Αναφορικές ονοματικές

Τι είναι οι αναφορικές προτάσεις:

Είναι οι δευτερεύουσες προτάσεις που αναφέρονται (αποδίδονται) σε έναν όρο μιας άλλης πρότασης, συνήθως ουσιαστικό, επίθετο, αντωνυμία ή επίρρημα

ΔΙΑΚΡΙΝΟΝΤΑΙ

α. αναφορικές ονοματικές, προσδιοριστικές ή επεξηγηματικές που λειτουργούν συντακτικά ως υποκείμενο, αντικείμενο, κατηγορούμενο, επεξήγηση, παράθεση, επιθετικός προσδιορισμός ή ετερόπτωτος προσδιορισμός.

Πώς εισάγονται:

Με μία από τις αναφορικές αντωνυμίες 

ὅς, ἥ, ὅ (ο οποίος, που)

ὅσπερ, ἥπερ, ὅπερ (ο οποίος ακριβώς)

ὅστις, ἥτις, ὅτι (όποιος, ο οποίος)

ὁπότερος, ὁποτέρα, ὁπότερον (όποιος από τους δύο)

ὅσος, ὅση, ὅσον (όσος)

οἷος, οἷα, οἷον (τέτοιος που)

ὁποῖος, ὁποῖα, ὁποῖον (όποιας λογής)

ἡλίκος, ἡλίκη, ἡλίκον (όσο μεγάλος)

ὁπηλίκος, ὁπηλίκη, ὁπηλίκον (όσο μεγάλος)

ὁποδαπός, ὁποδαπή, ὁποδαπόν (από τον τόπο που)

Παραδείγματα:

  1. Ἔστι Δίκης ὀφθαλμός, ὅς τά πάντα ὁρᾷ. 
  2. Ἦν τις Φιλλίδας, ὅς ἐγραμάτευσεν τοῖς πολεμάρχοις.  
  3. Οὐ πράττομεν ταῦτα, ἅ μή ἐπιστάμεθα.  
  4. Ὅ σύ μισεῖς, ἑτέρῳ μή ποήσῃς .     
  5. Δῆλον ἐστιν ὅτι οὐκ ἄν προύλεγεν εἰ μή ἐπίστευεν ἀληθεύσειν.        
  6. Οὗτός ἐστιν ὅς ἀπέκτεινε τούς στρατηγούς.                    
  7. Ὦ Κλέαρχε, ἀπόφηναι γνώμην, ὅ,τι σοι δοκεῖ.   
  8. Διαφθαρεῖται τόν δῆμον, ὅς οὐ μετέχεσχε τῆς ἀποστάσεως.    
  9. Οὐδεμία πάρεστιν ἅς ἥκειν ἐχρῆν.           
  10. Ἔλεγεν ὅτι ἀδικοῖεν.  

 

Πίνακας δευτερευουσών ονοματικών προτάσειων

EΙΔΟΣ

ΕΞΑΡΤΩΝΤΑΙ

ΕΙΣΑΓΟΝΤΑΙ

ΜΕ

ΕΚΦΕΡΟΝΤΑΙ

ΜΕ

ΧΡΗΣΙΜΕΥΟΥΝ

ΩΣ

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ

 

 

ΕΙΔΙΚΕΣ

 

κρίσεως

 

από ρήματα

λεκτικά (όχι το φημί)

δεικτικά

γνωστικά

αισθητικά

 

 

τι  (αντικ.         γνώμη)

ὡς  (υποκ.       γνώμη) 

 

οριστική

δυν. οριστική

δυν. ευκτική

ευκτική πλαγίου

λόγου

 

υποκείμενο

 

αντικείμενο

 

επεξήγηση

Δῆλόν ἐστί ὅτι ἐγγύς ἦν βασιλεύς.

 

Λέγει ὡς ὑβριστής εἰμί.

 

Ταῦτα λέγω, ὡς τό παράπαν οὐ νομίζεις

θεούς.

Κῦρος ἔλεγεν ὅτι ἡ ὁδός ἔσοιτο πρός βασιλέα.

 

 

 

ΕΝΔΟΙΑΣΤΙΚΕΣ

 

κυρίως

επιθυμίας

 

από ρήματα

που δηλώνουν

 

φόβο

κίνδυνο

προσοχή

υποψία

δισταγμό

 

μή

(μήπως   γίνει…)

 

μή ο

(μήπως δεν

γίνει…)

σπν. πως μή

(=μήπως)

υποτακτική

οριστ. μέλλοντα

φόβος προς-

δοκώμενος

οριστική     φόβος

πραγματικός

δυν.ευκτ.   φόβος

αβέβαιος

ευκτική πλαγίου   λόγου

 

υποκείμενο

 

αντικείμενο

 

επεξήγηση

 

Κίνδυνός ἐστι μή οὐ δυνηθῶ δηλῶσαι ταῦτα.

 

Φοβεῖται μή τά ἔσχατα πάθῃ.

 

Δέδοικα μή οὐκ ἔχω ταύτην τήν σοφίαν.

 

Δέδοικα ὅπως μή μοι λίαν φανῆς σοφή.

 

 

 

 

 

ΠΛΑΓΙΕΣ ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΕΣ

 

κρίσεως ή

επιθυμίας

 

από ρήματα

λεκτικά

δεικτικά

γνωστικά

που δηλώνουν

θαυμασμό

απορία

απόπειρα

προσοχή

σκέψη

επιμέλεια  (όπως +

μέλλοντας)

οριστ ή ευκτ.

Α. Ολικής αγνοίας

1. Μονομελείς:

       ε

    (σπν. ἐάν, ἄν, ἤν)

2, Διμελείς

   ε …ἤ

πότερον …

   πότερα …

   εἴτε …εἴτε

Β. Μερικής αγνοίας

ερωτ. αντων. ή επίρρ.

 

αναφ. αντων. ή επίρρ.

Αν είναι κρίσεως :

οριστική

δυν. οριστική

    δυν. Ευκτική

 

Αν είναι επιθυμίας : υποτακτική απορη

          ματική

οριστική μέλλοντα

 

κυρίως:

   ευκτική  πλ.     

λόγου

 

 

υποκείμενο

 

αντικείμενο

 

επεξήγηση

1.       Από τούτου γενήσεται  φανερόν τίς   .

αἴτιός εστιν.

 

2.       Κῦρος ἤρετο τίς ὁ θόρυβος εἴη.

 

3.       Τοῦτο δεῖ σκοπεῖν, εἰ δίκαια λέγει ἤ μή.

 

4.       Ἐβουλεύοντο οἱ Πλαταιεῖς εἴτε κατακαύσωσιν αυτούς εἴτε τί ἄλλο χρήσωνται.

 

 

5.     Κῦρος ἐπεμέλετο ὅπως οἱ δουλεύοντες μή ἄσιτοι ἔσοιντο.

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΕΣ

Αφήστε μια απάντηση

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση