Πάσχα = Σταυρός και Ανάσταση

ΣΤΑΥΡΟΣ

Η ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ

Είναι η εβδομάδα των παθών του Χριστού και ονομάζεται μεγάλη όχι επειδή έχει περισσότερες ώρες ή μέρες από τις άλλες εβδομάδες του έτους αλλά, σύμφωνα με τον άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο, επειδή «μεγάλες και απερίγραπτες υπήρξαν οι ωφέλειες που πήραμε κατ’ αυτήν την εβδομάδα. Κατ’ αυτήν την εβδομάδα τελείωσε ο πολυχρόνιος πόλεμος του ανθρώπου με το Θεό, καταργήθηκε ο θάνατος, εξαφανίσθηκε η κατάρα, διαλύθηκε η τυραννική εξουσία του Διαβόλου, τα υπάρχοντά του λεηλατήθηκαν, έγινε η συμφιλίωση του Θεού με τον άνθρωπο…
Γι’ αυτό, λοιπόν, ονομάζουμε Μεγάλη την εβδομάδα αυτή, επειδή τόσες πολλές και μεγάλες δωρεές μας χάρισε κατ’ αυτήν ο Κύριος».
(Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ομιλία  Λ΄ εις την Γένεσιν).

Κυριακή των Βαΐων
Εορτάζουμε την είσοδο του Ιησού στα Ιεροσόλυμα. «Ερχόμενος ο Κύριος προς το εκούσιον πάθος» έστειλε δυο εκ των μαθητών του και έφεραν προς αυτόν ένα μικρό γαϊδουράκι και αφού κάθισε πάνω σ’ αυτό, εισήλθε στην πόλη. Το πλήθος του λαού όταν άκουσε ότι έρχεται ο Ιησούς, πήρε στα χέρια βαΐα φοινίκων και βγήκε να τον προϋπαντήσει. Και άλλοι μεν με  τα ρούχα τους, άλλοι δε με κλαδιά από τα δένδρα, έστρωναν το δρόμο από τον οποίο θα περνούσε ο Χριστός. Και όλοι μαζί, ακόμα κι αυτά τα νήπια, φώναζαν: «Ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου, ο βασιλεύς του Ισραήλ».

Μεγάλη Δευτέρα
Θυμόμαστε: 1) Τον πάγκαλο Ιωσήφ που ήταν ο ενδέκατος υιός του Ιακώβ. Φθονήθηκε από τους αδελφούς του οι οποίοι πρώτα τον έριξαν σ’ ένα λάκκο και κατόπιν τον πούλησαν σκλάβο σε αλλόφυλους και από εκείνους  πάλι πουλήθηκε σκλάβος στην Αίγυπτο. Για τη σωφροσύνη του συκοφαντήθηκε και καταδικάσθηκε στη φυλακή. Έπειτα βγήκε με δόξα πολλή και τιμήθηκε από το Φαραώ σαν βασιλιάς. Έγινε άρχοντας όλης της Αιγύπτου. Στον καιρό της πείνας έγινε σιτοδότης όλου του λαού αλλά και των αδελφών του τους οποίους συγχώρησε και τους κάλεσε να μείνουν κοντά του. Για όλα αυτά ο Ιωσήφ θεωρείται τύπος του Χριστού  γιατί κι ο Ιησούς  έπαθε από τους ομοφύλους του Ιουδαίους  αλλά κατόπιν δοξάσθηκε με την ανάστασή Του. 2) Την άκαρπη συκιά  που καταράστηκε ο Χριστός και ξεράθηκε. Η συκιά αυτή συμβολίζει τόσο τη Συναγωγή των Εβραίων που δεν είχε πνευματικούς καρπούς, όσο και κάθε άνθρωπο που στερείται από πνευματικούς καρπούς, δηλαδή αρετές. Η εκκλησία φέρνει μπροστά μας το παράδειγμα της καταραμένης συκιάς για να μας παρακινήσει σε αγώνες πνευματικούς ώστε ν’ αποκτήσουμε αρετές και να αγιασθούμε.

Μεγάλη Τρίτη
Θυμόμαστε: 1) Την παραβολή των δέκα παρθένων και 2) Την παραβολή των ταλάντων. Με την πρώτη παραβολή η εκκλησία μας καλεί να είμαστε έτοιμοι να υποδεχθούμε, κρατώντας τις λαμπάδες των αρετών μας, τον ουράνιο Νυμφίο, τον Κύριο Ιησού, ο οποίος θα έλθει ξαφνικά, είτε ειδικά την ώρα του θανάτου μας, είτε γενικά κατά την Δεύτερη Παρουσία Του. Με τη δεύτερη παραβολή μας καλεί να αυξήσουμε τα χαρίσματα που μας έδωσε ο Θεός.

Μεγάλη Τετάρτη
Θυμόμαστε:
1) Τη μετανοημένη πόρνη γυναίκα που άλειψε με πολύτιμο μύρο τα πόδια του Ιησού ζητώντας έτσι συγχώρηση για τις αμαρτίες της. 2) Το συνέδριο του ανώτατου δικαστηρίου των Ιουδαίων με το οποίο αποφάσισαν να καταδικάσουν τον Ιησού και  3) Τα σχέδια του Ιούδα για να προδώσει τον Κύριο.

Μεγάλη Πέμπτη
Θυμόμαστε:
1) Το Χριστό που έπλυνε τα πόδια των μαθητών του για να τους διδάξει να είναι ταπεινοί. 2) Το Μυστικό Δείπνο δηλαδή την παράδοση του μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας. 3) Τη θαυμαστή προσευχή του Χριστού προς τον πατέρα Του και 4) Την προδοσία του Κυρίου από τον Ιούδα τον Ισκαριώτη.

Μεγάλη Παρασκευή
Θυμόμαστε: 1) Τα άχραντα Πάθη του Κυρίου, δηλαδή «τους εμπτυσμούς, τα ραπίσματα, τα κολαφίσματα, τας ύβρεις, τους γέλωτας, την πορφυράν χλαίναν, τον κάλαμον, τον σπόγγον, το όξος, τους ήλους, την λόγχην. και προ πάντων τον σταυρόν και τον θάνατον» και 2) Τη σωτήρια ομολογία του ληστού που σταυρώθηκε μαζί με το Χριστό.

Μεγάλο Σάββατο
Θυμόμαστε:
1) Την ταφή του Ιησού από τον Ιωσήφ και το Νικόδημο και 2) Την κάθοδο του Χριστού στον Άδη.

Όταν ο Χριστός πέθανε πάνω στο σταυρό, σαν άνθρωπος, και χωρίστηκε η Ψυχή από το Σώμα Του, τότε το μεν Σώμα Του, από το οποίο δεν χωρίστηκε η Θεότητα του Κυρίου, μπήκε στον τάφο η δε Ψυχή Του ενωμένη και αυτή με την παντοδύναμη Θεότητά Του, κατέβηκε στον Άδη, τον νίκησε και ελευθέρωσε τις ψυχές των ανθρώπων που κρατούνταν εκεί. Κατά την τρίτη ημέρα ενώθηκε πάλι η Ψυχή με το Σώμα και το Σώμα αναστήθηκε εκ νεκρών. Έτσι νικήθηκε ο Άδης και ο θάνατος. Τον Άδη νίκησε η Ψυχή του Κυρίου, το δε θάνατο το Σώμα Του, διότι και τα δυο δεν ήταν μόνα τους, αλλά ενωμένα με τη Θεότητα. Η Ψυχή αυτή και το Σώμα αυτό δεν ήταν ψυχή και σώμα ενός κοινού θνητού, αλλά Ψυχή και Σώμα του ενανθρωπίσαντος Θεού. Γι’ αυτό ούτε ο Άδης μπόρεσε να κρατήσει δέσμια την Ψυχή αυτή ούτε ο θάνατος μπόρεσε να κρατήσει και να παραδώσει στη φθορά το Σώμα αυτό.

Κυριακή του Πάσχα
Το Πάσχα είναι η «εορτή των εορτών και η πανήγυρις των πανηγύρεων». Εορτάζουμε την ανάσταση του Χριστού εκ νεκρών. Τη διάβαση από την ενοχή της αμαρτίας στη δικαίωση, από τα έργα του σκότους στην αρετή, από την κατάρα στην ευλογία, από τη φθορά στην αφθαρσία, από το θάνατο στη ζωή, από τη γη στον ουρανό.

ΤΑ ΠΑΘΗ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΥΜΝΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ

Η ΣΤΑΥΡΩΣΗ

Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου, ὁ ἐν ὕδασι τὴν γῆν κρεμάσας, Στέφανον ἐξ ἀκανθῶν περιτίθεται, ὁ τῶν Ἀγγέλων Βασιλεύς.Ψευδῆ πορφύραν περιβάλλεται, ὁ περιβάλλων τὸν οὐρανὸν ἐν νεφέλαις. Ῥάπισμα κατεδέξατο, ὁ ἐν Ἰορδάνῃ ἐλευθερώσας τὸν Ἀδάμ.Ἥλοις προσηλώθη, ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας. Λόγχῃ ἐκεντήθη, ὁ Υἱὸς τῆς Παρθένου. Προσκυνοῦμέν σου τὰ Πάθη Χριστέ. Δεῖξον ἡμῖν, καὶ τὴν ἔνδοξόν σου Ἀνάστασιν…

Ερμηνεία:
Σήμερα κρεμιέται πάνω σε ξύλο, ο Αυτός που κρέμασε την γη στα νερά. Στέφανι από αγκάθια φοράει ο Βασιλιάς των Αγγέλων.  Ψεύτικη πορφύρα ντύνεται, Αυτός που ντύνει τον ουρανό με σύννεφα.  Ράπισμα κατεδέχθη, Αυτός που ελευθέρωσε τον Αδάμ στον Ιορδάνη. Με καρφιά καρφώθηκε ο Νυμφίος της Εκκλησίας.  Με Λόγχη τρυπήθηκε ο Υιός της Παρθένου. Προσκυνούμε τα Πάθη Σου Χριστέ.  Δείξε μας και την ένδοξή Σου Ανάσταση.

Στιχηρό ιδιόμελο των Αίνων, (όρθρος Μ. Παρασκευής)

Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός, ἀτιμίαν δι’ ἡμᾶς ὑπέμεινε, τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή, ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα, αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα, τὸ στόμα τὴν ἐν ὄξει κερασθεῖσαν χολὴν τῇ γεύσει, τὰ ὦτα τὰς δυσσεβεῖς βλασφημίας. Ὁ νῶτος τὴν φραγγέλωσιν, καὶ ἡ χεὶρ τὸν κάλαμον, αἱ τοῦ ὅλου σώματος ἐκτάσεις ἐν τῷ σταυρῷ, τὰ ἄρθρα τοὺς ἥλους, καὶ ἡ πλευρὰ τὴν λόγχην. Ὁ παθὼν ὑπὲρ ἡμῶν, καὶ παθῶν ἐλευθερώσας ἡμᾶς. Ὁ συγκαταβὰς ἡμῖν φιλανθρωπίᾳ, καὶ ἀνυψώσας ἡμᾶς, παντοδύναμε Σωτήρ, ἐλέησον ἡμᾶς.

Ερμηνεία:
Κάθε μέλος του Αγίου Σου Σώματος, προσβολή υπέμεινε για εμάς, τα αγκάθια το κεφάλι,  το πρόσωπο τα φτυσίματα, τα σαγόνια τα ραπίσματα, το στόμα την με ξύδι κερασμένη χολή στην γεύση, τα αυτιά τις δυσσεβείς βλασφημίες. Η πλάτη την φραγγέλωση και το χέρι το καλάμι, Όλες οι εκτάσεις του Σώματος στον Σταυρό, τα άρθρα τα καρφιά, και η πλευρά την λόγχη. (Εσύ Κύριε) που έπαθες για εμάς και μας ελευθέρωσες από τα πάθη (μας) (Εσύ Κύριε) που συγκαταβαίνεις από φιλανθρωπία και μας ανυψώνεις, Παντοδύναμε Σωτήρα ελέησέ μας.

ΕΓΚΩΜΙΑ ΕΠΙΤΑΦΙΟΥ

ΠΡΩΤΗ ΣΤΑΣΗ

Κλικ εδώ για ν’ακούσετε τα εγκώμια της πρώτης στάσης.

Ἡ ζωὴ ἐν τάφῳ, κατετέθης Χριστέ, καὶ Ἀγγέλων στρατιαὶ ἐξεπλήττοντο, συγκατάβασιν δοξάζουσαι τὴν σήν.
Ἐσύ, Χριστέ, ποὺ εἶσαι ἡ ζωὴ τῶν πάντων, κατατέθηκες σὲ τάφο, καὶ οἱ ἐπουράνιες δυνάμεις γέμιζαν ἀπὸ ἔκπληξη, δοξάζουσαι τὴν ἄφατη ταπείνωση καὶ συγκατάβασή σου.

Ἡ ζωὴ πῶς θνήσκεις; πῶς καὶ τάφῳ οἰκεῖς; τοῦ θανάτου τὸ βασίλειον λύεις δέ, καὶ τοῦ ᾍδου τοὺς νεκροὺς ἐξανιστᾷς.
Ἐσὺ ἡ ζωοπάροχη ἀρχὴ τοῦ κόσμου, μὲ ποιό τρόπο πεθαίνεις; Πῶς κατοικεῖς σ᾿ ἕνα μικρὸ τάφο; Μὲ τὴν ἄπειρή σου δύναμη ἀφανίζεις τὸ βασίλειο τοῦ θανάτου καὶ ἀνασταίνεις τοὺς νεκροὺς ποὺ κρατοῦνταν δέσμιοι στὸν ᾅδη.

Μεγαλύνομέν σε, Ἰησοῦ Βασιλεῦ, καὶ τιμῶμεν τὴν Ταφὴν καὶ τὰ Πάθη σου· δι᾿ ὧν ἔσωσας ἡμᾶς ἐκ τῆς φθορᾶς.
Σὲ δοξάζουμε, Ἰησοῦ βασιλέα, καὶ τιμοῦμε τὴν ταφὴ καὶ τὰ ἅγια πάθη σου, γιατὶ μ᾿ αὐτὰ μᾶς λύτρωσες ἀπὸ τὴν τυραννία τῆς φθορᾶς.

ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΤΑΣΗ

Κλικ εδώ για ν’ακούσετε τα εγκώμια της δεύτερης στάσης.

Ἄξιόν ἐστι, μεγαλύνειν σε τὸν Ζωοδότην, τὸν ἐν τῷ Σταυρῷ τὰς χεῖρας ἐκτείναντα, καὶ συντρίψαντα τὸ κράτος τοῦ ἐχθροῦ.
Εἶναι ἄξιο νὰ δοξάζουμε ἐσένα, ποὺ ἅπλωσες τὰ χέρια σου ἐπάνω στὸ σταυρὸ καὶ συνέτριψες τὸ κράτος τοῦ ἐχθροῦ.

Ἄξιόν ἐστι, μεγαλύνειν σε τὸν πάντων Κτίστην· τοῖς σοῖς γὰρ παθήμασιν ἔχομεν, τὴν ἀπάθειαν ῥυσθέντες τῆς φθορᾶς.
Εἶναι ἄξιο νὰ δοξάζουμε ἐσένα ποὺ εἶσαι τῶν ὅλων Κτίστης, διότι διὰ τῶν παθημάτων σου πετύχαμε τὴν ἀπάθεια, λυτρωθέντες ἀπὸ τὴ φθορά.

Ἔφριξεν ἡ γῆ, καὶ ὁ ἥλιος Σῶτερ ἐκρύβη, σοῦ τοῦ ἀνεσπέρου φέγγους Χριστέ, δύναντος ἐν τάφῳ σωματικῶς.
Ἔφριξε ἡ γῆ, Σωτήρ μου, ἀπὸ φόβο, καὶ ὁ ἥλιος ἔκρυψε τὶς ἀκτίνες του, ὅταν ἐσύ, Χριστέ, τὸ ἄδυτο φῶς, εἰσῆλθες στὸν τάφο σωματικῶς.

Ἄνω σε Σωτήρ, ἀχωρίστως τῷ Πατρὶ συνόντα, κάτω δὲ νεκρὸν ἡπλωμένον γῇ, φρίττουσιν ὁρῶντα τὰ Σεραφίμ.
Τὰ Σεραφεὶμ συγκλονίζονται ἀπὸ τρόμο, βλέποντάς σε, Σωτήρα μου, νὰ εἶσαι ἄνω ἀχώριστα ἑνωμένος μὲ τὸν Πατέρα καὶ κάτω νεκρὸ ξαπλωμένο στὴ γῆ.

Ῥήγνυται ναοῦ, καταπέτασμα τῇ σῇ σταυρώσει, κρύπτουσι φωστῆρες Λόγε τὸ φῶς, σοῦ κρυβέντος Ἥλιε ὑπὸ γῆν.
Σχίζεται τοῦ ναοῦ τὸ καταπέτασμα, Λόγε, μὲ τὴ σταύρωσή σου, καὶ οἱ ἀστέρες κρύβουν τὸ φῶς τους, ὅταν ἐσύ, ὁ φωτεινὸς Ἥλιος, κρύφτηκες κάτω ἀπὸ τὴ γῆ.

Γῆς ὁ καταρχάς, μόνῳ νεύματι πήξας τὸν γύρον, ἄπνους ὡς βροτὸς καθυπέδυ γῆν· τῷ θεάματι δε φρίξον Οὐρανέ.
Ἐκεῖνος, ποὺ στὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας μὲ ἕνα μόνο νεῦμα του (μὲ μιὰ του προσταγὴ) στερέωσε τὴν περίμετρο τῆς γῆς, τώρα σὰν ἄνθρωπος χωρὶς πνοὴ βυθίστηκε κάτω ἀπὸ τὴ γῆ· φρίξε, οὐρανέ, γιὰ τὸ θέαμα αὐτὸ τὸ φοβερό.

ΤΡΙΤΗ ΣΤΑΣΗ

Κλικ εδώ για ν’ ακούσε τα εγκώμια της τρίτης στάσης.

Αἱ γενεαί πᾶσαι, ὕμνον τῇ Ταφῇ σου, προσφέρουσι Χριστέ μου.
Ὅλες οἱ γενιὲς (τῶν ἀνθρώπων) προσφέρουν, Χριστέ μου, ὕμνο στὴν ταφὴ σου.

Μυροφόρες ἦλθαν, φέρουσες μὲ χαρὰ μύρα γιὰ σένα, Χριστέ μου.
Καθελὼν τοῦ ξύλου, ὁ Ἀριμαθαίας, ἐν τάφῳ σε κηδεύει.

Μυροφόροι ἦλθον, μύρα σοι Χριστέ μου, κομίζουσαι προφρόνως.
Ἀφοῦ σὲ κατέβασε ἀπὸ τὸ ξύλο ὁ Ἰωσήφ, ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας, σὲ τάφο σὲ κηδεύει.

Ἔῤῥαναν τὸν τάφον, αἱ Μυροφόροι μύρα, λίαν πρωῒ ἐλθοῦσαι. (Τρίς)
Ράντισαν τὸν τάφο οἱ μυροφόρες μύρα, πολὺ πρωὶ ἐλθοῦσαι. (τρὶς)

Ὢ Τριὰς Θεέ μου, Πατὴρ Υἱὸς καὶ Πνεῦμα, ἐλέησον τὸν Κόσμον.
Ὤ Τριάδα ἁγία, Θεέ μου, ὁ Πατήρ, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα, ἐλέησε τὸν κόσμο.

Κλικ εδώ για ν’ ακούσετε τα τροπάρια που ψάλλουν οι μυροφόρες στην Αποκαθήλωση (Ὅτε ἐκ τοῦ ξύλου σε νεκρόν…)

Ο ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΘΡΗΝΟΣ

Στην Αποκαθήλωση:

Σὲ τὸν ἀναβαλλόμενον, τὸ φῶς ὥσπερ ἱμάτιον, καθελὼν Ἰωσὴφ ἀπὸ τοῦ ξύλου, σὺν Νικοδήμῳ, καὶ θεωρήσας νεκρὸν γυμνὸν ἄταφον, εὐσυμπάθητον θρῆνον ἀναλαβών, ὀδυρόμενος ἔλεγεν· Οἴμοι, γλυκύτατε Ἰησοῦ! ὃν πρὸ μικροῦ ὁ ἥλιος ἐν Σταυρῷ κρεμάμενον θεασάμενος, ζόφον περιεβάλλετο, καὶ ἡ γῆ τῷ φόβῳ ἐκυμαίνετο, καὶ διερρήγνυτο ναοῦ τὸ καταπέτασμα· ἀλλ’ ἰδοὺ νῦν βλέπω σε, δι’ ἐμὲ ἑκουσίως ὑπελθόντα θάνατον· πῶς σε κηδεύσω Θεέ μου; ἢ πῶς σινδόσιν εἱλήσω; ποίαις χερσὶ δὲ προσψαύσω, τὸ σὸν ἀκήρατον σῶμα; ἢ ποῖα ᾄσματα μέλψω, τῇ σῇ ἐξόδῳ οἰκτίρμον; Μεγαλύνω τὰ πάθη σου, ὑμνολογῶ καὶ τὴν ταφήν σου, σὺν τῇ Ἀναστάσει, κραυγάζων· Κύριε δόξα σοι.

Ερμηνεία:
Εσένα, που το φως φοράς σαν ιμάτιο, όταν κατέβασε από τον Σταυρό ο Ιωσήφ μαζί με τον Νικόδημο και (σε) αντίκρισε νεκρό, γυμνό, άταφο, άρχισε ευσυμπάθητο θρήνο και έλεγε οδυρόμενος: Αλίμονο γλυκύτατε Ιησού, που, πριν λίγο, επειδή (σε) είδε ο ήλιος να κρέμεσαι στον Σταυρό, τυλίχθηκε με σκοτάδι και η γη από τον φόβο εσείετο και σκιζόταν το καταπέτασμα του ναού. Αλλά, να, τώρα σε βλέπω για μένα να έχεις υποστεί με την θέλησή σου θάνατο. Πώς θα σε κηδεύσω Θεέ μου; και πώς θα σε τυλίξω με σεντόνια; Με ποια χέρια θα πιάσω το πάναγνό σου σώμα; και ποια τραγούδια θα ψάλλω στην κηδεία σου Οικτίρμονα; Δοξάζω τα πάθη σου, υμνολογώ και την ταφή σου μαζί με την ανάσταση και κραυγάζω: Κύριε δόξα σοι.

