Μέγαρα – Ιστορικά

ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ

Ονομασία της πόλης
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η πόλη μας μετρά πολλούς αιώνες ιστορικής παρουσίας. Το ίδιο ισχύει και για το όνομά της, το οποίο της είχε αποδοθεί ήδη από τα προϊστορικά χρόνια. Γιατί όμως δόθηκε αυτή η ονομασία στην πόλη μας; Ποιοι μύθοι, δοξασίες ή μήπως αληθινά ιστορικά γεγονότα συνέβαλαν στην επιλογή και επικράτηση αυτού του τοπωνυμίου; Μια πρώτη απάντηση στα ερωτήματα αυτά μας παρέχει η μυθολογία. Σύμφωνα με το μύθο η πόλη ονομαζόταν αρχικά Νίσα από το όνομα του Νίσου, του βασιλιά της. Στη συνέχεια όμως μετονομάστηκε σε “Μέγαρα” ως ένδειξη τιμής στον ήρωα Μεγαρέα. Ποιος ήταν όμως ο Μεγαρέας και ποιες οι ηρωικές πράξεις του για τα Μέγαρα; Στο σημείο αυτό ερχόμαστε αντιμέτωποι με δύο εκδοχές του μύθου, μια Μεγαρική και μια Βοιωτική. Ο Παυσανίας αναφέρει ότι κατά τους Βοιωτούς ο Μεγαρέας ήταν γιος του Ποσειδώνα, ενάρετος και ικανός πολεμιστής. Ο ήρωας αυτός αρχικά ζούσε στη Βοιωτία, όμως ένα σημαντικό γεγονός τον οδήγησε στην πόλη που έμελλε να πάρει το όνομά του. Ειδικότερα, όταν στα Μέγαρα βασίλευε ο Νίσος, ο βασιλιάς της Κρήτης Μίνωας εκστράτευσε εναντίον του. Ο Μίνωας έφτασε με μεγάλη ναυτική και στρατιωτική δύναμη έξω από την πόλη και ξεκίνησε μια τρομερή πολιορκία που έφερε τους κατοίκους σε εξαιρετικά δεινή θέση. Τότε ο Μεγαρέας βλέποντας την επικείμενη ήττα του βασιλιά Νίσου, οργάνωσε ισχυρό στρατό από Βοιωτούς και έσπευσε να ενισχύσει τους πολιορκού-μενους Μεγαρείς. Πράγματι, η ενίσχυση που πρόσφερε στην πόλη, στρατιωτική και ηθική, εκείνη την κρίσιμη στιγμή ήταν σημαντική. Ωστόσο κατά τη διάρκεια μιας μάχης με τους Κρήτες  ο Μεγαρέας τραυματίστηκε θανάσιμα. Τότε, όπως αναφέρει η βοιωτική παράδοση, οι Μεγαρείς νια να τον τιμήσουν έθαψαν το σώμα του  στη πόλη τους κι επιπλέον έδωσαν σε αυτή το όνομα του νεκρού ήρωα. Σύμφωνα τώρα με τη μεγαρική εκδοχή του μύθου, η ονομασία της πόλης αποδίδεται πάλι στον Μεγαρέα, όμως μέσα σε ένα διαφορετικό μυθολογικό πλαίσιο. Ο Αριστοτέλης στα “Μετεωρολογικά” του αναφέρει ότι “περί την Ελλάδα την αρχαία” ο Δίας πραγματοποίησε μεγάλο κατακλυσμό, γνωστό ως κατακλυσμό του Δευκαλίωνα. Από αυτή την καταστροφή ελάχιστοι επιβίωσαν, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο Μεγαρέας. Αυτός  επέζησε, γιατί καθώς κολυμπούσε παρατήρησε ένα κοπάδι γερανών και το ακολούθησε. Τα πουλιά τον έσωσαν οδηγώντας τον στην κορυφή ενός βουνού που είναι γνωστό ως τις μέρες μας εξαιτίας αυτού του μυθικού περιστατικού ως “Γεράνεια”. Άλλη μεγαρική παράδοση αναφέρει ότι ο Μεγαρέας παντρεύτηκε την κόρη του Νίσου, τον οποίο διαδέχτηκε στον θρόνο. Σύμφωνα με τον Παυσανία, από αυτόν τον γάμο ο Μεγαρέας απέκτησε δύο γιους, τον Τίμαλκο και τον Ένιππο. Όμως και τα δύο του παιδιά είχαν τραγική μοίρα, καθώς ο Τίμαλκος φονεύτηκε από τον Θησέα και ο Ένιππος βρήκε τον θάνατο από το λιοντάρι του Κιθαιρώνος. Τότε ο Μεγαρέας υποσχέθηκε το χέρι της κόρης του, Εναίχμης, και τη διαδοχή στο θρόνο των Μεγάρων σε όποιον θα κυνηγούσε και θα εξόντωνε το θηρίο του Κιθαιρώνος. Αυτός που πραγματοποίησε τον άθλο ήταν ο Αλκάθους, ο οποίος διαδέχτηκε στον θρόνο τον Μεγαρέα. Στο σημείο αυτό τελειώνουν οι αναφορές στους μύθους και τις παραδόσεις και αρχίζει η αναζήτηση της προέλευσης της ονομασίας των Μεγάρων με πηγή την ιστορική πραγματικότητα.

Αρκετά πιθανή για την προέλευση του τοπωνυμίου είναι η άποψη ότι τα Μέγαρα πήραν το όνομά τους από ομώνυμα μικρά ιερά αφιερωμένα στη θεά Δήμητρα. Συγκεκριμένα, η λατρεία της Δήμητρας που αντιπροσωπεύει τη γονιμότητα και τη μυστική θεία ισορροπία ανάμεσα στη φθορά και την αναπαραγωγή είναι πανάρχαια, ιδιαίτερα εδώ, στην Αττική. Για να τιμήσουν τη θεά οι Μεγαρείς οικοδόμησαν μικρά ιερά, τα “μέγαρα”, τα οποία ήταν υπόγειοι χώροι, κατάλληλα διαμορφωμένοι για την τέλεση των μυστηρίων.
Η πιο σημαντική γιορτή που τελούσαν εκεί ήταν τα Θεσμοφόρια. Από όλες τις πόλεις που γιόρταζαν τα Θεσμοφόρια ξεχώριζαν τα Μέγαρα, η Αθήνα και η Θήβα για τη λαμπρότητα των εκδηλώσεών τους. Η γιορτή πραγματοποιούταν τον μήνα Πυανοψιώνα, [Οκτώβριος – Νοέμβριος ], που ήταν ο μήνας της σποράς και διαρκούσε τρεις μέρες. Στην τελετή συμμετείχαν μόνο γυναίκες που καλούνταν “αντλήτριαι”. Αυτές κατέβαιναν στα υπόγεια ιερά, τα “μέγαρα”, και επέστρεφαν φέρνοντας δοχεία που περιείχαν χοιρίδια, κουκουνάρια και ομοιώματα από ζυμάρι σε σχήμα φιδιών. Οι προσφορές αυτές λέγονταν θεσμοί και η αντίστοιχη γιορτή θεσμοφόρια. Έπειτα τις προσφορές τις τοποθετούσαν στο βωμό της Δήμητρας και τις αναμείγνυαν με ,τον σπόρο της νέας σποράς προσδοκώντας την ευλογία της θεάς για μια καλή σοδειά.
Τα μικρά αυτά ιερά, τα μέγαρα, πιστεύεται ότι συνδέονται άμεσα με την ονομασία της πόλης μας. Όμως, είναι εξίσου σημαντικό ότι από αυτά τα μνημεία αντλούμε πληροφορίες για τον πολιτισμό αλλά και την οικονομία των Μεγάρων κατά τη αρχαιότητα, όπως η λατρεία της Δήμητρας αποτελεί σαφές δείγμα της αγροτικής οικονομίας της περιοχής. Σε γενικές γραμμές, αυτό που παρατηρούμε είναι ότι η ύπαρξη πολλών μύθων, παραδόσεων αλλά και ιστορικών τεκμηρίων διατήρησε το όνομα της πόλης μας ανέγγιχτο από το χρόνο και αποδεικνύει ότι τα Μέγαρα διακρίνονται για το πλούσιο πολιτιστικό και ιστορικό τους υπόβαθρο. Αυτή είναι η κληρονομιά του τόπου μας που εμείς οι νεότεροι οφείλομε όχι μόνο να την γνωρίζουμε και να τη συντηρούμε αλλά και να την εμπλουτίζουμε με νέες δραστηριότητες. Μέλημά μας πρέπει να είναι όχι μόνο η πίστη στο παρελθόν αλλά και η φροντίδα για το μέλλον της πόλης μας.

Η Δωρική καταγωγή των Μεγαρέων
Σύμφωνα με αρχαιολογικά ευρήματα, που ανακαλύφθηκαν στην περιοχή Παλαιόκαστρο και χρονολογούνται το 1200 π.Χ., τα Μέγαρα κατοικούνταν κατά την Μυκηναϊκή εποχή. Μάλιστα, αυτή την περίοδο  αναφέρεται ότι υπήρξαν και εγκαταστάσεις Βοιωτών στη μεγαρική γη. Όμως, ο οικισμός αυτός δέχθηκε τις συνέπειες των δωρικών επιδρομών. Η κάθοδος των Δωριέων υπολογίζεται χρονικά ότι έγινε γύρω στο 1100 π.Χ. Το σημαντικό αυτό γεγονός σημάδεψε την γενικότερη ιστορική πορεία των Μεγάρων. Η μετακίνηση των Δωριέων στην Πελοπόννησο είχε τον χαρακτήρα στρατιωτικής επιχείρησης, όπως αναφέρει η Άννα Ραμού- Χαψιάδη. Από τον Ηρόδοτο [στ. 26 2- 5] αντλούμε μια ερμηνευτική εκδοχή για την κάθοδο των δωρικών πληθυσμών. Σύμφωνα με αυτή, οι Δωριείς, που το όνομα τους είναι εθνικό και δηλώνει τους κατοίκους της Δωρίδας, σχηματίστηκαν λίγο πριν το τέλος της Μυκηναϊκής εποχής από μια φυλετική ομάδα, που κατοικούσε στην Μακεδονία και είχε επικεφαλής το γένος των Ηρακλειδών. Συγκεκριμένα, ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι μετά τη δολοφονία του Ύλλου, που επιχείρησε να ανακτήσει την πατρική βασιλεία, οι αδελφοί του κατέφυγαν στους Δωριείς με την υποχρέωση να μην επιστρέψουν αν δεν παρέλθουν 100 χρόνια. Όταν πέρασε αυτό το διάστημα οι Ηρακλειδές Τήμενος, Κρεσφόντης και Αριστόδημος και οι δύο γιοι του Αιγιμιού, Πάμφυλος και Δύμας συγκέντρωσαν στράτευμα και με τη βοήθεια του Όξυλου από την Αιτωλία, ξεκίνησαν το κατακτητικό τους έργο. Από το Ρίο πέρασαν στην Πελοπόννησο , την οποία κατέλαβαν κατά το μεγαλύτερο μέρος της . Στόχος  βασικός των Δωριέων ήταν η κατάληψη των μυκηναϊκών κέντρων, των οποίων η αίγλη και η ισχύς είχαν πια οριστικά παρέλθει. Το έργο της κατάκτησης ήταν σχετικά εύκολο για τους Δωριείς καθώς η αριθμητική τους υπεροχή και η επιθετική τους ορμή δεν  μπορούσε να αναχαιτιστεί από τον αμυνόμενο, παρηκμασμένο πια Μυκηναϊκό πληθυσμό. Ως αποτέλεσμα οι Δωριείς κατέλαβαν την Τίρυνθα, το ‘Αργος, την κοιλάδα του Ευρώτα, την πεδιάδα του Παμίσου , την Κορινθία και το επίκεντρο του Μυκηναϊκού πολιτισμού, τις Μυκήνες. Από την πορεία που ακολούθησαν οι Δωριείς και από τον τρόπο κατάληψης των περιοχών αυτών αντιλαμβανόμαστε ότι έδρασαν διασπασμένοι σε ομάδες. Οι Δωριείς που είχαν αρχηγό τον Τήμενο κατέλαβαν την Επίδαυρο την Τροιζήνα, τη Φλιασία και την Σικυώνα. Η ομάδα του Κρεσφόντη και του Αλήτη κατέλαβαν γύρω στο 1050 π.Χ τα Μέγαρα. Ακολουθεί η δημιουργία και η οργάνωση των μεγαρικών κωμών όπως το Ηραίον, ο Τριποδίσκος, το Πειραίον. Μετά την επιτυχή κατάληψη των Μεγάρων η ίδια ομάδα Δωριέων επεχείρησε να καταλάβει ολόκληρη την Αττική, όμως η απόπειρα αυτή δεν είχε επιτυχή έκβαση. Μετά την κατάληψη των Μεγάρων από τους Δωριείς ο πληθυσμός της πόλης αναμίχθηκε και ανανεώθηκε. Οι ήδη εγκατεστημένοι κάτοικοι δέχθηκαν τους Δωριείς ως συνοίκους και μαζί ανέπτυξαν μια νέα νοοτροπία και μια νέα πολιτιστική πραγματικότητα. Τα δωρικά στοιχεία της Μεγαρικής ταυτότητας είναι εμφανή για πολλούς αιώνες. Ακόμα και σήμερα στη χρήση της γλώσσας μας διακρίνεται το Μεγαρικό ιδίωμα του οποίου η προέλευση είναι σαφώς δωρική.

