐγώ͵ κακῶς. |
Μηδ. | Αλλιώτικα δε γίνεται· μα λέγε κ’ είσαι συχωρεμένη, τι δε σούρνεις εσύ την κακοπάθεια τη δική μου. |
Χο. | ἀλλὰ κτανεῖν σὸν σπέρμα τολμήσεις͵ γύναι; | Χορ. | Μα θα τολμήσεις το δικό σου φύτρο να το σκοτώσεις μόνη σου, γυναίκα; |
Μη. | οὕτω γὰρ ἂν μάλιστα δηχθείη πόσις. | Μηδ. | Το σύζυγο μου, αυτό ‘ναι πού θα κάψει! |
Χο. | σὺ δ΄ ἂν γένοιό γ΄ ἀθλιωτάτη γυνή. | Χορ. | Μα, δύστυχη, κ’ εσένα θ’ αφανίσει! |
Μη. | ἴτω· περισσοὶ πάντες οὑν μέσῳ λόγοι. | Μηδ. | Εμπρός! Τα λόγια τώρα περισσεύουν. |
Στην Παραμάνα: | |||
820 | ἀλλ΄ εἶα χώρει καὶ κόμιζ΄ Ἰάσονα· ἐς πάντα γὰρ δὴ σοὶ τὰ πιστὰ χρώμεθα. λέξῃς δὲ μηδὲν τῶν ἐμοὶ δεδογμένων͵ εἴπερ φρονεῖς εὖ δεσπόταις γυνή τ΄ ἔφυς. |
Και σύρε συ τον Ιάσονα να φέρεις· για ό,τι γυρεύει εμπιστοσύνη, σ’ έχω. Κι άχνα μη βγάλεις για όσα λογαριάζω, αν της κυράς σου το καλό το θέλεις κι αν έχεις γεννηθεί κ’ εσύ γυναίκα. |
|
Η Παραμάνα φεύγει. |
4ο Χορικό (824-865)
Χο. | Ἐρεχθεΐδαι τὸ παλαιὸν ὄλβιοι [στρ. καὶ θεῶν παῖδες μακάρων͵ ἱερᾶς χώρας ἀπορθήτου τ΄ ἄπο͵ φερβόμενοι κλεινοτάταν σοφίαν͵ αἰεὶ διὰ λαμπροτάτου |
Χορ. | Των Ερεχθείδων η γενιά, [στρ. από τα χρόνια τα παλιά, ζωή πανεύτυχη περνά. Θεών μακαριστών παιδιά κι απ’ άγιο τόπο κι άπαρτο, σοφία περίδοξη τρυγούν· |
||||
830 | βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος͵ ἔνθα ποθ΄ ἁγνὰς ἐννέα Πιερίδας Μούσας λέγουσι ξανθὰν Ἁρμονίαν φυτεῦσαι· |
και στον αιθέρα το λαμπρόν ανάπετα αλαφροπατούν, εκεί που οι Μούσες οι εννιά, οι Πιερίδες οι αγνές, λέγεται πώς ανάστησαν την Αρμονία την ξανθή. |
|||||
τοῦ καλλινάου τ΄ ἐπὶ Κηφισοῦ ῥοαῖς [ἀντ. τὰν Κύπριν κλῄζουσιν ἀφυσσαμέναν χώραν καταπνεῦσαι μετρίας ἀνέμων |
Κι απ’ τα νερά του Κηφισού [άντ. τα διάφανα, έχουνε να πουν, η Κύπριδα αύρες απαλές και γλυκομύριστες ρουφά, |
||||||
840 | ἡδυπνόους αὔρας· αἰεὶ δ΄ ἐπιβαλλομέναν χαίταισιν εὐώδη ῥοδέων πλόκον ἀνθέων τᾷ Σοφίᾳ παρέδρους πέμπειν Ἔρωτας͵ παντοίας ἀρετᾶς ξυνεργούς. |
τη χώρα να δροσολογά. Καί στα λυτά της τα μαλλιά στεφάνι από τριαντάφυλλα φορώντας πάντα ευωδιαστό, με τη Σοφία τους Έρωτες να συγκαθίσουν ξαπολνα, συμβοηθούς κάθε αρετής. |
|||||
πῶς οὖν ἱερῶν ποταμῶν [στρ. ἢ πόλις; ἦ φίλων πόμπιμός σε χώρα τὰν παιδολέτειραν ἕξει͵ |
Η πόλη, πως το θες λοιπόν, [στρ. με τα ποτάμια τα ιερά, ο τόπος ο ξενόφιλος, σένα, την παιδοφόνισσα κι ανόσια, μ’ άλλους να δεχτεί; |
||||||
850 | τὰν οὐχ ὁσίαν μετ΄ ἄλλων; σκέψαι τεκέων πλαγάν͵ σκέψαι φόνον οἷον αἴρῃ. μή͵ πρὸς γονάτων σε πάντη πάντως ἱκετεύομεν͵ τέκνα φονεύσῃς. |
Βάλε στο νου σου των παιδιών το χτύπημα, βάλε στο νου τι φονικό θα φορτωθείς! Στα γόνατα σου πέφτω: Μη! κι όσο μπορώ παρακαλώ, μην τα σκοτώσεις τα παιδιά! |
|||||
πόθεν θράσος ἢ φρενὸς ἢ [ἀντ. χειρὶ τέκνων σέθεν καρδίᾳ τε λήψῃ δεινὰν προσάγουσα τόλμαν; |
Μες στην ψυχή σου πού θα βρεις, [αντ. το χέρι σου πού θα το βρει το θάρρος μέσα στην καρδιά να τα βαρέσεις τα παιδιά με φοβερήν αποκοτιά; |
||||||
860 | πῶς δ΄ ὄμματα προσβαλοῦσα τέκνοις ἄδακρυν μοῖραν σχήσεις φόνου; οὐ δυνάσῃ͵ παίδων ἱκετᾶν πιτνόντων͵ τέγξαι χέρα φοινίαν τλάμονι θυμῷ. |
Καί πώς, όταν τα μάτια σου θα τα γυρίσεις πάνω τους, τη μοίρα την αδάκρυτη της φόνισσας θα τη δεχτείς; Σα γονατίσουν τα παιδιά και σου γυρεύουνε σπλαχνιά, να ‘βάψεις μέσα στο αίμα τους τα χέρια δε θα δυνηθείς με ακαταδάμαστο θυμό. |
|||||
<< 4ο χορικό | [εισαγωγή] | 5ο χορικό >> | |||||
Ευριπίδη Μήδεια
Μετάφραση Π. Πρεβελάκη
5ο Επεισόδιο (866-975)
Μπαίνει ο Ιάσονας μαζί με την Παραμάνα. | |||
Ια. | ἥκω κελευσθείς· καὶ γὰρ οὖσα δυσμενὴς οὔ τἂν ἁμάρτοις τοῦδέ γ΄͵ ἀλλ΄ ἀκούσομαι τί χρῆμα βούλῃ καινὸν ἐξ ἐμοῦ͵ γύναι. |
Ιασ. | Να με, καθώς παράγγειλες· και μ’ όλη την έχθρητα που μούχεις, θα σε ακούσω· τί πάλι θέλεις από με, γυναίκα; |
Μη. | Ἰᾶσον͵ αἰτοῦμαί σε τῶν εἰρημένων | Μηδ. | Ιάσονα, σου ζητώ συχώρεσε μου |
870 | συγγνώμον΄ εἶναι· τὰς δ΄ ἐμὰς ὀργὰς φέρειν εἰκός σ΄͵ ἐπεὶ νῷν πόλλ΄ ὑπείργασται φίλα. ἐγὼ δ΄ ἐμαυτῇ διὰ λόγων ἀφικόμην κἀλοιδόρησα· Σχετλία͵ τί μαίνομαι καὶ δυσμεναίνω τοῖσι βουλεύουσιν εὖ͵ ἐχθρὰ δὲ γαίας κοιράνοις καθίσταμαι πόσει θ΄͵ ὃς ἡμῖν δρᾷ τὰ συμφορώτατα͵ γήμας τύραννον καὶ κασιγνήτους τέκνοις ἐμοῖς φυτεύων; οὐκ ἀπαλλαχθήσομαι θυμοῦ—τί πάσχω;— θεῶν ποριζόντων καλῶς; |
τα λόγια που είπα· τους θυμούς μου τώρα μην τους κοιτάς εσύ, μετά απ’ την τόση την αγάπη του ενός μας για τον άλλο. Κ’ εγώ, στα λογικά μου μόνη μου ήρθα και τον εαυτό μου αποπήρα : “Τί θέλω, η ζουρλή, να μανιάζω και να τάχω μ’ αυτούς που τόσο φρόνιμα λογιάζουν; και να γίνουμαι εχτρά με τους αρχόντους του τόπου και τον άντρα μου, που μόνο για το δικό μας το καλό παντρεύτη τη ρηγοπούλα και ζητά να δώσει καινούργια αδέρφια στα δικά μου τέκνα; Δε θα γλυτώσω απ’ το θυμό; Τί πάσκω, όταν όλα δεξά οι θεοί τα φέρνουν; |
|
880 | οὐκ εἰσὶ μέν μοι παῖδες͵ οἶδα δὲ χθόνα φεύγοντας ἡμᾶς καὶ σπανίζοντας φίλων; ταῦτ΄ ἐννοήσασ΄ ᾐσθόμην ἀβουλίαν πολλὴν ἔχουσα καὶ μάτην θυμουμένη. |
Δεν έχω τα παιδιά μου; Δεν το ξέρω πως ήρθαμε δω πρόσφυγες και δίχως φίλους;” Αυτά έβαλα στο νου, και τότες ένιωσα τη μεγάλη αστοχασιά μου και πόσο ανώφελο είναι να θυμώνω. |
|
νῦν οὖν ἐπαινῶ· σωφρονεῖν τ΄ ἐμοὶ δοκεῖς κῆδος τόδ΄ ἡμῖν προσλαβών͵ ἐγὼ δ΄ ἄφρων͵ ᾗ χρῆν μετεῖναι τῶνδε τῶν βουλευμάτων͵ καὶ ξυγγαμεῖν σοι͵ καὶ παρεστάναι λέχει νύμφην τε κηδεύουσαν ἥδεσθαι σέθεν. |
Τώρα λοιπόν σε παινεύω και σ’ έχω για γνωστικό πούκαμες τέτοιο γάμο, κ’ η ανέμυαλη είμαι εγώ, πού χρέος μου θάταν να τα παραδεχτώ όσα μελετούσες, να σου δώσω ένα χέρι, παραστάτης του κρεβατιού σου να γίνω, τη νύφη να γνοιάζουμαι, και σε χαρά να τόχω. |
||
ἀλλ΄ ἐσμὲν οἷόν ἐσμεν͵ οὐκ ἐρῶ κακόν͵ | Μα είμαστε κείνο πού είμαστε, — δε θέλω | ||
890 | γυναῖκες· οὔκουν χρῆν σ΄ ὁμοιοῦσθαι κακοῖς͵ οὐδ΄ ἀντιτείνειν νήπι΄ ἀντὶ νηπίων. παριέμεσθα͵ καί φαμεν κακῶς φρονεῖν τότ΄͵ ἀλλ΄ ἄμεινον νῦν βεβούλευμαι τάδε· |
κακό να πω,— γυναίκες. Δε σου πρέπει λοιπόν εσένα στους κακούς να μοιάσεις, και στις μωρίες μωρίες ν’ αντιλογήσεις. Για χάρη σ’ το ζητώ, και να, το λέγω, πρωτήτερα στραβά τα στοχαζόμουν, μα τώρα πιο σωστά τ’ αποφασίζω. |
|
Γυρίζει τα μάτια κατά το σπίτι. | |||
ὦ τέκνα τέκνα͵ δεῦτε͵ λείπετε στέγας͵ ἐξέλθετ΄͵ ἀσπάσασθε καὶ προσείπατε |
Παιδιά, παιδιά μου, ελάτε, παρατήστε το σπίτι κ’ εβγάτε έξω! |
||
Τα παιδιά ζυγώνουν μαζί με την Παιδαγωγό. | |||
πατέρα μεθ΄ ἡμῶν͵ καὶ διαλλάχθηθ΄ ἅμα τῆς πρόσθεν ἔχθρας ἐς φίλους μητρὸς μέτα· σπονδαὶ γὰρ ἡμῖν καὶ μεθέστηκεν χόλος. |
Το γονιό σας χαιρετήστε ως εμείς, μιλήσετε του και, σαν τη μάνα σας κ’ εσείς, ξεχάστε την έχτρα, φίλοι πούχαν μεταξύ τους· αγάπη κάνουμε, έσβησε ο θυμός μας. |
||
λάβεσθε χειρὸς δεξιᾶς· οἴμοι͵ κακῶν | Πιάστε το χέρι το δεξί του· αλί μου, | ||
900 | ὡς ἐννοοῦμαι δή τι τῶν κεκρυμμένων. ἆρ΄͵ ὦ τέκν΄͵ οὕτω καὶ πολὺν ζῶντες χρόνον φίλην ὀρέξετ΄ ὠλένην; τάλαιν΄ ἐγώ͵ ὡς ἀρτίδακρύς εἰμι καὶ φόβου πλέα. χρόνῳ δὲ νεῖκος πατρὸς ἐξαιρουμένη ὄψιν τέρειναν τήνδ΄ ἔπλησα δακρύων. |
τί κρυφή συφορά στο νου μου βάνω! Άραγε, τέκνα μου, έχετε μπροστά σας πολλά χρόνια να ζήσετε, τα χέρια ν’ απλώνετε έτσι; —Τί δύστυχη πούμαι, με τα δάκρυα στα μάτια, και γεμάτη φόβο! Την ώρα που πάω να ξεχάσω τον τσακωμό με το γονιό σας πούχα, στα δάκρυα λούζω τη φθαρμένη μου όψη. |
|
Χο. | κἀμοὶ κατ΄ ὄσσων χλωρὸν ὡρμήθη δάκρυ· καὶ μὴ προβαίη μεῖζον ἢ τὸ νῦν κακόν. |
Χορ. | Καί μένα από τα μάτια μου πηδήσαν βρύση τα δάκρυα. Νάταν να μη γένει η συφορά χειρότερη απ’ ό,τι είναι! |
Ια. | αἰνῶ͵ γύναι͵ τάδ΄͵ οὐδ΄ ἐκεῖνα μέμφομαι· εἰκὸς γὰρ ὀργὰς θῆλυ ποιεῖσθαι γένος |
Ιασ. | Αυτά πού λες, γυναίκα, τα παινεύω, και για τα περασμένα δε γκρινιάζω. |
910 | γάμου παρεμπολῶντος ἀλλοίου πόσει. ἀλλ΄ ἐς τὸ λῷον σὸν μεθέστηκεν κέαρ͵ ἔγνως δὲ τὴν νικῶσαν͵ ἀλλὰ τῷ χρόνῳ͵ βουλήν· γυναικὸς ἔργα ταῦτα σώφρονος. |
Είναι απ’ τη φύση το γυναίκειο γένος να χολοσκάνει οπόταν ο άντρας πάει να παντρολογηθεί ξανά. Μα σένα γύρισε στο καλήτερο η καρδιά σου, και, στην ώρα του, τόνιωσες ποιο μέρος νικά. Γυναίκα φρόνιμη έτσι κάνει. |
|
Στα παιδιά του: | |||
ὑμῖν δέ͵ παῖδες͵ οὐκ ἀφροντίστως πατὴρ πολλὴν ἔθηκε σὺν θεοῖς σωτηρίαν· οἶμαι γὰρ ὑμᾶς τῆσδε γῆς Κορινθίας τὰ πρῶτ΄ ἔσεσθαι σὺν κασιγνήτοις ἔτι. ἀλλ΄ αὐξάνεσθε· τἄλλα δ΄ ἐξεργάζεται πατήρ τε καὶ θεῶν ὅστις ἐστὶν εὐμενής· |
Μα ούτε κ’ εσάς αμέλησε ο γονιός σας, παιδιά μου, και καλά σιγουρεμένα, με των θεών τη δύναμη, σας έχει· τι εδώ, θαρρώ, στης Κόρινθος τη χώρα, θάστε μιά μέρα οι πρώτοι με τ’ αδέρφια σας. Μόνο τρανεύετε! Για τάλλα ο κύρης κι οποίος καλόγνωμος θεός φροντίζουν. |
||
920 | ἴδοιμι δ΄ ὑμᾶς εὐτραφεῖς ἥβης τέλος μολόντας͵ ἐχθρῶν τῶν ἐμῶν ὑπερτέρους. |
Άμποτε να σας δω γεροδεμένα και παληκάρια πια, κι απ’ τους εχτρούς μου καλήτερα! |
|
Στη Μήδεια: | |||
αὕτη͵ τί χλωροῖς δακρύοις τέγγεις κόρας͵ στρέψασα λευκὴν ἔμπαλιν παρηίδα; κοὐκ ἀσμένη τόνδ΄ ἐξ ἐμοῦ δέχῃ λόγον; |
— Μα εσύ, γιατί σε δάκρυα ποτάμι βρέχεις των ματιών τις κόρες, το άσπρο σου μάγουλο γυρνώντας πέρα, και τα λόγια μου ξέκαρδα τα παίρνεις; |
||
Μη. | οὐδέν. τέκνων τῶνδ΄ ἐννοουμένη πέρι. | Μηδ. | Μπα· τα παιδιά συλλογιζόμουν τούτα. |
Ια. | θάρσει νυν· εὖ γὰρ τῶνδ΄ ἐγὼ θήσω πέρι. | Ιασ. | Κάμε κουράγιο, εγώ θα τα κοιτάξω. |
Μη. | δράσω τάδ΄· οὔτοι σοῖς ἀπιστήσω λόγοις· γυνὴ δὲ θῆλυ κἀπὶ δακρύοις ἔφυ. |
Μηδ. | Έτσι θα κάμω· ό,τι μου λες πιστεύω. Μα είναι δειλή η γυναίκα και κλαψιάρα. |
Ια. | τί δῆτα λίαν τοῖσδ΄ ἐπιστένεις τέκνοις; | Ιασ. | Μα τί θρηνολογας γι’ αυτά τα τέκνα; |
930 | |||
Μη. | ἔτικτον αὐτούς· ζῆν δ΄ ὅτ΄ ἐξηύχου τέκνα͵ ἐσῆλθέ μ΄ οἶκτος εἰ γενήσεται τάδε. ἀλλ΄ ὧνπερ οὕνεκ΄ εἰς ἐμοὺς ἥκεις λόγους͵ τὰ μὲν λέλεκται͵ τῶν δ΄ ἐγὼ μνησθήσομαι. |
Μηδ. | Εγώ τα γέννησα· όταν τους ευκιόσουν να ζήσουνε, με πήρε μια λαχτάρα, τάχα θα γίνει αυτό καθώς το λέγεις; Αλλ’ από κείνα πούρθες για ν’ ακούσεις, άλλα σου τάπα κιόλας, κι άλλα τώρα |
ἐπεὶ τυράννοις γῆς μ΄ ἀποστεῖλαι δοκεῖ κἀμοὶ τάδ΄ ἐστὶ λῷστα͵ γιγνώσκω καλῶς͵ μήτ΄ ἐμποδὼν σοὶ μήτε κοιράνοις χθονὸς ναίειν· δοκῶ γὰρ δυσμενὴς εἶναι δόμοις— ἡμεῖς μὲν ἐκ γῆς τῆσδ΄ ἀπαίρομεν φυγῇ͵ παῖδες δ΄ ὅπως ἂν ἐκτραφῶσι σῇ χερί͵ |
θα τα μιλήσω. Αφού του τόπου ο ρήγας θέλει να με ξορίσει — και για μένα αυτό ‘ναι το καλήτερο, το ξέρω, μήδε για σένα εμπόδισμα να γίνω μήδε και για του τόπου τους αφέντες, τα σπίτια τους πώς μάχουμαι αν θαρρούνε, — εγώ θα φύγω από τη γης ετούτη· μα τα παιδιά, το χέρι το δικό σου να τ’ αναστήσει! Από τον Κρέοντα ζήτα |
||
940 | αἰτοῦ Κρέοντα τήνδε μὴ φεύγειν χθόνα. | λοιπόν να μην τα διώξει από τη χώρα. | |
Ια. | οὐκ οἶδ΄ ἂν εἰ πείσαιμι͵ πειρᾶσθαι δὲ χρή. | Ιασ. | Δεν ξέρω αν θα πειστεί, μα θα πασκίσω. |
Μη. | σὺ δ΄ ἀλλὰ σὴν κέλευσον αἰτεῖσθαι πατρὸς γυναῖκα παῖδας τήνδε μὴ φεύγειν χθόνα. |
Μηδ. | Τη γυναίκα σου βάλε να γυρέψει του γονιού της να μην τα διώξει εδώθε. |
Ια. | μάλιστα͵ καὶ πείσειν γε δοξάζω σφ΄ ἐγώ. | Ιασ. | Καλά το λες, αυτήν την καταφέρνω. |
Μη. | εἴπερ γυναικῶν ἐστι τῶν ἄλλων μία. συλλήψομαι δὲ τοῦδέ σοι κἀγὼ πόνου· πέμψω γὰρ αὐτῇ δῶρ΄ ἃ καλλιστεύεται τῶν νῦν ἐν ἀνθρώποισιν͵ οἶδ΄ ἐγώ͵ πολύ͵ λεπτόν τε πέπλον καὶ πλόκον χρυσήλατον |
Μηδ. | Αν είν’ κι αυτή σαν όλες τις γυναίκες. Μα στο έργο σου κ’ εγώ θα σε βοηθήσω· τι θα της στείλω δώρα που περνούνε στην ομορφιά κατά πολύ, το ξέρω, όσα θα βρεις μες στους ανθρώπους τώρα, ανάριο πέπλο και χρυσό στεφάνι, |
950 | παῖδας φέροντας. ἀλλ΄ ὅσον τάχος χρεὼν κόσμον κομίζειν δεῦρο προσπόλων τινά. εὐδαιμονήσει δ΄ οὐχ ἕν͵ ἀλλὰ μυρία͵ ἀνδρός τ΄ ἀρίστου σοῦ τυχοῦσ΄ ὁμευνέτου κεκτημένη τε κόσμον ὅν ποθ΄ ῞Ηλιος πατρὸς πατὴρ δίδωσιν ἐκγόνοισιν οἷς. |
που τα παιδιά θα παν να της τα δώσουν. —Γρήγορα μιά δουλεύτρα τα στολίδια να μου τα φέρει εδώ! —Κι όχι μιά θάναι μόν’ μύρια ευτυχισμένη, εκείνη, νάχει σένα, τον κάλλιον άντρα, ομόκοιτό της και στολισμό που ο Ήλιος, του γονιού μου ο κύρης, χάρισε στ’ απόγονά του. |
|
Μιά δούλα φέρνει το πέπλο και το στεφάνι, κ’ η Μήδεια τα δίνει στα παιδιά. |
|||
λάζυσθε φερνὰς τάσδε͵ παῖδες͵ ἐς χέρας καὶ τῇ τυράννῳ μακαρίᾳ νύμφῃ δότε φέροντες· οὔτοι δῶρα μεμπτὰ δέξεται. |
Πάρτε στα χέρια σας, παιδιά, του γάμου τα χαρίσματα αυτά, στη ρηγοπούλα, την καλότυχη νύφη, φέρετέ τα· δεν είν’ για καταφρόνια ό,τι θα λάβει. |
||
Ια. | τί δ΄͵ ὦ ματαία͵ τῶνδε σὰς κενοῖς χέρας; | Ιασ. | Τρελή! Τί πας ν’ αδειάσεις από δαύτα |
960 | δοκεῖς σπανίζειν δῶμα βασίλειον πέπλων͵ δοκεῖς δὲ χρυσοῦ; σῷζε͵ μὴ δίδου τάδε. εἴπερ γὰρ ἡμᾶς ἀξιοῖ λόγου τινὸς γυνή͵ προθήσει χρημάτων͵ σάφ΄ οἶδ΄ ἐγώ. |
τα χέρια σου; Νομίζεις στο παλάτι τους απολείπουν πέπλα και χρυσάφι; Βάστα, και μην τα δίνεις. Κι αν μια στάλα με λογαριάζει η γυναίκα μου, κάλλιο θα μ’ έχει, δίχως άλλο, από τα πλούτη. |
|
Μη. | μή μοι σύ· πείθειν δῶρα καὶ θεοὺς λόγος· χρυσὸς δὲ κρείσσων μυρίων λόγων βροτοῖς. κείνης ὁ δαίμων͵ κεῖνα νῦν αὔξει θεός͵ νέα τυραννεῖ· τῶν δ΄ ἐμῶν παίδων φυγὰς ψυχῆς ἂν ἀλλαξαίμεθ΄͵ οὐ χρυσοῦ μόνον. |
Μηδ. | Μη μου μιλάς. Τα δώρα πείθουν, λένε, και τους θεούς· και το χρυσάφι τόχω πιο δυνατό κι από μυριάδες λόγια. Η τύχη σήμερα δική της είναι, ο θεός τη βοηθά, τα νιάτα τάχει, και βασιλεύει! Κ’ εγώ, για να σώσω από την εξορία τα παιδιά μου, όχι χρυσάφι, την ψυχή μου δίνω. |
ἀλλ΄͵ ὦ τέκν΄͵ εἰσελθόντε πλουσίους δόμους | Μόνο, παιδιά μου εσείς, στο πλούσιο σπίτι | ||
970 | πατρὸς νέαν γυναῖκα͵ δεσπότιν δ΄ ἐμήν͵ ἱκετεύετ΄͵ ἐξαιτεῖσθε μὴ φυγεῖν χθόνα͵ κόσμον διδόντες—τοῦδε γὰρ μάλιστα δεῖ— ἐς χεῖρ΄ ἐκείνης δῶρα δέξασθαι τάδε. ἴθ΄ ὡς τάχιστα· μητρὶ δ΄ ὧν ἐρᾷ τυχεῖν εὐάγγελοι γένοισθε πράξαντες καλῶς. |
εμπάτε, την καινούργια τη γυναίκα του γονιού σας κι αφέντισσα δική μου παρακαλέστε και γυρέψτε εδώθε να μη σας διώξουν, δίνοντας της τούτα τα στολίδια· γιατί ‘ναι ανάγκη πάσα να τα πάρει στα χέρια της τα δώρα. Σύρτε γοργά, και το έργο όταν πετύχει, φέρτε στη μάνα το καλό μαντάτο πώς έγιναν εκείνα πού ποθούσε. |
|
Τα παιδιά φεύγουν με τον Ιάσονα και τον Παιδαγωγό. |
5ο Χορικό (976-1001)
Χο. | νῦν ἐλπίδες οὐκέτι μοι παίδων ζόας͵ [στρ. οὐκέτι· στείχουσι γὰρ ἐς φόνον ἤδη. δέξεται νύμφα χρυσέων ἀναδεσμῶν δέξεται δύστανος ἄταν· |
Χορ. | Δεν έχω ελπίδα τώρα πια, [στρ. ζωή δεν έχουν τα παιδιά· νά, πάνε κιόλας στη σφαγή! Κ’ η καψονύφη θα δεχτεί τη συφορά από το χρυσό το ανάδεμα, θα τη δεχτεί! |
980 | ξανθᾷ δ΄ ἀμφὶ κόμᾳ θήσει τὸν Ἅιδα κόσμον αὐτὰ χεροῖν. [λαβοῦσα.] |
Γύρω απ’ την κόμη την ξανθή, κι από τα χέρια της τα δυό, στόλισμα του Άδη θα πλεχτεί. |
|
πείσει χάρις ἀμβρόσιός τ΄ αὐγὰ πέπλων [ἀντ. χρυσέων τευκτὸν στέφανον περιθέσθαι· νερτέροις δ΄ ἤδη πάρα νυμφοκομήσει. τοῖον εἰς ἕρκος πεσεῖται καὶ μοῖραν θανάτου δύστανος· ἄταν δ΄ οὐχ ὑπεκφεύξεται. |
Θα την πλανέσει η χάρη τους [αντ. κ’ η αθάνατη φεγγοβολή να τα φορέσει και τα δυο, πέπλο και στέφανο χρυσό· μα στους νεκρούς αναμεσό, ωιμέ! θα νυφοστολιστεί. Σε τέτοια βρόχια η δύστυχη και σε θανάτου ριζικό θα γκρεμιστεί, και γλυτωμό δεν έχει απ’ το μοιρόγραφτο. |
||
σὺ δ΄͵ ὦ τάλαν͵ ὦ κακόνυμφε κηδεμὼν τυράννων͵ [στρ. | Κ’ εσύ, ταλαίπωρε, γαμπρέ [στρ. κακόπαντρε του βασιλιά, |
||
990 | παισὶν οὐ κατειδὼς ὄλεθρον βιοτᾷ προσάγεις ἀλόχῳ τε σᾷ στυγερὸν θάνατον. δύστανε μοίρας ὅσον παροίχῃ. |
τους φέρνεις, δίχως να το θες, ξολοθρεμό στα δυο παιδιά, στη νύφη θάνατο φριχτό. Δόλιε, τη μοίρα σου αστοχάς! |
|
μεταστένομαι δὲ σὸν ἄλγος͵ ὦ τάλαινα παίδων [ἀντ. μᾶτερ͵ ἃ φονεύσεις τέκνα νυμφιδίων ἕνεκεν λεχέων͵ ἅ |
Τώρα τον πόνο σου θρηνώ, [αντ. άραχλη μάνα των παιδιώ, που θα τα σφάξεις μοναχή για ένα κρεβάτι νυφικό, |
||
1000 | σοι προλιπὼν ἀνόμως ἄλλᾳ ξυνοικεῖ πόσις συνεύνῳ. |
που ένας κακούργος σύζυγος το αρνήθηκε, μιας αλληνής το στρώμα για να μοιραστεί. |
<< 5ο χορικό | [εισαγωγή] | 6ο χορικό >> |
6ο Επεισόδιο (1002-1250)
Ο Παιδαγωγός γυρίζει μαζί με τα παιδιά. | |||
Πα. | δέσποιν΄͵ ἀφεῖνται παῖδες οἵδε σοὶ φυγῆς͵ καὶ δῶρα νύμφη βασιλὶς ἀσμένη χεροῖν ἐδέξατ΄· εἰρήνη δὲ τἀκεῖθεν τέκνοις. ἔα. τί συγχυθεῖσ΄ ἕστηκας ἡνίκ΄ εὐτυχεῖς; [τί σὴν ἔστρεψας ἔμπαλιν παρηίδα κοὐκ ἀσμένη τόνδ΄ ἐξ ἐμοῦ δέχῃ λόγον;] |
Παι. | Κυρά, να τα παιδιά· τους τη χάρισαν την εξορία, κ’ η ρηγοπούλα πήρε πασίχαρη στα χέρια της τα δώρα· κάμαν αγάπη, μέσα, με τους γιους σου. Μα, γιατί στέκεις ταραγμένη, τώρα που αλλάζει στο καλό για σένα η τύχη; |
Μη. | αἰαῖ. | Μηδ. | Αλίμονο μου! |
Πα. | τάδ΄ οὐ ξυνῳδὰ τοῖσιν ἐξηγγελμένοις. | Παι. | Να, τί δε συφωνά με τα μαντάτα. |
Μη. | αἰαῖ μάλ΄ αὖθις. | Μηδ. | Αλί και τρισαλίμονό μου! |
Πα. | μῶν τιν΄ ἀγγέλλων τύχην | Παι. | Μήπως ανήξερα μου σούφερα κανένα |
1010 | οὐκ οἶδα͵ δόξης δ΄ ἐσφάλην εὐαγγέλου; | κακό μήνημα, κ’ έσφαλα θαρρώντας πως είταν για να πάρω συχαρίκια; |
|
Μη. | ἤγγειλας οἷ΄ ἤγγειλας· οὐ σὲ μέμφομαι. | Μηδ. | Μήνησες ό,τι μήνησες. Τί φταίεις; |
Πα. | τί δαὶ κατηφεῖς ὄμμα καὶ δακρυρροεῖς; | Παι. | Μα τί χαμηλοβλέπεις και δακρύζεις; |
Μη. | πολλή μ΄ ἀνάγκη͵ πρέσβυ· ταῦτα γὰρ θεοὶ κἀγὼ κακῶς φρονοῦσ΄ ἐμηχανησάμην. |
Μηδ. | Ανάγκη με στανεύει, γέροντα μου· αυτά, οι θεοί κ’ εγώ, με το κεφάλι το ασυλλόγιστο, τάχουμε σκαρώσει. |
Πα. | θάρσει· κάτει τοι καὶ σὺ πρὸς τέκνων ἔτι. | Παι. | Κάμε καρδιά· και τα παιδιά σου πίσω στη γης αυτή, μιά μέρα, θα σε φέρουν. |
Μη. | ἄλλους κατάξω πρόσθεν ἡ τάλαιν΄ ἐγώ. | Μηδ. | Κάτω απ’ τη γης άλλους θα βάλω πρώτας, η δόλια εγώ. |
Πα. | οὔτοι μόνη σὺ σῶν ἀπεζύγης τέκνων· κούφως φέρειν χρὴ θνητὸν ὄντα συμφοράς. |
Παι. | Δεν είσαι δα κ’ η πρώτη πού τα παιδιά της χωρίστη. Δεν πρέπει την ατυχιά ο θνητός να βαροπαίρνει. |
Μη. | δράσω τάδ΄. ἀλλὰ βαῖνε δωμάτων ἔσω | ||
1020 | καὶ παισὶ πόρσυν΄ οἷα χρὴ καθ΄ ἡμέραν. | Μηδ. | Έτσι θα κάμω. Μα έμπα συ στο σπίτι το ταχτικό των παιδιών να ετοιμάσεις. |
Ο Παιδαγωγός φεύγει. | |||
ὦ τέκνα τέκνα͵ σφῷν μὲν ἔστι δὴ πόλις καὶ δῶμ΄͵ ἐν ᾧ͵ λιπόντες ἀθλίαν ἐμέ͵ οἰκήσετ΄ αἰεὶ μητρὸς ἐστερημένοι· ἐγὼ δ΄ ἐς ἄλλην γαῖαν εἶμι δὴ φυγάς͵ πρὶν σφῷν ὀνάσθαι κἀπιδεῖν εὐδαίμονας͵ πρὶν λέκτρα καὶ γυναῖκα καὶ γαμηλίους εὐνὰς ἀγῆλαι λαμπάδας τ΄ ἀνασχεθεῖν. |
Α, τέκνα, τέκνα μου, έχετε σεις χώρα και σπίτι να κονέψετε για πάντα, αφού θ’ αφήσετε τη δόλια εμένα, μα θάστε από μητέρα στερημένα. Κ’ εγώ πρόσφυγα πάω σε ξένον τόπο, προτού να σας χαρώ κ’ ευτυχισμένα σας δω, προτού να βρω για σας τη νύφη και τη νυφιάτικη στολίσω κλίνη καιί κρατήσω του γάμου τις λαμπάδες. |
||
ὦ δυστάλαινα τῆς ἐμῆς αὐθαδίας. ἄλλως ἄρ΄ ὑμᾶς͵ ὦ τέκν΄͵ ἐξεθρεψάμην͵ ἄλλως δ΄ ἐμόχθουν καὶ κατεξάνθην πόνοις͵ 1030 στερρὰς ἐνεγκοῦσ΄ ἐν τόκοις ἀλγηδόνας. ἦ μήν ποθ΄ ἡ δύστηνος εἶχον ἐλπίδας πολλὰς ἐν ὑμῖν͵ γηροβοσκήσειν τ΄ ἐμὲ καὶ κατθανοῦσαν χερσὶν εὖ περιστελεῖν͵ ζηλωτὸν ἀνθρώποισι· νῦν δ΄ ὄλωλε δὴ γλυκεῖα φροντίς. σφῷν γὰρ ἐστερημένη λυπρὸν διάξω βίοτον ἀλγεινόν τ΄ ἐμοί. |
Η βαριομοίρα, η ξιπασιά μου ποια είταν! Του κάκου σας ανάστησα, παιδιά μου, ναί! του κάκου μοχτούσα, κι απ’ τους πόνους τα σπλάχνα μου σκίστηκαν να σας κάμω. Πόσες απάνω σας ελπίδες είχα έναν καιρό βαλμένες, η πανάθλια, να με γεροθροφήσετε, κι οπόταν ξεψυχήσω, να με νεκροστολίστε πρεπούμενα, πού το ζουλεύουν όλοι. Μ’ άχ, η γλυκιά μου απαντοχή αφανίστη. Χωρίς εσάς, έχω μπροστά μου ζήση να σύρω θλιβερή και πονεμένη. |
||
ὑμεῖς δὲ μητέρ΄ οὐκέτ΄ ὄμμασιν φίλοις ὄψεσθ΄͵ ἐς ἄλλο σχῆμ΄ ἀποστάντες βίου. |
Κ’ εσείς ποτέ σας πια με τ’ ακριβά μου ματάκια σας τη μάνα δε θα δείτε, σα θάχετε μισέψει γι’ άλλη ζήση. |
||
1040 | φεῦ φεῦ· τί προσδέρκεσθέ μ΄ ὄμμασιν͵ τέκνα; τί προσγελᾶτε τὸν πανύστατον γέλων; αἰαῖ· τί δράσω; καρδία γὰρ οἴχεται͵ γυναῖκες͵ ὄμμα φαιδρὸν ὡς εἶδον τέκνων. οὐκ ἂν δυναίμην· χαιρέτω βουλεύματα τὰ πρόσθεν· ἄξω παῖδας ἐκ γαίας ἐμούς. τί δεῖ με πατέρα τῶνδε τοῖς τούτων κακοῖς λυποῦσαν αὐτὴν δὶς τόσα κτᾶσθαι κακά; οὐ δῆτ΄ ἔγωγε. χαιρέτω βουλεύματα. |
Αλί μου! Τί στηλώνετε τα μάτια απάνω μου, παιδιά; Τί μου γελάτε τ’ ολόστερνο χαμόγελο, της μαύρης; Αχ, τί να κάμω; Λίγεψε η καρδιά μου, γυναίκες, ότι των παιδιών το βλέμμα, το πρόσχαρο, το αντίκρυσα. Δε θάχα το θάρρος. Γειά σου αφήνω, απόφαση μου! Τί; Πρέπει, για να κάψω τον πατέρα με των παιδιών τη συφορά, να κάμω διπλή τη συφορά μου; Μοναχή μου κιόλας; Αμ’ όχι! Τη βουλή μου αλλάζω. |
|
καίτοι τί πάσχω; βούλομαι γέλωτ΄ ὀφλεῖν | Μα τί έχω πάθει; Να γενώ του κόσμου | ||
1050 | ἐχθροὺς μεθεῖσα τοὺς ἐμοὺς ἀζημίους; τολμητέον τάδ΄. ἀλλὰ τῆς ἐμῆς κάκης͵ τὸ καὶ προσέσθαι μαλθακοὺς λόγους φρενί. χωρεῖτε͵ παῖδες͵ ἐς δόμους. ὅτῳ δὲ μὴ |
το ανάμπαιγμα γυρεύω, παρατώντας τους εχτρούς μου ατιμώρητους; Δω θέλει παληκαριά. Μα ιδές το κιότεμά μου, να βάνω στο μυαλό μου τέτοιες γλύκες! Παιδιά, τραβάτε μες στο σπίτι! |
|
Τα παιδιά φεύγουν. | |||
θέμις παρεῖναι τοῖς ἐμοῖσι θύμασιν͵ αὐτῷ μελήσει· χεῖρα δ΄ οὐ διαφθερῶ. ἆ ἆ. μὴ δῆτα͵ θυμέ͵ μὴ σύ γ΄ ἐργάσῃ τάδε· ἔασον αὐτούς͵ ὦ τάλαν͵ φεῖσαι τέκνων· ἐκεῖ μεθ΄ ἡμῶν ζῶντες εὐφρανοῦσί σε. |
Κι όποιος ανόσιο τόχει να βρεθεί δω χάμω στη θυσία μου, δουλειά δική του! Εμένα το χέρι το δικό μου δε θα τρέμει! Αχ! Αχ! Όχι, καρδιά μου εσύ, μην κάμεις τέτοιο πράμα. Άφησε τα, δύστυχη, τα τέκνα, λυπήσου τα· κι αν ζήσουνε μακριά μας, πάλι για σένα θάναι ο ευτυχισμός σου. |
||
μὰ τοὺς παρ΄ Ἅιδῃ νερτέρους ἀλάστορας͵ | Μα τους εκδικητές θεούς του Άδη, | ||
1060 | οὔτοι ποτ΄ ἔσται τοῦθ΄ ὅπως ἐχθροῖς ἐγὼ παῖδας παρήσω τοὺς ἐμοὺς καθυβρίσαι. |
αυτό δε θα γενεί ποτέ, ν’ αφήσω εχτρούς να μου ντροπιάσουν τα παιδιά μου. |
|
[πάντως σφ΄ ἀνάγκη κατθανεῖν· ἐπεὶ δὲ χρή͵ ἡμεῖς κτενοῦμεν οἵπερ ἐξεφύσαμεν.] |
|||
πάντως πέπρακται ταῦτα κοὐκ ἐκφεύξεται. καὶ δὴ ΄πὶ κρατὶ στέφανος͵ ἐν πέπλοισι δὲ νύμφη τύραννος ὄλλυται͵ σάφ΄ οἶδ΄ ἐγώ. |
Τέλειωσε τώρα· το γραφτό, πελέκι δεν το κόβει! Με γύρω στο κεφάλι το στεφάνι, στο πέπλο τυλιμένη, η ρηγοπούλα σβήνει κιόλας, — ξέρω |
||
ἀλλ΄͵ εἶμι γὰρ δὴ τλημονεστάτην ὁδόν͵ καὶ τούσδε πέμψω τλημονεστέραν ἔτι͵ παῖδας προσειπεῖν βούλομαι. |
εγώ τί λέγω! Μ’ αν είναι να πάρω την πιο συφοριασμένη από τις στράτες, κι αυτά σε πιο συφοριασμένη ακόμα να τα ρίξω, εγώ θέλω τα παιδιά μου να τ’ αποχαιρετήσω. |
||
Κάνει σημάδι στο σπίτι. Τα παιδιά ξανάρ- χουνται. |
|||
—δότ΄͵ ὦ τέκνα͵ | — Δώστε, ώ τέκνα, | ||
1070 | δότ΄ ἀσπάσασθαι μητρὶ δεξιὰν χέρα. | το δεξί χέρι, δώστε να το σφίξει η μάνα σας. |
|
Παίρνει τα παιδιά από το χέρι και τα φιλά. | |||
ὦ φιλτάτη χείρ͵ φίλτατον δέ μοι στόμα καὶ σχῆμα καὶ πρόσωπον εὐγενὲς τέκνων͵ εὐδαιμονοῖτον͵ ἀλλ΄ ἐκεῖ· τὰ δ΄ ἐνθάδε πατὴρ ἀφείλετ΄. ὦ γλυκεῖα προσβολή͵ ὦ μαλθακὸς χρὼς πνεῦμά θ΄ ἥδιστον τέκνων. |
Ώ χέρι αγαπημένο, και πολυαγαπημένα χείλη, θώρι κ’ ευγενικά πιθέματα των τέκνων!… Και τα δυό να ευτυχάτε — μα εκεί κάτω! Του κόσμου τούτου τα καλά, ο πατέρας σας τ’αρπαξεν! Ώ αγκάλιασμα γλυκό μου, τρυφερή σάρκα, μυρωμένη ανάσα |
||
χωρεῖτε χωρεῖτ΄· οὐκέτ΄ εἰμὶ προσβλέπειν | των παιδιών μου… Φευγάτε, ναι, φευγάτε! | ||
Τα διώχνει κατά το σπίτι. | |||
οἵα τε πρὸς ὑμᾶς͵ ἀλλὰ νικῶμαι κακοῖς. καὶ μανθάνω μὲν οἷα δρᾶν μέλλω κακά͵ θυμὸς δὲ κρείσσων τῶν ἐμῶν βουλευμάτων͵ |
Καρδιά δεν έχω πια να τα κοιτάξω, αμή τα πάθη μου με βάνουν κάτω. Κι ας νιώθω τι κακό πάω να τολμήσω, ο θυμός καβαλάει τα λογικά μου, αυτός πούν’ αφορμή στις πιο μεγάλες |
||
1080 | ὅσπερ μεγίστων αἴτιος κακῶν βροτοῖς. | τις κακοπάθειες μέσα στους ανθρώπους. | |
Χο. | πολλάκις ἤδη διὰ λεπτοτέρων μύθων ἔμολον καὶ πρὸς ἁμίλλας ἦλθον μείζους ἢ χρὴ γενεὰν θῆλυν ἐρευνᾶν· ἀλλὰ γὰρ ἔστιν μοῦσα καὶ ἡμῖν͵ ἣ προσομιλεῖ σοφίας ἕνεκεν· πάσαισι μὲν οὔ· παῦρον δὲ δὴ γένος ἐν πολλαῖς εὕροις ἂν ἴσως κοὐκ ἀπόμουσον τὸ γυναικῶν. |
Χορ. | Κι άλλες φορές σε λογισμούς μπερδεύτηκα κ’ εγώ ψιλούς, και λόγο πήρα κ’ έδωσα για πράματα πιο σοβαρά παρά που χρέος της γυναικός ν’ ανασκαλεύει με το νου· τι δά ‘χουμε Μούσα κ’ εμείς στη γνώση που μας οδηγά· αμ’ όχι κι όλες· λιγοστές — μιά σε πολλές — μπορεί να βρεις τις Μούσες που τις αγαπούν. |
1090 | καί φημι βροτῶν οἵτινές εἰσιν πάμπαν ἄπειροι μηδ΄ ἐφύτευσαν παῖδας͵ προφέρειν εἰς εὐτυχίαν τῶν γειναμένων. |
Λοιπόν, εκείνοι απ’ τους θνητούς πούναι άπραγοι και που ποτέ δε γεννοσπείρανε παιδιά, στην ευτυχία τους ξεπερνούν αυτούς που κάμαν φαμελιά. |
|
οἱ μὲν ἄτεκνοι δι΄ ἀπειροσύνην εἴθ΄ ἡδὺ βροτοῖς εἴτ΄ ἀνιαρὸν παῖδες τελέθουσ΄ οὐχὶ τυχόντες πολλῶν μόχθων ἀπέχονται· οἷσι δὲ τέκνων ἔστιν ἐν οἴκοις γλυκερὸν βλάστημ΄͵ ὁρῶ μελέτῃ |
Οι απαίδιωτοι είναι ακάτεχοι· δεν ξέρουν λύπη για χαρά τα τέκνα αν φέρνουν στους θνητούς: Καθώς δεν είχανε παιδιά, τους λείψαν βάσανα πολλά. Μα όσοι έχουνε στο σπιτικό μιαν όμορφη παιδογονιά, βλέπω οι φροντίδες να τους τρων |
||
1100 | κατατρυχομένους τὸν ἅπαντα χρόνον͵ πρῶτον μὲν ὅπως θρέψουσι καλῶς βίοτόν θ΄ ὁπόθεν λείψουσι τέκνοις· ἔτι δ΄ ἐκ τούτων εἴτ΄ ἐπὶ φλαύροις εἴτ΄ ἐπὶ χρηστοῖς μοχθοῦσι͵ τόδ΄ ἐστὶν ἄδηλον. |
ολοχρονίς· το πρώτο, πώς να τ’ αναστήσουν τα παιδιά και να τους κάμουν ένα βίος· ξέρουν, απέ, για ποιους μοχτούν, για πονηρούς ή γι’ αγαθούς; Αυτό ‘ναι το αφανέρωτο. |
|
ἓν δὲ τὸ πάντων λοίσθιον ἤδη πᾶσιν κατερῶ θνητοῖσι κακόν· καὶ δὴ γὰρ ἅλις βίοτόν θ΄ ηὗρον σῶμά τ΄ ἐς ἥβην ἤλυθε τέκνων χρηστοί τ΄ ἐγένοντ΄· εἰ δὲ κυρήσαι |
Μα θα το πω και το στερνό από τα πάθη των θνητών: Πες πορευτήκαν από βιός, και μεγαλώσαν τα παιδιά κ’ έχουνε φυσικό καλό· μ’ αν το γραφτό τους είναι αυτό, στον Άδη ο θάνατος πετά με τα κορμάκια των παιδιών. Τί κέρδος έχουνε λοιπόν |
||
1110 | δαίμων οὕτως͵ φροῦδος ἐς Ἅιδην θάνατος προφέρων σώματα τέκνων. πῶς οὖν λύει πρὸς τοῖς ἄλλοις τήνδ΄ ἔτι λύπην ἀνιαροτάτην παίδων ἕνεκεν θνητοῖσι θεοὺς ἐπιβάλλειν; |
αν, για να κάμουνε γενιά, το βλέπουν οι θνητοί κι αυτό, απ’ όλα το χειρότερο, να τους το ρίχνουν οι θεοί πάνω από τάλλα τους δεινά; |
|
Μη. | φίλαι͵ πάλαι τοι προσμένουσα τὴν τύχην καραδοκῶ τἀκεῖθεν οἷ προβήσεται. καὶ δὴ δέδορκα τόνδε τῶν Ἰάσονος στείχοντ΄ ὀπαδῶν· πνεῦμα δ΄ ἠρεθισμένον |
Μηδ. | Καλές μου, απ’ ώρας είμαι στο καρτέρι, προσμένοντας να δω τί θ’απογίνει κεί-μέσα. Και να, βλέπω πού ζυγώνει αυτός απ’ τους ακόλουθους του Ιάσονα: η λαφιασμένη ανάσα του το δείχνει, |
1120 | δείκνυσιν ὥς τι καινὸν ἀγγελεῖ κακόν. | παράξενο κακό θα μαρτυρήσει. | |
Μπαίνει βιαστικά ένας ακόλουθος του Ιάσονα. | |||
ΑΓΓΕΛΟΣ | ΜΑΝΤΑΤΟΦΟΡΟΣ | ||
ὦ δεινὸν ἔργον παρανόμως εἰργασμένη͵ Μήδεια͵ φεῦγε φεῦγε͵ μήτε ναΐαν λιποῦσ΄ ἀπήνην μήτ΄ ὄχον πεδοστιβῆ. |
Συ, το φριχτό και το παράνομο έργο που έπραξες, Μήδεια, φεύγα! Φεύγα! Με ό,τι μπορείς: καράβι ή στεριανόν αμάξι! |
||
Μη. | τί δ΄ ἄξιόν μοι τῆσδε τυγχάνει φυγῆς; | Μηδ. | Τί γένηκε, πού πρέπει- εγώ να φύγω; |
Αγ. | ὄλωλεν ἡ τύραννος ἀρτίως κόρη Κρέων θ΄ ὁ φύσας φαρμάκων τῶν σῶν ὕπο. |
Μαν. | Πέθανε τώρα-δά η βασιλοπούλα κι ο Κρέοντας ο γονιός απ’ τα φαρμάκια σου. |
Μη. | κάλλιστον εἶπας μῦθον͵ ἐν δ΄ εὐεργέταις τὸ λοιπὸν ἤδη καὶ φίλοις ἐμοῖς ἔσῃ. |
Μηδ. | Όμορφο λόγον είπες· από τώρα, φίλο μου κ’ ευεργέτη μου θα σ’ έχω. |
Αγ. | τί φῄς; φρονεῖς μὲν ὀρθὰ κοὐ μαίνῃ͵ γύναι͵ | Μαν. | Τί λες, γυναίκα; Τάχεις τα μυαλά σου |
1130 | ἥτις͵ τυράννων ἑστίαν ᾐκισμένη͵ χαίρεις κλύουσα κοὐ φοβῇ τὰ τοιάδε; |
ή ζουρλάθηκες; Ρήμαξες το σπίτι του βασιλιά, και τώρα αναγαλλιάζεις, πού τ’ ακούγεις, αντί να τα φοβάσαι; |
|
Μη. | ἔχω τι κἀγὼ τοῖς γε σοῖς ἐναντίον λόγοισιν εἰπεῖν· ἀλλὰ μὴ σπέρχου͵ φίλος͵ λέξον δέ· πῶς ὤλοντο; δὶς τόσον γὰρ ἂν τέρψειας ἡμᾶς͵ εἰ τεθνᾶσι παγκάκως. |
Μηδ. | Έχω κ’ εγώ σ’ αυτά να σου απαντήσω. Μα μην ανάβεις, φίλε, μόνο λέγε. Πώς χαθήκαν; Διπλή θάναι η χαρά μου πώς κακοθανατίσαν να το ακούσω. |
Αγ. | ἐπεὶ τέκνων σῶν ἦλθε δίπτυχος γονὴ σὺν πατρί͵ καὶ παρῆλθε νυμφικοὺς δόμους͵ ἥσθημεν οἵπερ σοῖς ἐκάμνομεν κακοῖς δμῶες· δι΄ ὤτων δ΄ εὐθὺς ἦν πολὺς λόγος |
Μαν. | Όταν τα τέκνα σου, ο διπλός σου γόνος, με τον κύρη τους ήρθαν και διαβήκαν στο νυφικό το σπίτι, μια αναγάλλια μας πήρε εμάς τους δούλους, τα δικά σου που πονούσαμε πάθη· κι από στόμα σε στόμα πήγε πολής λόγος, ότι |
1140 | σὲ καὶ πόσιν σὸν νεῖκος ἐσπεῖσθαι τὸ πρίν. κυνεῖ δ΄ ὃ μέν τις χεῖρ΄͵ ὃ δὲ ξανθὸν κάρα παίδων· ἐγὼ δὲ καὐτὸς ἡδονῆς ὕπο στέγας γυναικῶν σὺν τέκνοις ἅμ΄ ἑσπόμην. |
κάματε αγάπη εσύ κι ο σύζυγος σου. Τούτος φιλά το χέρι των παιδιών σου, εκείνος το ξανθό τους το κεφάλι, κι ο ίδιος εγώ, πασίχαρος, τα τέκνα τα πήρα από κοντά ως το γυναικίτη. |
|
δέσποινα δ΄ ἣν νῦν ἀντὶ σοῦ θαυμάζομεν͵ πρὶν μὲν τέκνων σῶν εἰσιδεῖν ξυνωρίδα͵ πρόθυμον εἶχ΄ ὀφθαλμὸν εἰς Ἰάσονα· ἔπειτα μέντοι προὐκαλύψατ΄ ὄμματα λευκήν τ΄ ἀπέστρεψ΄ ἔμπαλιν παρηίδα͵ παίδων μυσαχθεῖσ΄ εἰσόδους· πόσις δὲ σὸς |
Κ’ η καινούργια κυρά, που αντί για σένα τιμούμε, πριν ακόμα το ζευγάρι τα τέκνα σου τα δει, με λαύρο βλέμμα τον Ιάσονα τηρούσε· μα κατόπι τα μάτια της τα σκέπασε και πέρα τόκαμε το λευκό το πρόσωπο της, απ’ το έμπα των παιδιών βαργωμισμένη. Κι ο σύζυγος σου γλύκαινε της κόρης |
||
1150 | ὀργάς τ΄ ἀφῄρει καὶ χόλον νεάνιδος λέγων τάδ΄· Οὐ μὴ δυσμενὴς ἔσῃ φίλοις͵ παύσῃ δὲ θυμοῦ καὶ πάλιν στρέψεις κάρα͵ φίλους νομίζουσ΄ οὕσπερ ἂν πόσις σέθεν͵ δέξῃ δὲ δῶρα καὶ παραιτήσῃ πατρὸς φυγὰς ἀφεῖναι παισὶ τοῖσδ΄͵ ἐμὴν χάριν; ἣ δ΄ ὡς ἐσεῖδε κόσμον͵ οὐκ ἠνέσχετο͵ ἀλλ΄ ᾔνεσ΄ ἀνδρὶ πάντα͵ καὶ πρὶν ἐκ δόμων μακρὰν ἀπεῖναι πατέρα καὶ παῖδας͵ [σέθεν] λαβοῦσα πέπλους ποικίλους ἠμπέσχετο͵ |
το θυμό και το χόλιασμα με λόγια τέτοια : “Μην έχεις έχτρα με τους φίλους, το θυμό σου κατάπιε, το κεφάλι γύρνα απ’ εδώ, κι ας είναι και δικοί σου του αντρός σου οι φίλοι. Δέξου αυτά τα δώρα, κι απ’ τον κύρη σου ζήτα για χατήρι δικό μου, τα παιδιά να μην ξορίσει.” Κι ως είδε τα στολίδια, δε βαστούσε πια κείνη, και στον άντρα τάστερξε όλα· και πρίν από το σπίτι ξεμακρήνουν πατέρας και παιδιά, πήρε μονάχη το πλουμισμένο πέπλο και το εντύθη |
|
1160 | χρυσοῦν τε θεῖσα στέφανον ἀμφὶ βοστρύχοις λαμπρῷ κατόπτρῳ σχηματίζεται κόμην͵ ἄψυχον εἰκὼ προσγελῶσα σώματος. κἄπειτ΄ ἀναστᾶσ΄ ἐκ θρόνων διέρχεται στέγας͵ ἁβρὸν βαίνουσα παλλεύκῳ ποδί͵ δώροις ὑπερχαίρουσα͵ πολλὰ πολλάκις τένοντ΄ ἐς ὀρθὸν ὄμμασι σκοπουμένη. τοὐνθένδε μέντοι δεινὸν ἦν θέαμ΄ ἰδεῖν· χροιὰν γὰρ ἀλλάξασα λεχρία πάλιν χωρεῖ τρέμουσα κῶλα καὶ μόλις φθάνει |
και το χρυσό σαν έβαλε στεφάνι απάνω στα σγουρά, μπρος σε καθρέφτη λαμπρό πιάνει να πλέκει τα μαλλιά της, χαμογελώντας στο άψυχο είδωλό της. Ύστερα αυτή από το θρονί πετιέται, τις κάμαρες διαβαίνει, με ποδάρι απαλό και κατάλευκο πατώντας, ξελογιασμένη από τα δώρα, κι όλο στις ορθές φτέρνες της γυρνά τα μάτια. Μα από τότες να βλέπεις και να φρίττεις! Μεμιάς αλλάζει χρώμα, με σπασμένο κορμί πισωβολά, τρεμολυγώντας |
|
1170 | θρόνοισιν ἐμπεσοῦσα μὴ χαμαὶ πεσεῖν. καί τις γεραιὰ προσπόλων͵ δόξασά που ἢ Πανὸς ὀργὰς ἤ τινος θεῶν μολεῖν͵ ἀνωλόλυξε͵ πρίν γ΄ ὁρᾷ διὰ στόμα χωροῦντα λευκὸν ἀφρόν͵ ὀμμάτων τ΄ ἄπο κόρας στρέφουσαν͵ αἷμά τ΄ οὐκ ἐνὸν χροΐ· |
χέρια-πόδια, στο θρόνο ότι προφταίνει να σωριαστεί για να μην πέσει χάμω. Και μια γριά από τις δούλες της, θαρρώντας πως του Πάνα η μανία ή κανός άλλου θεού την είχε πιάσει, αναβογγήθη· μα όταν την είδε να πετά απ’ το στόμα λευκόν αφρό, τα μάτια να στρουφίζει, κι απ’ την όψη της το αίμα να τραβιέται, |
|
εἶτ΄ ἀντίμολπον ἧκεν ὀλολυγῆς μέγαν κωκυτόν. εὐθὺς δ΄ ἣ μὲν ἐς πατρὸς δόμους ὥρμησεν͵ ἣ δὲ πρὸς τὸν ἀρτίως πόσιν͵ φράσουσα νύμφης συμφοράν· ἅπασα δὲ |
αντίφωνο έσυρε στο βόγγο θρήνο τρανό. Κ’ ευθύς στην κατοικία του κύρη χυμίζει η μιά, και στου γαμπρού μιαν άλλη του χτεσινού, για να τους πουν της νύφης τη συφορά· και το παλάτι ακέριο |
||
1180 | στέγη πυκνοῖσιν ἐκτύπει δρομήμασιν. ἤδη δ΄ ἀνέλκων κῶλον ἔκπλεθρον δρόμου ταχὺς βαδιστὴς τερμόνων ἂν ἥπτετο͵ ἣ δ΄ ἐξ ἀναύδου καὶ μύσαντος ὄμματος δεινὸν στενάξασ΄ ἡ τάλαιν΄ ἠγείρετο. διπλοῦν γὰρ αὐτῇ πῆμ΄ ἐπεστρατεύετο· |
απ’ τα πυκνά τρεχάματα αντηχούσε. Δεν είταν περασμένη πιότερη ώρα απ’ όση βάνει ένας δρομέας να τρέξει δρόμον από έξι πλέθρα, όταν η δόλια, απ’ άφωνη και κλεισομάτα πού είταν, βόγγηξε φοβερά κι ανασηκώθη. |
|
χρυσοῦς μὲν ἀμφὶ κρατὶ κείμενος πλόκος θαυμαστὸν ἵει νᾶμα παμφάγου πυρός͵ πέπλοι δὲ λεπτοί͵ σῶν τέκνων δωρήματα͵ λεπτὴν ἔδαπτον σάρκα τῆς δυσδαίμονος. |
Γιατί διπλό κακό την πολεμούσε· το χρυσό το στεφάνι, αποθεμένο απάνω στο κεφάλι της, σκορπούσε ποτάμι θαμαστό παμφάγα φλόγα, και τ’ ανάρια τα πέπλα, των παιδιών σου το χάρισμα, σπαράζανε τη σάρκα τη λευκή της βαριόμοιρης. Πετιέται |
||
1190 | φεύγει δ΄ ἀναστᾶσ΄ ἐκ θρόνων πυρουμένη͵ σείουσα χαίτην κρᾶτά τ΄ ἄλλοτ΄ ἄλλοσε͵ ῥῖψαι θέλουσα στέφανον· ἀλλ΄ ἀραρότως σύνδεσμα χρυσὸς εἶχε͵ πῦρ δ΄͵ ἐπεὶ κόμην ἔσεισε͵ μᾶλλον δὶς τόσως ἐλάμπετο. πίτνει δ΄ ἐς οὖδας συμφορᾷ νικωμένη͵ πλὴν τῷ τεκόντι κάρτα δυσμαθὴς ἰδεῖν· |
αυτή από το θρονί και παίρνει δρόμο σύφλογη, σειώντας κόμη και κεφάλι δώθε-κεΐθε, να ρίξει το στεφάνι· μα το χρυσάφι, κολλημένο, στέρια βαστούσε, κι όσο κούναε τα μαλλιά της, τόσο διπλά λαμποκοπούσε η φλόγα. Πέφτει στο τέλος χάμω, νικημένη απ’ το κακό, κι αγνώριστη στο μάτι, εξόν αν είταν του γονιού· τι μήδε |
|
οὔτ΄ ὀμμάτων γὰρ δῆλος ἦν κατάστασις οὔτ΄ εὐφυὲς πρόσωπον͵ αἷμα δ΄ ἐξ ἄκρου ἔσταζε κρατὸς συμπεφυρμένον πυρί͵ |
των ματιών της ξεχώριζες το σχήμα μήδε τόμορφο πρόσωπο, μόν’ το αίμα στάλαζε απ’ την κορφή του κεφαλιού της |
||
1200 | σάρκες δ΄ ἀπ΄ ὀστέων ὥστε πεύκινον δάκρυ γναθμοῖς ἀδήλοις φαρμάκων ἀπέρρεον͵ δεινὸν θέαμα· πᾶσι δ΄ ἦν φόβος θιγεῖν νεκροῦ· τύχην γὰρ εἴχομεν διδάσκαλον. |
σύσμιχτο με τη φλόγα, κι απ’ τα κόκαλα σα δάκρυ πεύκου οι σάρκες της κυλούσαν απ’ τάφαντα φαρμάκια δαγκωμένες, — φριχτό να το θωρείς! Κι όλοι φοβούνταν ν’ αγγίξουν τη νεκρή, γιατί η δική της η τύχη μάθημα μας είχε γίνει. |
|
πατὴρ δ΄ ὁ τλήμων συμφορᾶς ἀγνωσίᾳ ἄφνω προσελθὼν δῶμα προσπίτνει νεκρῷ· ᾤμωξε δ΄ εὐθύς͵ καὶ περιπτύξας χέρας κυνεῖ προσαυδῶν τοιάδ΄· Ὦ δύστηνε παῖ͵ τίς σ΄ ὧδ΄ ἀτίμως δαιμόνων ἀπώλεσε; τίς τὸν γέροντα τύμβον ὀρφανὸν σέθεν |
Κι ο δύστυχος πατέρας, το χαμό της μην ξέροντας, στην κάμαρα εκεί μπαίνει ξάφνου και ρίχνεται στο πτώμα απάνω· ξεσπάει στο κλάμα, το κορμί αγκαλιάζει και το φιλά. “Δυστυχισμένη κόρη, της λέγει, ποιός απ’ τους θεούς να σ’ έχει έτσι άτιμα χαλάσει; Ποιός εμένα, τον ταφόγερο, ορφάνεψε από σένα; |
||
1210 | τίθησιν; οἴμοι͵ συνθάνοιμί σοι͵ τέκνον. ἐπεὶ δὲ θρήνων καὶ γόων ἐπαύσατο͵ χρῄζων γεραιὸν ἐξαναστῆσαι δέμας προσείχεθ΄ ὥστε κισσὸς ἔρνεσιν δάφνης λεπτοῖσι πέπλοις͵ δεινὰ δ΄ ἦν παλαίσματα· ὃ μὲν γὰρ ἤθελ΄ ἐξαναστῆσαι γόνυ͵ ἣ δ΄ ἀντελάζυτ΄. εἰ δὲ πρὸς βίαν ἄγοι͵ σάρκας γεραιὰς ἐσπάρασσ΄ ἀπ΄ ὀστέων. χρόνῳ δ΄ ἀπέσβη καὶ μεθῆχ΄ ὁ δύσμορος ψυχήν· κακοῦ γὰρ οὐκέτ΄ ἦν ὑπέρτερος. |
Ωιμέ, παιδί μου! Ας πέθαινα μαζί σου!” Κι ως έπαψε το θρήνο και το σκούσμα, έκαμε να σηκώσει το κορμί του το γεραλέο. Μα, ως ο κισσός στης δάφνης τα κλωνάρια, βρισκόταν μπερδεμένος στ’ ανάρια πέπλα, και το πάλεμα τους είτανε φοβερό· να θέλει ο δόλιος να στυλωθεί στα γόνατα, κ’ εκείνη να τον κρατεί· και στον περίσσιο αγώνα ανασπούσε απ’ τα κόκαλα τις σάρκες τις γέρικες! Ωσότου αποσταμένος παράδωσε ψυχήν ο μαυρομοίρης, τι απ’ το κακό πιο δυνατός δεν είταν. |
|
1220 | κεῖνται δὲ νεκροὶ παῖς τε καὶ γέρων πατὴρ πέλας͵ ποθεινὴ δακρύοισι συμφορά. |
Και κοίτουνται νεκροί, ο ένας στον άλλο δίπλα, η κόρη κι ο γέροντας πατέρας· νά χαλασμός που αξίζει να τον κλαίγεις! |
|
Στη Μήδεια: | |||
καί μοι τὸ μὲν σὸν ἐκποδὼν ἔστω λόγου· γνώσῃ γὰρ αὐτὴ ζημίας ἀποστροφήν. τὰ θνητὰ δ΄ οὐ νῦν πρῶτον ἡγοῦμαι σκιάν͵ οὐδ΄ ἂν τρέσας εἴποιμι τοὺς σοφοὺς βροτῶν δοκοῦντας εἶναι καὶ μεριμνητὰς λόγων τούτους μεγίστην ζημίαν ὀφλισκάνειν. |
Όσο για σένα, τίποτα ας μη λέγω· της συφοράς θα νιώσεις μοναχή σου τον αντίχτυπο. Μα όσο για τ’ ανθρώπινα, δεν είναι τώρα η πρώτη πού τα βλέπω σαν ήσκιο, και το λέω χωρίς να τρέμω: όποιος απ’ τους θνητούς περνά πώς είναι σοφός και μάστορης στα λόγια, εκείνου και μεγαλήτερο κακό θα τούρθει. |
||
θνητῶν γὰρ οὐδείς ἐστιν εὐδαίμων ἀνήρ· ὄλβου δ΄ ἐπιρρυέντος εὐτυχέστερος |
Μες στους θνητούς, δεν έχει ευτυχισμένους· και πλούτη αν έρθουν, ο ένας απ’ τον άλλο τύχη καλήτερη να πεις πώς έχει, |
||
1230 | ἄλλου γένοιτ΄ ἂν ἄλλος͵ εὐδαίμων δ΄ ἂν οὔ. | μα ευτυχισμένο να μην πεις κανένα! | |
Φεύγει. | |||
Χο. | ἔοιχ΄ ὁ δαίμων πολλὰ τῇδ΄ ἐν ἡμέρᾳ κακὰ ξυνάπτειν ἐνδίκως Ἰάσονι. ὦ τλῆμον͵ ὥς σου συμφορὰς οἰκτίρομεν͵ κόρη Κρέοντος͵ ἥτις εἰς Ἅιδου δόμους οἴχῃ γάμων ἕκατι τῶν Ἰάσονος. |
Χορ. | Φαίνεται σήμερα ό θεός πως δίκια στον Ιάσονα πολλά δεινά μοιράζει. Φτωχιά, τις συφορές σου πώς θρηνούμε, του Κρέοντα θυγατέρα, πού στον Άδη κατέβης για του Ιάσονα τους γάμους! |
Μη. | φίλαι͵ δέδοκται τοὔργον ὡς τάχιστά μοι παῖδας κτανούσῃ τῆσδ΄ ἀφορμᾶσθαι χθονός͵ καὶ μὴ σχολὴν ἄγουσαν ἐκδοῦναι τέκνα ἄλλῃ φονεῦσαι δυσμενεστέρᾳ χερί. |
Μηδ. | Καλές μου, την απόφαση την πήρα, το πιο γοργό τους γιους μου να χαλάσω, και να ξεκόβω από τη χώρα τούτη. Δε θέλω, με την άργητα, ν’ αφήσω τα τέκνα μου να παν από άλλο χέρι |
1240 | πάντως σφ΄ ἀνάγκη κατθανεῖν· ἐπεὶ δὲ χρή͵ ἡμεῖς κτενοῦμεν͵ οἵπερ ἐξεφύσαμεν. ἀλλ΄ εἶ΄ ὁπλίζου͵ καρδία. τί μέλλομεν τὰ δεινὰ κἀναγκαῖα μὴ πράσσειν κακά; ἄγ΄͵ ὦ τάλαινα χεὶρ ἐμή͵ λαβὲ ξίφος͵ λάβ΄͵ ἕρπε πρὸς βαλβῖδα λυπηρὰν βίου͵ καὶ μὴ κακισθῇς μηδ΄ ἀναμνησθῇς τέκνων͵ ὡς φίλταθ΄͵ ὡς ἔτικτες· ἀλλὰ τήνδε γε λαθοῦ βραχεῖαν ἡμέραν παίδων σέθεν͵ κἄπειτα θρήνει· καὶ γὰρ εἰ κτενεῖς σφ΄͵ ὅμως |
πιο εχτρικό. Έτσι κι αλλιώς, η ανάγκη σφίγγει να πεθάνουν κι αφού δε γίνεται άλλο, εγώ θα τα σκοτώσω πού τα γέννησα. Άιντε, καρδιά, αρματώνου! Τί ξαργούμε το φοβερό, μοιρογραμμένο κρίμα να το πράξουμε; Εμπρός, δόλιο μου χέρι πάρε το ξίφος, πάρε το! Πορεύου για το ξεκίνημα θλιμένης ζήσης, και μη δειλιάζεις, μη θυμάσαι αν είναι τα τέκνα αυτά χιλιάκριβα περίσσια, και πώς τα γέννησες εσύ· την ώρα ετούτη καν, τους γιους σου ξέχασε τους, κ’ ύστερα θρήνα! Τί, κι αν τους σκοτώσεις, αγαπημένοι σου είταν απ’ τη φύση |
|
1250 | φίλοι γ΄ ἔφυσαν—δυστυχὴς δ΄ ἐγὼ γυνή. | — κ’ εγώ θάν είμαι μιά δυστυχισμένη! | |
Μπαίνει στο σπίτι. |
<< 5ο Επεισόδιο | [εισαγωγή] | 7ο Επεισόδιο >> |
6ο Χορικό (1251-1292)
Χο. | ἰὼ Γᾶ τε καὶ παμφαὴς [στρ. ἀκτὶς Ἀελίου͵ κατίδετ΄ ἴδετε τὰν ὀλομέναν γυναῖκα͵ πρὶν φοινίαν τέκνοις προσβαλεῖν χέρ΄ αὐτοκτόνον· τεᾶς γὰρ ἀπὸ χρυσέας γονᾶς ἔβλαστεν͵ θεοῦ δ΄ αἷμά τι πίτνειν φόβος ὑπ΄ ἀνέρων. ἀλλά νιν͵ ὦ φάος διογενές͵ κάτειρ- γε κατάπαυσον͵ ἔξελ΄ οἴκων φονίαν |
Χορ. | Γη κι ολόφεγγη αχτίδα του Ήλιου, [στρ. δείτε εδώ, δείτε εδώ τη ρημάχτρα τη γυναίκα, προτού με αυτοχτόνο, ματοστάλαχτο χέρι χτυπήσει τα δικά της τα τέκνα! Της χρυσής σου γενιάς, Ήλιε, κλώνος είν’ κι αυτά· και φριχτό ενός θεού το αίμα χέρι θνητού να το χύνει. Αλλά εσύ, φως διογέννητο, κράτα, μπόδισε την, και διώξε απ’ το σπίτι την τρισάθλια, αιμοβόρα Ερινύα, |
1260 | τάλαινάν τ΄ Ἐρινὺν ὑπ΄ ἀλαστόρων. | οι θεοί του κακού που αμολήσαν. | |
μάταν μόχθος ἔρρει τέκνων͵ [ἀντ. ἆρα μάταν γένος φίλιον ἔτεκες͵ ὦ κυανεᾶν λιποῦσα Συμπληγάδων πετρᾶν ἀξενωτάταν ἐσβολάν; δειλαία͵ τί σοι φρενῶν βαρὺς χόλος προσπίτνει καὶ δυσμενὴς φόνος; ἀμείβεται χαλεπὰ γὰρ βροτοῖς ὁμογενῆ μιά σματα ἐπὶ γαῖαν αὐτοφόνταις ξυνῳ |
Μάταια πήγαν οι μόχτοι της μάνας, [αντ. μάταια γέννησες φύτρα, λοιπόν, πολυαγάπητη, εσύ πού μιά μέρα αντιπέρασες των Συμπληγάδων, των σιδερικών βράχων, το αφιλόξενο διάβα. Γιατί, δόλια, ο βαρής ο θυμός να σου ανάψει τα φρένα; Γιατί φονική μιαν αμάχη να νιώθεις και την πρώτην αρνήθης αγάπη; Φοβερό για θνητούς αν από αίμα της γενιάς μολευτούν της δίκης τους· στους φονιάδες της ίδιας τους φύτρας, αυτό φέρνει δεινά, και χτυπά |
||
1270 | δὰ θεόθεν πίτνοντ΄ ἐπὶ δόμοις ἄχη. | μες στα σπίτια τους χέρι θεού, της σφαγής τιμωρού. |
|
<ΠΑΙΔΕΣ ἔνδοθεν. | ΠΑΙΔΙ (Από μέσα.) | ||
αἰαῖ.> | Άα! | ||
1273 | |||
Χο. | ἀκούεις βοὰν ἀκούεις τέκνων; [στρ. | Χορ. | Ακούγεις των παιδιών το σκούσμα; Ακούγεις; [στρ |
1274 | — ἰὼ τλᾶμον͵ ὦ κακοτυχὲς γύναι. | Αλί σου, δόλια, δύστυχη γυναίκα! | |
1271 | |||
Πα. | οἴμοι͵ τί δράσω; ποῖ φύγω μητρὸς χέρας; | Παι. | Ωιμένα, τί να κάμω να ξεφύγω τα χέρια της μητέρας; |
1272 | — οὐκ οἶδ΄͵ ἄδελφε φίλτατ΄· ὀλλύμεσθα γάρ. | —Αχ, δεν ξέρω, καλό μου αδέρφι, τι χαμένοι πάμε. |
|
1275 | Ο Χορός σμαριάζει και σαλεύει αναποφάσι- στος μπρος στο σπίτι. |
||
Χο. | παρέλθω δόμους; ἀρῆξαι φόνον δοκεῖ μοι τέκνοις. |
