Καλήν ἐσπέραν ἄρχοντες

Άλλο ένα ταξίδι θα κάνουμε στη Σμύρνη, πριν το 1922. Εκεί, στις παραμονές Χριστουγέννων, όπου όλα τα σπίτια από τα μικρότερα ως τα μεγάλα αρχοντικά, έλαμπαν από πάστρα, μοσχομύριζαν κανέλα, γαρύφαλλο και λογής λογής μπαχάρια. Οι νοικοκυρές, πηγαινοέρχονταν στους μαχαλάδες, φουριόζες και χαμογελαστές. Κουβαλούσαν τις λαμαρίνες τους με τα φοινίκια, τους κουραμπιέδες, τα σαραγλί, τα σεκέρ, τους μπακλαβάδες…

Το απόγευμα, της παραμονής Χριστουγέννων έβγαιναν τα παιδιά από τα σπίτια, να τραγουδήσουν τα κάλαντα, με τα τριγωνάκια τους και τα τουμπελέκια, τα σήμαντρα και τα φαναράκια. Τα πιο μεγάλα κρατούσαν καραβάκι φωτισμένο. Όλοι το ‘χαν για καλό να τους λένε τα κάλαντα έναν γκερεμέ (συνεχώς). Ο νοικοκύρης, τους έδινε μπαξίσι κι οι νοικοκυρές τα φίλευαν γλυκίσματα λογιών λογιών. Μα δεν τα έτρωγαν. Τα μάζευαν σε μια καλαθιέρα γιατί όλα τους θα πήγαιναν να μεταλάβουν, την επομένη το πρωί.

Ανήμερα Χριστούγεννα, αξημέρωτα, πήγαιναν όλοι στην εκκλησιά. Με τα καλά τους ρούχα, καθαροί σε “σώμα και ψυχή”. Μετά τη μετάληψη η μητέρα είχε έτοιμο στο σπιτικό, ένα ρακοπότηρο, κρασί μοσχάτο κι έδινε στα παιδιά, να πιούνε μια γουλιά “για να πάει η αγία κοινωνία κάτω” και συνάμα παρέγγελνε, όσο πειστικά μπορούσε: «Προσέξτε παιδιά, να μη φτύσετε καθόλου σήμερα, να μη χτυπήσετε και ματώστε και προ πάντων, να μην πείτε άσκημο λόγο. Προσέξτε! Έχετε μεταλάβει, μην το ξεχάστε!»

Το γιορτινό γεύμα ξεκινούσε με σούπα από βραστό κι ακολουθούσε το ψητό γουρουνόπουλο, σέλινο με κρέας, τουρσιά, σαρμάδες. Ο χριστουγεννιάτικος διάνος, ήθελε ολόκληρη επιστήμη για να ετοιμαστεί. Παραγεμισμένος με καβουρδισμένο κιμά και ψιλοκομμένα κρεμμυδάκια, μπόλικο μαύρο πιπεράκι καθώς και κουκουναράκια και κάστανα ψημμένα στη χόβολη του μαγκαλιού. Γύρω γύρω, ροδοκοκκινισμένες ολόκληρες πατατούλες.

Οι μέρες από τα Χριστούγεννα ίσαμε την Πρωτοχρονιά, ήτανε σωστό αναστάτωμα, για μικρούς και μεγάλους στη Σμύρνη, την αξέχαστη. Τα σχολειά κλειστά και τα σπίτια όλο ετοιμασίες. Μα, ανήμερα Πρωτοχρονιάς ήταν όλα έτοιμα! Ο νοικοκύρης του σπιτιού, κρατούσε στην τσέπη του ένα ρόδι που σα γυρνούσαν από την εκκλησιά θα το έσπαγε στην πόρτα του σπιτιού. Για το καλό του χρόνου και για πολλά μπερικέτια, όπως λέγανε. Μετά απ’ αυτό έπρεπε να μπει με το δεξί στο σπιτικό και να ευχηθεί σ’ όλη τη φαμίλια του «Καλή Χρονιά», φιλώντας έναν έναν σταυρωτά. Έπειτα, όλη η οικογένεια καθότανε με τάξη γύρω στο αηβασιλιάτικο τραπέζι. Η μητέρα θυμιάτιζε με μοσκολίβανο την πίτα κι όλους τους παρευρισκόμενους. Ο πατέρας, έκοβε τη βασιλόπιτα. Το πρώτο κομμάτι του Χριστού, της Παναγιάς και μετά κατά ηλικία, αρχίζοντας από τους παππουλήδες. Κρυμμένο, είχαν μεταλλίκι χρυσό και σ’ εκείνον που θα ‘πεφτε θα ‘φερνε μεγάλο γούρι!