Τα Μέγαρα ως Άστυ: Η οικονομία και η κοινωνία των Μεγάρων κατά την αρχαιότητα
Αν επιχειρήσει κανείς να ερευνήσει την ιστορία μιας ελληνικής πόλης κατά την αρχαιότητα πρέπει, προκειμένου να την κατανοήσει σε βάθος, να αναζητήσει την κοινωνική  της πραγματικότητα και τους ρυθμούς  της οικονομικής της ζωής. Αν ο ερευνητής κατορθώσει να συγκεντρώσει τα κατάλληλα στοιχεία, τότε θα μπορέσει να αναπαραστήσει  το ιστορικό παρελθόν, τον πολιτισμό, ακόμα και την καθημερινότητα των κατοίκων της πόλης αυτής. Πώς όμως μπορούμε να επιτύχουμε την αναπαράσταση του παρελθόντος; Η απάντηση είναι μέσα από τα κείμενα αρχαίων συγγραφέων, από μνημεία που έχουν έρθει στο φως , αλλά και από συγκρίσιμα κοινά στοιχεία με άλλες πόλεις της αρχαιότητας .

Ο Αριστοτέλης στα «Πολιτικά» του [1252 b 28-31] χαρακτηρίζει την «πόλιν» ως  σύνθετη από κώμες κοινωνία, την οποία οι άνθρωποι συγκρότησαν  αρχικά από την ανάγκη τους να επιβιώσουν και στη συνέχεια για να αποκτήσουν ποιότητα ζωής. Η ανάγκη αυτή υπήρξε ο δυναμογόνος εκείνος παράγοντας που προκάλεσε τη δημιουργία του κοινωνικού εκείνου μορφώματος που αποκαλούμε πόλη – κράτος. Η πόλη -κράτος  διακρίνεται όχι μόνο για την πολιτική και κοινωνική, αλλά και για την οικονομική, πολιτιστική της  υπόσταση. Οι κάτοικοι των πόλεων αυτών έχουν ομοιογένεια, κοινή νοοτροπία, κοινές αντιλήψεις, κι αυτό είναι ένα στοιχείο διαχρονικό για την πόλη των Μεγάρων.

Η πόλη – κράτος αποτελείται από τον οικισμό που θεωρείται ως το επίκεντρο, ενώ περιφερειακά εντοπίζουμε τις κώμες. Αυτές αναπτύσσονται παράλληλα με τον οικισμό και εξαρτώνται άμεσα από αυτόν. Ο οικισμός διαχωρίζεται από την ύπαιθρο και τις κώμες με τείχη, τα οποία εξασφαλίζουν την αυτονομία της πόλης  και την προστατεύουν. Σε περίοπτη θέση του οικισμού βρίσκεται η ακρόπολη , το κέντρο της άμυνας και της πολιτικής ζωής.

Το μεγάλο ζητούμενο της πόλης – κράτους είναι η αυτάρκεια. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη μια πόλη για να είναι αυτάρκης πρέπει να διαθέτει στον κοινωνικό της κορμό: γεωργούς [πρωτογενή οικονομία], τεχνίτες [βιοτεχνία], οπλίτες [για να εγγυώνται την αυτονομία ] και ιερείς [για να διατηρούνται τα τοπικά ήθη και έθιμα]. Όσον αφορά την πόλη των Μεγάρων , η οικονομική και κοινωνική τους πραγματικότητα υπήρξε πολυδιάστατη. Ασχολίες όπως το εμπόριο, η γεωργία, η αλιεία, η υφαντουργία, η κεραμική, η βιοτεχνία γενικότερα  δημιουργούν  ένα πολυσύνθετο πολιτιστικό μωσαϊκό. Από το βιβλίο της Α. Ραμού – Χαψιάδη, «Από τη φυλετική κοινωνία στην πολιτική» πληροφορούμαστε ότι  οι κάτοικοι των  Μεγάρων ασχολούνταν σε μεγάλο βαθμό με το εμπόριο και τη Ναυτιλία. Προς αυτή την κατεύθυνση τους ώθησαν η σχετικά άγονη γη τους σε συνδυασμό με την  καίρια θέση που βρίσκονταν τα Μέγαρα. Από την πόλη αυτή περνούσαν όλοι οι δρόμοι από τη βόρειο Ελλάδα προς την Πελοπόννησο , ενώ τα δύο λιμάνια, η Νίσαια στο Σαρωνικό και οι Παγές στον Κορινθιακό διευκόλυναν το εμπόριο με την Ανατολή και τη Δύση.

Το εμπόριο για την οικονομία εκείνης της εποχής, όπως και κάθε εποχής, υπήρξε παράγοντας ζωτικής σημασίας. Το πλεόνασμα της τοπικής παραγωγής διοχετευόταν με τα πλοία αρχικά στα ελληνικά λιμάνια και αργότερα και στις μεγαρικές αποικίες. Όμως τα Μέγαρα είχαν να αντιμετωπίσουν ισχυρό ανταγωνισμό. Στον Σαρωνικό κυριαρχούσε το μεγάλο και πλούσιο λιμάνι του Πειραιά και στον Κορινθιακό η Κόρινθος είχε αναδειχθεί σε μεγάλο εμπορικό σταθμό και άκμαζε στο εξαγωγικό και διαμετακομιστικό  εμπόριο.

Από την άλλη πλευρά, η κοινωνική ιεραρχία στα Μέγαρα δεν  αποκλίνει σημαντικά από αυτή των άλλων ελληνικών πόλεων-κρατών. Ανακαλύπτουμε και εδώ τις ίδιες διακρίσεις. Στην ανώτερη βαθμίδα τοποθετούνται οι ελεύθεροι πολίτες με τα πολιτικά τους δικαιώματα. Αν τα δικαιώματα αυτά ήταν περιορισμένα ή σημαντικά, αυτό εξαρτιόταν από την εκάστοτε  επιλογή και εφαρμογή του ανάλογου πολιτεύματος. Στη συνέχεια, ακολουθούν οι περίοικοι. Αυτοί ήταν ελεύθεροι, αλλά χωρίς πολιτικά δικαιώματα, οι οποίοι εργάζονταν είτε ως τεχνίτες είτε ως γεωργοί σε κτήματα των πολιτών. Συνήθως κατοικούσαν γύρω από την πόλη. Τέλος στο χαμηλότερο κοινωνικό κλιμάκιο συναντάμε τους δούλους. Αυτοί δεν κατέχουν απολύτως κανένα δικαίωμα , απλά αποτελούν εμπορεύσιμο είδος ή χαρακτηρίζονται ως κινητή περιουσία που ανά πάσα στιγμή μπορούσε να εκποιηθεί ανάλογα με τις οικονομικές ανάγκες του ιδιοκτήτη.

Αναφορικά τώρα με τον πληθυσμό των Μεγάρων κατά την αρχαιότητα, πάλι θα συμβουλευτούμε ως πηγή τον πανεπιστήμονα Αριστοτέλη. Αυτός διατείνεται ότι μια ‘πόλις’ πρέπει να έχει τόσο πλήθος , όσο χρειάζεται για να διατηρεί την αυτάρκειά της. Σε ένα χωρίο των Πολιτικών [1267 b 23-30] αναφέρει ενδεικτικά ορισμένες πόλεις και συγχρόνως τον πληθυσμό τους. Ανάμεσα σε αυτές περιλαμβάνονται και τα Μέγαρα με πληθυσμό 5.000-10.000 κατοίκους, αριθμός ιδανικός για την επίτευξη της αυτάρκειας. Εξάλλου, ας μη λησμονούμε ότι ο αποικισμός ξεκίνησε μόλις η «χρυσή» αλλά εύκολα ανατρέψιμη ισορροπία της αυτάρκειας είχε αρχίσει να απειλείται είτε από την αύξηση του πληθυσμού είτε από κακιές εσοδείες είτε από ισχυρές πολεμικές αναμετρήσεις. Τη μέθοδο του αποικισμού ακολούθησαν και τα Μέγαρα, με πιο χαρακτη-ριστική την αποικία του Βυζαντίου.

Ένας ακόμη παράγοντας που ορίζει την πόλη – κράτος είναι η αυτονομία της, την οποία φροντίζει να καθιστά διακριτή με ποικίλα μέσα. Αρχικά, τα τείχη που περιβάλλουν τον οικισμό της πόλης αποτελούν παραδοσιακό, άμεσο και ορατό στοιχείο αυτονομίας. Το γκρέμισμα των τειχών μιας ηττημένης πόλης εκλαμβανόταν ως ένδειξη απώλειας της αυτονομίας της . Μέρος των τειχών των Μεγάρων, που έχει έρθει στο φως με ανασκαφές αποδεικνύει ότι και αυτή η πόλη υπακούει στον κανόνα των περιτειχισμένων πόλεων-κρατών.