Χορ. | Λέω στο σπίτι να μπω να τα γλυτώσω, τα παιδιά, απ’ τη σφαγή. |
Πα. | ναί͵ πρὸς θεῶν͵ ἀρήξατ΄· ἐν δέοντι γάρ. — ὡς ἐγγὺς ἤδη γ΄ ἐσμὲν ἀρκύων ξίφους. |
Παι. | Ναί, σώσετε μας, για τόνομα των θεών, μη χάνετε ώρα! — Είμαστε κιόλας στου σπαθιού το στόμα! |
Χο. | τάλαιν΄͵ ὡς ἄρ΄ ἦσθα πέτρος ἢ σίδα- | Χορ. | Βαριομοίρα, από σίδερο ή πέτρα |
1280 | ρος͵ ἅτις τέκνων ὃν ἔτεκες ἄροτον αὐτόχειρι μοίρᾳ κτενεῖς. |
λοιπόν είσαι πού πας να σκοτώσεις, με το χέρι σου, τέκνα δικά σου και καρπό της κοιλιάς σου! |
|
— μίαν δὴ κλύω μίαν τῶν πάρος [ἀντ. γυναῖκ΄ ἐν φίλοις χέρα βαλεῖν τέκνοις· Ἰνὼ μανεῖσαν ἐκ θεῶν͵ ὅθ΄ ἡ Διὸς δάμαρ νιν ἐξέπεμψε δωμάτων ἄλῃ· πίτνει δ΄ ἁ τάλαιν΄ ἐς ἅλμαν φόνῳ τέκνων δυσσεβεῖ͵ ἀκτῆς ὑπερτείνασα ποντίας πόδα͵ δυοῖν τε παίδοιν συνθανοῦσ΄ ἀπόλλυται. |
Μια μονάχα γυναίκα έχω ακούσει, [αντ μια μονάχα, και σ’ άλλους καιρούς, πού στα τέκνα της σήκωσε χέρι, την Ινώ, που οι θεοί ‘χαν τρελάνει, του Δία σύντας το ταίρι απ’ το σπίτι την απόδιωξε σε άφιλους δρόμους. Κι αυτή ρίχτηκε, η δύστυχη, μέσα στ’ αρμυρά τα νερά, και στα τέκνα έδωσε άνομο τέλος. Μ’ ένα πήδημα πάνω απ’ το βράχο, συνεπήρε τα δυό της τα παιδιά στο χαμό της! |
||
1290 | τί δῆτ΄ οὖν γένοιτ΄ ἂν ἔτι δεινόν; ὦ γυναικῶν λέχος πολύπονον͵ ὅσα βροτοῖς ἔρεξας ἤδη κακά. |
Άλλο πιο φοβερό που να γίνει; Ποια δεινά στους θνητούς έχεις φέρει, ώ γυναίκεια, πολύπαθη κλίνη! |
<< 6ο χορικό | [εισαγωγή] |
7ο Επεισόδιο (1293-1419)
Ο Ιάσονας μπαίνει ορμητικά. | |||
Ια. | γυναῖκες͵ αἳ τῆσδ΄ ἐγγὺς ἕστατε στέγης͵ ἆρ΄ ἐν δόμοισιν ἡ τὰ δείν΄ εἰργασμένη Μήδεια τοῖσδ΄ ἔτ΄͵ ἢ μεθέστηκεν φυγῇ; δεῖ γάρ νιν ἤτοι γῆς γε κρυφθῆναι κάτω͵ ἢ πτηνὸν ἆραι σῶμ΄ ἐς αἰθέρος βάθος͵ εἰ μὴ τυράννων δώμασιν δώσει δίκην· |
Ιασ. | Γυναίκες πού κοντά σ’ αυτό το σπίτι στέκεστε, νάναι ακόμα μέσα εκείνη που το κακούργημα έχει πράξει, η Μήδεια, ή πήρε δρόμο κ’ έχει ξεμακρήνει; Να σύρει να κρυφτεί κάτω απ’ το χώμα, ή να κάμει φτερά και να πετάξει στου αιθέρα το βυθόν, αλλιώς θα δώσει όσα χρωστά στου βασιλιά το σπίτι! |
πέποιθ΄ ἀποκτείνασα κοιράνους χθονὸς | Σα σκότωσε τους άρχοντες της χώρας, | ||
1300 | ἀθῷος αὐτὴ τῶνδε φεύξεσθαι δόμων; ἀλλ΄ οὐ γὰρ αὐτῆς φροντίδ΄ ὡς τέκνων ἔχω· κείνην μὲν οὓς ἔδρασεν ἔρξουσιν κακῶς͵ ἐμῶν δὲ παίδων ἦλθον ἐκσῴσων βίον͵ μή μοί τι δράσωσ΄ οἱ προσήκοντες γένει͵ μητρῷον ἐκπράσσοντες ἀνόσιον φόνον. |
θαρρεί ατιμώρητη θα φύγει εδώθε; Μα δε γνοιάζουμαι αυτήν, μόνο τα τέκνα. Απ’ όσους έβλαψε θα λάβει εκείνη το κακό πού τους έκαμε, μα εγώ ήρθα τη ζωή των παιδιών μου να γλυτώσω, μήπως θελήσει του ρηγός το γένος να βάλει τους δικούς μου να πλερώσουν το φονικό το βδελυρό της μάνας. |
|
Χο. | ὦ τλῆμον͵ οὐκ οἶσθ΄ οἷ κακῶν ἐλήλυθας͵ Ἰᾶσον· οὐ γὰρ τούσδ΄ ἂν ἐφθέγξω λόγους. |
Χορ. | Ταλαίπωρε! Δεν ξέρεις που έχει φτάσει η συφορά σου, Ιάσονα. Τα λόγια ετούτα, αλλιώς, δε θάχες ξεστομίσει. |
Ια. | τί δ΄ ἔστιν; ἦ που κἄμ΄ ἀποκτεῖναι θέλει; | Ιασ. | Τί τρέχει; Πάει και μένα να χαλάσει; |
Χο. | παῖδες τεθνᾶσι χειρὶ μητρῴᾳ σέθεν. | Χορ. | Πεθάναν τα παιδιά από χέρι μάνας. |
1310 | |||
Ια. | οἴμοι τί λέξεις; ὥς μ΄ ἀπώλεσας͵ γύναι. | Ιασ. | Ωιμέ! Τί λες; Με αφάνισες, γυναίκα! |
Χο. | ὡς οὐκέτ΄ ὄντων σῶν τέκνων φρόντιζε δή. | Χορ. | Κάνε σα να μη ζούνε τα παιδιά σου. |
Ια. | ποῦ γάρ νιν ἔκτειν΄; ἐντὸς ἢ ἔξωθεν δόμων; | Ιασ. | Μα που τα σκότωσε; Στο σπίτι ή απέξω; |
Χο. | πύλας ἀνοίξας σῶν τέκνων ὄψῃ φόνον. | Χορ. | Άνοιξ’ την πόρτα: θα τα δεις σφαγμένα. |
Ια. | χαλᾶτε κλῇδας ὡς τάχιστα͵ πρόσπολοι͵ ἐκλύεθ΄ ἁρμούς͵ ὡς ἴδω διπλοῦν κακόν͵ τοὺς μὲν θανόντας—τὴν δὲ τείσωμαι δίκην. |
Ιασ. | Ξεμανταλώστε γρήγορα την πόρτα, δούλοι! και ρίχτε κάτω τις αμπάρες, για να δω τη διπλή συφορά, κείνους πού πέθαναν, κι αυτήν πού θα παιδέψω. |
Κανείς δεν αποκρίνεται. Ο Ιάσονας ρίχνεται στην πόρτα και την ταρακουνά. Τότε, πάνω από το σπίτι, μέσα σ’ ένα άρμα, πού το σέρνουν φτερωτοί δράκοντες (φίδια) παρουσιάζεται η Μήδεια, έχοντας μπροστά της τα δυό πτώματα. |
|||
Μη. | τί τάσδε κινεῖς κἀναμοχλεύεις πύλας͵ νεκροὺς ἐρευνῶν κἀμὲ τὴν εἰργασμένην; παῦσαι πόνου τοῦδ΄. εἰ δ΄ ἐμοῦ χρείαν ἔχεις͵ |
Μηδ. | Τί τις κουνάς και θες να τις γκρεμίσεις τις πόρτες; Τους νεκρούς ζητάς κ’ εμένα που τάπραξα; Τον κόπο σου μη χάνεις! |
1320 | λέγ΄͵ εἴ τι βούλῃ͵ χειρὶ δ΄ οὐ ψαύσεις ποτέ. τοιόνδ΄ ὄχημα πατρὸς ῞Ηλιος πατὴρ δίδωσιν ἡμῖν͵ ἔρυμα πολεμίας χερός. |
Αν γυρεύεις εμένα, πες τί θέλεις, τι με χέρι ποτέ δε θα με αγγίξεις. Αμάξι τέτοιο ο Ήλιος σε μας δίνει, ο κύρης του γονιού μου, προμαχώνα απ’ των εχτρών το χέρι. |
|
Ια. | ὦ μῖσος͵ ὦ μέγιστον ἐχθίστη γύναι θεοῖς τε κἀμοὶ παντί τ΄ ἀνθρώπων γένει͵ ἥτις τέκνοισι σοῖσιν ἐμβαλεῖν ξίφος ἔτλης τεκοῦσα͵ κἄμ΄ ἄπαιδ΄ ἀπώλεσας· καὶ ταῦτα δράσασ΄ ἥλιόν τε προσβλέπεις καὶ γαῖαν͵ ἔργον τλᾶσα δυσσεβέστατον· ὄλοι΄· ἐγὼ δὲ νῦν φρονῶ͵ τότ΄ οὐ φρονῶν͵ |
Ιασ. | Φριχτό τέρας! Μες σ’ όλες τις γυναίκες πιο οχτρεμένη απ’ τους θεούς, και μένα, κι απ’ το γένος ολάκερο του ανθρώπου! Τα παιδιά σου απ’ το σπαθί τα πέρασες, κι ας τάχες γεννήσει, και ξεκλήρισες εμένα. Καί μ’ όλο το κακούργημα, αγναντεύεις τον ήλιο και τη γη, πούχεις τολμήσει το ασεβότατον έργο! Στα κομάτια να πας! Τώρα εγώ τάχω τα μυαλά μου, |
1330 | ὅτ΄ ἐκ δόμων σε βαρβάρου τ΄ ἀπὸ χθονὸς Ἕλλην΄ ἐς οἶκον ἠγόμην͵ κακὸν μέγα͵ πατρός τε καὶ γῆς προδότιν ἥ σ΄ ἐθρέψατο. τὸν σὸν δ΄ ἀλάστορ΄ εἰς ἔμ΄ ἔσκηψαν θεοί· κτανοῦσα γὰρ δὴ σὸν κάσιν παρέστιον τὸ καλλίπρῳρον εἰσέβης Ἀργοῦς σκάφος. ἤρξω μὲν ἐκ τοιῶνδε· νυμφευθεῖσα δὲ παρ΄ ἀνδρὶ τῷδε καὶ τεκοῦσά μοι τέκνα͵ εὐνῆς ἕκατι καὶ λέχους σφ΄ ἀπώλεσας. οὐκ ἔστιν ἥτις τοῦτ΄ ἂν Ἑλληνὶς γυνὴ |
μα τότες, πού μυαλά; σύντας σε πήρα, απ’ τους δικούς και τη βάρβαρη γη σου, σε σπίτι ελληνικό, πληγή μεγάλη, προδότρα του πατέρα και του τόπου που σε ανάστησε! Πάνω μου το ρίξαν οι θεοί το αίμα πούχες να πλερώσεις, σα σκότωσες το αδέρφι σου στο σπίτι για να μπεις στ’ ομορφόπλωρο καράβι, την Αργώ. Το ξεκίνημα είταν τούτα. Κι αφού γυναίκα γένηκες εκείνου που σου μιλά και μου γέννησες τέκνα, για το στεφάνι σου και το κρεβάτι τα χάλασες. Ποτέ δε θα βρισκόταν γυναίκα απ’ την Ελλάδα να τολμήσει |
|
1340 | ἔτλη ποθ΄͵ ὧν γε πρόσθεν ἠξίουν ἐγὼ γῆμαι σέ͵ κῆδος ἐχθρὸν ὀλέθριόν τ΄ ἐμοί͵ λέαιναν͵ οὐ γυναῖκα͵ τῆς Τυρσηνίδος Σκύλλης ἔχουσαν ἀγριωτέραν φύσιν. ἀλλ΄ οὐ γὰρ ἄν σε μυρίοις ὀνείδεσι δάκοιμι· τοιόνδ΄ ἐμπέφυκέ σοι θράσος· ἔρρ΄͵ αἰσχροποιὲ καὶ τέκνων μιαιφόνε· ἐμοὶ δὲ τὸν ἐμὸν δαίμον΄ αἰάζειν πάρα͵ ὃς οὔτε λέκτρων νεογάμων ὀνήσομαι͵ οὐ παῖδας οὓς ἔφυσα κἀξεθρεψάμην |
πράξη τέτοια, κ’ εγώ καλήτερή τους νομίζοντας σε, σούβαλα στεφάνι κ’ έκαμα συγγενή μου τον εχτρό μου το χαλαστή, μια λιονταρίνα, — κι όχι γυναίκα, — πούχει φυσικό απ’ της Σκύλλας της Τυρρηνίδας περισσότερο άγριο. Μα, για να δαγκωθείς εσύ, δε φτάνουν μύριες βρισιές, το θράσος σου είναι τέτοιο· που να χαθείς, κακούργα, παιδοφόνισσα ί Κ’ εγώ το ριζικό μου ας πάω να κλαίγω, που μήδε θα χαρώ τη νέα παντριά μου, μήδε τα τέκνα πούσπειρα κι ανάστησα |
|
1350 | ἕξω προσειπεῖν ζῶντας͵ ἀλλ΄ ἀπώλεσα. | θα τάχω πια να τους μιλώ· μόν’ τάχασα. | |
Μη. | μακρὰν ἂν ἐξέτεινα τοῖσδ΄ ἐναντίον λόγοισιν͵ εἰ μὴ Ζεὺς πατὴρ ἠπίστατο οἷ΄ ἐξ ἐμοῦ πέπονθας οἷά τ΄ εἰργάσω· σὺ δ΄ οὐκ ἔμελλες τἄμ΄ ἀτιμάσας λέχη τερπνὸν διάξειν βίοτον ἐγγελῶν ἐμοί· οὐδ΄ ἡ τύραννος͵ οὐδ΄ ὁ σοὶ προσθεὶς γάμους Κρέων ἀνατεὶ τῆσδέ μ΄ ἐκβαλεῖν χθονός. πρὸς ταῦτα καὶ λέαιναν͵ εἰ βούλῃ͵ κάλει καὶ Σκύλλαν ἣ Τυρσηνὸν ᾤκησεν πέδον· |
Μηδ. | Πολλά κ’ εγώ ν’ αντιμιλήσω θάχα σ’ όσα λαλείς, αν ο πατέρας Δίας δεν ήξερε το τι είδες από μένα κ’ εσύ τι μούχεις κάμει· μα δε σούμελλε να ντροπιάσεις την κοίτη μου, κι απέκει να περάσεις χαιράμενος τη ζήση κι ανάμπαιγμα να μ’ έχεις. Τέτοια τύχη μήδε της ρηγοπούλας της γραφόταν. Κι αυτός που σούδωσε τη νύφη, ο Κρέοντας, δεν τούμελλε ατιμώρητα απ’ τη χώρα να διώξει εμένα. Λέγε με συ τώρα, σαν τόχεις κέφι, λιόντισσα και Σκύλλα που κάθεται στη γη την Τυρρηνίδα· |
1360 | τῆς σῆς γὰρ ὡς χρὴ καρδίας ἀνθηψάμην. | ως μ’ έκαψες, κ’ εγώ σ’ έχω καμένο. | |
Ια. | καὐτή γε λυπῇ καὶ κακῶν κοινωνὸς εἶ. | Ιασ. | Κ’ εσύ πονάς, το μερτικό σου τόχεις. |
Μη. | σάφ΄ ἴσθι· λύει δ΄ ἄλγος͵ ἢν σὺ μὴ ΄γγελᾷς. | Μηδ. | Ο πόνος μου φελά αν δε μ’ έχεις μπαίγνιο. |
Ια. | ὦ τέκνα͵ μητρὸς ὡς κακῆς ἐκύρσατε. | Ιασ. | Ω τέκνα, κακή μάνα που σας έλαχε! |
Μη. | ὦ παῖδες͵ ὡς ὤλεσθε πατρῴᾳ νόσῳ. | Μηδ. | Παιδιά μου, η τρέλα του γονιού σας έφαγε! |
Ια. | οὔτοι νυν ἡμὴ δεξιά σφ΄ ἀπώλεσεν. | Ιασ. | Δεν πήγαν απ’ το χέρι το δικό μου. |
Μη. | ἀλλ΄ ὕβρις͵ οἵ τε σοὶ νεοδμῆτες γάμοι. | Μηδ. | Μα από την υβρισιά και τις παντριές σου! |
Ια. | λέχους σφε κἠξίωσας οὕνεκα κτανεῖν. | Ιασ. | Για ένα κρεβάτι, εσύ, τάχεις σφαγμένα. |
Μη. | σμικρὸν γυναικὶ πῆμα τοῦτ΄ εἶναι δοκεῖς; | Μηδ. | Και τόχεις λίγο αυτό για μιά γυναίκα; |
Ια. | ἥτις γε σώφρων· σοὶ δὲ πάντ΄ ἐστὶν κακά. | Ιασ. | Αν είναι φρόνιμη· μα εσύ ‘σαι λάμια. |
Μη. | οἵδ΄ οὐκέτ΄ εἰσί· τοῦτο γάρ σε δήξεται. | Μηδ. | Τούτα δε ζούνε πια· κι αυτό σε σφάζει. |
Ια. | οἵδ΄ εἰσίν͵ οἴμοι͵ σῷ κάρᾳ μιάστορες. | Ιασ. | Ετούτα ζουν, εκδικητές του φόνου! |
Μη. | ἴσασιν ὅστις ἦρξε πημονῆς θεοί. | Μηδ. | Ποιός τη φωτιά άναψε, οι θεοί το ξέρουν. |
Ια. | ἴσασι δῆτα σήν γ΄ ἀπόπτυστον φρένα. | Ιασ. | Ξέρουν λοιπόν τη βδελυρή καρδιά σου. |
Μη. | στύγει· πικρὰν δὲ βάξιν ἐχθαίρω σέθεν. | Μηδ. | Οχτρεύου με· δε θέλω τη μιλιά σου. |
Ια. | καὶ μὴν ἐγὼ σήν· ῥᾴδιον δ΄ ἀπαλλαγαί. | Ιασ. | Το ίδιο κ’ εγώ· μόν’ κάλλιο ας χωριστούμε. |
Μη. | πῶς οὖν; τί δράσω; κάρτα γὰρ κἀγὼ θέλω. | Μηδ. | Πώς; Λέγε. Τί να κάμω; Κ’ εγώ θέλω. |
Ια. | θάψαι νεκρούς μοι τούσδε καὶ κλαῦσαι πάρες. | Ιασ. | Άσ’ τους νεκρούς να θάψω και να κλάψω. |
Μη. | οὐ δῆτ΄͵ ἐπεί σφας τῇδ΄ ἐγὼ θάψω χερί͵ φέρουσ΄ ἐς ῞Ηρας τέμενος Ἀκραίας θεοῦ͵ |
Μηδ. | Αμ’ όχι! Θα τους θάψω μοναχή μου, με τούτα μου τα χέρια, θα τους φέρω στο τέμενος της Ήρας της Ακραίας, |
1380 | ὡς μή τις αὐτοὺς πολεμίων καθυβρίσῃ͵ τύμβους ἀνασπῶν· γῇ δὲ τῇδε Σισύφου σεμνὴν ἑορτὴν καὶ τέλη προσάψομεν τὸ λοιπὸν ἀντὶ τοῦδε δυσσεβοῦς φόνου. αὐτὴ δὲ γαῖαν εἶμι τὴν Ἐρεχθέως͵ Αἰγεῖ συνοικήσουσα τῷ Πανδίονος. σὺ δ΄͵ ὥσπερ εἰκός͵ κατθανῇ κακὸς κακῶς͵ Ἀργοῦς κάρα σὸν λειψάνῳ πεπληγμένος͵ πικρὰς τελευτὰς τῶν ἐμῶν γάμων ἰδών. |
μην πάει κανείς εχτρός και τους ντροπιάσει, ξεχώνοντας τους τάφους· και σε τούτη τη γη του Σίσυφου, γιορτή θα ορίσω σεμνή και τελετή αποδώ και πέρα για καθαρμόν αυτού του ανόσιου φόνου. Κ’ εγώ πηγαίνω στου Ερεχθέα τη χώρα, με τον Αιγέα, το τέκνο του Πανδίονα, να συγκαθίσω. Μα εσύ, καθώς σου πρέπει, θα πας κακήν κακώς, το πικρό τέλος του καινούργιου του γάμου σου αφού τόδες. |
|
Ια. | ἀλλά σ΄ Ἐρινὺς ὀλέσειε τέκνων | Ιασ. | Ώ, που να σ’ αφανίσει η Ερινύα |
1390 | φονία τε Δίκη. | των παιδιών σου και η Δίκη η τιμωρήτρα! | |
Μη. | τίς δὲ κλύει σοῦ θεὸς ἢ δαίμων͵ τοῦ ψευδόρκου καὶ ξειναπάτου; |
Μηδ. | Και ποιός θεός ή δαίμονας θ’ ακούσει τον ξενοπλάνο κι ορκοπάτη εσένα; |
Ια. | φεῦ φεῦ͵ μυσαρὰ καὶ παιδολέτορ. | Ιασ. | Αλί σου, σιχαμένη παιδοφόνισσα! |
Μη. | στεῖχε πρὸς οἴκους καὶ θάπτ΄ ἄλοχον. | Μηδ. | Στο σπίτι σου άι να θάψεις την κυρά σου. |
Ια. | στείχω͵ δισσῶν γ΄ ἄμορος τέκνων. | Ιασ. | Πηγαίνω, μα χωρίς τα δυο παιδιά μου. |
Μη. | οὔπω θρηνεῖς· μένε καὶ γῆρας. | Μηδ. | Και που είσαι ακόμα! Στάσου να γεράσεις. |
Ια. | ὦ τέκνα φίλτατα. | Ιασ. | Ώ πολυαγαπημένα εσείς παιδιά μου… |
Μη. | μητρί γε͵ σοὶ δ΄ οὔ. | Μηδ. | Απ’ τη μάνα τους δα, κι όχι από σένα. |
Ια. | κἄπειτ΄ ἔκανες; | Ιασ. | Γι’ αυτό τα σφάζεις; |
Μη. | σέ γε πημαίνουσ΄. | Μηδ. | Για να κάψω εσένα. |
Ια. | ὤμοι͵ φιλίου χρῄζω στόματος | Ιασ. | Αλί μου ο δύστυχος! Τα χείλη πού ‘ναι |
1400 | παίδων ὁ τάλας προσπτύξασθαι. | των τέκνων τα γλυκά να τα φιλήσω; | |
Μη. | νῦν σφε προσαυδᾷς͵ νῦν ἀσπάζῃ͵ τότ΄ ἀπωσάμενος. |
Μηδ. | Τώρα τα κράζεις και χαρές τους κάνεις, μα τότε τάδιωχνες. |
Ια. | δός μοι πρὸς θεῶν μαλακοῦ χρωτὸς ψαῦσαι τέκνων. |
Ιασ. | Των τέκνων μου άσε, για τους θεούς, ν’ αγγίξω τα κορμάκια. |
Μη. | οὐκ ἔστι· μάτην ἔπος ἔρριπται. | Μηδ. | Δε γίνεται. Χαμένα παν τα λόγια. |
Το φτερωτό άρμα χάνεται. | |||
Ια. | Ζεῦ͵ τάδ΄ ἀκούεις ὡς ἀπελαυνόμεθ΄͵ οἷά τε πάσχομεν ἐκ τῆς μυσαρᾶς καὶ παιδοφόνου τῆσδε λεαίνης; ἀλλ΄ ὁπόσον γοῦν πάρα καὶ δύναμαι τάδε καὶ θρηνῶ κἀπιθεάζω͵ |
Ιασ. | Ώ Δία, τακούς πως με αποδιώχνει και τί τραβώ απ’ αυτή την παιδοφόνα και σιχαμένη λιόντισσα; Μα αν άλλο πάρεξ αυτό δεν μπορώ, τα παιδιά μου θρηνώ και τους θεούς τους προσκαλούμαι· |
1410 | μαρτυρόμενος δαίμονας ὥς μοι τέκνα κτείνασ΄ ἀποκωλύεις ψαῦσαί τε χεροῖν θάψαι τε νεκρούς͵ οὓς μήποτ΄ ἐγὼ φύσας ὄφελον πρὸς σοῦ φθιμένους ἐπιδέσθαι. |
και τους δαίμονες, μάρτυρες τους έχω πως, αφού μου τα σκότωσες, δε στέργεις ν’ αφήσεις με τα χέρια μου ν’ αγγίξω και θάψω τα κορμιά τους. Που μακάρι να μην τάχα σπαρμένα εγώ ποτέ μου, παρά χαμένα να τα ιδώ από σένα! |
|
Βγαίνει έξω με σιγανά βήματα, ενώ ο Χορός βαδίζει κατά την έξοδο. |
|||
Χο. | πολλῶν ταμίας Ζεὺς ἐν Ὀλύμπῳ͵ πολλὰ δ΄ ἀέλπτως κραίνουσι θεοί· καὶ τὰ δοκηθέντ΄ οὐκ ἐτελέσθη͵ τῶν δ΄ ἀδοκήτων πόρον ηὗρε θεός. τοιόνδ΄ ἀπέβη τόδε πρᾶγμα. |
Χορ. | Ο Δίας στον Όλυμπο κρατά απ’ όσα γίνουνται πολλά, κ’ οι θεοί τ’ ανέλπιστα μπορούν. Το πάντεχες δε θα γενεί, και το ανεπάντεχο θα δεις που ο θεός το κάνει μπορετό. Τα ίδια γενήκανε κ’ εδώ. |
ΤΕΛΟΣ |