Στο τέλος του όρθρου της Μ. Παρασκευής, λίγο πριν την περιφορά του επιταφίου στην πόλη ψάλλεται το επόμενο τροπάριο:

Τὸν ἥλιον κρύψαντα τὰς ἰδίας ἀκτίνας, καὶ τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ διαρραγέν, τῷ τοῦ Σωτῆρος θανάτῳ, ὁ Ἰωσὴφ θεασάμενος, προσῆλθε τῷ Πιλάτῳ καὶ καθικετεύει λέγων· δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, τὸν ἐκ βρέφους ὡς ξένον ξενωθέντα ἐν κόσμῳ· δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὃν ὁμόφυλοι μισοῦντες θανατοῦσιν ὡς ξένον· δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὃν ξενίζομαι βλέπειν τοῦ θανάτου τὸ ξένον· δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὅστις οἶδεν ξενίζειν τοὺς πτωχούς τε καὶ ξένους· δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὃν Ἑβραῖοι τῷ φθόνῳ ἀπεξένωσαν κόσμῳ·δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ἵνα κρύψω ἐν τάφῳ, ὃς ὡς ξένος οὐκ ἔχει τὴν κεφαλὴν ποῦ κλῖναι· δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὃν ἡ Μήτηρ καθορῶσα νεκρωθέντα ἐβόα· Ὦ Υἱὲ καὶ Θεέ μου, εἰ καὶ τὰ σπλάγχνα τιτρώσκομαι, καὶ καρδίαν σπαράττομαι, νεκρόν σε καθορῶσα, ἀλλὰ τῇ σῇ ἀναστάσει θαρροῦσα μεγαλύνω. Καὶ τούτοις τοίνυν τοῖς λόγοις δυσωπῶν τὸν Πιλᾶτον ὁ εὐσχήμων λαμβάνει τοῦ Σωτῆρος τὸ σῶμα, ὃ καὶ φόβῳ ἐν σινδόνι ἐνειλήσας καὶ σμύρνῃ, κατέθετο ἐν τάφῳ τὸν παρέχοντα πᾶσι ζωὴν αἰώνιον καὶ τὸ μέγα ἔλεος.

Ερμηνεία:
Τον ήλιο που έκρυψε τις ίδιες του τις ακτίνες και το καταπέτασμα του ναού που διερράγη, λόγω του θανάτου του Σωτήρος, ο Ιωσήφ όταν (τα) είδε, προσήλθε στον Πιλάτο και θερμά ικετεύει λέγοντας:
Δώσε μου τούτο τον ξένο, που από βρέφος σαν ξένος φιλοξενήθηκε στον κόσμο.
Δώσε μου τούτο τον ξένο, που οι ομόφυλοι από μίσος τον θανατώνουν σαν ξένο.
Δώσε μου τούτο τον ξένο, που
παραξενεύομαι να βλέπω του θανάτου το (παρά)ξενο.
Δώσε μου τούτο τον ξένο, που ήξερε να φιλοξενεί τους πτωχούς και τους ξένους.
Δώσε μου τούτο τον ξένο, που οι Εβραίοι από φθόνο τον απεξένωσαν από τον κόσμο.
Δώσε μου τούτο τον ξένο, για να κρύψω σε τάφο, που σαν ξένος δεν είχε που να γείρει το κεφάλι.
Δώσε μου τούτο τον ξένο, που βλέποντάς τον νεκρό η Μητέρα φώναζε:
Ω, Υιέ μου και Θεέ μου, αν και στα σπλάχνα πληγώνομαι και στην καρδιά σπαράζω που σε βλέπω νεκρό, αλλά αναθαρρώντας από την ανάστασή σου, δοξάζω. Και με τούτα τα λόγια ικετεύοντας τον Πιλάτο ο άρχοντας λαμβάνει του Σωτήρος το σώμα, που και με φόβο το τύλιξε σε σεντόνι και σε σμύρνα και το έβαλε σε τάφο, αυτόν που παρέχει σε όλους ζωή αιώνια και το μεγάλο έλεος.

………

ΑΝΑΣΤΑΣΗ

ΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου

Η πλάνη πάντα αυτοκαταστρέφεται και, παρόλο που δεν το θέλει, στηρίζει σε όλα την αλήθεια. Πρόσεξε: Έπρεπε ν’ αποδειχθεί ότι ο Χριστός πέθανε και τάφηκε και αναστήθηκε. Έ, λοιπόν όλα αυτά τα κατοχυρώνουν οι ίδιοι οι εχθροί! Εφ’ όσον έφραξαν με τον βράχο και σφράγισαν και φρούρησαν τον τάφο, δεν ήταν δυνατό να γίνει καμιά κλοπή. Αφού όμως δεν έγινε κλοπή και εν τούτοις ο τάφος βρέθηκε άδειος, είναι ολοφάνερο και αναντίρρητο ότι αναστήθηκε. Είδες πώς και μη θέλοντας στηρίζουν την αλήθεια;

Αλλά και πότε θα τον έκλεβαν οι μαθητές; Το Σάββατο; Μα αφού δεν επιτρεπόταν από τον νόμο να κυκλοφορήσουν. Κι αν υποθέσουμε ότι θα παραβίαζαν τον νόμο του Θεού, πώς θα τολμούσαν αυτοί οι τόσο δειλοί να βγουν έξω απ’ το σπίτι; Και με ποιο θάρρος θα ριψοκινδύνευαν για ένα νεκρό; Προσμένοντας ποιάν ανταπόδοση; Ποιάν αμοιβή;

Και στ’ αλήθεια, πού στηρίζονταν; Στη δεινότητα του λόγου τους; Αλλά ήταν απ’ όλους αμαθέστεροι. Στα πολλά τους πλούτη; Αλλά δεν είχαν ούτε ραβδί ούτε υποδήματα. Μήπως στην ένδοξη καταγωγή τους; Αλλά ήταν οι ασημότεροι του κόσμου. Μήπως στο πλήθος τους; Αλλά δεν ξεπερνούσαν τους ένδεκα, που κι αυτοί σκόρπισαν.

Αν ο κορυφαίος τους (ο Πέτρος) φοβήθηκε τον λόγο μιας γυναίκας θυρωρού κι όλοι οι άλλοι, όταν είδαν τον Διδάσκαλό τους δεμένο, σκόρπισαν και διαλύθηκαν, πώς θα τους περνούσε καν απ’ τον νου να τρέξουν στα πέρατα της οικουμένης και να φυτέψουν πλαστό κήρυγμα αναστάσεως; Αφού φοβήθηκαν τη γυναικεία απειλή και τη θέα μόνο των δεσμών, πώς θα μπορούσαν να τα βάλουν με βασιλείς και άρχοντες και λαούς, όπου ξίφη και τηγάνια και καμίνια και μύριοι θάνατοι κάθε μέρα, αν δεν είχαν απολαύσει και οικειοποιηθεί τη δύναμη και την έλξη του Αναστάντος;

Αλλά γι’ αυτά πρέπει να επανέλθουμε. Ας ξαναρωτήσουμε όμως τώρα τους Εβραίους: Πώς έκλεψαν το σώμα του Χριστού οι μαθητές, ω ανόητοι; Επειδή η αλήθεια είναι λαμπρή και ολοφάνερη, το ιουδαϊκό ψέμα δεν μπορεί ούτε σαν σκιά να σταθεί. Πώς θα το έκλεβαν, πες μου; Μήπως δεν ήταν σφραγισμένος ο τάφος; Δεν τον έζωναν τόσοι φρουροί και στρατιώτες και Ιουδαίοι, που είχαν την υποψία και αγρυπνούσαν και πρόσεχαν;

Μα και για ποιο λόγο θα το έκλεβαν; Για να πλάσουν το δόγμα της Αναστάσεως; Και πώς τους ήρθε να πλάσουν κάτι τέτοιο αυτοί οι δειλοί; Και πώς κύλησαν τον ασφαλισμένο βράχο; Πώς ξέφυγαν από τόσους άγρυπνους και άγριους φρουρούς;

Πρόσεξε όμως πως με όσα κάνουν οι Εβραίοι πιάνονται πάντα στα ίδια τους τα δίχτυα. Να, αν δεν πήγαιναν στον Πιλάτο κι αν δεν ζητούσαν την κουστωδία, πιο εύκολα θα μπορούσαν να λένε τέτοια ψεύδη οι αδιάντροποι. Μα τώρα όχι. (Υπήρχε η κουστωδία. Κανείς δεν μπορούσε να γλυτώσει απ’ την άγρυπνη προσοχή της κι απ’ τα ξίφη της). Κι έπειτα γιατί να μην κλέψουν το σώμα νωρίτερα; Ασφαλώς αν είχαν σκοπό να κάνουν κάτι τέτοιο, θα το έκαναν όταν δεν εφρουρείτο ο τάφος, τότε που ήταν και ακίνδυνο και σίγουρο, δηλαδή την πρώτη νύχτα γιατί το Σάββατο πήγαν οι Εβραίοι στον Πιλάτο και ζήτησαν την κουστωδία και φρούρησαν τον τάφο, ενώ την πρώτη νύχτα δεν ήταν κανένας εκεί.

Και τι γυρεύουν στο έδαφος τα σουδάρια τα ποτισμένα με τη σμύρνα, που βρήκαν, τυλιγμένα μάλιστα, ο Πέτρος και οι άλλοι απόστολοι; Είχε πάει πρώτη η Μαγδαληνή Μαρία. Κι όταν γύρισε και ανήγγειλε τα θαυμαστά συμβάντα στους αποστόλους, εκείνοι χωρίς καθυστέρηση τρέχουν αμέσως στο μνημείο και βλέπουν κάτω τα οθόνια. Αυτό ήταν σημείο Αναστάσεως. Γιατί αν ήθελαν κάποιοι να τον κλέψουν, δεν θα τον έκλεβαν βέβαια γυμνό. Αυτό θα ήταν όχι μόνο ατιμωτικό αλλά και ανόητο. Δεν θα κοίταζαν να ξεκολλήσουν τα σουδάρια, να τα τυλίξουν με επιμέλεια και να τα βάλουν τακτοποιημένα σ’ ένα μέρος. Αλλά τι θα έκαναν; Θ’ άρπαζαν όπως – όπως το σώμα και θα ‘φευγαν γρήγορα.

Γι’ αυτό άλλωστε προηγουμένως ο Ευαγγελιστής Ιωάννης είπε ότι τον έθαψαν με πολλή σμύρνα που κολλάει τα οθόνια πάνω στο σώμα, όπως το μολύβι τα μέταλλα, και δεν ήταν καθόλου εύκολο να ξεκολλήσουν˙ ώστε όταν ακούσεις ότι τα σουδάρια βρέθηκαν μόνα τους, να μην ανεχθείς εκείνους που λένε ότι εκλάπη. Θα πρέπει να ήταν βέβαια πολύ ηλίθιος ο κλέφτης, ώστε να σπαταλήσει για ένα περιττό πράγμα τόση προσπάθεια. Για ποιο σκοπό θ’ άφηνε τα σουδάρια; Και πώς ήταν δυνατό να ξεφύγει την ώρα που θα έκανε αυτή τη δουλειά; Γιατί ασφαλώς θα δαπανούσε πολύ χρόνο και ήταν φυσικό καθυστερώντας να συλληφθεί επ’ αυτοφώρω.

Αλλά και τα οθόνια γιατί κείτονται χωριστά και χωριστά το σουδάριο, τυλιγμένο μάλιστα; Για να βεβαιωθείς ότι δεν ήταν έργο βιαστικών ούτε ανήσυχων κλεφτών το να τοποθετήσουν χωριστά εκείνα και χωριστά τούτο τυλιγμένο. Κι από εδώ λοιπόν αποδεικνύεται απίθανη η κλοπή. Άλλωστε και οι ίδιοι οι Εβραίοι τα σκέφτηκαν όλα αυτά και γι’ αυτό έδωσαν χρήματα στους φρουρούς λέγοντας: « Πείτε σεις πως τον έκλεψαν, κι εμείς θα τα κανονίσουμε με τον ηγεμόνα ».

Υποστηρίζοντας ότι οι μαθητές τον έκλεψαν επικυρώνουν και μ’ αυτό πάλι την Ανάσταση, γιατί έτσι ομολογούν πάντως ότι το σώμα δεν ήταν εκεί. Όταν όμως αυτοί οι ίδιοι βεβαιώνουν ότι το σώμα δεν ήταν εκεί, ενώ από την άλλη μεριά η κλοπή αποδεικνύεται ψευδής και απίθανη από τη σχολαστική φρούρηση και τις σφραγίδες του τάφου και τα οθόνια και το σουδάριο και τη δειλία των μαθητών, αναμφισβήτητα προβάλλει και από τα δικά τους λόγια η απόδειξη της Αναστάσεως.

Ρωτάνε όμως πολλοί: Γιατί μόλις αναστήθηκε να μη φανερωθεί αμέσως στους Ιουδαίους; Αυτός ο λόγος είναι περιττός. Αν υπήρχε ελπίδα να τους ελκύσει στην πίστη, δεν θ’ αμελούσε να φανερωθεί σε όλους. Αλλά ότι δεν υπήρχε τέτοια ελπίδα το απέδειξε η ανάσταση του Λαζάρου : Αν και ήταν ήδη τέσσερις μέρες νεκρός και είχε αρχίσει να μυρίζει και να σαπίζει, τον ανέστησε μπροστά στα μάτια όλων. Παρά ταύτα, όχι μόνο δεν ελκύσθηκαν στην πίστη, αλλά και εξαγριώθηκαν εναντίον του Χριστού, ώστε ήθελαν να σκοτώσουν κι Αυτόν και τον Λάζαρο.

Αφού λοιπόν άλλον ανέστησε και όχι μόνο δεν πίστεψαν, αλλά και εξαγριώθηκαν εναντίον του, αν ο ίδιος μετά την Ανάστασή του τους φανερωνόταν, δεν θα εξαγριώνονταν πολύ περισσότερο τυφλωμένοι από το μίσος και την απιστία τους;

Αλλά για ν’ αφοπλίσει τον άπιστο από κάθε αμφιβολία, όχι μόνο σαράντα ολόκληρες ημέρες εμφανιζόταν στους μαθητές του και έτρωγε μάλιστα μαζί τους, αλλά παρουσιάσθηκε και σε πάνω από πεντακόσιους αδελφούς, δηλ. σε πλήθος ολόκληρο. Στο Θωμά μάλιστα που δυσπιστούσε, έδειξε τα σημάδια απ’ τα καρφιά και το τραύμα απ’ τη λόγχη.

Και γιατί, λένε, να μην κάνει μετά την Ανάστασή του μεγάλα και εντυπωσιακά θαύματα, αλλά μόνο έφαγε και ήπιε; Γιατί αυτή καθ’ εαυτήν η Ανάσταση ήταν το μέγιστο θαύμα και η πιο ισχυρή απόδειξη της Αναστάσεως ήταν ότι έφαγε και ήπιε.

Μα, για σκέψου, αν οι απόστολοι δεν έβλεπαν τον Χριστό Αναστάντα, πώς τους ήρθε να φαντασθούν ότι θα κυριέψουν την οικουμένη; Μήπως τρελάθηκαν ώστε να νομίζουν ότι θα κατόρθωναν κάτι τέτοιο;

Αν όμως ήταν στα λογικά τους, όπως έδειξαν και τα πράγματα, πώς, χωρίς αξιόπιστα εχέγγυα από τους ουρανούς και χωρίς θεία δύναμη, πώς, πες μου, θ’ αποφάσιζαν να βγουν σε τόσους πολέμους, να τα βάλουν με στεριές και θάλασσες και, δώδεκα όλοι κι όλοι, ν’ αγωνισθούν με τόση γενναιότητα για να μεταβάλουν όλης της οικουμένης τα έθνη που ήταν επί τόσα χρόνια νεκρά απ’ την αμαρτία;

Και αν ακόμη ήταν ένδοξοι και πλούσιοι και δυνατοί και μορφωμένοι, ούτε τότε θα ήταν λογικό να ξεσηκωθούν για τόσο μεγαλεπήβολα σχέδια. Αλλά επί τέλους θα είχε κάποιο λόγο η προσδοκία τους. Αυτοί όμως είχαν περάσει τη ζωή τους άλλοι στις λίμνες, άλλοι κατασκευάζοντας σκηνές κι άλλοι στα τελωνεία. Απ’ αυτά τα επαγγέλματα δεν υπάρχει σχεδόν τίποτε πιο άχρηστο και για τη φιλοσοφία και για να πείσεις κάποιον να σκέπτεται ανώτερα, όταν μάλιστα δεν έχεις να του επιδείξεις ανάλογο προηγούμενο. Πόσο μάλλον που οι απόστολοι, όχι μόνο δεν είχαν ανάλογα παραδείγματα απ’ το παρελθόν, ότι θα επικρατήσουν, αλλά αντίθετα είχαν παραδείγματα, και μάλιστα πρόσφατα, ότι δεν θα επικρατήσουν.

Είχαν επιχειρήσει πολλοί να εισαγάγουν καινούριες διδασκαλίες, αλλά απέτυχαν. Και όχι με δώδεκα ανθρώπους, μα με πολύ πλήθος. Ο Θευδάς κι ο Ιούδας ο Γαλιλαίος1 π.χ. έχοντας ολόκληρες μάζες ανθρώπων χάθηκαν μαζί με τους οπαδούς των .

Ο φόβος εκείνος θα ήταν αρκετός να τους διδάξει. Αλλά ας υποθέσουμε ότι περίμεναν να κυριαρχήσουν. Με ποιες ελπίδες θα έμπαιναν σε τέτοιους κινδύνους, αν δεν έβλεπαν στα μέλλοντα αγαθά; Τι κέρδος προσδοκούσαν με το να οδηγήσουν όλους στον μη αναστάντα, καθώς ισχυρίζονται οι εχθροί; Αν τώρα άνθρωποι που πίστεψαν στη βασιλεία των ουρανών και στα αμέτρητα αγαθά δύσκολα δέχονται να κινδυνέψουν, πώς εκείνοι θα υπέμεναν τα πάνδεινα ματαίως ή μάλλον για κακό τους; Γιατί αν δεν έγινε η Ανάσταση, που έγινε, κι ο Χριστός δεν ανέβηκε στον ουρανό, τότε προσπαθώντας να τα πλάσουν όλα αυτά και να πείσουν τους άλλους, έμελλαν οπωσδήποτε να προκαλέσουν την οργή του Θεού και να περιμένουν μύριους κεραυνούς απ’ τον ουρανό.

Άλλωστε κι αν ακόμη είχαν μεγάλη προθυμία όταν ζούσε ο Χριστός, θα έσβηνε μόλις πέθανε. Αν δεν τον έβλεπαν Αναστημένο, τι θα ήταν ικανό να τους βγάλει σ’ εκείνο τον πόλεμο; Αν δεν είχε αναστηθεί, όχι μόνο δε θα ριψοκινδύνευαν γι’ αυτόν, μα θα τον θεωρούσαν απατεώνα: Τους είχε πει: «Μετά τρεις ημέρες θ’ αναστηθώ» και τους υποσχέθηκε τη βασιλεία των ουρανών. Τους είπε ότι αφού λάβουν το Άγιο Πνεύμα θα κυριαρχήσουν στην οικουμένη κι ακόμη τόσα άλλα υπερφυσικά και ουράνια. Αν τίποτε απ’ αυτά δεν γινόταν, όσο κι αν τον πίστευαν ζωντανό, πεθαμένο δεν θα τον υπάκουαν φυσικά, αν δεν τον έβλεπαν Αναστάντα.

Και με το δίκιο τους, γιατί θα  έλεγαν: «Μετά τρεις ημέρες», μας είπε, «θ’ αναστηθώ», και δεν αναστήθηκε. Υποσχέθηκε να μας στείλει Πνεύμα Άγιο, και δεν το έστειλε. Πώς λοιπόν να τον πιστέψουμε για τα μέλλοντα, αφού διαψεύδονται τα παρόντα;

Αλλά για πες μου, σε παρακαλώ, για ποιο λόγο, χωρίς ν’ αναστηθεί, κήρυτταν ότι αναστήθηκε; Γιατί, λέει, τον αγαπούσαν. Μα το λογικό θα ήταν να τον μισούν τώρα, επειδή τους εξαπάτησε και τους πρόδωσε. Ενώ τους ξεμυάλισε με χίλιες δυο ελπίδες και τους χώρισε απ’ τα σπίτια τους και απ’ τους γονείς τους κι απ’ όλα και ξεσήκωσε κι ολόκληρο το ιουδαϊκό έθνος εναντίον τους, ύστερα τους πρόδωσε. Και αν μεν ήταν από αδυναμία, θα τον συγχωρούσαν. Τώρα όμως ήταν σωστό κακούργημα. Έπρεπε να τους είχε πει την αλήθεια και όχι να τους υποσχεθεί τον ουρανό, αφού ήταν θνητός.

Ώστε λοιπόν ήταν φυσικό να κάνουν το εντελώς αντίθετο: Να κηρύττουν την απάτη και να τον λένε απατεώνα και μάγο. Έτσι θα γλίτωναν και από τους κινδύνους και από τους πολέμους των αντιπάλων. Όλοι ξέρουν ότι οι Ιουδαίοι αναγκάστηκαν να δωροδοκήσουν τους στρατιώτες, για να πουν ότι έκλεψαν το σώμα. αν λοιπόν πήγαιναν οι ίδιοι οι μαθητές κι έλεγαν, «εμείς το κλέψαμε, δεν αναστήθηκε», πόσες τιμές δεν θα απολάμβαναν; Ώστε ήταν στο χέρι τους και να τιμηθούν και να στεφανωθούν! Ε, λοιπόν δεν αναρωτιέσαι γιατί ν’ ανταλλάξουν όλα αυτά με τις ατιμίες και τους κινδύνους, αν δεν ήταν μια θεία δύναμη που τους βεβαίωνε, δυνατότερη απ’ όλα αυτά τα γήινα αγαθά;

Κι αν με όλα αυτά δεν σε πείσαμε, σκέψου και τούτο: Έστω ότι δεν είχε γίνει η Ανάσταση. Κι αν ακόμη οι απόστολοι ήταν αποφασισμένοι να διδάξουν τον κόσμο, για κανένα λόγο δε θα κήρυτταν στο όνομά του. Γιατί είναι γνωστό, πως όλοι μας δεν θέλουμε ούτε τα ονόματα ν’ ακούσουμε, όσων μας εξαπάτησαν. Άλλωστε γιατί θα διατυμπάνιζαν το όνομά του; Ελπίζοντας να επικρατήσουν μ’ αυτό; Μα θα έπρεπε να περιμένουν το αντίθετο, γιατί κι αν έμελλαν να κυριαρχήσουν θα χάνονταν φέρνοντας στη μέση το όνομα ενός απατεώνα.

Ας θυμηθούμε εξ άλλου ότι η αγάπη των μαθητών προς το διδάσκαλο, ενώ ζούσε ακόμη, μαραίνονταν σιγά-σιγά απ’ το φόβο του επικειμένου μαρτυρίου. Όταν τους προανάγγειλε τα δεινά που θ’ ακολουθούσαν και το σταυρό, πάγωσαν απ’ το φόβο τους κι έσβησαν τελείως. Ένας μάλιστα (ο Απόστολος Θωμάς, Ιω. Κεφ. 11ο, στ. 16) δεν ήθελε ούτε καν να τον ακολουθήσει στη Ιουδαία, επειδή άκουσε για κινδύνους και για θανάτους. Αν μαζί με το Χριστό φοβόταν το θάνατο, χωρίς αυτόν και τους άλλους μαθητές, μόνος δηλαδή, πώς θ’ αποτολμούσε;

Επί πλέον: Πίστευαν ότι θα πεθάνει μεν, αλλά θ’ αναστηθεί κι όμως υπέφεραν τόσο. Αν δεν τον έβλεπαν Αναστημένο, πώς δεν θα εξαφανίζονταν και δε θα ζητούσαν ν’ ανοίξει η γη να τους καταπιεί απ’ την απελπισία τους για την απάτη κι απ’ τη φρίκη για τα επερχόμενα; Θ’ αντιμετώπιζαν τώρα την κατακραυγή για την αδιαντροπιά τους. Τι θα είχαν να πουν; Το πάθος το ήξερε όλος ο κόσμος: Τον κρέμασαν σε ψηλό ικρίωμα, ήταν μέρα μεσημέρι, μέσα στην πρωτεύουσα και στην πιο μεγάλη γιορτή που κανένας δεν ήταν δυνατόν ν’ απουσιάζει.

Την Ανάσταση όμως δεν την είδε κανείς απ’ τους άλλους. Κι αυτό δεν ήταν μικρό εμπόδιο για να τους πείσουν. Πώς λοιπόν θα μπορούσαν να βεβαιώσουν στεριά και θάλασσα για την Ανάσταση; Και γιατί, πες μου, αφού σώνει και καλά ήθελαν να το κάνουν αυτό, δεν εγκατέλειπαν την Ιουδαία αμέσως να πάνε στις ξένες χώρες; Αλλά δεν θαυμάζεις ότι έπεισαν πολλούς και μέσα στην Ιουδαία;

Είχαν την τόλμη να παρουσιάσουν τα τεκμήρια της Αναστάσεως στους ίδιους τους φονείς, σ’ εκείνους που τον σταύρωσαν και τον έθαψαν, στην ίδια την πόλη όπου αποτολμήθηκε το φοβερό κακούργημα. Ώστε και όλοι οι έξω ν’ αποστομωθούν. Γιατί οι «σταυρώσανες» γίνονται «πιστεύσαντες», τότε και η παρανομία της σταυρώσεως βεβαιώνεται και λάμπει η απόδειξη της αναστάσεως.

Για να ελκύονται όμως τα πλήθη σημαίνει πως οι μαθητές έκαναν θαύματα. Αν όμως δεν αναστήθηκε και μένει νεκρός, πώς οι απόστολοί του θαυματουργούσαν στο όνομά του; Πώς πάλι, αν δεν έκαναν θαύματα, έπειθαν; Κι αν μεν έκαναν – και βεβαίως έκαναν – είχαν Θεού δύναμη. Αν όμως δεν έκαναν και εν τούτοις κυριαρχούσαν παντού, θα ήταν ακόμη πιο αξιοθαύμαστο. Θα ήταν το μέγιστο θαύμα, αν χωρίς θαύματα διέσχιζαν και κυρίευαν την οικουμένη δώδεκα φτωχοί και αγράμματοι άνθρωποι.

Ασφαλώς ούτε με τα πλούτη ούτε με τη σοφία τους επικράτησαν οι ψαράδες. Ώστε και χωρίς να θέλουν κηρύττουν ότι μέσα τους ενεργούσε η θεία δύναμη της Αναστάσεως. Γιατί είναι τελείως αδύνατο ανθρώπινη δύναμη να κατορθώσει ποτέ τέτοια εκπληκτικά πράγματα.

Προσέξτε με πολύ εδώ, γιατί αυτά είναι αναμφισβήτητες αποδείξεις της Αναστάσεως. Γι’ αυτό και θα επαναλάβω πάλι: Αν δεν αναστήθηκε, πώς έγιναν αργότερα στο όνομά του μεγαλύτερα θαύματα; Κανείς βέβαια δεν κάνει μετά το θάνατό του μεγαλύτερα θαύματα απ’ όσα όταν ζούσε. Ενώ εδώ μετά το θάνατο του Χριστού γίνονται θαύματα μεγαλύτερα και κατά τον τρόπο και κατά τη φύση: Κατά τη φύση ήταν μεγαλύτερα, γιατί ποτέ η σκιά του Χριστού δε θαυματούργησε. Ενώ οι σκιές των αποστόλων έκαναν πολλά θαύματα. Κατά τον τρόπο πάλι ήταν μεγαλύτερα, επειδή τότε μεν ό ίδιος ο Κύριος πρόσταζε και θαυματουργούσε. Μετά τη Σταύρωση όμως και την Ανάστασή του οι δούλοι του επικαλούμενοι απλώς το σεβάσμιο και άγιο όνομά του μεγαλύτερα και εκπληκτικότερα επιτελούσαν. Έτσι δοξάζονταν κι ακτινοβολούσε πιο πολύ η δύναμή του.

Γι’ αυτό οι άγιοι Πατέρες όρισαν να διαβάζονται αμέσως μετά το σταυρό και την Ανάστασή του, οι «Πράξεις των Αποστόλων» που περιγράφουν τα θαύματα των αποστόλων και κατ’ εξοχήν επικυρώνουν την Ανάσταση, για να έχουμε σαφή και αναμφισβήτητη της Αναστάσεως την απόδειξη: Δεν τον είδες Αναστάντα με τα μάτια του σώματος; Αλλά τον βλέπεις με τα μάτια της πίστεως. Δεν τον είδες με τα «όμματα» τούτα; Θα τον δεις με τα θαύματα εκείνα. Των θαυμάτων η επίδειξη σε χειραγωγεί στης Αναστάσεως την απόδειξη.

Θέλεις όμως να δεις και τώρα θαύματα; Θα σου δείξω. Και μάλιστα πιο μεγάλα απ’ τα προηγούμενα: Όχι ένα νεκρό ν’ ανασταίνεται, όχι ένα τυφλό να ξαναβλέπει, αλλά τη γη ολόκληρη να εγκαταλείπει το σκοτάδι της πλάνης.

Μέγιστη απόδειξη της Αναστάσεως είναι ότι ο Εσφαγμένος Χριστός έδειξε μετά το θάνατο τόση δύναμη, ώστε έπεισε τους ζωντανούς να περιφρονήσουν και πατρίδα και σπίτι και φίλους και συγγενείς και την ίδια τη ζωή τους για χάρη του και να προτιμήσουν μαστιγώσεις και κινδύνους και θάνατο. Αυτά δεν είναι κατορθώματα νεκρού κλεισμένου στον τάφο, αλλά αναστημένου και ζωντανού.

Πρόσεξε παρακαλώ. Οι απόστολοι, όταν μεν ζούσε ο Διδάσκαλος από το φόβο τους τον πρόδωσαν κι εξαφανίσθηκαν όλοι. Ο Πέτρος μάλιστα τον αρνήθηκε με όρκο τρεις φορές. Όταν όμως πέθανε ο Χριστός, αυτός που τον αρνήθηκε τρεις φορές και πανικοβλήθηκε μπροστά σε μιαν υπηρετριούλα, τόσο απότομα άλλαξε, ώστε ν’ αψηφήσει ολόκληρο λαό και μεσ’ στη μέση του ιουδαϊκού όχλου να διακηρύξει ότι ο σταυρωθείς και ταφείς αναστήθηκε εκ νεκρών την Τρίτη ημέρα και ότι ανέβηκε στα ουράνια. Και τα κήρυξε όλα αυτά χωρίς να υπολογίσει τη φοβερή μανία των εχθρών και τις συνέπειες.

Πού βρήκε αυτό το θάρρος; Πού αλλού παρά στην Ανάσταση. Τον είδε και συνομίλησε μαζί του και άκουσε για τα μέλλοντα αγαθά, κι έτσι έλαβε δύναμη να πεθάνει γι’ Αυτόν και να σταυρωθεί με την κεφαλή προς τα κάτω.

Το εξόχως σπουδαίο είναι ότι όχι μόνο ο Πέτρος και ο Παύλος και οι λοιποί απόστολοι, αλλά και ο Ιγνάτιος, που ούτε καν τον είδε ούτε απόλαυσε τη συντροφιά του, έδειξε τόση προθυμία για χάρη του, ώστε γι’ Αυτόν πρόσφερε θυσία τη ζωή του.

Και μόνο ο Ιγνάτιος και οι απόστολοι; Και γυναίκες καταφρονούν το θάνατο, που, πριν αναστηθεί ο Χριστός, ήταν φοβερός και φρικώδης ακόμη και σε άνδρες και μάλιστα αγίους.

Ποιος τους έπεισε όλους αυτούς να περιφρονήσουν την παρούσα ζωή; Φυσικά δεν είναι κατόρθωμα ανθρώπινης δυνάμεως να πεισθούν τόσες μυριάδες, όχι μόνο ανδρών, αλλά και γυναικών και παρθένων και μικρών παιδιών, να πεισθούν να θυσιάσουν την παρούσα ζωή, να τα βάλουν με θηρία, να περιγελάσουν τη φωτιά, να καταπατήσουν κάθε είδος τιμωρίας και να σπεύσουν προς τη μέλλουσα ζωή!

Και ποιος, παρακαλώ, τα κατόρθωσε όλα αυτά; Ο νεκρός; Αλλά τόσοι νεκροί υπήρξαν και κανένας δεν έκανε τέτοια πράγματα. Μήπως ήταν μάγος και αγύρτης; Πλήθος μάγοι και αγύρτες και πλάνοι πέρασαν, αλλά ξεχάστηκαν όλοι, χωρίς ν’ αφήσουν το παραμικρό ίχνος. Μαζί με τη ζωή τους έσβησαν κι οι μαγγανείες τους. Η φήμη όμως και η δόξα κι οι πιστοί του Χριστού κάθε μέρα αυξάνουν κι απλώνονται σ’ όλη την οικουμένη. Οι άπιστοι φρίττουν κι οι πιστοί διακηρύττουν:
kampana_0028ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ! ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ!


Πηγή: « Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ », Εκδ. Ι. Μ. Παρακλήτου, Ωρωπός 1989

1 Τις σχετικές πληροφορίες αντλούμε από τον περίφημο Ιουδαίο νομοδιδάσκαλο Γαμαλιήλ που ανέφερε τα εξής στο Μ. Συνέδριο του Ισραήλ: «Τον τελευταίο καιρό εμφανίστηκε ο Θευδάς που ισχυριζόταν ότι είναι κάποιος μεγάλος και του προσκολλήθηκαν περίπου τετρακόσιοι άνδρες. Αλλά φονεύθηκε εκείνος και όλοι οι οπαδοί του διαλύθηκαν και εξαφανίστηκαν. Μετά από αυτόν παρουσιάσθηκε ο Ιούδας ο Γαλιλαίος… και παρέσυρε αρκετό λαό πίσω του. Χάθηκε κι εκείνος, και όσοι τον πίστευαν διασκορπίσθηκαν» (Πράξεις των Αποστόλων, Κεφ. Ε΄, στ. 36-37)

ΑΓΙΟΥ ΕΠΙΦΑΝΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ

ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΓΙΑΝ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΙΝ

Τώρα το πένθος των νεκρών φυγαδεύτηκε και το φέγγος της αναστάσεως έχει έλθει. Επειδή αυτό είναι απόδειξη αγάπης, ότι τον θάνατο τον οποίο όφειλε ο άνθρωπος, τούτον έλυσε ο Χριστός επειδή απέθανε, δίνοντας λύτρο σώμα αντί σώματος και ψυχήν αντί ψυχής, ολόκληρο άνθρωπο αντί ανθρώπου και θάνατον υπέρ θανάτου.
Ποιός ποτέ πέθανε, ενώ ήταν δίκαιος, υπέρ αδίκου; Ποιός πατέρας υπέρ τέκνου; Ποιός γιος υπέρ πατέρα πέθανε; Αυτό (δηλαδή) που έκανε ο Κύριός μας, επειδή όχι μόνο μας έπλασε με το χέρι (Του) στον Αδάμ, αλλά και μας αναγέννησε δια του (Αγίου) Πνεύματος κατά το πάθος Του.
Και ο ασεβής λαός των Ιουδαίων εφόνευσαν τον ευεργέτη τους, αποδίδοντας σε αυτόν πονηρά αντί αγαθών, και θλίψη αντί χαράς και θάνατο αντί ζωής. Επειδή αυτόν που ανέστησε τους νεκρούς τους, και θεράπευσε τους αναπήρους και έδωσε φως στους τυφλούς, τούτον εφόνευσαν με το να τον κρεμάσουν πάνω στο ξύλο (του Σταυρού).
Δείτε άνθρωποι, δείτε όλες οι γενιές τα πρωτοφανή τολμήματα. Κρέμασαν αυτόν που κρέμασε την γη, στερέωσαν με καρφιά στο ξύλο αυτόν που στερέωσε τον κόσμο και μέτρησαν αυτόν που μέτρησε τους ουρανούς, κι έδεσαν αυτόν που έλυσε τους αμαρτωλούς, και πότισαν με ξύδι αυτόν που πότισε με δικαίωση (σωτηρία), κι έθρεψαν με χολή αυτόν που έθρεψε με ζωή, και χάλασαν τα πόδια και τα χέρια αυτού που τους θεράπευσε τα χέρια και τα πόδια κι έκαναν να κλείσει τα μάτια αυτόν που τους έκανε να αναβλέψουν, κι έθαψαν αυτόν που ανέστησε τους νεκρούς τους.
Καινούριο μυστήριο και παράδοξο θαύμα: (κατ)εκρίθη ο Κριτής, και δέθηκε αυτός που λύνει τους φυλακισμένους, και στερεώθηκε με καρφιά αυτός που στερέωσε την γη, και κρεμάστηκε αυτός που κρέμασε τον κόσμο, και εμετρήθη αυτός που μέτρησε τους ουρανούς, κι ετράφη με χολή αυτός που έθρεψε με ζωή, και πέθανε αυτός που ζωογονεί τα πάντα, και ετάφη αυτός που ανασταίνει τους νεκρούς.
Επειδή όταν ο Κύριος κρεμόταν στο ξύλο (του Σταυρού), εράγησαν οι τάφοι, ο άδης άνοιξε, κι ανέστησαν οι νεκροί, και εξέρχονταν ψυχές και εμφανίστηκαν πολλοί από τους αναστημένους μέσα στον Ισραήλ, όταν επιτελείτο το μυστήριο του Χριστού. Επειδή πάνω στον Σταυρό ύψωσε την σάρκα, για να φανεί η σάρκα υψουμένη κι ο θάνατος πεσμένος κάτω από τα πόδια της σάρκας.
Τότε οι άγγελοι παραξενεύθηκαν και οι δυνάμεις των ουρανών εξεπλάγησαν λόγω του πάθους του Χριστού, εξεπλάγη η κτίση, παραξενεύθηκε και έλεγε: άραγε τι είναι τούτο το καινούριο μυστήριο; Ο Κριτής (κατα)κρίνεται και σιωπά, ο Αόρατος γίνεται ορατός και δεν ντρέπεται, ο Ακράτητος κρατείται (συλλαμβάνεται) και δεν αγανακτεί, ο Αμέτρητος μετριέται και δεν αντιτάσσεται, ο Απαθής πάσχει και δεν ανταποδίδει, ο Αθάνατος πεθαίνει και καρτερεί, ο Επουράνιος θάπτεται και υπομένει, (για)τι είναι τούτο το καινούριο μυστήριο παρά (όμως είναι) οπωσδήποτε για τον άνθρωπο;
Αλλά ο Κύριος που με την θέλησή Του έπαθε, ανέστη από τους νεκρούς και καταπάτησε τον θάνατο κι έδεσε τον ισχυρό (τον διάβολο)” (Μτ ιβ, 29 κ Μρ γ, 27) και έλυσε τον άνθρωπο. Κι ο θάνατος με αλλοιωμένα χαρακτηριστικά (από τον φόβο) έπεσε κάτω από τα πόδια του Χριστού, κι ο άδης εσύρθη αιχμάλωτος και ταπεινωμένος στον θρίαμβο του Χριστού, και όλες οι δυνάμεις του ταράχτηκαν επειδή άκουσαν την φωνή του Χριστού, όπως λέει η Γραφή: “Την μορφή του δεν την είδαμε, αλλά την φωνή του την ακούσαμε”. Επειδή ο άδης δεν είδε την μορφή του Κυρίου, αλλά την φωνή Του άκουσε, ο οποίος έλεγε: “Εξέλθετε ψυχές φυλακισμένες και καθισμένες στο σκοτάδι του θανάτου. Σας φέρνω χαρμόσυνο νέο της Ζωής. Εγώ είμαι ο Χριστός, η Ζωή σας”.
Τότε ο άδης, όταν άκουσε, κατελύθη, και οι πύλες του οι χάλκινες συνετρίβησαν, και οι μοχλοί του οι σιδερένιοι έσπασαν, κι εξέρχονταν οι ψυχές των αγίων που ακολουθούσαν τα ίχνη του Χριστού. Τότε εκπληρώθηκε το γραμμένο (στην Γραφή): “Εκεί συνέτριψε πύλες χάλκινες και μοχλούς σιδερένιους έσπασε” (Ψ. ρστ, 16 κ Ησ. με, 2).
Εβόησε και η γη λέγοντας: “Δέσποτα λυπήσου με (και γλύτωσέ με) από τα κακά, ανακούφισέ με από την οργή, απάλλαξέ με από την κατάρα, εξ αιτίας των οποίων δέχτηκα αίματα και ανθρώπων σώματα, ακόμα και το δικό Σου σώμα. Δέσποτα πάρε τον Αδάμ (το πλάσμα) Σου.
Ανέστη, λοιπόν, ο Κύριος σε τρεις ημέρες για να μας διδάξει Τριάδα (προσώπων) εν μονάδι (σε μια Ουσία) να προσκυνούμε. Όλες οι γενιές των ανθρώπων εσώθηκαν από τον Χριστό. Επειδή ένας (κατ)εκρίθη και μυριάδες εσώθηκαν. Επειδή ο Κύριος πέθανε υπέρ πάντων.

Αυτός ομοίως ενδυσάμενος (ντυμένος) όλον τον άνθρωπο ανήλθε στα ύψη των ουρανών για να προσφέρει δώρο στον Πατέρα, ούτε χρυσάφι, ούτε ασήμι, ούτε πολύτιμο λίθο, αλλά τον άνθρωπο τον οποίο έπλασε “κατ’ εικόνα και ομοίωσή” Του.

Τούτον ο Πατέρας τον ύψωσε στα δεξιά Του, “σε θρόνο υψηλό” (Ησ. στ, 1) Τον εκάθισε, «μέχρι να τεθούν οι εχθροί Του κάτω από τα πόδια Του» (Ψ. ρθ, 1). Επειδή πρόκειται να έρθει κριτής ζωντανών και νεκρών, “του οποίου της βασιλείας δεν θα υπάρξει τέλος” (Λκ. α, 33). Επειδή η δόξα είναι στον Πατέρα και στον Υιό και στο άγιο Πνεύμα και τώρα και πάντοτε και σε όλους τους αιώνες. Αμήν.

ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ
(Ο Διάλογος του Πιλάτου με τον Ιησού)

Δραματοποίηση

ΠΙΛΑΤΟΣ: Είσαι ο βασιλιάς των Ιουδαίων;
ΙΗΣΟΥΣ:
Συ λέγεις.
ΠΙΛΑΤΟΣ:
Δεν ξέρεις πόσα σου καταμαρτυρούν;
ΙΗΣΟΥΣ:
…….
ΑΦΗΓΗΤΗΣ:
Κάπως ανήσυχος ο Πιλάτος ρωτάει πιο έντονα:
ΠΙΛΑΤΟΣ:
Είσαι ο βασιλιάς των Ιουδαίων;
ΙΗΣΟΥΣ:
Δική σου είναι η ερώτηση ή άλλοι σου την υπέβαλαν;
ΑΦΗΓΗΤΗΣ:
Ο Πιλάτος δυσανασχετεί λίγο.
ΠΙΛΑΤΟΣ:
Μήπως είμαι Ιουδαίος; Οι συμπατριώτες σου σε παρέδωσαν σ’ εμένα. Τι έχεις κάνει;
ΙΗΣΟΥΣ:
Η βασιλεία μου δεν έχει σχέση με τις βασιλείες αυτού του κόσμου. Αν είχε, τότε οι ακόλουθοί μου θα είχαν αγωνιστεί για να μη με συλλάβουν οι Ιουδαίοι. Ουσία της βασιλείας μου δεν είναι η εξουσία. Εσύ είπες ότι είμαι βασιλιάς, αλλά εγώ γεννήθηκα και ήρθα στον κόσμο αυτόν για να φανερώσω την αλήθεια.
ΠΙΛΑΤΟΣ:
Τι είναι αλήθεια;
ΙΗΣΟΥΣ:
…….
ΑΦΗΓΗΤΗΣ:
Απάντηση δε δίνει ο Ιησούς. Τίποτα δεν αλλάζει στην έκφρασή του ούτε στη στάση του. Στέκεται όρθιος, ακίνητος, με το χρυσοκίτρινο καλάμι στο χέρι. Ο Πιλάτος περιμένει απάντηση. Απάντηση είναι αυτός, ο Ιησούς. Αλήθεια είναι ο ίδιος, το πρόσωπο αυτό που δεν εκφράζει καμιά λύπη, αλλά απόλυτη ηρεμία. Απάντηση είναι η καλοσύνη. Την ακτινοβολεί αυτός ο απλός Γαλιλαίος.

(Από το βιβλίο των Θρησκευτικών της ΣΤ΄ τάξης)

Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥ ΑΝΑΣΤΗΜΕΝΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΣΕ ΔΥΟ ΜΑΘΗΤΕΣ ΣΤΟΥΣ ΕΜΜΑΟΥΣ

Δραματοποίηση

ΑΦΗΓΗΤΗΣ : Και να, δυο από τους μαθητές του Ιησού πήγαιναν την ίδια μέρα (την πρώτη μέρα μετά το Σάββατο) σε κάποιο χωριό που απείχε από την Ιερουσαλήμ περίπου έντεκα χιλιόμετρα και ονομαζόταν Εμμαούς. Και αυτοί μιλούσαν μεταξύ τους για όλα αυτά που είχαν συμβεί, δηλαδή τα πάθη του Χριστού , το θάνατο, την ταφή καθώς και για όσα ανήγγειλαν στους μαθητές οι μυροφόρες. Και συνέβη, ενώ αυτοί μιλούσαν και συζητούσαν, αυτός ο ίδιος ο Ιησούς πλησίασε και πήγαινε μαζί τους. Και είτε διότι η μορφή του αναστάντος Κυρίου είχε αλλάξει, είτε διότι από υπερφυσική δύναμη εμποδίζονταν οι αισθήσεις τους, ήταν κρατημένα τα μάτια τους για να μην τον αναγνωρίσουν. Και ο Ιησούς τους είπε:
ΙΗΣΟΥΣ :
Ποια είναι τα ζητήματα που συζητάτε μεταξύ σας, ενώ περπατάτε, και είσαστε σκυθρωποί;
ΚΛΕΟΠΑΣ :
Συ μόνος από τους ξένους που ήρθαν να προσκυνήσουν το Πάσχα, μένεις στην Ιερουσαλήμ και δεν έμαθες όσα έγιναν σ’ αυτή αυτές τις ημέρες;
ΙΗΣΟΥΣ :
Ποια;
ΛΟΥΚΑΣ :
Αυτά που έγιναν με τον Ιησού το Ναζωραίο, ο οποίος υπήρξε προφήτης και  αποδείχτηκε μπροστά στο Θεό και σ’ όλο το λαό  δυνατός με υπερφυσικά θαύματα και θεόπνευστη διδασκαλία.
ΚΛΕΟΠΑΣ :
Δεν έμαθες ακόμη και με ποιο τρόπο τον παρέδωσαν οι αρχιερείς και οι άρχοντές μας σε καταδίκη θανάτου και τον σταύρωσαν;
ΛΟΥΚΑΣ:
Εμείς ελπίζαμε, ότι αυτός είναι ο Μεσσίας, που πρόκειται να ελευθερώσει τον Ισραήλ και να αποκαταστήσει το βασίλειό του. Αλλά η ελπίδα μας αυτή κλονίστηκε γιατί  εκτός από τη σταύρωσή του και από όλα τα άλλα που έγιναν, είναι η τρίτη μέρα σήμερα, αφ’ ότου συνέβησαν αυτά και δεν είδαμε ακόμη τίποτε, που να στηρίξει τις ελπίδες μας.
ΚΛΕΟΠΑΣ :
Αλλά και κάτι άλλο που εν τω μεταξύ συνέβη, αύξησε την απορία μας. Μερικές γυναίκες από τον κύκλο των πιστών μαθητών του μας εξέπληξαν διότι πήγαν πολύ πρωί στο μνημείο  και αφού δεν βρήκαν εκεί το σώμα του, ήλθαν και είπαν, ότι είδαν οπτασία αγγέλων, οι οποίοι λένε, ότι ο Ιησούς ζει. Και πήγαν στο μνημείο μερικοί από τους δικούς μας (τους μαθητές) και βρήκαν τα πράγματα έτσι καθώς τα είπαν οι γυναίκες. Δηλαδή βρήκαν ανοιχτό το μνημείο , αυτόν όμως τον Ιησού δεν τον είδαν.
ΙΗΣΟΥΣ :
Ω άνθρωποι, που δεν έχετε φωτισμένο νου για να κατανοείτε τις γραφές, και που έχετε καρδιά βραδυκίνητη και δύσκολη στο να πιστεύετε σε όλα, όσα προείπαν οι προφήτες. Όλα αυτά δεν έπρεπε να τα πάθει ο Χριστός (όπως ακριβώς είχαν προφητεύσει οι προφήτες) και μέσα από τα παθήματα  αυτά να εισέλθει στη δόξα του, η οποία άρχισε με την ανάστασή του και θα ολοκληρωθεί με την ανάληψή του;
ΑΦΗΓΗΤΗΣ:
Και αφού άρχισε από τις προφητείες και από τις προεικονίσεις, που περιέχονται  στα συγγράμματα του Μωϋσή και πήρε στη συνέχεια από όλους τους προφήτες τα χωρία που αναφέρονται στο Μεσσία, εξηγούσε συνέχεια σ’ αυτούς τις προφητείες, που αναφέρονταν στον εαυτό του. Και πλησίασαν στο χωριό , που πήγαιναν οι δυο μαθητές. Και ο Ιησούς προσποιήθηκε ότι θα προχωρούσε μακρύτερα αλλ’ αυτοί τον παρακάλεσαν να μείνει μαζί τους λέγοντας : Μείνε μαζί μας γιατί σε λίγο θα βραδιάσει. Και μπήκε στο σπίτι για να μείνει μαζί τους. Και τότε συνέβη τούτο: Όταν κάθισαν μαζί στο τραπέζι για να φάνε, αφού πήρε στα χέρια του τον άρτο, ευλόγησε ευχαριστώντας το Θεό, όπως συνήθιζαν να κάνουν προ του φαγητού, και αφού τον έκοψε σε τεμάχια, έδινε σε αυτούς. Όταν δε είδαν την ευλογία και τον τεμαχισμό του άρτου να γίνεται κατά τον τρόπο, που συνήθιζε ο δάσκαλός τους (ο Χριστός), τότε με θεία ενέργεια «άνοιξαν» τα μάτια τους και αναγνώρισαν καλά αυτόν. Αλλά την ίδια στιγμή και αυτός έγινε άφαντος από μπροστά τους. Και είπαν μεταξύ τους ο ένας προς τον άλλο:
ΛΟΥΚΑΣ :
Η καρδιά μας δεν αισθανόταν μέσα μας την πνευματική φλόγα του θείου ζήλου και της αγάπης προς το Χριστό και δε ζεσταινόταν από τη θερμότητα του φωτός και της θείας αλήθειας, όταν μας μιλούσε στο δρόμο και μας εξηγούσε τις γραφές;
ΚΛΕΟΠΑΣ :
Πώς εμποδιστήκαμε λοιπόν από του να τον αναγνωρίσουμε αμέσως;
ΑΦΗΓΗΤΗΣ :
Και σηκώθηκαν αμέσως και επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ και βρήκαν μαζεμένους τους έντεκα αποστόλους και τους άλλους που ήταν μαζί τους, όλοι δε αυτοί έλεγαν ότι  πραγματικά αναστήθηκε ο Κύριος και εμφανίστηκε στο Σίμωνα. Και ο Λουκάς με τον Κλεόπα διηγούνταν  τα όσα τους συνέβησαν στο δρόμο και πώς αναγνωρίστηκε από αυτούς, όταν έκοβε σε τεμάχια τον άρτο.

ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
(Πράξεις των αποστόλων Ε΄ 12 – 16)

12 Από τα χέρια των Αποστόλων γίνονταν συνεχώς πολλά θαύματα, που έδειχναν την αλήθεια της διδασκαλίας των και λόγω του εξαιρετικού χαρακτήρα τους προκαλούσαν κατάπληξη μεταξύ του λαού. Και μαζεύονταν όλοι μαζί και με μια καρδιά στη στοά του Σολομώντος.
13
Από τους υπόλοιπους δε, που δεν είχαν πιστέψει, κανείς δεν είχε  την τόλμη να ανακατευτεί με αυτούς και να αστειευτεί μαζί των και να τους συμπεριφερθεί σαν σε συνηθισμένους ανθρώπους του δρόμου, αλλά ο πολύς λαός τους τιμούσε και τους εγκωμίαζε.
14
Ολοένα δε και περισσότερο προσελκύονταν πλήθη ανδρών και γυναικών, οι οποίοι  επροστίθεντο στον αριθμό των πιστών.
15
Τόσο πολύ σεβόταν αυτούς ο λαός, ώστε έβγαζαν από τα σπίτια των στις πλατείες τους ασθενείς και τους έβαζανπάνω σε πολυτελή κρεβάτια οι πλουσιότεροι και σε φτωχικά και πρόχειρα φορεία οι φτωχότεροι, με σκοπό, όταν θα περνούσε από το πλήθος εκείνο ο Πέτρος, να πέσει έστω και η σκιά του  σε κάποιον από τους ασθενείς αυτούς για να τον θεραπεύσει.
16
Μαζευόταν δε στην Ιερουσαλήμ και το πλήθος των κατοίκων των γειτονικών πόλεων και έφερναν κάθε είδους ασθενείς, καθώς και ανθρώπους, που ενοχλούνταν από πνεύματα ακάθαρτα, οι οποίοι θεραπεύονταν όλοι.

Απαντώ με τις κατάλληλες λέξεις:

Γίνονταν πολλά από τα χέρια των Αποστόλων:   ——-
Αυτά που έκαναν οι απόστολοι προκαλούσαν στο λαό…:   ———
Εκεί μαζεύονταν όσοι πίστευαν στο Χριστό:…—-  ———-
Αυτό έκανε ο πολύς λαός για τους αποστόλους:…——- &———
Πίστευαν στο Χριστό όλο και περισσότεροι…:   ——&——–
Τους θεράπευαν όλους οι απόστολοι:   ——–
Έκανε θαύματα ακόμη και η … του Πέτρου:…—-
Και από αυτές έρχονταν κάτοικοι για να θεραπευτούν:…———-  ——
Όσοι  πήγαιναν στους αποστόλους θεραπεύονταν…:…—-

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

1η Ποιος έδινε τη δύναμη στους Αποστόλους να κάνουν τέτοια θαύματα;
2η Γιατί οι απόστολοι δε φοβόντουσαν τώρα τους Γραμματείς και Φαρισαίους μήπως τους πιάσουν και τους κάνουν τα ίδια που έκαναν και στο Χριστό;

Ο ΠΕΤΡΟΣ ΘΕΡΑΠΕΥΕΙ ΤΟ ΧΩΛΟ
(Πράξεις των Αποστόλων Κεφ. Γ΄ στ. 1-11)

1 Μια από τις μέρες αυτές (μετά την ανάσταση του Χριστού) ανέβαιναν μαζί στο ιερό ο Πέτρος και ο Ιωάννης κατά την ενάτη ώρα της προσευχής (δηλαδή κατά τις τρεις το μεσημέρι).
2
Τη στιγμή εκείνη έφεραν στα χέρια κάποιον άνθρωπο, που ήταν Κουτσός από την κοιλιά της μητέρας του (δηλ. είχε γεννηθεί κουτσός) και τον οποίο έβαζαν κάθε μέρα στην πόρτα του ιερού περιβόλου του ναού, η οποία ονομαζόταν Ωραία, για να ζητά ελεημοσύνη από εκείνους, που έμπαιναν στο ιερό.
3
Αυτός δε, όταν είδε τον Πέτρο και τον Ιωάννη, που επρόκειτο να μπουν στο ιερό, ζητούσε να πάρει και από αυτούς ελεημοσύνη.
4
Τότε ο Πέτρος και ο Ιωάννης τον κοίταξαν και ο Πέτρος είπε: Κοίταξέ μας προσεκτικά.
5
Ο Κουτσός τους κοίταξε με ενδιαφέρον περιμένοντας να πάρει κάποια ελεημοσύνη από αυτούς.
6
Και ο Πέτρος του είπε: «Ούτε αργυρά ούτε χρυσά νομίσματα έχω. Εκείνο που έχω, αυτό και σου δίνω.  Στο όνομα του Ιησού Χριστού του Ναζωραίου, σήκω όρθιος και περπάτα».
7
Και αφού τον έπιασε από το δεξί χέρι τον σήκωσε όρθιο. Αμέσως τότε στερεώθηκαν τα πόδια του και οι αστράγαλοί του.
8
Και γεμάτος χαρά ο πρώην κουτσός σηκώθηκε από τη θέση του με πηδήματα και στάθηκε όρθιος και βάδιζε ελεύθερα. Και μπήκε μαζί με τους αποστόλους στο ιερό περπατώντας ελεύθερα και πηδώντας και δοξάζοντας το Θεό , που τον θεράπευσε.
9
Και όλος ο λαός, που ήταν εκεί, τον είδε  να περπατάει και να υμνεί το Θεό.
10
Και τον εξέταζαν με περιέργεια και πείθονταν , ότι ήταν πράγματι αυτός, που καθόταν πλησίον της ωραίας πύλης του ιερού και ζητούσε κάθε μέρα ελεημοσύνη. Και θαμπώνονταν από τον υπερβολικό θαυμασμό τους και έμεναν εκστατικοί από αυτό που έγινε.
11
Ενώ δε ο θεραπευμένος χωλός δεν αποχωριζόταν τον Πέτρο και τον Ιωάννη, αλλά γεμάτος από ευγνωμοσύνη ακολουθούσε αυτούς,  έτρεξε μαζί προς αυτούς όλος ο λαός, που είχε έλθει τη στιγμή εκείνη για να προσευχηθεί και μαζεύτηκε στην κάμαρα του ιερού που ονομαζόταν στοά του Σολομώντος, γεμάτος από θαυμασμό και κατάπληξη.

Απαντώ με τις κατάλληλες λέξεις:

Οι δύο απόστολοι:   —— &   ——-
Εκεί πήγαιναν οι δύο απόστολοι:   —-
Ο λόγος που πήγαιναν:   ——–
Έτσι λεγόταν η ώρα τρεις το μεσημέρι:   —–
Ήταν ο άνθρωπος που συνάντησαν στην είσοδο:   —–
Τη ζητούσε ο άνθρωπος αυτός από τους περαστικούς:   ———-
Τέτοια  νομίσματα δεν είχε ο Πέτρος:   —— &   —–
Έδωσε ο Πέτρος αντί για ελεημοσύνη:   ——–
Ήταν αυτό που έκανε ο Πέτρος:   —–
Το όνομα με τη δύναμη του οποίου θεραπεύτηκε ο κουτσός:   ——  ——-
Έτσι στάθηκε ο κουτσός μόλις έγινε καλά:   ——
Αυτό έκανε ο κουτσός μόλις έγινε καλά:   ——  —  —
Ο λαός που είδε το θαύμα ένιωθε…:   ——–& ———

Πριν την ανάσταση του Χριστού είδαμε τον Πέτρο να είναι πολύ φοβισμένος και να αρνείται τρεις φορές το Χριστό λέγοντας ότι δεν τον γνωρίζει καθόλου. Στο παραπάνω γεγονός, που συνέβη μετά την ανάσταση του Ιησού, τον βλέπουμε να περπατά με θάρρος στο ναό μπροστά στους Ιουδαίους και μάλιστα να κάνει ένα θαύμα στο όνομα του Ιησού χωρίς να φοβάται καθόλου μήπως τον πιάσουν οι Ιουδαίοι (πράγμα που στη συνέχεια έγινε).

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

1. Πώς εξηγείς το θάρρος και την αφοβία  του Πέτρου;
2. Γιατί ο Ιησούς Χριστός έδωσε τη δύναμη στον Πέτρο να κάνει ένα τέτοιο μεγάλο θαύμα ενώ αυτός τον είχε αρνηθεί;
3. Η αλλαγή στη συμπεριφορά του Πέτρου αλλά και η θαυματουργική δύναμη που έχει τι επιβεβαιώνουν για το Χριστό;

ΕΡΓΑΣΙΑ: Μάθε και διηγήσου με λίγα λόγια το παραπάνω θαύμα.

Ο ΠΕΤΡΟΣ ΑΝΑΣΤΑΙΝΕΙ ΤΗΝ ΤΑΒΙΘΑ
(Πράξεις των αποστόλων Κεφ. Θ΄, στ. 36-43)

36 Στην Ιόππη υπήρχε κάποια μαθήτρια του Κυρίου, που λεγόταν Ταβιθά. Το όνομα δε αυτό μεταφράζεται στην ελληνική Δορκάς. Αυτή ήταν γεμάτη από αγαθοεργίες και ελεημοσύνες,    που έκανε συνεχώς.
37
Συνέβη δε κατά τις μέρες εκείνες να ασθενήσει αυτή και να πεθάνει. Αφού δε την έλουσαν και την ετοίμασαν, την έβαλαν στο επάνω διαμέρισμα της οικίας.
38
Εφ’ όσον δε η πόλη Λύδδα ήταν κοντά στην Ιόππη, σαν άκουσαν οι μαθητές ότι ο Πέτρος είναι στην πόλη αυτή του έστειλαν δυο άνδρες και τον παρακαλούσαν να μην αργήσει να έλθει σ’ αυτούς.
39
Πραγματικά ο Πέτρος σηκώθηκε και πήγε μαζί με τους δυο αυτούς απεσταλμένους. Όταν έφθασε στην Ιόππη, τον ανέβασαν στο πάνω μέρος του σπιτιού. Κι εκεί παρουσιάστηκαν σ’ αυτόν όλες οι χήρες κλαίγοντας για το θάνατο της Ταβιθά και δείχνοντας τα πουκάμισα     και τα πανωφόρια, όσα τους έφτιαχνε, όταν ήταν μαζί τους ζωντανή η Δορκάς.
40
Αφού δε ο Πέτρος τους έβγαλε όλους έξω από το δωμάτιο που ήταν η νεκρή, γονάτισε και προσευχήθηκε. Και κατόπιν στράφηκε προς το νεκρό σώμα και είπε: «Ταβιθά, ανάστηθι» (δηλ. Ταβιθά, σήκω επάνω). Αυτή δε άνοιξε τα μάτια της και όταν είδε τον Πέτρο από ξαπλωμένη, που ήταν, ανασηκώθηκε καθιστή στο κρεβάτι της.
41
Της έδωσε ο Πέτρος το χέρι και την σήκωσε όρθια. Μετά φώναξε τους χριστιανούς και ιδιαιτέρως τις χήρες και τους την παρουσίασε ζωντανή.
42
Έγινε δε γνωστό  το θαύμα αυτό σε όλη την πόλη της Ιόππης και πολλοί πίστεψαν στο Χριστό.

Απαντώ με τις κατάλληλες λέξεις:

Η πόλη στην οποία έγινε το θαύμα:   —–
Έτσι λεγόταν η μαθήτρια του Χριστού που πέθανε:   ——
Το όνομα της μαθήτριας αυτής στην ελληνική γλώσσα:   ——
Τα έργα που έκανε η Ταβιθά:   ———–, ———–
Η Ταβιθά αρρώστησε και…:   ——
Η πόλη που βρισκόταν ο Πέτρος τις μέρες εκείνες:   —–
Αυτοί πήγαν για να ειδοποιήσουν τον Πέτρο:   — ——
Παρουσιάστηκαν στον Πέτρο κλαίγοντας:   —–
Έδειχναν στον Πέτρο αυτά που τους έφτιαχνε η Ταβιθά:   ———,———
Αυτό έκανε ο Πέτρος μόλις έβγαλε όλο τον κόσμο από το δωμάτιο:   ——– και ————
Η φράση που είπε για να αναστήσει εκ νεκρών την Ταβιθά:   ——  ——–
Όταν το θαύμα έγινε γνωστό πολλοί πίστεψαν στο…:   ——
Με την ανάσταση της Ταβιθά ο Χριστός νίκησε και πάλι το…:   ——

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

1η Γιατί ο κόσμος αγαπούσε τόσο πολύ την Ταβιθά;
2η Γιατί κάλεσαν τον Πέτρο; Τι πίστευαν ότι μπορούσε να κάνει αφού η Ταβιθά είχε πια πεθάνει;
3η Ποιο πρόσφατο μεγάλο θαύμα του Χριστού έκανε τους χριστιανούς να πιστεύουν ότι η Ταβιθά μπορούσε να αναστηθεί;
4. Ερ. Γιατί ο Πέτρος γονάτισε και προσευχήθηκε πριν αναστήσει την Ταβιθά;
5. Ερ. Ποια άλλα θαύματα του Χριστού γνωρίζεις που αφορούν ανάσταση νεκρών;

ΕΡΓΑΣΙΑ: Μάθε και διηγήσου με λίγα λόγια το παραπάνω θαύμα.

Αφήστε μια απάντηση