Νομίσματα
Ένδειξη αυτονομίας θεωρείται και το γεγονός ότι κάθε πόλη κράτος έκοβε και κυκλοφορούσε το δικό της νόμισμα, που συχνά έφερε εγχάρακτα το τοπωνύμιο και κάποια σύμβολα της πόλης ή άλλοτε τη μορφή κάποιου σημαίνοντος προσώπου . Ούτε σε αυτή την περίπτωση τα Μέγαρα εξαιρούνται. Μάλιστα, από τα νομίσματα που έχουν βρεθεί αντλούμε πληροφορίες για την ιστορία και την οικονομική και κοινωνική ταυτότητα της πόλης . Για παράδειγμα οι Μεγαρείς για να τιμήσουν τον οικιστή Βύζαντα, τον ιδρυτή του Βυζαντίου, αποτύπωσαν τη μορφή του σε αργυρό νόμισμα του 7ου π.Χ. αιώνα. Σε άλλο πάλι νόμισμα απεικονίζεται ο Ευκλείδης , ο γνωστός Μεγαρέας φιλόσοφος του 5ου π.Χ. αιώνα. Άλλα νομίσματα φέρουν τη μορφή της Δήμητρας , του Απόλλωνα, του Διός σε ένδειξη αναγνώρισης των θεοτήτων αυτών ως πολιούχων των Μεγάρων. Άλλοτε πάλι, χαράζονται άλλα σύμβολα θρησκευτικής λατρείας, που αντικαθιστούν τη θεϊκή μορφή, όπως η απολλώνια λύρα ή ο τρίποδας.
Όλα αυτά όμως μας πληροφορούν σαφώς για ένα σημαντικό χαρακτηριστικό της αρχαίας μεγαρικής κοινωνίας, την ευσέβεια και την προσήλωση στην θρησκευτική λατρεία. Έπειτα, τα νομίσματα μεταφέρουν πληροφορίες για την οικονομία της πόλης. Όταν για παράδειγμα οι Μεγαρείς χαράζουν στα νομίσματα τους πλοία ή άλλα σύμβολα σχετικά με τη θάλασσα, δεν μπορούμε παρά να συνάγουμε το συμπέρασμα ότι ασχολούνταν σε μεγάλο βαθμό με την ναυτιλία και το εμπόριο, ενώ άλλοτε η μορφή της θεάς Δήμητρας πληροφορεί ότι στις βασικές τους ασχολίες περιλαμβανόταν και η γεωργία. Τα νομίσματα κάθε πόλης-κράτους και κατά συνέπεια και τα μεγαρικά, δεν διακινούνταν μόνο μέσα στα στενά πλαίσια της εσωτερικής αγοράς, αλλά και στο εμπόριο με άλλες πόλεις. Το κριτήριο που διέκρινε το νόμισμα κάθε πόλης και καθόριζε την ανταλλακτική του αξία ήταν η ποιότητα του και η περιεκτικότητα του.
Σε γενικές γραμμές η αυτονομία της πόλης αποτελεί βασικό συστατικό της ύπαρξης και της οργάνωσης της. Την αυτονομία της πόλης-κράτους πιστοποιούν εκτός από τα τείχη και τα τοπικά νομίσματα, οι πολιούχοι θεοί της, οι ιδιαίτεροι θεσμοί της, η στρατιωτική της δύναμη και το ιδίωμα στη γλώσσα ή την γραφή της [π.χ το μεγαρικό-δωρικό ιδίωμα]. Όλα αυτά τα ξεχωριστά και συχνά σπάνια στοιχεία συνδυάζονται διαφορετικά σε κάθε πόλη και αναδεικνύουν τη μοναδικότητα της . Αυτή η μοναδικότητα ενυπάρχει και ανιχνεύεται και στη Μεγαρική ιστορία.

Τα Μέγαρα ως Άστυ: Μέγαρα και πολιτική οργάνωση
Από τα πλέον σημαντικά συστατικά της πόλης – κράτους θεωρείται και το πολίτευμα, το σύστημα εκείνο που περιλαμβάνει πολιτικούς , κοινωνικούς, ακόμα και ηθικούς κανόνες και εξασφαλίζει την οργάνωση και λειτουργία της πολιτείας. Στα Μέγαρα ο διοικητικός μηχανισμός λειτουργούσε με τη συμβολή δύο σωμάτων: της Βουλής και του Δήμου, που οι Μεγαρείς, επηρεασμένοι από το δωρικό τους ιδίωμα, συνήθιζαν να αποκαλούν Δάμο. Το ανώτερο πολιτικό αξίωμα κατείχε ο βασιλιάς ή άρχων ή στρατηγός [όπως μετονομάστηκε στα χρόνια της ρωμαϊκής κυριαρχίας]. Σε συνάρτηση προς τις εξουσίες του βασιλιά υπήρχε ένα συμβουλευτικό σώμα, ένα είδος Γερουσίας, αποτελούμενη από την συναρχία των 5 δημιουργών, οι οποίοι αργότερα μετονομάστηκαν σε στρατηγούς. Κάθε πόλη – κράτος, οποιοδήποτε κι αν ήταν το πολίτευμα της είχε το Πρυτανείο, το Βουλευτήριο και την Αγορά της. Στο Πρυτανείο και στο Βουλευτήριο πραγματοποιούνταν συνελεύσεις και εκλαμβάνονταν σημαντικές πολιτικές αποφάσεις.

Από την άλλη πλευρά η Αγορά αποτελούσε το επίκεντρο της ζωής της πόλης. Εκεί οι πολίτες συγκεντρώνονταν καθημερινά, εμπο-ρεύονταν, συνομιλούσαν, ενημερώνονταν και σχολίαζαν όλες τις εξελίξεις της πόλης τους. Η Αγορά των αρχαίων Μεγάρων βρισκόταν σχεδόν στην ίδια περιοχή που βρίσκεται το εμπορικό κέντρο της σύγχρονης πόλης. Επιπλέον όπως όλες οι πόλεις , έτσι και τα Μέγαρα διέθεταν εκτός των άλλων, ιερά, δημόσια κτήρια και γυμνάσια.

Τα Μέγαρα κατά την αρχαιότητα παρουσίασαν έντονη ρευστότητα ως προς της πολιτικές τους κατευθύνσεις και επιλογές. Συγχρόνως, πολιτειακά προβλήματα απασχολούσαν συχνά τους Μεγαρείς. Στην ιστορική μας συνείδηση οι πολιτική ταυτότητα της Αθήνας ταυτίζεται με την δημοκρατία, της Σπάρτης με την ολιγαρχία, όσον αφορά όμως τα Μέγαρα δεν είναι εύκολο να καταλήξουμε σε σαφή και ασφαλή συμπεράσματα. Οι αλλαγές στο πολίτευμα ήταν συχνές και οι συνωμοσίες και οι ανατροπές υπαρκτές. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Θεαγένη. Ανέτρεψε το αριστοκρατικό πολίτευμα για να επιβάλλει τυραννίδα και στη συνέχεια , όταν άρχισε να χάνει τον συγκεντρωτικό έλεγχο της εξουσίας , ανετράπη και ο ίδιος μετά από συνωμοσία. Με άλλα λόγια, η πολιτειακή ταυτότητα των Μεγάρων παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον καθώς με πραξικοπήματα, συνωμοσίες και ανατροπές περνάμε από την αριστοκρατία στην ολιγαρχία, στην τυραννία, στην δημοκρατία. Αν επιχειρούσαμε να αποδώσουμε σε μορφή συνάρτησης αυτές τις πολιτειακές εναλλαγές, σίγουρα το αποτέλεσμα θα ήταν εντυπωσιακό. Το γεγονός ότι οι Μεγαρείς εναλλάσσουν πολιτειακά μορφώματα στην εξουσία δεν αποτελεί δείγμα πολιτικής ανωριμότητας ή απουσίας πολιτικής παιδείας. Αντίθετα, είναι πιθανό να είχαν αντιληφθεί ότι σκοπός του πολιτεύματος είναι η επιβίωση και η ευημερία της πόλης και ότι όταν ένα πολίτευμα δεν συμβάλλει δραστικά προς αυτό τον σκοπό πρέπει να αντικαθίσταται.

Κατά τη διάρκεια του 7ου αιώνα π.Χ. πραγματοποιούνται σημαντικές αλλαγές. Τα Μέγαρα συμμετέχουν στον αποικιστικό πυρετό και ιδρύουν μια σειρά από αποικίες όπως τα Μέγαρα Υβλαία στη Σικελία 728 π.Χ., την Προποντίδα 680 π.Χ., το Βυζάντιο 660 π.Χ. Αυτή η κίνηση καθιστά τα Μέγαρα ναυτική δύναμη και ανταγωνίστρια των ισχυρών ναυτικών πόλεων. Την ίδια εποχή στην εξουσία της πόλης ανέρχεται ο Θεαγένης και ακολουθεί το πραξικόπημα του γαμπρού του Κύλωνα, που είναι γνωστό ως Κυλώνειο άγος. Ο 6ος αι. χαρακτηρίζεται από συχνές και έντονες αντιπαραθέσεις στο πολιτικό σκηνικό μεταξύ ολιγαρχικών και δημοκρατικών. Ταυτόχρονα, ο ανταγωνισμός με την Αθήνα και την Κόρινθο προκαλεί περαιτέρω προβλή-ματα, που απολήγουν σε μια σειρά συρράξεων με αποκορύφωμα την προσάρτηση της Σαλαμίνας στην Αθήνα. Ωστόσο ο 6ος  αι. π.Χ., όπως αργότερα και ο 4ος π.Χ., υπήρξε για τα Μέγαρα περίοδος ακμής για τις τέχνες και τα γράμματα.

Οι Μεγαρείς θα δηλώσουν την παρουσία τους και στα Μηδικά, δηλαδή τους Περσικούς πολέμους. Ειδικότερα, έδωσαν δυναμικά το παρόν στη ναυμαχία της Σαλαμίνας με 20 πλοία και διέθεσαν 3000 οπλίτες στο πεδίο της μάχης στις Πλαταιές. Μετά τα Μηδικά, ακολουθεί η άνοδος της Αθηναϊκής ηγεμονίας, που προκάλεσε τη δημιουργία δύο αντίπαλων συνασπισμών με επίκεντρο την Σπάρτη και την Αθήνα. Τα Μέγαρα παίζουν σημαντικό ρόλο σε αυτή τη αναμέτρηση κυρίως λόγω της καίριας γεωγραφικής τους θέσης. Τόσο η Αθήνα όσο και η Σπάρτη επιθυμούν να περιλάβουν την πόλη αυτή στη σφαίρα επιρροής τους και έτσι τα Μέγαρα αναγκάζονται να προσχωρούν πότε στο ένα στρατόπεδο και πότε στο άλλο. Όταν όμως το 446 π.Χ. αποστάτησαν από την αθηναϊκή συμμαχία και προσεταιρίστηκαν την άλλοτε αντίπαλη τους Κόρινθο προκάλεσαν την εφαρμογή του Μεγαρικού ψηφίσματος, ένα είδος εμπάργκο των προϊόντων και των υπηρεσιών των Μεγαρέων στα λιμάνια και τα εμπορικά κέντρα που είχε υπό τον έλεγχο της η Αθήνα. Τα γεγονότα αυτά οδήγησαν στο ξέσπασμα του Πελοποννησιακού πολέμου, ο οποίος επηρέασε αρνητικά την ζωή και την εξέλιξη της μεγαρικής κοινωνίας. Τα σημαντικά για την οικονομία της πόλης λιμάνια Νίσαια και Μινώα καταλήφθηκαν. Η κατάσταση άλλαξε ριζικά τον 4ο  αι. π.Χ. οπότε παρατηρείται ακμή σε όλους τους τομείς και κυρίως στα γράμματα, στις τέχνες , αλλά και στην οικονομία.

Κατά τα ελληνιστικά χρόνια τα Μέγαρα περνούν υπό την δικαιοδοσία του Κάσσανδρου και το 307 π.Χ. καταλαμβάνονται από τον Δημήτριο τον Πολιορκητή. Οι συνέπειες αυτής της κατάκτησης ήταν καταστροφικές για την τοπική οικονομία, καθώς ο Δημήτριος φεύγοντας πήρε ως λάφυρο τους δούλους της πόλης, οι οποίοι αποτελούσαν το εργατικό της δυναμικό. Τέλος, το 146 π.Χ. τα Μέγαρα υποπίπτουν στην ρωμαϊκή κατάκτηση και προσαρτώνται στην αυτοκρατορία της Ρώμης. Αυτή είναι και η απαρχή μιας ραγδαίας παρακμής , που καλύπτει όλους τους τομείς και βυθίζει την πόλη στο σκοτάδι της λήθης.

ΡΩΜΑΙΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ – ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΕΠΟΧΗ
Η υποταγή των Μεγάρων στους Ρωμαίους είναι και η απαρχή μιας ραγδαίας παρακμής, που καλύπτει όλους τους τομείς και βυθίζει την πόλη στο σκοτάδι της λήθης. Οι δεσμοί με τις αποικίες (που κι αυτές υποτάσσονται στους Ρωμαίους) ξεθωριάζουν και διακόπτονται. Τα Μέγαρα την εποχή εκείνη δεν είναι πια η ένδοξη πόλη-κράτος της αρχαιότητας αλλά μια μικρή και ασήμαντη πόλη μέσα στην απέραντη ρωμαϊκή αυτοκρατορία.

ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ
Στα δύσκολα χρόνια της τουρκικής σκλαβιάς τα Μέγαρα με βασικούς συντελεστές την ορθόδοξη πίστη, την αδιάσπαστη ελληνική γλώσσα, την πλούσια παράδοση της περιοχής και φυσικά την μεγαρική ιστορία, κρατούν την ελληνικότητά τους και ξεπερνούν, εύκολα ή δύσκολα, τα βάσανα και τις συμφορές που κατά καιρούς συμβαίνουν στον τόπο τους από την καταστροφική μανία των κατακτητών (Βενετών ή Τούρκων) και την αρπακτική διάθεση των πειρατών.
Στο δεύτερο μισό του 16ου αι. είναι μια μικρή κωμόπολη με 300 ως 400 μικρά φτωχόσπιτα, τα περισσότερα πλινθόκτιστα, χτισμένα το ένα δίπλα στο άλλο, στο δυτικό λόφο του Αγίου Δημητρίου.
Μέχρι το 1715 οι Μεγαρίτες ζούσαν σε καθεστώς τριπλής απειλής και τυραννίας, δηλαδή των Βενετών, των Τούρκων και των πειρατών. Όλοι οι πόλεμοι μεταξύ Βενετών και Τούρκων στοίχησαν πολλά στους Μεγαρίτες, προπαντός αυτός που ξέσπασε το 1684 και τελείωσε το 1699, αφού το 1687 οι Βενετοί με αρχηγό το Μοροζίνη πυρπόλησαν τα Μέγαρα. Όπως μας βεβαιώνουν πολλοί ξένοι ταξιδιώτες που πέρασαν εκείνη την εποχή από τα Μέγαρα και έγραψαν σε βιβλία τις εντυπώσεις τους, οι Τούρκοι δεν τολμούσαν να μείνουν στα Μέγαρα από το φόβο των πειρατών. Με τη μεσολάβηση του Γάλλου πρόξενου στην Αθήνα οι Μεγαρίτες του παρέδιδαν μια ποσότητα σιταριού κάθε χρόνο για να μην τους ενοχλεί. Έτσι είχαν καταφέρει να ζουν ελεύθεροι αφού στα Μέγαρα ούτε Τούρκοι κατοικούσαν, ούτε πειρατές τους ενοχλούσαν. Οι Μεγαρίτες επίσης έδιναν τη μισή σοδειά τους από σιτάρι στους Τούρκους και τους πειρατές.
Την άνοιξη του 1770 ο Αλέξης Ορλόφ, αρχηγός τότε του Ρωσικού στόλου στη Μεσόγειο, παρακίνησε τους Έλληνες σε επανάσταση ενάντια στους Τούρκους, οπότε οι Μεγαρίτες ξεσηκώθηκαν με ηγέτη τον Μητρομάρα που είχε καταλάβει τη γειτονική μας Σαλαμίνα και ήταν Μεγαρίτης. Η εξέγερση απέτυχε και τα Μέγαρα πλήρωσαν την αποτυχία με μεγάλες καταστροφές.
Γύρω στο 1796 ο πληθυσμός της πόλης φτάνει τους 1500 κατοίκους περίπου (350 σπίτια), με τις συνθήκες ζωής να παραμένουν δυσμενείς. Οι κάτοικοι ζουν βασικά από τη γεωργία, καλλιεργώντας κυρίως σιτάρι.
Στις αρχές του 19ου αι. τα Μέγαρα έχουν εξελιχθεί στο μεγαλύτερο οικισμό της Μεγαρίδος, κάτι σαν το  κεφαλοχώρι της περιοχής.
Το τείχος της Αγίας Τριάδας
Λίγο πριν την επανάσταση του 1821, αρκετοί Μεγαρίτες μυούνται στη Φιλική Εταιρεία. Το 1818 αρχίζει η κατασκευή του τείχους στην Αγία Τριάδα, νοτιοανατολικά των Μεγάρων, λίγο πιο δεξιά από την Πάχη. Αποπερατώθηκε το 1823. Έχει μήκος 600 m και ύψος 4 m και πολλές πολεμίστρες. Εκεί οχυρώνονταν οι Μεγαρίτες και πολεμούσαν τους Τούρκους. (Η κεντρική πόρτα του τείχους, ξύλινη με μεγάλο πάχος και θωρακισμένη εξωτερικά με λαμαρίνα, βρίσκεται σήμερα στην είσοδο του μοναστηριού της Παναγίας της Φανερωμένης στη Σαλαμίνα.)
Η συμμετοχή των Μεγαριτών στην επανάσταση του 1821
Ο στρατηγός Μακρυγιάννης, μια από τις μεγαλύτερες μορφές του Αγώνα, στα περίφημα απομνημονεύματά του αναφέρεται επανειλημμένως στους Μεγαρίτες και στην παλικαριά τους. Χαρακτηριστικό είναι το παρα-κάτω απόσπασμα: «… Μεγάλη ‘λικρίνειαν και πατριωτισμόν είδαμε από τους Περαχωρίτες και από τους Μεγαρίτες. Έδειξαν αιστήματα πατριωτικά και φιλάνθρωπα κι έλεγαν: “Να πουληθούμεν όλοι, νόμους να κάμετε δια την πατρίδα”. Πήγαιναν νηστικοί και ξυπόλυτοι αυτείνοι και οι καημένοι αγωνισταί τους με γράμματα, όπου χρειάζονταν παντού να στέλνωμεν, κι έτρεχαν με μεγάλη προθυμίαν…».

ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ

8ος-7ος π.X. αι.: Τα Μέγαρα σπουδαία ναυτική δύναμη.

712 π.X.: Ιδρύουν τα Υβλαία Μέγαρα στη Σικελία.

657 π.Χ.: Ιδρύουν το Βυζάντιο στην Προποντίδα.

630-600 π.X.: Ο τύραννος Θεαγένης φροντίζει για την ανάπτυξη της πόλης.

598 π.X.: Οι Αθηναίοι ανακτούν τη Σαλαμίνα. (Δημιουργείται άσβεστο μίσος 6 αιώνων   μέχρι την εποχή του Αδριανού).

Περσικοί πόλεμοι: Οι Μεγαρείς πολεμούν γενναία με τριήρεις στο Αρτεμίσιο και στη Σαλαμίνα και με οπλίτες στις Πλαταιές.

464 π.X.: Έρχονται σε ρήξη με την Κόρινθο και ενώνονται με την Αθήνα.

457 π.X.: Οι Αθηναίοι τελειώνουν τα Μακρά Τείχη που ενώνουν τα Μέγαρα με τη Νίσαια αποκομίζοντας οφέλη.

446 π.X.: Επανέρχονται στο Σπαρτιατικό συνασπισμό.

432 π.X.: Ο Περικλής πείθει τους Αθηναίους και εκδίδουν το “Μεγαρικό Ψήφισμα” με το οποίο απαγορεύεται η είσοδος Μεγαριτών εντός των Μακρών Τειχών και αποκλείονται τα πλοία τους από τα αττικά λιμάνια.

Τέλη 5ου αι.: Η συμμαχία με την Κόρινθο αποτελεί μία από τις αφορμές του Πελοποννησιακού Πολέμου.

4ος  π.Χ.  αι.        :  Γνωρίζουν μεγάλη οικονομική ανάπτυξη. Σε ακμή τα γράμματα με τη “Μεγαρική Φιλοσοφική Σχολή”. Σπουδαία καλλιτεχνήματα στολίζουν την πόλη.

343 π.X.: Συμμαχούν με την Αθήνα εναντίον του Φιλίππου.

338 π.X.: Παίρνουν μέρος στη Μάχη της Χαιρώνειας αλλά υποτάσσονται στο Φίλιππο.

335 π.X.: Απονέμουν στον Μ. Αλέξανδρο τον τίτλο του “Μεγαρέως Πολίτου”.

315 π.X.: Περνούν στην εξουσία του Κασσάνδρου.

307 π.X.: Ο Δημήτριος ο Πολιορκητής διακηρύσσει την ανεξαρτησία της πόλης.

230 π.X.: Εισχωρούν στην Αχαϊκή Συμπολιτεία με τον Άρατο.

146 π.X.: Παραδίδονται στο Ρωμαίο στρατηγό Μέτελλο χωρίς αντίσταση.

48 π.Χ.: Στα χρόνια του Καίσαρα (μετά τη μάχη στα Φάρσαλα) υφίστανται μεγάλη καταστροφή.

2ος μ.Χ. αι.: Ο Αδριανός ευεργετεί την πόλη.

324 μ.Χ.: Διαδίδεται ο χριστιανισμός στην περιοχή.

395 μ.Χ.: Ο Αλάριχος με τους Γότθους καταστρέφει ολοσχερώς τα Μέγαρα.

531 μ.Χ.: Ο επίσκοπος Μεγάρων Νικίας συμμετέχει στη Δ ‘ Οικουμενική Σύνοδο.

6ος-13ος αι.: Επιδρομές Σλάβων και Φράγκων οδηγούν σε ολοκληρωτικό μαρασμό την πόλη.

Φραγκοκρατία: Αποτελούν τμήμα του Δουκάτου των Αθηνών υπό τον Φράγκο Νέριο Ατσαγιόλι.

Τουρκοκρατία: Απειλούνται από Τούρκους, Βενετούς και πειρατές, έτσι καταφεύγουν συνέχεια στα Γεράνεια όρη.

1687: Οι Βενετοί του Μοροζίνι καίνε τα Μέγαρα.

1770 Ορλωφικά: Με ηγέτη το Μητρομάρα πληρώνουν με καταστροφές την κατάληψη της Σαλαμίνας.

1818 – 1823: Χτίζουν το Τείχος της Αγίας Τριάδας. Αντιστέκονται στους Τούρκους.

1822: Αντιμετωπίζουν τμήμα της στρατιάς του Δράμαλη στα Γεράνεια Όρη.

1832: Γίνονται έδρα της Κυβέρνησης Kωλέτη, ο οποίος προτείνει τα Μέγαρα για πρωτεύουσα του νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους.

1922: Πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία ιδρύουν τη συνοικία Μελί.