Στο μουσείο αυτό, στα σπαράγματα των μαρμάρων, των φθαρμένων μορφών, των λίθων που νοητά ακόμα σηκώνουν τα βάρη των ναών, μπορεί να βρει κάθε φορά ο άνθρωπος την αρχή του ως όντος με καθαρή σκέψη, με χαρακτήρα που αντιμάχεται το απάνθρωπο όπως οι Λάπηθες τους Κενταύρους, με αίσθηση του ωραίου και να βρίσκει μια άκρη σε ένα δρόμο ιερό σαν αυτό της πομπής των Παναθηναίων αλλά και μια διάσταση διονυσιακή, όπως υπονοεί στην άκρη του αετώματος ο ίδιος ο Διόνυσος. Κι όλα τούτα να θωρούνται ζωντανά, γιατί όπως γράφει ο Byron :

Πρέπει τάχα να κλαίμε μεγαλεία χαμένα,
και ντροπή να μας βάφει αντίς αίμα, σαν πρώτα;
Όχι, όχι! Ακούγω τις ψυχές απ’ τον Άδη
σαν ποτάμι που τρέχει μακρινά, να φωνάζουν:
«Ένας μόνο ας σαλέψει ζωντανός, και κοπάδι
απ’ τη γης αποκάτου λεβεντιά ξεκινούμε.
Είναι αυτοί που κοιμούνται· εμείς ακόμα σ’ ακούμε!»