Πολλές φορές τύχαινε, την ώρα που κόβανε τη βασιλόπιτα, να έρθουν τα παιδιά του μαχαλά πούνε τα κάλαντα. Το σήμαντρο χτυπούσε με τέχνη και το ντουμπελέκι κρατούσε το ίσιο. Οι παιδικές φωνές συμπλήρωναν τη χαρούμενη ατμόσφαιρα του σπιτιού και τα λόγια τους, έφερναν στον καθένα ένα καλό μήνυμα: Αρχή μηνιά κι αρχή χρονιά ψιλή μου δεντρολιβανιά κι αρχή καλός μας χρόνος εκκλησιά με τ’ άγιο θρόνος, τραγουδούσαν τα παιδόπουλα, μα τόνιζαν ιδιαίτερα τις ευχές για τον νοικοκύρη του σπιτιού, ποντάροντας σ’ ένα καλύτερο μπαξίσι!

Τα σπίτια στη Σμύρνη, ανήμερα Πρωτοχρονιά, ήταν ανοιχτά σε όλο τον κόσμο. Ακόμη κι άγνωστοι έμπαιναν, να ευχηθούν τα “έτη πολλά” κι όλοι έπρεπε να φάνε από το λευκοστρωμένο τραπέζι της σάλας, που ήταν ανοιγμένο πέρα ως πέρα. Μεγάλη τιμή για τη νοικοκυρά ήταν τα βίζιτα (επισκέψεις) να πάρουν απ’ όλα τα καλούδια που είχε φτιάξει και να τα παινέψουν. Το είχαν καμάρι οι Σμυρνιές, να ρετσιβάρουν τους μουσαφιραίους!

Στη μέση του τραπεζιού, μια μεγάλη φρουτιέρα με το “Χριστό”. Έτσι έλεγαν τα αποξηραμένα φρούτα και καρπούς που περιείχε. Και τι δεν είχε εκείνη η κρυσταλλιέρα. Ό,τι ήθελες και τραβούσε η όρεξή σου! Φουντούκια, τζίτζιφα, δαμάσκηνα, κουκουνάρια, σταφίδες, αμύγδαλα , ακόμη και κουντουρούδια. Μαζί με τούτα κι ό,τι άλλο είχε φτιάξει η χρυσοχέρα του σπιτιού. Ένα χιονισμένο από την άχνη, βουναλάκι σεκέρ λουκούμια, τα φοινίκια ποτισμένα στο μέλι. Βασιλοπιτάκια σε όλα τα σχήματα. Πάνω από όλα τα καλούδια, ήτανε η Βασιλόπιτα… “Ήβαζε ουλα τση τα δυνατά να στολίσει καλύτερα απο τσ’ άλλης την πίτα του σπιτικού της. Στη μέση ήπρεπε να μπει απαραίτητα, ο δικέφαλος αετός και γύρω γύρω μικρότερα αετουδάκια και λογιών – λογιών πλουμιά. Άστρα, πουλουδάκια και ό,τι άλλο κατέβαζε το γούστο της για να γίνει πιο όμορφη”.

Όλα τα σμυρναίικα σπιτικά, από τα πιο πλούσια ως τα πιο φτωχά, κρατούσαν τα αντέτια (έθιμα) γενιές και γενιές. Έτσι, φτάσαμε κι εμείς, να γίνουμε “μουσαφιραίοι” στα φιλόξενα και “ζεστοστολισμένα” σπίτια τους.

“Έτη πολλά”!

Κατηγορία: Χωρίς κατηγορία στο 21 Δεκεμβρίου 2017 στις 13:14 Σχόλια (1)


Τα σχόλια είναι κλειστά.

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση