Εὐριπίδη, Ἰφιγένεια ἐν Ταύροις
Μετάφραση: Θρ. Σταύρου
Πρόλογος
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
|
Πέλοψ ὁ Ταντάλειος ἐς Πῖσαν μολὼν
θοαῖσιν ἵπποις Οἰνομάου γαμεῖ κόρην,
ἐξ ἧς Ἀτρεὺς ἔβλαστεν· Ἀτρέως δὲ παῖς
Μενέλαος Ἀγαμέμνων τε· τοῦ δ᾽ ἔφυν ἐγώ |
Ο Πέλοπας, ο γιος του Τάνταλου, όταν
πήγε στην Πίσα άρμα γοργό οδηγώντας,
με του Οινόμαου παντρεύτηκε την κόρη·
παιδί αυτωνών ο Ατρέας, και γιοι του Ατρέα,
Μενέλαος κι Αγαμέμνονας· πατέρας |
5 |
τῆς Τυνδαρείας θυγατρὸς Ἰφιγένεια παῖς,
ἣν ἀμφὶ δίναις ἃς θάμ᾽ Εὔριπος πυκναῖς
αὔραις ἑλίσσων κυανέαν ἅλα στρέφει,
ἔσφαξεν Ἑλένης οὕνεχ᾽, ὡς δοκεῖ, πατὴρ
Ἀρτέμιδι κλειναῖς ἐν πτυχαῖσιν Αὐλίδος. |
δικός μου αυτός, και του Τυνδάρεω κόρη
η μάνα μου· κι εγώ είμαι η Ιφιγένεια
που, όπως νομίζουν, μ’ έσφαξε ο πατέρας μου
στην Άρτεμη για χάρη της Ελένης
στις ξακουστές κοιλάδες της Αυλίδας,
κει που σβουρίζει ο Εύριπος ολοένα
κι από συχνούς στριφογυρίζει ανέμους
και τη γαλάζια θάλασσα ταράζει, |
10 |
ἐνταῦθα γὰρ δὴ χιλίων ναῶν στόλον
Ἑλληνικὸν συνήγαγ᾽ Ἀγαμέμνων ἄναξ,
τὸν καλλίνικον στέφανον Ἰλίου θέλων
λαβεῖν Ἀχαιοῖς τούς θ᾽ ὑβρισθέντας γάμους
Ἑλένης μετελθεῖν, Μενέλεῳ χάριν φέρων. |
Χίλια καράβια ελληνικά εκεί πέρα
ο Αγαμέμνονας είχε μαζεμένα,
τ’ ωραίο στεφάνι θέλοντας της νίκης
για τους Αχαιούς να πάρει από την Τροία,
μα και για το Μενέλαο, που τον είχαν
προσβάλει αρπάζοντάς του την Ελένη, |
15 |
δεινῆς δ᾽ ἀπλοίας πνευμάτων τε τυγχάνων,
ἐς ἔμπυρ᾽ ἦλθε, καὶ λέγει Κάλχας τάδε·
ὦ τῆσδ᾽ ἀνάσσων Ἑλλάδος στρατηγίας,
Ἀγάμεμνον, οὐ μὴ ναῦς ἀφορμίσῃ χθονός,
πρὶν ἂν κόρην σὴν Ἰφιγένειαν Ἄρτεμις |
Απ’ αγριοκαίρια στη στεριά δεμένος
μαντεία φωτιάς ζητούσε, κι είπε ο Κάλχας:
“του ελληνικού στρατού, αρχηγέ Αγαμέμνονα,
από τ’ αραξοβόλια πλοίο δε βγαίνει,
αν η Άρτεμη την κόρη σου Ιφιγένεια |
20 |
λάβῃ σφαγεῖσαν· ὅ τι γὰρ ἐνιαυτὸς τέκοι
κάλλιστον, ηὔξω φωσφόρῳ θύσειν θεᾷ.
παῖδ᾽ οὖν ἐν οἴκοις σὴ Κλυταιμήστρα δάμαρ
τίκτει–τὸ καλλιστεῖον εἰς ἔμ᾽ ἀναφέρων–
ἣν χρή σε θῦσαι. καί μ᾽ Ὀδυσσέως τέχναις |
για σφαχτό δεν τη λάβει στο βωμό της·
θύμα στη φωτοκράτα θεά είχες τάξει
της χρονιάς τ’ ομορφότερο βλαστάρι”·
και πρώτη εμένα κρίνοντας στα κάλλη
προσθέτει “η Κλυταιμήστρα σου έχει κάμει
σπίτι σου κόρη· ανάγκη να τη σφάξεις”. |
25 |
μητρὸς παρείλοντ᾽ ἐπὶ γάμοις Ἀχιλλέως.
ἐλθοῦσα δ᾽ Αὐλίδ᾽ ἡ τάλαιν᾽ ὑπὲρ πυρᾶς
μεταρσία ληφθεῖσ᾽ ἐκαινόμην ξίφει·
ἀλλ᾽ ἐξέκλεψεν ἔλαφον ἀντιδοῦσά μου
Ἄρτεμις Ἀχαιοῖς, διὰ δὲ λαμπρὸν αἰθέρα |
Και δολερά απ’ τη μάνα μου με πήραν
με του Οδυσσέα τις πονηριές, πως τάχα
γυναίκα θα γινόμουν του Αχιλλέα.
Σαν πήγα στην Αυλίδα, ανάερα πάνω
απ’ το βωμό με πιάσανε τη δόλια
και με σπαθί με σφάζαν· η Άρτεμη όμως
κρυφά με πήρε, αντίς για με ένα λάφι |
30 |
πέμψασά μ᾽ ἐς τήνδ᾽ ᾤκισεν Ταύρων χθόνα,
οὗ γῆς ἀνάσσει βαρβάροισι βάρβαρος
Θόας, ὃς ὠκὺν πόδα τιθεὶς ἴσον πτεροῖς
ἐς τοὔνομ᾽ ἦλθε τόδε ποδωκείας χάριν. |
έδωσε στους Αχαιούς, κι από τη λάμψη
περνώντας με του αιθέρα, εδώ στη χώρα
να κατοικήσω μ’ έφερε των Ταύρων,
που την ορίζει, βάρβαρος βαρβάρων
ρήγας, ο Θόας, τ’ όνομ’ αυτό του δώσαν,
γιατί φτερά στα πόδια του λες κι έχει. |
|
ναοῖσι δ᾽ ἐν τοῖσδ᾽ ἱερέαν τίθησί με· |
Σ’ αυτό το ναό μ’ έκαμε ιέρεια, κι έτσι |
35 |
ὅθεν νόμοισι τοῖσιν ἥδεται θεὰ
Ἄρτεμις, ἑορτῆς, τοὔνομ᾽ ἧς καλὸν μόνον–
τὰ δ᾽ ἄλλα σιγῶ, τὴν θεὸν φοβουμένη–
[θύω γὰρ ὄντος τοῦ νόμου καὶ πρὶν πόλει,
ὃς ἂν κατέλθῃ τήνδε γῆν Ἕλλην ἀνήρ.] |
με τα έθιμα – χαρές της θεάς – βαδίζω
μιας γιορτής, που είναι μόνο τ’ όνομά της
ωραίο, όσο για τ’ άλλα πια. . . σωπαίνω:
τη θεά φοβούμαι. Το έθιμο όπως ήταν
και πριν να ‘ρθω, όποιος, Έλληνας ξεπέσει
εδώ, τον ετοιμάζω για θυσία, |
40 |
κατάρχομαι μέν, σφάγια δ᾽ ἄλλοισιν μέλει
ἄρρητ᾽ ἔσωθεν τῶνδ᾽ ἀνακτόρων θεᾶς. |
μα της σφαγής της άρρητης την έγνοια
μες στο ιερό της θεάς την έχουν άλλοι. |
|
ἃ καινὰ δ᾽ ἥκει νὺξ φέρουσα φάσματα,
λέξω πρὸς αἰθέρ᾽, εἴ τι δὴ τόδ᾽ ἔστ᾽ ἄκος.
ἔδοξ᾽ ἐν ὕπνῳ τῆσδ᾽ ἀπαλλαχθεῖσα γῆς |
Τ’ όνειρο τώρα που είδα ψες τη νύχτα
θα πω στο φως· γιατρειά ίσως τούτο φέρει·
έμενα, λέει, μακριά απ’ αυτή τη χώρα, |
45 |
οἰκεῖν ἐν Ἄργει, παρθένοισι δ᾽ ἐν μέσαις
εὕδειν, χθονὸς δὲ νῶτα σεισθῆναι σάλῳ,
φεύγειν δὲ κἄξω στᾶσα θριγκὸν εἰσιδεῖν
δόμων πίτνοντα, πᾶν δ᾽ ἐρείψιμον στέγος
βεβλημένον πρὸς οὖδας ἐξ ἄκρων σταθμῶν. |
στο Άργος, κι ενώ κοιμόμουν στο δωμάτιο
των κοριτσιών, σεισμός τη γη τραντάζει·
έφυγα, στάθηκα έξω, και είδα τότε
να πέφτει του σπιτιού η γρηπίδα, η στέγη
να σωριάζεται ολούθε απ’ τ’ ακροστύλια. |
50 |
μόνος λελεῖφθαι στῦλος εἷς ἔδοξέ μοι
δόμων πατρῴων, ἐκ δ᾽ ἐπικράνων κόμας
ξανθὰς καθεῖναι, φθέγμα δ᾽ ἀνθρώπου λαβεῖν,
κἀγὼ τέχνην τήνδ᾽ ἣν ἔχω ξενοκτόνον
τιμῶσ᾽ ὑδραίνειν αὐτὸν ὡς θανούμενον, |
Μου φάνηκε πως ένας μόνο στύλος
από το πατρικό μου έμεινε σπίτι,
ξανθά μαλλιά φύτρωσαν στην κορφή του
και πήρε ανθρώπινη λαλιά· και το έργο
κάνοντας που έχω εδώ – θυσία των ξένων –
του ‘ριχνα εγώ τον αγιασμό με θρήνους, |
55 |
κλαίουσα. τοὔναρ δ᾽ ὧδε συμβάλλω τόδε·
τέθνηκ᾽ Ὀρέστης, οὗ κατηρξάμην ἐγώ.
στῦλοι γὰρ οἴκων παῖδές εἰσιν ἄρσενες·
θνῄσκουσι δ᾽ οὓς ἂν χέρνιβες βάλωσ᾽ ἐμαί.
[οὐδ᾽ αὖ συνάψαι τοὔναρ ἐς φίλους ἔχω· |
για να σφαγεί. Και να πώς το ξηγάω
τ’ όνειρο αυτό: ο Ορέστης, που για θύμα
τον ετοίμαζα, πέθανε· γιατ’ είναι
στύλοι σπιτιών τ’ αρσενικά παιδιά·
κι όποιον το ράντισμά μου βρει, πεθαίνει.
Σ’ άλλους δικούς τ’ όνειρο δεν ταιριάζει· |
60 |
Στροφίῳ γὰρ οὐκ ἦν παῖς, ὅτ᾽ ὠλλύμην ἐγώ.]
νῦν οὖν ἀδελφῷ βούλομαι δοῦναι χοὰς
παροῦσ᾽ ἀπόντι–ταῦτα γὰρ δυναίμεθ᾽ ἄν–
σὺν προσπόλοισιν, ἃς ἔδωχ᾽ ἡμῖν ἄναξ
Ἑλληνίδας γυναῖκας. ἀλλ᾽ ἐξ αἰτίας |
σα με σκοτώναν, γιο δεν είχε ο Στρόφιος.
Τώρα λοιπόν στο μακρινό μου αδέρφι
από δω χάμω – αυτό μπορώ μονάχα –
να ρίξω θέλω χοές, με τις γυναίκες
τις Ελληνίδες που έχει βάλει ο ρήγας
στη δούλεψή μου. Αλλά ποιος να ‘ναι ο λόγος |
65 |
οὔπω τίνος πάρεισιν; εἶμ᾽ ἔσω δόμων
ἐν οἷσι ναίω τῶνδ᾽ ἀνακτόρων θεᾶς. |
κι ακόμα δε φανήκανε; Πηγαίνω
στο ναό της θεάς· αυτός και σπίτι μου είναι. |
|
Ὀρέστης
ὅρα, φυλάσσου μή τις ἐν στίβῳ βροτῶν. |
Ορέστης
Το νου σου! Είναι κανείς στο δρόμο; Κοίτα! |
|
Πυλάδης
ὁρῶ, σκοποῦμαι δ᾽ ὄμμα πανταχῆ στρέφων. |
Πυλάδης
Κοιτάω· παντού τα βλέμματά μου ρίχνω. |
|
Ὀρέστης
Πυλάδη, δοκεῖ σοι μέλαθρα ταῦτ᾽ εἶναι θεᾶς |
Ορέστης
Πυλάδη, εδώ ο ναός της θεάς λες να ‘ναι, |
70 |
ἔνθ᾽ Ἀργόθεν ναῦν ποντίαν ἐστείλαμεν; |
που δα γι’ αυτόν ‘βάλαμε πλώρη απ’ τ’ Άργος; |
|
Πυλάδης
ἔμοιγ᾽, Ὀρέστα· σοὶ δὲ συνδοκεῖν χρεών. |
Πυλάδης
Ναι, Ορέστη, λέω· κι εσύ θα συμφωνήσεις. |
|
Ὀρέστης
καὶ βωμός, Ἕλλην οὗ καταστάζει φόνος; |
Ορέστης
Κι ο βωμός που τον βρέχει Ελλήνων αίμα; |
|
Πυλάδης
ἐξ αἱμάτων γοῦν ξάνθ᾽ ἔχει τριχώματα. |
Πυλάδης
Ξανθή απ’ το αίμα πάνω η πλάκα του είναι. |
|
Ὀρέστης
θριγκοῖς δ᾽ ὑπ᾽ αὐτοῖς σκῦλ᾽ ὁρᾷς ἠρτημένα; |
Ορέστης
Και τρόπαια κρεμασμένα στη γρηπίδα; |
|
Πυλάδης |
Πυλάδης |
75 |
τῶν κατθανόντων γ᾽ ἀκροθίνια ξένων. |
Ναι, απομεινάρια των σφαγμένων ξένων. |
|
ἀλλ᾽ ἐγκυκλοῦντ᾽ ὀφθαλμὸν εὖ σκοπεῖν χρεών. |
Τα μάτια μας καλά ένα γύρο ας ψάξουν. |
|
Ὀρέστης
ὦ Φοῖβε, ποῖ μ᾽ αὖ τήνδ᾽ ἐς ἄρκυν ἤγαγες
χρήσας, ἐπειδὴ πατρὸς αἷμ᾽ ἐτεισάμην,
μητέρα κατακτάς, διαδοχαῖς δ᾽ Ἐρινύων |
Ορέστης
Τι δίχτυ πάλι μου ‘στησε ο χρησμός σου,
ω Φοίβε, αφού, σκοτώνοντας τη μάνα,
του πατέρα μου πήρα πίσω το αίμα,
κι από τις Ερινύες κυνηγημένος, |
80 |
ἠλαυνόμεσθα φυγάδες ἔξεδροι χθονὸς
δρόμους τε πολλοὺς ἐξέπλησα καμπίμους,
ἐλθὼν δέ σ᾽ ἠρώτησα πῶς τροχηλάτου
μανίας ἂν ἔλθοιμ᾽ ἐς τέλος πόνων τ᾽ ἐμῶν,
οὓς ἐξεμόχθουν περιπολῶν καθ᾽ Ἑλλάδα– |
μια αυτές μια κείνες, μύριους πήρα δρόμους
κι εξόριστος πλανήθηκα στα ξένα;
Κι ήρθα σ’ εσέ, ρωτώντας με ποιον τρόπο
θα ‘βαζα κάποιο τέρμα στη μανία
που να τρέχω με κένταε, και στους κόπους
που τραβούσα γυρνώντας την Ελλάδα. |
85 |
σὺ δ᾽ εἶπας ἐλθεῖν Ταυρικῆς μ᾽ ὅρους χθονός,
ἔνθ᾽ Ἄρτεμίς σοι σύγγονος βωμοὺς ἔχοι,
λαβεῖν τ᾽ ἄγαλμα θεᾶς, ὅ φασιν ἐνθάδε
ἐς τούσδε ναοὺς οὐρανοῦ πεσεῖν ἄπο·
λαβόντα δ᾽ ἢ τέχναισιν ἢ τύχῃ τινί, |
Στη χώρα είπες εσύ να ‘ρθω των Ταύρων,
εδώ που η αδερφή σου η Άρτεμη έχει
βωμό, και το άγαλμά της, που απ’ το ουράνια,
λεν, έπεσε σ’ αυτό το ναό, να πάρω
με πονηριά ή αλλιώς όπως μου τύχει·
κι αφού τελειώσω το επικίνδυνο έργο, |
90 |
κίνδυνον ἐκπλήσαντ᾽, Ἀθηναίων χθονὶ
δοῦναι–τὸ δ᾽ ἐνθένδ᾽ οὐδὲν ἐρρήθη πέρα–
καὶ ταῦτα δράσαντ᾽ ἀμπνοὰς ἕξειν πόνων. |
στων Αθηναίων τη χώρα να το δώσω·
δεν είπες τίποτ’ άλλο· αυτά όταν κάμω,
ξανάσαση θα βρω στα βάσανά μου, |
|
ἥκω δὲ πεισθεὶς σοῖς λόγοισιν ἐνθάδε
ἄγνωστον ἐς γῆν, ἄξενον. σὲ δ᾽ ἱστορῶ, |
Σ’ άκουσα κι ήρθα εδώ, σ’ άγνωστη χώρα
κι αφιλόξενη. Τώρα εσέ, Πυλάδη, |
95 |
Πυλάδη–σὺ γάρ μοι τοῦδε συλλήπτωρ πόνου—
τί δρῶμεν; ἀμφίβληστρα γὰρ τοίχων ὁρᾷς
ὑψηλά· πότερα δωμάτων προσαμβάσεις
ἐκβησόμεσθα; πῶς ἂν οὖν λάθοιμεν ἄν;
ἢ χαλκότευκτα κλῇθρα λύσαντες μοχλοῖς— |
ρωτώ – είσ’ εσύ βοηθός μου στο έργο τούτο-
τι θα κάμουμε; Οι τοίχοι ολόγυρα είναι,
βλέπεις, ψηλοί· να σκαρφαλώσουμε ίσως
στη στέγη; αυτό μπορεί κρυφά να γίνει;
Ή με λοστούς τις μπρούντζινες αμπάρες |
100 |
ὧν οὐδὲν ἴσμεν; ἢν δ᾽ ἀνοίγοντες πύλας
ληφθῶμεν ἐσβάσεις τε μηχανώμενοι,
θανούμεθ᾽. ἀλλὰ πρὶν θανεῖν, νεὼς ἔπι
φεύγωμεν, ᾗπερ δεῦρ᾽ ἐναυστολήσαμεν. |
σπώντας… μα ανίδεοι είμαστε για τέτοια.
Κι αν μας πιάσουν ν’ ανοίγουμε την πόρτα
και με δόλο να θέλουμε να μπούμε,
θα μας σκοτώσουν. Πριν το πάθουμε, έλα
πάμε στο πλοίο που εδώ μας έχει φέρει. |
|
|
|
|
Πυλάδης
φεύγειν μὲν οὐκ ἀνεκτὸν οὐδ᾽ εἰώθαμεν, |
Πυλάδης
Να φύγουμε: απαράδεχτο· δεν είναι |
105 |
τὸν τοῦ θεοῦ δὲ χρησμὸν οὐ κακιστέον·
ναοῦ δ᾽ ἀπαλλαχθέντε κρύψωμεν δέμας
κατ᾽ ἄντρ᾽ ἃ πόντος νοτίδι διακλύζει μέλας–
νεὼς ἄπωθεν, μή τις εἰσιδὼν σκάφος
βασιλεῦσιν εἴπῃ κᾆτα ληφθῶμεν βίᾳ. |
συνήθειά μας· δεν πρέπει από δειλία
ν’ αφήσουμε θεϊκό χρησμό να πέσει·
μα πάμε, απ ‘ το ναό μακριά. σε σπήλιο
δαρμένο απ’ του γιαλού το μαύρο κύμα
να κρυφτούμε, πιο πέρ’ απ’ το καράβι,
μην τύχει και το δει κανείς, και τότε
το πει στο βασιλιά τους και μας πιάσουν· |
110 |
ὅταν δὲ νυκτὸς ὄμμα λυγαίας μόλῃ,
τολμητέον τοι ξεστὸν ἐκ ναοῦ λαβεῖν
ἄγαλμα πάσας προσφέροντε μηχανάς.
ὅρα δέ γ᾽ εἴσω τριγλύφων ὅποι κενὸν
δέμας καθεῖναι· τοὺς πόνους γὰρ ἁγαθοὶ |
και της θαμπής σα φτάσει νύχτας η όψη,
πρέπει ν’ αποκοτήσουμε, με κάθε
τρόπο, το ξύλινο άγαλμα από μέσα
απ’ το ναό να πάρουμε. Για κοίτα
που, ανάμεσ’ απ’ τα τρίγλυφα, έχει μέρος
να κατεβούμε· τολμηροί στους κόπους |
115 |
τολμῶσι, δειλοὶ δ᾽ εἰσὶν οὐδὲν οὐδαμοῦ. |
οι αντρείοι, ενώ οι δειλοί είναι σ’ όλα ανάξιοι. |
|
Ὀρέστης
οὔ τοι μακρὸν μὲν ἤλθομεν κώπῃ πόρον,
ἐκ τερμάτων δὲ νόστον ἀροῦμεν πάλιν.
ἀλλ᾽ εὖ γὰρ εἶπας, πειστέον· χωρεῖν χρεὼν
ὅποι χθονὸς κρύψαντε λήσομεν δέμας. |
Ορέστης
Δεν περάσαμε αλήθεια τόσο πέλαο,
για να κάμουμε πίσω μπρος στο τέρμα.
Σωστά μιλείς, σ’ ακούω· σε μέρος όπου
δε θα μας δούνε πάμε να κρυφτούμε. |
120 |
οὐ γὰρ τὸ τοῦ θεοῦ γ᾽ αἴτιον γενήσεται
πεσεῖν ἄχρηστον θέσφατον· τολμητέον·
μόχθος γὰρ οὐδεὶς τοῖς νέοις σκῆψιν φέρει. |
Δε θα ‘μαι εγώ η αιτία, ο θείος λόγος
ανώφελος να πέσει. Τόλμη! Οι νέοι
δε βρίσκουν αφορμές μπρος σε όποιο αγώνα. |
|
|
|
|
φωτοκράτα: που κρατεί δάδα, πυρσό
άρρητος: ανείπωτος, ανομολόγητος
γρηπίδα: το γείσο
χοές: τελετές, μνημόσυνο για νεκρούς
τρίγλυφα: τετράγωνες πλάκες με τρία αυλάκια πάνω από τις κολόνες ναού
|
Πάροδος
|
Χορός |
Χορός |
|
εὐφαμεῖτ᾽, ὦ
πόντου δισσὰς συγχωρούσας |
Ιερή σιωπή κρατάτε
όσοι κοντά στους αλληλόκρουστους |
125 |
πέτρας Ἀξείνου ναίοντες.
ὦ παῖ τᾶς Λατοῦς,
Δίκτυνν᾽ οὐρεία,
πρὸς σὰν αὐλάν, εὐστύλων
ναῶν χρυσήρεις θριγκούς, |
βράχους του άξενου πόντου κατοικείτε.
Ω κόρη της Λητώς,
Δίχτυννα εσύ βουνίσια,
προς την αυλή σου, προς του ωριόστυλου,
ναού τη χρυσοστόλιστη γρηπίδα, |
130 |
πόδα παρθένιον ὅσιον ὁσίας
κλῃδούχου δούλα πέμπω,
Ἑλλάδος εὐίππου πύργους
καὶ τείχη χόρτων τ᾽ εὐδένδρων |
έρχομαι, αγνή παρθένα,
της ιέρειας της αγνής εγώ δουλεύτρα·
εγώ είμαι που τους πύργους και τα τείχη
άφησα της Ελλάδας της αλογοθρόφας, |
135 |
ἐξαλλάξασ᾽ Εὐρώπαν,
πατρῴων οἴκων ἕδρας.
ἔμολον· τί νέον; τίνα φροντίδ᾽ ἔχεις;
τί με πρὸς ναοὺς ἄγαγες ἄγαγες,
ὦ παῖ τοῦ τᾶς Τροίας πύργους |
που άφησα την Ευρώπη και τα ωραία της δέντρα,
έδρα του πατρικού σπιτιού μου.
Ήρθα, να με! Τι τρέχει; Σαν ποια έγνοια σε τρώγει;
Στο ναό τι με κάλεσες, κόρη εκεινού που με χίλιων
καραβιών κοσμοξάκουστο στόλο, με μύριους |
140 |
ἐλθόντος κλεινᾷ σὺν κώπᾳ
χιλιοναύτα
μυριοτευχοῦς Ἀτρείδα; [τῶν κλεινῶν;] |
του πολέμου λεβέντες στους πύργους της Τροίας
πήγε; Εσύ ξακουσμένης γενιάς,
της Ατρέικης, βλαστάρι! |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
|
ἰὼ δμωαί,
δυσθρηνήτοις ὡς θρήνοις |
Βάγιες μου εσείς, σε θρήνους
βουτήχτηκα πικρούς, σε τραγουδιών |
145 |
ἔγκειμαι, τᾶς οὐκ εὐμούσου
μολπᾶς [βοὰν] ἀλύροις ἐλέγοις, αἰαῖ,
αἰαῖ, κηδείοις οἴκτοισιν·
αἵ μοι συμβαίνουσ᾽ ἆται,
σύγγονον ἁμὸν κατακλαιομένα |
άμουσων βογκητά ασυντρόφευτα από λύρα,
σε μοιρολόγια, αλί μου, νεκρικά.
γιατί με βρήκαν συμφορές,
και του αδερφού μου τη θανή θρηνώ, |
150 |
ζωᾶς, οἵαν <οἵαν ἰδόμαν
ὄψιν ὀνείρων
νυκτός, τᾶς ἐξῆλθ᾽ ὄρφνα.
ὀλόμαν ὀλόμαν·
οὐκ εἴσ᾽ οἶκοι πατρῷοι·
οἴμοι <μοι φροῦδος γέννα. |
γιατί είδα τέτοια ονειροφαντασιά
τη νύχτ’ αυτή που πια έσυρε τον πέπλο της το σκοτεινό.
Χάθηκα, χάθηκα, αχ!
το πατρογονικό μου δεν υπάρχει·
πάει η γενιά μου, συφορά! |
155 |
φεῦ φεῦ τῶν Ἄργει μόχθων.
ἰὼ δαῖμον,
μόνον ὅς με κασίγνητον συλᾷς |
Τι βάσανα, αχ μες στο Άργος!
Ω μοίρα,
το μοναχό μου αρπάζεις αδερφό, |
159 |
Ἀίδᾳ πέμψας, ᾧ τάσδε χοὰς |
στον Άδη τον ξεπροβοδάς· για κείνον τώρα εγώ |
160 |
μέλλω κρατῆρά τε τὸν φθιμένων
ὑδραίνειν γαίας ἐν νώτοις
πηγάς τ᾽ οὐρείων ἐκ μόσχων |
στης γης την πλάτη αυτές θα ρίξω τις χοές,
το κράμ’ αυτό το νεκρικό,
να, γάλα ανάβρα από γελάδες του βουνού, |
164 |
Βάκχου τ᾽ οἰνηρὰς λοιβὰς |
κρασί του Βάκχου σταλαξιά, |
165 |
ξουθᾶν τε πόνημα μελισσᾶν,
ἃ νεκροῖς θελκτήρια κεῖται.
ἀλλ᾽ ἔνδος μοι πάγχρυσον168
τεῦχος καὶ λοιβὰν Ἅιδα. |
και το έργο μελισσών ξανθών·
αυτά αναπαύουν τους νεκρούς.
Δώσ’ μου την κούπα τη χρυσή,
μαζί και του Άδη τις σπονδές . |
170 |
ὦ κατὰ γαίας Ἀγαμεμνόνιον
θάλος, ὡς φθιμένῳ τάδε σοι πέμπω·
δέξαι δ᾽· οὐ γὰρ πρὸς τύμβον σοι
ξανθὰν χαίταν, οὐ δάκρυ᾽ οἴσω. |
Ω βλαστέ του Αγαμέμνονα μέσα στον κόρφο της γης,
τούτα εδώ σου προσφέρνω, μια και είσαι νεκρός·
δέξου αυτά· δε θα φέρω στον τάφο σου
τα ξανθά μου μαλλιά και τα δάκρυά μου· |
175 |
τηλόσε γὰρ δὴ σᾶς ἀπενάσθην
πατρίδος καὶ ἐμᾶς, ἔνθα δοκήμασι
κεῖμαι σφαχθεῖσ᾽ ἁ τλάμων. |
ξενιτεύτηκα, βλέπεις, μακριά από τη χώρα
που μας γέννησε, εσένα κι εμέ, κι όπου μ’ έχουνε
για νεκρή, για σφαγμένη τη δόλια. |
|
Χορός |
Χορός |
|
ἀντιψάλμους ᾠδὰς ὕμνων τ᾽ |
Με αντίφωνο σκοπό, |
180 |
Ἀσιητᾶν σοι βάρβαρον ἀχὰν
δεσποίνᾳ γ᾽ ἐξαυδάσω, |
μ’ ασιατικών ύμνων λαλιά βαρβαρική,
σ’ εσέ κυρά μου θ’ απαντήσω· |
|
τὰν ἐν θρήνοισιν μοῦσαν
νέκυσι μελομέναν, τὰν ἐν μολπαῖς |
το μοιρολόι, τραγούδι των νεκρών, |
185 |
Ἅιδας ὑμνεῖ δίχα παιάνων.
οἴμοι, τῶν Ἀτρειδᾶν οἴκων·
ἔρρει φῶς σκήπτρων, οἴμοι,
πατρῴων οἴκων.
ἦν ἐκ τῶν εὐόλβων Ἄργει |
θα πω, που ο Άδης τραγουδά
κι είν’ άμοιαστο με παιάνες·
Η λάμψη του βασιλικού σπιτιού
των Ατρειδών έσβησε, αλί,
του πατρογονικού σπιτιού η αχτίδα·
των πλούσιων βασιλιάδων του Άργους η εξουσία πάει. |
190 |
βασιλέων ἀρχά,
μόχθος δ᾽ ἐκ μόχθων ᾄσσει·
δινευούσαις ἵπποισι <ῥιφαὶ
Πέλοπος πταναῖς· ἀλλάξας δ᾽ ἐξ
ἕδρας ἱερὸν <ἱερὸν ὄμμ᾽ αὐγᾶς |
Και ξεπηδούν απανωτές οι συμφορές
απ’ τον καιρό που ο Ήλιος,
του φτερωτού γοργού άρματός του αλλάζοντας το δρόμο,
έριξε αλλού το λαμπερό ιερό του βλέμμα. |
195 |
ἅλιος. ἄλλαις δ᾽ ἄλλα προσέβα
χρυσέας ἀρνὸς μελάθροις ὀδύνα,
φόνος ἐπὶ φόνῳ, ἄχεα ἄχεσιν |
Κι εξαιτίας του χρυσόμαλλου αρνιού, στο παλάτι
η μια λύπη θρονιάστηκε πάνω στην άλλη,
φόνοι πάνω στους φόνους, καημοί στους καημούς· |
199 |
ἔνθεν τῶν πρόσθεν δμαθέντων |
από τότε και το αίμα παλιών απογόνων του Τάνταλου |
200 |
Τανταλιδᾶν ἐκβαίνει ποινά γ᾽
εἰς οἴκους, σπεύδει δ᾽ ἀσπούδαστ᾽
ἐπὶ σοὶ δαίμων. |
οι καινούριες γενιές – συμφορά του σπιτιού – το πλερώνουν·
και με λύσσα φριχτή χιμά πάνω σου η μοίρα. |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
|
ἐξ ἀρχᾶς μοι δυσδαίμων
δαίμων τᾶς ματρὸς ζώνας |
Μαύρη εξαρχής η μοίρα μου,
απ’ τον καιρό που λύθηκε |
205 |
καὶ νυκτὸς κείνας· ἐξ ἀρχᾶς
λόχιαι στερρὰν παιδείαν
Μοῖραι ξυντείνουσιν θεαί,
τᾷ μναστευθείσᾳ ᾽ξ Ἑλλάνων,
ἃν πρωτόγονον θάλος ἐν θαλάμοις |
η ζώνη της μητέρας μου·
αποξαρχής οι Μοίρες θεές
της λεχωνιάς, σφίγγουν σκληρά
τη ζωή μου εμένα, που πρωτόβγαλτον ανθό |
210 |
Λήδας ἁ τλάμων κούρα
σφάγιον πατρῴᾳ λώβᾳ
καὶ θῦμ᾽ οὐκ εὐγάθητον
ἔτεκεν, ἔτρεφεν εὐκταίαν·
ἱππείοις δ᾽ ἐν δίφροισι |
μες στο παλάτι η δύστυχη της Λήδας κόρη
για σφάγιο στου πατέρα την κακογνωμιά,
για θύμα θλιβερό
με γέννησε, μ’ ανάθρεψε ταμένη στο χαμό·
με αμάξι που άτια το ‘σερναν |
215 |
ψαμάθων Αὐλίδος ἐπέβασαν
νύμφαιον, οἴμοι, δύσνυμφον
τῷ τᾶς Νηρέως κούρας, αἰαῖ.
νῦν δ᾽ ἀξείνου πόντου ξείνα
δυσχόρτους οἴκους ναίω, |
με πήγαν στην Αυλίδα την αμμουδερή
για νύφη, μαύρη νύφη οϊμέ, του γιου
της κόρης του Νηρέα.
Τώρα στου πόντου του αφιλόξενου
τ’ άγονα μέρη, ξένη, κατοικώ, χωρίς |
220 |
ἄγαμος ἄτεκνος ἄπολις ἄφιλος,
οὐ τὰν Ἄργει μέλπουσ᾽ Ἥραν
οὐδ᾽ ἱστοῖς ἐν καλλιφθόγγοις
κερκίδι Παλλάδος Ἀτθίδος εἰκὼ
<καὶ Τιτάνων ποικίλλουσ᾽, ἀλλ᾽ |
άντρα, παιδιά, πατρίδα, φίλους,
απ’ την Ελλάδα εξόριστη, λησμονημένη·
δεν τραγουδώ την Ήρα, του Άργους τη θεά,
κι ούτε χτυπώντας
με τη σαΐτα το γλυκόηχον αργαλειό
πλουμίζω τα υφαντά με ζωγραφιές
της Αθηναίας Παλλάδας, των Τιτάνων, |
225 |
αἱμόρραντον δυσφόρμιγγα
ξείνων αἱμάσσουσ᾽ ἄταν βωμούς,
οἰκτράν τ᾽ αἰαζόντων αὐδὰν
οἰκτρόν τ᾽ ἐκβαλλόντων δάκρυον.
καὶ νῦν κείνων μέν μοι λάθα, |
παρά χαράζω την απαίσια αιματοράντιστη
θυσία των ξένων,
που βγάζουν θλιβερές κραυγές
και δάκρυα χύνουν θλιβερά.
Όμως τώρα όλ’ αυτά τα ξεχνώ |
230 |
τὸν δ᾽ Ἄργει δμαθέντα κλαίω |
και το αδέρφι που πέθανε στο Άργος θρηνώ· |
232 |
σύγγονον, ὃν ἔλιπον ἐπιμαστίδιον,
ἔτι βρέφος, ἔτι νέον, ἔτι θάλος
ἐν χερσὶν ματρὸς πρὸς στέρνοις τ᾽ |
το ‘χα αφήσει μωρό βυζανιάρικο,
νιο βλαστό τρυφερό
μες στα χέρια, στον κόρφο της μάνας του, αυτόν
που μια μέρα οι Αργείοι θα τον έκαναν |
235 |
Ἄργει σκηπτοῦχον Ὀρέσταν. |
βασιλιά, τον Ορέστη. |
|
|
|
|
αλληλόκρουστοι (βράχοι): που χτυπιούνται μεταξύ τους, οι συμπληγάδες πέτρες
άξενος: αφιλόξενος
αλογοθρόφος: που τρέφει, που συντηρεί, που έχει άλογα
αντίφωνος (σκοπός): μελωδία με ρυθμό που απαντάει σε μια άλλη όμοιά της ρυθμικά |
Πρώτο Ἐπεισόδιο
|
Χορός
καὶ μὴν ὅδ᾽ ἀκτὰς ἐκλιπὼν θαλασσίους
βουφορβὸς ἥκει σημανῶν τί σοι νέον. |
Η κορυφαία του Χορού
Μα κοίτα! Απ’ το γιαλό ένας γελαδάρης
έρχεται, κάποιο νέο για να σου φέρει. |
|
Βουκόλος
Ἀγαμέμνονός τε καὶ Κλυταιμήστρας τέκνον,
ἄκουε καινῶν ἐξ ἐμοῦ κηρυγμάτων. |
Γελαδάρης
Άκου από μένα ένα μαντάτο, κόρη
της Κλυταιμήστρας και του γιου του Ατρέα. |
240 |
Ἰφιγένεια
τί δ᾽ ἔστι τοῦ παρόντος ἐκπλῆσσον λόγου; |
Ιφιγένεια
Τι τρέχει; αυτό μας κόβει από το θρήνο. |
|
Βουκόλος
ἥκουσιν ἐς γῆν, κυανέαν Συμπληγάδα
πλάτῃ φυγόντες, δίπτυχοι νεανίαι,
θεᾷ φίλον πρόσφαγμα καὶ θυτήριον
Ἀρτέμιδι. χέρνιβας δὲ καὶ κατάργματα |
Γελαδάρης
Ξεφύγανε τις μαύρες Συμπληγάδες
με πλοίο, κι εδώ μας ήρθανε δυο νέοι,
σφάγια γλυκά και προσφορά στη θεά μας
την Άρτεμη. Έλα βιάσου να ετοιμάσεις |
245 |
οὐκ ἂν φθάνοις ἂν εὐτρεπῆ ποιουμένη. |
τον αγιασμό και τ’ άλλα για θυσία. |
|
Ἰφιγένεια
ποδαποί; τίνος γῆς σχῆμ᾽ ἔχουσιν οἱ ξένοι; |
Ιφιγένεια
Πούθε είναι; η όψη που έχουν πώς τους δείχνει; |
|
Βουκόλος
Ἕλληνες· ἓν τοῦτ᾽ οἶδα κοὐ περαιτέρω. |
Γελαδάρης
Έλληνες· άλλο τίποτα δεν ξέρω. |
|
Ἰφιγένεια
οὐδ᾽ ὄνομ᾽ ἀκούσας οἶσθα τῶν ξένων φράσαι; |
Ιφιγένεια
Και πώς τους λεν; δεν άκουσες; δεν ξέρεις; |
|
Βουκόλος
Πυλάδης ἐκλῄζεθ᾽ ἅτερος πρὸς θατέρου. |
Γελαδάρης
Πυλάδη ο ένας έκραζε τον άλλον. |
250 |
Ἰφιγένεια
τοῦ ξυζύγου δὲ τοῦ ξένου τί τοὔνομ᾽ ἦν; |
Ιφιγένεια
Κι αυτός, ο σύντροφός του, τι όνομα έχει; |
|
Βουκόλος
οὐδεὶς τόδ᾽ οἶδεν· οὐ γὰρ εἰσηκούσαμεν. |
Γελαδάρης
Δεν τ’ άκουσε κανείς μας· άγνωστο είναι. |
|
Ἰφιγένεια
πῶς δ᾽ εἴδετ᾽ αὐτοὺς κἀντυχόντες εἵλετε; |
Ιφιγένεια
Πού τους είδατε; πες μου πώς πιαστήκαν; |
|
Βουκόλος
ἄκραις ἐπὶ ῥηγμῖσιν ἀξένου πόρου– |
Γελαδάρης
Άκρη άκρη στ’ αφιλόξενο ακρογιάλι |
|
Ἰφιγένεια
καὶ τίς θαλάσσης βουκόλοις κοινωνία; |
Ιφιγένεια
Στη θάλασσα οι βοσκοί σαν τι δουλειά έχουν; |
255 |
Βουκόλος
βοῦς ἤλθομεν νίψοντες ἐναλίᾳ δρόσῳ. |
Γελαδάρης
Πήγαμ ‘ εκεί να πλύνουμε τα βόδια. |
|
Ἰφιγένεια
ἐκεῖσε δὴ ᾽πάνελθε, πῶς νιν εἵλετε
τρόπῳ θ᾽ ὁποίῳ· τοῦτο γὰρ μαθεῖν θέλω.
χρόνιοι γὰρ ἥκουσ᾽· οὐδέ πω βωμὸς θεᾶς
Ἑλληνικαῖσιν ἐξεφοινίχθη ῥοαῖς. |
Ιφιγένεια
Απάντησέ μου’ που τους πιάσατε, είπα,
και με ποιον τρόπο; αυτό ζητώ να μάθω.
Πριν από τούτους, το βωμό της θεάς μας
καιρό είχε να το βάψει Ελλήνων αίμα. |
260 |
Βουκόλος
ἐπεὶ τὸν ἐσρέοντα διὰ Συμπληγάδων |
Γελαδάρης
Στη θάλασσα που εδώ χτυπάει, περνώντας |
|
βοῦς ὑλοφορβοὺς πόντον εἰσεβάλλομεν,
ἦν τις διαρρὼξ κυμάτων πολλῷ σάλῳ
κοιλωπὸς ἀγμός, πορφυρευτικαὶ στέγαι.
ἐνταῦθα δισσοὺς εἶδέ τις νεανίας |
τις Συμπληγάδες, βάζαμε τα βόδια,
θρεφτά του λόγκου· εκεί ‘ναι μια κουφάλα,
στο βράχο απ’ τις φουρτούνες ανοιγμένη,
σκεπή για τους ψαράδες της πορφύρας.
Ένας μας, γελαδάρης, είδε μέσα |
265 |
βουφορβὸς ἡμῶν, κἀπεχώρησεν πάλιν
ἄκροισι δακτύλοισι πορθμεύων ἴχνος.
ἔλεξε δ᾽· Οὐχ ὁρᾶτε; δαίμονές τινες
θάσσουσιν οἵδε. –θεοσεβὴς δ᾽ ἡμῶν τις ὢν
ἀνέσχε χεῖρα καὶ προσηύξατ᾽ εἰσιδών· |
δυο νέους, κι ακροπατώντας ήρθε πίσω
και λέει σ’ εμάς· “δε βλέπετε; να, θεοί ‘ναι,
δεν ξέρω ποιοι, που κάθονται” Ένας άλλος
δικός μας, θεοφοβούμενος, τους βλέπει,
τα χέρια υψώνει και μια δέηση κάνει: |
270 |
ὦ ποντίας παῖ Λευκοθέας, νεῶν φύλαξ,
δέσποτα Παλαῖμον, ἵλεως ἡμῖν γενοῦ,
εἴτ᾽ οὖν ἐπ᾽ ἀκταῖς θάσσετον Διοσκόρω,
ἢ Νηρέως ἀγάλμαθ᾽, ὃς τὸν εὐγενῆ
ἔτικτε πεντήκοντα Νηρῄδων χορόν. |
“ω γιε της Λευκοθέας της πελαγίσιας,
σώστη των πλοίων Παλαίμονά μου αφέντη,
γίνε ίλεος*, μα κι εσείς, ω Διόσκουροί μου,
αν είστ’ εσείς που κάθεστε στους βράχους,
ή του Νηρέα χαρές, που είν’ ο πατέρας
χορού πενήντα ευγενικών Νηρηίδων” |
275 |
ἄλλος δέ τις μάταιος, ἀνομίᾳ θρασύς,
ἐγέλασεν εὐχαῖς, ναυτίλους δ᾽ ἐφθαρμένους
θάσσειν φάραγγ᾽ ἔφασκε τοῦ νόμου φόβῳ,
κλύοντας ὡς θύοιμεν ἐνθάδε ξένους.
ἔδοξε δ᾽ ἡμῶν εὖ λέγειν τοῖς πλείοσι, |
Μα ένας άλλος μας, άπιστος κι αυθάδης
απ’ την ασέβεια, γέλασε για τούτη
τη δέηση κι είπε ναυτικοί πως θα ήταν
καραβοτσακισμένοι, που θ’ ακούσαν
για το έθιμο να σφάζουμε τους ξένους
και κάθονταν στον σπήλιο από το φόβο·
οι πιο πολλοί δίκιο είπαμε πως έχει |
280 |
θηρᾶν τε τῇ θεῷ σφάγια τἀπιχώρια. |
και να τους κυνηγήσουμε για σφάγια
της θεάς μας, όπως είναι ο ντόπιος νόμος. |
|
κἀν τῷδε πέτραν ἅτερος λιπὼν ξένοιν
ἔστη κάρα τε διετίναξ᾽ ἄνω κάτω
κἀπεστέναξεν ὠλένας τρέμων ἄκρας,
μανίαις ἀλαίνων, καὶ βοᾷ κυναγὸς ὥς· |
Φεύγει απ ‘ το βράχο ωστόσο ο ένας ξένος,
τινάζει πάνω κάτω το κεφάλι,
βογκάει, τρέμουν τα χέρια του, τον πιάνει
τρέλα, και κράζει κυνηγός σα να ‘ναι: |
285 |
Πυλάδη, δέδορκας τήνδε; τήνδε δ᾽ οὐχ ὁρᾷς
Ἅιδου δράκαιναν, ὥς με βούλεται κτανεῖν
δειναῖς ἐχίδναις εἰς ἔμ᾽ ἐστομωμένη;
ἣ δ᾽ ἐκ χιτώνων πῦρ πνέουσα καὶ φόνον
πτεροῖς ἐρέσσει, μητέρ᾽ ἀγκάλαις ἐμὴν |
“Βλέπεις, Πυλάδη, αυτή; και τούτη του Άδη
δε βλέπεις τη δρακόντισσα, που θέλει
να με σκοτώσει. αρματωμένη ως είναι
με οχιές φριχτές που ενάντια μου τις στρέφει;
Και η άλλη, απ’ το χιτώνα της φυσώντας
φωτιά και φόνο, κοίτα φτερολάμνει
στην αγκαλιά τη μάνα μου κρατώντας, |
290 |
ἔχουσα–πέτρινον ὄχθον, ὡς ἐπεμβάλῃ.
οἴμοι, κτενεῖ με· ποῖ φύγω; |
για να τη ρίξει απάνω μου κοτρόνα.
Θα με σκοτώσει· αχ, πού να φύγω;” Ωστόσο |
291a |
παρῆν δ᾽ ὁρᾶν
οὐ ταῦτα μορφῆς σχήματ᾽, ἀλλ᾽ ἠλλάσσετο
φθογγάς τε μόσχων καὶ κυνῶν ὑλάγματα,
ἃς φᾶσ᾽ Ἐρινῦς ἱέναι μιμήματα. |
καμιά μορφή από τούτες δε φαινόταν·
των δαμαλιών μουγκρίσματα των σκύλων
γαβγίσματα, γι’ αυτόν τα ουρλιάσματα ήταν
που, καθώς λένε, βγάζουν οι Ερινύες. |
295 |
ἡμεῖς δὲ συσταλέντες, ὡς θαμβούμενοι,
σιγῇ καθήμεθ᾽· ὃ δὲ χερὶ σπάσας ξίφος,
μόσχους ὀρούσας ἐς μέσας λέων ὅπως,
παίει σιδήρῳ λαγόνας ἐς πλευράς θ᾽ ἱείς,
δοκῶν Ἐρινῦς θεὰς ἀμύνεσθαι τάδε, |
Εμείς, βουβοί, ζαρώσαμε στην άκρη
σα για θάνατο· εκείνος ξεσπαθώνει
κι ως λιοντάρι χιμώντας στα δαμάλια
χτυπά με το σπαθί πλευρά, λαγόνια,
με την ιδέα πως αντιστέκεται έτσι
στις Ερινύες· και βάφτηκε αίμα η άπλα |
300 |
ὡς αἱματηρὸν πέλαγος ἐξανθεῖν ἁλός.
κἀν τῷδε πᾶς τις, ὡς ὁρᾷ βουφόρβια
πίπτοντα καὶ πορθούμεν᾽, ἐξωπλίζετο,
κόχλους τε φυσῶν συλλέγων τ᾽ ἐγχωρίους·
πρὸς εὐτραφεῖς γὰρ καὶ νεανίας ξένους |
της θάλασσας. Ως βλέπει πια ο καθένας
τα βόδια του να πέφτουν, να χαλιούνται,
άρματ’ αδράχνει και μαζεύει ντόπιους
φυσώντας σε κοχύλες· δεν είν’ άξιοι,
κρίναμε, γελαδάρηδες ανθρώποι |
305 |
φαύλους μάχεσθαι βουκόλους ἡγούμεθα.
πολλοὶ δ᾽ ἐπληρώθημεν ἐν μακρῷ χρόνῳ.
πίπτει δὲ μανίας πίτυλον ὁ ξένος μεθείς,
στάζων ἀφρῷ γένειον· ὡς δ᾽ ἐσείδομεν
προύργου πεσόντα, πᾶς ἀνὴρ ἔσχεν πόνον |
με ξένους νέους κι αντρείους να παραβγούνε,
Και γίναμε πολλοί σε λίγην ώρα.
Πέρασε η κρίση της μανίας, και πέφτει
μ’ αφρούς στο στόμα ο ξένος· βλέποντάς τον
νά πέφτει απά στην ώρα, όλοι βαλθήκαν |
310 |
βάλλων ἀράσσων. ἅτερος δὲ τοῖν ξένοιν
ἀφρόν τ᾽ ἀπέψη σώματός τ᾽ ἐτημέλει
πέπλων τε προυκάλυπτεν εὐπήνους ὑφάς,
καραδοκῶν μὲν τἀπιόντα τραύματα,
φίλον δὲ θεραπείαισιν ἄνδρ᾽ εὐεργετῶν. |
από μακριά ή κοντά να τον βαρούνε.
Σφόγγιζε τους αφρούς του ο άλλος ξένος
και τον γνοιαζόταν, κι έβαζε μπροστά του
ωραίο κρουστό υφαντό, να τον σκεπάσει·
είχε απ’ τη μια το νου του στις ριξιές μας
και φρόντιζε απ’ την άλλη για το φίλο. |
315 |
ἔμφρων δ᾽ ἀνᾴξας ὁ ξένος πεσήματος
ἔγνω κλύδωνα πολεμίων προσκείμενον
καὶ τὴν παροῦσαν συμφορὰν αὐτοῖν πέλας,
ᾤμωξέ θ᾽· ἡμεῖς δ᾽ οὐκ ἀνίεμεν πέτροις
βάλλοντες, ἄλλος ἄλλοθεν προσκείμενοι. |
Ορθός πηδάει, στα σύγκαλά του, ο ξένος,
κι ως βλέπει να πλακώνει οχτρών φουρτούνα
και να σιμώνει το κακό, βογκάει·
κι εμείς, άλλοι από δω άλλοι κείθε ορμώντας,
γραμμή πετροβολούμε· τότε ακούστη |
320 |
οὗ δὴ τὸ δεινὸν παρακέλευσμ᾽ ἠκούσαμεν·
Πυλάδη, θανούμεθ᾽, ἀλλ᾽ ὅπως θανούμεθα
κάλλισθ᾽· ἕπου μοι, φάσγανον σπάσας χερί. — |
το φοβερό του πρόσταγμα· “Πυλάδη,
ο θάνατός μας βέβαιος, αλλά να ‘ναι
τιμημένος· ξεσπάθωσε κι ακλούθα”. |
|
ὡς δ᾽ εἴδομεν δίπαλτα πολεμίων ξίφη,
φυγῇ λεπαίας ἐξεπίμπλαμεν νάπας. |
Σαν είδαμε τα δυο σπαθιά να παίζουν,
πιάσαμε τα βραχόσπαρτα φαράγγια. |
325 |
ἀλλ᾽, εἰ φύγοι τις, ἅτεροι προσκείμενοι
ἔβαλλον αὐτούς· εἰ δὲ τούσδ᾽ ὠσαίατο,
αὖθις τὸ νῦν ὑπεῖκον ἤρασσεν πέτροις.
ἀλλ᾽ ἦν ἄπιστον· μυρίων γὰρ ἐκ χερῶν
οὐδεὶς τὰ τῆς θεοῦ θύματ᾽ εὐτύχει βαλών. |
Μα αν φεύγαν μερικοί, ζυγώνανε άλλοι
και ρίχνανε· αν αυτούς μπροστά τους βάζαν,
όσοι είχαν φύγει πριν ξαναρχινούσαν
το πετροβολητό· μα απίστευτο είναr
χιλιάδες χέρια, και δεν βρέθηκε ένας
της θεάς μας να πετύχει τα σφαχτά. |
330 |
μόλις δέ νιν τόλμῃ μὲν οὐ χειρούμεθα,
κύκλῳ δὲ περιβαλόντες ἐξεκλέψαμεν
πέτροισι χειρῶν φάσγαν᾽, ἐς δὲ γῆν γόνυ
καμάτῳ καθεῖσαν. πρὸς δ᾽ ἄνακτα τῆσδε γῆς
κομίζομέν νιν. ὃ δ᾽ ἐσιδὼν ὅσον τάχος |
Και τέλος δεν τους βάλαμε στο χέρι
με την αντρεία· τους ζώσαμε ένα γύρο,
και τα σπαθιά τους πέσανε απ’. τα χέρια,
και οι πέτρες τα παράλυσαν· στο χώμα
γονάτισαν κατάκοποι· στο ρήγα
τους πήγαμε, κι αυτός, μόλις τους είδε, |
335 |
ἐς χέρνιβάς τε καὶ σφαγεῖ᾽ ἔπεμπέ σοι. |
πρόσταξε ευθύς σ’ εσέ να οδηγηθούνε,
να γίνει ο ραντισμός τους και η σφαγή τους. |
|
ηὔχου δὲ τοιάδ᾽, ὦ νεᾶνί, σοι ξένων
σφάγια παρεῖναι· κἂν ἀναλίσκῃς ξένους
τοιούσδε, τὸν σὸν Ἑλλὰς ἀποτείσει φόνον
δίκας τίνουσα τῆς ἐν Αὐλίδι σφαγῆς. |
Τέτοια απ’ τα ξένα σφάγια, κοπελιά μου,
να δέεσαι να ‘ρχονται· αν θυσιάζεις τέτοιους,
το φόνο σου η Ελλάδα θα πλερώσει,
που ‘θελε να σε σφάξει στην Αυλίδα. |
340 |
Χορός
θαυμάστ᾽ ἔλεξας τὸν μανένθ᾽, ὅστις ποτὲ
Ἕλληνος ἐκ γῆς πόντον ἦλθεν ἄξενον. |
Χορός
Παράξενη είναι η τρέλα του Έλληνα, όποιος
και να ‘ναι, που στον άξενο ήρθε πόντο. |
|
Ἰφιγένεια
εἶἑν· σὺ μὲν κόμιζε τοὺς ξένους μολών,
τὰ δ᾽ ἐνθάδ᾽ ἡμεῖς ὅσια φροντιούμεθα– |
Ιφιγένεια
Καλά· τους ξένους τρέχα εσύ να φέρεις·
για το ιερό μου χρέος έχω το νου μου. |
|
ὦ καρδία τάλαινα, πρὶν μὲν ἐς ξένους |
Δόλια καρδιά μου, ως τώρα για τους ξένους |
|
γαληνὸς ἦσθα καὶ φιλοικτίρμων ἀεί,
ἐς θοὑμόφυλον ἀναμετρουμένη δάκρυ,
Ἕλληνας ἄνδρας ἡνίκ᾽ ἐς χέρας λάβοις.
νῦν δ᾽ ἐξ ὀνείρων οἷσιν ἠγριώμεθα,
δοκοῦσ᾽ Ὀρέστην μηκέθ᾽ ἥλιον βλέπειν, |
ήσουν γλυκιά, πονετικιά ήσουν πάντα,
κι Έλληνες όταν σου ‘πεφταν στα χέρια,
δάκρυζες, σαν ομόφυλοί σου που ήταν.
Μα τώρα, τ’ όνειρό μου μ’ έχει αγριέψει·
ο Ορέστης λέω, δε ζει· για σας συμπόνια, |
350 |
δύσνουν με λήψεσθ᾽, οἵτινές ποθ᾽ ἥκετε.
καὶ τοῦτ᾽ ἄρ᾽ ἦν ἀληθές, ᾐσθόμην, φίλαι·
οἱ δυστυχεῖς γὰρ τοῖσι δυστυχεστέροις
αὐτοὶ κακῶς πράξαντες οὐ φρονοῦσιν εὖ.
ἀλλ᾽ οὔτε πνεῦμα Διόθεν ἦλθε πώποτε, |
όποιοι και να ‘στε που έρχεστε, δε νιώθω.
Σωστό ειν’ αυτό που λένε, φίλες· τώρα
το βλέπω· συμφορά σα σε χτυπήσει,
δε συμπαθάς τον πιο δυστυχισμένο.
Μα ανέμου πνοή καμιά απ’ το Δία ως τώρα |
355 |
οὐ πορθμίς, ἥτις διὰ πέτρας Συμπληγάδας
Ἑλένην ἀπήγαγ᾽ ἐνθάδ᾽, ἥ μ᾽ ἀπώλεσεν,
Μενέλεών θ᾽, ἵν᾽ αὐτοὺς ἀντετιμωρησάμην,
τὴν ἐνθάδ᾽ Αὖλιν ἀντιθεῖσα τῆς ἐκεῖ,
οὗ μ᾽ ὥστε μόσχον Δαναΐδαι χειρούμενοι |
ούτε κανένα πέραμα δεν ήρθε,
που μέσ’ απ’ το στενό των Συμπληγάδων
την Ελένη, πηγή της συμφοράς μου,
μαζί με το Μενέλαο να μας φέρει,
για να εκδικιόμουν και μιαν άλλη Αυλίδα
να ‘στηνα εδώ γι ‘ αυτούς, αντίς για κείνη,
όπου οι Αργείοι κρατώντας με ως δαμάλα |
360 |
ἔσφαζον, ἱερεὺς δ᾽ ἦν ὁ γεννήσας πατήρ.
οἴμοι–κακῶν γὰρ τῶν τότ᾽ οὐκ ἀμνημονῶ–
ὅσας γενείου χεῖρας ἐξηκόντισα
γονάτων τε τοῦ τεκόντος, ἐξαρτωμένη,
λέγουσα τοιάδ᾽· ὦ πάτερ, νυμφεύομαι |
μ’ έσφαζαν κι ήταν θύτης μου ο γονιός μου.
Αχ – δεν ξεχνώ τις τότε πίκρες – πόσες
φορές στα γένια του άπλωσα τα χέρια μου,
στα γόνατά του! Πάνω του κρεμιόμουν
και του έλεγα: “φριχτή παντρειά μου κάνεις,
πατέρα· τη στιγμή που εσύ με σφάζεις |
365 |
νυμφεύματ᾽ αἰσχρὰ πρὸς σέθεν· μήτηρ δ᾽ ἐμὲ
σέθεν κατακτείνοντος Ἀργεῖαί τε νῦν
ὑμνοῦσιν ὑμεναίοισιν, αὐλεῖται δὲ πᾶν
μέλαθρον· ἡμεῖς δ᾽ ὀλλύμεσθα πρὸς σέθεν.
Ἅιδης Ἀχιλλεὺς ἦν ἄρ᾽, οὐχ ὁ Πηλέως, |
η μάνα μου κι οι Αργίτισσες του γάμου
τραγούδι λεν για μένα, όλο το σπίτι
γεμίζει αυλών αχούς· κι απ’ το δικό σου
χάνομαι χέρι εγώ· ώστε ήταν ο Άδης
– κι όχι ο Πηλείδης – ο Αχιλλέας που γι’ άντρα |
370 |
ὅν μοι προσείσας πόσιν, ἐν ἁρμάτων ὄχοις
ἐς αἱματηρὸν γάμον ἐπόρθμευσας δόλῳ.
ἐγὼ δὲ λεπτῶν ὄμμα διὰ καλυμμάτων
ἔχουσ᾽, ἀδελφόν τ᾽ οὐκ ἀνειλόμην χεροῖν,
–ὃς νῦν ὄλωλεν–οὐ κασιγνήτῃ στόμα |
προβάλλοντας με δόλο, μες στ’ αμάξι
για ματωμένο εδώ μ’ έσυρες γάμο”.
Με πέπλο εγώ αγανό στο πρόσωπό μου,
δε σήκωσα στα χέρια μου τ’ αδέρφι
– αυτό που τώρα πάει -, την αδερφή μου,
δε φίλησα στο στόμα από ντροπή |
375 |
συνῆψ᾽ ὑπ᾽ αἰδοῦς, ὡς ἰοῦσ᾽ ἐς Πηλέως
μέλαθρα· πολλὰ δ᾽ ἀπεθέμην ἀσπάσματα
ἐς αὖθις, ὡς ἥξουσ᾽ ἐς Ἄργος αὖ πάλιν. |
που πήγαινα στο σπίτι του Πηλέα·
για αργότερα, είπα, ας μείνουν οι ασπασμοί μου,
σα να ήταν να γυρίσω πίσω στο Άργος, |
|
ὦ τλῆμον, εἰ τέθνηκας, ἐξ οἵων καλῶν
ἔρρεις, Ὀρέστα, καὶ πατρὸς ζηλωμάτων– |
Άμοιρε, Ορέστη, αν πέθανες, τι πλούτια,
τι πατρικά έχεις χάσει μεγαλεία! |
380 |
τὰ τῆς θεοῦ δὲ μέμφομαι σοφίσματα,
ἥτις βροτῶν μὲν ἤν τις ἅψηται φόνου,
ἢ καὶ λοχείας ἢ νεκροῦ θίγῃ χεροῖν,
βωμῶν ἀπείργει, μυσαρὸν ὡς ἡγουμένη,
αὐτὴ δὲ θυσίαις ἥδεται βροτοκτόνοις. |
Της θεάς μας οι ξυπνάδες δε μου αρέσουν·
αν με τα χέρια ένας θνητός αγγίξει
φόνου αίμα ή και λεχώνα ή πεθαμένον,
τον διώχνει, ως μολυσμένο, απ’ το βωμό της,
κι αυτή θυσίες ανθρώπων την ευφραίνουν. |
385 |
οὐκ ἔσθ᾽ ὅπως ἔτεκεν ἂν ἡ Διὸς δάμαρ
Λητὼ τοσαύτην ἀμαθίαν. ἐγὼ μὲν οὖν
τὰ Ταντάλου θεοῖσιν ἑστιάματα
ἄπιστα κρίνω, παιδὸς ἡσθῆναι βορᾷ,
τοὺς δ᾽ ἐνθάδ᾽, αὐτοὺς ὄντας ἀνθρωποκτόνους, |
Αδύνατο η Λητώ, του Δία γυναίκα,
να γέννησε ένα τόσο ανόητο πλάσμα.
Ούτε όσα λεν για τα ταντάλεια δείπνα,
πως τάχα θεοί γευτήκανε τις σάρκες
του παιδιού του, πιστεύω· οι ντόπιοι πάλι,
νομίζω, είν’ αιμοβόροι και ζητούνε |
390 |
ἐς τὴν θεὸν τὸ φαῦλον ἀναφέρειν δοκῶ·
οὐδένα γὰρ οἶμαι δαιμόνων εἶναι κακόν. |
στους θεούς να ρίξουν τ’ άγριο φυσικό τους·
κανένας, λέω, θεός κακός δεν είναι. |
|
|
|
|
ίλεος: σπλαχνικός
φτερολάμνω: χτυπώ τα φτερά σαν κουπιά
αγανός: αραιά υφασμένος
|
Πρώτο Στάσιμο
|
Χορός
κυάνεαι κυάνεαι
σύνοδοι θαλάσσας, ἵν᾽ οἶ-
στρος ὁ πετόμενος Ἀργόθεν ἄ- |
Χορός
Ω γαλάζιο, βαθυγάλαζο
σμίξιμο των θαλασσών,
όπου απ’ τ’ Άργος η βοϊδόμυγα πετώντας |
395 |
ξενον ἐπ᾽ οἶδμα διεπέρασεν . . .
Ἀσιήτιδα γαῖαν
Εὐρώπας διαμείψας.
τίνες ποτ᾽ ἄρα τὸν εὔυδρον δονακόχλοα |
πέρα πέρασε απ’ το κύμα τ’ αφιλόξενο
τη γελάδα
για τις χώρες της Ασίας απ’ την Ευρώπη!
Σαν ποιοι να ‘ναι που του Ευρώτα |
400 |
λιπόντες Εὐρώταν ἢ
ῥεύματα σεμνὰ Δίρκας
ἔβασαν ἔβασαν ἄμεικτον αἶαν, ἔνθα κούρᾳ
δίᾳ τέγγει |
άφησαν τα ωραία νερά
και τα πράσινα καλάμια
ή το ρέμα το τρισέβαστο της Δίρκης,
για να φτάσουν σ’ άγρια χώρα, όπου για χάρη
της διογέννητης παρθένας
αίμα ανθρώπινο ποτίζει |
405 |
βωμοὺς καὶ περικίονας
ναοὺς αἷμα βρότειον; |
το βωμό και το ιερό της,
τον περίστυλο ναό; |
|
ἦ ῥοθίοις εἰλατίνας
δικρότοισι κώπας ἔπλευ-
σαν ἐπὶ πόντια κύματα, νά- |
Με τραβήγματα διπλόκροτα
των ελάτινων κουπιών,
με πανιά λινά απ’ ανέμους φουσκωμένα |
410 |
ιον ὄχημα λινοπόροις αὔραις,
φιλόπλουτον ἅμιλλαν
αὔξοντες μελάθροισιν;
φίλα γὰρ ἐλπίς γ᾽, ἐπί τε πήμασιν βροτῶν |
ποντοπόροι ν’ αρμενίσανε στα κύματα
απ’ τον πόθο
σωρούς πλούτου μες στα σπίτια τους να υψώσουν;
την καρδιά γλυκαίν’ η ελπίδα |
415 |
ἄπληστος ἀνθρώποις, ὄλ-
βου βάρος οἳ φέρονται
πλάνητες ἐπ᾽ οἶδμα πόλεις τε βαρβάρους περῶντες,
κοινᾷ δόξᾳ·
γνώμα δ᾽ οἷς μὲν ἄκαιρος ὄλ- |
κι είν’ αχόρταγη – πηγή
συμφορών – για τους ανθρώπους
που τα κέρδη κυνηγούνε τα μεγάλα
ταξιδεύοντας στις χώρες των βαρβάρων·
όνειρο κοινό είναι σ’ όλους,
μα του κέρδους η έγνοια σε άλλους
άμετρη είναι, σ’ άλλους πάλι |
420 |
βου, τοῖς δ᾽ ἐς μέσον ἥκει. |
με το μέτρο το σωστό. |
|
πῶς πέτρας τὰς συνδρομάδας,
πῶς Φινεϊδᾶν ἀΰ-
πνους ἀκτὰς ἐπέρασαν
παρ᾽ ἅλιον |
Πώς τους αλληλόκρουστους τους βράχους,
τάχα πώς των Φινειδών
να περάσανε τ’ ασίγαστ’ ακρογιάλια; |
425 |
αἰγιαλὸν ἐπ᾽ Ἀμφιτρί-
τας ῥοθίῳ δραμόντες,
ὅπου πεντήκοντα κορᾶν
Νηρῄδων . . . . χοροὶ
μέλπουσιν ἐγκύκλιοι, |
τρέχοντας γιαλό γιαλό
στ’ ανεμόδαρτα νερό της Αμφιτρίτης,
όπου
οι πενήντα θυγατέρες του Νηρέα
τραγουδούνε και χορεύουνε κυκλόσυρτο χορό; |
430 |
πλησιστίοισι πνοαῖς
συριζόντων κατὰ πρύμναν
εὐναίων πηδαλίων
αὔραις <σὺν> νοτίαις
ἢ πνεύμασι Ζεφύρου, |
ή στον άνεμο αμολώντας τα πανιά,
ενώ σφύριζε στην πρύμη
το τιμόνι, ο οδηγός του καραβιού,
πέρασαν με τη νοτιά,
με τις πνοές του Ζέφυρου ίσως, |
435 |
τὰν πολυόρνιθον ἐπ᾽ αἶ-
αν, λευκὰν ἀκτάν, Ἀχιλῆ-
ος δρόμους καλλισταδίους,
ἄξεινον κατὰ πόντον; |
στη λευκήν ακρογιαλιά,
αναρίθμητων πετούμενων λημέρι,
του γοργόδρομου Αχιλλέα λαμπρή απλωσιά,
μες στον άξενο τον πόντο; |
|
εἴθ᾽ εὐχαῖσιν δεσποσύνοις
Λήδας Ἑλένα φίλα |
Άμποτε, όπως εύχεται η κυρά μας,
απ’ το κάστρο το τρωικό |
440 |
παῖς ἐλθοῦσα τύχοι τὰν
Τρῳάδα λι-
ποῦσα πόλιν, ἵν᾽ ἀμφὶ χαί-
τᾳ δρόσον αἱματηρὰν
ἑλιχθεῖσα λαιμοτόμῳ |
ξεκινώντας η ακριβή της Λήδας κόρη
να ‘φτανε, η Ελένη, εδώ
κι αφού αιμάτινο τριγύρω στα μαλλιά της
κύκλο, |
445 |
δεσποίνας χειρὶ θάνοι
ποινὰς δοῦσ᾽ ἀντιπάλους. |
της θυσίας αρχή, η κυρά μας της χαράξει,
να σφαχτεί, το χρέος της έτσι να πλερώσει ταιριαστό. |
|
ἁδίσταν δ᾽ ἀγγελίαν
δεξαίμεσθ᾽, Ἑλλάδος ἐκ γᾶς
πλωτήρων εἴ τις ἔβα, |
Μα το μήνυμα για μας το πιο γλυκό
θα ‘ταν, από την Ελλάδα
κατά δω ένας ταξιδιάρης να φανεί |
450 |
δουλείας ἐμέθεν
δειλαίας παυσίπονος·
κἀν γὰρ ὀνείροισι συνεί-
ην δόμοις πόλει τε πατρῴ-
ᾳ, τερπνῶν ὕπνων ἀπόλαυ- |
κι απ’ τις πίκρες της σκλαβιάς
να με σώσει την καημένη·
να ‘μουνα στο σπίτι μου, αχ,
και στον τόπο μου, έτσι καν μες στ’ όνειρο μου·
δώρα του ύπνου τα όνειρα είναι του γλυκού |
455 |
σιν, κοινὰν χάριν ὄλβου. |
και κοινό αγαθό του κόσμου. |
Δεύτερο Ἐπεισόδιο
|
Χορός
ἀλλ᾽ οἵδε χέρας δεσμοῖς δίδυμοι
συνερεισθέντες χωροῦσι, νέον
πρόσφαγμα θεᾶς· σιγᾶτε, φίλαι.
τὰ γὰρ Ἑλλήνων ἀκροθίνια δὴ |
Χορός
Αλλά να, με τα χέρια δεμένα σφιχτά,
οι δυο νέοι προχωρούν, της θεάς
τα καινούργια σφαχτάρια· καλές μου, σιωπή!
Για θυσίας προσφορά, της Ελλάδας ανθοί, |
460 |
ναοῖσι πέλας τάδε βαίνει·
οὐδ᾽ ἀγγελίας ψευδεῖς ἔλακεν
βουφορβὸς ἀνήρ.
ὦ πότνι᾽, εἴ σοι τάδ᾽ ἀρεσκόντως
πόλις ἥδε τελεῖ, δέξαι θυσίας, |
να, σιμώνουνε πια στο ναό·
και δεν ήτανε ψέματ’ αυτά που ο βοσκός
των γελάδων μας είπε.
Αν σου αρέσουν των ντόπιων, θεά, οι τελετές,
δέξου αυτές τις θυσίες, που ανόσιες ο νόμος σ’ εμάς |
465 |
ἃς ὁ παρ᾽ ἡμῖν νόμος οὐχ ὁσίας
[Ἕλλησι διδοὺς] ἀναφαίνει. |
τις λογιάζει, κι αλάργα από τέτοιες κρατά
των Ελλήνων τα χέρια. |
|
Ἰφιγένεια
εἶἑν·
τὰ τῆς θεοῦ μὲν πρῶτον ὡς καλῶς ἔχῃ
φροντιστέον μοι. μέθετε τῶν ξένων χέρας,
ὡς ὄντες ἱεροὶ μηκέτ᾽ ὦσι δέσμιοι. |
Ιφιγένεια
Αρκεί·
Η πρώτη μου φροντίδα πρέπει να είναι
καλά να γίνουν τα ιερά· τα χέρια
των ξένων λύστε· αφού είναι πια δοσμένοι
στη θεά, δεμένοι να μην είναι. |
470 |
ναοῦ δ᾽ ἔσω στείχοντες εὐτρεπίζετε
ἃ χρὴ ᾽πὶ τοῖς παροῦσι καὶ νομίζεται.
φεῦ·
τίς ἆρα μήτηρ ἡ τεκοῦσ᾽ ὑμᾶς ποτε
πατήρ τ᾽; ἀδελφή τ᾽, εἰ γεγῶσα τυγχάνει–
οἵων στερεῖσα διπτύχων νεανιῶν |
Μπείτε
εσείς στο ναό, και μέσα κει ετοιμάστε
όσα απαιτούνε το έθιμο κι η ανάγκη.
Αλί!
Ποιά μάνα να σας έκαμε, ποιος τάχα
πατέρας; Κι η αδερφή σας τι λεβέντες
– αν έχετε αδερφή – θα χάσει, κι έρμη |
475 |
ἀνάδελφος ἔσται. –τὰς τύχας τίς οἶδ᾽ ὅτῳ
τοιαίδ᾽ ἔσονται; πάντα γὰρ τὰ τῶν θεῶν
ἐς ἀφανὲς ἕρπει, κοὐδὲν οἶδ᾽ οὐδεὶς κακὸν
<*>
ἡ γὰρ τύχη παρήγαγ᾽ ἐς τὸ δυσμαθές.
πόθεν ποθ᾽ ἥκετ᾽, ὦ ταλαίπωροι ξένοι; |
θα μείνει! Ποιον θα βρει μια τέτοια τύχη
κανείς δεν ξέρει· η θεά βουλή βαδίζει
στα σκοτεινά· και το κακό κανένας
δεν το μαντεύει· η τύχη εκεί το φέρνει
που δεν το νιώθεις. Άμοιροί μου ξένοι,
πούθε έρχεστε: Μεγάλο το ταξίδι
που κάματε ως εδώ· ο καιρός που θα είστε |
480 |
ὡς διὰ μακροῦ μὲν τήνδ᾽ ἐπλεύσατε χθόνα,
μακρὸν δ᾽ ἀπ᾽ οἴκων χρόνον ἔσεσθ᾽ ἀεὶ κάτω. |
μακριά από την πατρίδα σας, στον κάτω
κόσμο πολύς θα ‘ναι και εκείνος, αιώνιος. |
|
Ὀρέστης
τί ταῦτ᾽ ὀδύρῃ, κἀπὶ τοῖς μέλλουσι νῷν
κακοῖσι λυπεῖς, ἥτις εἶ ποτ᾽, ὦ γύναι;
οὔτοι νομίζω σοφόν, ὃς ἂν μέλλων κτενεῖν |
Ορέστης
Κυρά μου, όποια και να ‘σαι, τι τις θέλεις
αυτές τις κλάψες, και προσθέτεις λύπες
σ’ όσα μας περιμένουνε; Δεν το ‘χω |
485 |
οἴκτῳ τὸ δεῖμα τοὐλέθρου νικᾶν θέλῃ.
οὐχ ὅστις Ἅιδην ἐγγὺς ὄντ᾽ οἰκτίζεται
σωτηρίας ἄνελπις· ὡς δύ᾽ ἐξ ἑνὸς
κακὼ συνάπτει, μωρίαν τ᾽ ὀφλισκάνει
θνῄσκει θ᾽ ὁμοίως· τὴν τύχην δ᾽ ἐᾶν χρεών. |
για φρόνιμο, ένας που είναι για να σφάξει
το φόβο του χαμού μες στη σπλαχνιά
να θέλει να τον πνίξει· το ίδιο κι όταν
το θάνατο θρηνεί που στέκει εμπρός του
χωρίς να υπάρχει ελπίδα σωτηρίας·
έτσι το ένα κακό διπλό το κάνει:
και για άμυαλος περνά και δε γλιτώνει. |
490 |
ἡμᾶς δὲ μὴ θρήνει σύ· τὰς γὰρ ἐνθάδε
θυσίας ἐπιστάμεσθα καὶ γιγνώσκομεν. |
Αυτά στην τύχη ας μείνουν. Και για μας
μην κλαις· γιατί για τις εδώ θυσίες
τα ‘χουμε μάθει και γνωστές μας είναι. |
|
Ἰφιγένεια
πότερος ἄρ᾽ ὑμῶν ἐνθάδ᾽ ὠνομασμένος
Πυλάδης κέκληται; τόδε μαθεῖν πρῶτον θέλω. |
Ιφιγένεια
Πυλάδη είπαν τον ένα σας· ποιος είναι;
αυτό ζητώ να μάθω πρώτα πρώτα. |
|
Ὀρέστης
ὅδ᾽, εἴ τι δή σοι τοῦτ᾽ ἐν ἡδονῇ μαθεῖν. |
Ορέστης
Αυτός εδώ, αν σ’ ευφραίνει να το ξέρεις. |
495 |
Ἰφιγένεια
ποίας πολίτης πατρίδος Ἕλληνος γεγώς; |
Ιφιγένεια
Ποια πόλη ελληνική πατρίδα του είναι; |
|
Ὀρέστης
τί δ᾽ ἂν μαθοῦσα τόδε πλέον λάβοις, γύναι; |
Ορέστης
Κυρά, τι θα κερδίσεις αν το μάθεις; |
|
Ἰφιγένεια
πότερον ἀδελφὼ μητρός ἐστον ἐκ μιᾶς; |
Ιφιγένεια
Αδέρφια οι δυο σας είστε; γιοι μιας μάνας; |
|
Ὀρέστης
φιλότητί γ᾽· ἐσμὲν δ᾽ οὐ κασιγνήτω, γύναι. |
Ορέστης
Αδέρφια στην αγάπη, μα όχι στο αίμα. |
|
Ἰφιγένεια
σοὶ δ᾽ ὄνομα ποῖον ἔθεθ᾽ ὁ γεννήσας πατήρ; |
Ιφιγένεια
Σ’ εσέ ο γονιός σου τι όνομα έχει δώσει; |
500 |
Ὀρέστης
τὸ μὲν δίκαιον Δυστυχὴς καλοίμεθ᾽ ἄν. |
Ορέστης
Δύστυχο όποιος με κράζει θα ‘χει δίκιο. |
|
Ἰφιγένεια
οὐ τοῦτ᾽ ἐρωτῶ· τοῦτο μὲν δὸς τῇ τύχῃ. |
Ιφιγένεια
Αυτό στην τύχη ανήκει· άλλο ρωτάω. |
|
Ὀρέστης
ἀνώνυμοι θανόντες οὐ γελῴμεθ᾽ ἄν. |
Ορέστης
Του ανώνυμου θανή δεν τη γελούνε. |
|
Ἰφιγένεια
τί δὲ φθονεῖς τοῦτο; ἦ φρονεῖς οὕτω μέγα; |
Ιφιγένεια
Τι το κρατάς κρυφό; από περηφάνια; |
|
Ὀρέστης
τὸ σῶμα θύσεις τοὐμόν, οὐχὶ τοὔνομα. |
Ορέστης
Το σώμα μου, όχι τ’ όνομα, θα σφάξεις. |
505 |
Ἰφιγένεια
οὐδ᾽ ἂν πόλιν φράσειας ἥτις ἐστί σοι; |
Ιφιγένεια
Πούθε είσαι; ούτε κι αυτό να πεις δε θέλεις; |
|
Ὀρέστης
ζητεῖς γὰρ οὐδὲν κέρδος, ὡς θανουμένῳ. |
Ορέστης
Τι θα ωφελήσει, αφού για θάνατο είμαι; |
|
Ἰφιγένεια
χάριν δὲ δοῦναι τήνδε κωλύει τί σε; |
Ιφιγένεια
Τι σε μποδάει τη χάρη να μου κάμεις; |
|
Ὀρέστης
τὸ κλεινὸν Ἄργος πατρίδ᾽ ἐμὴν ἐπεύχομαι. |
Ορέστης
Τ’ Άργος το ξακουστό πατρίδα μου είναι. |
|
Ἰφιγένεια
πρὸς θεῶν, ἀληθῶς, ὦ ξέν᾽, εἶ κεῖθεν γεγώς; |
Ιφιγένεια
Για τ’ όνομα των θεών! Αλήθεια, ξένε; |
510 |
Ὀρέστης
ἐκ τῶν Μυκηνῶν <γ᾽>, αἵ ποτ᾽ ἦσαν ὄλβιαι. |
Ορέστης
Η ευτυχισμένη άλλη φορά Μυκήνα. |
|
Ἰφιγένεια
φυγὰς <δ᾽> ἀπῆρας πατρίδος, ἢ ποίᾳ τύχῃ; |
Ιφιγένεια
Πώς έφυγες; εξόριστος μην είσαι: |
|
Ὀρέστης
φεύγω τρόπον γε δή τιν᾽ οὐχ ἑκὼν ἑκών. |
Ορέστης
Κι ήθελα κι όχι· ένα είδος εξορία. |
|
Ἰφιγένεια
ἆρ᾽ ἄν τί μοι φράσειας ὧν ἐγὼ θέλω; |
Ιφιγένεια
Μπορείς να πεις για μερικά που θέλω; |
|
Ὀρέστης
ὡς ἐν παρέργῳ τῆς ἐμῆς δυσπραξίας. |
Ορέστης
Ναι, με όση αδειά μου αφήνει η συμφορά μου. |
515 |
Ἰφιγένεια
καὶ μὴν ποθεινός γ᾽ ἦλθες ἐξ Ἄργους μολών. |
Ιφιγένεια
Χαρά είν’ ο ερχομός σου, αφού είσ’ απ’ τ’ Άργος. |
|
Ὀρέστης
οὔκουν ἐμαυτῷ γ᾽· εἰ δὲ σοί, σὺ τοῦτ᾽ ἔρα. |
Ορέστης
Όχι για με· αν για σένα, τότε χαίρου. |
|
Ἰφιγένεια
Τροίαν ἴσως οἶσθ᾽, ἧς ἁπανταχοῦ λόγος. |
Ιφιγένεια
Την Τροία την κοσμολάλητη θα ξέρεις. |
|
Ὀρέστης
ὡς μήποτ᾽ ὤφελόν γε μηδ᾽ ἰδὼν ὄναρ. |
Ορέστης
Να μην την είχα δει ούτε στ’ όνειρο μου! |
|
Ἰφιγένεια
φασίν νιν οὐκέτ᾽ οὖσαν οἴχεσθαι δορί. |
Ιφιγένεια
Έχει χαθεί απ’ τον πόλεμο, μας είπαν. |
520 |
Ὀρέστης
ἔστιν γὰρ οὕτως οὐδ᾽ ἄκραντ᾽ ἠκούσατε. |
Ορέστης
Έτσι έχει γίνει· δε σας είπαν ψέμα. |
|
Ἰφιγένεια
Ἑλένη δ᾽ ἀφῖκται δῶμα Μενέλεω πάλιν; |
Ιφιγένεια
Και στου Μενέλαου γύρισε η Ελένη; |
|
Ὀρέστης
ἥκει, κακῶς γ᾽ ἐλθοῦσα τῶν ἐμῶν τινι. |
Ορέστης
Ναι, και για συμφορά κάποιου δικού μου. |
|
Ἰφιγένεια
καὶ ποῦ ᾽στι; κἀμοὶ γάρ τι προυφείλει κακόν. |
Ιφιγένεια
Και πού είναι; κάτι οφείλει και σ’ εμένα. |
|
Ὀρέστης
Σπάρτῃ ξυνοικεῖ τῷ πάρος ξυνευνέτῃ. |
Ορέστης
Στη Σπάρτη με τον πρώτο της τον άντρα. |
525 |
Ἰφιγένεια
ὦ μῖσος εἰς Ἕλληνας, οὐκ ἐμοὶ μόνῃ. |
Ιφιγένεια
Η Ελλάδα τη μισεί, κι όχι εγώ μόνο. |
|
Ὀρέστης
ἀπέλαυσα κἀγὼ δή τι τῶν κείνης γάμων. |
Ορέστης
Από την παντρειά της κάτι είδα κι εγώ. |
|
Ἰφιγένεια
νόστος δ᾽ Ἀχαιῶν ἐγένεθ᾽, ὡς κηρύσσεται; |
Ιφιγένεια
Γυρίσαν οι Αχαιοί, όπως είναι η φήμη; |
|
Ὀρέστης
ὡς πάνθ᾽ ἅπαξ με συλλαβοῦσ᾽ ἀνιστορεῖς. |
Ορέστης
Πως μονοκοπανιάς ρωτάς με για όλα! |
|
Ἰφιγένεια
πρὶν γὰρ θανεῖν σε, τοῦδ᾽ ἐπαυρέσθαι θέλω. |
Ιφιγένεια
Αυτό να βγάλω πριν απ’ τη θανή σου. |
530 |
Ὀρέστης
ἔλεγχ᾽, ἐπειδὴ τοῦδ᾽ ἐρᾷς· λέξω δ᾽ ἐγώ. |
Ορέστης
Αφού σου αρέσει, ρώτα θ’ απαντήσω. |
|
Ἰφιγένεια
Κάλχας τις ἦλθε μάντις ἐκ Τροίας πάλιν; |
Ιφιγένεια
Γύρισε πίσω κάποιος Κάλχας, μάντης; |
|
Ὀρέστης
ὄλωλεν, ὡς ἦν ἐν Μυκηναίοις λόγος. |
Ορέστης
Χάθηκε κατά που έλεαν στη Μυκήνα. |
|
Ἰφιγένεια
ὦ πότνι᾽, ὡς εὖ. –τί γὰρ ὁ Λαέρτου γόνος; |
Ιφιγένεια
Ω θεά μου, τι καλά! Κι ο γιος του Λαέρτη; |
|
Ὀρέστης
οὔπω νενόστηκ᾽ οἶκον, ἔστι δ᾽, ὡς λόγος. |
Ορέστης
Στο σπίτι του όχι ακόμα· ζει όμως, λένε. |
535 |
Ἰφιγένεια
ὄλοιτο, νόστου μήποτ᾽ ἐς πάτραν τυχών. |
Ιφιγένεια
Που να χαθεί και να μη δει πατρίδα! |
|
Ὀρέστης
μηδὲν κατεύχου· πάντα τἀκείνου νοσεῖ. |
Ορέστης
Μαύρα όλα είναι γι’ αυτόν· μην καταριέσαι. |
|
Ἰφιγένεια
Θέτιδος δ᾽ ὁ τῆς Νηρῇδος ἔστι παῖς ἔτι; |
Ιφιγένεια
Και της Νηρηίδας Θέτιδας ο γιος; |
|
Ὀρέστης
οὐκ ἔστιν· ἄλλως λέκτρ᾽ ἔγημ᾽ ἐν Αὐλίδι. |
Ορέστης
Δε ζει· κι ο γάμος στην Αυλίδα ψέμα. |
|
Ἰφιγένεια
δόλια γάρ, ὡς ἴσασιν οἱ πεπονθότες. |
Ιφιγένεια
Ξεγέλασμα ήταν· οι παθοί το ξέρουν. |
540 |
Ὀρέστης
τίς εἶ ποθ᾽; ὡς εὖ πυνθάνῃ τἀφ᾽ Ἑλλάδος. |
Ορέστης
Τι ωραία ρωτάς για την Ελλάδα! Ποια είσαι; |
|
Ἰφιγένεια
ἐκεῖθέν εἰμι· παῖς ἔτ᾽ οὖσ᾽ ἀπωλόμην. |
Ιφιγένεια
Είμαι από κει, μα χάθηκα, μικρούλα. |
|
Ὀρέστης
ὀρθῶς ποθεῖς ἄρ᾽ εἰδέναι τἀκεῖ, γύναι. |
Ορέστης
Τότε σωστό να θέλεις να μαθαίνεις. |
|
Ἰφιγένεια
τί δ᾽ ὁ στρατηγός, ὃν λέγουσ᾽ εὐδαιμονεῖν; |
Ιφιγένεια
Πώς είν’ ο, ως λεν, καλότυχος στρατάρχης; |
|
Ὀρέστης
τίς; οὐ γὰρ ὅν γ᾽ ἐγᾦδα τῶν εὐδαιμόνων. |
Ορέστης
Καλότυχος δεν είναι αυτός που ξέρω. |
545 |
Ἰφιγένεια
Ἀτρέως ἐλέγετο δή τις Ἀγαμέμνων ἄναξ. |
Ιφιγένεια
Για κάποιον Αγαμέμνονα έχω ακούσει… |
|
Ὀρέστης
οὐκ οἶδ᾽· ἄπελθε τοῦ λόγου τούτου, γύναι. |
Ορέστης
Δεν ξέρω· άσ’ την κουβέντα αυτή, κυρά μου. |
|
Ἰφιγένεια
μὴ πρὸς θεῶν, ἀλλ᾽ εἴφ᾽, ἵν᾽ εὐφρανθῶ, ξένε. |
Ιφιγένεια
Μη! Θα μ’ ευχαριστήσεις· πες μου, ξένε. |
|
Ὀρέστης
τέθνηχ᾽ ὁ τλήμων, πρὸς δ᾽ ἀπώλεσέν τινα. |
Ορέστης
Δε ζει· καί πήρε κι άλλον στο χαμό του. |
|
Ἰφιγένεια
τέθνηκε; ποίᾳ συμφορᾷ; τάλαιν᾽ ἐγώ. |
Ιφιγένεια
Πέθανε; με ποιον τρόπο; Συφορά μου! |
550 |
Ὀρέστης
τί δ᾽ ἐστέναξας τοῦτο; μῶν προσῆκέ σοι; |
Ορέστης
Τι αναστενάζεις; Ήταν συγγενής σου; |
|
Ἰφιγένεια
τὸν ὄλβον αὐτοῦ τὸν πάροιθ᾽ ἀναστένω. |
Ιφιγένεια
Θρηνώ την περασμένη του ευτυχία. |
|
Ὀρέστης
δεινῶς γὰρ ἐκ γυναικὸς οἴχεται σφαγείς. |
Ορέστης
Τέλος φριχτό! Τον έσφαξε η γυναίκα του. |
|
Ἰφιγένεια
ὦ πανδάκρυτος ἡ κτανοῦσα . . . χὡ κτανών. |
Ιφιγένεια
Κι η φόνισσα για κλάψες και το θύμα. |
|
Ὀρέστης
παῦσαί νυν ἤδη μηδ᾽ ἐρωτήσῃς πέρα. |
Ορέστης
Φτάνει ως εδώ, και για άλλο μη ρωτήσεις. |
555 |
Ἰφιγένεια
τοσόνδε γ᾽, εἰ ζῇ τοῦ ταλαιπώρου δάμαρ. |
Ιφιγένεια
Μόνο ένα: ζει του δύστυχου η γυναίκα; |
|
Ὀρέστης
οὐκ ἔστι· παῖς νιν ὃν ἔτεχ᾽, οὗτος ὤλεσεν. |
Ορέστης
Τη σκότωσε το σπλάχνο της, ο γιος της. |
|
Ἰφιγένεια
ὦ συνταραχθεὶς οἶκος. ὡς τί δὴ θέλων; |
Ιφιγένεια
Ω ανταριασμένο σπίτι! Για ποιο λόγο; |
|
Ὀρέστης
πατρὸς θανόντος τήνδε τιμωρούμενος. |
Ορέστης
Γιατί είχε εκείνη σφάξει το γονιό του. |
|
Ἰφιγένεια
φεῦ·
ὡς εὖ κακὸν δίκαιον εἰσεπράξατο. |
Ιφιγένεια
Αλί!
Η τιμωρία φριχτή, μα πόσο δίκια! |
560 |
Ὀρέστης
ἀλλ᾽ οὐ τὰ πρὸς θεῶν εὐτυχεῖ δίκαιος ὤν. |
Ορέστης
Δίκια, μα αυτόν οί θεοί κακά τον πάνε. |
|
Ἰφιγένεια
λείπει δ᾽ ἐν οἴκοις ἄλλον Ἀγαμέμνων γόνον; |
Ιφιγένεια
Άλλο παιδί δεν άφησ’ ο Αγαμέμνονας; |
|
Ὀρέστης
λέλοιπεν Ἠλέκτραν γε παρθένον μίαν. |
Ορέστης
Μια μόνο θυγατέρα, την Ηλέκτρα. |
|
Ἰφιγένεια
τί δέ; σφαγείσης θυγατρὸς ἔστι τις λόγος; |
Ιφιγένεια
Για τη σφαγμένη κόρη δε μιλούνε; |
|
Ὀρέστης
οὐδείς γε, πλὴν θανοῦσαν οὐχ ὁρᾶν φάος. |
Ορέστης
Πως πέθανε και πάει πια· τίποτ’ άλλο. |
565 |
Ἰφιγένεια
τάλαιν᾽ ἐκείνη χὡ κτανὼν αὐτὴν πατήρ. |
Ιφιγένεια
Δόλια κι αυτή κι ο που την είχε σφάξει. |
|
Ὀρέστης
κακῆς γυναικὸς χάριν ἄχαριν ἀπώλετο. |
Ορέστης
Για μια γυναίκα ανάξια αδικοχάθηκε. |
|
Ἰφιγένεια
ὁ τοῦ θανόντος δ᾽ ἔστι παῖς Ἄργει πατρός; |
Ιφιγένεια
Κι ο γιος του σκοτωμένου υπάρχει στο Άργος; |
|
Ὀρέστης
ἔστ᾽, ἄθλιός γε, κοὐδαμοῦ καὶ πανταχοῦ. |
Ορέστης
Πουθενά και παντού· ζει μαύρος κι έρμος. |
|
Ἰφιγένεια
ψευδεῖς ὄνειροι, χαίρετ᾽· οὐδὲν ἦτ᾽ ἄρα. |
Ιφιγένεια
Άι στο καλό, όνειρο μου· ψεύτικο ήσουν. |
|
Ὀρέστης |
Ορέστης |
570 |
οὐδ᾽ οἱ σοφοί γε δαίμονες κεκλημένοι
πτηνῶν ὀνείρων εἰσὶν ἀψευδέστεροι.
πολὺς ταραγμὸς ἔν τε τοῖς θείοις ἔνι
κἀν τοῖς βροτείοις· ἓν δὲ λυπεῖται μόνον,
ὃς οὐκ ἄφρων ὢν μάντεων πεισθεὶς λόγοις |
Σαν τα πετούμενα όνειρα άλλο τόσο
ψεύτες κι οι θεοί, που αυτούς σοφούς τους λένε.
Και μες στα θεία και μες στ’ ανθρώπινα όλα
πολλή θολούρα αυτόν ένα τον θλίβει:
αν κι έχει γνώση, πίστεψε μαντείες |
575 |
ὄλωλεν–ὡς ὄλωλε τοῖσιν εἰδόσιν. |
και χάθηκε· όσοι ξέρουν, ξέρουν πώς. |
|
Χορός
φεῦ φεῦ· τί δ᾽ ἡμεῖς οἵ τ᾽ ἐμοὶ γεννήτορες;
ἆρ᾽ εἰσίν; ἆρ᾽ οὐκ εἰσί; τίς φράσειεν ἄν; |
Χορός
Αλίμονο! Εμείς πάλι; κι οι γονιοί μας;
Ζούνε; δε ζούνε; ποιος θα μας το πει; |
|
Ἰφιγένεια
ἀκούσατ᾽· ἐς γὰρ δή τιν᾽ ἥκομεν λόγον,
ὑμῖν τ᾽ ὄνησιν, ὦ ξένοι, σπουδῆς ἅμα |
Ιφιγένεια
Ακούστε, ξένοι· κάποια σκέψη μου ήρθε,
ωφέλιμη για σας, μα και για μένα. |
580 |
κἀμοί. τὸ δ᾽ εὖ μάλιστά γ᾽ οὕτω γίγνεται,
εἰ πᾶσι ταὐτὸν πρᾶγμ᾽ ἀρεσκόντως ἔχει.
θέλοις ἄν, εἰ σῴσαιμί σ᾽, ἀγγεῖλαί τί μοι
πρὸς Ἄργος ἐλθὼν τοῖς ἐμοῖς ἐκεῖ φίλοις,
δέλτον τ᾽ ἐνεγκεῖν, ἥν τις οἰκτίρας ἐμὲ |
Κι η ωφέλεια τότε δα καλύτερη είναι,
όταν αρέσει σε όλους το ίδιο πράμα.
Θα ‘θελες, αν ελεύθερο σ’ αφήσω,
να δώσεις στο Άργος, στους εκεί δικούς μου,
ένα από μένα μήνυμα, ένα γράμμα; |
585 |
ἔγραψεν αἰχμάλωτος, οὐχὶ τὴν ἐμὴν
φονέα νομίζων χεῖρα, τοῦ νόμου δ᾽ ὕπο
θνῄσκειν τὰ τῆς θεοῦ, τάδε δίκαι᾽ ἡγουμένης;
οὐδένα γὰρ εἶχον ὅστις ἀγγείλαι μολὼν
ἐς Ἄργος αὖθις, τάς <τ᾽> ἐμὰς ἐπιστολὰς |
Το ‘γράψε ένας αιχμάλωτος, που με είχε
συμπονέσει, γιατ’ ήξερε αυτός ότι
δε δίνει φόνο το δικό μου χέρι,
πως το έθιμο τα θύματα ζητάει
της θεάς, που τέτοια πράξη ορθή την κρίνει.
Δεν είχα όμως κανέναν που να πάει
στ’ Αργός ξανά μ’ αυτό μου το μαντάτο |
590 |
πέμψειε σωθεὶς τῶν ἐμῶν φίλων τινί.
σὺ δ᾽–εἶ γάρ, ὡς ἔοικας, οὔτε δυσμενὴς
καὶ τὰς Μυκήνας οἶσθα χοὓς κἀγὼ θέλω–
σώθητι, καὶ σὺ μισθὸν οὐκ αἰσχρὸν λαβών,
κούφων ἕκατι γραμμάτων σωτηρίαν. |
και, αφού σωθεί, το γράμμα μου να δώσει
σ’ ένα δικό μου. Εσύ – μια κι είσαι, ως δείχνεις,
από γενιά, και ξέρεις τη Μυκήνα
κι αυτόν που θέλω εγώ – τη ζωή σου σώσε·
θα λάβεις πλερωμή που αξίζει: για ένα
γράμμα – βάρος μικρό – τη σωτηρία! |
595 |
οὗτος δ᾽, ἐπείπερ πόλις ἀναγκάζει τάδε,
θεᾷ γενέσθω θῦμα χωρισθεὶς σέθεν. |
Κι αυτός, αφού τ’ ορίζει η πόλη ας μείνει
χώρια από σε, της θεάς να γίνει θύμα. |
|
Ὀρέστης
καλῶς ἔλεξας τἄλλα πλὴν ἕν, ὦ ξένη·
τὸ γὰρ σφαγῆναι τόνδε μοι βάρος μέγα.
ὁ ναυστολῶν γάρ εἰμ᾽ ἐγὼ τὰς συμφοράς, |
Ορέστης
Όσα είπες, όλα ωραία, εχτός από ένα·
τούτου η σφαγή είν’ αβάσταχτη για μένα.
Το πλοίο των συμφορών το ‘χω αρματώσει |
600 |
οὗτος δὲ συμπλεῖ τῶν ἐμῶν μόχθων χάριν.
οὔκουν δίκαιον ἐπ᾽ ὀλέθρῳ τῷ τοῦδ᾽ ἐμὲ
χάριν τίθεσθαι καὐτὸν ἐκδῦναι κακῶν.
ἀλλ᾽ ὣς γενέσθω· τῷδε μὲν δέλτον δίδου·
πέμψει γὰρ Ἄργος, ὥστε σοι καλῶς ἔχειν· |
εγώ· κι αυτός συνταξιδεύει μόνο
για βοηθός μου. Λοιπόν δεν είναι δίκιο,
με το χαμό του φίλου για όρο, χάρες
να κάνω κι έτσι εγώ να ξεγλιστρήσω.
Μα ας γίνει αλλιώς· σ’ αυτόν το γράμμα δώσε·
στ’ Αργός θα πάει, κι ό,τι ζητάς θα το ‘χεις· |
605 |
ἡμᾶς δ᾽ ὁ χρῄζων κτεινέτω. τὰ τῶν φίλων
αἴσχιστον ὅστις καταβαλὼν ἐς ξυμφορὰς
αὐτὸς σέσῳσται. τυγχάνει δ᾽ ὅδ᾽ ὢν φίλος,
ὃν οὐδὲν ἧσσον ἢ ᾽μὲ φῶς ὁρᾶν θέλω. |
κι εμένα ας με σκοτώσει όποιος το θέλει·
Πολλή ντροπή, τους φίλους σου να ρίχνεις
σε συμφορές και να γλιτώνεις ο ίδιος!
Κι η ζωή ενός φίλου όπως αυτός δεν είναι
λιγότερο ακριβή από τη δικιά μου. |
|
Ἰφιγένεια
ὦ λῆμ᾽ ἄριστον, ὡς ἀπ᾽ εὐγενοῦς τινος |
Ιφιγένεια
Ω ευγενικιά ψυχή! Μεγάλης ρίζας |
610 |
ῥίζης πέφυκας τοῖς φίλοις τ᾽ ὀρθῶς φίλος.
τοιοῦτος εἴη τῶν ἐμῶν ὁμοσπόρων
ὅσπερ λέλειπται. καὶ γὰρ οὐδ᾽ ἐγώ, ξένοι,
ἀνάδελφός εἰμι, πλὴν ὅσ᾽ οὐχ ὁρῶσά νιν.
ἐπεὶ δὲ βούλῃ ταῦτα, τόνδε πέμψομεν |
θα ‘σαι βλαστός· στους φίλους τέλειος φίλος·
μακάρι κι ο αδερφός πόχω αφησμένον
να σου μοιάζει· γιατί και εγώ έχω, ξένοι,
αδερφό, που μονάχα δεν τον βλέπω.
Κι αφού το θέλεις, τούτον με το γράμμα |
615 |
δέλτον φέροντα, σὺ δὲ θανῇ· πολλὴ δέ τις
προθυμία σε τοῦδ᾽ ἔχουσα τυγχάνει. |
θα στείλουμε κι εσύ ας πεθάνεις· τόση
αφού σ’ αυτό έχεις κιόλας προθυμία. |
|
Ὀρέστης
θύσει δὲ τίς με καὶ τὰ δεινὰ τλήσεται; |
Ορέστης
Τη φοβερή θυσία ποιος θ’ αναλάβει; |
|
Ἰφιγένεια
ἐγώ· θεᾶς γὰρ τῆσδε προστροπὴν ἔχω. |
Ιφιγένεια
Εγώ· τη θεά μας έτσι εξιλεώνω. |
|
Ὀρέστης
ἄζηλά γ᾽, ὦ νεᾶνι, κοὐκ εὐδαίμονα. |
Ορέστης
Άγριο και θλιβερό, κοπέλα μου, έργο. |
620 |
Ἰφιγένεια
ἀλλ᾽ εἰς ἀνάγκην κείμεθ᾽, ἣν φυλακτέον. |
Ιφιγένεια
Ίου το επιβάλλουν πρέπει να υπακούσω. |
|
Ὀρέστης
αὐτὴ ξίφει θύουσα θῆλυς ἄρσενας; |
Ορέστης
Γυναίκα εσύ, να μαχαιρώνεις άντρες! |
|
Ἰφιγένεια
οὔκ, ἀλλὰ χαίτην ἀμφὶ σὴν χερνίψομαι. |
Ιφιγένεια
Μόνο αγιασμό θα ρίξω στα μαλλιά σου. |
|
Ὀρέστης
ὁ δὲ σφαγεὺς τίς; εἰ τάδ᾽ ἱστορεῖν με χρή. |
Ορέστης
Κι ο θύτης ποιος; αν πρέπει να ρωτάω. |
|
Ἰφιγένεια
ἔσω δόμων τῶνδ᾽ εἰσὶν οἷς μέλει τάδε. |
Ιφιγένεια
Στο ναό είναι κάποιοι που έχουν τη φροντίδα. |
625 |
Ὀρέστης
τάφος δὲ ποῖος δέξεταί μ᾽, ὅταν θάνω; |
Ορέστης
Κι αφού πεθάνω, σαν τι τάφο θα έχω; |
|
Ἰφιγένεια
πῦρ ἱερὸν ἔνδον χάσμα τ᾽ εὐρωπὸν πέτρας. |
Ιφιγένεια
Ιερή φωτιά, χάσμα πλατύ του βράχου. |
|
Ὀρέστης
φεῦ·
πῶς ἄν μ᾽ ἀδελφῆς χεὶρ περιστείλειεν ἄν; |
Ορέστης
Αλί!
Που σαι, αδερφή να με νεκροστολίοεις! |
|
Ἰφιγένεια
μάταιον εὐχήν, ὦ τάλας, ὅστις ποτ᾽ εἶ,
ηὔξω· μακρὰν γὰρ βαρβάρου ναίει χθονός. |
Ιφιγένεια
Η ευχή σου μάταιη, δόλιε, όποιος και να ‘σαι·
είναι μακριά απ’ τη χώρα των βαρβάρων. |
630 |
οὐ μήν, ἐπειδὴ τυγχάνεις Ἀργεῖος ὤν,
ἀλλ᾽ ὧν γε δυνατὸν οὐδ᾽ ἐγὼ λείψω χάριν.
πολύν τε γάρ σοι κόσμον ἐνθήσω τάφῳ,
ξανθῷ τ᾽ ἐλαίῳ σῶμα σὸν κατασβέσω,
καὶ τῆς ὀρείας ἀνθεμόρρυτον γάνος |
Μα αφού είσ’ Αργείος, κι εγώ θα κάμω κάθε
χάρη για σε που μου περνά απ’ το χέρι.
Στολίδια μες στον τάφο σου θα βάλω
πολλά, με ξανθό λάδι θα σου σβήσω
τη στάχτη, και θα ρίξω στην πυρά σου
τις γλυκιές σταλαξιές που απ’ τ’ άνθη βγάζει |
635 |
ξουθῆς μελίσσης ἐς πυρὰν βαλῶ σέθεν. |
το βουνίσιο ξανθόμαυρο μελίσσι. |
|
ἀλλ᾽ εἶμι δέλτον τ᾽ ἐκ θεᾶς ἀνακτόρων
οἴσω· τὸ μέντοι δυσμενὲς μὴ ᾽μοὶ λάβῃς. |
Μα πάω να φέρω απ’ το ναό το γράμμα·
και το κακό σ’ εμένα μην το ρίχνεις. |
|
φυλάσσετ᾽ αὐτούς, πρόσπολοι, δεσμῶν ἄτερ–
ἴσως ἄελπτα τῶν ἐμῶν φίλων τινὶ |
Φυλάγετέ τους, δούλοι, αλλά λυμένους.
Ανέλπιστο ίσως μήνυμα να στείλω
στον πιο μου αγαπημένο απ’ τους δικούς μου |
640 |
πέμψω πρὸς Ἄργος, ὃν μάλιστ᾽ ἐγὼ φιλῶ,
καὶ δέλτος αὐτῷ ζῶντας οὓς δοκεῖ θανεῖν
λέγουσα πιστὰς ἡδονὰς ἀπαγγελεῖ. |
μες στο Άργος, και το γράμμα, αφού του μάθει
πως ζουν αυτοί, που για νεκρούς τους έχει,
μια βάσιμη ευχαρίστηση του δώσει. |
|
Χορός
κατολοφύρομαι σὲ τὸν χερνίβων |
Χορός
Κλαίμε για σένα. που αιμάτινες στάλες |
645 |
ῥανίσι μελόμενον αἱμακταῖς. |
σε καρτερούνε ιερού ραντισμού |
|
Ὀρέστης
οἶκτος γὰρ οὐ ταῦτ᾽, ἀλλὰ χαίρετ᾽, ὦ ξέναι. |
Ορέστης
Ξένες, δεν είν’ αυτά για κλάψες· γεια σας. |
|
Χορός
σὲ δὲ τύχας μάκαρος, ὦ
νεανία, σεβόμεθ᾽, ἐς
πάτραν ὅτι ποτ᾽ ἐπεμβάσῃ. |
Χορός
Και μακαρίζουμ’ εσέ, παλικάρι,
για την καλή σου την τύχη,
που θα πατήσεις το χώμα του τόπου σου. |
|
Πυλάδης |
Πυλάδης |
650 |
ἄζηλά τοι φίλοισι, θνῃσκόντων φίλων. |
Φριχτό στο φίλο. φίλο του να χάνει. |
|
Χορός
ὦ σχέτλιοι πομπαί.
φεῦ φεῦ, διόλλυσαι.
αἰαῖ αἰαῖ. πότερος ὁ μᾶλλον; |
Χορός
Ω θλιβερό ξεπροβόδισμα!
Χάνεσαι, αλίμονο, αλίμονο!
Αχ, απ’ τους δυο σας ποιος είναι ο πιο δύστυχος; |
655 |
ἔτι γὰρ ἀμφίλογα δίδυμα μέμονε φρήν,
σὲ πάρος ἢ σὲ ἀναστενάξω γόοις. |
Και παραδέρνει μου ο νους σε δυο γνώμες ανάμεσα,
ποιόν απ’ τους δυο σας να κλάψω. |
|
Ὀρέστης |
Ορέστης |
658 |
Πυλάδη, πέπονθας ταὐτὸ πρὸς θεῶν ἐμοί; |
Πυλάδη, έχεις κι εσύ την ίδια σκέψη; |
|
Πυλάδης
οὐκ οἶδ᾽· ἐρωτᾷς οὐ λέγειν ἔχοντά με. |
Πυλάδης
Όπως ρωτάς δεν ξέρω ν’ απαντήσω. |
|
Ὀρέστης |
Ορέστης |
660 |
τίς ἐστὶν ἡ νεᾶνις; ὡς Ἑλληνικῶς
ἀνήρεθ᾽ ἡμᾶς τούς τ᾽ ἐν Ἰλίῳ πόνους
νόστον τ᾽ Ἀχαιῶν τόν τ᾽ ἐν οἰωνοῖς σοφὸν
Κάλχαντ᾽ Ἀχιλλέως τ᾽ ὄνομα, καὶ τὸν ἄθλιον
Ἀγαμέμνον᾽ ὡς ᾤκτιρ᾽ ἀνηρώτα τέ με |
Ποια να ‘ναι η νέα; Σαν καθαυτό Ελληνίδα
μας ρώταε για τον πόλεμο της Τροίας,
για των Αχαιών το γυρισμό, το μάντη
τον Κάλχα και τον ένδοξο Αχιλλέα·
πώς πόνεσε το δύστυχο Αγαμέμνονα! |
665 |
γυναῖκα παῖδάς τε. ἔστιν ἡ ξένη γένος
ἐκεῖθεν Ἀργεία τις· οὐ γὰρ ἄν ποτε
δέλτον τ᾽ ἔπεμπε καὶ τάδ᾽ ἐξεμάνθανεν,
ὡς κοινὰ πράσσουσ᾽, Ἄργος εἰ πράσσει καλῶς. |
ρώταε για τη γυναίκα, τα παιδιά του.
Αργίτισσα είναι, κείθε θα βαστάει·
αλλιώς γραφή δε θα ‘στελνε, ούτε τόσα
θα ζητούσε να μάθει, ως να κρεμόταν
από την τύχη του Άργους και η δικιά της. |
|
Πυλάδης
ἔφθης με μικρόν· ταὐτὰ δὲ φθάσας λέγεις, |
Πυλάδης
Με πρόλαβες· να πω σκεφτόμουν τα ίδια, |
670 |
πλὴν ἕν· τὰ γὰρ τῶν βασιλέων παθήματα
ἴσασι πάντες, ὧν ἐπιστροφή τις ἦν.
ἀτὰρ διῆλθον χἅτερον λόγον τινά. |
εξόν ένα: όσοι σμίγουν με τον κόσμο,
μαθαίνουνε τα νέα των βασιλιάδων.
Κάτι άλλο σκέφτομαι όμως. |
|
Ὀρέστης
τίν᾽; ἐς τὸ κοινὸν δοὺς ἄμεινον ἂν μάθοις. |
Ορέστης
Τι; Όταν κι άλλος
τ’ ακούσει, πιο καλά θα βρεις τη λύση. |
|
Πυλάδης
αἰσχρὸν θανόντος σοῦ βλέπειν ἡμᾶς φάος· |
Πυλάδης
Ντροπή να ζήσω, όταν εσύ πεθάνεις· |
675 |
κοινῇ τ᾽ ἔπλευσα . . . δεῖ με καὶ κοινῇ θανεῖν.
καὶ δειλίαν γὰρ καὶ κάκην κεκτήσομαι
Ἄργει τε Φωκέων τ᾽ ἐν πολυπτύχῳ χθονί,
δόξω δὲ τοῖς πολλοῖσι–πολλοὶ γὰρ κακοί–
προδοὺς σεσῷσθαί σ᾽ αὐτὸς εἰς οἴκους μόνος |
μαζί σου στο ταξίδι, πρέπει να ‘ρθω
μαζί σου και στον Άδη. Αλλιώς και στο Άργος
και μες στην πολυχάραδρη Φωκίδα
άναντρο και δειλό θα με νομίσουν
θα κρίνουν οι πολλοί – γιατί άναντροι είναι
κιόλα οι πολλοί – πως γλίτωσα και μόνος
γύρισα πίσω, αφού σε πρόδωσα· ίσως |
680 |
ἢ καὶ φονεύσας ἐπὶ νοσοῦσι δώμασι
ῥάψαι μόρον σοι σῆς τυραννίδος χάριν,
ἔγκληρον ὡς δὴ σὴν κασιγνήτην γαμῶν.
ταῦτ᾽ οὖν φοβοῦμαι καὶ δι᾽ αἰσχύνης ἔχω,
κοὐκ ἔσθ᾽ ὅπως οὐ χρὴ συνεκπνεῦσαί μέ σοι |
πως, βλέποντας τα πάθια του σπιτιού σας,
σού ‘στησα ενέδρα, σού ‘σκαψα το λάκκο,
το θρόνο για να πάρω εγώ, σαν άντρας
της αδερφής σου, μόνης κληρονόμας.
Αυτά φοβούμαι, αυτά ντροπή μου φέρνουν,
κι αδύνατο να μη σ’ ακολουθήσω |
685 |
καὶ σὺν σφαγῆναι καὶ πυρωθῆναι δέμας,
φίλον γεγῶτα καὶ φοβούμενον ψόγον. |
στη σφαγή, στη θανή, στο κάψιμο σου,
σα φίλος. κι από φόβο κατηγόριας. |
|
Ὀρέστης
εὔφημα φώνει· τἀμὰ δεῖ φέρειν κακά,
ἁπλᾶς δὲ λύπας ἐξόν, οὐκ οἴσω διπλᾶς.
ὃ γὰρ σὺ λυπρὸν κἀπονείδιστον λέγεις, |
Ορέστης
Μίλα καλά τις συφορές μου πρέπει
να τις σηκώνω εγώ· κι αφού έναν πόνο
να ‘χω μπορώ, δεν παίρνω κι άλλον. Τούτο
που πόνο και ντροπή το λες, θα μείνει |
690 |
ταὔτ᾽ ἔστιν ἡμῖν, εἴ σε συμμοχθοῦντ᾽ ἐμοὶ
κτενῶ· τὸ μὲν γὰρ εἰς ἔμ᾽ οὐ κακῶς ἔχει,
πράσσονθ᾽ ἃ πράσσω πρὸς θεῶν, λῦσαι βίον.
σὺ δ᾽ ὄλβιός τ᾽ εἶ, καθαρά τ᾽, οὐ νοσοῦντ᾽, ἔχεις
μέλαθρ᾽, ἐγὼ δὲ δυσσεβῆ καὶ δυστυχῆ. |
σ’ εμένα, αν σε σκοτώσω, ενώ βοηθός μου
στους κόπους μου ήσουν κι ούτε δα άσκημο είναι,
αφού οι θεοί με καταντήσαν έτσι,
να φύγω από τον κόσμο· εσύ όμως είσαι
καλότυχος, και αγνό το σπιτικό σου,
κι όχι καταραμένο, μολυσμένο |
695 |
σωθεὶς δέ, παῖδας ἐξ ἐμῆς ὁμοσπόρου
κτησάμενος, ἣν ἔδωκά σοι δάμαρτ᾽ ἔχειν–
ὄνομά τ᾽ ἐμοῦ γένοιτ᾽ ἄν, οὐδ᾽ ἄπαις δόμος
πατρῷος οὑμὸς ἐξαλειφθείη ποτ᾽ ἄν.
ἀλλ᾽ ἕρπε καὶ ζῆ καὶ δόμους οἴκει πατρός. |
σαν το δικό μου. Κι αν εσύ ξεφύγεις
και κάμεις και παιδιά απ’ την αδερφή μου,
που για γυναίκα σου έδωσα, θα ζήσει
κι εμένα τ’ όνομα μου, κι άκληρο έτσι
το πατρογονικό μου δε θα σβήσει
ποτέ. Μονάχα πήγαινε και ζήσε,
και το σπίτι κυβέρνα του πατέρα. |
700 |
ὅταν δ᾽ ἐς Ἑλλάδ᾽ ἵππιόν τ᾽ Ἄργος μόλῃς,
πρὸς δεξιᾶς σε τῆσδ᾽ ἐπισκήπτω τάδε·
τύμβον τε χῶσον κἀπίθες μνημεῖά μοι,
καὶ δάκρυ᾽ ἀδελφὴ καὶ κόμας δότω τάφῳ.
ἄγγελλε δ᾽ ὡς ὄλωλ᾽ ὑπ᾽ Ἀργείας τινὸς |
Και στην Ελλάδα σα θα πας και στο Άργος
το πλούσιο σε άτια, μια εντολή σου δίνω
ορκίζοντας σε στο δεξί σου χέρι·
τάφο ύψωσε μου, βάλε απάνω μνήμης
σημάδια, και στο λάκκο μου να δώσει
και δάκρυα και μαλλιά της η αδερφή μου.
Πέθανα, πες, αφού με αγίασμα πρώτα |
705 |
γυναικός, ἀμφὶ βωμὸν ἁγνισθεὶς φόνῳ.
καὶ μὴ προδῷς μου τὴν κασιγνήτην ποτέ,
ἔρημα κήδη καὶ δόμους ὁρῶν πατρός.
καὶ χαῖρ᾽· ἐμῶν γὰρ φίλτατόν σ᾽ ηὗρον φίλων,
ὦ συγκυναγὲ καὶ συνεκτραφεὶς ἐμοί, |
πλάι στο βωμό με ράντισε μια Αργεία.
Κι η ερμιά του σπιτιού μου ας μη σε κάμει
ν’ απαρνηθείς ποτέ την αδερφή μου.
Και τώρα γεια σου· εσύ ‘σουν της καρδιάς μου
ο φίλος, σύντροφε μου στους αγώνες
και συνανάθροφέ μου, εσύ, που τόσο |
710 |
ὦ πόλλ᾽ ἐνεγκὼν τῶν ἐμῶν ἄχθη κακῶν. |
βάρος απ’ τα δεινά μου έχεις σηκώσει. |
|
ἡμᾶς δ᾽ ὁ Φοῖβος μάντις ὢν ἐψεύσατο·
τέχνην δὲ θέμενος ὡς προσώταθ᾽ Ἑλλάδος
ἀπήλασ᾽, αἰδοῖ τῶν πάρος μαντευμάτων.
ᾧ πάντ᾽ ἐγὼ δοὺς τἀμὰ καὶ πεισθεὶς λόγοις, |
Ο Φοίβος με ξεγέλασε, αν και μάντης·
από ντροπή για τον παλιό χρησμό του
μ’ έστειλε πέρα αλάργα απ’ την Ελλάδα
με πονηριά. Βασίστηκα σ’ εκείνον,
τον πίστεψα, της μάνας μου έχω γίνει |
715 |
μητέρα κατακτὰς αὐτὸς ἀνταπόλλυμαι. |
φονιάς, κι ανταμοιβή μου είν’ ο χαμός μου. |
|
Πυλάδης
ἔσται τάφος σοι, καὶ κασιγνήτης λέχος
οὐκ ἂν προδοίην, ὦ τάλας, ἐπεί σ᾽ ἐγὼ
θανόντα μᾶλλον ἢ βλέπονθ᾽ ἕξω φίλον.
ἀτὰρ τὸ τοῦ θεοῦ σ᾽ οὐ διέφθορέν γέ πω |
Πυλάδης
Και τάφο θα έχεις, και την αδερφή σου
δε θα την αρνηθώ, φτωχέ μου· φίλο
θα σ’ έχω πιο ακριβό, σα θα πεθάνεις,
κι απ’ όσο σε είχα ζωντανό. Δε σ’ έχει
χαλάσει ωστόσο ακόμα η θεία μαντεία, |
720 |
μάντευμα· καίτοι γ᾽ ἐγγὺς ἕστηκας φόνου.
ἀλλ᾽ ἔστιν, ἔστιν, ἡ λίαν δυσπραξία
λίαν διδοῦσα μεταβολάς, ὅταν τύχῃ. |
αν και είναι πια κοντά η σφαγή· η μεγάλη
κακοτυχιά καμιά φορά τυχαίνει
να φέρει και αλλαγή πολύ μεγάλη. |
|
Ὀρέστης
σίγα· τὰ Φοίβου δ᾽ οὐδὲν ὠφελεῖ μ᾽ ἔπη·
γυνὴ γὰρ ἥδε δωμάτων ἔξω περᾷ. |
Ορέστης
Σώπα· δε μ’ ωφελεί ο χρησμός του Φοίβου.
Απ’ το ναό η γυναίκα, να τη, βγαίνει. |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
725 |
ἀπέλθεθ᾽ ὑμεῖς καὶ παρευτρεπίζετε
τἄνδον μολόντες τοῖς ἐφεστῶσι σφαγῇ. |
Εσείς, πια μπείτε μέσα και βοηθήστε
εκείνους που ετοιμάζουν τη θυσία. |
|
δέλτου μὲν αἵδε πολύθυροι διαπτυχαί,
ξένοι, πάρεισιν· ἃ δ᾽ ἐπὶ τοῖσδε βούλομαι,
ἀκούσατ᾽. οὐδεὶς αὑτὸς ἐν πόνοις <τ᾽> ἀνὴρ |
Ξένοι μου, να η γραφή με τις πολλές της
δίπλες· μα ακούστε τι έχω να προσθέσω·
κάθε άνθρωπος αλλάζει, όταν περάσει |
730 |
ὅταν τε πρὸς τὸ θάρσος ἐκ φόβου πέσῃ.
ἐγὼ δὲ ταρβῶ μὴ ἀπονοστήσας χθονὸς
θῆται παρ᾽ οὐδὲν τὰς ἐμὰς ἐπιστολὰς
ὁ τήνδε μέλλων δέλτον εἰς Ἄργος φέρειν. |
στη σιγουριά απ’ τη θέση του κινδύνου.
Φούμαι μήπως, όταν φύγει εδώθε
αυτός που είναι να πάει το γράμμα στο Άργος,
αυτά που παραγγέλνω εγώ αψηφήσει. |
|
Ὀρέστης
τί δῆτα βούλῃ; τίνος ἀμηχανεῖς πέρι; |
Ορέστης
Λοιπόν τι θέλεις; Τι σε βάζει σε έγνοια; |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
735 |
ὅρκον δότω μοι τάσδε πορθμεύσειν γραφὰς
πρὸς Ἄργος, οἷσι βούλομαι πέμψαι φίλων. |
Να μου ορκιστεί πως τη γραφή μου στο Άργος
θα φέρει και στο πρόσωπο που θέλω. |
|
Ὀρέστης
ἦ κἀντιδώσεις τῷδε τοὺς αὐτοὺς λόγους; |
Ορέστης
Αντίστοιχο όρκο εσύ δε θα του δώσεις; |
|
Ἰφιγένεια
τί χρῆμα δράσειν ἢ τί μὴ δράσειν; λέγε. |
Ιφιγένεια
Να κάμω ή να μην κάμω τι; Για λέγε. |
|
Ὀρέστης
ἐκ γῆς ἀφήσειν μὴ θανόντα βαρβάρου. |
Ορέστης
Πως ζωντανό απ’ τη χώρα θα τον βγάλεις. |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
740 |
δίκαιον εἶπας· πῶς γὰρ ἀγγείλειεν ἄν; |
Σωστά· πώς το μαντάτο αλλιώς θα δώσει; |
|
Ὀρέστης
ἦ καὶ τύραννος ταῦτα συγχωρήσεται; |
Ορέστης
Κι ο βασιλιάς σ’ αυτά θα συμφωνήσει; |
|
Ἰφιγένεια
ναί.
πείσω σφε, καὐτὴ ναὸς εἰσβήσω σκάφος. |
Ιφιγένεια
Ναι, θα του κάμω εγώ τη γνώμη κι η ίδια
το φίλο σου θα βάλω στο καράβι. |
|
Ὀρέστης
ὄμνυ· σὺ δ᾽ ἔξαρχ᾽ ὅρκον ὅστις εὐσεβής. |
Ορέστης
Ορκίσου. Εσύ λόγια όρκου λέγε τίμιου. |
|
Ἰφιγένεια
δώσω, λέγειν χρή, τήνδε τοῖσι σοῖς φίλοις. |
Ιφιγένεια
Να πεις: θα δώσω τούτο στους δικούς σου. |
|
Πυλάδης |
Πυλάδης |
745 |
τοῖς σοῖς φίλοισι γράμματ᾽ ἀποδώσω τάδε. |
Θα δώσω στους δικούς σου αυτό το γράμμα. |
|
Ἰφιγένεια
κἀγὼ σὲ σώσω κυανέας ἔξω πέτρας. |
Ιφιγένεια
Κι εγώ από τους μαύρους βράχους θα σε βγάλω. |
|
Πυλάδης
τίν᾽ οὖν ἐπόμνυς τοισίδ᾽ ὅρκιον θεῶν; |
Πυλάδης
Στ’ όνομα τίνος θεού τον όρκο δίνεις; |
|
Ἰφιγένεια
Ἄρτεμιν, ἐν ἧσπερ δώμασιν τιμὰς ἔχω. |
Ιφιγένεια
Στης Άρτεμης, σαν ιέρεια του ναού της. |
|
Πυλάδης
ἐγὼ δ᾽ ἄνακτά γ᾽ οὐρανοῦ, σεμνὸν Δία. |
Πυλάδης
Στου Δία εγώ, τρανού στα ουράνια αφέντη. |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
750 |
εἰ δ᾽ ἐκλιπὼν τὸν ὅρκον ἀδικοίης ἐμέ; |
Κι αν τον όρκο πατώντας με αδικήσεις; |
|
Πυλάδης
ἄνοστος εἴην· τί δὲ σύ, μὴ σῴσασά με; |
Πυλάδης
Να μη γυρίσω· εσύ, αν δε με λυτρώσεις; |
|
Ἰφιγένεια
μήποτε κατ᾽ Ἄργος ζῶσ᾽ ἴχνος θείην ποδός. |
Ιφιγένεια
Στ’ Άργος ποτέ να μην πατήσω ζώντας. |
|
Πυλάδης
ἄκουε δή νυν ὃν παρήλθομεν λόγον. |
Πυλάδης
Κάτι ξεχάσαμε όμως· άκουσε το. |
|
Ἰφιγένεια
ἀλλ᾽ αὖθις ἔσται καινός, ἢν καλῶς ἔχῃ. |
Ιφιγένεια
Για το σωστό είναι πάντοτε ευκαιρία. |
|
Πυλάδης |
Πυλάδης |
755 |
ἐξαίρετόν μοι δὸς τόδ᾽, ἤν τι ναῦς πάθῃ,
χἡ δέλτος ἐν κλύδωνι χρημάτων μέτα
ἀφανὴς γένηται, σῶμα δ᾽ ἐκσῴσω μόνον,
τὸν ὅρκον εἶναι τόνδε μηκέτ᾽ ἔμπεδον. |
Μια εξαίρεση μονάχα να μου δώσεις;
το πλοίο αν πάθει και χαθεί το γράμμα
μαζί με το φορτίο μέσα στο κύμα
και μόνο τη ζωή μου εγώ γλιτώσω,
δεσμευτικός πια ο όρκος να μην είναι. |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
|
ἀλλ᾽ οἶσθ᾽ ὃ δράσω; πολλὰ γὰρ πολλῶν κυρεῖ· |
Τότε θα κάμω έν’ άλλο· πετυχαίνεις |
760 |
τἀνόντα κἀγγεγραμμέν᾽ ἐν δέλτου πτυχαῖς
λόγῳ φράσω σοι πάντ᾽ ἀναγγεῖλαι φίλοις.
ἐν ἀσφαλεῖ γάρ· ἢν μὲν ἐκσῴσῃς γραφήν,
αὐτὴν φράσει σιγῶσα τἀγγεγραμμένα·
ἢν δ᾽ ἐν θαλάσσῃ γράμματ᾽ ἀφανισθῇ τάδε, |
πολλά, πολλά αν προβλέπεις· όσα μέσα
στο γράμμα είναι γραμμένα, με το στόμα
θα σου τα πω, να φέρεις στους δικούς μου
το μήνυμα μου· κι έτσι σίγουρο είναι·
σώο πας το γράμμα; φανερώνει το ίδιο,
αμίλητο, όσα κρύβει· πάει χαμένο
στη θάλασσα; τη ζωή σου εσύ αν γλιτώσεις, |
765 |
τὸ σῶμα σῴσας τοὺς λόγους σῴσεις ἐμοί. |
μαζί μ’ αυτή κι όσα θα πω γλιτώνουν. |
|
Πυλάδης
καλῶς ἔλεξας τῶν θεῶν ἐμοῦ θ᾽ ὕπερ.
σήμαινε δ᾽ ᾧ χρὴ τάσδ᾽ ἐπιστολὰς φέρειν
πρὸς Ἄργος ὅ τι τε χρὴ κλύοντα σοῦ λέγειν. |
Πυλάδης
Το ‘πες ωραία για σένα και για μένα.
Σε ποιον να φέρω το μαντάτο στο Άργος;
τι θέλεις να του πω; φανέρωσέ το. |
|
Ἰφιγένεια
ἄγγελλ᾽ Ὀρέστῃ, παιδὶ τῷ Ἀγαμέμνονος· |
Ιφιγένεια
Στον Αγαμεμνονίδη Ορέστη πες· |
770 |
Ἡ ᾽ν Αὐλίδι σφαγεῖσ᾽ ἐπιστέλλει τάδε
ζῶσ᾽ Ἰφιγένεια, τοῖς ἐκεῖ δ᾽ οὐ ζῶσ᾽ ἔτι– |
“Να τι σου παραγγέλνει η Ιφιγένεια,
εκείνη που τη σφάξαν στην Αυλίδα,
που ζει κι αυτού περνά για πεθαμένη…” |
|
Ὀρέστης
ποῦ δ᾽ ἔστ᾽ ἐκείνη; κατθανοῦσ᾽ ἥκει πάλιν; |
Ορέστης
Και πού είναι; ξαναγύρισε απ’ τον Άδη; |
|
Ἰφιγένεια
ἥδ᾽ ἣν ὁρᾷς σύ· μὴ λόγοις ἔκπλησσέ με.
Κόμισαί μ᾽ ἐς Ἄργος, ὦ σύναιμε, πρὶν θανεῖν, |
Ιφιγένεια
Αυτή που τώρα βλέπεις· μη με κόβεις.
“Από τη γη τη βάρβαρη, αδερφέ μου,
πάρε με πίσω στο Αργός, πριν πεθάνω, |
775 |
ἐκ βαρβάρου γῆς καὶ μετάστησον θεᾶς
σφαγίων, ἐφ᾽ οἷσι ξενοφόνους τιμὰς ἔχω. |
κι από τ’ αξίωμα πόχω απάλλαξε με,
για τη θεά τους ξένους να θυσιάζω…” |
|
Ὀρέστης
Πυλάδη, τί λέξω; ποῦ ποτ᾽ ὄνθ᾽ ηὑρήμεθα; |
Ορέστης
Τι να πω; Πού βρισκόμαστε, Πυλάδη; |
|
Ἰφιγένεια
ἢ σοῖς ἀραία δώμασιν γενήσομαι. |
Ιφιγένεια
“Κατάρα αλλιώς στο σπίτι σου θα γίνω, |
|
Πυλάδης
Ὀρέστα–; |
Ορέστη”, τ’ όνομα του ξαναλέω, |
|
Ἰφιγένεια
ἵν᾽ αὖθις ὄνομα δὶς κλύων μάθῃς. |
να το θυμάσαι. |
|
Πυλάδης |
Ορέστης |
780 |
ὦ θεοί. |
Θεοί! |
|
Ἰφιγένεια
τί τοὺς θεοὺς ἀνακαλεῖς ἐν τοῖς ἐμοῖς; |
Ιφιγένεια
Γιατί τους κράζεις,
τους θεούς σ’ ένα δικό μου ζήτημα; |
|
Πυλάδης
οὐδέν· πέραινε δ᾽· ἐξέβην γὰρ ἄλλοσε.
τάχ᾽ οὐκ ἐρωτῶν σ᾽ εἰς ἄπιστ᾽ ἀφίξομαι. |
Ορέστης
Όχι…
Ο νους μου πήγε αλλού· για εξακολούθει.
Κι ανερώτητα, απίστευτα θ’ ακούσω. |
|
Ἰφιγένεια
λέγ᾽ οὕνεκ᾽ ἔλαφον ἀντιδοῦσά μου θεὰ
Ἄρτεμις ἔσῳσέ μ᾽, ἣν ἔθυσ᾽ ἐμὸς πατήρ, |
Ιφιγένεια
Μ’ έσωσε, πες του, η Άρτεμη· έβαλε ένα
ελάφι αντίς για μένα· αυτό ο πατέρας
έσφαξε, και θαρρούσε, στο κορμί μου |
785 |
δοκῶν ἐς ἡμᾶς ὀξὺ φάσγανον βαλεῖν,
ἐς τήνδε δ᾽ ᾤκισ᾽ αἶαν. αἵδ᾽ ἐπιστολαί,
τάδ᾽ ἐστὶ τἀν δέλτοισιν ἐγγεγραμμένα. |
το κοφτερό πως έμπηγε μαχαίρι·
η θεά μ έφερε δω. Η παραγγελιά μου
αυτή ναι αυτά, γραμμένα και στο γράμμα. |
|
Πυλάδης |
Πυλάδης |
|
ὦ ῥᾳδίοις ὅρκοισι περιβαλοῦσά με,
κάλλιστα δ᾽ ὀμόσασ᾽, οὐ πολὺν σχήσω χρόνον, |
Ω εσύ, που μ’ εύκολο όρκο μ’ είχες δέσει
κι έδωσες έξοχο όρκο η ίδια, αμέσως |
790 |
τὸν δ᾽ ὅρκον ὃν κατώμοσ᾽ ἐμπεδώσομεν.
ἰδού, φέρω σοι δέλτον ἀποδίδωμί τε,
Ὀρέστα, τῆσδε σῆς κασιγνήτης πάρα. |
ό,τι έταξα θα κάμω· δε θ’ αργήσω.
Σου φέρνω και σου δίνω, Ορέστη γράμμα
που η αδερφή σου, τούτη δω, σου στέλνει. |
|
Ὀρέστης |
Ορέστης |
|
δέχομαι· παρεὶς δὲ γραμμάτων διαπτυχὰς
τὴν ἡδονὴν πρῶτ᾽ οὐ λόγοις αἱρήσομαι. |
Ευχαριστώ, μα αφήνοντας το γράμμα
έμπραχτα τη χαρά θα νιώσω πρώτα. |
795 |
ὦ φιλτάτη μοι σύγγον᾽, ἐκπεπληγμένος
ὅμως σ᾽ ἀπίστῳ περιβαλὼν βραχίονι
ἐς τέρψιν εἶμι, πυθόμενος θαυμάστ᾽ ἐμοί. |
Γλυκιά αδερφή, κατάπληχτος σε παίρνω
στα χέρια μου – και τα ίδια δεν πιστεύουν –
κι ευφραίνομαι απ’ το θάμα που έχω μάθει. |
|
Χορός |
Χορός |
|
ξέν᾽, οὐ δικαίως τῆς θεοῦ τὴν πρόσπολον
χραίνεις ἀθίκτοις περιβαλὼν πέπλοις χέρα. |
Ξένε, κακό την ιέρεια να μολύνεις,
τ’ ανέγγιχτα της πέπλα ν’ αγκαλιάζεις. |
|
Ὀρέστης |
Ορέστης |
800 |
ὦ συγκασιγνήτη τε κἀκ ταὐτοῦ πατρὸς
Ἀγαμέμνονος γεγῶσα, μή μ᾽ ἀποστρέφου,
ἔχουσ᾽ ἀδελφόν, οὐ δοκοῦσ᾽ ἕξειν ποτέ. |
Του Αγαμέμνονα κόρη, του γονιού μου,
αδερφή, μη γυρίζεις απ’ την άλλη,
που ανέλπιστα έχεις, να, τον αδερφό σου. |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
|
ἐγώ σ᾽ ἀδελφὸν τὸν ἐμόν; οὐ παύσῃ λέγων;
τὸ δ᾽ Ἄργος αὐτοῦ μεστὸν ἥ τε Ναυπλία. |
Εγώ αδερφό μου εσένα; πάψε, σώπα·
τ’ Άργος και τη Ναυπλία γεμίζει εκείνος. |
|
Ὀρέστης |
Ορέστης |
805 |
οὐκ ἔστ᾽ ἐκεῖ σός, ὦ τάλαινα, σύγγονος. |
Δεν είναι εκεί, καημένη, ο αδερφός σου. |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
|
ἀλλ᾽ ἡ Λάκαινα Τυνδαρίς σ᾽ ἐγείνατο; |
Τι; η κόρη του Τυνδάρεω μάνα σου είναι; |
|
Ὀρέστης |
Ορέστης |
|
Πέλοπός γε παιδὶ παιδός, οὗ ᾽κπέφυκ᾽ ἐγώ. |
Κι ο γιος του γιου του Πέλοπα γονιός μου. |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
|
τί φῄς; ἔχεις τι τῶνδέ μοι τεκμήριον; |
Τι λες; μπορείς γι’ αυτά να πεις σημάδια; |
|
Ὀρέστης |
Ορέστης |
|
ἔχω· πατρῴων ἐκ δόμων τι πυνθάνου. |
Ναι· για το γονικό μας ρώτησε με. |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
810 |
οὐκοῦν λέγειν μὲν χρὴ σέ, μανθάνειν δ᾽ ἐμέ. |
Καλά να λες εσύ, κι εγώ ν’ ακούω. |
|
Ὀρέστης |
Ορέστης |
|
λέγοιμ᾽ ἄν, ἀκοῇ πρῶτον Ἠλέκτρας τάδε·
Ἀτρέως Θυέστου τ᾽ οἶσθα γενομένην ἔριν; |
Πρώτα όσα μου ‘χει πει η Ηλέκτρα. Ξέρεις
πως μάλωσε ο Ατρέας με το Θυέστη; |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
|
ἤκουσα· χρυσῆς ἀρνὸς ἦν νείκη πέρι. |
Για το χρυσό τ’ αρνί· ναι, το ‘χω ακούσει. |
|
Ὀρέστης |
Ορέστης |
|
ταῦτ᾽ οὖν ὑφήνασ᾽ οἶσθ᾽ ἐν εὐπήνοις ὑφαῖς; |
Το ιστόρισες αυτό μες στα υφαντά σου;
ιστορώ: εδώ. αφηγούμαι με εικόνες κεντώ, ζωγραφίζω |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
815 |
ὦ φίλτατ᾽, ἐγγὺς τῶν ἐμῶν κάμπτεις φρενῶν. |
Ξυστά περνάς, καλέ μου, απ’ την καρδιά μου. |
|
Ὀρέστης |
Ορέστης |
|
εἰκώ τ᾽ ἐν ἱστοῖς ἡλίου μετάστασιν; |
Κι άλλο πλουμί; ν’ αλλάζει δρόμο ο ήλιος; |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
|
ὕφηνα καὶ τόδ᾽ εἶδος εὐμίτοις πλοκαῖς. |
Ναι, το ύφαναν κι αυτό τα νήματα μου. |
|
Ὀρέστης |
Ορέστης |
|
καὶ λούτρ᾽ ἐς Αὖλιν μητρὸς ἀνεδέξω πάρα; |
Για την Αυλίδα ξεκινώντας πήρες
νερό απ’ τη μάνα για λουτρό του γάμου; |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
|
οἶδ᾽· οὐ γὰρ ὁ γάμος ἐσθλὸς ὤν μ᾽ ἀφείλετο. |
Γάμου ευτυχία δεν το ‘σβησε απ’ το νου μου. |
|
Ὀρέστης |
Ορέστης |
820 |
τί γάρ; κόμας σὰς μητρὶ δοῦσα σῇ φέρειν; |
Κι έστειλες στη μητέρα τα μαλλιά σου; |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
|
μνημεῖά γ᾽ ἀντὶ σώματος τοὐμοῦ τάφῳ. |
Να μπουν στον τάφο αντίς για το κορμί μου. |
|
Ὀρέστης |
Ορέστης |
|
ἃ δ᾽ εἶδον αὐτός, τάδε φράσω τεκμήρια·
Πέλοπος παλαιὰν ἐν δόμοις λόγχην πατρός,
ἣν χερσὶ πάλλων παρθένον Πισάτιδα |
Και τώρα τα σημάδια που ‘δα ο ίδιος;
στο σπίτι του πατέρα, την παλιά
του Πέλοπα τη λόγχη, που μ’ εκείνη
– στα χέρια παίζοντας την – τον Οινόμαο |
825 |
ἐκτήσαθ᾽ Ἱπποδάμειαν, Οἰνόμαον κτανών,
ἐν παρθενῶσι τοῖσι σοῖς κεκρυμμένην. |
σκότωσε, κι έτσι γίνηκε δικιά του
της Πίσας η παρθένα, η Ιπποδάμεια·
μες στην παρθενική σου κάμαρα είναι. |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
|
ὦ φίλτατ᾽, οὐδὲν ἄλλο, φίλτατος γὰρ εἶ,
ἔχω σ᾽, Ὀρέστα, τηλύγετον [χθονὸς] ἀπὸ πατρίδος |
Ω εσύ, – πώς να σε πω; – ακριβέ, ακριβέ μου
Ορέστη, σ’ έχω εδώ, πολύ μακριά από τ’ Άργος,
μακριά από την πατρίδα μας, αγαπημένε! |
830 |
Ἀργόθεν, ὦ φίλος. |
|
|
Ὀρέστης |
Ορέστης |
|
κἀγώ σε τὴν θανοῦσαν, ὡς δοξάζεται.
κατὰ δὲ δάκρυ, κατὰ δὲ γόος ἅμα χαρᾷ
τὸ σὸν νοτίζει βλέφαρον, ὡσαύτως δ᾽ ἐμόν. |
Κι εσένα εγώ, που σ’ έλεαν πεθαμένη.
Και βρέχουνε τα μάτια και των δυο μας
δάκρυα, μαζί με τη χαρά και θρήνοι. |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
|
τόδ᾽ ἔτι βρέφος |
Μωρούλι ακόμη, |
835 |
ἔλιπον ἀγκάλαισι νεαρὸν τροφοῦ
νεαρὸν ἐν δόμοις.
ὦ κρεῖσσον ἢ λόγοισιν εὐτυχοῦσά μου |
μωρούλι τρυφερό, στο σπίτι
στης βάγιας του την αγκαλιά τον είχα αυτόν αφήσει.
Ψυχή μου, λόγια δεν τη λεν την ευτυχία σου, τι να πω; |
839 |
ψυχά, τί φῶ; θαυμάτων |
Αυτά όλα πια τα ξεπερνούν, και θάματα και λόγια. |
840 |
πέρα καὶ λόγου πρόσω τάδ᾽ ἐπέβα. |
|
|
Ὀρέστης |
Ορέστης |
|
τὸ λοιπὸν εὐτυχοῖμεν ἀλλήλων μέτα. |
Εδώ κι εμπρός οι δυο μας να ευτυχούμε. |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
|
ἄτοπον ἁδονὰν ἔλαβον, ὦ φίλαι·
δέδοικα δ᾽ ἐκ χερῶν με μὴ πρὸς αἰθέρα
ἀμπτάμενος φύγῃ· |
Είναι παράξενη η χαρά που νιώθω, αγαπητές μου·
φοβούμαι μην πετάξει
στον ουρανό, και μέοα από τα χέρια μου τον χάσω· |
845 |
ἰὼ Κυκλωπὶς ἑστία· ἰὼ πατρίς,
Μυκήνα φίλα,
χάριν ἔχω ζόας, χάριν ἔχω τροφᾶς,
ὅτι μοι συνομαίμονα τόνδε δόμοις
ἐξεθρέψω φάος. |
ω του σπιτιού γωνιά κυκλώπεια, ω
πατρίδα μου, Μυκήνα αγαπημένη,
σ’ ευχαριστώ που του ‘δωσες τη ζωή, που τον ανάθρεψες,
που αυτόν εδώ τον αδερφό μου ανάστησες
φως σωτηρίας του σπιτικού μας. |
|
Ὀρέστης |
Ορέστης |
850 |
γένει μὲν εὐτυχοῦμεν, ἐς δὲ συμφοράς,
ὦ σύγγον᾽, ἡμῶν δυστυχὴς ἔφυ βίος. |
Η τύχη αρχοντικιά γενιά, αδερφή μου,
μας έδωσε, μα ζωή συφοριασμένη. |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
|
ἐγᾦδ᾽ ἁ μέλεος, οἶδ᾽, ὅτε φάσγανον |
Το ‘νιωοα, η μαύρη, το ‘νιωσα, όταν έβαλε |
854 |
δέρᾳ θῆκέ μοι μελεόφρων πατήρ. |
με μαύρη σκέψη ο κύρης μας μαχαίρι στο λαιμό μου. |
|
Ὀρέστης |
Ορέστης |
855 |
οἴμοι. δοκῶ γὰρ οὐ παρών σ᾽ ὁρᾶν ἐκεῖ. |
Εκεί σα να σε βλέπω, κι ας μην ήμουν. |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
|
ἀνυμέναιος, <ὦ> σύγγον᾽, Ἀχιλλέως
ἐς κλισίαν λέκτρων |
Αχ ναι, αδερφέ, όταν δολερά
με πήγαιναν για τη σκηνή, την κλίνη του Αχιλλέα, |
859 |
δολίαν ὅτ᾽ ἀγόμαν· |
για γάμο που δεν ήτανε να γίνει· |
860 |
παρὰ δὲ βωμὸν ἦν δάκρυα καὶ γόοι.
φεῦ φεῦ χερνίβων <τῶν> ἐκεῖ. |
κι ήτανε στο βωμό κοντά δάκρυα και βόγκοι.
Οϊμέ, θυσίας ραντίσματα που γίνανε κει κάτω! |
|
Ὀρέστης |
Ορέστης |
|
ᾤμωξα κἀγὼ τόλμαν ἣν ἔτλη πατήρ. |
Κι εγώ για του πατέρα κλαίω την τόλμη. |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
864 |
ἀπάτορ᾽ ἀπάτορα πότμον ἔλαχον. |
Σκληρός πατέρας μου έλαχε και τύχη μαύρη. |
865 |
ἄλλα δ᾽ ἐξ ἄλλων κυρεῖ |
Κι οι συμφορές – έτσι τα φέρνει κάποιος θεός – |
867 |
δαίμονος τύχᾳ τινός. |
η μια αναβρύζει από την άλλη. |
|
Ὀρέστης |
Ορέστης |
866 |
εἰ σόν γ᾽ ἀδελφόν, ὦ τάλαιν᾽, ἀπώλεσας. |
Ναι, αν σκότωνες τον αδερφό σου, δόλια… |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
868 |
ὦ μελέα δεινᾶς τόλμας. δείν᾽ ἔτλαν |
Ω συμφορά μου, αποκοτιά φριχτή! |
870 |
δείν᾽ ἔτλαν, ὤμοι σύγγονε. παρὰ δ᾽ ὀλίγον
ἀπέφυγες ὄλεθρον ἀνόσιον ἐξ ἐμᾶν
δαϊχθεὶς χερῶν.
ἁ δ᾽ ἐπ᾽ αὐτοῖσι τίς τελευτά;
τίς τύχα μοι συγχωρήσει; |
Έργο φριχτό αποκότησα, φριχτό, αδερφέ μου.
Και λίγο ακόμα, ανόσιο θα ‘βρισκες χαμό
και σπαραγμό απ’ τα χέρια τα δικά μου.
Αλλά το τέλος τώρα θα είναι ποιο;
Ποιά τύχη πλάι μου θα σταθεί; |
875 |
τίνα σοι πόρον εὑρομένα– |
Για σε τι πέρασμα να βρω, |
878 |
πάλιν ἀπὸ πόλεως, ἀπὸ φόνου πέμψω
πατρίδ᾽ ἐς Ἀργείαν, |
μακριά απ’ τη χώρ’ αυτή, μακριά απ’ το σκοτωμό,
για να σε στείλω πίσω στο Άργος, |
880 |
πρὶν ἐπὶ ξίφος αἵματι σῷ πελάσαι;
τόδε τόδε σόν, ὦ μελέα ψυχά,
χρέος ἀνευρίσκειν. |
πριν το αίμα σου γυρεύοντας, ζυγώσει το σπαθί;
Δικό σου χρέος, ταλαίπωρη ψυχή,
δικό σου χρέος, αυτό να ψάξεις νά ‘ βρεις. |
884 |
πότερον κατὰ χέρσον, οὐχὶ ναΐ–; |
Άραγε από στεριά κι όχι με πλοίο; |
885 |
ἀλλὰ ποδῶν ῥιπᾷ
θανάτῳ πελάσεις ἄρα βάρβαρα φῦλα
καὶ δι᾽ ὁδοὺς ἀνόδους στείχων· διὰ κυανέας μὴν |
Μα. πεζοπόρος τρέχοντας, θα ‘σαι κοντά στο θάνατο,
ανάμεσ’ από βάρβαρες φυλές ως θα περνάς
και δρόμους κακοτράχαλους. |
890 |
στενοπόρου πέτρας μακρὰ κέλευθα να-
ΐοισιν δρασμοῖς. |
Από των μαυρογάλαζων των βράχων πάλι το στενό
είναι μακριά η φευγάλα με καράβι. |
894 |
τάλαινα, τάλαινα. |
Άμοιρη εγώ, άμοιρη εγώ. |
|
τίς ἂν οὖν τάδ᾽ ἂν ἢ θεὸς ἢ βροτὸς ἢ
τί τῶν ἀδοκήτων,
πόρον ἄπορον ἐξανύσας, δυοῖν
τοῖν μόνοιν Ἀτρείδαιν <φαίνοι>
κακῶν ἔκλυσιν; |
Αχ, ποιος θεός ή ποιος θνητός ή ποια
δύναμη ανέλπιστη λοιπόν
πέρασμ’ ανεύρετο θα βρει,
θα φανερώσει λυτρωμό
στους δυο που ακόμ’ απόμειναν απ’ τη γενιά του Ατρέα; |
|
Χορός |
Χορός |
900 |
ἐν τοῖσι θαυμαστοῖσι καὶ μύθων πέρα
τάδ᾽ εἶδον αὐτὴ κοὐ κλύουσ᾽ ἀπαγγελῶ. |
Το θάμ’ αυτό, το ανώτερο από λόγια,
θα ‘χω να το ιστορώ σαν κάτι που είδαν
τα μάτια μου, όχι που άκουσαν τ’ αυτιά μου. |
|
Πυλάδης |
Πυλάδης |
|
τὸ μὲν φίλους ἐλθόντας εἰς ὄψιν φίλων,
Ὀρέστα, χειρῶν περιβολὰς εἰκὸς λαβεῖν·
λήξαντα δ᾽ οἴκτων κἀπ᾽ ἐκεῖν᾽ ἐλθεῖν χρεών, |
Φυσικό, ν’ αγκαλιάζονται, σα σμίγουν,
Ορέστη, συγγενείς· ανάγκη, ωστόσο
τα συγκινητικά να σταματήσουν
και να σκεφτούμε πώς, τη σωτηρία |
905 |
ὅπως τὸ κλεινὸν ὄνομα τῆς σωτηρίας
λαβόντες ἐκ γῆς βησόμεσθα βαρβάρου.
σοφῶν γὰρ ἀνδρῶν ταῦτα, μὴ ᾽κβάντας τύχης,
καιρὸν λαβόντας, ἡδονὰς ἄλλας λαβεῖν. |
– λέξη λαμπρή! – αφού βρούμε, από τη χώρα
θα βγούμε των βαρβάρων. Ευκαιρία
σα βρουν οι μυαλωμένοι, δεν το ρίχνουν
σ’ άλλες χαρές, λοξοδρομώντας έξω
απ’ το στρατί που η τύχη τους ανοίγει. |
|
Ὀρέστης |
Ορέστης |
|
καλῶς ἔλεξας· τῇ τύχῃ δ᾽ οἶμαι μέλειν |
Σωστά· μαζί μ’ εμάς θαρρώ κι η τύχη |
910 |
τοῦδε ξὺν ἡμῖν· ἢν δέ τις πρόθυμος ᾖ,
σθένειν τὸ θεῖον μᾶλλον εἰκότως ἔχει. |
πως γνοιάζεται γι’ αυτό· μα δυναμώνει
κι η θεία βοήθεια, προθυμία σα βλέπει· |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
|
μηδέν μ᾽ ἐπίσχῃ γ᾽· οὐδ᾽ ἀποστήσει λόγου,
πρῶτον πυθέσθαι τίνα ποτ᾽ Ἠλέκτρα πότμον
εἴληχε βιότου· φίλα γὰρ ἔστε πάντ᾽ ἐμοί. |
Τίποτε ας μην μποδίσει – δε θα βγούμε
κιόλ’ απ’ το θέμα – να ρωτήσω πρώτα
ποια μοίρα στη ζωή έχει βρει η Ηλέκτρα·
οι δυο σας είστε ό,τι αγαπώ στον κόσμο. |
|
Ὀρέστης |
Ορέστης |
915 |
τῷδε ξυνοικεῖ βίον ἔχουσ᾽ εὐδαίμονα. |
Να, αυτόν πήρε άντρα κι είν’ ευτυχισμένη. |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
|
οὗτος δὲ ποδαπὸς καὶ τίνος πέφυκε παῖς; |
Κι αυτός πούθε είναι; ποιον έχει πατέρα; |
|
Ὀρέστης |
Ορέστης |
|
Στρόφιος ὁ Φωκεὺς τοῦδε κλῄζεται πατήρ. |
Είναι του Στρόφιου γιος, απ’ τη Φωκίδα. |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
|
ὁ δ᾽ ἐστί γ᾽ Ἀτρέως θυγατρός, ὁμογενὴς ἐμός; |
Κόρη του Ατρέα η μάνα του; γενιά μου; |
|
Ὀρέστης |
Ορέστης |
|
ἀνεψιός γε, μόνος ἐμοὶ σαφὴς φίλος. |
Ξάδερφος· και πιστός μου – ο μόνος! – φίλος. |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
920 |
οὐκ ἦν τόθ᾽ οὗτος ὅτε πατὴρ ἔκτεινέ με. |
Σα μ’ έσφαζε ο πατέρας, δεν υπήρχε. |
|
Ὀρέστης |
Ορέστης |
|
οὐκ ἦν· χρόνον γὰρ Στρόφιος ἦν ἄπαις τινά. |
Είχε αργήσει παιδί να κάμει ο Στρόφιος. |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
|
χαῖρ᾽ ὦ πόσις μοι τῆς ἐμῆς ὁμοσπόρου. |
Άντρα της αδερφής μου· χαιρετώ σε. |
|
Ὀρέστης |
Ορέστης |
|
κἀμός γε σωτήρ, οὐχὶ συγγενὴς μόνον. |
Και μόνο συγγενής; σωτήρας μου είναι. |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
|
τὰ δεινὰ δ᾽ ἔργα πῶς ἔτλης μητρὸς πέρι; |
Κι η μάνα… πώς το βάσταξε η καρδιά σου; |
|
Ὀρέστης |
Ορέστης |
925 |
σιγῶμεν αὐτά· πατρὶ τιμωρῶν ἐμῷ. |
Σ’ αυτά σιωπή· για του πατέρα το αίμα. |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
|
ἡ δ᾽ αἰτία τίς ἀνθ᾽ ὅτου κτείνει πόσιν; |
Κι αυτή γιατί τον σκότωσε; Η αιτία; |
|
Ὀρέστης |
Ορέστης |
|
ἔα τὰ μητρός· οὐδὲ σοὶ κλύειν καλόν. |
Και να τ’ ακούς είν’ άσκημο· άφησε τα. |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
|
σιγῶ· τὸ δ᾽ Ἄργος πρὸς σὲ νῦν ἀποβλέπει; |
Καλά· κι είσ’ αρχηγός εσύ μες στο Άργος; |
|
Ὀρέστης |
Ορέστης |
|
Μενέλαος ἄρχει· φυγάδες ἐσμὲν ἐκ πάτρας. |
Ο Μενέλαος· εγώ ‘μαι σε εξορία |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
930 |
οὔ που νοσοῦντας θεῖος ὕβρισεν δόμους; |
Αυθαιρεσία του θείου, στη δύσκολη ώρα; |
|
Ὀρέστης |
Ορέστης |
|
οὔκ, ἀλλ᾽ Ἐρινύων δεῖμά μ᾽ ἐκβάλλει χθονός. |
Όχι· των Ερινυών με διώχνει ο φόβος. |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
|
ταῦτ᾽ ἆρ᾽ ἐπ᾽ ἀκταῖς κἀνθάδ᾽ ἠγγέλης μανείς; |
Τρελό είπαν σε είδαν στ’ ακρογιάλι· αυτό ‘ναι; |
|
Ὀρέστης |
Ορέστης |
|
ὤφθημεν οὐ νῦν πρῶτον ὄντες ἄθλιοι. |
Με είδαν πολλοί σε τέτοιο χάλι ως τώρα. |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
|
ἔγνωκα· μητρός σ᾽ οὕνεκ᾽ ἠλάστρουν θεαί. |
Νιώθω· οι θεές σε κέντριζαν της μάνας. |
|
Ὀρέστης |
Ορέστης |
935 |
ὥσθ᾽ αἱματηρὰ στόμι᾽ ἐπεμβαλεῖν ἐμοί. |
Το γκέμι τους μου μάτωνε το στόμα. |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
|
τί γάρ ποτ᾽ ἐς γῆν τήνδ᾽ ἐπόρθμευσας πόδα; |
Κι εδώ, στη χώρα τούτη, γιατί να ‘ρθεις; |
|
Ὀρέστης |
Ορέστης |
|
Φοίβου κελευσθεὶς θεσφάτοις ἀφικόμην. |
Με πρόσταξε χρησμός του Φοίβου και ήρθα. |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
|
τί χρῆμα δράσειν; ῥητὸν ἢ σιγώμενον; |
Να κάμεις τι; Κρυφό αν δεν είναι, πες το. |
|
Ὀρέστης |
Ορέστης |
|
λέγοιμ᾽ ἄν· ἀρχαὶ δ᾽ αἵδε μοι πολλῶν πόνων. |
Το λέω· κι αυτή η αρχή ‘ναι των παθών μου. |
940 |
ἐπεὶ τὰ μητρὸς ταῦθ᾽ ἃ σιγῶμεν κακὰ
ἐς χεῖρας ἦλθε, μεταδρομαῖς Ἐρινύων
ἠλαυνόμεσθα φυγάδες, ἔνθεν μοι πόδα
ἐς τὰς Ἀθήνας δῆτ᾽ ἔπεμψε Λοξίας,
δίκην παρασχεῖν ταῖς ἀνωνύμοις θεαῖς. |
Σαν έφτασαν στα χέρια μου της μάνας
οι συμφορές – γι’ αυτές ας μη μιλούμε -,
στα ξένα οι Ερινύες με κυνηγούσαν,
ώσπου ο Λοξίας με στέλνει στην Αθήνα,
στις θεές τις τρομερές να δώσω λόγο. |
945 |
ἔστιν γὰρ ὁσία ψῆφος, ἣν Ἄρει ποτὲ
Ζεὺς εἵσατ᾽ ἔκ του δὴ χερῶν μιάσματος.
ἐλθὼν δ᾽ ἐκεῖσε–πρῶτα μέν μ᾽ οὐδεὶς ξένων
ἑκὼν ἐδέξαθ᾽, ὡς θεοῖς στυγούμενον·
οἳ δ᾽ ἔσχον αἰδῶ, ξένια μονοτράπεζά μοι |
Είν’ ένα εκεί ιερό κριτήριο· ο Δίας
κάποτε το ‘χε ιδρύσει για τον Άρη,
που με αίμα είχε τα χέρια του μολύνει.
Πήγα· κανένας στην αρχή δεν είχε
την προθυμία να με δεχτεί σαν ξένο·
με κρίνανε θεομίσητο· όσοι νιώσαν |
950 |
παρέσχον, οἴκων ὄντες ἐν ταὐτῷ στέγει,
σιγῇ δ᾽ ἐτεκτήναντ᾽ ἀπόφθεγκτόν μ᾽, ὅπως
δαιτὸς γενοίμην πώματός τ᾽ αὐτοῖς δίχα,
ἐς δ᾽ ἄγγος ἴδιον ἴσον ἅπασι βακχίου
μέτρημα πληρώσαντες εἶχον ἡδονήν. |
λίγη σπλαχνιά, μου πρόσφερναν στα σπίτια
φιλοξενία σε χωριστό τραπέζι
και, σιωπηλοί, βουβό κι εμένα με είχαν,
στο φαΐ και στο πιοτό τους να είμαι χώρια·
σε κούπες χωριστές – μέτρο ίσο για όλους –
κρασί κερνούσαν, κι έτσι τρωγοπίναν. |
955 |
κἀγὼ ᾽ξελέγξαι μὲν ξένους οὐκ ἠξίουν,
ἤλγουν δὲ σιγῇ κἀδόκουν οὐκ εἰδέναι,
μέγα στενάζων οὕνεκ᾽ ἦ μητρὸς φονεύς.
κλύω δ᾽ Ἀθηναίοισι τἀμὰ δυστυχῆ
τελετὴν γενέσθαι, κἄτι τὸν νόμον μένειν, |
Να ελέγξω εγώ τους ξένους δεν μπορούσα·
πονούσα σιωπηλός και καμωνόμουν
πως τίποτα δε νιώθω, και βογκούσα
πολύ, γιατί φονιάς της μάνας μου ήμουν.
Κι ακούω πως στην Αθήνα οι συμφορές μου
έγιναν τελετή· η συνήθεια μένει |
960 |
χοῆρες ἄγγος Παλλάδος τιμᾶν λεών. |
και τώρ’ ακόμα· της χοϊκής κανάτας
γιορτή ο λαός γιορτάζει της Παλλάδας. |
|
ὡς δ᾽ εἰς Ἄρειον ὄχθον ἧκον, ἐς δίκην
ἔστην, ἐγὼ μὲν θάτερον λαβὼν βάθρον,
τὸ δ᾽ ἄλλο πρέσβειρ᾽ ἥπερ ἦν Ἐρινύων.
εἰπὼν <δ᾽> ἀκούσας θ᾽ αἵματος μητρὸς πέρι, |
Σαν έφτασα στο βράχο του Άρη, η δίκη
άρχισε· απ’ τα δυο βάθρα πάνω το ένα,
και τ’ άλλο η πιο προεστή απ’ τις Ερινύες.
Είπα και μου είπαν για της μάνας το αίμα, |
965 |
Φοῖβός μ᾽ ἔσῳσε μαρτυρῶν, ἴσας δέ μοι
ψήφους διηρίθμησε Παλλὰς ὠλένῃ·
νικῶν δ᾽ ἀπῆρα φόνια πειρατήρια.
ὅσαι μὲν οὖν ἕζοντο πεισθεῖσαι δίκῃ,
ψῆφον παρ᾽ αὐτὴν ἱερὸν ὡρίσαντ᾽ ἔχειν· |
κι η μαρτυρία με γλίτωσε του Φοίβου·
στη διαλογή, το χέρι της Παλλάδας
μέτρησε ισοψηφία· κι έφυγα τότες,
αφού τη φονική κέρδισα δίκη. |
970 |
ὅσαι δ᾽ Ἐρινύων οὐκ ἐπείσθησαν νόμῳ,
δρόμοις ἀνιδρύτοισιν ἠλάστρουν μ᾽ ἀεί,
ἕως ἐς ἁγνὸν ἦλθον αὖ Φοίβου πέδον,
καὶ πρόσθεν ἀδύτων ἐκταθείς, νῆστις βορᾶς,
ἐπώμοσ᾽ αὐτοῦ βίον ἀπορρήξειν θανών, |
Όσες την κρίση αυτή Ερινύες δεχτήκαν,
έμειναν, και κοντά στο δικαστήριο
θέση για ναό τους διάλεξαν· μα οι άλλες
με κέντριζαν αδιάκοπα να τρέχω,
ώσπου ξανά στο ναό του Φοίβου πήγα,
ξαπλώθηκα μπρος στο άδυτο, και, δίχως
να τρώγω, ορκίστηκα ότι στη ζωή μου
θα ‘βαζα τέρμα εκεί, αν ο Φοίβος ο ίδιος |
975 |
εἰ μή με σώσει Φοῖβος, ὅς μ᾽ ἀπώλεσεν.
ἐντεῦθεν αὐδὴν τρίποδος ἐκ χρυσοῦ λακὼν
Φοῖβός μ᾽ ἔπεμψε δεῦρο, διοπετὲς λαβεῖν
ἄγαλμ᾽ Ἀθηνῶν τ᾽ ἐγκαθιδρῦσαι χθονί.
ἀλλ᾽ ἥνπερ ἡμῖν ὥρισεν σωτηρίαν, |
δε μ’ έσωζε, που με είχε καταστρέψει.
Φωνή του Φοίβου απ’ το χρυσό τριπόδι
ακούστη τέλος· μ’ έστελνε εδώ πέρα
να πάρω την εικόνα, που είχε πέσει
από τον ουρανό, και να τη στήσω
στων Αθηναίων τη χώρα. Βοήθησε με |
980 |
σύμπραξον· ἢν γὰρ θεᾶς κατάσχωμεν βρέτας,
μανιῶν τε λήξω καὶ σὲ πολυκώπῳ σκάφει
στείλας Μυκήναις ἐγκαταστήσω πάλιν.
ἀλλ᾽, ὦ φιληθεῖσ᾽, ὦ κασίγνητον κάρα,
σῷσον πατρῷον οἶκον, ἔκσῳσον δ᾽ ἐμέ· |
λοιπόν για να σωθώ, σαν που έχει ορίσει·
αν το άγαλμα της θεάς δικό μας γίνει,
θα γιατρευτώ και το πολύκουπό μου
καράβι στη Μυκήνα θα σε πάει.
Αγαπημένη εσύ, ακριβή αδερφή μου,
σώσε το πατρικό μας, γλίτωσε με |
985 |
ὡς τἄμ᾽ ὄλωλε πάντα καὶ τὰ Πελοπιδῶν,
οὐράνιον εἰ μὴ ληψόμεσθα θεᾶς βρέτας. |
κι εμέ· γιατί αν δεν πάρουμε στα χέρια
την απ’ τον ουρανό πεσμένη εικόνα,
κι εγώ κι οι Πελοπίδες σβήνουμε όλοι. |
|
Χορός |
Χορός |
|
δεινή τις ὀργὴ δαιμόνων ἐπέζεσε
τὸ Ταντάλειον σπέρμα διὰ πόνων τ᾽ ἄγει. |
Άγρια, καυτή η οργή των θεών πλακώνει
στου Τάνταλου το σόι και το παιδεύει. |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
|
τὸ μὲν πρόθυμον, πρίν σε δεῦρ᾽ ἐλθεῖν, ἔχω |
Και πριν εσύ να ‘ρθεις εδώ, ποθούσα |
990 |
Ἄργει γενέσθαι καὶ σέ, σύγγον᾽, εἰσιδεῖν.
θέλω δ᾽ ἅπερ σύ, σέ τε μεταστῆσαι πόνων
νοσοῦντά τ᾽ οἶκον, οὐχὶ τῷ κτανόντι με
θυμουμένη, πατρῷον ὀρθῶσαι· θέλω·
σφαγῆς τε γὰρ σῆς χεῖρ᾽ ἀπαλλάξαιμεν ἂν |
στ’ Άργος να πάω, κι εσέ να δω, αδερφέ μου.
Και θέλω, όσο κι εσύ, απ’ τα βάσανα σου
να σε βγάλω, και το άρρωστο μας σπίτι
– χωρίς συνερισιά γι’ αυτόν που πήγε
να με σκοτώσει – ορθό να το στυλώσω·
κι απ’ το αίμα σου έτσι καθαρά εγώ θα ‘χω |
995 |
σῴσαιμί τ᾽ οἴκους. τὴν θεὸν δ᾽ ὅπως λάθω
δέδοικα καὶ τύραννον, ἡνίκ᾽ ἂν κενὰς
κρηπῖδας εὕρῃ λαΐνας ἀγάλματος.
πῶς δ᾽ οὐ θανοῦμαι; τίς δ᾽ ἔνεστί μοι λόγος;
ἀλλ᾽, εἰ μὲν–ἕν τι–τοῦθ᾽ ὁμοῦ γενήσεται, |
τα χέρια, και θα σώσω και το σπίτι·
δεν ξέρω μόνο πώς της θεάς το μάτι
θα ξεφύγω, και πώς δε θα το νιώσει
ο βασιλιάς, το πέτρινο όταν βάθρο
θα το ‘βρει δίχως το άγαλμα· τι θα ‘χω
να πω; θα με σκοτώσουν. Αν μπορούνε |
1000 |
ἄγαλμά τ᾽ οἴσεις κἄμ᾽ ἐπ᾽ εὐπρύμνου νεὼς
ἄξεις, τὸ κινδύνευμα γίγνεται καλόν·
τούτου δὲ χωρισθεῖσ᾽–ἐγὼ μὲν ὄλλυμαι,
σὺ δ᾽ ἂν τὸ σαυτοῦ θέμενος εὖ νόστου τύχοις.
οὐ μήν τι φεύγω γ᾽, οὐδέ σ᾽ εἰ θανεῖν χρεὼν |
τα δυο μαζί να γίνουν, και να πάρεις
τ’ άγαλμα και στ’ ωριόπρυμο καράβι
να πας κι εμένα, ωραίο τ’ απότολμο έργο·
αν όχι, εγώ πια χάνομαι, μα εσύ
μπορείς να τα βολέψεις και να φύγεις
στον τόπο μας· μα εγώ, και με τη ζωή μου |
1005 |
σῴσασαν· οὐ γὰρ ἀλλ᾽ ἀνὴρ μὲν ἐκ δόμων
θανὼν ποθεινός, τὰ δὲ γυναικὸς ἀσθενῆ. |
το λυτρωμό σου αν είναι να πλερώσω,
δεν κάνω πίσω· αποζητιέται ο άντρας,
σα λείψει, ενώ γυναίκα, όχι και τόσο. |
|
Ὀρέστης |
Ορέστης |
|
οὐκ ἂν γενοίμην σοῦ τε καὶ μητρὸς φονεύς·
ἅλις τὸ κείνης αἷμα· κοινόφρων δὲ σοὶ
καὶ ζῆν θέλοιμ᾽ ἂν καὶ θανὼν λαχεῖν ἴσον. |
Φονιάς και της μητέρας και δικός σου
δε θα ‘μαι· φτάνει το αίμα εκείνης· θέλω
μαζί σου, με μια γνώμη, και να ζήσω
και να πεθάνω· θα σε πάω στο σπίτι μας, |
1010 |
ἄξω δέ γ᾽, ἤνπερ καὐτὸς ἐνταυθοῖ περῶ,
πρὸς οἶκον, ἢ σοῦ κατθανὼν μενῶ μέτα.
γνώμης δ᾽ ἄκουσον· εἰ πρόσαντες ἦν τόδε
Ἀρτέμιδι, πῶς ἂν Λοξίας ἐθέσπισε
κομίσαι μ᾽ ἄγαλμα θεᾶς πόλισμ᾽ ἐς Παλλάδος |
αν φτάσω εκεί ο ίδιος, ή μαζί σου
νεκρός θα μείνω. Κι άκουσε τι λέω:
στην Άρτεμη αν αυτό δυσάρεστο ήταν,
πως το άγαλμα της όρισε ο Λοξίας
στην πόλη της Παλλάδας να το πάω |
1015 |
<*>
καὶ σὸν πρόσωπον εἰσιδεῖν; ἅπαντα γὰρ
συνθεὶς τάδ᾽ εἰς ἓν νόστον ἐλπίζω λαβεῖν. |
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
και να σε δω; όλ’ αυτά αν τα συνταιριάσω,
ελπίζω να γυρίσω στην πατρίδα. |
|
|
|
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
|
πῶς οὖν γένοιτ᾽ ἂν ὥστε μήθ᾽ ἡμᾶς θανεῖν,
λαβεῖν θ᾽ ἃ βουλόμεσθα; τῇδε γὰρ νοσεῖ
νόστος πρὸς οἴκους· ἡ δὲ βούλησις πάρα. |
Μα πώς να γίνει, μήτε κι η ζωή μας
να πάθει, και να πάρουμε ό,τι θέλουμε;
Ο γυρισμός στον τόπο μας σκοντάφτει
σ’ αυτό μονάχα η διάθεση δε λείπει. |
|
Ὀρέστης |
Ορέστης |
1020 |
ἆρ᾽ ἂν τύραννον διολέσαι δυναίμεθ᾽ ἄν; |
Το βασιλιά αν σκοτώναμε; μπορούμε; |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
|
δεινὸν τόδ᾽ εἶπας, ξενοφονεῖν ἐπήλυδας. |
Τον ντόπιο, εμείς ξενοφερμένοι; Φρίκη! |
|
Ὀρέστης |
Ορέστης |
|
ἀλλ᾽, εἰ σὲ σώσει κἀμέ, κινδυνευτέον. |
Πρέπει να το τολμήσουμε, αν μας σώζει. |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
|
οὐκ ἂν δυναίμην· τὸ δὲ πρόθυμον ᾔνεσα. |
Το θάρρος σου μου αρέσει αδύνατο όμως. |
|
Ὀρέστης |
Ορέστης |
|
τί δ᾽, εἴ με ναῷ τῷδε κρύψειας λάθρα; |
Μες στο ναό αν με κρύψεις; πώς το κρίνεις; |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
1025 |
ὡς δὴ σκότον λαβόντες ἐκσωθεῖμεν ἄν; |
Λες, λυτρωμό να βρούμε στο σκοτάδι; |
|
Ὀρέστης |
Ορέστης |
|
κλεπτῶν γὰρ ἡ νύξ, τῆς δ᾽ ἀληθείας τὸ φῶς. |
Νύχτα ζητά η κλεψιά, και φως η αλήθεια. |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
|
εἴσ᾽ ἔνδον ἱεροὶ φύλακες, οὓς οὐ λήσομεν. |
Έχει φύλακες μέσα· θα μας νιώσουν. |
|
Ὀρέστης |
Ορέστης |
|
οἴμοι, διεφθάρμεσθα· πῶς σωθεῖμεν ἄν; |
Χαμένοι! Αχ που θα βρούμε σωτηρία; |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
|
ἔχειν δοκῶ μοι καινὸν ἐξεύρημά τι. |
Θαρρώ πως βρήκα ένα καινούριο σχέδιο. |
|
Ὀρέστης |
Ορέστης |
1030 |
ποῖόν τι; δόξης μετάδος, ὡς κἀγὼ μάθω. |
Σαν τι; κι εμένα πες το, να το ξέρω. |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
|
ταῖς σαῖς ἀνίαις χρήσομαι σοφίσμασι. |
Τα πάθια σου για τέχνασμα θα πάρω. |
|
Ὀρέστης |
Ορέστης |
|
δειναὶ γὰρ αἱ γυναῖκες εὑρίσκειν τέχνας. |
Στα τέτοια φοβερές είν’ οι γυναίκες. |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
|
φονέα σε φήσω μητρὸς ἐξ Ἄργους μολεῖν. |
Θα πω: φονιάς της μάνας μου ήρθε απ’ τ’ Άργος. |
|
Ὀρέστης |
Ορέστης |
|
χρῆσαι κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς, εἰ κερδανεῖς. |
Βάλε μπρος τα δεινά μου, αν βγαίνει ωφέλεια. |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
1035 |
ὡς οὐ θέμις γε λέξομεν θύειν θεᾷ, |
Θα πω πως δε βολεί να σε θυσιάσω. |
|
Ὀρέστης |
Ορέστης |
|
τίν᾽ αἰτίαν ἔχουσ᾽; ὑποπτεύω τι γάρ. |
Για ποιαν αιτία; Θαρρώ, μαντεύω κάτι. |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
|
οὐ καθαρὸν ὄντα· τὸ δ᾽ ὅσιον δώσω φόβῳ. |
Σα μολυσμένον· μόνο αγνούς προσφέρνω. |
|
Ὀρέστης |
Ορέστης |
|
τί δῆτα μᾶλλον θεᾶς ἄγαλμ᾽ ἁλίσκεται; |
Και παίρνεται με αυτό της θεάς η εικόνα; |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
|
πόντου σε πηγαῖς ἁγνίσαι βουλήσομαι, |
Η θάλασσα, θα πω, θα σ’ εξαγνίσει. |
|
Ὀρέστης |
Ορέστης |
1040 |
ἔτ᾽ ἐν δόμοισι βρέτας, ἐφ᾽ ᾧ πεπλεύκαμεν. |
Η εικόνα η ποθητή στο ναό είν’ ακόμα. |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
|
κἀκεῖνο νίψαι, σοῦ θιγόντος ὥς, ἐρῶ. |
Την άγγιξες θα πω, και θα την πλύνω. |
|
Ὀρέστης |
Ορέστης |
|
ποῖ δῆτα; πόντου νοτερὸν εἶπας ἔκβολον; |
Και που λοιπόν; εκεί; σε κάτι ρήχες; |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
|
οὗ ναῦς χαλινοῖς λινοδέτοις ὁρμεῖ σέθεν. |
Όπου λινά σκοινιά το πλοίο σου δένουν. |
|
Ὀρέστης |
Ορέστης |
|
σὺ δ᾽ ἤ τις ἄλλος ἐν χεροῖν οἴσει βρέτας; |
Τ’ άγαλμα εσύ θα το σηκώνεις ή άλλος; |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
1045 |
ἐγώ· θιγεῖν γὰρ ὅσιόν ἐστ᾽ ἐμοὶ μόνῃ. |
Δεν επιτρέπεται άλλος, να τ’ αγγίξει. |
|
Ὀρέστης |
Ορέστης |
|
Πυλάδης δ᾽ ὅδ᾽ ἡμῖν ποῦ τετάξεται πόνου; |
Κι η θέση του Πυλάδη σε όλα τούτα; |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
|
ταὐτὸν χεροῖν σοὶ λέξεται μίασμ᾽ ἔχων. |
Θα ‘ χει κι εκείνος το ίδιο μίασμα τάχα. |
|
Ὀρέστης |
Ορέστης |
|
λάθρα δ᾽ ἄνακτος ἢ εἰδότος δράσεις τάδε; |
Κι αυτά κρυφά απ’ το ρήγα ή θα τα ξέρει: |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
|
πείσασα μύθοις· οὐ γὰρ ἂν λάθοιμί γε. |
θα τον πλανέσω αλλιώς δεν του ξεφεύγω. |
|
Ὀρέστης |
Ορέστης |
1050 |
καὶ μὴν νεώς γε πίτυλος εὐήρης πάρα. |
Έτοιμο και το πλοίο με τα κουπιά του. |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
|
σοὶ δὴ μέλειν χρὴ τἄλλ᾽ ὅπως ἕξει καλῶς. |
Για τ’ άλλα πια η φροντίδα είναι δικιά σου. |
|
Ὀρέστης |
Ορέστης |
|
ἑνὸς μόνου δεῖ, τάσδε συγκρύψαι τάδε.
ἀλλ᾽ ἀντίαζε καὶ λόγους πειστηρίους
εὕρισκ᾽· ἔχει τοι δύναμιν εἰς οἶκτον γυνή. |
Τώρα ένα μένει: μυστικό οι γυναίκες
να το κρατήσουν. Έλα, ικέτευε τες
και σκέψου με τι λόγια θα τις πείσεις·
ξέρει η γυναίκα τις καρδιές να εγγίζει. |
1055 |
τὰ δ᾽ ἄλλ᾽ ἴσως–. ἅπαντα συμβαίη καλῶς. |
Τ’ άλλα… οι θεοί δεξιά ας τα φέρουν όλα. |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
|
ὦ φίλταται γυναῖκες, εἰς ὑμᾶς βλέπω,
καὶ τἄμ᾽ ἐν ὑμῖν ἐστιν ἢ καλῶς ἔχειν
ἢ μηδὲν εἶναι καὶ στερηθῆναι πάτρας
φίλου τ᾽ ἀδελφοῦ φιλτάτης τε συγγόνου. |
Σ’ εσάς ελπίζω, αγαπητές μου, και είναι
στα χέρια σας η τύχη μου: ή να πάω
καλά, ή να σβήσω ολότελα, να χάσω
πατρίδα, αγαπητό αδερφό, αδερφούλα
μυριάκριβη. Κι ας κάμω αρχή με τούτο: |
1060 |
καὶ πρῶτα μέν μοι τοῦ λόγου τάδ᾽ ἀρχέτω·
γυναῖκές ἐσμεν, φιλόφρον ἀλλήλαις γένος
σῴζειν τε κοινὰ πράγματ᾽ ἀσφαλέσταται.
σιγήσαθ᾽ ἡμῖν καὶ συνεκπονήσατε
φυγάς. καλόν τοι γλῶσσ᾽ ὅτῳ πιστὴ παρῇ. |
στο γυναικείο το φύλο, το δικό μας,
η μια αγαπά την άλλη, ανάμεσα μας
έχουμ’ εμπιστοσύνη στις δουλειές μας.
Κρατήστε το κρυφό, και στη φυγή μας
βοηθήστε μας. Ωραίο να ‘ναι κανένας
εχέμυθος. Τρεις φίλτατους μια τύχη, |
|
ὁρᾶτε δ᾽ ὡς τρεῖς μία τύχη τοὺς φιλτάτους,
ἢ γῆς πατρῴας νόστον ἢ θανεῖν ἔχει.
σωθεῖσα δ᾽, ὡς ἂν καὶ σὺ κοινωνῇς τύχης,
σώσω σ᾽ ἐς Ἑλλάδ᾽. ἀλλὰ πρός σε δεξιᾶς
σὲ καὶ σὲ ἱκνοῦμαι, σὲ δὲ φίλης παρηίδος, |
βλέπετε, περιμένει: ή στην πατρίδα
να πάνε ή να χαθούν. Εγώ αν γλιτώσω,
θα δω κι εσύ απ’ την τύχη μου να λάβεις
μερίδιο: να γυρίσεις στην Ελλάδα.
Σας ικετεύω· στο δεξί σου χέρι
σε ορκίζω εσέ, κι εσέ· στο μάγουλο σου |
1070 |
γονάτων τε καὶ τῶν ἐν δόμοισι φιλτάτων
μητρὸς πατρός τε καὶ τέκνων ὅτῳ κυρεῖ.
τί φατέ; τίς ὑμῶν φησιν ἢ τίς οὐ θέλειν–
φθέγξασθε–ταῦτα; μὴ γὰρ αἰνουσῶν λόγους
ὄλωλα κἀγὼ καὶ κασίγνητος τάλας. |
εσένα το γλυκό· στα γόνατα σας·
σ’ ό,τι στο σπίτι πιο ακριβό σας είναι.
μάνα, πατέρα και παιδιά… όσες έχουν.
Τι λέτε; Ποια από σας λέει ναι – μιλήστε –
ποια αρνιέται; Αν δε δεχτείτε εσείς, χαμένη
είμαι, κι εγώ κι ο δόλιος ο αδερφός μου. |
|
Χορός |
Χορός |
1075 |
θάρσει, φίλη δέσποινα, καὶ σῴζου μόνον·
ὡς ἔκ γ᾽ ἐμοῦ σοι πάντα σιγηθήσεται–
ἴστω μέγας Ζεύς–ὧν ἐπισκήπτεις πέρι. |
Θάρρος, καλή κυρά μας, κοίτα μόνο
να γλιτώσεις· γι’ αυτά που παραγγέλνεις
μιλιά δε βγάζω, μάρτυράς μου ο Δίας. |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
|
ὄναισθε μύθων καὶ γένοισθ᾽ εὐδαίμονες.
σὸν ἔργον ἤδη καὶ σὸν ἐσβαίνειν δόμους· |
Καλό να δείτε, να είστε ευτυχισμένες
για τα καλά σας λόγια. Εσείς οι δύο |
1080 |
ὡς αὐτίχ᾽ ἥξει τῆσδε κοίρανος χθονός,
θυσίαν ἐλέγχων εἰ κατείργασται ξένων. |
στο ναό να μπείτε τώρα· όπου και να ‘ναι
ο βασιλιάς θα ‘ρθει, για να ρωτήσει
αν η θυσία των ξένων έχει γίνει. |
|
ὦ πότνι᾽, ἥπερ μ᾽ Αὐλίδος κατὰ πτυχὰς
δεινῆς ἔσωσας ἐκ πατροκτόνου χερός,
σῶσόν με καὶ νῦν τούσδε τ᾽· ἢ τὸ Λοξίου |
Ω θεά, που στα φαράγγια της Αυλίδας
από το φονικό πατρικό χέρι
μ’ έσωσες, έλα σώσε με και τώρα
κι αυτούς μαζί μου· αλλιώς, η αιτία θα γίνεις |
1085 |
οὐκέτι βροτοῖσι διὰ σὲ ἐτήτυμον στόμα.
ἀλλ᾽ εὐμενὴς ἔκβηθι βαρβάρου χθονὸς
ἐς τὰς Ἀθήνας· καὶ γὰρ ἐνθάδ᾽ οὐ πρέπει
ναίειν, παρόν σοι πόλιν ἔχειν εὐδαίμονα. |
να μην πιστεύουν πια οι θνητοί τα λόγια
του Φοίβου. Έβγα καλόβουλη απ’ τη χώρα
τη βάρβαρη και φύγε στην Αθήνα·
δε σου ταιριάζει εδώ να μένεις, όταν
μπορείς να πας σε πόλη ευτυχισμένη.
|
|
|
|
|
χοικός; που έχει σχέση με τις χοές
ωριόπρυμος: που έχει ωραία πρύμη (καράβι)
|
Δεύτερο Στάσιμο
|
Χορός |
Χορός |
|
ὄρνις, ἃ παρὰ πετρίνας |
Αλκυόνα! |
1090 |
πόντου δειράδας, ἀλκυών,
ἔλεγον οἶτον ἀείδεις,
εὐξύνετον ξυνετοῖς βοάν,
ὅτι πόσιν κελαδεῖς ἀεὶ μολπαῖς,
ἐγώ σοι παραβάλλομαι |
Ω εσύ πουλί, που ένα γύρο στους βράχους της θάλασσας
λες το τραγούδι της μαύρης σου μοίρας,
ευκολονόητη λαλιά στους σοφούς, που κατέχουν
πως καλαηδάς ολοένα το ταίρι σου,
σου παραβγαίνω στους θρήνους, πουλί |
1095 |
θρήνους, ἄπτερος ὅρνις,
ποθοῦσ᾽ Ἑλλάνων ἀγόρους,
ποθοῦσ᾽ Ἄρτεμιν λοχίαν,
ἃ παρὰ Κύνθιον ὄχθον οἰ-
κεῖ φοίνικά θ᾽ ἁβροκόμαν |
άφτερο εγώ·
τα ελληνικά νοσταλγώ πανηγύρια,
την ξεγεννήτρα την Άρτεμη,
που έχει στον Κύνθο κοντά το ιερό της·
δίπλα είν’ εκεί η φοινικιά με το πλούσιο της φύλλωμα, |
1100 |
δάφναν τ᾽ εὐερνέα καὶ
γλαυκᾶς θαλλὸν ἱερὸν ἐλαί-
ας, Λατοῦς ὠδῖνα φίλαν,
λίμναν θ᾽ εἱλίσσουσαν ὕδωρ
κύκλιον, ἔνθα κύκνος μελῳ- |
είν’ η ωριοβλάσταρη δάφνη,
είναι η ελιά η γλαυκοπράσινη, φυτό ιερό,
μνήμες γλυκιές της Λητώς απ’ τις ώρες της γέννας της·
είναι κι η λίμνη που πάνε τροχός τα νερά της·
μελωδικός |
1105 |
δὸς Μούσας θεραπεύει. |
είν’ ένας κύκνος εκεί, των Μουσών υπηρέτης. |
|
ὦ πολλαὶ δακρύων λιβάδες,
αἳ παρηίδας εἰς ἐμὰς
ἔπεσον, ἁνίκα πύργων
ὀλομένων ἐν ναυσὶν ἔβαν |
Ώ τι δάκρυα,
δάκρυα ποτάμια που μου ‘βρεξαν τότε τα μάγουλα,
όταν πάρθηκαν της πόλης μου οι πύργοι |
1110 |
πολεμίων ἐρετμοῖσι καὶ λόγχαις.
ζαχρύσου δὲ δι᾽ ἐμπολᾶς
νόστον βάρβαρον ἦλθον,
ἔνθα τᾶς ἐλαφοκτόνου
θεᾶς ἀμφίπολον κόραν |
κι έφυγα μες στα καράβια του εχθρού, με τις λόγχες
και τα κουπιά. Για χρυσάφι με πούλησαν,
και, αγορασμένη, σε χώρα, ήρθα δω
βαρβαρική,
όπου της θεάς, των λαφιών της σαϊτεύτρας,
υπηρετώ την ιέρεια, |
1115 |
παῖδ᾽ Ἀγαμεμνονίαν λατρεύ-
ω βωμούς τ᾽ οὐ μηλοθύτας,
ζηλοῦσ᾽ ἄταν διὰ παν-
τὸς δυσδαίμον᾽· ἐν γὰρ ἀνάγ-
καις οὐ κάμνεις σύντροφος ὤν. |
του βασιλιά του Αγαμέμνονα κόρη,
και στους βωμούς που δε σφάζουνε πάνω τους πρόβατα·
κάλλιο να μου ‘δίνε η μοίρα
τη δυστυχία να την είχα από πάντα· βαστάς,
όταν η ζωή σου περνά αποξαρχής μες στα βάσανα. |
1120 |
μεταβάλλει δυσδαιμονία·
τὸ δὲ μετ᾽ εὐτυχίας κακοῦ-
σθαι θνατοῖς βαρὺς αἰών. |
Πραγματική συμφορά η αλλαγή ‘ναι της τύχης· είναι βαρύ
από χαρούμενες μέρες να πέφτεις σε λύπες. |
|
καὶ σὲ μέν, πότνι᾽, Ἀργεία
πεντηκόντορος οἶκον ἄξει· |
Με τα πενήντα κουπιά του, κυρά μας, εσένα
τώρα στο σπίτι σου αργίτικο πλοίο θα σε πάει· |
1125 |
συρίζων θ᾽ ὁ κηροδέτας
κάλαμος οὐρείου Πανὸς
κώπαις ἐπιθωΰξει,
ὁ Φοῖβός θ᾽ ὁ μάντις ἔχων
κέλαδον ἑπτατόνου λύρας |
του βουνοπλάνητου Πάνα καλάμι κερόδετο*
με την ψιλή του λαλιά το ρυθμό
στους λαμνοκόπους* θα δίνει,
και τους αχούς της εφτάχορδης λύρας
ο μαντολόγος* ο Φοίβος ρυθμίζοντας |
1130 |
ἀείδων ἄξει λιπαρὰν
εὖ σ᾽ Ἀθηναίων ἐπὶ γᾶν.
ἐμὲ δ᾽ αὐτοῦ λιποῦσα
βήσῃ ῥοθίοισι πλάταις·
ἀέρι δὲ [ἱστία] πρότονοι κατὰ πρῷραν ὑ- |
με το τραγούδι στη γη θα σε πάει μια χαρά
των Αθηναίων την περίλαμπρη.
Απαρατώντας εμένα εδώ χάμω
με των κουπιώνε θα φύγεις το χτύπο·
του καραβιού του γοργόδρομου οι σκότες |
1135 |
πὲρ στόλον ἐκπετάσουσι πόδα
ναὸς ὠκυπόμπου. |
από τα στράλια*, στης πλώρης την άκρη ψηλή τα πανιά
θα τ’ αμολήσουν στον άνεμο. |
|
λαμπροὺς ἱπποδρόμους βαίην,
ἔνθ᾽ εὐάλιον ἔρχεται πῦρ· |
Στη λαμπερήν απλωσιά να πετούσα, όπου τ’ άρμα
του ήλιου κυλά τη μεγάλη φωτιά του σκορπώντας· |
1140 |
οἰκείων δ᾽ ὑπὲρ θαλάμων
πτέρυγας ἐν νώτοις ἁμοῖς
λήξαιμι θοάζουσα·
χοροῖς δ᾽ ἑσταίην, ὅθι καὶ
παρθένος, εὐδοκίμων γάμων, |
και στου σπιτιού μας ανάερα τους θαλάμους φτάνοντας
να σταματούσα στις πλάτες μου πια
τις γρήγορες μου φτερούγες·
στα χοροστάσια* μας, αχ, να βρισκόμουν,
όπου, κοπέλα ακριβή, πολυγύρευτη, |
1145 |
παρὰ πόδ᾽ εἱλίσσουσα φίλας
ματρὸς ἡλίκων θιάσους,
χαρίτων εἰς ἁμίλλας,
χαίτας ἁβρόπλουτον ἔριν,
ὀρνυμένα, πολυποίκιλα φάρεα |
πλάι στη μανούλα μου εγώ σε χορούς κυκλικούς
τις συνομήλικες έσερνα·
κι ως σηκωνόμουνα, μέρος να λάβω
στης ομορφιάς τον αγώνα, σε πλούτο
κι απαλοσύνη μαλλιών, τις πλεξίδες |
1150 |
καὶ πλοκάμους περιβαλλομένα
γένυσιν ἐσκίαζον. |
και το μαγνάδι* τ’ ολόπλουμο γύρω κατέβαζα εγώ,
για να μου ισκιώνουν τα μάγουλα. |
|
|
|
|
κερόδετος: δεμένος με κερί
λαμνοκόπος: κωπηλάτης
μαντολόγος: μάντης, προφήτης
στράλιο: σκοινί στο κατάρτι του πλοίου
χοροστάσι: τόπος όπου χορεύουν στα πανηγύρια
μαγνάδι: μαντήλι, πέπλο
|
|
|
|
Τρίτο Ἐπεισόδιο
|
Θόας |
Θόας |
1153 |
ποῦ ᾽σθ᾽ ἡ πυλωρὸς τῶνδε δωμάτων γυνὴ
Ἑλληνίς; ἤδη τῶν ξένων κατήρξατο; |
Του ναού η ιέρεια, η Ελληνίδα, πού είναι;
Ράντισε για θυσία τους ξένους; Στο άγιο |
1155 |
ἀδύτοις ἐν ἁγνοῖς σῶμα λάμπονται πυρί; |
τ’ άδυτο καίονται κιόλας τα κορμιά τους; |
|
Χορός |
Χορός |
|
ἥδ᾽ ἐστίν, ἥ σοι πάντ᾽, ἄναξ, ἐρεῖ σαφῶς. |
Να τη! Απ’ την ίδια, ρήγα, θα τα μάθεις. |
|
Θόας |
Θόας |
|
ἔα·
τί τόδε μεταίρεις ἐξ ἀκινήτων βάθρων,
Ἀγαμέμνονος παῖ, θεᾶς ἄγαλμ᾽ ἐν ὠλέναις; |
Α!
Του Αγαμέμνονα κόρη, πώς της θεάς μας
τ’ άγαλμα πήρες απ’ τ’ ακίνητο του
το βάθρο και στα χέρια το πηγαίνεις; |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
|
ἄναξ, ἔχ᾽ αὐτοῦ πόδα σὸν ἐν παραστάσιν. |
Σταμάτα εκεί στον πρόναο, βασιλιά μου. |
|
Θόας |
Θόας |
1160 |
τί δ᾽ ἔστιν, Ἰφιγένεια, καινὸν ἐν δόμοις; |
Μα τι έχει γίνει στο ναό, Ιφιγένεια; |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
|
ἀπέπτυσ᾽· Ὁσίᾳ γὰρ δίδωμ᾽ ἔπος τόδε. |
Φτύνω· ιερό μου χρέος αυτός ο λόγος. |
|
Θόας |
Θόας |
|
τί φροιμιάζῃ νεοχμόν; ἐξαύδα σαφῶς. |
Τι νέο να μελετάς; ξάστερα μίλα. |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
|
οὐ καθαρά μοι τὰ θύματ᾽ ἠγρεύσασθ᾽, ἄναξ. |
Τσακώσατε σφαχτά που ακάθαρτα είναι. |
|
Θόας |
Θόας |
|
τί τοὐκδιδάξαν τοῦτό σ᾽; ἢ δόξαν λέγεις; |
Πώς το ‘μαθες; μην είν’ απλή εικασία. |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
1165 |
βρέτας τὸ τῆς θεοῦ πάλιν ἕδρας ἀπεστράφη. |
Της θεάς η εικόνα γύρισε απ’ την άλλη. |
|
Θόας |
Θόας |
|
αὐτόματον, ἤ νιν σεισμὸς ἔστρεψε χθονός; |
Μόνη της ή σεισμός τη γύρισε έτσι; |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
|
αὐτόματον· ὄψιν δ᾽ ὀμμάτων ξυνήρμοσεν. |
Μόνη της· και τα μάτια έκλεισε κιόλας. |
|
Θόας |
Θόας |
|
ἡ δ᾽ αἰτία τίς; ἦ τὸ τῶν ξένων μύσος; |
Και ποια η αιτία; το μόλυσμα των ξένων; |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
|
ἥδ᾽, οὐδὲν ἄλλο· δεινὰ γὰρ δεδράκατον. |
Όχι άλλο, αυτό· φριχτή έχουν κάμει πράξη. |
|
Θόας |
Θόας |
1170 |
ἀλλ᾽ ἦ τιν᾽ ἔκανον βαρβάρων ἀκτῆς ἔπι; |
Σκοτώσαν στο γιαλό κανένα βάρβαρο; |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
|
οἰκεῖον ἦλθον τὸν φόνον κεκτημένοι. |
Φονιάδες απ’ τον τόπο τους μας ήρθαν. |
|
Θόας |
Θόας |
|
τίν᾽; εἰς ἔρον γὰρ τοῦ μαθεῖν πεπτώκαμεν. |
Τίνος; Περίεργος είμαι να το μάθω. |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
|
μητέρα κατειργάσαντο κοινωνῷ ξίφει. |
Μαχαίρωσαν τη μάνα τους οι δυο τους. |
|
Θόας |
Θόας |
|
Ἄπολλον, οὐδ᾽ ἐν βαρβάροις ἔτλη τις ἄν. |
Ω Φοίβε! Αυτό ούτε βάρβαρος το κάνει. |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
1175 |
πάσης διωγμοῖς ἠλάθησαν Ἑλλάδος. |
Είναι διωγμένοι απ’ όλη την Ελλάδα. |
|
Θόας |
Θόας |
|
ἦ τῶνδ᾽ ἕκατι δῆτ᾽ ἄγαλμ᾽ ἔξω φέρεις; |
Και το άγαλμα γι’ αυτό το βγάζεις έξω; |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
|
σεμνόν γ᾽ ὑπ᾽ αἰθέρ᾽, ὡς μεταστήσω φόνου. |
Ναι, πέρ’ απ’ το αίμα, στον αγνόν αιθέρα. |
|
Θόας |
Θόας |
|
μίασμα δ᾽ ἔγνως τοῖν ξένοιν ποίῳ τρόπῳ; |
Και πώς το μίασμα έμαθες των ξένων; |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
|
ἤλεγχον, ὡς θεᾶς βρέτας ἀπεστράφη πάλιν. |
Σα γύρισε η εικόνα, τους ρωτούσα. |
|
Θόας |
Θόας |
1180 |
σοφήν σ᾽ ἔθρεψεν Ἑλλάς, ὡς ᾔσθου καλῶς. |
Σοφή Ελληνίδα! Ωραία που το ‘χεις νιώσει! |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
|
καὶ μὴν καθεῖσαν δέλεαρ ἡδύ μοι φρενῶν. |
Μα δόλωμα του νου γλυκό μου ρίξαν. |
|
Θόας |
Θόας |
|
τῶν Ἀργόθεν τι φίλτρον ἀγγέλλοντέ σοι; |
Καλό μαντάτο απ’ τ’ Άργος μήπως σου είπαν; |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
|
τὸν μόνον Ὀρέστην ἐμὸν ἀδελφὸν εὐτυχεῖν. |
Πως ζει ο Ορέστης, ο αδερφός μου, ο μόνος. |
|
Θόας |
Θόας |
|
ὡς δή σφε σῴσαις ἡδοναῖς ἀγγελμάτων. |
Για να ευχαριστηθείς και να τους σώσεις. |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
1185 |
καὶ πατέρα γε ζῆν καὶ καλῶς πράσσειν ἐμόν. |
Ναι, κι ότι ευτυχισμένος ζει ο πατέρας. |
|
Θόας |
Θόας |
|
σὺ δ᾽ ἐς τὸ τῆς θεοῦ γ᾽ ἐξένευσας εἰκότως. |
Μα εσύ της θεάς το μέρος βέβαια πήρες. |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
|
πᾶσάν γε μισοῦσ᾽ Ἑλλάδ᾽, ἥ μ᾽ ἀπώλεσεν. |
Μισώ όλη την Ελλάδα, φόνισσα μου. |
|
Θόας |
Θόας |
|
τί δῆτα δρῶμεν, φράζε, τοῖν ξένοιν πέρι; |
Τι λες λοιπόν να κάμουμε τους ξένους; |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
|
τὸν νόμον ἀνάγκη τὸν προκείμενον σέβειν. |
Να σεβαστούμε το έθιμο είν’ ανάγκη. |
|
Θόας |
Θόας |
1190 |
οὔκουν ἐν ἔργῳ χέρνιβες ξίφος τε σόν; |
Και πού είν’ ο ραντισμός και το σπαθί σου; |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
|
ἁγνοῖς καθαρμοῖς πρῶτά νιν νίψαι θέλω. |
Πλύσιμο εξαγνισμού τους πρέπει πρώτα. |
|
Θόας |
Θόας |
|
πηγαῖσιν ὑδάτων ἢ θαλασσίᾳ δρόσῳ; |
Με θάλασσα η γλυκό νερό της βρύσης; |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
|
θάλασσα κλύζει πάντα τἀνθρώπων κακά. |
Κακό του ανθρώπου η θάλασσα το πλένει. |
|
Θόας |
Θόας |
|
ὁσιώτερον γοῦν τῇ θεῷ πέσοιεν ἄν. |
Πιο αγνούς στη θεά θα τους προσφέρουμε έτσι. |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
1195 |
καὶ τἀμά γ᾽ οὕτω μᾶλλον ἂν καλῶς ἔχοι. |
Καλύτερα έτσι θα ‘ναι και για μένα. |
|
Θόας |
Θόας |
|
οὔκουν πρὸς αὐτὸν ναὸν ἐκπίπτει κλύδων; |
Και δεν ξεσπά κοντά στο ναό το κύμα; |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
|
ἐρημίας δεῖ· καὶ γὰρ ἄλλα δράσομεν. |
Θέλει ερημιά· γιατί θα κάμω και άλλα. |
|
Θόας |
Θόας |
|
ἄγ᾽ ἔνθα χρῄζεις· οὐ φιλῶ τἄρρηθ᾽ ὁρᾶν. |
Όπου θέλεις· στ’ απόρρητα δεν μπαίνω. |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
|
ἁγνιστέον μοι καὶ τὸ τῆς θεοῦ βρέτας. |
Και το άγαλμα είν’ ανάγκη να εξαγνίσω. |
|
Θόας |
Θόας |
1200 |
εἴπερ γε κηλὶς ἔβαλέ νιν μητροκτόνος. |
Αίμα μητροκτονίας αν το ‘χει μιάνει. |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
|
οὐ γάρ ποτ᾽ ἄν νιν ἠράμην βάθρων ἄπο. |
Αλλιώς δε θα το σήκωνα απ’ το βάθρο. |
|
Θόας |
Θόας |
|
δίκαιος ηὑσέβεια καὶ προμηθία. |
Σωστά προνοείς, σωστή κι η ευσέβεια πόχεις.
Η πόλη σε θαμάζει κι έχει δίκιο. |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
|
οἶσθά νυν ἅ μοι γενέσθω; |
Τι μου χρειάζεται να γίνει τώρα ξέρεις; |
|
Θόας |
Θόας |
|
σὸν τὸ σημαίνειν τόδε. |
Πες το εσύ. |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
|
δεσμὰ τοῖς ξένοισι πρόσθες. |
Πες να δέσουνε τους ξένους. |
|
Θόας |
Θόας |
|
ποῖ δέ σ᾽ ἐκφύγοιεν ἄν; |
Μη σου φύγουν; Πού να παν; |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
1205 |
πιστὸν Ἑλλὰς οἶδεν οὐδέν. |
Πίστη οι Έλληνες δεν έχουν. |
|
Θόας |
Θόας |
|
ἴτ᾽ ἐπὶ δεσμά, πρόσπολοι. |
Δούλοι, αλυσοδέστε τους. |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
|
κἀκκομιζόντων δὲ δεῦρο τοὺς ξένους– |
Και τους ξένους να τους φέρουν έξω εδώ… |
|
Θόας |
Θόας |
|
ἔσται τάδε. |
Θα γίνει αυτό. |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
|
κρᾶτα κρύψαντες πέπλοισιν. |
με κεφάλια σκεπασμένα. |
|
Θόας |
Θόας |
|
ἡλίου πρόσθεν φλογός. |
Του ήλιου φως να μην τους δει. |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
|
σῶν τέ μοι σύμπεμπ᾽ ὀπαδῶν. |
Και μαζί μου ακόλουθοί σου να ‘ρθουνε. |
|
Θόας |
Θόας |
|
οἵδ᾽ ὁμαρτήσουσί σοι. |
Θα ‘ρθουν αυτοί. |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
|
καὶ πόλει πέμψον τιν᾽ ὅστις σημανεῖ– |
Και να διαλαλήσει στείλε στους πολίτες κάποιον… |
|
Θόας |
Θόας |
|
ποίας τύχας; |
Τι; |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
1210 |
ἐν δόμοις μίμνειν ἅπαντας. |
όλοι να κλειστούν στα σπίτια. |
|
Θόας |
Θόας |
|
μὴ συναντῷεν φόνῳ; |
Μπρος στο μίασμα μη βρεθούν; |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
|
μυσαρὰ γὰρ τὰ τοιάδ᾽ ἐστί. |
Ναι, γιατί κολλάει και σ’ άλλους. |
|
Θόας |
Θόας |
|
στεῖχε καὶ σήμαινε σύ– |
Τρέξε και διαλαλά εσύ. |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
|
μηδέν᾽ εἰς ὄψιν πελάζειν. |
Να μη βγει κανείς να βλέπει. |
|
Θόας |
Θόας |
|
εὖ γε κηδεύεις πόλιν. |
Γνοιάζεσαι για το λαό. |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
|
καὶ φίλων γ᾽ οὓς δεῖ μάλιστα. |
Και για φίλους που προπάντων πρέπει. |
|
Θόας |
Θόας |
|
τοῦτ᾽ ἔλεξας εἰς ἐμέ. |
Αυτό το λες για με. |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
|
. . . |
|
|
Θόας |
Θόας |
|
ὡς εἰκότως σε πᾶσα θαυμάζει πόλις. |
|
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
1215 |
σὺ δὲ μένων αὐτοῦ πρὸ ναῶν τῇ θεῷ– |
Μπρος στο ναό εσύ να μείνεις, για τη θεά… |
|
Θόας |
Θόας |
|
τί χρῆμα δρῶ; |
Να κάμω τι; |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
|
ἅγνισον πυρσῷ μέλαθρον. |
με φωτιά άγνισέ τον. |
|
Θόας |
Θόας |
|
καθαρὸν ὡς μόλῃς πάλιν. |
Να είναι, σα γυρίσεις, καθαρός. |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
|
ἡνίκ᾽ ἂν δ᾽ ἔξω περῶσιν οἱ ξένοι– |
Σα θα βγαίνουν έξω οι ξένοι… |
|
Θόας |
Θόας |
|
τί χρή με δρᾶν; |
Ναι, το χρέος μου τότε ποιο; |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
|
πέπλον ὀμμάτων προθέσθαι. |
σκέπασε το πρόσωπο σου. |
|
Θόας |
Θόας |
|
μὴ παλαμναῖον λάβω. |
Φόνου μίασμα μη με βρει. |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
|
ἢν δ᾽ ἄγαν δοκῶ χρονίζειν– |
Κι αν θα δεις ν’ αργήσω… |
|
Θόας |
Θόας |
|
τοῦδ᾽ ὅρος τίς ἐστί μοι; |
Ως πότε να σε περιμένουμε; |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
1220 |
θαυμάσῃς μηδέν. |
μην ανησυχήσεις. |
|
Θόας |
Θόας |
|
τὰ τῆς θεοῦ πρᾶσσ᾽–ἐπεὶ σχολή–καλῶς. |
Κάμε τα σωστά· δε βιάζομαι. |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
|
εἰ γὰρ ὡς θέλω καθαρμὸς ὅδε πέσοι. |
Δέομαι να πετύχει ως θέλω τούτο το άγνισμα. |
|
Θόας |
Θόας |
|
συνεύχομαι. |
Άμποτε. |
|
Ἰφιγένεια |
Ιφιγένεια |
|
τούσδ᾽ ἄρ᾽ ἐκβαίνοντας ἤδη δωμάτων ὁρῶ ξένους
καὶ θεᾶς κόσμους νεογνούς τ᾽ ἄρνας, ὡς φόνῳ φόνον
μυσαρὸν ἐκνίψω, σέλας τε λαμπάδων τά τ᾽ ἄλλ᾽ ὅσα |
Αλλά οι ξένοι, βλέπω, βγαίνουν από το ναό· μαζί
βγάζουνε της θεάς στολίδια· να κι αρνιά νιογέννητα,
με αίμα το αίμα να ξεπλύνω το μιαρό και να το φως
των λαμπάδων κι όλα που είχα ορίσει εγώ από πριν, |
1225 |
προυθέμην ἐγὼ ξένοισι καὶ θεᾷ καθάρσια.
ἐκποδὼν δ᾽ αὐδῶ πολίταις τοῦδ᾽ ἔχειν μιάσματος,
εἴ τις ἢ ναῶν πυλωρὸς χεῖρας ἁγνεύει θεοῖς
ἢ γάμον στείχει συνάψων ἢ τόκοις βαρύνεται,
φεύγετ᾽, ἐξίστασθε, μή τῳ προσπέσῃ μύσος τόδε. |
για να γίνει των δυο ξένων και της θεάς ο καθαρμός.
Κράζω στους πολίτες όλους: Απ’ το μίασμα μακριά!
Ο ιερέας που θέλει να ‘χει για τους θεούς τα χέρια αγνά,
όποιος πάει να κλείσει γάμο κι οι γυναίκες με παιδί
στην κοιλιά, στην άκρη, πέρα, μη σας βρει το μόλυσμα! |
1230 |
ὦ Διὸς Λητοῦς τ᾽ ἄνασσα παρθέν᾽, ἢν νίψω φόνον
τῶνδε καὶ θύσωμεν οὗ χρή, καθαρὸν οἰκήσεις δόμον,
εὐτυχεῖς δ᾽ ἡμεῖς ἐσόμεθα. τἄλλα δ᾽ οὐ λέγουσ᾽, ὅμως
τοῖς τὰ πλείον᾽ εἰδόσιν θεοῖς σοί τε σημαίνω, θεά. |
Ω παρθένα θεά, του Δία κόρη εσύ και της Λητώς,
αν το αίμ’ αυτό ξεπλύνω και θυσία προσφέρουμε
κει που πρέπει, κατοικία θα έχεις τότε καθαρή,
κι ευτυχία εμείς. Μα τα άλλα, κι αν σωπαίνω εγώ, οι θεοί,
που τα πιότερα κατέχουν, κι εσύ, θεά, τα ξέρετε. |
|
|
|
|
άμποτε: μακάρι, είθε |
Τρίτο Στάσιμο
|
Χορός |
Χορός |
|
εὔπαις ὁ Λατοῦς γόνος, |
Τι παιδιά που γέννησε η Λητώ |
1235 |
τόν ποτε Δηλιὰς ἐν καρποφόροις γυάλοις
<ἔτικτε,> χρυσοκόμαν |
στις πολύκαρπες της Δήλου λαγκαδιές!
Έκαμε το χρυσομάλλη, |
1238 |
ἐν κιθάρᾳ σοφόν, ἅ τ᾽ ἐπὶ τόξων
εὐστοχίᾳ γάνυται· φέρε <δ᾽ αὐτά> |
τον τεχνίτη της κιθάρας τον τρανό,
και τη θυγατέρα των βελών |
1240 |
νιν ἀπὸ δειράδος εἰναλίας,
λοχεῖα κλεινὰ λιποῦσα μά-
τηρ, τὰν ἀστάκτων ὑδάτων
βακχεύουσαν Διονύ-
σῳ Παρνάσιον κορυφάν· |
σημαδεύτρες την ευφραίνουνε ριξιές·
τη γωνιά της λεχωνιάς την ξακουστή
δεν αργεί ν’ αφήσει η μάνα, και το γιο
απ’ το βράχο του γιαλού
στην κορφή του Παρνασσού τον φέρνει· εκεί ‘ναι
βρυσομάνες και χοροί ‘ναι βακχικοί. |
|
ὅθι ποικιλόνωτος οἰ- |
Του χθόνιου του μαντείου φρουρός, τέρας της γης πελώριο εκεί |
1245 |
νωπὸς δράκων,
σκιερᾷ κατάχαλκος εὐ-
φύλλῳ δάφνᾳ,
γᾶς πελώριον τέρας, ἄμφεπε μαντεῖ-
ον Χθόνιον. |
στη δάφνη την πολύφυλλη, την ισκιερή από κάτω,
που του έσκεπε σα θώρακας, τη ράχη την πιτσιλωτή,
φίδι καθότανε κρασάτο.
|
|
ἔτι μιν ἔτι βρέφος, ἔτι φίλας |
Βρέφος ακόμα, στης μάνας σου ακόμα σκιρτώντας τον κόρφο, |
1250 |
ἐπὶ ματέρος ἀγκάλαισι θρῴσκων
ἔκανες, ὦ Φοῖβε, μαντείων δ᾽ ἐπέβας ζαθέων, |
σκότωσες, Φοίβε, το φίδι, και του άγιου μαντείου
έγινες τότε αφέντης· σε τρίποδα πάνω χρυσό |
1254 |
τρίποδί τ᾽ ἐν χρυσέῳ θάσσεις, ἐν ἀψευδεῖ θρόνῳ |
κάθεσαι· πάνω σε θρόνο που ψέμα δεν ξέρει, απ’ τα βάθη |
1255 |
μαντείας βροτοῖς θεσφάτων νέμων |
του άδυτου, δίνεις χρησμούς στους ανθρώπους· |
1257 |
ἀδύτων ὕπο, Κασταλίας ῥεέθρων γείτων, μέσον
γᾶς ἔχων μέλαθρον. |
της Κασταλίας τα νερά παραπέρ’ αναβρύζουν, κι ο ναός σου
[274]
είναι το κέντρο της γης. |
|
Θέμιν δ᾽ ἐπεὶ γᾶς ἰὼν |
Αλλ’ αφού μακριά απ’ την πυθική |
1260 |
παῖδ᾽ ἀπενάσσατο <Πυθῶνος> ἀπὸ ζαθέων
χρηστηρίων, νύχια
Χθὼν ἐτεκνώσατο φάσματ᾽ ὀ<νείρων>,
οἳ πολέσιν μερόπων τά τε πρῶτα, τά τ᾽ |
έδρα τούτη, την πανίερη, των χρησμών
έδιωξε τη Θέμη ο Φοίβος,
γεννοβόλησε αυτηνής η μάνα, η Γη,
υπνοφαντασιές νυχτερινές·
περασμένα, τωρινά, μελλοντικά |
1265 |
ἔπειθ᾽, ὅσσα τ᾽ ἔμελλε τυχεῖν,
ὕπνου κατὰ δνοφερὰς γᾶς εὐ-
νὰς ἔφραζον· Γαῖα δὲ τὰν
μαντεῖον ἀφείλετο τι-
μὰν Φοῖβον, φθόνῳ θυγατρός. |
σε πολλούς θνητούς φανέρωναν αυτές
μες στον ύπνο τους σε υπόγεια σκοτεινά·
κι έτσι πήρε πάλι η Γη,
για το πάθημα της κόρης πικραμένη,
απ’ το Φοίβο τις τιμές τις μαντικές. |
1270 |
ταχύπους δ᾽ ἐς Ὄλυμπον ὁρ-
μαθεὶς ἄναξ
χέρα παιδνὸν ἕλιξεν ἐκ
Διὸς θρόνων
Πυθίων δόμων χθονίαν ἀφελεῖν μῆ-
νιν θεᾶς. [νυχίους τ᾽ ἐνοπὰς.]
γέλασε δ᾽, ὅτι τέκος ἄφαρ ἔβα |
Γοργά κινάει και πάει ο θεός στον Ολυμπο· του Δία εκεί
το θρόνο με τα παιδικά χεράκια του τυλίγει,
κι απ’ της Πυθώς το ναό μακριά της θεάς της χθόνιας η οργή θερμοπαρακαλεί να φύγει.
Γέλασε ο Δίας, όταν είδε το βρέφος να θέλει από τώρα |
1275 |
πολύχρυσα θέλων λατρεύματα σχεῖν·
ἐπὶ δ᾽ ἔσεισεν κόμαν, παῦσαι νυχίους ἐνοπάς,
ἀπὸ δ᾽ ἀλαθοσύναν νυκτωπὸν ἐξεῖλεν βροτῶν, |
της χρυσοφόρας λατρείας ο αφέντης να γίνει·
σειώντας την κόμη προστάζει όλοι οι νύχτιοι να πάψουν χρησμοί,
τη σκοτεινή μαντική των ονείρων τη σβήνει απ’ τον κόσμο, |
1280 |
καὶ τιμὰς πάλιν θῆκε Λοξίᾳ,
πολυάνορι δ᾽ ἐν ξενόεντι θρόνῳ θάρση βροτοῖς
θεσφάτων ἀοιδαῖς. |
δίνει τ’ αξίωμα ξανά στο Λοξία,
και στους θνητούς, που μαζεύονται πλήθος στο θρόνο του γύρω,
πίστη στου θεού τους χρησμούς. |
|
|
|
|
χθόνιος: γήινος
κρασάτος: βαθύς κόκκινος σαν το μαύρο κρασί |
Πρόλογος · Πάροδος · Πρώτο Επεισόδιο · Πρώτο Στάσιμο · Δεύτερο Επεισόδιο · Δεύτερο Στάσιμο · Τρίτο Επεισόδιο · Τρίτο Στάσιμο · Έξοδος
[Επιστροφή]
Ἔξοδος
|
Ἄγγελος |
Αγγελιοφόρος |
|
ὦ ναοφύλακες βώμιοί τ᾽ ἐπιστάται, |
Φρουροί του ναού και των βωμών επόπτες! |
1285 |
Θόας ἄναξ γῆς τῆσδε ποῦ κυρεῖ βεβώς;
καλεῖτ᾽ ἀναπτύξαντες εὐγόμφους πύλας
ἔξω μελάθρων τῶνδε κοίρανον χθονός. |
Ο Θόας ο βασιλιάς πού πήγε; πού είναι;
Ανοίξτε του ναού τη στερεή θύρα
και πέστε να ‘βγει ο αρχηγός της χώρας. |
|
Χορός |
Χορός |
|
τί δ᾽ ἔστιν, εἰ χρὴ μὴ κελευσθεῖσαν λέγειν; |
Τι ‘ναι… αν μπορώ ανερώτητα να κρίνω. |
|
Ἄγγελος |
Αγγελιοφόρος |
|
βεβᾶσι φροῦδοι δίπτυχοι νεανίαι |
Πάνε οι δυο νέοι με απόφαση της κόρης |
1290 |
Ἀγαμεμνονείας παιδὸς ἐκ βουλευμάτων
φεύγοντες ἐκ γῆς τῆσδε καὶ σεμνὸν βρέτας
λαβόντες ἐν κόλποισιν Ἑλλάδος νεώς. |
του Αγαμέμνονα· πήραν τη σεβάσμια
της θεάς εικόνα πάνω σε καράβι
ελληνικό και φύγανε απ’ τη χώρα. |
|
Χορός |
Χορός |
|
ἄπιστον εἶπας μῦθον· ὃν δ᾽ ἰδεῖν θέλεις
ἄνακτα χώρας, φροῦδος ἐκ ναοῦ συθείς. |
Απίστευτο! Κι ο ρήγας που γυρεύεις
κίνησε δώθε απ’ το ναό και πάει. |
|
Ἄγγελος |
Αγγελιοφόρος |
1295 |
ποῖ; δεῖ γὰρ αὐτὸν εἰδέναι τὰ δρώμενα. |
Πού; πρέπει αυτά που γίνονται να μάθει. |
|
Χορός |
Χορός |
|
οὐκ ἴσμεν· ἀλλὰ στεῖχε καὶ δίωκέ νιν
ὅπου κυρήσας τούσδ᾽ ἀπαγγελεῖς λόγους. |
Δεν ξέρουμε· μα τρέχα εσύ και κοίτα
πού θα τον βρεις και πες του αυτό το νέο. |
|
Ἄγγελος |
Αγγελιοφόρος |
|
ὁρᾶτ᾽, ἄπιστον ὡς γυναικεῖον γένος·
μέτεστι χὑμῖν τῶν πεπραγμένων μέρος. |
Ε τι άτιμες, για δες, που είν’ οι γυναίκες!
Είστε κι εσείς σ’ αυτό ανακατεμένες. |
|
Χορός |
Χορός |
1300 |
μαίνῃ· τί δ᾽ ἡμῖν τῶν ξένων δρασμοῦ μέτα;
οὐκ εἶ κρατούντων πρὸς πύλας ὅσον τάχος; |
Τρελάθηκες; Αν το ‘σκασαν οι ξένοι,
εμείς σ’ αυτό τι μπαίνουμε; Δεν παίρνεις
τα πόδια σου να τρέξεις στο παλάτι; |
|
Ἄγγελος |
Αγγελιοφόρος |
|
οὔ, πρίν γ᾽ ἂν εἴπῃ τοὔπος ἑρμηνεὺς ὅδε,
εἴτ᾽ ἔνδον εἴτ᾽ οὐκ ἔνδον ἀρχηγὸς χθονός.
ὠή, χαλᾶτε κλῇθρα, τοῖς ἔνδον λέγω, |
Όχι, αν αυτός εδώ ο εξηγητής
πρώτα δεν πει: είναι μέσα ο ρήγας ή όχι;
Ε σεις απ’ το ναό, ξεμανταλώοτε! |
1305 |
καὶ δεσπότῃ σημήναθ᾽ οὕνεκ᾽ ἐν πύλαις
πάρειμι, καινῶν φόρτον ἀγγέλλων κακῶν. |
Δώστε είδηση του αφέντη πως είμ’ έξω
καινούριων συμφορών φορτίο κρατώντας. |
|
Θόας |
Θόας |
|
τίς ἀμφὶ δῶμα θεᾶς τόδ᾽ ἵστησιν βοήν,
πύλας ἀράξας καὶ ψόφον πέμψας ἔσω; |
Της θεάς ποιος βροντοχτύπησε τη θύρα,
τάραξε τη γαλήνη που είναι μέσα
και βάζει τις φωνές στο ναό απέξω; |
|
Ἄγγελος |
Αγγελιοφόρος |
|
φεῦ·
πῶς ἔλεγον αἵδε, καί μ᾽ ἀπήλαυνον δόμων, |
Εέ!
Πώς έλεαν τούτες – βέβαια για να φύγω – |
1310 |
ὡς ἐκτὸς εἴης· σὺ δὲ κατ᾽ οἶκον ἦσθ᾽ ἄρα. |
πως είχες βγει! Κι εσύ στο ναό ήσουν μέσα. |
|
Θόας |
Θόας |
|
τί προσδοκῶσαι κέρδος ἢ θηρώμεναι; |
Με ελπίδα ή για κυνήγι τίνος κέρδους; |
|
Ἄγγελος |
Αγγελιοφόρος |
|
αὖθις τὰ τῶνδε σημανῶ· τὰ δ᾽ ἐν ποσὶ
παρόντ᾽ ἄκουσον. ἡ νεᾶνις ἣ ᾽νθάδε
βωμοῖς παρίστατ᾽, Ἰφιγένει᾽, ἔξω χθονὸς |
Γι αυτές σου λέω αργότερα· άκου πρώτα
αυτά που επείγουν: η κοπέλα που είχε
των βωμών τη φροντίδα, η Ιφιγένεια, |
1315 |
σὺν τοῖς ξένοισιν οἴχεται, σεμνὸν θεᾶς
ἄγαλμ᾽ ἔχουσα· δόλια δ᾽ ἦν καθάρματα. |
πάει έξω από τη χώρα με τους ξένους,
της θεάς κρατώντας τη σεβάσμια εικόνα·
κι αυτά τα καθαρίσματα ήταν δόλος. |
|
Θόας |
Θόας |
|
πῶς φῄς; τί πνεῦμα συμφορᾶς κεκτημένη; |
Τι λες; Ποια πνοή σ’ αυτό την έχει σπρώξει; |
|
Ἄγγελος |
Αγγελιοφόρος |
|
σῴζουσ᾽ Ὀρέστην· τοῦτο γὰρ σὺ θαυμάσῃ. |
Θα ξαφνιστείς: να σώσει τον Ορέστη. |
|
Θόας |
Θόας |
|
τὸν ποῖον; ἆρ᾽ ὃν Τυνδαρὶς τίκτει κόρη; |
Ποιον Ορέστη; το γιο της Τυνδαρίδας; |
|
Ἄγγελος |
Αγγελιοφόρος |
1320 |
ὃν τοῖσδε βωμοῖς θεὰ καθωσιώσατο. |
Ναι, που η θεά είχε δω για θύμα ορίσει. |
|
Θόας |
Θόας |
|
ὦ θαῦμα–πῶς σε μεῖζον ὀνομάσας τύχω; |
Θάμα! Πιο δυνατή που να ‘βρω λέξη; |
|
Ἄγγελος |
Αγγελιοφόρος |
|
μὴ ᾽νταῦθα τρέψῃς σὴν φρέν᾽, ἀλλ᾽ ἄκουέ μου·
σαφῶς δ᾽ ἀθρήσας καὶ κλύων ἐκφρόντισον
διωγμὸς ὅστις τοὺς ξένους θηράσεται. |
Ο νους σου ας μην κολλήσει αυτού, μόνο άκου·
νιώσε το πράμα, πρόσεξε, και σκέψου
με τι κυνήγι θα πιαστούν οι ξένοι. |
|
Θόας |
Θόας |
1325 |
λέγ᾽· εὖ γὰρ εἶπας· οὐ γὰρ ἀγχίπλουν πόρον
φεύγουσιν, ὥστε διαφυγεῖν τοὐμὸν δόρυ. |
Σωστά· ναι, λέγε· έχουν μακρύ να κάμουν
δρόμο, και δεν ξεφεύγουν τ’ άρματα μου. |
|
Ἄγγελος |
Αγγελιοφόρος |
|
ἐπεὶ πρὸς ἀκτὰς ἤλθομεν θαλασσίας,
οὗ ναῦς Ὀρέστου κρύφιος ἦν ὡρμισμένη,
ἡμᾶς μέν, οὓς σὺ δεσμὰ συμπέμπεις ξένων |
Στην άκρη του γιαλού σα φτάσαμε όπου
του Ορέστη είχε κρυφά το πλοίο αράξει,
σ’ εμάς, που συνοδούς μας είχες στείλει
για να κρατούμε τα δεσμά των ξένων, |
1330 |
ἔχοντας, ἐξένευσ᾽ ἀποστῆναι πρόσω
Ἀγαμέμνονος παῖς, ὡς ἀπόρρητον φλόγα
θύουσα καὶ καθαρμὸν ὃν μετῴχετο,
αὐτὴ δ᾽ ὄπισθε δέσμ᾽ ἔχουσα τοῖν ξένοιν
ἔστειχε χερσί. καὶ τάδ᾽ ἦν ὕποπτα μέν, |
τ’ Αγαμέμνονα η κόρη νόημα κάνει
πιο πέρα να σταθούμε, γιατί τάχα
θ’ άναβε φλόγα μυστικής θυσίας
για τον εξαγνισμό που ‘χε στο νου της.
Και πίσω απ’ τους δυο ξένους, τα δεσμά τους
κρατώντας η ίδια, βάδιζε. Ύποπτο ήταν, |
1335 |
ἤρεσκε μέντοι σοῖσι προσπόλοις, ἄναξ.
χρόνῳ δ᾽, ἵν᾽ ἡμῖν δρᾶν τι δὴ δοκοῖ πλέον,
ἀνωλόλυξε καὶ κατῇδε βάρβαρα
μέλη μαγεύουσ᾽, ὡς φόνον νίζουσα δή.
ἐπεὶ δὲ δαρὸν ἦμεν ἥμενοι χρόνον, |
δεν είπαν όμως όχι οι άνθρωποι σου.
Για να θαρρούμε εμείς πως κάτι κάνει,
βγάζει τρανή φωνή, σαν πέρασε ώρα,
κι αλλόκοτα αρχινάει να τραγουδάει
ξόρκια, πως τάχα ξέπλενε το φόνο.
Ώρα πολλή προσμέναμε, και τότε |
1340 |
ἐσῆλθεν ἡμᾶς μὴ λυθέντες οἱ ξένοι
κτάνοιεν αὐτὴν δραπέται τ᾽ οἰχοίατο.
φόβῳ δ᾽ ἃ μὴ χρῆν εἰσορᾶν καθήμεθα
σιγῇ· τέλος δὲ πᾶσιν ἦν αὑτὸς λόγος
στείχειν ἵν᾽ ἦσαν, καίπερ οὐκ ἐωμένοις. |
μια ιδέα μας μπήκε: μη λυθούν οι ξένοι,
σκοτώσουν την ιέρεια και το σκάσουν.
Μα σιωπηλοί καθόμαστε, απ’ το φόβο
μη δούμε όσα δεν πρέπει· τέλος όλοι
κρίναμε για σωστό ως εκεί να πάμε
που βρίσκονταν, κι ας το ‘χε απαγορέψει. |
1345 |
κἀνταῦθ᾽ ὁρῶμεν Ἑλλάδος νεὼς σκάφος
ταρσῷ κατήρει πίτυλον ἐπτερωμένον,
ναύτας τε πεντήκοντ᾽ ἐπὶ σκαλμῶν πλάτας
ἔχοντας, ἐκ δεσμῶν δὲ τοὺς νεανίας
ἐλευθέρους πρύμνηθεν ἑστῶτας νεώς. |
Καράβι ελληνικό θωρούμε τότε
μ’ έτοιμα, σα φτερούγες, τα κουπιά του,
που τα κρατούσαν στους σκαρμούς πενήντα
ναύτες, και τους δυο νέους να στέκονται έξω,
στην πρύμη αντίκρυ, ελεύθεροι, λυμένοι. |
1350 |
κοντοῖς δὲ πρῷραν εἶχον, οἳ δ᾽ ἐπωτίδων
ἄγκυραν ἐξανῆπτον· οἳ δέ, κλίμακας
σπεύδοντες, ἦγον διὰ χερῶν πρυμνήσια,
πόντῳ δὲ δόντες τοῖν ξένοιν καθίεσαν.
ἡμεῖς δ᾽ ἀφειδήσαντες, ὡς ἐσείδομεν |
Την πλώρη συγκρατούσαν με κοντάρια,
την άγκυρα άλλοι δέναν στα καπόνια,
μια σκάλα άλλοι κρατώντας την πήγαιναν
στην πρύμη και γοργά την κατέβαζαν
μες στο νερό, για ν’ ανεβούν οι ξένοι. |
1355 |
δόλια τεχνήματ᾽, εἰχόμεσθα τῆς ξένης
πρυμνησίων τε, καὶ δι᾽ εὐθυντηρίας
οἴακας ἐξῃροῦμεν εὐπρύμνου νεώς.
λόγοι δ᾽ ἐχώρουν· Τίνι λόγῳ πορθμεύετε
κλέπτοντες ἐκ γῆς ξόανα καὶ θυηπόλους; |
Εμείς, χωρίς ανασκοπή, όταν τέτοια
είδαμε απάτη, πιάσαμε την ξένη
και τις πρυμάτσες, και τραβούσαμε έξω
απ’ της όμορφης πρύμης τους χαλκάδες
το τιμόνι. Κι αρχίνησαν τα λόγια:
“Με ποιο δικαίωμα κλέβετε απ’ τη χώρα
και φορτώνετε αγάλματα και ιέρειες; |
1360 |
τίνος τίς ὢν σὺ τήνδ᾽ ἀπεμπολᾷς χθονός;
ὁ δ᾽ εἶπ᾽· Ὀρέστης, τῆσδ᾽ ὅμαιμος, ὡς μάθῃς,
Ἀγαμέμνονος παῖς, τήνδ᾽ ἐμὴν κομίζομαι
λαβὼν ἀδελφήν, ἣν ἀπώλεσ᾽ ἐκ δόμων. |
Ποιος είσαι, τίνος είσ’ εσύ, και τούτη
για πούλημα την παίρνεις;” Και είπ’ εκείνος:
“Ο Ορέστης, ο αδερφός της, για να ξέρεις,
τ’ Αγαμέμνονα ο γιος, την αδερφή μου,
που χάσαμε απ’ το σπίτι, παίρνω πίσω.” |
|
ἀλλ᾽ οὐδὲν ἧσσον εἰχόμεσθα τῆς ξένης |
Μα εμείς γερά κρατούσαμε την ξένη, |
1365 |
καὶ πρὸς σὲ ἕπεσθαι διεβιαζόμεσθά νιν·
ὅθεν τὰ δεινὰ πλήγματ᾽ ἦν γενειάδων.
κεῖνοί τε γὰρ σίδηρον οὐκ εἶχον χεροῖν
ἡμεῖς τε· πυγμαί τ᾽ ἦσαν ἐγκροτούμεναι,
καὶ κῶλ᾽ ἀπ᾽ ἀμφοῖν τοῖν νεανίαιν ἅμα |
την πιέζαμε να ‘ρθει μ’ εμάς σ’ εσένα·
και τότε να γερές χτυπιές στα μούτρα·
γιατί ούτ’ αυτοί κρατούσανε μαχαίρι
ούτε κι εμείς· γροθιές μονάχα πέφταν
και κλοτσιές· μας τις τίναζαν κι οι δυο τους |
1370 |
ἐς πλευρὰ καὶ πρὸς ἧπαρ ἠκοντίζετο,
ὡς τῷ ξυνάπτειν καὶ συναποκαμεῖν μέλη.
δεινοῖς δὲ σημάντροισιν ἐσφραγισμένοι
ἐφεύγομεν πρὸς κρημνόν, οἳ μὲν ἐν κάρᾳ
κάθαιμ᾽ ἔχοντες τραύμαθ᾽, οἳ δ᾽ ἐν ὄμμασιν· |
στα πλευρά, στο συκώτι· δεν αργήσαν
να παραλύσουν έτσι τα κορμιά μας.
Μ’ άσκημες μελανιές σημαδεμένοι
φεύγαμε στους γκρεμούς, με ματωμένα
άλλοι κεφάλια κι άλλοι μάτια· πάνω |
1375 |
ὄχθοις δ᾽ ἐπισταθέντες εὐλαβεστέρως
ἐμαρνάμεσθα καὶ πέτρους ἐβάλλομεν.
ἀλλ᾽ εἶργον ἡμᾶς τοξόται πρύμνης ἔπι
σταθέντες ἰοῖς, ὥστ᾽ ἀναστεῖλαι πρόσω.
κἀν τῷδε–δεινὸς γὰρ κλύδων ὤκειλε ναῦν |
στα υψώματα σταθήκαμε, κι εκείθε,
με πιότερη προφύλαξη, τη μάχη
κρατούσαμε και πέτρες ρίχναμε· όμως
στην πρύμη απάνω στάθηκαν τοξότες
και με σαϊτιές μας έσπρωξαν πιο πέρα.
Και στ’ αναμεταξύ – επειδή άγριο κύμα |
1380 |
πρὸς γῆν, φόβος δ᾽ ἦν <παρθένῳ> τέγξαι πόδα–
λαβὼν Ὀρέστης ὦμον εἰς ἀριστερόν,
βὰς ἐς θάλασσαν κἀπὶ κλίμακος θορών,
ἔθηκ᾽ ἀδελφὴν ἐντὸς εὐσήμου νεώς,
τό τ᾽ οὐρανοῦ πέσημα, τῆς Διὸς κόρης |
έριχνε στη στεριά το πλοίο, κι η κόρη
φοβότανε το πόδι της να βάλει
μες στο νερό – ο Ορέστης στο ζερβή του
αφού την κάθισε ώμο, μπήκε μέσα
στη θάλασσα, όρμησε ίσια απά στη σκάλα
και μέσα στ’ ωραιοσήμαδο καράβι
βάζει την αδερφή του και της Άρτεμης |
1385 |
ἄγαλμα. ναὸς <δ᾽> ἐκ μέσης ἐφθέγξατο
βοή τις· ὦ γῆς Ἑλλάδος ναῦται, νεὼς
λάβεσθε κώπαις ῥόθιά τ᾽ ἐκλευκαίνετε·
ἔχομεν γὰρ ὧνπερ οὕνεκ᾽ ἄξενον πόρον
Συμπληγάδων ἔσωθεν εἰσεπλεύσαμεν. |
την απ’ τον ουρανό πεσμένη εικόνα.
Κι ακούστηκε φωνή μέσ’ απ’ το σκάφος:
“Έλληνες ναύτες, κάντε το καράβι
να νιώσει τα κουπιά, κι αφρούς σηκώστε.
Όσα ζητούσαμε, όταν μες στον πόντο
τον αφιλόξενο ήρθαμε και δώθε
από τις Συμπληγάδες, τα ‘χουμε όλα.” |
1390 |
οἳ δὲ στεναγμὸν ἡδὺν ἐκβρυχώμενοι
ἔπαισαν ἅλμην. ναῦς δ᾽, ἕως μὲν ἐντὸς ἦν
λιμένος, ἐχώρει στόμια, διαπερῶσα δὲ
λάβρῳ κλύδωνι συμπεσοῦσ᾽ ἠπείγετο·
δεινὸς γὰρ ἐλθὼν ἄνεμος ἐξαίφνης νεὼς |
Μ’ ένα “αχ” βαθύ ανακούφισης εκείνοι
χτυπήσαν το αρμυρό νερό. Το πλοίο,
όσο ήταν στο λιμάνι, προχωρούσε
προς την μπασιά, μα, σαν περνούσε για έξω,
βρήκε άγριο κύμα μπρος του και πιεζόταν· |
1395 |
ὠθεῖ παλίμπρυμν᾽ ἱστί᾽· οἳ δ᾽ ἐκαρτέρουν
πρὸς κῦμα λακτίζοντες· ἐς δὲ γῆν πάλιν
κλύδων παλίρρους ἦγε ναῦν. σταθεῖσα δὲ
Ἀγαμέμνονος παῖς ηὔξατ᾽· ὦ Λητοῦς κόρη
σῷσόν με τὴν σὴν ἱερέαν πρὸς Ἑλλάδα |
του ‘σπρώχνε τα πανιά κατά την πρύμη
άνεμος ξαφνικός· με πείσμα εκείνοι
πάλευαν με το κύμα· αλλά η φουρτούνα
προς τη στεριά ξανάφερνε το πλοίο.
Κι η κόρη του Αγαμέμνονα, όρθια, κάνει
μια δέηση: “Θυγατέρα της Λητώς,
σώσε με, εμένα τη δικιά σου ιέρεια, |
1400 |
ἐκ βαρβάρου γῆς καὶ κλοπαῖς σύγγνωθ᾽ ἐμαῖς.
φιλεῖς δὲ καὶ σὺ σὸν κασίγνητον, θεά·
φιλεῖν δὲ κἀμὲ τοὺς ὁμαίμονας δόκει.
ναῦται δ᾽ ἐπευφήμησαν εὐχαῖσιν κόρης
παιᾶνα, γυμνὰς ἐκ <πέπλων> ἐπωμίδας |
από βάρβαρη χώρα στην Ελλάδα
κι αυτή μου την κλεψιά συγχώρεσε την.
Ω θεά, αγαπάς τον αδερφό σου· δέξου
να ‘χω κι εγώ για το δικό μου αγάπη.”
Τη δέηση της κοπέλας με παιάνα
συνόδεψαν οι ναύτες, και τα χέρια,
γυμνά ως τους ώμους, μ’ ένα πρόσταγμα όλοι, |
1405 |
κώπῃ προσαρμόσαντες ἐκ κελεύσματος.
μᾶλλον δὲ μᾶλλον πρὸς πέτρας ᾔει σκάφος·
χὣ μέν τις ἐς θάλασσαν ὡρμήθη ποσίν,
ἄλλος δὲ πλεκτὰς ἐξανῆπτεν ἀγκύλας.
κἀγὼ μὲν εὐθὺς πρὸς σὲ δεῦρ᾽ ἀπεστάλην, |
τα ‘βαλαν στα κουπιά. Μα προς τους βράχους
όλο και πιο πολύ το πλοίο κυλούσε·
κι εμείς… άλλοι στη θάλασσα πηδήξαν,
θελιές πασκίζανε άλλοι να περάσουν.
Εγώ έτρεξα σ’ εσένα, αφέντη, αμέσως, |
1410 |
σοὶ τὰς ἐκεῖθεν σημανῶν, ἄναξ, τύχας.
ἀλλ᾽ ἕρπε, δεσμὰ καὶ βρόχους λαβὼν χεροῖν·
εἰ μὴ γὰρ οἶδμα νήνεμον γενήσεται,
οὐκ ἔστιν ἐλπὶς τοῖς ξένοις σωτηρίας.
πόντου δ᾽ ἀνάκτωρ Ἴλιόν τ᾽ ἐπισκοπεῖ |
για να σου πω τι γίνεται εκεί κάτω.
Πάρε λοιπόν θελιές, πάρε αλυσίδες
και τρέξε εκεί· το κύμα αν δεν καλμάρει,
δεν έχουν σωτηρίας ελπίδα οι ξένοι·
ο αφέντης του πελάγου, ο Ποσειδώνας
ο σεβαστός, και το Ίλιο προστατεύει, |
1415 |
σεμνὸς Ποσειδῶν, Πελοπίδαις ἐναντίος,
καὶ νῦν παρέξει τὸν Ἀγαμέμνονος γόνον
σοὶ καὶ πολίταις, ὡς ἔοικεν, ἐν χεροῖν
λαβεῖν, ἀδελφήν θ᾽, ἣ φόνον τὸν Αὐλίδι
ἀμνημόνευτον θεᾷ προδοῦσ᾽ ἁλίσκεται. |
τους Πελοπίδες πολεμάει, και τώρα
στων πολιτών και στα δικά σου χέρια
το γιο, θαρρώ, θα βάλει του Αγαμέμνονα,
μα και την αδερφή του, που, ξεχνώντας
πως πήγαν να τη σφάξουν στην Αυλίδα,
της θεάς μας αποδείχνεται απαρνήτρα. |
|
Χορός |
Χορός |
1420 |
ὦ τλῆμον Ἰφιγένεια, συγγόνου μέτα
θανῇ πάλιν μολοῦσα δεσποτῶν χέρας. |
Δόλια Ιφιγένεια, πάει η ζωή σου, πάει
και του αδερφού σου, ο ρήγας αν σας πιάσει. |
|
Θόας |
Θόας |
|
ὦ πάντες ἀστοὶ τῆσδε βαρβάρου χθονός,
οὐκ εἶα πώλοις ἐμβαλόντες ἡνίας
παράκτιοι δραμεῖσθε κἀκβολὰς νεὼς |
Της γης αυτής, της βάρβαρης πολίτες!
Όλοι! Τ’ άλογα, μπρός!, χαλιναρώστε
και τρέξτε στ’ ακρογιάλι, το ναυάγιο |
1425 |
Ἑλληνίδος δέξεσθε, σὺν δὲ τῇ θεῷ
σπεύδοντες ἄνδρας δυσσεβεῖς θηράσετε,
οἳ δ᾽ ὠκυπομποὺς ἕλξετ᾽ ἐς πόντον πλάτας;
ὡς ἐκ θαλάσσης ἔκ τε γῆς ἱππεύμασι
λαβόντες αὐτοὺς ἢ κατὰ στύφλου πέτρας |
το ελληνικό στα χέρια σας να πέσει·
και βιαστικά, με τη θεά βοηθό σας,
αθεόφοβους ανθρώπους κυνηγήστε·
ρίξτε άλλοι στο γιαλό γοργά καράβια,
για να τους πιάσουμε έτσι, και πελάγου
και στεριάς κυνηγώντας τους· και τότε
ή από τραχύ να γκρεμιστούνε βράχο |
1430 |
ῥίψωμεν, ἢ σκόλοψι πήξωμεν δέμας. |
ή να παλουκωθούνε τα κορμιά τους. |
|
ὑμᾶς δὲ τὰς τῶνδ᾽ ἴστορας βουλευμάτων,
γυναῖκες, αὖθις, ἡνίκ᾽ ἂν σχολὴν λάβω,
ποινασόμεσθα· νῦν δὲ τὴν προκειμένην
σπουδὴν ἔχοντες οὐ μενοῦμεν ἥσυχοι. |
Κι εσείς, κυράδες, που τα σχέδια τούτα
τα ξέρατε, θα σας πεδαίψω, μόλις
αδειάσω· τώρα βιαστική δουλειά
με καρτερεί κι έτσι ήσυχος δε μένω. |
|
Ἀθήνα |
Αθηνά |
1435 |
ποῖ ποῖ διωγμὸν τόνδε πορθμεύεις, ἄναξ
Θόας; ἄκουσον τῆσδ᾽ Ἀθηναίας λόγους.
παῦσαι διώκων ῥεῦμά τ᾽ ἐξορμῶν στρατοῦ·
πεπρωμένος γὰρ θεσφάτοισι Λοξίου
δεῦρ᾽ ἦλθ᾽ Ὀρέστης, τόν τ᾽ Ἐρινύων χόλον |
Θόα βασιλιά! Την καταδίωξη τούτη
για που ετοιμάζεις; Η Αθηνά είμαι κι άκου
τα λόγια μου. Σταμάτα το κυνήγι,
μην αμολάς το ρέμα του στρατού σου·
γιατί ο Ορέστης ήρθε εδώ ακλουθώντας
του Απόλλωνα χρησμό, για να ξεφύγει
των Ερινύων το χόλιασμα, να πάρει |
1440 |
φεύγων ἀδελφῆς τ᾽ Ἄργος ἐσπέμψων δέμας
ἄγαλμά θ᾽ ἱερὸν εἰς ἐμὴν ἄξων χθόνα, |
την αδερφή του στο Άργος, και να φέρει
τ’ άγιο άγαλμα στη χώρα τη δικιά μου, |
1441a |
τῶν νῦν παρόντων πημάτων ἀναψυχάς. |
να ‘ναι δροσιά στα τωρινά δεινά της. |
1442 |
πρὸς μὲν σὲ ὅδ᾽ ἡμῖν μῦθος· ὃν δ᾽ ἀποκτενεῖν
δοκεῖς Ὀρέστην ποντίῳ λαβὼν σάλῳ,
ἤδη Ποσειδῶν χάριν ἐμὴν ἀκύμονα |
Σ’ εσένα λέω αυτό. Για τον Ορέστη,
που πας να τον σκοτώσεις πιάνοντας τον
μες στη φουρτούνα, ο Ποσειδώνας κιόλας
για χάρη μου το πέλαο γαληνεύει, |
1445 |
πόντου τίθησι νῶτα πορθμεύειν πλάτῃ. |
το πλοίο για να μπορέσει ν’ αρμενίσει. |
|
μαθὼν δ᾽, Ὀρέστα, τὰς ἐμὰς ἐπιστολάς–
κλύεις γὰρ αὐδὴν καίπερ οὐ παρὼν θεᾶς–
χώρει λαβὼν ἄγαλμα σύγγονόν τε σήν. |
Για σένα, Ορέστη, ορίζω αυτά – κι αν είσαι
μακριά, η φωνή της θεάς στ’ αυτιά σου φτάνει -:
Μ’ άγαλμα κι αδερφή το δρόμο παίρνε. |
|
ὅταν δ᾽ Ἀθήνας τὰς θεοδμήτους μόλῃς, |
Στη θεόχτιστην Αθήνα σα θα φτάσεις… |
1450 |
χῶρός τις ἔστιν Ἀτθίδος πρὸς ἐσχάτοις
ὅροισι, γείτων δειράδος Καρυστίας,
ἱερός, Ἁλάς νιν οὑμὸς ὀνομάζει λεώς·
ἐνταῦθα τεύξας ναὸν ἵδρυσαι βρέτας,
ἐπώνυμον γῆς Ταυρικῆς πόνων τε σῶν, |
στην Αττική άκρη άκρη είναι μια θέση
– στης Κάρυστος αντίκρυ το ακρωτήρι –
ιερή· ο λαός μου Αλές την ονομάζει·
εκεί να χτίσεις ναό· σ’ αυτόν να στήσεις
τ’ άγαλμα, που θα πάρει τ’ όνομα του
από την Ταυρική κι οπό τις πίκρες |
1455 |
οὓς ἐξεμόχθεις περιπολῶν καθ᾽ Ἑλλάδα
οἴστροις Ἐρινύων. Ἄρτεμιν δέ νιν βροτοὶ
τὸ λοιπὸν ὑμνήσουσι Ταυροπόλον θεάν.
νόμον τε θὲς τόνδ᾽· ὅταν ἑορτάζῃ λεώς,
τῆς σῆς σφαγῆς ἄποιν᾽ ἐπισχέτω ξίφος |
που ‘χες περιπολώντας στην Ελλάδα
με κέντρισμα Ερινυών. Θα το καλούνε
Άρτεμη Ταυροπόλα πια οι θνητοί.
Κι ένα έθιμο όρισε: όταν θα γιορτάζουν,
μ’ ένα σπαθί να ‘γγιζει ο ιερέας |
1460 |
δέρῃ πρὸς ἀνδρὸς αἷμά τ᾽ ἐξανιέτω,
ὁσίας ἕκατι θεά θ᾽ ὅπως τιμὰς ἔχῃ. |
αντρός λαιμό, λίγο αίμα ν’ αναβρύζει,
για τη σφαγή σου αντίδωρο αυτό θα ‘ναι
για τη θεά τιμή και ευλάβειας χρέος. |
|
σὲ δ᾽ ἀμφὶ σεμνάς, Ἰφιγένεια, κλίμακας
Βραυρωνίας δεῖ τῇδε κλῃδουχεῖν θεᾷ·
οὗ καὶ τεθάψῃ κατθανοῦσα, καὶ πέπλων |
Της θεάς ιέρεια εσύ, Ιφιγένεια, πρέπει
να γίνεις στους ιερούς Βραυρώνιους λόφους.
Εκεί και θα σε θάψουν, σαν πεθάνεις·
κι όσα κρουστά υφαντά θα μένουν μέσα |
1465 |
ἄγαλμά σοι θήσουσιν εὐπήνους ὑφάς,
ἃς ἂν γυναῖκες ἐν τόκοις ψυχορραγεῖς
λίπωσ᾽ ἐν οἴκοις. τάσδε δ᾽ ἐκπέμπειν χθονὸς
Ἑλληνίδας γυναῖκας ἐξεφίεμαι
γνώμης δικαίας οὕνεκ᾽
<*> |
στα σπίτια από γυναίκες που θα τύχει
στη γέννα τους απάνω να πεθάνουν
σ’ εσέ θα τα προσφέρνουν. Θόα, σου δίνω
την εντολή ν’ αφήσεις τις γυναίκες
αυτές τις Ελληνίδες, για την τίμια
τη γνώμη τους, να φύγουν απ τη χώρα.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . |
|
ἐκσῴσασα δὲ |
Ορέστη, εγώ σε γλίτωσα και πρώτα, |
1470 |
καὶ πρίν σ᾽ Ἀρείοις ἐν πάγοις ψήφους ἴσας
κρίνασ᾽, Ὀρέστα· καὶ νόμισμ᾽ ἔσται τόδε,
νικᾶν ἰσήρεις ὅστις ἂν ψήφους λάβῃ.
ἀλλ᾽ ἐκκομίζου σὴν κασιγνήτην χθονός,
Ἀγαμέμνονος παῖ. –καὶ σὺ μὴ θυμοῦ, Θόας. |
στο λόφο του Άρη, όταν μετρώντας βρήκα
ισοψηφία· κι αυτή η αρχή θα μείνει:
όποιος παίρνει ίσους ψήφους να κερδίζει.
Του Αγαμέμνονα γιε, την αδερφή σου
πάρ’ τη δώθε – εσύ, Θόα, να μη θυμώνεις. |
|
Θόας |
Θόας |
1475 |
ἄνασσ᾽ Ἀθάνα, τοῖσι τῶν θεῶν λόγοις
ὅστις κλύων ἄπιστος, οὐκ ὀρθῶς φρονεῖ.
ἐγὼ δ᾽ Ὀρέστῃ τ᾽, εἰ φέρων βρέτας θεᾶς
βέβηκ᾽, ἀδελφῇ τ᾽ οὐχὶ θυμοῦμαι· τί γὰρ
πρὸς τοὺς σθένοντας θεοὺς ἁμιλλᾶσθαι καλόν; |
Των θεών τα λόγια όποιος ακούει, και πίστη
δε δίνει, θεά Αθηνά, μυαλό δεν έχει.
Ούτε με τον Ορέστη, που έχει φύγει
με το άγαλμα της θεάς, θυμώνω, μα ούτε
και με την αδερφή του· αφέντες είναι
οι θεοί· -είν’ ωραίο μ’ αυτούς να παραβγαίνεις; |
1480 |
ἴτωσαν ἐς σὴν σὺν θεᾶς ἀγάλματι
γαῖαν, καθιδρύσαιντό τ᾽ εὐτυχῶς βρέτας.
πέμψω δὲ καὶ τάσδ᾽ Ἑλλάδ᾽ εἰς εὐδαίμονα
γυναῖκας, ὥσπερ σὸν κέλευσμ᾽ ἐφίεται.
παύσω δὲ λόγχην ἣν ἐπαίρομαι ξένοις |
Στη χώρα σου με το άγαλμα της θεάς μας
ας, παν, κι εκεί με το καλό ας το στήσουν.
Και στην ευλογημένη Ελλάδα τούτες
θα στείλω τις γυναίκες, όπως είναι
το θέλημα σου. Τις ετοιμασίες
όπλων και καραβιών που κάνω ενάντια |
1485 |
ναῶν τ᾽ ἐρετμά, σοὶ τάδ᾽ ὡς δοκεῖ, θεά. |
στους ξένους θα τις πάψω, θεά, ως ορίζεις. |
|
Ἀθήνα |
Αθηνά |
|
αἰνῶ· τὸ γὰρ χρεὼν σοῦ τε καὶ θεῶν κρατεῖ.
ἴτ᾽, ὦ πνοαί, ναυσθλοῦσθε τὸν Ἀγαμέμνονος
παῖδ᾽ εἰς Ἀθήνας· συμπορεύσομαι δ᾽ ἐγὼ
σῴζουσ᾽ ἀδελφῆς τῆς ἐμῆς σεμνὸν βρέτας. |
Σωστά μιλείς· κι εσέ και θεούς η μοίρα
κυβερνά. Μπρος, ανέμοι! Στην Αθήνα
το παιδί του Αγαμέμνονα οδηγήστε·
θα ‘ρθω μαζί κι εγώ, για να φυλάω
της αδερφής μου τη σεβάσμια εικόνα. |
|
Χορός |
Χορός |
1490 |
ἴτ᾽ ἐπ᾽ εὐτυχίᾳ τῆς σῳζομένης
μοίρας εὐδαίμονες ὄντες. |
Στο καλό! Τι καλότυχοι! Ναι, είστε απ’ αυτούς
πόχουν βρει σωτηρία. |
|
ἀλλ᾽, ὦ σεμνὴ παρά τ᾽ ἀθανάτοις
καὶ παρὰ θνητοῖς, Παλλὰς Ἀθάνα,
δράσομεν οὕτως ὡς σὺ κελεύεις. |
Ω Παλλάδα Αθηνά, που κι αθάνατοι εσέ
και θνητοί σε τιμούν,
τη δική σου εντολή θ’ ακλουθήσουμε εμείς. |
1495 |
μάλα γὰρ τερπνὴν κἀνέλπιστον
φήμην ἀκοαῖσι δέδεγμαι. |
Είν’ ολόγλυκη, ανέλπιστη τούτη η φωνή
που έχει φτάσει στ’ αυτιά μου. |
|
|
|
|
ὦ μέγα σεμνὴ Νίκη, τὸν ἐμὸν
βίοτον κατέχοις
καὶ μὴ λήγοις στεφανοῦσα. |
Ω πανσέβαστη Νίκη, της ζωής μου σκεπή
πάντα να ‘σαι μην πάψεις ποτέ
να της δίνεις στεφάνια. |
|
|
|
|
καπόνι: ξύλινο εξάρτημα πλοίου για να δένονται παλαμάρια
πρυμάτσα: τα παλαμάρια της πρύμνης
ωραιοσήμαδο (καράβι): που έχει ωραίες φιγούρες στην πλώρη
μπασιά: πόρτα, μπούκα, έξοδος του λιμανιού
|
Μικρός Απόπλους
http://www.mikrosapoplous.gr/
Οκτώβριος 2000, Οκτώβριος 2001
|