Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας
Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης
πρόλογος
|
Ἐτεοκλής
Κάδμου πολῖται, χρὴ λέγειν τὰ καίρια
ὅστις φυλάσσει πρᾶγος ἐν πρύμνῃ πόλεως
οἴακα νωμῶν, βλέφαρα μὴ κοιμῶν ὕπνῳ.
εἰ μὲν γὰρ εὖ πράξαιμεν, αἰτία θεοῦ· |
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Λαέ του Κάδμου, πρέπει σύμφωνα τα λόγια
νάχη με τους καιρούς εκείνος πού απ’ την πρύμνα
το τιμόνι κρατόντας κυβερνάει μια χώρα,
δίχως ν’ αφήνη ο ύπνος να του κλή το μάτι·
γιατί αν το πράμα πάη καλά, ο θεός η αιτία· |
5 |
εἰ δ᾽ αὖθ᾽, ὃ μὴ γένοιτο, συμφορὰ τύχοι,
Ἐτεοκλέης ἂν εἷς πολὺς κατὰ πτόλιν
ὑμνοῖθ᾽ ὑπ᾽ ἀστῶν φροιμίοις πολυρρόθοις
οἰμώγμασίν θ᾽, ὧν Ζεὺς ἀλεξητήριος
ἐπώνυμος γένοιτο Καδμείων πόλει. |
μα αν πάλι—ό μη γένοιτο—συμφορά λάχη,
ένας ο Ετεοκλής, πολλά στην πόλη θάχη
να του ψάλλουν μυριόστομα όλοι μοιρολόγια
καί θρήνους, πού άμποτε απ’ αυτό, στ’ αλήθεια ο Δίας
διαφεντευτής, τη χώρα μας άς διαφεντεύη. |
10 |
ὑμᾶς δὲ χρὴ νῦν, καὶ τὸν ἐλλείποντ᾽ ἔτι
ἥβης ἀκμαίας καὶ τὸν ἔξηβον χρόνῳ,
βλαστημὸν ἀλδαίνοντα σώματος πολύν,
ὥραν τ᾽ ἔχονθ᾽ ἕκαστον ὥστε συμπρεπές,
πόλει τ᾽ ἀρήγειν καὶ θεῶν ἐγχωρίων |
Μα τώρα πρέπει εσείς, κι όποιος του λείπει ακόμα
της νιότης του ή ακμή, κι ο πού έχει πια πέραση,
να βάζη όλο το δρίμωμα της δύναμής του
παίρνοντας πάνω του ο καθείς ό,τι του πέφτει,
για να βοηθήση την πατρίδα, τους θεούς μας, |
15 |
βωμοῖσι, τιμὰς μὴ ᾽ξαλειφθῆναί ποτε·
τέκνοις τε, Γῇ τε μητρί, φιλτάτῃ τροφῷ·
ἡ γὰρ νέους ἕρποντας εὐμενεῖ πέδῳ,
ἅπαντα πανδοκοῦσα παιδείας ὄτλον,
ἐθρέψατ᾽ οἰκητῆρας ἀσπιδηφόρους |
τους βωμούς των — μην ποτέ χάσουν τίς τιμές των—
τα παιδιά του, τη μάννα Γη γλυκειά θροφό μας·
γιατ’ είν’ αυτή, πού όταν μικροί σερνόσαστ’ έτσι
στο καλόβολο χώμα της, πάνω της όλο
φορτώθηκε το βάρος της αναθροφής σας
καί πολίτες σας τράνεψεν ασπιδοφόρους |
20 |
πιστοὺς ὅπως γένοισθε πρὸς χρέος τόδε. |
να σας έχη πιστούς σ’ αυτή της την ανάγκη. |
|
καὶ νῦν μὲν ἐς τόδ᾽ ἦμαρ εὖ ῥέπει θεός·
χρόνον γὰρ ἤδη τόνδε πυργηρουμένοις
καλῶς τὰ πλείω πόλεμος ἐκ θεῶν κυρεῖ.
νῦν δ᾽ ὡς ὁ μάντις φησίν, οἰωνῶν βοτήρ, |
Ναί, βέβαια ως σήμερα ο θεός δεξιά τα φέρνει·
γιατί όλον τούτο τον καιρό, που είναι ζωσμένα
τα κάστρα μας, η τύχη του πολέμου κλίνει
το πιότερο σε μας με του θεού τη χάρη·
μα τώρα, όπως ο μάντης λέει ο πουλολόγος, |
25 |
ἐν ὠσὶ νωμῶν καὶ φρεσίν, πυρὸς δίχα,
χρηστηρίους ὄρνιθας ἀψευδεῖ τέχνῃ·
οὗτος τοιῶνδε δεσπότης μαντευμάτων
λέγει μεγίστην προσβολὴν Ἀχαιίδα
νυκτηγορεῖσθαι κἀπιβουλεύσειν πόλει. |
που με το νου καί με τ’ αυτί μονάχα, δίχως
θυσίας φωτιές, τα μαντικά σημάδια κρίνει
καί δε λαθεύει ή τέχνη του—αυτός των τέτοιων
κυβερνήτης χριησμών, μας λέει πως νυχτοκλώθουν
φοβερήν έφοδο οί εχθροί γι’ αφανισμό μας. |
30 |
ἀλλ᾽ ἔς τ᾽ ἐπάλξεις καὶ πύλας πυργωμάτων
ὁρμᾶσθε πάντες, σοῦσθε σὺν παντευχίᾳ,
πληροῦτε θωρακεῖα, κἀπὶ σέλμασιν
πύργων στάθητε, καὶ πυλῶν ἐπ᾽ ἐξόδοις
μίμνοντες εὖ θαρσεῖτε, μηδ᾽ ἐπηλύδων |
Μα όλοι στις πολεμίστρες αρματοζωσμένοι
στίς πύλες των φρουρίων ριχτήτε, πεταχτήτε,
γεμίστε τα προστήθια, στίς σκεπές των πύργων
σταθήτε καί ριζώνοντας στα έβγα των κάστρων
έχετε θάρρος καί καθόλου μή φοβάστε |
35 |
ταρβεῖτ᾽ ἄγαν ὅμιλον· εὖ τελεῖ θεός.
σκοποὺς δὲ κἀγὼ καὶ κατοπτῆρας στρατοῦ
ἔπεμψα, τοὺς πέποιθα μὴ ματᾶν ὁδῷ·
καὶ τῶνδ᾽ ἀκούσας οὔ τι μὴ ληφθῶ δόλῳ. |
το πλήθος των εχθρών· ο θεός μαζί μας θάναι.
Μα έχω κι εγώ του στρατού στείλη κατασκόπους
κι ανιχνευτές, πού βέβαιος είμαι πως του κάκου
δε θάν’ ο δρόμος των, κι αφού έρθουν καί μου πούνε,
φόβο δεν θάχω μες στα δίχτυα τους μην πέσω. |
|
Ἄγγελος
Ἐτεόκλεες, φέριστε Καδμείων ἄναξ, |
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ
Έρχομαι, δοξασμένε βασιλιά της Θήβας, |
40 |
ἥκω σαφῆ τἀκεῖθεν ἐκ στρατοῦ φέρων,
αὐτὸς κατόπτης δ᾽ εἴμ᾽ ἐγὼ τῶν πραγμάτων·
ἄνδρες γὰρ ἑπτά, θούριοι λοχαγέται,
ταυροσφαγοῦντες ἐς μελάνδετον σάκος
καὶ θιγγάνοντες χερσὶ ταυρείου φόνου, |
ξεδιαλυμένα φέρνοντας σου από τακείθε
νέα του στρατού, πού ο ίδιος με τα μάτια μου είδα.
Εφτά καπετανέοι, πολεμόχαροι άντρες,
σφάζοντας μες σε μαυροσίδερην ασπίδα
ταύρο καί στο αίμα του τα χέρια τους βουτόντας |
45 |
Ἄρη τ᾽, Ἐνυώ, καὶ φιλαίματον Φόβον
ὡρκωμότησαν ἢ πόλει κατασκαφὰς
θέντες λαπάξειν ἄστυ Καδμείων βίᾳ,
ἢ γῆν θανόντες τήνδε φυράσειν φόνῳ·
μνημεῖά θ᾽ αὑτῶν τοῖς τεκοῦσιν ἐς δόμους |
στον Άρη, Ενυώ καί Φόβο, πού σφαγές διψούνε,
όρκο δώσανε: ή αφού με βία τη διαγουμίσουν
την πόλη τέλεια των Καδμείων να ξολοθρέψουν,
ή με το γαίμα τους νεκροί τη γης ναργάσουν. |
50 |
πρὸς ἅρμ᾽ Ἀδράστου χερσὶν ἔστεφον, δάκρυ
λείβοντες· οἶκτος δ᾽ οὔτις ἦν διὰ στόμα.
λείβοντες· οἶκτος δ᾽ οὔτις ἦν διὰ στόμα.
σιδηρόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρείᾳ φλέγων
ἔπνει, λεόντων ὡς Ἄρη δεδορκότων. |
κι απής στού Άδραστου τ άρμα κρέμαγαν σημάδια
θυμητικά για τους γονιούς των στην πατρίδα,
χύνοντας δάκρυ, μ’ απ’ τ’ αχείλι τους ουτ’ άχνα
παράπονου δεν έβγαινε· γιατ’ ή ατσαλένια
καρδιά τους λάβριζε απ’ αντρεία καί φυσσομάναε
σα λιονταριών, πού πόλεμο σπιθάει ή ματιά των. |
|
καὶ τῶνδε πύστις οὐκ ὄκνῳ χρονίζεται· |
Καί δε θ’ άργήση ώραν την ώρα να το δείξουν· |
55 |
κληρουμένους δ᾽ ἔλειπον, ὡς πάλῳ λαχὼν
ἕκαστος αὐτῶν πρὸς πύλας ἄγοι λόχον.
πρὸς ταῦτ᾽ ἀρίστους ἄνδρας ἐκκρίτους πόλεως
πυλῶν ἐπ᾽ ἐξόδοισι τάγευσαι τάχος·
ἐγγὺς γὰρ ἤδη πάνοπλος Ἀργείων στρατὸς |
κλήρους τους άφησα να ρίχτουν, σε ποιά πύλη
θα λάχη καθενός να φέρη το στρατό του.
Λοιπόν καί συ διαλέγοντας τους πιο σου αντρείους
πολεμάρχους γοργά, τάξε τους μπρος στίς πύλες·
γιατί, όπου νάσαι, ολάρματοι κοντοζυγώνουν
οι Αργείτες, κορνιαχτό σηκώνουν καί τους κάμπους |
60 |
χωρεῖ, κονίει, πεδία δ᾽ ἀργηστὴς ἀφρὸς
χραίνει σταλαγμοῖς ἱππικῶν ἐκ πλευμόνων.
σὺ δ᾽ ὥστε ναὸς κεδνὸς οἰακοστρόφος
φράξαι πόλισμα, πρὶν καταιγίσαι πνοὰς
Ἄρεως· βοᾷ γὰρ κῦμα χερσαῖον στρατοῦ· |
χραίνει ο άσπρος στάζοντας αφρός απ’ των αλόγων
το λεχομάνισμα· μα εσύ, σαν τιμονιέρης
άξιος του καραβιού, το κάστρο να στεριώσης
πρίν να μανίση η μπόρα του πολέμου· κι άκου!
κύμα το στεριανό βρουχιέται του στρατού των. |
65 |
καὶ τῶνδε καιρὸν ὅστις ὤκιστος λαβέ·
κἀγὼ τὰ λοιπὰ πιστὸν ἡμεροσκόπον
ὀφθαλμὸν ἕξω, καὶ σαφηνείᾳ λόγου
εἰδὼς τὰ τῶν θύραθεν ἀβλαβὴς ἔσῃ. |
Άδραξε τον καιρό πού πρέπει χέρι χέρι,
καί γω για τάλλα πιστό μάτι ημεροσκόπου
θέ νάχω, κι όταν μ’ όλη την αλήθεια ξέρης
τί τρέχει έξω απ’ τα τείχη μας, φόβο δε θάχης. |
|
Ἐτεοκλής
ὦ Ζεῦ τε καὶ Γῆ καὶ πολισσοῦχοι θεοί, |
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Ώ Δία καί Γη καί Θεοί προστάτες της πατρίδας, |
70 |
Ἀρά τ᾽ Ἐρινὺς πατρὸς ἡ μεγασθενής,
μή μοι πόλιν γε πρυμνόθεν πανώλεθρον
ἐκθαμνίσητε δῃάλωτον, Ἑλλάδος
φθόγγον χέουσαν, καὶ δόμους ἐφεστίους·
ἐλευθέραν δὲ γῆν τε καὶ Κάδμου πόλιν |
κι ω Κατάρα, τρανή Ερινύα του πατέρα,
μη μου απ’ τη ρίζα σύγκορμα ξεθεμελιώστε
αφανισμένη απ’ τους εχθρούς μια πολιτεία
πού κραίνει γλωσσά Ελληνικιά, μηδέ τα σπίτια
πού τίς εστίες σας έχουνε, καί μην αφήστε
μια χώρα ελεύτερη, την πόλη αυτή του Κάδμου, |
75 |
ζυγοῖσι δουλίοισι μήποτε σχεθεῖν·
γένεσθε δ᾽ ἀλκή· ξυνὰ δ᾽ ἐλπίζω λέγειν·
πόλις γὰρ εὖ πράσσουσα δαίμονας τίει. |
να πέση σε σκλαβιάς ζυγό, μα σώσετέ μας,
πούν’ καί δικό σας διάφορο· γιατί μια χώρα
μόν’ όταν ευτυχή, τιμά καί τους θεούς της. |
Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης
πάροδος
|
|
|
|
Χορός
θρέομαι φοβερὰ μεγάλ᾽ ἄχη·
μεθεῖται στρατός· στρατόπεδον λιπὼν |
ΧΟΡΟΣ
Τρομάρα μου, κακά μεγάλα φοβερά!
Μολύθηκε ο στρατός απ’ τα χαράκια, νά, |
80 |
ῥεῖ πολὺς ὅδε λεὼς πρόδρομος ἱππότας·
αἰθερία κόνις με πείθει φανεῖσ᾽,
ἄναυδος σαφὴς ἔτυμος ἄγγελος.
ἔτι δὲ <γᾶς> ἐμᾶς πεδί᾽ ὁπλόκτυπ᾽ ὠτὶ
χρίμπτει βοάν· ποτᾶται, βρέμει δ᾽ |
κύμα χυμίζει κατά δω
αρίφνητ’ η καβαλλαριά·
μου το μαθαίνει ο κορνιαχτός
π’ ασκώθηκε ως τον ουρανό,
δίχως μιλιά, μα μηνυτής βέβαιος κι αληθινός.
Τής γής μου παίρνει ο ομπλόχτυπος τους κάμπους
πού κι όλο μπρος πετάει, ζυγώνει καί βροντά, |
85 |
ἀμαχέτου δίκαν ὕδατος ὀροτύπου. |
ωσάν τ’ ακράτηγο νερό πού δέρνει τα γκρεμνά. |
|
ἰὼ ἰὼ ἰὼ θεοὶ θεαί τ᾽ ὀρόμενον κακὸν
βοᾷ τειχέων ὕπερ ἀλεύσατε.
ὁ λεύκασπις ὄρνυται λαὸς εὐτρεπὴς |
Άλλοί μου, αλλοί, θεοί, θεές,
το κακό πού μας πλάκωσε μακρύνετ’ από μας!
Βουή τα τείχη ξεπερνά καί καλοσύνταχτος ό οχτρός
με τα λευκά σκουτάρια του τραβώντας όλο μπρος |
90 |
ἐπὶ πόλιν διώκων [πόδα]. |
πάνω στα κάστρα μας χυμά. |
|
τίς ἄρα ῥύσεται, τίς ἄρ᾽ ἐπαρκέσει
θεῶν ἢ θεᾶν;
πότερα δῆτ᾽ ἐγὼ <πάτρια> ποτιπέσω |
Ποιος θα με σώση; ποιος θα μου είναι βοηθός
απ’ τους θεούς, απ’ τίς θεές;
τί άλλο μπορώ ή γονατιστή να πέσω ευτύς μπροστά |
95 |
βρέτη δαιμόνων;
ἰὼ μάκαρες εὔεδροι,
ἀκμάζει βρετέων ἔχεσθαι· τί μέλλομεν
ἀγάστονοι; |
στ’ αγάλματα τα θεϊκά;
Ώ μάκαρες καλόθρονοι, ώρα, καί βιάζει το κακό,
να σας σφιχτοπεριπλεχτώ.
Καιρό τί χάνουμε μ’ αυτούς τους μάταιους οδυρμούς; |
100 |
ἀκούετ᾽ ἢ οὐκ ἀκούετ᾽ ἀσπίδων κτύπον;
πέπλων καὶ στεφέων πότ᾽ εἰ μὴ νῦν
ἀμφὶ λιτάν᾽ ἕξομεν;
κτύπον δέδορκα· πάταγος οὐχ ἑνὸς δορός.
τί ῥέξεις; προδώσεις, παλαίχθων |
Ακούτε ή δεν ακούγετε οι ασπίδες πού χτυπούν;
τους πέπλους καί τα στέφανα, αν όχι τώρα πια,
πότε θα τα φυλάξωμε της λιτανείας μας προσφορά;
Είδες τί χτύπος; όχι ενού
βρόντημα κονταριού.
Τί έχεις σκοπό; τη χώρ’ αυτή, δικιά σου απ’ τα παλιά, |
105 |
Ἄρης, τὰν τεάν;
ἰὼ χρυσοπήληξ δαῖμον ἔπιδ᾽ ἔπιδε
πόλιν ἅν ποτ᾽ εὐφιλήταν ἔθου. |
θ’ αφήσης, Άρη, να χαθή,
με το χρυσό το κράνος θεέ;
στρέψε το μάτι σου καί ιδέ
καί ιδέ τη γης π’ αγάπαγες πολύ από μια φορά. |
|
θεοὶ πολιάοχοι πάντες ἴτε χθονὸς· |
Προστάτες μας θεοί, προφτάσετ’ όλοι |
110 |
ἴδετε παρθένων
ἱκέσιον λόχον δουλοσύνας ὕπερ.
κῦμα [γὰρ] περὶ πτόλιν δοχμολόφων ἀνδρῶν |
δήτε μας τίς παρθένες, πού πεσμένες
μπρος σας, σκλαβιάς ζητούμε λυτρωμό.
Κύμα τριγύρ’ απ’ την πόλη
με λοξές φούντες οχτρών |
115 |
καχλάζει πνοαῖς Ἄρεος ὀρόμενον.
ἀλλ᾽, ὦ Ζεῦ <> πάτερ παντελές,
πάντως ἄρηξον δαΐων ἅλωσιν. |
με του πολέμου τίς πνοές κοχλάζει.
Πατέρα, Δία παντέλειε, μα βοήθησε με
κι απ’ των οχτρών διαγούμισμα διαφέντεψε με. |
120 |
Ἀργέιοι δὲ πόλισμα Κάδμου
κυκλοῦνται· φόβος δ᾽ ἀρῄων ὅπλων
[δονεῖ], διὰ δέ τοι γενύων ἱππίων
κινύρονται φόνον χαλινοί.
ἑπτὰ δ᾽ ἀγάνορες πρέποντες στρατοῦ |
Την πολιτεία περίζωσαν του Κάδμου Αργείτες.
Τ’ άρματα τα πολεμικά βροντούν, βροντούνε
κι απ’ τα σαγώνια των ατιών δετά τα γκέμια
πώς φονικά στριγγολογούνε!
Κ’ εφτά τρανοί μες στο στρατό ξεχωριστοί
πολέμαρχοι αρματοζωσμένοι, |
125 |
δορυσσοῖς σαγαῖς πύλαις ἑβδόμαι
*
προσίστανται πάλῳ λαχόντες. |
όπως τους έτυχε ό λαχνός, στίς εφτά πύλες προχωρούν. |
|
σύ τ᾽, ὦ Διογενὲς φιλόμαχον κράτος,
ῥυσίπολις γενοῦ, |
Μα ώ πολεμόχαρη θεά, κόρη του Δία,
γίνε της πόλης μας, εσύ Παλλάδα, ή σωτηρία· |
130 |
Παλλάς, ὅ θ᾽ ἵππιος ποντομέδων ἄναξ
ἰχθυβόλῳ Ποσειδάων μαχανᾷ,
ἐπίλυσιν φόβων, ἐπίλυσιν δίδου. |
κι ώ καβαλλάρη βασιλιά, θαλασσοκράτορα
με το ψαροκαμάκι, Ποσειδώνα θεέ μας,
απ’τίς τρομάρες τούτες γλύτωνε μας, γλύτωνε μας! |
135 |
σύ τ᾽, Ἄρης, φεῦ, φεῦ, πόλιν ἐπώνυμον
Κάδμου φύλαξον κήδεσαί τ᾽ ἐναργῶς. |
Καί συ Άρη, αλλοί μου αλλοί, την πόλη αυτή
πόχει απ’ τον Κάδμο τόνομά της,
δικιά σου φύλαξέ τηνε, σωστός προστάτης. |
140 |
καὶ Κύπρις, ἅτ᾽ εἶ γένους προμάτωρ,
ἄλευσον· σέθεν γὰρ ἐξ αἵματος
γεγόναμεν· λιταῖσί σε θεοκλύτοις
ἀυτοῦσαι πελαζόμεσθα. |
Κι ώ της γενιάς μας, Κύπριδα, προστάτισσα
μάκρυνε το κακό, γιατί αίμα εμείς δικό σου
με λιτανείες καί θρήνους τη θεότη σου
κράζαμε πέφτοντας εμπρός σου. |
145 |
καὶ σύ, Λύκει᾽ ἄναξ, Λύκειος γενοῦ
στρατῷ δαΐῳ στόνων ἀντίτας.
σύ τ᾽, ὦ Λατογένεια
κούρα, τόξον εὐτυκάζου [Ἄρτεμι φίλα]. |
Κι’ ώ Λύκειε βασιλιά ξολόθρεψε
καί τους εχθρούς μας σαν τους λύκους, να πλερώσουν
τους στεναγμούς μας. Κι ώ συ κόρη της Λητώς
με τ’ αλάθευτο δοξάρι σου αρματώσου. |
|
ἒ ἒ ἒ ἔ, |
Αά, Αά! |
150 |
ὄτοβον ἁρμάτων ἀμφὶ πόλιν κλύω·
ὦ πότνι᾽ Ἥρα.
ἔλακον ἀξόνων βριθομένων χνόαι.
Ἄρτεμι φίλα, ἒ ἒ ἒ ἔ, |
Αρμάτων βρόντημα γύρω στην πόλη γρικώ,
Ήρα μου δέσποινα,
στρίζουν βαρύφορτα τ’ αξόνια, να, των τροχών.
Γλυκειά μου Αρτέμιδα, |
155 |
δοριτίνακτος αἰθὴρ δ᾽ ἐπιμαίνεται.
τί πόλις ἄμμι πάσχει, τί γενήσεται;
ποῖ δ᾽ ἔτι τέλος ἐπάγει θεός; |
κονταροτίναχτος, άκου, φρενιάζει ό ουρανός·
τί κακό βρήκε την πόλη μας; τ’ είναι να γένη;
ποιό τέλος τάχα, άπ’ τους θεούς μας περιμένει; |
|
ἒ ἒ ἒ ἔ, |
Αά, Αά! |
158b |
ἀκροβόλων δ᾽ ἐπάλξεων λιθὰς ἔρχεται·
ὦ φίλ᾽ Ἄπολλον· |
Στίς ψηλές έπαλξες χαλάζ’ οί πέτρες πετούν,
ώ φίλε Απόλλωνα, |
160 |
κόναβος ἐν πύλαις χαλκοδέτων σακέων,
παῖ Διός, ὅθεν
πολεμόκραντον ἁγνὸν τέλος ἐν μάχᾳ. |
κι άπ’ τα χαλκόδετα σκουτάρια οί πύλες βροντούν.
Μα ώ συ, που σ’ έταξε
ο Δίας στον πόλεμο να δίνης τέλος καλό, |
|
σύ τε, μάκαιρ᾽ ἄνασσ᾽ Ὄγκα, πρὸ πόλεως |
καί συ, Όγκα δέσποινα, μπροστ’ άπ’ την πόλη στημένη, |
165 |
ἑπτάπυλον ἕδος ἐπιρρύου. |
την σωτηρία η Εφτάπυλη από σας προσμένει. |
|
ἰὼ παναρκεῖς θεοί,
ἰὼ τέλειοι τέλειαί τε γᾶς
τᾶσδε πυργοφύλακες,
πόλιν δορίπονον μὴ προδῶθ᾽ |
Ώ παντοδύναμοι Θεοί, τρανοί θεοί,
τρανές θεές, αυτής
πυργοφυλάχτορες της γης,
μην παραδώσετε από εχθρού
κοντάρι καταπονεμένα |
170 |
ἑτεροφώνῳ στρατῷ.
κλύετε παρθένων κλύετε πανδίκως
χειροτόνους λιτάς. |
τα κάστρα μας σ’ αλλόγλωσσο στρατό,
μ’ ακούστε μας πού με υψωμένα
τα χέρια τα παρθενικά
σας κράζομε θλιφτά, ευλαβητικά! |
|
ἰὼ φίλοι δαίμονες, |
Ώ η μόνη μας εσείς απαντοχή, |
175 |
λυτήριοί <τ᾽> ἀμφιβάντες πόλιν,
δείξαθ᾽ ὡς φιλοπόλεις,
μέλεσθέ θ᾽ ἱερῶν δημίων,
μελόμενοι δ᾽ ἀρήξατε·
φιλοθύτων δέ τοι πόλεος ὀργίων |
το χέρι σας απλώσετε θεοί,
πάνω στην πόλη να σωθή,
δείξετε πώς την αγαπάτε·
θυμάστε τις θυσίες μας τις πάνδημες
γνοιαστήτε μας και βοηθάτε·
τ’ άγια μυστήρια με τίς πλούσιες |
180 |
μνήστορες ἐστέ μοι. |
τις προσφορές μη μου ξεχνάτε. |
|
|
|
αʹ ἐπεισόδιο
|
|
|
|
Ἐτεοκλής
ὑμᾶς ἐρωτῶ, θρέμματ᾽ οὐκ ἀνασχετά,
ἦ ταῦτ᾽ ἄριστα καὶ πόλει σωτήρια,
στρατῷ τε θάρσος τῷδε πυργηρουμένῳ, |
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Εσάς ρωτώ, ανυπόφερτα πλάσματα,—μα είναι
καλά πράματ’ αυτά για να σωθή μια πόλη
καί δώσουν θάρρος σε λαό πολιορκημένο, |
185 |
βρέτη πεσούσας πρὸς πολισσούχων θεῶν
αὔειν, λακάζειν, σωφρόνων μισήματα;
μήτ᾽ ἐν κακοῖσι μήτ᾽ ἐν εὐεστοῖ φίλῃ
ξύνοικος εἴην τῷ γυναικείῳ γένει.
κρατοῦσα μὲν γὰρ οὐχ ὁμιλητὸν θράσος, δείσασα δ᾽ |
να πέφτετε μπρος στων θεών τ’ αγάλματα έτσι
με τ’ άγρια αυτά ξεφωνητά και τις στριγγιές σας,
πού κάνουνε σε γνωστικούς ανθρώπους φρίκη;
Ά! και στις συμφορές καί στη γλυκειά ευτυχία
νάδιν’ ο Θεός καί νάλειπε από με η γυναίκα!
γιατί αν της έρθουνε δεξιά, καί ποιός την πιάνει
στην έπαρση της! μ’ αν την κυριεύση ο φόβος, |
190 |
οἴκῳ καὶ πόλει πλέον κακόν. |
τότε είναι πού είναι μιά πληγή για τους δικούς της. |
|
καὶ νῦν πολίταις τάσδε διαδρόμους φυγὰς
θεῖσαι διερροθήσατ᾽ ἄψυχον κάκην·
τὰ τῶν θύραθεν δ᾽ ὡς ἄριστ᾽ ὀφέλλεται,
αὐτοὶ δ᾽ ὑπ᾽ αὐτῶν ἔνδοθεν πορθούμεθα. |
Σαν τώρα εσείς μ’ αυτά τα ξώφρενα τρεχιά σας
δεξά ζερβά δειλία κακόψυχη σκορπάτε
μες στο στρατό μας, κ’ έτσ’ οί εχθροί, πόχομ’ απόξω,
βρίσκουνε μια χαρά το πιο μεγάλο κέρδος,
ενώ εμείς μέσα φτείρομε τους εαυτούς μας. |
195 |
τοιαῦτά τἂν γυναιξὶ συνναίων ἔχοις.
κεἰ μή τις ἀρχῆς τῆς ἐμῆς ἀκούσεται,
ἀνὴρ γυνή τε χὤ τι τῶν μεταίχμιον,
ψῆφος κατ᾽ αὐτῶν ὀλεθρία βουλεύσεται,
λευστῆρα δήμου δ᾽ οὔ τι μὴ φύγῃ μόρον. |
Να τί κερδίζει όταν κανείς ζή με γυναίκες.
Μα όποιος την προσταγή μου, τώρα, δεν ακούση,
άντρας, γυναίκα, ή ό,τι κι άλλο πάει νάναι,
απόφαση θανατική τον περιμένει,
κι από τίς πέτρες του λαού δε θα ξεφύγη. |
200 |
μέλει γὰρ ἀνδρί, μὴ γυνὴ βουλευέτω,
τἄξωθεν· ἔνδον δ᾽ οὖσα μὴ βλάβην τίθει.
ἤκουσας ἢ οὐκ ἤκουσας, ἢ κωφῇ λέγω; |
Έχει έγνοια ο άντρας, η γυναίκα ας μη φροντίζη
για τα όξω· μέσ’ ας κάθεται, χωρίς να βλάφτη.
Άκουσες, ή δεν άκουσες, ή σε κουφή τα λέω; |
|
Χορός
ὦ φίλον Οἰδίπου τέκος, ἔδεισ᾽ ἀκούσασα
τὸν ἁρματόκτυπον ὄτοβον ὄτοβον, |
ΧΟΡΟΣ
Ώ καλογυιέ του Οιδίποδα,
επήρα φόβο π’ άκουσα το βρόντημα, |
205 |
ὅτε τε σύριγγες ἔκλαγξαν ἑλίτροχοι,
ἱππικῶν τ᾽ ἀπύαν πηδαλίων διὰ στόμα
πυριγενετᾶν χαλινῶν. |
το βρόντημ’ απ’ τ’ αμάξια τα βαρύχτυπα
και πόκριξαν ταξόνια τροχοκίνητα
κι άκουσα στων αλόγων ν’ αναδεύουν
γύρω το στόμα, της φωτιάς γεννήματα,
τα γκέμια, πού τά τιμονεύουν. |
|
Ἐτεοκλής
τί οὖν; ὁ ναύτης ἆρα μὴ ᾽ς πρῷραν φυγὼν
πρύμνηθεν ηὗρε μηχανὴν σωτηρίας, |
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Καί τί; μην τάχα ο ναύτης, αν από την πρύμνα
στην πλώρη τρέξη, θαβρή τρόπο να γλυτώση, |
210 |
νεὼς καμούσης ποντίῳ πρὸς κύματι; |
σάν πάρη πια το κύμα δίπλα το καράβι; |
|
Χορός
ἀλλ᾽ ἐπὶ δαιμόνων πρόδρομος ἦλθον ἀρ-
χαῖα βρέτη, θεοῖσι πίσυνος, νιφάδος
ὅτ᾽ ὀλοᾶς νειφομένας βρόμος ἐν πύλαις·
δὴ τότ᾽ ἤρθην φόβῳ πρὸς μακάρων λιτάς, πόλεως |
ΧΟΡΟΣ
Μα ήρθα μ’ ασπούδα τρέχοντας
προς των θεών μας τα παλιά τ’ αγάλματα
πόχω σ’ αυτούς μονάχα όλα τα θάρρη μου,
όταν πάνω στίς πύλες μας μανίζοντας |
215 |
ἵν᾽ ὑπερέχοιεν ἀλκάν. |
τ’ άγριο τουφάνι της χιονιάς βροντούσε·
τότ’ απ’ το φόβο να προσπέσω πέταξα
στη θεότη, νάθε με βοηθούσε. |
|
Ἐτεοκλής
πύργον στέγειν εὔχεσθε πολέμιον δόρυ.
οὐκοῦν τάδ᾽ ἔσται πρὸς θεῶν· ἀλλ᾽ οὖν θεοὺς
τοὺς τῆς ἁλούσης πόλεος ἐκλείπειν λόγος. |
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Εύχεστε να βαστά στού εχθρού το δόρυ ο πύργος,
κι αυτό συμφέρει τους θεούς· γιατί δε λένε
πως σαν μια πολιτεία χαθή, πάν κι οι θεοί της; |
|
Χορός
μήποτ᾽ ἐμὸν κατ᾽ αἰῶνα λίποι θεῶν |
ΧΟΡΟΣ
Άμποτ’ όσο που ζω μην ποτέ μου μ’ αφήση |
220 |
ἅδε πανάγυρις, μηδ᾽ ἐπίδοιμι τάνδ᾽
ἀστυδρομουμέναν πόλιν καὶ στράτευμ᾽
ἁπτόμενον πυρὶ δαΐῳ. |
των θεών αυτή η σύναξη, μήτε να δω
εχθρού πόδι την πόλη μου αυτή να πατήση
καί να την διαγουμίση
κι από φλόγες ζωσμένο εχθρικές το λαό. |
|
Ἐτεοκλής
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς·
πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας |
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Μπορείς να κράζης τους θεούς, μα δίχως κ’ έτσι
το νου να χάνης· γιατί, ξέρε, η πειθαρχία |
225 |
μήτηρ, γυνὴ σωτῆρος· ὧδ᾽ ἔχει λόγος. |
της νίκης είναι καί της σωτηρίας μητέρα. |
|
Χορός
ἔστι· θεοῦ δ᾽ ἔτ᾽ ἰσχὺς καθυπερτέρα·
πολλάκι δ᾽ ἐν κακοῖσι τὸν ἀμάχανον
κἀκ χαλεπᾶς δύας ὕπερθ᾽ ὀμμάτων
κρημναμενᾶν νεφελᾶν ὀρθοῖ. |
ΧΟΡΟΣ
Ναί, μα πιο του θεού τρανή η δύναμη ακόμα·
καί συχνά κ’ έναν όπου δε βλέπει σωσμό
στη φορτούνα καί πια του σκεπάζει
μαύρο νέφος τα μάτια, απ’ τον άγριο χαμό
τον σηκώνει με μιας καί γερό τόνε βγάζει. |
230 |
Ἐτεοκλής
ἀνδρῶν τάδ᾽ ἐστί, σφάγια καὶ χρηστήρια
θεοῖσιν ἕρδειν πολεμίων πειρωμένους ·
σὸν δ᾽ αὖ τὸ σιγᾶν καὶ μένειν εἴσω δόμων. |
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Δουλειά ‘ναι των αντρών στους θεούς θυσίες να κάνουν
καί τη βουλή τους να ρωτούν πρίν πιάση η μάχη·
δουλειά σου εσένα, να σωπάς καί να μένης σπίτι. |
|
Χορός
διὰ θεῶν πόλιν νεμόμεθ᾽ ἀδάματον,
δυσμενέων δ᾽ ὄχλον πύργος ἀποστέγει. |
ΧΟΡΟΣ
Νάν’ αδάμαστ’ η πόλη μας, στους θεούς το χρωστούμε
κι απ’ τα πλήθη του εχθρού να μας σκέπουν οι πύργοι· |
235 |
τίς τάδε νέμεσις στυγεῖ; |
ποια γι’ αυτά μου λοιπόν κατηγόρια φοβούμαι; |
|
Ἐτεοκλής
οὔτοι φθονῶ σοι δαιμόνων τιμᾶν γένος·
ἀλλ᾽ ὡς πολίτας μὴ κακοσπλάγχνους τιθῇς,
εὔκηλος ἴσθι μηδ᾽ ἄγαν ὑπερφοβοῦ. |
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Τους θεούς για να τιμάς εγώ δε σ’ εμποδίζω,
μα για να μη λιγόκαρδους τους άλλους κάνης,
κάθου ήσυχη κι ας μη σε παραπαίρνει ό φόβος. |
|
Χορός
ποτίφατον κλύουσα πάταγον ἀνάμιγα |
ΧΟΡΟΣ
Σύσμιχτο άκουσα πάταγο τώρα πρί λίγην ώρα |
240 |
ταρβοσύνῳ φόβῳ τάνδ᾽ ἐς ἀκρόπτολιν,
τίμιον ἕδος, ἱκόμαν. |
καί διωγμένη απ’ τον τρόμο στην ακρόπολη τούτη,
των θεών άγιαν έδρα, ήρθα τρέχοντας φόρα. |
|
Ἐτεοκλής
μή νυν, ἐὰν θνῄσκοντας ἢ τετρωμένους
πύθησθε, κωκυτοῖσιν ἁρπαλίζετε.
τούτῳ γὰρ Ἄρης βόσκεται, φόνῳ βροτῶν. |
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Μη λοιπόν τώρ’ αν τύχη ή σκοτωμούς κι ακούτε
ή λαβωμούς, σ’ άγρια ξεφωνητά ξεσπάτε,
κι ο Άρης μ’ αυτά ‘ναι πού μεθά, μ’ ανθρώπινο αίμα. |
245 |
Χορός
καὶ μὴν ἀκούω γ᾽ ἱππικῶν φρυαγμάτων. |
ΧΟΡΟΣ
Θέ μου, καί να, γρικώ να φρουμανίζουν τ’ άτια. |
|
Ἐτεοκλής
μή νυν ἀκούουσ᾽ ἐμφανῶς ἄκου᾽ ἄγαν. |
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Κι αν τα γρικάς κάνε πώς δε γρικάς καί τόσο. |
|
Χορός
στένει πόλισμα γῆθεν, ὡς κυκλουμένων. |
ΧΟΡΟΣ
Απόβαθα στενάζει η γης· μας περιζώνουν. |
|
Ἐτεοκλής
οὐκοῦν ἔμ᾽ ἀρκεῖ τῶνδε βουλεύειν πέρι. |
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Εγώ ‘μαι δω τα μέτρα μου γι’ αυτά να πάρω. |
|
Χορός
δέδοικ᾽, ἀραγμὸς δ᾽ ἐν πύλαις ὀφέλλεται. |
ΧΟΡΟΣ
Τρέμω, το τράνταγμα στις πύλες κι όλο αυξαίνει. |
250 |
Ἐτεοκλής
οὐ σῖγα μηδὲν τῶνδ᾽ ἐρεῖς κατὰ πτόλιν; |
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Σώπα, δεν παύεις πια να λες τέτοια στην πόλη; |
|
Χορός
ὦ ξυντέλεια, μὴ προδῷς πυργώματα. |
ΧΟΡΟΣ
Άγιοι θεοί, τα κάστρα μας μην παρατάτε. |
|
Ἐτεοκλής
οὐκ ἐς φθόρον σιγῶσ᾽ ἀνασχήσῃ τάδε; |
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Κακή ώρα νάχης! δε θα πής πια να λουφάξης; |
|
Χορός
θεοὶ πολῖται, μή με δουλείας τυχεῖν. |
ΧΟΡΟΣ
Από σκλαβιά φυλάχτε με, ώ θεοί της χώρας! |
|
Ἐτεοκλής
αὐτὴ σὺ δουλοῖς κἀμὲ καὶ πᾶσαν πόλιν. |
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Συ ρίχτεις στη σκλαβιά καί σε κι όλη την πόλη. |
255 |
Χορός
ὦ παγκρατὲς Ζεῦ, τρέψον εἰς ἐχθροὺς βέλος. |
ΧΟΡΟΣ
Δία, στρέψε στους εχθρούς τα βέλη της οργής σου. |
|
Ἐτεοκλής
ὦ Ζεῦ, γυναικῶν οἷον ὤπασας γένος. |
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Δία, πράμα πού ηύρες να μας δώσης, τίς γυναίκες! |
|
Χορός
μοχθηρόν, ὥσπερ ἄνδρας ὧν ἁλῷ πόλις. |
ΧΟΡΟΣ
Τρισάθλιο, σαν τους άντρες πού τους παίρνουν σκλάβους. |
|
Ἐτεοκλής
παλινστομεῖς αὖ θιγγάνουσ᾽ ἀγαλμάτων; |
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Πάλι κακογλωσσάς, ενώ αγγίζεις τ’ αγάλματα; |
|
Χορός
ἀψυχίᾳ γὰρ γλῶσσαν ἁρπάζει φόβος. |
ΧΟΡΟΣ
Τη γλώσσα, της λιγόψυχης, μού αρπάζει ο φόβος. |
260 |
Ἐτεοκλής
αἰτουμένῳ μοι κοῦφον εἰ δοίης τέλος. |
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Αν σου ζητούσα, μια μικρή μούκανες χάρη; |
|
Χορός
λέγοις ἂν ὡς τάχιστα, καὶ τάχ᾽ εἴσομαι. |
ΧΟΡΟΣ
Όσο μπορείς πιο γρήγορα λέγε να δούμε. |
|
Ἐτεοκλής
σίγησον, ὦ τάλαινα, μὴ φίλους φόβει. |
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Σώπα, δυστυχισμένη· καί μη δειλιάζεις τους δικούς σου. |
|
Χορός
σιγῶ· σὺν ἄλλοις πείσομαι τὸ μόρσιμον. |
ΧΟΡΟΣ
Σωπαίνω κι ότι ‘ναι γραφτό μ’ όλους ας πάθω. |
|
Ἐτεοκλής
τοῦτ᾽ ἀντ᾽ ἐκείνων τοὔπος αἱροῦμαι σέθεν. |
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Αντίς εκείνα, αυτό σου προτιμώ το λόγο. |
265 |
καὶ πρός γε τούτοις, ἐκτὸς οὖσ᾽ ἀγαλμάτων,
εὔχου τὰ κρείσσω, ξυμμάχους εἶναι θεούς·
κἀμῶν ἀκούσασ᾽ εὐγμάτων, ἔπειτα σὺ
ὀλολυγμὸν ἱερὸν εὐμενῆ παιώνισον,
Ἑλληνικὸν νόμισμα θυστάδος βοῆς, |
καί τούτο ακόμα· από τ’ αγάλματα τραβήξου
καί στους θεούς τη μόνη ευχή π’ αξίζει κάνε,
νά ναι μαζί μας σύμμαχοι· κι όταν θα κούσης
τα τάμματά μου εμένα, ψάλλ’ εσύ κατόπι
τον άγιο ολολυγμό σαν αίσιο παιάνα,
συνήθειο ελληνικό στίς θυσίες επάνω, |
270 |
θάρσος φίλοις, λύουσα πολέμιον φόβον. |
θάρρος στους φίλους, πού σκορπά του εχθρού το φόβο. |
|
ἐγὼ δὲ χώρας τοῖς πολισσούχοις θεοῖς,
πεδιονόμοις τε κἀγορᾶς ἐπισκόποις,
Δίρκης τε πηγαῖς, ὕδατί τ᾽ Ἰσμηνοῦ λέγω
εὖ ξυντυχόντων καὶ πόλεως σεσωμένης, |
Λοιπόν, στης χώρας τους θεούς τους πολιούχους,
στους προστάτες των κάμπων καί της αγοράς μας,
στης Δίρκης τίς πηγές καί στού Ισμηνού το ρέμμα
τάζω, αν μας έρθουν δεξιά καί σωθή η πόλη, |
275 |
μήλοισιν αἱμάσσοντας ἑστίας θεῶν,
[ταυροκτονοῦντας θεοῖσιν, ὧδ᾽ ἐπεύχομαι]
θύσειν τροπαῖα, δαΐων δ᾽ ἐσθήματα,
στέψω λάφυρα δουρίπληχθ᾽ ἁγνοῖς δόμοις.
[στέψω πρὸ ναῶν, πολεμίων δ᾽ ἐσθήματα.] |
ποτάμι το αίμα από τ’ αρνιά να τρέξη απάνω
στους βωμούς των θεών, γιορτάζοντας τη νίκη,
καί τους αγίους των τους ναούς θέ να στολίσω
μ’ εχθρών αρματωσιές κονταροκαρφωμένες. |
280 |
τοιαῦτ᾽ ἐπεύχου μὴ φιλοστόνως θεοῖς,
μηδ᾽ ἐν ματαίοις κἀγρίοις ποιφύγμασιν·
οὐ γάρ τι μᾶλλον μὴ φύγῃς τὸ μόρσιμον. |
Τέτοιες ευχές καί συ να κάνης δίχως θρήνους,
μηδέ με μάταια κι άγρια σκούγματα τρόμου,
πού δε γλυτώνεις πιότερο μ’ αυτά απ’ τη μοίρα. |
|
ἐγὼ δέ γ᾽ ἄνδρας ἓξ ἐμοὶ σὺν ἑβδόμῳ
ἀντηρέτας ἐχθροῖσι τὸν μέγαν τρόπον |
Μα εγώ θα πάω στίς εφτά του κάστρου πύλες
έξ πολεμάρχους καί με μένα εφτά να στήσω |
285 |
εἰς ἑπτατειχεῖς ἐξόδους τάξω μολών,
πρὶν ἀγγέλους σπερχνούς τε καὶ ταχυρρόθους
λόγους ἱκέσθαι καὶ φλέγειν χρείας ὕπο. |
αντίκρυ στους εχθρούς μεγάλους αντιμάχους,
πρίν νάρθουν βιαστικά μηνύματα καί λόγια
γοργόσπαρτα κ’ ή φωτιά ‘νάψη απ’ την ανάγκη. |
|
|
|
|
|
|
|
Χορός
μέλει, φόβῳ δ᾽ οὐχ ὑπνώσσει κέαρ·
γείτονες δὲ καρδίας |
ΧΟΡΟΣ
Νάθε ημπόρου! μα πού ό φόβος δεν αφήνει
την καρδιά μου μες στα στήθεια να ήσυχάση… |
290 |
μέριμναι ζωπυροῦσι τάρβος
τὸν ἀμφιτειχῆ λεών,
δράκοντας ὥς τις τέκνων
ὑπερδέδοικεν λεχαίων δυσευνάτορας
πάντρομος πελειάς. |
Η έγνοια, πόχει στη ψυχή μου εμπρός θρονιάσει,
των εχθρών τον τρόμο ανάβει καί δε σβήνει.
Τους φοβούμαι, σαν τους όφιους περιστέρι
το πασίτρομο για τ’ άλουβα πουλιά του,
π’ ολοτρίγυρα στη δόλια τη φωλιά του |
295 |
τοὶ μὲν γὰρ ποτὶ πύργους
πανδαμεὶ πανομιλεὶ
στείχουσιν. τί γένωμαι;
τοὶ δ᾽ ἐπ᾽ ἀμφιβόλοισιν
ἰάπτουσι πολίταις |
έχουν στήσει κακοσύντυχο καρτέρι.
Γιατί ορμούν άλλοι στους πύργους, σμάρια, στάρια,
πλήθια ολάκερα- καί τί θα γενώ;
κι άλλοι ρίχνουνε χαλάζι τα λιθάρια |
300 |
χερμάδ᾽ ὀκριόεσσαν. |
στο λαό μας το γυροζωσμένο. |
|
παντὶ τρόπῳ, Διογενεῖς
θεοί, πόλιν καὶ στρατὸν
Καδμογενῆ ῥύεσθε. |
Σώσετε, ώ θεοί Διογέννητοι όλοι ,
το στρατό με κάθε τρόπο καί την πόλη. |
|
ποῖον δ᾽ ἀμείψεσθε γαίας πέδον |
Γιατί τάχα ποια θα βρήτε κι άλλη χώρα |
305 |
τᾶσδ᾽ ἄρειον, ἐχθροῖς
ἀφέντες τὰν βαθύχθον᾽ αἶαν,
ὕδωρ τε Διρκαῖον,
εὐτραφέστατον πωμάτων
ὅσων ἵησιν Ποσειδᾶν |
πιο καλή, σαν θέλετε την παραδώση
στους εχθρούς αυτή τη γη την πλουτοφόρα
καί της Δίρκης το νερό, πού όσοι κι αν όσοι
ποταμοί τον κόσμο τρέχουν, |
310 |
ὁ γαιάοχος
Τηθύος τε παῖδες. |
το πιοτό της το καλόθροφο δεν έχουν; |
|
πρὸς τάδ᾽, ὦ πολιοῦχοι
θεοί, τοῖσι μὲν ἔξω
πύργων ἀνδρολέτειραν |
Καί γι’ αυτό, θεοί της πόλης μας προστάτες,
στους εχθρούς, πού μας περίζωσαν τα κάστρα,
|
315 |
κῆρα, ῥίψοπλον ἄταν,
ἐμβαλόντες ἄροισθε
κῦδος τοῖσδε πολίταις.
καὶ πόλεως ῥύτορες <ἔστ᾽>
εὔεδροί τε στάθητ᾽ |
ρίχτ’ απάνω συμφορά ανθρωποχαλάστρα,
πού να παίρνουνε τα πόδια τους στίς πλάτες·
και χαρίζετε τη νίκη στο στρατό μας
καί στην πόλη σωτηρία· καί σταθήτε
καλοθρόνιαστοι όπως είστε ανάμεσο μας· |
320 |
ὀξυγόοις λιταῖσιν. |
τίς πικρές τίς λιτανείες μας σπλαχνιστήτε. |
|
οἰκτρὸν γὰρ πόλιν ὧδ᾽ ὠγυγίαν
Ἀίδᾳ προϊάψαι, δορὸς ἄγραν
δουλίαν ψαφαρᾷ σποδῷ
ὑπ᾽ ἀνδρὸς Ἀχαιοῦ θεόθεν |
Τόσο μια πανάρχαια πόλη, ώ τί κρίμα,
να τη στείλετε στον Άδη κουρσεμένη
απ’ ενού Αχαιού κοντάρι καί να γένη |
325 |
περθομέναν ἀτίμως,
τὰς δὲ κεχειρωμένας ἄγεσθαι,
ἒ ἔ, νέας τε καὶ παλαιὰς
ἱππηδὸν πλοκάμων,
περιρρηγνυμένων φαρέων. βοᾷ |
έτσι ανάξια απ’ τους θεούς της στάχτη θρύμα.
Κ’ οί γυναίκες σκλαβωμένες, ωϊμένα,
νιές καί γριές σαν τάλογα να τίς τραβάνε
απ’ τις χήτες, με τα ρούχα ξεσκισμένα, |
330 |
δ᾽ ἐκκενουμένα πόλις,
λαΐδος ὀλλυμένας μιξοθρόου·
βαρείας τοι τύχας προταρβῶ. |
ενώ η πόλη θε ν’ αδειάζη όλη αντάρα
καί βουή σύσμιχτη των σκλάβων πού χαλάνε·
βαρείες τύχες πού προσμένω με τρομάρα! |
|
κλαυτὸν δ᾽ ἀρτιτρόποις ὠμοδρόποις
νομίμων προπάροιθεν διαμεῖψαι |
Κι ώ τί κλάμα, που οι αθώες οι κορασίδες,
πρίν την ώρα καί την τίμια τη χαρά τους, |
335 |
δωμάτων στυγερὰν ὁδόν·
τί; τὸν φθίμενον γὰρ προλέγω
βέλτερα τῶνδε πράσσειν·
πολλὰ γάρ, εὖτε πτόλις δαμασθῇ,
ἒ ἔ, δυστυχῆ τε πράσσει. |
μαύρη στράτα θε να πάρουν, αγουρίδες
ωμοτρύγητες, μακρυά απ’ τα γονικά τους.
Ώ μακάριοι πού πεθαίνουν, πρίν να δούνε
όσα ή πόλη μαύρα κι άραχλα παθαίνει
μια που πάρθηκε· εδώ σφάζουν, κεί τραβούνε, |
340 |
ἄλλος δ᾽ ἄλλον ἄγει, φονεύει,
τὰ δὲ πυρφορεῖ· καπνῷ
[δὲ] χραίνεται πόλισμ᾽ ἅπαν·
μαινόμενος δ᾽ ἐπιπνεῖ λαοδάμας
μιαίνων εὐσέβειαν Ἄρης. |
φωτιά βάζουν καί τα πάντα καπνός χραίνει
κι ο θεός του ολέθρου ό Άρης, πού δριμώνει
μ’ άγρια λύσσα, πάσα ευσέβεια βεβηλώνει. |
345 |
κορκορυγαὶ δ᾽ ἀν᾽ ἄστυ, προτὶ [πτόλιν]
δ᾽ ὁρκάνα
πυργῶτις· πρὸς ἀνδρὸς δ᾽ ἀνὴρ
<ἀμφὶ> δορὶ κλίνεται·
βλαχαὶ δ᾽ αἱματόεσσαι
τῶν ἐπιμαστιδίων |
Μες στίς ρούγες βρουχισμός καί γύρω μάντρες
από πύργους εχθρικούς την πόλη ζώνουν,
οί άντρες σφάζονται απ’ τους άντρες
κι άθλια σκούζοντας τα βρέφη πού σκοτώνουν
με το γαίμα το βυζί πού πίνουν βρέχουν. |
350 |
ἀρτιτρεφεῖς βρέμονται.
ἁρπαγαὶ δὲ διαδρομᾶν ὁμαίμονες·
ξυμβολεῖ φέρων φέροντι,
καὶ κενὸς κενὸν καλεῖ,
ξύννομον θέλων ἔχειν, |
Χέρι χέρι οί αρπαγές κ’ οί κούρσες τρέχουν,
φορτωμένους απαντούνε οί φορτωμένοι
κι ό άδειος κράζει τ’ αδειανού νάχη κολλήγα,
μα ό καθένας στο μεράσι ούτε πιο λίγα |
355 |
οὔτε μεῖον οὔτ᾽ ἴσον λελιμμένοι.
τἀκ τῶνδ᾽ εἰκάσαι λόγος πάρα. |
ούτε κι ίδια θέλει νάχη. – Ώ, τί ‘ν’ να γένη! |
|
παντοδαπὸς δὲ καρπὸς χαμάδις πεσὼν
ἀλγύνει κυρήσας· πικρὸν δ᾽
ὄμμα θαλαμηπόλων· |
Χύμα χάμου όλ’ οί καρποί λύπη σου φέρνουν,
με πικρό οί νοικοκυρές μάτι κοιτάζουν· |
360 |
πολλὰ δ᾽ ἀκριτόφυρτος
γᾶς δόσις οὐτιδανοῖς
ἐν ῥοθίοις φορεῖται.
δμωίδες δὲ καινοπήμονες νέαι·
τλάμον᾽ εὐνὰν αἰχμάλωτον |
πλήθια ανάκατα της γης τα δώρ’ αρπάζουν
τ’ αδιαφόρετα τα κύματα καί σέρνουν.
Καί πρωτόπαθες νέες σκλάβες με γιομάτη
την καρδιά απ’ της συμφοράς τη νέα την τύχη |
365 |
ἀνδρὸς εὐτυχοῦντος ὣς
δυσμενοῦς ὑπερτέρου
ἐλπίς ἐστι νύκτερον τέλος μολεῖν,
παγκλαύτων ἀλγέων ἐπίρροθον. |
περιμένουν κάποιου αφέντη εχθρού κρεββάτι,
όποιος νάναι ο νικητής πού θα τους τύχη·
μόνη ελπίδα, του θανάτου ή νύχτα αν σώση
απ’ τα ολόκλαυτα δεινά να μας γλυτώση. |
βʹ ἐπεισόδιο
|
|
|
|
Ἡμιχόριον Α
ὅ τοι κατόπτης, ὡς ἐμοὶ δοκεῖ, στρατοῦ |
Η ΚΟΡΥΦΑΙΑ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥ
Να του στρατού ό κατάσκοπος, αν δε γελιούμαι, |
370 |
πευθώ τιν᾽ ἡμῖν, ὦ φίλαι, νέαν φέρει,
σπουδῇ διώκων πομπίμους χνόας ποδῶν. |
κάποια καινούργιαν είδηση, φίλες, μας φέρνει
με βία τ’ αδράχτια στρέφοντας των ποδαριώ του. |
|
Ἡμιχόριον Β
καὶ μὴν ἄναξ ὅδ᾽ αὐτὸς Οἰδίπου τόκος
εἰς ἀρτίκολλον ἀγγέλου λόγον μαθεῖν·
σπουδὴ δὲ καὶ τοῦδ᾽ οὐκ ἀπαρτίζει πόδα. |
Μα να κι ό ίδιος ό βασιλιάς ό γυιός του Οιδίπου
φτάνει να μάθη σε καιρό τα νέα μαντάτα
κι από τη βία κι αυτός δεν πάει τα πόδια ταίρια. |
|
Ἄγγελος |
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ |
375 |
λέγοιμ᾽ ἂν εἰδὼς εὖ τὰ τῶν ἐναντίων,
ὥς τ᾽ ἐν πύλαις ἕκαστος εἴληχεν πάλον.
Τυδεὺς μὲν ἤδη πρὸς πύλαισι Προιτίσιν
βρέμει, πόρον δ᾽ Ἰσμηνὸν οὐκ ἐᾷ περᾶν
ὁ μάντις· οὐ γὰρ σφάγια γίγνεται καλά. |
Όλα τα ξέρω να σας πω για τους εχθρούς μας
καί για ποια πύλη τράβηξε καθένας κλήρο.
Πρώτα στου Προίτου εμπρός τίς πύλες απ’ τα τώρα
βροντάει ό Τυδέας· μα ό μάντης του Ισμηνού το ρέμμα
δεν τον αφήνει να περάση, γιατί δείχνουν
όχι καλά οί θυσίες· μ’ απ’ τη λύσσα εκείνος |
380 |
Τυδεὺς δὲ μαργῶν καὶ μάχης λελιμμένος
μεσημβριναῖς κλαγγαῖσιν ὡς δράκων βοᾷ·
θείνει δ᾽ ὀνείδει μάντιν Οἰκλείδην σοφόν,
σαίνειν μόρον τε καὶ μάχην ἀψυχίᾳ. |
καί του πολέμου τη μανία ξεφρενιασμένος,
σαν όφιος στο μεσημερνό χουγιάζει κάμμα
καί λούζει με βρισιές το σοφό μάντη Οικλείδη,
πώς μπρος στη μάχη καί στο θάνατο ζαρώνει
από ανανδρία· καί τέτοια κράζοντας τινάζει |
|
τοιαῦτ᾽ ἀυτῶν τρεῖς κατασκίους λόφους |
τρείς δασές χήτες πού του κρέμουνται απ’ το κράνος, |
385 |
σείει, κράνους χαίτωμ᾽, ὑπ᾽ ἀσπίδος δ᾽ ἔσω
χαλκήλατοι κλάζουσι κώδωνες φόβον·
ἔχει δ᾽ ὑπέρφρον σῆμ᾽ ἐπ᾽ ἀσπίδος τόδε,
φλέγονθ᾽ ὑπ᾽ ἄστροις οὐρανὸν τετυγμένον·
λαμπρὰ δὲ πανσέληνος ἐν μέσῳ σάκει, |
καί κάτω άπ’ την ασπίδα χάλκινα κουδούνια
τρομάρα ηχολογούν κ’ έχει σ’ αυτήν απάνω
τέτοια περήφανα σημάδια δουλεμένα:
τον ουρανό πού αστράφτει άπ’ άστρα καί στη μέση
βασίλισσα των άστρων σ’ όλη της τη δόξα |
390 |
πρέσβιστον ἄστρων, νυκτὸς ὀφθαλμός, πρέπει.
τοιαῦτ᾽ ἀλύων ταῖς ὑπερκόμποις σαγαῖς
βοᾷ παρ᾽ ὄχθαις ποταμίαις, μάχης ἐρῶν,
ἵππος χαλινῶν ὣς κατασθμαίνων μένει,
ὅστις βοὴν σάλπιγγος ὁρμαίνει μένων. |
λάμπ’ η Σελήνη ολόγιομη, της νύχτας μάτι.
Με τέτοια ξώφρεν’ άρματα σα ξεπαρμένος
χουγιάζει εμπρός στον ποταμό διψόντας μάχη,
σαν τ’ άτι πού τη ζώρη του ξαφράει στα γκέμια
καί φρουμανίζει ως πού τη σάλπιγγα ν’ ακούση. |
395 |
τίν᾽ ἀντιτάξεις τῷδε; τίς Προίτου πυλῶν
κλῄθρων λυθέντων προστατεῖν φερέγγυος; |
Ποιό θενά στείλης μπρος σ’ αυτόν; ποιος, σα θ’ ανοίξουν
του Προίτου οί πύλες, άξιος να τίς διαφεντέψη; |
|
Ἐτεοκλής
κόσμον μὲν ἀνδρὸς οὔτιν᾽ ἂν τρέσαιμ᾽ ἐγώ,
οὐδ᾽ ἑλκοποιὰ γίγνεται τὰ σήματα·
λόφοι δὲ κώδων τ᾽ οὐ δάκνουσ᾽ ἄνευ δορός. |
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Δεν ειμ’ εγώ που οί αρματωσιές να με τρομάζουν,
ουδέ ξέρω πληγές ν’ ανοίγουν τα σημάδια
καί δίχως δόρυ να δαγκούν κουδούνια η φούντες. |
400 |
καὶ νύκτα ταύτην ἣν λέγεις ἐπ᾽ ἀσπίδος
ἄστροισι μαρμαίρουσαν οὐρανοῦ κυρεῖν,
τάχ᾽ ἂν γένοιτο μάντις ἡ ἀνοία τινί.
εἰ γὰρ θανόντι νὺξ ἐπ᾽ ὀφθαλμοῖς πέσοι,
τῷ τοι φέροντι σῆμ᾽ ὑπέρκομπον τόδε |
Μα όσο γι’ αυτή τη Νύχτα, πούναι, λες, απάνω
στην ασπίδα κι αστράφτει με τ’ ουράνια τ’ άστρα,
ίσως με νόημα μάντης να γενή για κάποιον.
Γιατ’ αν ή νύχτα στα νεκρά τα μάτια πέση
αυτού, πού το περήφανο κρατάει σημάδι, |
405 |
γένοιτ᾽ ἂν ὀρθῶς ἐνδίκως τ᾽ ἐπώνυμον,
καὐτὸς καθ᾽ αὑτοῦ τήνδ᾽ ὕβριν μαντεύσεται.
ἐγὼ δὲ Τυδεῖ κεδνὸν Ἀστακοῦ τόκον
τῶνδ᾽ ἀντιτάξω προστάτην πυλωμάτων,
μάλ᾽ εὐγενῆ τε καὶ τὸν Αἰσχύνης θρόνον |
μ’ όλα τα δίκια αληθινά θα του ταιριάση
κι ό ίδιος την ίδια του πομπή θάχει μαντέψει.
Μα εγώ τον άξιο αντίκρυ στον Τυδέα θα στήσω
γυιό του Αστακού, να διαφεντεύη αυτή την πύλη·
από πολύ τρανή γενιά τιμάει το θρόνο |
410 |
τιμῶντα καὶ στυγοῦνθ᾽ ὑπέρφρονας λόγους.
αἰσχρῶν γὰρ ἀργός, μὴ κακὸς δ᾽ εἶναι φιλεῖ.
σπαρτῶν δ᾽ ἀπ᾽ ἀνδρῶν, ὧν Ἄρης ἐφείσατο,
ῥίζωμ᾽ ἀνεῖται, κάρτα δ᾽ ἔστ᾽ ἐγχώριος,
Μελάνιππος· ἔργον δ᾽ ἐν κύβοις Ἄρης κρινεῖ· |
της ντροπής κι αποστρέφεται τίς κομποφάνειες,
αργός στα αισχρά, δειλός δε συνηθίζει νάναι
κ’ η ρίζα του από των Σπαρτών κρατάει το γένος
π’ άφησε ό Άρης ζωντανούς· ντόπιο βλαστάρι
με τα όλα του, ό Μελάνιππος· το τέλος βέβαια
ό Άρης θα κρίνη με τα ζάρια του, αυτόν όμως |
415 |
Δίκη δ᾽ ὁμαίμων κάρτα νιν προστέλλεται
εἴργειν τεκούσῃ μητρὶ πολέμιον δόρυ. |
το δίκιο της συγγένειας παρά καθ’ άλλον
στέλνει, για ν’ αποδιώξη το εχθρικό κοντάρι
μακρυά άπ’ τη μάννα γη, πού τον γεννούσε. |
|
Χορός
τὸν ἁμόν νυν ἀντίπαλον εὐτυχεῖν
θεοὶ δοῖεν, ὡς δικαίως πόλεως
πρόμαχος ὄρνυται· τρέμω δ᾽ αἱματη- |
ΧΟΡΟΣ
Είθε να δώσουν οί θεοί
στο δικό μου τον πρόμαχο τη νίκη,
πού μ’ όλα του τα δίκια ξεκινά
για την πατρίδα του να πολεμήση· |
420 |
φόρους μόρους ὑπὲρ φίλων
ὀλομένων ἰδέσθαι. |
μα τρέμω, μη μου γράφεται να ιδώ
τον θάνατο δικούς μας να θερίζη. |
|
Ἄγγελος
τούτῳ μὲν οὕτως εὐτυχεῖν δοῖεν θεοί·
Καπανεὺς δ᾽ ἐπ᾽ Ἠλέκτραισιν εἴληχεν πύλαις,
γίγας ὅδ᾽ ἄλλος τοῦ πάρος λελεγμένου |
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ
Είθε λοιπόν σ’ αυτόν τη νίκη ό θεός να δώση.
Έπειτα, ό Καπανέας στην πύλη Ηλέχτρα πήρε
θέση απ’ τον κλήρο, αντίθεος πάλι αυτός άλλος |
425 |
μείζων, ὁ κόμπος δ᾽ οὐ κατ᾽ ἄνθρωπον φρονεῖ,
πύργοις δ᾽ ἀπειλεῖ δείν᾽, ἃ μὴ κραίνοι τύχη·
θεοῦ τε γὰρ θέλοντος ἐκπέρσειν πόλιν
καὶ μὴ θέλοντός φησιν, οὐδὲ τὴν Διὸς
ἔριν πέδοι σκήψασαν ἐμποδὼν σχεθεῖν. |
κι από τον πρί χειρότερος, πού ή έπαρση του
δεν έχει μέτρο ανθρώπινο· τέτοιες φοβέρες
ρίχτει στους πύργους μας, πού ή τύχη ας μη αληθέψη:
Θέλει δε θέλει, λέει, ό θεός, θα την κουρσέψη
την πόλη μας αυτός κι ούτ’ αν στα πόδια μπρος του
σκάση του Δία η συνερισιά, θα τον κρατήση· |
430 |
τὰς δ᾽ ἀστραπάς τε καὶ κεραυνίους βολὰς
μεσημβρινοῖσι θάλπεσιν προσῄκασεν·
ἔχει δὲ σῆμα γυμνὸν ἄνδρα πυρφόρον,
φλέγει δὲ λαμπὰς διὰ χερῶν ὡπλισμένη·
χρυσοῖς δὲ φωνεῖ γράμμασιν “πρήσω πόλιν.” |
γι’ αυτόνα, λέει, κι οί αστραπές κ’ οί κεραυνοί του
με του ήλιου του μεσημερνού την κάψα μοιάζουν.
Κ’ έχει σημάδι άντρα γυμνό πού κρατεί φλόγα
καί λάμπ’ η δάδα αρματωμένη στη δεξιά του
καί με χρυσά ψηφιά, “Θα κάψω, λέει, την πόλη.” |
435 |
τοιῷδε φωτὶ πέμπε—τίς ξυστήσεται,
τίς ἄνδρα κομπάζοντα μὴ τρέσας μενεῖ; |
Πάνω σε τέτοιον άντρα στείλε… ποιό να στείλης;
ποιός νάβγη εμπρός του αδείλιαστος στίς καυχησές του; |
|
Ἐτεοκλής
καὶ τῷδε κέρδει κέρδος ἄλλο τίκτεται.
τῶν τοι ματαίων ἀνδράσιν φρονημάτων
ἡ γλῶσσ᾽ ἀληθὴς γίγνεται κατήγορος·
Καπανεὺς δ᾽ ἀπειλεῖ, δρᾶν παρεσκευασμένος, |
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Κέρδος για μας κι αυτό πάνω στο κέρδος τάλλο·
γι’ ανθρώπους, πόχει πάθει ό νους καί παραδέρνουν,
αληθινός κατήγορος γίνεται ή γλώσσα.
Κι ό Καπανέας είν’ έτοιμος άπ’ τίς φοβέρες |
440 |
θεοὺς ἀτίζων, κἀπογυμνάζων στόμα
χαρᾷ ματαίᾳ θνητὸς ὢν εἰς οὐρανὸν
πέμπει γεγωνὰ Ζηνὶ κυμαίνοντ᾽ ἔπη·
πέποιθα δ᾽ αὐτῷ ξὺν δίκῃ τὸν πυρφόρον |
στα έργα να ‘ρθή καί τους θεούς καταφρονόντας
το στόμα του σε μπόσικια χαρά γυμνάζει,
κ’ ενώ είν’ αυτός θνητός, βροντοφωνάει του Δία
ψηλά στον ουρανό φουρτουνιασμένα λόγια.
Μα έγνοια του, ελπίζω, πώς καθώς του αξίζει θάρθη |
445 |
ἥξειν κεραυνόν, οὐδὲν ἐξῃκασμένον
μεσημβρινοῖσι θάλπεσιν τοῖς ἡλίου.
ἀνὴρ δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ, κεἰ στόμαργός ἐστ᾽ ἄγαν,
αἴθων τέτακται λῆμα, Πολυφόντου βία,
φερέγγυον φρούρημα, προστατηρίας |
απάνου του του κεραυνού η φωτιά, πού διόλου
με ήλιου μεσημερνού τη κάψα δε θα μοιάζη.
Όσο από μας, στο πείσμα της αχρείας του γλώσσας,
έχει κι όλα ταχθή παλληκάρι αντικρύ του,
πού το λέει η καρδιά του, ό αντρείας ό Πολυφόντης
φύλακας άξιος μπιστεμού, γιατί τον σκέπει |
450 |
Ἀρτέμιδος εὐνοίαισι σύν τ᾽ ἄλλοις θεοῖς.
λέγ᾽ ἄλλον ἄλλαις ἐν πύλαις εἰληχότα. |
προστάτισσά του η Αρτέμιδα κ’ οί θεοί οί άλλοι.
λέγε άλλον τώρα σ’ άλλη πύλη κληρωμένο. |
|
Χορός
ὄλοιθ᾽ ὃς πόλει μεγάλ᾽ ἐπεύχεται,
κεραυνοῦ δέ νιν βέλος ἐπισχέθοι,
πρὶν ἐμὸν ἐσθορεῖν δόμον, πωλικῶν |
ΧΟΡΟΣ
Κακιά ώρα να τον βρή πού για την πόλη
τέτοιες ξερνάει κατάρες καί το βόλι
του κεραυνού ας τον σταματήση,
πρίν μέσ’ στα σπίτια μου χυμίση |
455 |
θ᾽ ἑδωλίων ὑπερκόπῳ
δορί ποτ᾽ ἐκλαπάξαι. |
κι άπ’ την παρθενικιά μου τη φωλιά
με κοντάρι περήφανο με ξεπορτίση. |
|
Ἄγγελος
καὶ μὴν τὸν ἐντεῦθεν λαχόντα πρὸς πύλαις
λέξω· τρίτῳ γὰρ Ἐτεόκλῳ τρίτος πάλος
ἐξ ὑπτίου ᾽πήδησεν εὐχάλκου κράνους, |
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ
Ποιος έπειτα κληρώθηκε καί για ποια πύλη
τώρα θα πω· λοιπόν του Ετεόκλου τρίτου ό κλήρος
πήδηξε από τ’ ανάσκελο χάλκινο κράνος, |
460 |
πύλαισι Νηίστῃσι προσβαλεῖν λόχον.
ἵππους δ᾽ ἐν ἀμπυκτῆρσιν ἐμβριμωμένας
δινεῖ, θελούσας πρὸς πύλαις πεπτωκέναι.
φιμοὶ δὲ συρίζουσι βάρβαρον τρόπον,
μυκτηροκόμποις πνεύμασιν πληρούμενοι. |
για να ρίξη το λόχο του στίς Νηστές πύλες.
Καί γύρο φέρνει τ’ άτια του, πού φρουμανίζουν
στα γκέμια θέλοντας να είχαν ριχτεί στίς πόρτες
κι άγρια σφυρίζουν οί χημοί, πού απ’ τα ρουθούνια
τα φουσκωμένα φυσομάνισμα γιομίζουν. |
465 |
ἐσχημάτισται δ᾽ ἀσπὶς οὐ σμικρὸν τρόπον·
ἀνὴρ [δ᾽·] ὁπλίτης κλίμακος προσαμβάσεις
στείχει πρὸς ἐχθρῶν πύργον, ἐκπέρσαι θέλων.
βοᾷ δὲ χοὖτος γραμμάτων ἐν ξυλλαβαῖς,
ὡς οὐδ᾽ ἂν Ἄρης σφ᾽ ἐκβάλοι πυργωμάτων. |
Κ’ η ασπίδα του έχει διόλου ταπεινό σημάδι,
έναν οπλίτη πού ανεβαίνει σκάλα επάνω
σε πύργο εχθρών μ’ απόφαση για να τον πάρη·
καί με ψηφιά κι αυτός φωνάζει συθεμένα
πώς ούτε κι ό Άρης θα τον βγάλη από τους πύργους. |
470 |
καὶ τῷδε φωτὶ πέμπε τὸν φερέγγυον
πόλεως ἀπείργειν τῆσδε δούλιον ζυγόν. |
Λοιπόν αντίκρυ καί σ’ αυτόν στείλε τον άξιον
από ζυγό σκλαβιάς την πόλη μας να σώζη. |
|
Ἐτεοκλής
πέμποιμ᾽ ἂν ἤδη τόνδε, σὺν τύχῃ δέ τῳ·
καὶ δὴ πέπεμπται κόμπον ἐν χεροῖν ἔχων,
Μεγαρεύς, Κρέοντος σπέρμα τοῦ σπαρτῶν
γένους, |
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Θάστελλα ευτύς τέτοιον πού λες· μ’ από μιά τύχη
έχει σταλή ένας κιόλα, πού την έπαρση έχει
μόνον στα χέρια, ό Μεγαρέας, του Κρέοντα σπέρμα
κι απ’ των Σπαρτών το γένος, πού δε θα τρομάξη |
475 |
ὃς οὔτι μάργων ἱππικῶν φρυαγμάτων
βρόμον φοβηθεὶς ἐκ πυλῶν χωρήσεται,
ἀλλ᾽ ἢ θανὼν τροφεῖα πληρώσει χθονί,
ἢ καὶ δύ᾽ ἄνδρε καὶ πόλισμ᾽ ἐπ᾽ ἀσπίδος
ἑλὼν λαφύροις δῶμα κοσμήσει πατρός. |
το λυσσασμένο χουγιατό απ’ τ’ αλογήσιο
φρουμάνισμα, να πάρη πόδι από τίς πύλες,
μα ή θα πληρώση με το γαίμα του το χρέος
στη γη πού τον ανάθρεψε, ή αφού θα πάρη
τους δύο άντρες καί την πόλη πούναι στην ασπίδα,
θα τα στολίση λάφυρα στο πατρικό του. |
480 |
κόμπαζ᾽ ἐπ᾽ ἄλλῳ, μηδέ μοι φθόνει λέγων. |
Άλλου καύχησες ‘πές καί μη μου τίς ζηλεύεις. |
|
Χορός
ἐπεύχομαι τῷδε μὲν εὐτυχεῖν, ἰὼ
πρόμαχ᾽ ἐμῶν δόμων, τοῖσι δὲ δυστυχεῖν.
ὡς δ᾽ ὑπέραυχα βάζουσιν ἐπὶ πτόλει
μαινομένᾳ φρενί, τώς νιν |
ΧΟΡΟΣ
Για σε την νίκη, ώ των σπιτιών μου πρόμαχε,
παρακαλούν οί ευχές μου κι όλεθρο για κείνους·
κι έτσ’ όπως για την πόλη μας ασύφταστα
καυχιολογούνται με βλαμμένα φρένα, |
485 |
Ζεὺς νεμέτωρ ἐπίδοι κοταίνων. |
έτσι ας τους δη κι ό Δίας ό εκδικητής
με βλέμματα οργισμένα. |
|
Ἄγγελος
τέταρτος ἄλλος, γείτονας πύλας ἔχων
Ὄγκας Ἀθάνας, ξὺν βοῇ παρίσταται,
Ἱππομέδοντος σχῆμα καὶ μέγας τύπος·
ἅλω δὲ πολλήν, ἀσπίδος κύκλον λέγω, |
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ
Τέταρτος άλλος, πού τίς διπλανές τίς πύλες
πήρε της Όγκας Αθηνάς, με βοή σιμώνει
γίγαντας στο κορμί καί στο παράστημα του,
ό Ιππομέδοντας, πού όταν να γυρνάη τον είδα
στα χέρια αλώνι ολάκερο – τη στρογγυλή του |
490 |
ἔφριξα δινήσαντος· οὐκ ἄλλως ἐρῶ.
ὁ σηματουργὸς δ᾽ οὔ τις εὐτελὴς ἄρ᾽ ἦν
ὅστις τόδ᾽ ἔργον ὤπασεν πρὸς ἀσπίδι,
Τυφῶν᾽ ἱέντα πύρπνοον διὰ στόμα
λιγνὺν μέλαιναν, αἰόλην πυρὸς κάσιν· |
ασπίδα λέω – ανατρίχιασα καί δεν τ’ αρνιούμαι.
Δε θάταν βέβαια ένας κοινός αυτός τεχνίτης
πού τέτοια απάνω της δουλειά του έχει σκαλίσει:
έναν Τυφώνα, πού απ’ το φλογοβόλο στόμα
βγάζει στριφτό καπνό, της φωτιάς μαύρο αδέρφι· |
495 |
ὄφεων δὲ πλεκτάναισι περίδρομον κύτος
προσηδάφισται κοιλογάστορος κύκλου.
αὐτὸς δ᾽ ἐπηλάλαξεν, ἔνθεος δ᾽ Ἄρει
βακχᾷ πρὸς ἀλκὴν Θυιὰς ὣς φόβον βλέπων.
τοιοῦδε φωτὸς πεῖραν εὖ φυλακτέον· |
κι αρμαθιές φείδια στρώνουν γύρω το στεφάνι,
τον ανακουφωτό πού περιζώνει δίσκο.
Κι ό ίδιος ρέκαζε αλαλά κι Άρη γιομάτος
λυσσάει για μάχη σα μαινάδα μ’ άγρια μάτια.
Πρέπει λοιπόν απ’ την ορμή τέτοιου ενός άντρα |
500 |
Φόβος γὰρ ἤδη πρὸς πύλαις κομπάζεται. |
καλά να φυλαχτούμε, γιατ’ οι κομπασμοί του
από τώρα σκορπούν το φόβο εμπρός στίς πύλες. |
|
Ἐτεοκλής
πρῶτον μὲν Ὄγκα Παλλάς, ἥτ᾽ ἀγχίπτολις,
πύλαισι γείτων, ἀνδρὸς ἐχθαίρουσ᾽ ὕβριν,
εἴρξει νεοσσῶν ὣς δράκοντα δύσχιμον·
Ὑπέρβιος δέ, κεδνὸς Οἴνοπος τόκος, |
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Μα πρώτα η Όγκα η Αθηνά, πού έξω άπ’ τη Θήβα
κάθεται πλάϊ στην πύλη αυτή, εχθρεύοντάς του
την έπαρση, σαν άγριο φείδι άπ’ τα πουλιά της
θε ν’ αποδιώξη · κ’ έπειτα ό γενναίος Υπέρβιος
του Οίνοπου ό γυιός διαλέχτηκε για νάβγη μπρος του, |
505 |
ἀνὴρ κατ᾽ ἄνδρα τοῦτον ᾑρέθη, θέλων
ἐξιστορῆσαι μοῖραν ἐν χρείᾳ τύχης,
οὔτ᾽ εἶδος οὔτε θυμὸν οὐδ᾽ ὅπλων σχέσιν
μωμητός, Ἑρμῆς δ᾽ εὐλόγως ξυνήγαγεν.
ἐχθρὸς γὰρ ἁνὴρ ἀνδρὶ τῷ ξυστήσεται, |
πού ξέρει το γραφτό της μοίρας ν’ αντικρύση,
όταν θα τύχ’ η ανάγκη, καί κανείς ψεγάδι
στη λεβεντιά καί την αντρεία κι αρματωσιά του
δε θα του βρή· κι ορθά ό Ερμής τους έχει σμίξει·
εχθρός μ’ εχθρό θα ‘ρθούν στα χέρια αυτός καί κείνος |
510 |
ξυνοίσετον δὲ πολεμίους ἐπ᾽ ἀσπίδων
θεούς· ὁ μὲν γὰρ πύρπνοον Τυφῶν᾽ ἔχει,
Ὑπερβίῳ δὲ Ζεὺς πατὴρ ἐπ᾽ ἀσπίδος
σταδαῖος ἧσται, διὰ χερὸς βέλος φλέγων·
κοὔπω τις εἶδε Ζῆνά που νικώμενον. |
κι εχθρούς με τίς ασπίδες των θεούς θα κρούξουν·
γιατ’ έχει ό ένας τον Τυφώνα, που άπ’ το στόμα
βγάζει φωτιές· στού Υπέρβιου πάλι την ασπίδα
στητός ό Δίας τον κεραυνό κρατάει στα χέρια,
κι ό Δίας να νικηθή, κανείς ποτέ δεν τό ειδε. |
515 |
τοιάδε μέντοι προσφίλεια δαιμόνων·
πρὸς τῶν κρατούντων δ᾽ ἐσμέν, οἱ δ᾽ ἡσσωμένων,
εἰ Ζεύς γε Τυφῶ καρτερώτερος μάχῃ· |
(Τέτοιους λοιπόν έχουν θεούς να τους φυλάγουν,
κι είμαστε με των νικητών εμείς το μέρος
κι εκείνοι με των νικημένων αφού βέβαια
είναι πιο δυνατός απ’ τον Τυφώνα ό Δίας· |
519 |
εἰκὸς δὲ πράξειν ἄνδρας ὧδ᾽ ἀντιστάτας, |
καί το ίδιο, φυσικά, καί με τους δυό θα τύχη, |
518 |
Ὑπερβίῳ τε πρὸς λόγον τοῦ σήματος σωτὴρ |
καί τον Υπέρβιο, σύμφωνα με το έμβλημα του, |
520 |
γένοιτ᾽ ἂν Ζεὺς ἐπ᾽ ἀσπίδος τυχών. |
θε να γλυτώση ό Δίας, πόχει στην ασπίδα. |
|
Χορός
πέποιθα <δὴ> τὸν Διὸς ἀντίτυπον ἔχοντ᾽
ἄφιλον ἐν σάκει τοῦ χθονίου δέμας
δαίμονος, ἐχθρὸν εἴκασμα βροτοῖς τε
καὶ δαροβίοισι θεοῖσιν, |
ΧΟΡΟΣ
Πιστεύω εκείνος, πόχει στην ασπίδα του
το γυιό της Γης, τον άγριο αντίμαχο του Δία,
εικόνα στους θνητούς ανθρώπους μισητή
καί στους θεούς πού αιώνια ζουν στα ουράνια ύψη,
την κεφαλή του την κακή |
525 |
πρόσθε πυλᾶν κεφαλὰν ἰάψειν. |
στίς πύλες μας μπροστά πώς θα συντρίψη. |
|
Ἄγγελος
οὕτως γένοιτο. τὸν δὲ πέμπτον αὖ λέγω,
πέμπταισι προσταχθέντα Βορραίαις πύλαις,
τύμβον κατ᾽ αὐτὸν Διογενοῦς Ἀμφίονος·
ὄμνυσι δ᾽ αἰχμὴν ἣν ἔχει μᾶλλον θεοῦ |
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ
Ο θεός να δώση· κι έρχομαι στον πέμπτο τώρα
που τάχτηκε στη Βορεινή την πέμπτη πύλη,
στού Αμφίονα του Διογέννητου κοντά το μνήμα·
κι ομώνει στο κοντάκι αυτός πόχει στο χέρι
καί πού με πίστη το τιμά κι άπ’ το θεό του |
530 |
σέβειν πεποιθὼς ὀμμάτων θ᾽ ὑπέρτερον,
ἦ μὴν λαπάξειν ἄστυ Καδμείων βίᾳ
Διός· τόδ᾽ αὐδᾷ μητρὸς ἐξ ὀρεσκόου
βλάστημα καλλίπρῳρον, ἀνδρόπαις ἀνήρ·
στείχει δ᾽ ἴουλος ἄρτι διὰ παρηίδων, |
κι από το φως του πιότερο, πώς θα κουρσέψη
την πόλη των Καδμείων καί στού Δία το πείσμα.
Έτσι μιλάει κι αυτός, ωριόκορμο βλαστάρι
από βουνήσια μάννα, αντρόπαιδο λεβέντης,
που ότι καί ξεμυτάει στο μάγουλο του τάνθος, |
535 |
ὥρας φυούσης, ταρφὺς ἀντέλλουσα θρίξ. |
σγουρής τρίχας πυκνής που η πρώτ’ η νιότη αδρύνει. |
|
ὁ δ᾽ ὠμόν, οὔτι παρθένων ἐπώνυμον,
φρόνημα, γοργὸν δ᾽ ὄμμ᾽ ἔχων, προσίσταται.
οὐ μὴν ἀκόμπαστός γ᾽ ἐφίσταται πύλαις·
τὸ γὰρ πόλεως ὄνειδος ἐν χαλκηλάτῳ |
Κι όμως μ’ άγριαν ορμή, πού διόλου δεν ταιριάζει
με το παρθενικό όνομα του, καί με κάτι
μάτια πού βγάζουν σπίθες, καταδώ ζυγώνει
ό Αρκαδηνός Παρθενοπαίος· πού ενώ είναι ξένος, |
540 |
σάκει, κυκλωτῷ σώματος προβλήματι,
Σφίγγ᾽ ὠμόσιτον προσμεμηχανημένην
γόμφοις ἐνώμα, λαμπρὸν ἔκκρουστον δέμας,
φέρει δ᾽ ὑφ᾽ αὑτῇ φῶτα Καδμείων ἕνα,
ὡς πλεῖστ᾽ ἐπ᾽ ἀνδρὶ τῷδ᾽ ἰάπτεσθαι βέλη. |
με τα όλα του εννοεί το χρέος της θροφής του
να ξεπλερώση στο Αργός· κι ήρθε, φαίνεται, όχι
να εμπορευτή τον πόλεμο, κι ουδέ το δρόμο
το μακρυνό πού διάβηκε, να τον ντροπιάση.
Κι ακόμπαστος κι αυτός στίς πύλες μπρος δε στέκει· |
545 |
ἐλθὼν δ᾽ ἔοικεν οὐ καπηλεύσειν μάχην,
μακρᾶς κελεύθου δ᾽ οὐ καταισχυνεῖν πόρον,
Παρθενοπαῖος Ἀρκάς· ὁ δὲ τοιόσδ᾽ ἀνὴρ
μέτοικος, Ἄργει δ᾽ ἐκτίνων καλὰς τροφάς,
πύργοις ἀπειλεῖ τοῖσδ᾽ ἃ μὴ κραίνοι θεός. |
γιατί το ντρόπιασμα της πόλης μας απάνω
στη χάλκινη του ασπίδα, σκέπη του κορμιού του,
στριφογυρνούσε: καρφωτή με τέχνη εικόνα
ξώκρουστη, φανταχτή, της ωμοφάγας Σφίγγας
μ’ έναν κάτω απ’ τα νύχια της απ’ τους Καδμείους,
πού επάνω του τα πιότερα να χτυπούν βέλη. |
|
Ἐτεοκλής |
ΕΤΕΟΚΛΗΣ |
550 |
εἰ γὰρ τύχοιεν ὧν φρονοῦσι πρὸς θεῶν,
αὐτοῖς ἐκείνοις ἀνοσίοις κομπάσμασιν·
ἦ τἂν πανώλεις παγκάκως τ᾽ ὀλοίατο.
ἔστιν δὲ καὶ τῷδ᾽, ὃν λέγεις τὸν Ἀρκάδα,
ἀνὴρ ἄκομπος, χεὶρ δ᾽ ὁρᾷ τὸ δράσιμον, |
Νάταν απ’ τους θεούς τα επίχειρα να βρίσκαν
των λογισμών των, καί να χάνονταν πανάθλια
μαζί με κείνες τις ανόσιες καύχησές των.
Μα καί γι’ αυτό σου τον Αρκάδα βρίσκετ’ ένας
με δίχως κομπασμούς, μα πού η δεξιά του βλέπει |
555 |
Ἄκτωρ ἀδελφὸς τοῦ πάρος λελεγμένου·
ὃς οὐκ ἐάσει γλῶσσαν ἐργμάτων ἄτερ
ἔσω πυλῶν ῥέουσαν ἀλδαίνειν κακά,
οὐδ᾽ εἰσαμεῖψαι θηρὸς ἐχθίστου δάκους
εἰκὼ φέροντα πολεμίας ἐπ᾽ ἀσπίδος· |
τί έχει να κάνη – ο Άχτορας, αδερφός τάλλου
πού είπαμε πρίν πού δε θ’ αφήση έτσι μια γλώσσα
δίχως φράχτες να πλημμυρήση μες στα κάστρα
για να πληθύνη συμφορές, ούτε καί νάμπη
στην πόλη εκείνος, πόχει την εικόνα τάγριου
καί μισητού θεριού σ’ εχθρικιά ασπίδα επάνω· |
560 |
ἣ ᾽ξωθεν εἴσω τῷ φέροντι μέμψεται,
πυκνοῦ κροτησμοῦ τυγχάνουσ᾽ ὑπὸ πτόλιν.
θεῶν θελόντων τἂν ἀληθεύσαιμ᾽ ἐγώ. |
μ’ απ’ όξω αυτή, παράπονα μαζί του θάχη,
όταν θα τρώη πυκνές κρουξιές κάτω άπ’ την πόλη.
Καί πρώτα ό θεός, πιστεύω πώς δε θάβγω ψεύτης. |
|
Χορός
ἱκνεῖται λόγος διὰ στηθέων,
τριχὸς δ᾽ ὀρθίας πλόκαμος ἵσταται, |
ΧΟΡΟΣ
Περνάει ό φόβος μες στα στήθια μου
κι ορθές σηκώνουνται της κεφαλής μου οι τρίχες |
565 |
μεγάλα μεγαληγόρων κλυούσᾳ
ἀνοσίων ἀνδρῶν. εἴθε γὰρ
θεοὶ τοῦδ᾽ ὀλέσειαν ἐν γᾷ. |
ν’ ακούω τα μεγάλα λόγια των,
που από μεγάλο οι ανόσιοι κομπάζουν στόμα.
Μα άμποτε να τους ξολοθρέψουν οι θεοί
σ’ αυτό το χώμα. |
|
Ἄγγελος
ἕκτον λέγοιμ᾽ ἂν ἄνδρα σωφρονέστατον,
ἀλκήν τ᾽ ἄριστον μάντιν, Ἀμφιάρεω βίαν· |
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ
Τώρα έρχομαι στον έχτον, άνθρωπο με γνώση
κι αντρεία ξεχωριστή, τον Αμφιάραο μάντη· |
570 |
Ὁμολωίσιν δὲ πρὸς πύλαις τεταγμένος
κακοῖσι βάζει πολλὰ Τυδέως βίαν·
τὸν ἀνδροφόντην, τὸν πόλεως ταράκτορα,
μέγιστον Ἄργει τῶν κακῶν διδάσκαλον,
Ἐρινύος κλητῆρα, πρόσπολον φόνου, |
αυτός στημένος μπρος στην πύλη Ομολωΐδα
μ’ ένα σωρό βρισιές φορτώνει τον Τυδέα,
το φονιά, πού τη χώρα του έφερε άνω κάτω,
τον πιο μεγάλο του κακού δάσκαλο στ’ Άργος,
του θανάτου υπουργό, της Ερινύας κλητήρα, |
575 |
κακῶν τ᾽ Ἀδράστῳ τῶνδε βουλευτήριον.
καὶ τὸν σὸν αὖθις προσθροῶν ὁμόσπορον,
ἐξυπτιάζων ὄμμα, Πολυνείκους βίαν,
δίς τ᾽ ἐν τελευτῇ τοὔνομ᾽ ἐνδατούμενος,
καλεῖ. λέγει δὲ τοῦτ᾽ ἔπος διὰ στόμα· |
το σύμβουλο, για τα κακά όλ’ αυτά, του Αδράστου.
Κ’ έπειτα πάλι βλέποντας τον αδερφό σου,
με μάτια ανάστροφα του κράζει: “Πολυνείκη”
—χωρίζοντας σε δυο στο τέλος τ’ όνομά του—
καί τέτοια λέει το στόμα του· “είν’ αυτό πράμα |
580 |
“ἦ τοῖον ἔργον καὶ θεοῖσι προσφιλές,
καλόν τ᾽ ἀκοῦσαι καὶ λέγειν μεθυστέροις,
πόλιν πατρῴαν καὶ θεοὺς τοὺς ἐγγενεῖς
πορθεῖν, στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβεβληκότα;
μητρός τε πηγὴν τίς κατασβέσει δίκη; |
που να το στρέγουν οί θεοί; κι είναι τιμή σου
για να τ’ ακούν οί απόγονοι καί να το λένε,
πώς ξένον έφερες στρατό για να ρημάξης
τη χώρα των πατέρων σου καί τους θεούς της;
ποιά δίκη, πες, τα δάκρυα μάννας θα στεγνώση; |
585 |
πατρίς τε γαῖα σῆς ὑπὸ σπουδῆς δορὶ
ἁλοῦσα πῶς σοι ξύμμαχος γενήσεται;
ἔγωγε μὲν δὴ τήνδε πιανῶ χθόνα,
μάντις κεκευθὼς πολεμίας ὑπὸ χθονός. |
καί πώς την πατρική σου γη, εχθροπατημένη
εξ αφορμής σου, με το μέρος σου πια θάχης;
Αλήθεια εγώ θέ να παχύνω αυτό το χώμα
κάτω απ’ τη γη την εχθρική κρυμμένος μάντης· |
590 |
μαχώμεθ᾽, οὐκ ἄτιμον ἐλπίζω μόρον.”
τοιαῦθ᾽ ὁ μάντις ἀσπίδ᾽ εὐκήλως ἔχων
πάγχαλκον ηὔδα· σῆμα δ᾽ οὐκ ἐπῆν κύκλῳ.
οὐ γὰρ δοκεῖν ἄριστος, ἀλλ᾽ εἶναι θέλει,
βαθεῖαν ἄλοκα διὰ φρενὸς καρπούμενος,
ἐξ ἧς τὰ κεδνὰ βλαστάνει βουλεύματα. |
μα εμπρός! κι ελπίζω να μην πέσω δίχως δόξα.
Τέτοια έλεγε, χωρίς επίδειξες κρατόντας
την ολόχαλκη ασπίδα του· κι ούτε κανένα
σημάδι ήταν επάνω της· γιατί δε θέλει
να φαίνεται ξεχωριστός, μα νάναι αλήθεια
βαθύ καρπολογόντας μες στο νου του αυλάκι,
απ’ ούθε οί καλοστόχαστες βουλές βλασταίνουν. |
595 |
τούτῳ σοφούς τε κἀγαθοὺς ἀντηρέτας
πέμπειν ἐπαινῶ. δεινὸς ὃς θεοὺς σέβει. |
Σ’ αυτόν αντίκρυ φρόνιμους κι αντρείους να στείλης
— η γνώμη μου είναι — αντίπαλους· γιατ’ όποιος
σέβεται τους θεούς, να τον φοβάσαι πρέπει. |
|
Ἐτεοκλής
φεῦ τοῦ ξυναλλάσσοντος ὄρνιθος βροτοῖς
δίκαιον ἄνδρα τοῖσι δυσσεβεστέροις.
ἐν παντὶ πράγει δ᾽ ἔσθ᾽ ὁμιλίας κακῆς |
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Αλλοίμονο, ποια τύχη σμίγει εδώ στον κόσμο
τον δίκαιο άνθρωπο μαζί με τους πιο ανόμους!
Σαν τη κακή τη συντροφιά χειρότερο άλλο
δεν είναι σε καμμιά δουλειά, καί να σοδέψης |
600 |
κάκιον οὐδέν, καρπὸς οὐ κομιστέος·
ἄτης ἄρουρα θάνατον ἐκκαρπίζεται.
ἢ γὰρ ξυνεισβὰς πλοῖον εὐσεβὴς ἀνὴρ
ναύταισι θερμοῖς καὶ πανουργίᾳ τινὶ
ὄλωλεν ἀνδρῶν σὺν θεοπτύστῳ γένει, |
μην καρτεράς καρπό απ’ αυτή· απ’ τα χωράφια
της αμαρτίας θάνατος καρπολογιέται.
Αν ένας θεοφοβούμενος στο ίδιο καράβι
βρεθή με ναύτες έτοιμους για κάποιο κρίμα,
πάει, χάθηκε μαζί με την αντίθεη φάρα. |
605 |
ἢ ξὺν πολίταις ἀνδράσιν δίκαιος ὢν
ἐχθροξένοις τε καὶ θεῶν ἀμνήμοσιν,
ταὐτοῦ κυρήσας ἐκδίκως ἀγρεύματος,
πληγεὶς θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ ᾽δάμη. |
Κι’ αν ζή, αυτός δίκαιος άνθρωπος, με συντοπίτες
εχθρόξενους καί πού θεό δε λογαριάζουν,
θα πάη χαμένος άδικα μες στο ίδιο δίχτυ
κι άπ’ το ίδιο χτύπημα θεού, που όλους θέ νάβρη. |
|
οὕτως δ᾽ ὁ μάντις, υἱὸν Οἰκλέους λέγω, |
Έτσι τώρα κι αυτός του Οϊκλέα ό γυιός ό μάντης, |
610 |
σώφρων δίκαιος ἀγαθὸς εὐσεβὴς ἀνήρ,
μέγας προφήτης, ἀνοσίοισι συμμιγεὶς
θρασυστόμοισιν ἀνδράσιν βίᾳ φρενῶν,
τείνουσι πομπὴν τὴν μακρὰν πάλιν μολεῖν,
Διὸς θέλοντος ξυγκαθελκυσθήσεται. |
φρόνιμος άντρας, δίκαιος, ευσεβής κι αντρείος,
μέγας προφήτης, μια που δίχως να το θέλη,
με ανόσιους, αυθαδόστομους έσμιξ’ ανθρώπους,
πού τραβούν το μακρύ να πάρουν δρόμο πίσω,
μες στα ίδια δίχτυα θα συρθή— αν θεός θέλη. |
615 |
δοκῶ μὲν οὖν σφε μηδὲ προσβαλεῖν πύλαις
οὐχ ὡς ἄθυμος οὐδὲ λήματος κάκῇ,
ἀλλ᾽ οἶδεν ὥς σφε χρὴ τελευτῆσαι μάχῃ,
εἰ καρπὸς ἔσται θεσφάτοισι Λοξίου·
φιλεῖ δὲ σιγᾶν ἢ λέγειν τὰ καίρια. |
Μα εγώ φοβούμαι πώς αυτός ούτε θα ορμήση
στίς πύλες καν, κι όχι γιατί του λείπει αντρεία
καί δεν το λέει ή καρδιά του, μα γιατί το ξέρει
πώς άφευχτα νεκρός στη μάχη θενά πέση,
αν του Απόλλωνα οί χρησμοί δεν είναι στείροι, |
620 |
ὅμως δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῷ φῶτα, Λασθένους βίαν,
ἐχθρόξενον πυλωρὸν ἀντιτάξομεν,
γέροντα τὸν νοῦν, σάρκα δ᾽ ἡβῶσαν φύει,
ποδῶκες ὄμμα, χεῖρα δ᾽ οὐ βραδύνεται
παρ᾽ ἀσπίδος γυμνωθὲν ἁρπάσαι δόρυ. |
καί ξέρει ή να σωπαίνη, ή τα πρεπά να λέη.
Μα όπως καί νάναι, αντίκρυ καί σ’ αυτόν θα στήσω
εχθρόξενο φρουρό της πύλης, το Λαστένη,
γέρο στο νου, μα έχει κορμί παλληκαρίσιο,
γρηγορόδρομο μάτι κι όχι οκνό το χέρι
ν’ αρπά του εχθρού τ’ απόσκεπα με το κοντάρι. |
625 |
θεοῦ δὲ δῶρόν ἐστιν εὐτυχεῖν βροτούς. |
Μα δώρο του θεού στον πόλεμο είναι η νίκη. |
|
Χορός
κλύοντες θεοὶ δικαίας λιτὰς
ἁμετέρας τελεῖθ᾽, ὡς πόλις εὐτυχῇ,
δορίπονα κάκ᾽ ἐκτρέποντες <ἐς> γᾶς
ἐπιμόλους· πύργων δ᾽ ἔκτοθεν |
ΧΟΡΟΣ
Δόστε στην πόλη μας τή νίκη εσείς, θεοί,
τα δίκια μας ακούονται παρακάλια
καί στρέψετ’ όλη του πολέμου την οργή
σ’ αυτών, πού πλάκωσαν τη γη μου, τα κεφάλια·
τον κεραυνό του ό Δίας ας ρίξη |
630 |
βαλὼν Ζεύς σφε κάνοι κεραυνῷ. |
έξω άπ’ τους πύργους καί να τους σύντριψη. |
|
Ἄγγελος
τὸν ἕβδομον δὴ τόνδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαις
λέξω, τὸν αὐτοῦ σοῦ κασίγνητον, πόλει
οἵας ἀρᾶται καὶ κατεύχεται τύχας·
πύργοις ἐπεμβὰς κἀπικηρυχθεὶς χθονί, |
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Ο έβδομος τώρα πού στην έβδομη την πύλη
στέκετ’ αντίκρυ, ό ίδιος ό αδερφός σου, άκου
τί καταριέται κ’ εύχεται να βρούν την πόλη:
Αφού τους πύργους μας πατήση καί της χώρας |
635 |
ἁλώσιμον παιᾶν᾽ ἐπεξιακχάσας,
σοὶ ξυμφέρεσθαι καὶ κτανὼν θανεῖν πέλας,
ἢ ζῶντ᾽ ἀτιμαστῆρα τὼς ἀνδρηλάτην
φυγῇ τὸν αὐτὸν τόνδε τείσασθαι τρόπον.
τοιαῦτ᾽ ἀυτεῖ καὶ θεοὺς γενεθλίους |
άρχοντας κηρυχθή, της νίκης ν’ αλαλάξη
τον παιάνα, κι έπειτα να μετρηθή με σένα
κ’ ή σε σκοτώση καί νεκρός δίπλα σου πέση,
ή, ζωντανός, σου εκδικηθή την ατιμία
της εξορίας του διώχνοντας έτσι καί σένα.
Τέτοια φωνάζει κράζοντας ό Πολυνείκης |
640 |
καλεῖ πατρῴας γῆς ἐποπτῆρας λιτῶν
τῶν ὧν γενέσθαι πάγχυ Πολυνείκους βία.
ἔχει δὲ καινοπηγὲς εὔκυκλον σάκος
διπλοῦν τε σῆμα προσμεμηχανημένον. |
τους γενεθλίους θεούς της πατρικής της χώρας
για να επιβλέψουν τίς ευχές του πέρα ως πέρα.
Καί νέα κρατεί ολοστρόγγυλη στο χέρι ασπίδα
μ’ επάνω της διπλό σημάδι δουλεμένο: |
|
χρυσήλατον γὰρ ἄνδρα τευχηστὴν ἰδεῖν |
έναν πολεμιστή φτιασμένο από χρυσάφι |
645 |
ἄγει γυνή τις σωφρόνως ἡγουμένη.
Δίκη δ᾽ ἄρ᾽ εἶναί φησιν, ὡς τὰ γράμματα
λέγει “κατάξω δ᾽ ἄνδρα τόνδε καὶ πόλιν
ἕξει πατρῴων δωμάτων τ᾽ ἐπιστροφάς.”
τοιαῦτ᾽ ἐκείνων ἐστὶ τἀξευρήματα. |
μια γυναίκα οδηγά, που σεμνά πάει εμπρός του
πως νάναι τάχα ή Δίκη αυτή, καθώς το λένε
τα γράμματα “Θα ξαναφέρω αυτόν να πάρη
πίσω τη χώρα και τα πατρικά του σπίτια.”
Τέτοιες είναι λοιπόν οι φαντασίες εκείνων· |
650 |
[σὺ δ᾽ αὐτὸς ἤδη γνῶθι τίνα πέμπειν δοκεῖ·]
ὡς οὔποτ᾽ ἀνδρὶ τῷδε κηρυκευμάτων
μέμψῃ, σὺ δ᾽ αὐτὸς γνῶθι ναυκληρεῖν πόλιν. |
μα βέβαια παράπονο λέω να μην έχης
γι’ αυτά τα νέα που σου έφερα· μα o ίδιος τώρα
κρίνε πώς το καράβι μας θα τιμονέψης. |
|
Ἐτεοκλής
ὦ θεομανές τε καὶ θεῶν μέγα στύγος, |
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Ώ θεομίσητη εσύ καί πολύ θεοβλαμμένη |
655 |
ὦ πανδάκρυτον ἁμὸν Οἰδίπου γένος·
ὤμοι, πατρὸς δὴ νῦν ἀραὶ τελεσφόροι.
ἀλλ᾽ οὔτε κλαίειν οὔτ᾽ ὀδύρεσθαι πρέπει,
μὴ καὶ τεκνωθῇ δυσφορώτερος γόος.
ἐπωνύμῳ δὲ κάρτα, Πολυνείκει λέγω,
τάχ᾽ εἰσόμεσθα τοὐπίσημ᾽ ὅποι τελεῖ, |
του Οιδιπου η παντοδάκρυτη γενιά δική μου,
ωϊμέ! και πιάνουν τώρα οι πατρικές κατάρες.
Μα δεν ταιριάζουν κλάματα ουδέ μοιρολόγια
μήπως κι άλλος πιο αβάσταχτος ξεσπάση θρήνος.
Όσο γι’ αυτόν, πού αξίζει αλήθεια τ’ όνομά του,
τον Πολυνείκη, γρήγορα θα ιδούμε ως πόσο |
660 |
εἴ νιν κατάξει χρυσότευκτα γράμματα
ἐπ᾽ ἀσπίδος φλύοντα σὺν φοίτῳ φρενῶν.
εἰ δ᾽ ἡ Διὸς παῖς παρθένος Δίκη παρῆν
ἔργοις ἐκείνου καὶ φρεσίν, τάχ᾽ ἂν τόδ᾽ ἦν·
ἀλλ᾽ οὔτε νιν φυγόντα μητρόθεν σκότον, |
το έμβλημα θα του στρέξη κι αν τον φέρουν πίσω
τα χρυσά γράμματα πού πάνω στην ασπίδα
με της ψυχής του ξεχειλίζουνε τη λύσσα.
Γιατί αν του παραστέκονταν του Δια η κόρη,
Δίκη ή παρθένα, στα έργα του και τις βουλές του,
ίσως να γίνουνταν κι αυτό· μα ούτε σα βγήκε |
665 |
οὔτ᾽ ἐν τροφαῖσιν, οὔτ᾽ ἐφηβήσαντά πω,
οὔτ᾽ ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος,
Δίκη προσεῖδε καὶ κατηξιώσατο·
οὐδ᾽ ἐν πατρῴας μὴν χθονὸς κακουχίᾳ
οἶμαί νιν αὐτῷ νῦν παραστατεῖν πέλας. |
απ’ της μητέρας τα σκοτάδια, ούτε στα χρόνια
πού μεγάλωνε κι έφτασε στα πρώτα νειάτα
κι ούτε σαν πύκνωσαν οι τρίχες του γενειού του,
η Δίκη καταδέχτηκε να τον κοιτάξη·
κι ουδέ τώρα πιστεύω, πού ήρθε να χαλάση
την πατρική του γη, πώς πλάϊ του θενά στέκη· |
670 |
ἦ δῆτ᾽ ἂν εἴη πανδίκως ψευδώνυμος
Δίκη, ξυνοῦσα φωτὶ παντόλμῳ φρένας.
τούτοις πεποιθὼς εἶμι καὶ ξυστήσομαι
αὐτός· τίς ἄλλος μᾶλλον ἐνδικώτερος;
ἄρχοντί τ᾽ ἄρχων καὶ κασιγνήτῳ κάσις, |
ή όλως διόλου ψευτονόματη θέ ναταν
η Δίκη, αν είχε συντροφιά με τέτοιον άντρα,
πού η τόλμη του δε σταματά μπρος σ’ όποιο κρίμα.
Σ’ αυτά έχοντας τα θάρρη μου πηγαίνω ο ίδιος
να του έβγω αντίκρυ· καί ποιος άλλος με ποιο δίκιο;
άρχοντας μ’ άρχοντα και μ’ αδερφό αδερφός του |
675 |
ἐχθρὸς σὺν ἐχθρῷ στήσομαι. φέρ᾽ ὡς τάχος
κνημῖδας, αἰχμῆς καὶ πέτρων προβλήματα. |
κ’ εχθρός μ’ εχθρό θα χτυπηθώ. Φέρτε μου αμέσως
τις κνημίδες, σκεπή για πέτρες και σαΐτες. |
|
Χορός
μή, φίλτατ᾽ ἀνδρῶν, Οἰδίπου τέκος, γένῃ
ὀργὴν ὁμοῖος τῷ κάκιστ᾽ αὐδωμένῳ·
ἀλλ᾽ ἄνδρας Ἀργείοισι Καδμείους ἅλις |
ΧΟΡΟΣ
Μη πολυαγάπητε, του Οιδίπου γυιέ, μη γίνης
όμοιος στο νου μ’ αυτόν, πού όσ’ άκουσε του αξίζουν·
είν’ αρκετό οι Καδμείοι με τους Αργείους ναρθούνε |
680 |
ἐς χεῖρας ἐλθεῖν· αἷμα γὰρ καθάρσιον.
ἀνδροῖν δ᾽ ὁμαίμοιν θάνατος ὧδ᾽ αὐτοκτόνος,
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος. |
στα χέρια· κι έχει καθαρμό το τέτοιο το αίμα·
μα δυό αδερφιών ο θάνατος έτσι απ’ το ίδιο
το χέρι τους, ποτέ το κρίμ’ αυτό δε λυώνει. |
|
Ἐτεοκλής
εἴπερ κακὸν φέροι τις, αἰσχύνης ἄτερ
ἔστω· μόνον γὰρ κέρδος ἐν τεθνηκόσι· |
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Αν είναι δίχως ντρόπιασμα το κακό νάρθη,
καλώς! γιατ’ είν’ για τους νεκρούς το μόνο κέρδος· |
685 |
κακῶν δὲ κᾀσχρῶν οὔτιν᾽ εὐκλείαν ἐρεῖς. |
μα κακό με ντροπή, μην πής πώς δόξα φέρνει. |
|
Χορός
τί μέμονας, τέκνον; μή τί σε θυμοπληθὴς
δορίμαργος ἄτα φερέτω· κακοῦ δ᾽
ἔκβαλ᾽ ἔρωτος ἀρχάν. |
ΧΟΡΟΣ
Τι ν’ αυτός, γυιέ μου, ο πειρασμός; η θεοβλάβη πού
με λύσσα πολεμόχαρη γιομίζει σου το νού;
μη σε ξεσύρη· την αρχή πνίξε πάθους κακού. |
|
Ἐτεοκλής
ἐπεὶ τὸ πρᾶγμα κάρτ᾽ ἐπισπέρχει θεός, |
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Μια πού το σπρώχνει έτσι ό θεός το πράμα, ας πάη |
690 |
ἴτω κατ᾽ οὖρον κῦμα Κωκυτοῦ λαχὸν
Φοίβῳ στυγηθὲν πᾶν τὸ Λαΐου γένος. |
πρίμα στου Κωκυτού το γραμμένο της κύμα
όλη, στο Φοίβο η βδελυχτή, του Λάϊου η γέννα. |
|
Χορός
ὠμοδακής σ᾽ ἄγαν ἵμερος ἐξοτρύ-
νει πικρόκαρπον ἀνδροκτασίαν τελεῖν
αἵματος οὐ θεμιστοῦ. |
ΧΟΡΟΣ
Πολύ ωμοβόρα επιθυμία σε σπρώχνει, φονικό
να κάμης, πού πικρό θέ νάχη το καρπό,
γιατ’ είναι κρίμ’ αντίθεο το αίμα τ’ αδερφικό. |
|
Ἐτεοκλής |
ΕΤΕΟΚΛΗΣ |
695 |
φίλου γὰρ ἐχθρά μοι πατρὸς τάλαιν᾽ ἀρὰ |
Γιατ’ η κακιά μαύρη Κατάρα ενός πατέρα |
|
ξηροῖς ἀκλαύτοις ὄμμασιν προσιζάνει,
λέγουσα κέρδος πρότερον ὑστέρου μόρου. |
καθόντας πλάϊ μου αδάκρυτη με ξερά μάτια
μου λέει πώς κέρδος μια ώρα πρίν ναρθή το τέλος. |
|
Χορός
ἀλλὰ σὺ μὴ ᾽ποτρύνου· κακὸς οὐ κεκλή-
σῃ βίον εὖ κυρήσας· μελάναιγις [δ᾽·] οὐκ |
ΧΟΡΟΣ
Μα εσύ μην παρασέρνεσαι· κι ούτ’ άναντρο κανείς
θέ να σε πή πού πέτυχες να σώσης τη ζωή· |
700 |
εἶσι δόμων Ἐρινύς, ὅταν ἐκ χερῶν
θεοὶ θυσίαν δέχωνται; |
τα σπίτια αφήνει φεύγοντας η μαύρ’ η Ερινύς
πού τη θυσία τους δέχουνται οί θεοί. |
|
Ἐτεοκλής
θεοῖς μὲν ἤδη πως παρημελήμεθα,
χάρις δ᾽ ἀφ᾽ ἡμῶν ὀλομένων θαυμάζεται·
τί οὖν ἔτ᾽ ἂν σαίνοιμεν ὀλέθριον μόρον; |
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Οι θεοί! μα τώρα πια λίγο μας λογαριάζουν
καί μόνο αξία στα μάτια τους έχει ο χαμός μας·
τί να τον γαλιφεύουμε το χάρο ακόμα; |
|
Χορός |
ΧΟΡΟΣ |
705 |
νῦν ὅτε σοι παρέστακεν· ἐπεὶ δαίμων
λήματος ἐν τροπαίᾳ χρονίᾳ μεταλλακτὸς
ἴσως ἂν ἔλθοι θελεμωτέρῳ
πνεύματι· νῦν δ᾽ ἔτι ζεῖ. |
Κάν τώρα, όσο ‘ναι έτσι κοντά· γιατί με τον καιρό
μπορεί να στρέψ’ η γνώμη της κι η Μοίρα σου ναρθή
μεταλλαγμένη, πνέοντας μ’ αγέρα πιο απαλό·
μα τώρ’ ακόμα βράζει μ’ άγρια οργή. |
|
Ἐτεοκλής
ἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα· |
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Γιατί από τις κατάρες ξέσπασε του Οιδίπου · |
710 |
ἄγαν δ᾽ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτων
ὄψεις, πατρῴων χρημάτων δατήριοι. |
κι αληθινά τα Οράματα του ύπνου μου βγήκαν,
πού με μαχαίρι μας μοιράζανε το βίος του. |
|
Χορός
πιθοῦ γυναιξί, καίπερ οὐ στέργων ὅμως. |
ΧΟΡΟΣ
Άκου και μας γυναίκες, αν και δε μας στρέγεις. |
|
Ἐτεοκλής
λέγοιτ᾽ ἂν ὧν ἄνη τις· οὐδὲ χρὴ μακράν. |
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Λέγετε, αν έχη διάφορο· μα λίγα λόγια. |
|
Χορός
μὴ ᾽λθῃς ὁδοὺς σὺ τάσδ᾽ ἐφ᾽ ἑβδόμαις πύλαις. |
ΧΟΡΟΣ
Άφις το δρόμο αυτό στην έβδομη την πύλη. |
|
Ἐτεοκλής |
ΕΤΕΟΚΛΗΣ |
715 |
τεθηγμένον τοί μ᾽ οὐκ ἀπαμβλυνεῖς λόγῳ. |
Με λόγια δε στομώνεις γνώμη ακονισμένη. |
|
Χορός
νίκην γε μέντοι καὶ κακὴν τιμᾷ θεός. |
ΧΟΡΟΣ
Μα έχει τιμή από τους θεούς κι άδοξη νίκη. |
|
Ἐτεοκλής
οὐκ ἄνδρ᾽ ὁπλίτην τοῦτο χρὴ στέργειν ἔπος. |
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Δεν πάει το λόγο αυτό να στρέγη ο στρατιώτης. |
|
Χορός
ἀλλ᾽ αὐτάδελφον αἷμα δρέψασθαι θέλεις; |
ΧΟΡΟΣ
Μα το αίμα του ίδιου σου αδερφού θες να τρυγήσης; |
|
Ἐτεοκλής
θεῶν διδόντων οὐκ ἂν ἐκφύγοις κακά. |
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Κακό πού δίνουνε οι θεοί δεν το ξεφεύγεις. |
|
|
|
β’ στάσιμο
|
|
|
|
|
ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ |
720 |
Χορός
πέφρικα τὰν ὠλεσίοικον
θεόν, οὐ θεοῖς ὁμοίαν,
παναλαθῆ κακόμαντιν
πατρὸς εὐκταίαν Ἐρινὺν
τελέσαι τὰς περιθύμους |
ΧΟΡΟΣ
Τρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρα
τη φριχτή θεά, πού με θεούς δε μοιάζει,
την αλάθευτη της συμφοράς μηνύτρα
Ερινύα, πού ενός γονιού η κατάρα κράζει,
μην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλη |
725 |
κατάρας Οἰδιπόδα βλαψίφρονος·
παιδολέτωρ δ᾽ ἔρις ἅδ᾽ ὀτρύνει. |
πόκαμε στου νου του ο Οιδίποδας τη βλάβη·
γιατ’ η αμάχη αυτή σπρώχνει τα δυο παιδιά του
μες στ’ αφεύγατα τα βρόχια του θανάτου. |
|
ξένος δὲ κλήρους ἐπινωμᾷ,
Χάλυβος Σκυθᾶν ἄποικος,
κτεάνων χρηματοδαίτας |
Ένας κυβερνά τους κλήρους ξένος, πού ήρθε
από της Σκυθίας — ο Χάλυβας — τα μέρη,
πού κλερονομιές και χτήματα μοιράζει, |
730 |
πικρός, ὠμόφρων σίδαρος,
χθόνα ναίειν διαπήλας,
ὁπόσαν καὶ φθιμένοισιν κατέχειν,
τῶν μεγάλων πεδίων ἀμοίρους. |
ο σκληρόκαρδος, με σίδερο στο χέρι
καί τα ζάρια του μ’ απόφαση τινάζει,
τόση να κρατούν στην κατοχή τους χώρα
όσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμμένοι,
τους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι. |
|
ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως |
Κι όταν θα πέσουν νεκροί |
735 |
αὐτοδάικτοι θάνωσι,
καὶ γαΐα κόνις πίῃ
μελαμπαγὲς αἷμα φοίνιον,
τίς ἂν καθαρμοὺς πόροι,
τίς ἄν σφε λούσειεν; ὦ |
ο ένας απ’ τ’ άλλου σφαγμένος το χέρι
και το μαυρόπηχτο τό αίμα τους πιη
το ξερό χώμα της γης,
ποιός καθαρμούς θα προσφέρη;
ποιός θα τους λούση; |
740 |
πόνοι δόμων νέοι παλαιοῖσι
συμμιγεῖς κακοῖς. |
ώ των σπιτιών τους νέες συμφορές
πού σ’ ένα σμίγετε με τις παλιές! |
|
παλαιγενῆ γὰρ λέγω
παρβασίαν ὠκύποινον·
αἰῶνα δ᾽ ἐς τρίτον μένει· |
Την αμαρτία λογιάζω την παλιά
τη γοργοπληρωμένη, μα που μένει
ακόμα κι ως την τρίτη τη γενιά: |
745 |
Ἀπόλλωνος εὖτε Λάιος
βίᾳ, τρὶς εἰπόντος ἐν
μεσομφάλοις Πυθικοῖς
χρηστηρίοις θνᾴσκοντα γέννας
ἄτερ σῴζειν πόλιν, |
όταν ο Λάιος στο πείσμα
του Απόλλωνα, πού τούπε τρείς φορές
απ’ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικά,
αν θέλ’ η Θήβα να σωθή από συμφορές,
να μην αφήση πίσω του παιδιά. |
750 |
κρατηθεὶς δ᾽ ἐκ φίλων ἀβουλιᾶν
ἐγείνατο μὲν μόρον αὑτῷ,
πατροκτόνον Οἰδιπόδαν,
ὅστε ματρὸς ἁγνὰν
σπείρας ἄρουραν, ἵν᾽ ἐτράφη, |
Μ’ απ’ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμα
και γέννησε τον ίδιο θάνατό του,
τον πατροχτόνο γυιό του
Οιδίποδα, πού τόλμησε
μες στο ιερό της μάννας του χωράφι,
που η ύπαρξη του εθράφη, |
755 |
ῥίζαν αἱματόεσσαν |
ρίζα να σπείρη στο αίμα ποτισμένη. |
|
ἔτλα· παράνοια συνᾶγε
νυμφίους φρενώλεις. |
— Μιά τρέλλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρους
σ’ ώρα ωργισμένη! |
|
κακῶν δ᾽ ὥσπερ θάλασσα κῦμ᾽ ἄγει·
τὸ μὲν πίτνον, ἄλλο δ᾽ ἀείρει |
Και τώρα σα μια θάλασσα από συμφορές
τόνα της κύμα πέφτει κι ευτύς άλλο |
760 |
τρίχαλον, ὃ καὶ περὶ πρύμναν
πόλεως καχλάζει.
μεταξὺ δ᾽ ἀλκὰ δι᾽ ὀλίγου
τείνει, πύργος ἐν εὔρει.
δέδοικα δὲ σὺν βασιλεῦσι |
τρίκορφο πιο μεγάλο
σηκώνεται, πού ολόγυρα
στην πρύμνα μας με βρουχησμό κοχλάζει,
ενώ στη μέση βάζει
το φτενό ο πύργος φράχτη του γι’ απαντοχή μας·
και τρέμω, με τους βασιλιάδες της |
765 |
μὴ πόλις δαμασθῇ. |
κ’ η πόλη μη χαθή η δική μας. |
|
τελειᾶν γὰρ παλαιφάτων ἀρᾶν
βαρεῖαι καταλλαγαί· τὰ δ᾽ ὀλοὰ
πελόμεν᾽ οὐ παρέρχεται.
πρόπρυμνα δ᾽ ἐκβολὰν φέρει |
Γιατί μια κατάρα παλιά
βαρύν εξοφλημό στο τέλος έχει·
κι αν ο όλεθρος τους ταπεινούς
φτωχούς ανθρώπους παρατρέχει, |
770 |
ἀνδρῶν ἀλφηστᾶν
ὄλβος ἄγαν παχυνθείς. |
μα τους τρανούς μεγαλοπίχειρους
που ο πλούτος των παραπαχαίνει
έξω από το μέτρο, συγκλαδόκορμο ξερρίζωμα
τους περιμένει. |
|
τίν᾽ ἀνδρῶν γὰρ τοσόνδ᾽ ἐθαύμασαν
θεοὶ καὶ ξυνέστιοι πόλεος ὁ
πολύβατός τ᾽ ἀγὼν βροτῶν, |
Ποιόν άνθρωπο καμιά φορά
τίμησαν κι οι συνέστιοι οι θεοί μας τόσο
κ’ η πολυσύχναστη αγορά
της πολιτείας μας, όσο |
775 |
ὅσον τότ᾽ Οἰδίπουν τίον,
τὰν ἁρπαξάνδραν
κῆρ᾽ ἀφελόντα χώρας; |
τιμούσαν τότε τον Οιδίποδα
όταν τη χώρα είχε απαλλάξη
από το τέρας, τόσους άντρες της
πού είχεν αρπάξη; |
|
ἐπεὶ δ᾽ ἀρτίφρων
ἐγένετο μέλεος ἀθλίων |
Μα όταν στο τέλος του ξεφανερώθηκαν,
του μαύρου, οι θλιβεροί του γάμοι, |
780 |
γάμων, ἐπ᾽ ἄλγει δυσφορῶν
μαινομένᾳ κραδίᾳ
δίδυμα κάκ᾽ ἐτέλεσεν·
πατροφόνῳ χερὶ τῶν
κρεισσοτέκνων ὀμμάτων ἐπλάγχθη· |
τρελλός από τον πόνο τον αβάσταγο
διπλά κακά επήε να κάμη·
με το ίδιο χέρι του ο πατροφονιάς
ξερρίζωσε τα μάτια τα δικά του,
τα πιο ακριβά στον άνθρωπο
κι απ’ τα παιδιά του. |
785 |
τέκνοις δ᾽ ἀγρίας
ἐφῆκεν ἐπικότους τροφᾶς,
αἰαῖ, πικρογλώσσους ἀράς,
καί σφε σιδαρονόμῳ
διὰ χερί ποτε λαχεῖν |
Και για τους γυιούς του μέσα στο άγριο
το πάθος του, γιατί τους είχε θρέψη,
πικρόγλωσσες, αλλοίμονο,
κατάρες βρήκε να γυρέψη·
το βιός του να μοιράσουν μια φορά
με σίδερο στο χέρι· καί πώς τρέμω τώρα |
790 |
κτήματα· νῦν δὲ τρέω
μὴ τελέσῃ καμψίπους Ἐρινύς. |
να μην το κάμη η Ερινύα
ώραν την ώρα! |
γʹ ἐπεισόδιο
|
|
|
|
Ἄγγελος
θαρσεῖτε, παῖδες μητέρων τεθραμμέναι.
πόλις πέφευγεν ἥδε δούλιον ζυγόν·
πέπτωκεν ἀνδρῶν ὀβρίμων κομπάσματα· |
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ
Πάρτε θάρρος, παιδιά, καλών μαννάδων γέννες,
απ’ της σκλαβιάς τον κίντυνο ξέφυγε η πόλη
καί κείνων των τρανών οι κομπασμοί έχουν πέσει. |
795 |
πόλις δ᾽ ἐν εὐδίᾳ τε καὶ κλυδωνίου
πολλαῖσι πληγαῖς ἄντλον οὐκ ἐδέξατο.
στέγει δὲ πύργος, καὶ πύλας φερεγγύοις
ἐφραξάμεσθα μονομάχοισι προστάταις·
καλῶς ἔχει τὰ πλεῖστ᾽, ἐν ἓξ πυλώμασι· |
Πέρασ’ η μπόρα καί δεν έκαμε το πλοίο
νερά απ’ το βροντοχτύπημα της τρικυμίας·
βαστούν τα κάστρα, γιατί φράξαμε τίς πύλες
μ’ άξιους να τις φυλάξουνε πολεμιστάδες·
Πάνε καλά τα πιότερα στίς έξε πύλες· |
800 |
τὰς δ᾽ ἑβδόμας ὁ σεμνὸς ἑβδομαγέτης
ἄναξ Ἀπόλλων εἵλετ᾽, Οἰδίπου γένει
κραίνων παλαιὰς Λαΐου δυσβουλίας. |
την έβδομην ο σεβαστός ο εβδομαγέτης
διάλεξε ο Φοίβος βασιλιάς, ν’ αποτελειώση
πάνω στου Οιδίπου τη γενιά την τιμωρία
για τις παλιές τις κακοκεφαλιές του Λάϊου. |
|
Χορός
τί δ᾽ ἔστι πρᾶγμα νεόκοτον πόλει πλέον; |
ΧΟΡΟΣ
Ποιό νέο να βρήκε ξαφνικό την πόλη ακόμα; |
|
Ἄγγελος
πόλις σέσωσται· βασιλέες δ᾽ ὁμόσποροι— |
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ
Η πόλη έχει σωθή, μα οι ομόσποροι άρχοντες της— |
|
Χορός |
ΧΟΡΟΣ |
805 |
τίνες; τί δ᾽ εἶπας; παραφρονῶ φόβῳ λόγου. |
Ποιοί; τί ‘πες; απ’ το φόβο μου με πιάνει τρέλλα. |
|
Ἄγγελος
φρονοῦσα νῦν ἄκουσον· Οἰδίπου τόκοι — |
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ
Βάστα το νου σου κι άκουγε· οι γυιοί του Οιδίπου— |
|
Χορός
οἲ ᾽γὼ τάλαινα, μάντις εἰμὶ τῶν κακῶν. |
ΧΟΡΟΣ
Ωϊμένα, η μαύρη, το μαντεύω τί μας βρήκε. |
|
Ἄγγελος
οὐδ᾽ ἀμφιλέκτως μὴν κατεσποδημένοι— |
ΑΓΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ
Λόγο δεν έχει· εφάγανε κι οι δυο τους χώμα. |
|
Χορός
ἐκεῖθι κεῖσθον ; βαρέα δ᾽ οὖν ὅμως φράσον. |
ΧΟΡΟΣ
Κοίτουντ’ εκεί νεκροί; βαρειά, μα πες μου τα όμως. |
|
Ἄγγελος |
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ |
810 |
ἅνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων. |
Έτσι με χέρια αδερφικά πάνε καί πάνε. |
|
Χορός
οὕτως ἀδελφαῖς χερσὶν ἠναίρονθ᾽ ἅμα ; |
ΧΟΡΟΣ
Έτσ’ ήταν καί των δυο μαζί παρόμοια η μοίρα. |
|
Ἄγγελος
οὕτως ὁ δαίμων κοινὸς ἦν ἀμφοῖν ἄγαν.
αὐτὸς δ᾽ ἀναλοῖ δῆτα δύσποτμον γένος.
τοιαῦτα χαίρειν καὶ δακρύεσθαι πάρα· |
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ
Κι αυτή αφανίζει την τρισάθλια τη γενιά τους.
Τέτοια αφορμή λοιπόν χαράς μαζί καί λύπης
έχομ’ εμείς· η πόλη μας νικά, μα οι δυο μας |
815 |
πόλιν μὲν εὖ πράσσουσαν, οἱ δ᾽ ἐπιστάται,
δισσὼ στρατηγώ, διέλαχον σφυρηλάτῳ
Σκύθῃ σιδήρῳ κτημάτων παμπησίαν.
ἕξουσι δ᾽ ἣν λάβωσιν ἐν ταφῇ χθονός,
πατρὸς κατ᾽ εὐχὰς δυσπότμως φορούμενοι. |
οι βασιλιάδες στρατηγοί με δουλεμένο
σίδερο σκυθικό τα χτήματα τους όλα
μεράσανε και θάχουν όση γης θα πάρουν
μέσα στο τάφο, όπου τους έχουν κατεβάσει
οι ευχές οι κακοροίζικες ενός πατέρα. |
820 |
[πόλις σέσωσται· βασιλέοιν δ᾽ ὁμοσπόροιν
πέπωκεν αἷμά γαῖ᾽ ὑπ᾽ ἀλλήλων φόνῳ.] |
[Σώθηκ’ η πόλη· μα των δυο της βασιλιάδων
ήπιε το αίμα η γης τ’ αλληλοσκοτωμού των. ] |
γ’ στάσιμο
|
|
|
|
Χορός
ὦ μεγάλε Ζεῦ καὶ πολιοῦχοι
δαίμονες, οἳ δὴ Κάδμου πύργους
τούσδε ῥύεσθε, |
ΧΟΡΟΣ
Παντοδύναμε Δία και πολιούχοι θεοί,
πού τους πύργους του Κάδμου εγλυτώσετ’ αυτούς, |
825 |
πότερον χαίρω κἀπολολύξω
πόλεως ἀσινεῖ < > σωτῆρι . .,
ἢ τοὺς μογεροὺς καὶ δυσδαίμονας |
σε χαρά να ξεσπάσω κι ύμνους τάχα να πω
στων Θηβών τον προστάτη Σωτήρα,
ή να κλάψω πικρά τους κακότυχους δυό |
830 |
ἀτέκνους κλαύσω πολεμάρχους;
οἳ δῆτ᾽ ὀρθῶς κατ᾽ ἐπωνυμίαν
καὶ πολυνεικεῖς |
θλιβερούς πολεμάρχους,
πού με τόνομ’ αλήθεια πολύ ταιριαστό |
832b |
ὤλοντ᾽ ἀσεβεῖ διανοίᾳ. |
απ’ τη άθεη διχόνοια τους πάνε; |
|
ὦ μέλαινα καὶ τελεία |
Ώ μαύρη κι ολοτέλειωτη |
833b |
γένεος Οἰδίπου τ᾽ ἀρά,
κακόν με καρδίαν τι περιπίτνει κρύος. |
του γένους και του Οιδίποδα κατάρα,
σύγκρυο σκληρό μου ζώνει την καρδιά |
835 |
ἔτευξα τύμβῳ μέλος |
καί σε θανατερό |
|
Θυιὰς αἱματοσταγεῖς
νεκροὺς κλύουσα δυσμόρως
θανόντας· ἦ δύσορνις ἅδε
ξυναυλία δορός. |
ξεσπάνω μοιρολόγι σα μαινάδα,
ν’ ακούω πώς πέσανε νεκροί
αντίθεα ματοκυλισμένοι.
ώ συναυλία των κονταριών
αλήθεια τρισκαταραμένη! |
840 |
ἐξέπραξεν, οὐδ᾽ ἀπεῖπεν
πατρόθεν εὐκταία φάτις·
βουλαὶ δ᾽ ἄπιστοι Λαΐου διήρκεσαν.
μέριμνα δ᾽ ἀμφὶ πτόλιν·
θέσφατ᾽ οὐκ ἀμβλύνεται. |
Ηρθ’ ως το τέλος ουδ’ απόστασε
η ευχή απ’ το στόμα του πατέρα
κι η γνώμη του Λαΐου η ανυπάκουη
βάσταξε ως πέρα.
Μια έγνοια την πόλη σφίγγει κι οι χρησμοί |
845 |
ἰὼ πολύστονοι, τόδ᾽
ἠργάσασθ᾽ ἄπιστον· ἦλθε δ᾽
αἰακτὰ πήματ᾽ οὐ λόγῳ. |
δε ξεθυμαίνουν. Ποιός, συφοριασμένοι
να το πιστέψη αυτό πού κάματε;
Να την, όχι με λόγια, η βαρυοστέναχτη
καί μαύρη συμφορά φτασμένη. |
|
τάδ᾽ αὐτόδηλα, προῦπτος ἀγγέλου λόγος·
διπλαῖ μέριμναι, <> διδυμάνορα |
Όσα τ’ αυτιά μας άκουσαν
τα βλέπουν τώρα ζωντανά τα μάτια, ιδού τα· |
850 |
κάκ᾽ αὐτοφόνα, δίμοιρα
τέλεια τάδε πάθη. τί φῶ; |
οι δυο μας έγνοιες, συμφορές διπλές
των δυο αδερφών, πού ένας τον άλλο σκότωσε,
διπλά, σωστά σφαχτάρια ετούτα.
Και τί να πω; |
|
τί δ᾽ ἄλλο γ᾽ ἢ πόνοι πόνων
δόμων ἐφέστιοι; |
τί άλλο, η συμφορές στις συμφορές
τις άλλες των σπιτιών; |
|
ἀλλὰ γόων, ὦ φίλαι, κατ᾽ οὖρον |
Μα με τον πρίμον αγέρα, φίλες, των θρήνων |
855 |
ἐρέσσετ᾽ ἀμφὶ κρατὶ πόμπιμον χεροῖν
πίτυλον, ὃς αἰὲν δι᾽ Ἀχέροντ᾽ ἀμείβεται
τὰν ἄστολον μελάγκροκον [ναύστολον] θεωρίδα,
τὰν ἀστιβῆ Ἀπόλλωνι, τὰν ἀνάλιον |
στίς κεφαλές σας λάμνετε γύρω
κουπιά τα χέρια σας για την πομπή,
πού πάντ’ ανάμεσ’ απ’ τον Αχέροντα
τη βαρεία βάρκα ξεπροβοδεί
με τα κατάμαυρα τα πανιά
ως την ανήλιαγη, πού δεν την πάτησε ποτέ ο Απόλλωνας, |
860 |
πάνδοκον εἰς ἀφανῆ τε χέρσον. |
την παντοδόχα σκοτεινή οχτιά. |
|
ἀλλὰ γὰρ ἥκουσ᾽ αἵδ᾽ ἐπὶ πρᾶγος
πικρὸν Ἀντιγόνη τ᾽ ἠδ᾽ Ἰσμήνη,
θρῆνον ἀδελφοῖν· οὐκ ἀμφιβόλως
οἶμαί σφ᾽ ἐρατῶν ἐκ βαθυκόλπων |
[Μά για χρέος πικρό να τις πόρχουνται
η Αντιγόνη κι η Ισμήνη, να κλάψουνε
τους νεκρούς αδερφούς τωνε·
Δίχως άλλο απ’ τα ωραία, στοχάζομαι, |
865 |
στηθέων ἥσειν ἄλγος ἐπάξιον.
ἡμᾶς δὲ δίκη πρότερον φήμης
τὸν δυσκέλαδόν θ᾽ ὕμνον Ἐρινύος
ἰαχεῖν Ἀίδα τ᾽ |
καί βαθύκολπα στήθια θα χύσουνε
της καρδιάς τωνε δίκιο τον πόνο.
Μα εμείς πρέπει, πριν πιάσουν το θρήνο τους,
το στριγγόφωνον ύμνο να σκούξωμε
των Ερινύων κι από πάνω να ψάλωμε |
870 |
ἐχθρὸν παιᾶν᾽ ἐπιμέλπειν. |
τον κακόσυρτο του Άδη παιάνα. |
|
ἰώ, δυσαδελφόταται πασῶν ὁπόσαι
στρόφον ἐσθῆσιν περιβάλλονται,
κλαίω, στένομαι, καὶ δόλος οὐδεὶς
μὴ ᾽κ φρενὸς ὀρθῶς με λιγαίνειν. |
Ωχ ωϊμέ!
Ωϊμέ σείς αδερφές οι πιο δύστυχες
μέσα σ’ όλες εκείνες πού δένουνε
ζώστρα γύρω στη μέση τους,
κλαίω στενάζω και μ’ όχι καμώματα
απ’ τα βάθη σπαράζω της ψυχής μου.] |
875 |
ἰὼ ἰὼ δύσφρονες,
φίλων ἄπιστοι καὶ κακῶν ἀτρύμονες,
δόμους πατρῴους ἑλόντες
μέλεοι σὺν αἰχμᾷ.
μέλεοι δῆθ᾽ οἳ μελέους θανάτους |
Ωϊμένα ωϊμέ κακόγνωμοι
στους φίλους ανυπάκουοι
στίς συμφορές αχόρταγοι,
τα πατρικά τα σπίτια σας
πήγατε καί ρημάξατε,
άθλιοι, με την αμάχη σας.
— Άθλιοι απ’ αλήθεια, πού ηύρανε
καί θάνατο αθλιώτατο |
880 |
εὕροντο δόμων ἐπὶ λύμῃ. |
για ντροπή τω σπιτιώ τους. |
|
ἰὼ ἰὼ δωμάτων
ἐρειψίτοιχοι καὶ πικρὰς μοναρχίας
ἰδόντες, ἤδη διήλλαχθε |
Τους τοίχους των γκρεμνίσετε,
αλλοίμονο, μονάχοι σας
καί μοναρχίες είδετε
πικρές πολύ ο καθένας σας· |
885 |
σὺν σιδάρῳ.
κάρτα δ᾽ ἀληθῆ πατρὸς Οἰδιπόδα
πότνι᾽ Ἐρινὺς ἐπέκρανεν. |
τώρα συμβιβαστήκατε
με σίδερο στο χέρι.
— Κι αληθινή βγήκε πολύ
του Οιδίποδα πατέρα των
η φοβερή Ερινύα. |
|
δι᾽ εὐωνύμων τετυμμένοι,
τετυμμένοι δῆθ᾽, |
Απ’ τα ζερβά τρυπημένοι
αλήθεια, ναι, τρυπημένοι |
890 |
ὁμοσπλάγχνων τε πλευρωμάτων
* |
κι ομόσπλαχνα πλευρά. |
892 |
αἰαῖ δαιμόνιοι,
αἰαῖ δ᾽ ἀντιφόνων
θανάτων ἀραί. |
Αλλοί, δυστυχισμένοι,
αλλοί καί στίς κατάρες,
πού φέραν την αντίφονη στους δυο τη συμφορά. |
895 |
διανταίαν λέγεις [πλαγὰν] δόμοισι καὶ
σώμασιν πεπλαγμένους, [ἐννέπω]
ἀναυδάτῳ μένει
ἀραίῳ τ᾽ ἐκ πατρὸς
<οὐ> διχόφρονι πότμῳ. |
— Τα σπίτια τους και τα κορμιά
τους χτύπησ’ η λαβωματιά,
αυτή πού λες, πέρα για πέρα,
πού ήρθε με λύσσα ανάκουστη
και φονικιά διχογνωμία
απ’ την κατάρα του πατέρα. |
900 |
διήκει δὲ καὶ πόλιν στόνος,
στένουσι πύργοι,
στένει πέδον φίλανδρον· μένει
κτέανα δ᾽ ἐπιγόνοις,
δι᾽ ὧν αἰνομόροις, |
Βόγγος περνάει μες την πόλη,
βόγγος στους πύργους, και σ’ όλη,
πούταν δική τους τη γή·
κ’ οι απόγονοί τους τα πλούτη
θενά χαρούνε, πού τούτη |
905 |
δι᾽ ὧν νεῖκος ἔβα
[καὶ] θανάτου τέλος.
ἐμοιράσαντο δ᾽ ὀξυκάρδιοι
κτήμαθ᾽, ὥστ᾽ ἴσον λαχεῖν.
διαλλακτῆρι δ᾽ οὐκ
ἀμεμφεία φίλοις, |
την άγρια φέραν αμάχη
καί του θανάτου το τέλος, αλλοί!
Μεράσανε μ’ αψιά καρδιά
το βίος των σε ίσια μερδικά
καί μοναχά οι δικοί τους
μπορεί νάχουν παράπονο
με το συμβιβαστή τους |
910 |
οὐδ᾽ ἐπίχαρις Ἄρης.
σιδαρόπλακτοι μὲν ὧδ᾽ ἔχουσιν,
σιδαρόπλακτοι δὲ τοὺς μένουσι,
τάχ᾽ ἄν τις εἴποι, τίνες;
τάφων πατρῴων λαχαί. |
τον άχαρο Άρη, το φονιά.
Έτσι όπως είναι κοίτουνται
σιδεροχτυπημένοι
καί τώρα τους προσμένει,
θενά ρωτήσης: ποιά;
η σιδεροσκαμμένη
του πατρικού των τάφου η μοιρασιά. |
915 |
ὅδ᾽ ἁμῶν μάλ᾽ ἀχέτας τοὺς
προπέμπει δαϊκτὴρ γόος
αὐτόστονος, αὐτοπήμων,
δαϊόφρων [δ᾽·], οὐ φιλογαθής, ἐτύμως
δακρυχέων ἐκ φρενός, ἃ |
Με αχό πολύ και σπαραγμό
στον πόνο και στον στεναγμό πνιγμένος
τους συνοδεύει ο θρήνος των σπιτιών
σε κάθε χαρά ξένος,
που ο μαύρος κι άραχλος πικρά
δάκρυα μας φέρνει απ’ την καρδιά μας |
920 |
κλαιομένας μου μινύθει
τοῖνδε δυοῖν ἀνάκτοιν. |
καί λυώνει η δόλια αληθινά
να κλαίη τα δυο τα βασιλόπουλα της. |
|
πάρεστι δ᾽ εἰπεῖν ἐπ᾽ ἀθλίοισιν
ὡς ἐρξάτην πολλὰ μὲν πολίτας,
ξένων τε πάντων στίχας |
Μα για τους άθλιους με το δίκιο μου να πω
το πολύ πόκαμαν κακό
καί στους δικούς των πατριώτες,
καί το μεγάλο χαλασμό
πού κάμανε στον πόλεμο |
925 |
πολυφθόρους ἐν δαΐ.
δυσδαίμων σφιν ἁ τεκοῦσα
πρὸ πασᾶν γυναικῶν ὁπόσαι
τεκνογόνοι κέκληνται.
παῖδα τὸν αὑτᾶς πόσιν αὑτᾷ θεμένα |
καί στους εξωφερμένους στρατιώτες.
Άχ μέσα σ’ όλες πιο βαρυόμοιρη
όσες μαννάδες κράζουνται παιδιών
η μάννα πού τους εγεννούσε!
πόκαμεν άντρα το δικό της γυιό |
930 |
τούσδ᾽ ἔτεχ᾽, οἱ δ᾽ ὧδ᾽ ἐτελεύ-
τασαν ὑπ᾽ ἀλλαλοφόνοις
χερσὶν ὁμοσπόροισιν. |
για να γέννηση αυτούς τους δυό
πού τέλος τέτοιο ήταν να βρούνε,
έτσι με χέρια αδερφικά
ο ένας από τον άλλο να σφαγούνε. |
|
ὁμόσποροι δῆτα καὶ πανώλεθροι,
διατομαῖς οὐ φίλοις, |
Αλήθεια αδερφικά χαθήκανε
ολότελα, μαζί, ξωλοθρεμένοι
μ’ άγρια στη μέση μερασιά |
935 |
ἔριδι μαινομένᾳ,
νείκεος ἐν τελευτᾷ.
πέπαυται δ᾽ ἔχθος, ἐν δὲ γαίᾳ
ζόα φονορύτῳ
μέμεικται· κάρτα δ᾽ εἴσ᾽ ὅμαιμοι. |
καί λύσσα στη συνερισιά,
πούναι πια τώρα τελειωμένη.
Κ’ ή έχτρα τους έπαψε· στα χώματα
με το διπλό τους φόνο ποτισμένα
οι ζωές των σμίξανε μαζί
κ’ είν’ απ’ αλήθεια οι δυο τους ένα αίμα. |
940 |
πικρὸς λυτὴρ νεικέων ὁ πόντιος
ξεῖνος ἐκ πυρὸς συθεὶς
θακτὸς σίδαρος· πικρὸς δὲ χρημάτων
κακὸς δατητὰς Ἄρης ἀρὰν πατρῴ-
αν τιθεὶς ἀλαθῆ. |
Πικρός στις διαφορές ξεδιαλυτής
το σίδερο, ο περατινός ο ξένος,
που απ’ τη φωτιάν εβγήκε ατσαλωμένος,
πικρός κι ο Άρης κακομοιραστής
στα υπάρχοντα τους, πόχει βγάλει πέρα
στ’ αλήθεια την κατάρα του πατέρα. |
945 |
ἔχουσι μοῖραν λαχόντες οἱ μέλεοι
διοδότων ἀχθέων·
ὑπὸ δὲ σώματι γᾶς
πλοῦτος ἄβυσσος ἔσται.
ἰὼ πολλοῖς ἐπανθίσαντες |
Απ’ τις θεόσταλτες οι μαύροι συμφορές
τον κλήρο του ο καθένας έχει πάρη
και τώρα κάτω από τη γη,
πού τα κορμιά τους θα κρατή
τ’ αρίφνητο θέ νάχουνε λογάρι.
Ωϊμένα εσείς πού το στεφάνωμα |
950 |
πόνοισι γενεάν·
τελευταῖαι δ᾽ ἐπηλάλαξαν
Ἀραὶ τὸν ὀξὺν νόμον, τετραμμένου
παντρόπῳ φυγᾷ γένους.
ἕστακε δ᾽ Ἄτας τροπαῖον ἐν πύλαις, |
βάλατε στων σπιτιών τα τόσα πάθη,
ως πού στο τέλος οι Κατάρες ρέκαξαν
του θριάμβου το στριγγόφωνο τροπάρι,
ενώ η γενιά σας τ’ ασταμάτηγο
πήρε φευγιό καί πάει.
Στις πύλες μπρος πού μακελλεύονταν |
955 |
ἐν αἷς ἐθείνοντο, καὶ δυοῖν κρα-
τήσας ἔληξε δαίμων. |
το τρόπαιο τώρα υψώνεται της Άτης
και μόνο αφού τους δυο τους δάμασεν
έπαψε η Μοίρα τα χτυπήματα της. |
|
Ἀντιγόνη
παισθεὶς ἔπαισας. |
ΗΜΙΧΟΡΙΟ Α’
Πληγήν έδωσες, πληγήν έλαβες. |
|
Ἰσμήνη
σὺ δ᾽ ἔθανες κατακτανών. |
ΗΜΙΧΟΡΙΟ Β’
Τονέ σκότωσες και σκοτώθηκες. |
|
Ἀντιγόνη
δορὶ δ᾽ ἔκανες— |
Α’
Με κοντάρι τον σκότωσες. |
|
Ἰσμήνη
δορὶ δ᾽ ἔθανες— |
Β’
Με κοντάρι σκοτώθηκες. |
|
Ἀντιγόνη |
Α’ |
960 |
μελεοπόνος. |
Ώ κακόπραγος. |
|
Ἰσμήνη
μελεοπαθής. |
Β’
Ώ κακόπαθος. |
|
Ἀντιγόνη
ἴτω γόος. |
Α’
Χυθήτε θρήνοι μου. |
|
Ἰσμήνη
ἴτω δάκρυ. |
Β’
Χυθήτε δάκρυα μου. |
|
Ἀντιγόνη
πρόκεισαι — |
Α’
Νεκρός κοίτεσαι. |
|
Ἰσμήνη |
Β’ |
965 |
κατακτάς. |
Αφού σκότωσες. |
|
Ἀντιγόνη
ἠέ. |
Α’
Ωϊμένα μου! |
|
Ἰσμήνη
ἠέ. |
Β’
Ωϊμένα μου! |
|
Ἀντιγόνη
μαίνεται γόοισι φρήν. |
Α’
Σαλεύει ο νους μου απ’ το κακό |
|
Ἰσμήνη
ἐντὸς δὲ καρδία στένει. |
Β’
Βαθειά από την καρδιά βογγώ. |
|
Ἀντιγόνη
ἰὼ ἰὼ πάνδυρτε σύ. |
Α’
Ώ πολυθρήνητέ μου, εσύ. |
|
Ἰσμήνη |
Β’ |
970 |
σὺ δ᾽ αὖτε καὶ πανάθλιε. |
Πάλι τρισάμοιρε καί συ. |
|
Ἀντιγόνη
πρὸς φίλου [γ᾽·] ἔφθισο. |
Α’
Σκοτώθηκες από δικό σου. |
|
Ἰσμήνη
καὶ φίλον ἔκτανες. |
Β’
Καί πάλι σκότωσες δικό σου. |
|
Ἀντιγόνη
διπλᾶ λέγειν— |
Α’
Διπλά να πής. |
|
Ἰσμήνη
διπλᾶ δ᾽ ὁρᾶν— |
Β’
Διπλά να δής. |
|
Ἀντιγόνη |
Α’ |
975 |
ἄχθεα τῶνδε τάδ᾽ ἐγγύθεν. |
Διπλές που στέκουν συμφορές |
|
Ἰσμήνη
πέλας ἀδελφέ᾽ ἀδελφεῶν. |
Β’
Αδερφικές τις αδερφές. |
|
Χορός
ἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογερά,
πότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιά,
μέλαιν᾽ Ἐρινύς, ἦ μεγασθενής τις εἶ. |
Α’ Β’
Ώ μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρών
καί σεβαστή του Οιδίποδα σκιά
τρανή σου, αλήθεια, η δύναμη,
μαύρη Ερινύα. |
|
Ἀντιγόνη |
Α’ |
980 |
ἠέ. |
Ωϊμένα μου! |
|
Ἰσμήνη
ἠέ. |
Β’
Ωϊμένα μου! |
|
Ἀντιγόνη
δυσθέατα πήματα — |
Α’
Συμφορές κακοθώρητες |
|
Ἰσμήνη
ἔδειξεν ἐκ φυγᾶς ἐμοί. |
Β’
Ήρθε πίσω καί μούφερε. |
|
Ἀντιγόνη
οὐδ᾽ ἵκεθ᾽ ὡς κατέκτανεν. |
Α’
Μα δεν ήρθε, κι αν σκότωσε |
|
Ἰσμήνη
σωθεὶς δὲ πνεῦμ᾽ ἀπώλεσεν. |
Β’
Τη ζωή μόνο πόχασε. |
|
Ἀντιγόνη |
Α’ |
985 |
ὤλεσε δῆτ᾽ <ἄγαν>. |
Την έχασεν αλήθεια αυτός |
|
Ἰσμήνη
καὶ τὸν ἐνόσφισεν. |
Β’
Καί τηνέ στέρησε κι αυτού |
|
Ἀντιγόνη
τάλαν γένος. |
Α’
Αλλοί, βαριόμοιρη γενιά |
|
Ἰσμήνη
τάλαν πάθος. |
Β’
Αλλοί, τρισάθλια συμφορά |
|
Ἀντιγόνη
δύστονα κήδε᾽ ὁμαίμονα. |
Α’
Δίπονα πάθη αδερφικά |
|
Ἰσμήνη |
Β’ |
990 |
δίυγρα τριπάλτων πημάτων. |
Φριχτά που επλάκωσαν κακά. |
|
Χορός
ἰὼ Μοῖρα βαρυδότειρα μογερά,
πότνιά τ᾽ Οἰδίπου σκιά,
μέλαιν᾽ Ἐρινύς, ἦ μεγασθενής τις εἶ. |
Α’ Β’
Ώ Μοίρα μεγαλόδωρη πόνων πικρών
καί σεβαστή του Οιδίποδα σκιά,
τρανή σου αλήθεια η δύναμη,
μαύρη Ερινύα. |
|
Ἀντιγόνη
σὺ τοί νιν οἶσθα διαπερῶν— |
Α’
Δοκίμασες κι έχεις να πής. |
|
Ἰσμήνη |
Β’ |
995 |
σὺ δ᾽ οὐδὲν ὕστερος μαθών— |
Πίσω δεν έμεινες καί συ. |
|
Ἀντιγόνη
ἐπεὶ κατῆλθες ἐς πόλιν, |
Α’
Αφού στην πόλη γύρισες |
|
Ἰσμήνη
δορός γε τῷδ᾽ ἀντηρέτας. |
Β’
Του κονταριού του αντίμαχος. |
|
Ἀντιγόνη
ὀλοὰ λέγειν. |
Α’
Φριχτά να πής. |
|
Ἰσμήνη
ὀλοὰ δ᾽ ὁρᾶν. |
Β’
Φριχτά να δής. |
|
Ἀντιγόνη |
Α’ |
1000 |
ἰὼ πόνος— |
Ωϊμέ κακά. |
|
Ἰσμήνη
ἰὼ κακά— |
Β’
Ωϊμέ δεινά. |
|
Ἀντιγόνη
δώμασι καὶ χθονί. |
Α’
Στα σπίτια και στη χώρα μας |
|
Ἰσμήνη
πρὸ πάντων δ᾽ ἐμοί. |
Β’
Κι ακόμη πιότερο σε με. |
|
Ἀντιγόνη
καὶ τὸ πρόσω γ᾽ ἐμοί. |
Α’
Και σε με περισσότερο. |
|
Ἰσμήνη |
Β’ |
1005 |
ἰὼ ἰὼ δυστόνων κακῶν, ἄναξ. |
Αλλοί κι αλλοί σου, βασιλιά, στις συμφορές. |
|
Ἀντιγόνη
ἰὼ πάντων πολυστονώτατοι. |
Α’
Αλλοί καί συ, πολύκλαυτε χίλιες φορές. |
|
Ἰσμήνη
ἰὼ ἰὼ δαιμονῶντες ἄτᾳ. |
Β’
Ωϊμέ, που ετυφλωθήκετε απ’ των θεών τη βλάβη. |
|
Ἀντιγόνη
ἰὼ ἰώ, ποῦ σφε θήσομεν χθονός; |
Α’
Ωϊμένα τα κορμάκια σας ποιος τόπος γης θα λάβη. |
|
Ἰσμήνη
ἰώ, ὅπου <᾽στι> τιμιώτατον. |
Β’
Σε πιο θενά τα θάψωμε χώμα πιο τιμημένο; |
|
Ἀντιγόνη |
Α’ |
1010 |
ἰὼ ἰώ, πῆμα πατρὶ πάρευνον. |
Ω μνήμα, στού πατέρα σας το πλάϊ ετοιμασμένο! |
ἔξοδος
|
|
|
|
Κῆρυξ
δοκοῦντα καὶ δόξαντ᾽ ἀπαγγέλλειν με χρὴ
δήμου προβούλοις τῆσδε Καδμείας πόλεως·
Ἐτεοκλέα μὲν τόνδ᾽ ἐπ᾽ εὐνοίᾳ χθονὸς
θάπτειν ἔδοξε γῆς φίλαις κατασκαφαῖς· |
ΚΗΡΥΚΑΣ
Να σας πω πρέπει, τι έκριναν κι αποφασίζουν
οι πρόκριτοι αυτής της πολιτείας του Κάδμου:
Αυτός ο Ετεοκλής, για όλη την τόση αγάπη
πόδειξε στην πατρίδα μας, αποφασίζουν
ταφή να λάβη μ’ όλες τίς τιμές στη γη της. |
1015 |
στυγῶν γὰρ ἐχθροὺς θάνατον εἵλετ᾽ ἐν πόλει
ἱερῶν πατρῴων δ᾽ ὅσιος ὢν μομφῆς ἄτερ
τέθνηκεν οὗπερ τοῖς νέοις θνῄσκειν καλόν.
οὕτω μὲν ἀμφὶ τοῦδ᾽ ἐπέσταλται λέγειν·
τούτου δ᾽ ἀδελφὸν τόνδε Πολυνείκους νεκρὸν |
γιατί αποκρούοντας τους εχθρούς, νεκρός να πέση
στην πατρίδα του θέλησε· καί στων θεών μας
πιστός τους άγιους τους ναούς, δίχως ψεγάδι,
το θάνατο, πού για τους νέους αξίζει, βρήκε.
Αυτή ‘ναι πού έχω η προσταγή να λέω για τούτον.
Μα όσο γι’ αυτόν, τον αδερφό του Πολυνείκη, |
1020 |
ἔξω βαλεῖν ἄθαπτον, ἁρπαγὴν κυσίν,
ὡς ὄντ᾽ ἀναστατῆρα Καδμείων χθονός,
εἰ μὴ θεῶν τις ἐμποδὼν ἔστη δορὶ
τῷ τοῦδ᾽·. ἄγος δὲ καὶ θανὼ κεκτήσεται
θεῶν πατρῴων, οὓς ἀτιμάσας ὅδε |
άταφος έξω θα ριχτή θροφή στους σκύλους,
γιατ’ ήθελε τη χώρα των Καδμείων ρημάξη,
ά δε στεκόταν στο κοντάρι εμπρός του εμπόδιο
κάποιος θεός· μα καί νεκρός θάχη το κρίμα
στους θεούς των πατέρων μας, πού έχει ατιμάσει |
1025 |
στράτευμ᾽ ἐπακτὸν ἐμβαλὼν ᾕρει πόλιν.
οὕτω πετηνῶν τόνδ᾽ ὑπ᾽ οἰωνῶν δοκεῖ
ταφέντ᾽ ἀτίμως τοὐπιτίμιον λαβεῖν,
καὶ μήθ᾽ ὁμαρτεῖν τυμβοχόα χειρώματα
μήτ᾽ ὀξυμόλποις προσσέβειν οἰμώγμασιν, |
φέρνοντας ξένο στράτευμα να καταχτήση
την πόλη τους· κι έτσι λοιπόν είν’ ωρισμένο
άξια να λάβη επίχειρα κι άτιμο τάφο
απ’ τα όρνια μόνο τ’ ουρανού, δίχως κανένα
χέρι ακλουθόντας να του ρίξη χώμα επάνω, |
1030 |
ἄτιμον εἶναι δ᾽ ἐκφορᾶς φίλων ὕπο.
τοιαῦτ᾽ ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει. |
δίχως να τιμηθή με οξύβοα μοιρολόγια,
μηδέ φίλοι το ξόδι του να συνοδέψουν.
Τέτοια αυτή η νέα αρχή της Θήβας έχει ορίσει. |
|
Ἀντιγόνη
ἐγὼ δὲ Καδμείων γε προστάταις λέγω·
ἢν μή τις ἄλλος τόνδε συνθάπτειν θέλῃ,
ἐγώ σφε θάψω κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ |
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Μα κ’ εγώ λέω σ’ αυτούς τους άρχοντες της Θήβας:
κι αν δε βρεθή κανείς μαζί μου να τον θάψη,
πάνω μου εγώ τον κίντυνο μόνη θα πάρω |
1035 |
θάψασ᾽ ἀδελφὸν τὸν ἐμόν, οὐδ᾽ αἰσχύνομαι
ἔχουσ᾽ ἄπιστον τήνδ᾽ ἀναρχίαν πόλει.
δεινὸν τὸ κοινὸν σπλάγχνον, οὗ πεφύκαμεν,
μητρὸς ταλαίνης κἀπὸ δυστήνου πατρός.
τοιγὰρ θέλουσ᾽ ἄκοντι κοινώνει κακῶν |
τον αδερφό μου θάβοντας· κι ούτε ντροπή μου
τόχω να δείξω αντάρτισσα γνώμη στη πόλη.
Πολύ ισχυρός δεσμός το κοινό σπλάχνο, απ’ όπου
έχομε γεννηθή, τέκνα μιανής μητέρας
δυστυχισμένης κι ενός άμοιρου πατέρα.
Λοιπόν, ψυχή μου, θέλοντας στ’ αθέλητά του |
1040 |
ψυχή, θανόντι ζῶσα συγγόνῳ φρενί.
τούτου δὲ σάρκας οὐδὲ κοιλογάστορες
λύκοι σπάσονται· μὴ δοκησάτω τινί.
τάφον γὰρ αὐτῷ καὶ κατασκαφὰς ἐγώ,
γυνή περ οὖσα, τῷδε μηχανήσομαι, |
πάρε μέρος κακά καί, ζωντανή εσύ, δείξε
όλη σου την καρδιά αδερφής στον πεθαμένο.
Όχι, δε θα γευτούν οι λιμάντεροι λύκοι
τίς σάρκες του· κανείς στο νου του ας μην το βάλη·
εγώ τον τάφο, εγώ το λάκκο να του σκάψω, |
1045 |
κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματος.
καὐτὴ καλύψω, μηδέ τῳ δόξῃ πάλιν·
θάρσει, παρέσται μηχανὴ δραστήριος. |
αν και γυναίκα, θα βρω τρόπο και θα φέρω
στού βύσσινου του πέπλου μου τον κόρφο χώμα
να τον σκεπάσω, καί μην πής αλλοιώς πώς θάναι·
τρόπο θα βρή το θάρρος μου για να το πράξη. |
|
Κῆρυξ
αὐδῶ πόλιν σε μὴ βιάζεσθαι τάδε. |
ΚΗΡΥΚΑΣ
Μη θες στην πόλη ενάντια, σου λέω, να κάμης. |
|
Ἀντιγόνη
αὐδῶ σὲ μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί. |
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Σε με τα περιττά σου λέω κι εγώ μην κρίνης. |
|
Κῆρυξ |
ΚΗΡΥΚΑΣ |
1050 |
τραχύς γε μέντοι δῆμος ἐκφυγὼν κακά. |
Σκληρός ο λαός, μια πού απ’ τον κίντυνο γλυτώση. |
|
Ἀντιγόνη
τράχυν᾽· ἄθαπτος δ᾽ οὗτος οὐ γενήσεται. |
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Σκλήριζε, μα όμως άταφος αυτός δε μένει. |
|
Κῆρυξ
ἀλλ᾽ ὃν πόλις στυγεῖ, σὺ τιμήσεις τάφῳ; |
ΚΗΡΥΚΑΣ
Εχθρό της χώρας θα τιμήσης συ με τάφο; |
|
Ἀντιγόνη
ἤδη τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς. |
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Έκαμαν πια οι θεοί την κρίση τους για τούτον. |
|
Κῆρυξ
οὔ, πρίν γε χώραν τήνδε κινδύνῳ βαλεῖν. |
ΚΗΡΥΚΑΣ
Όχι όμως πριν τη χώρα του φέρη άνω κάτω. |
|
Ἀντιγόνη |
ΑΝΤΙΓΟΝΗ |
1055 |
παθὼν κακῶς κακοῖσιν ἀντημείβετο. |
Το άδικο θέλησε με άδικο να πληρώση. |
|
Κῆρυξ
ἀλλ᾽ εἰς ἅπαντας ἀνθ᾽ ἑνὸς τόδ᾽ ἔργον ἦν. |
ΚΗΡΥΚΑΣ
Μα ενάντια σ’ όλους στράφηκε αντίς στον ένα. |
|
Ἀντιγόνη
ἔρις περαίνει μῦθον ὑστάτη θεῶν.
ἐγὼ δὲ θάψω τόνδε· μὴ μακρηγόρει. |
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Στερνή από τους θεούς το λόγο κλείνει η Ερις·
μα εγώ θα θάψω αυτόν κι άλλα μη χάνης λόγια. |
|
Κῆρυξ
ἀλλ᾽ αὐτόβουλος ἴσθ᾽, ἀπεννέπω δ᾽ ἐγώ. |
ΚΗΡΥΚΑΣ
Κάμε του κεφαλιού σου· εγώ – είπα κι απόειπα |
|
Χορός
φεῦ φεῦ. |
ΧΟΡΟΣ
Ώχ, αλοίμον’ αλλοίμονο! |
1060 |
ὦ μεγάλαυχοι καὶ φθερσιγενεῖς
Κῆρες Ἐρινύες, αἵτ᾽ Οἰδιπόδα
γένος ὠλέσατε πρυμνόθεν οὕτως,
τί πάθω; τί δὲ δρῶ ; τί δὲ μήσωμαι;
πῶς τολμήσω μήτε σὲ κλαίειν |
Των σπιτιών καταλύτρες αγέρωχες
Ερινύες του ολέθρου, που πρόρριζα
και το γένος του Οιδίπου αφανίσατε,
τί να πω; τί να κάμω; και τί να σκεφτώ;
πώς μπορώ να σ’ αφήσω έτσι άκλαυτο |
1065 |
μήτε προπέμπειν ἐπὶ τύμβον ·
ἀλλὰ φοβοῦμαι κἀποτρέπομαι
δεῖμα πολιτῶν.
σύ γε μὴν πολλῶν πενθητήρων
τεύξει· κεῖνος δ᾽ ὁ τάλας ἄγοος |
καί να μη σου ακλουθήσω το ξόδι;
Όμως τρέμω κι ο φόβος της χώρας
μου να τραβιούμαι με κάνει.
Κι έτσι εσένα πολλά θα σε κλάψουνε
μοιρολόγια, μα εκείνος αθρήνητος |
1070 |
μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆς
εἶσιν· τίς ἂν οὖν τὰ πίθοιτο; |
καί με μιας αδερφής μόνο κλάψιμο
– ποιος το πίστευε; – ο άθλιος θα πάη. |
|
Ἡμιχόριον Α
δράτω <τι> πόλις καὶ μὴ δράτω
τοὺς κλαίοντας Πολυνείκη.
ἡμεῖς μὲν ἴμεν καὶ συνθάψομεν |
ΗΜΙΧΟΡΙΟ Α’
Ό,τι νάθελε η πόλη ας τους έκανε
το νεκρό Πολυνείκη όσοι κλάψουνε,
μα εμείς όμως μαζί να τον θάψωμε |
1075 |
αἵδε προπομποί. καὶ γὰρ γενεᾷ
κοινὸν τόδ᾽ ἄχος, καὶ πόλις ἄλλως
ἄλλοτ᾽ ἐπαινεῖ τὰ δίκαια. |
συνοδεία θέ να πάμε στο ξόδι του.
γιατί αυτό πένθος είναι για ολόκληρη
τη γενιά· ενώ η πόλη μιά έτσι μιά αλλοιώς
παραδέχεται πάντα το δίκιο. |
|
Ἡμιχόριον Β
ἡμεῖς δ᾽ ἅμα τῷδ᾽, ὥσπερ τε πόλις
καὶ τὸ δίκαιον ξυνεπαινεῖ. |
ΗΜΙΧΟΡΙΟ Β’
Μα εμείς πάμε μ’ αυτόν, όπως σύμφωνα
το απαιτεί καί το δίκιο κ’ η πόλη. |
1080 |
μετὰ γὰρ μάκαρας καὶ Διὸς ἰσχὺν
ὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλιν
μὴ ᾽νατραπῆναι μηδ᾽ ἀλλοδαπῷ
κύματι φωτῶν
κατακλυσθῆναι τὰ μάλιστα. |
Γιατί πρώτα οι θεοί οι παντοδύναμοι
κι αυτός έπειτα πιότερο βοήθησε
των Καδμείων την πόλη,
να μην πάη άνω κάτω και σύψυχη
απ’ των ξένων το κύμα βουλιάξη]. |
|