5. Τραγούδια 25η Μαρτίου

25η Μαρτίου

ΤΑ ΚΛΕΦΤΟΠΟΥΛΑ

 Μάνα μου τα , μάνα μου τα κλεφτόπουλα 

τρώνε και τραγουδάνε, άιντε πίνουν και γλεντάνε

μα ένα μικρό , ένα μικρό κλεφτόπουλο

δεν τρώει δεν τραγουδάει, αμ΄ δεν πίνει δεν γλεντάει

μόν΄ τ΄ άρματα, μόν΄ τ΄ άρματά του κοίταζε

του τουφεκιού του λέει: «Γεια σου Κίτσο μου λεβέντη»

τουφέκι μου , τουφέκι μου περήφανο

σπαθί ξεγυμνωμένο , μια χαρά ΄σουν το καημένο

πόσες φορές , πόσες φορές με γλίτωσες 

απ΄ του εχθρού τα  χέρια κι απ΄ των Τούρκων τα μαχαίρια

ΚΛΕΦΤΙΚΗ ΖΩΗ

Μαύρη μωρέ , μαύρη ζωή που κάνουμε 

μαύρη ζωή που κάνουμε , εμείς οι μαύροι κλέφτες

Με φό- μωρέ , με φόβο τρώμε το ψωμί

με φόβο τρώμε το ψωμί , με φόβο περπατάμε

Ποτέ μωρέ , ποτέ μας δεν αλλάζουμε

ποτέ μας δεν αλλάζουμε  και δεν ασπροφορούμε

Όλη μωρέ , όλη μερούλα  πόλεμο

όλη μερούλα πόλεμο , το βράδυ καραούλι

Κοντά μωρέ , κοντά στα ξημερώματα

κοντά στα ξημερώματα , γυρίζω να πλαγιάσω

Το χε- μωρέ , το χέρι μου προσκέφαλο

το χέρι μου προσκέφαλο και το σπαθί μου στρώμα

Και το μωρέ , και το ντουφέκι μου αγκαλιά

και το ντουφέκι μου αγκαλιά, σαν το παιδί η μάνα

Ο ΘΟΥΡΙΟΣ ΤΟΥ ΡΗΓΑ

Ως πότε παλικάρια , θα ζούμε στα στενά

μονάχοι σαν λιοντάρια , στις ράχες στα βουνά

Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή

παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή

Σπηλιές να κατοικούμε να βλέπουμε κλαδιά

να φεύγουμε απ΄ τον κόσμο ,για την πικρή σκλαβιά

Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή……

Να χάνουμε αδέρφια, Πατρίδα και  γονείς

τους φίλους , τα παιδιά μας και όλους τους συγγενείς

Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή…

ΣΑΡΑΝΤΑ ΠΑΛΙΚΑΡΙΑ

Σαράντα παλικάρια από την Λε –, από την Λεβαδιά

πάνε για να πατήσουνε την Τροπό –, μωρ΄ την Τροπολιτσά

Στο δρόμο που πηγαίνουνε γέροντα,  μωρ΄ γέροντ΄ απαντούν

ώρα καλή σου γέρο καλώς τα  τα – καλώς τα τα παιδιά

Που πάτε παλικάρια που πάτ΄ ωρέ – που πάτ΄ ωρέ παιδιά

πάμε για να πατήσουμε την Τροπό – μωρ΄ την Τροπολιτσά

Αέρας τα φυσάει τα πλατανό – τα πλατανόφυλλα

Θεός να τα φυλάει τα Ελληνό – τα Ελληνόπουλα

ΕΝΑ ΠΑΛΙΚΑΡΙ ΕΙΚΟΣΙ ΧΡΟΝΩΝ

Ένα παλικάρι είκοσι χρονών, 

άρματα του ζώσαν για τον πόλεμο

Πόλεμο δεν βρήκε πίσω γύρισε, 

στα μισά του δρόμου νεροδίψασε

Κι έσκυψε να πιεί νερό στο Γκιούλ – Μπακτσέ,

ε-εκεί μια σφαίρα τον ελάβωσε

πάνε πες της μάνας της βαβόγριας

και της αδερφής μου της καλόγριας

Θέλει ας βάλει μαύρα θέλει ας παντρευτεί, 

μένα με σκοτώσανε στο Γκιούλ – Μπακτσέ

ΟΛΗ ΔΟΞΑ ΟΛΗ ΧΑΡΗ

Όλη δόξα , όλη χάρη, άγια μέρα ξημερώνει

και την μνήμη σου το Έθνος, χαιρετά γονατιστό

και τα στήθη σου όλο φλόγα, με τον ήλιο σου πληρώνεις

που χρυσός με περηφάνια, περπατεί στον ουρανό

Στην Αγία Λαύρα πρώτα, τις χρυσές ακτίνες χύνει

που λεβέντες πρωτανάψαν, του πολέμου την φωτιά

την γαλάζια μας σημαία, με την χάρη της λαμπρύνει

και του Θείου Ιεράρχη, χαιρετίζει την σκιά

Ομορφιά και δόξα χύνει, όπου γης αιματωμένη

απ΄ το τιμημένο αίμα, των παιδιών της κλεφτουριάς

τ΄  Άγιο χώμα χαιρετάει και περήφανα διαβαίνει

από τα Ψαρά στο Σούλι και στο Χάνι της Γραβιάς

ΥΜΝΟΣ ΤΟΥ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΠΠΑ

Μακεδόνες εγερθείτε, να προβάλ’ η λευθεριά,

όλοι στ’ άρματα ζωστείτε, βάλτε στην τουρκιά φωτιά

στη φωνή του αρχηγού της, του Εμμανουήλ Παπά

της σκλαβιάς τις αλυσίδες, η Μακεδονία σπα

και βροντάει το καριοφίλι λάμπει, αστράφτει το σπαθί

ποιος εχθρός θ’ αποτολμήσει, στον Παπά ν’ αντισταθεί

Η Δοβίστα το Παγγαίο, Σέρραι και Χαλκιδική

με τον πρώτο των γενναίων, πολεμούν εδώ κι εκεί

τρεμοσβήνει το φεγγάρι κι ο σταυρός αναθαρρεί

την τιμή στο παλικάρι, της Δοβίστας το παιδί.

ο εχθρός αποτραβιέται, τρομαγμένος κι ερωτά;

ποιος αυτός που δεν κρατιέται, που μας σφάζει μας πατά;

Κι αποκρίνονται οι ράχες, τα λαγκάδια τα βουνά:

είναι Μακεδονομάχοι, του Εμμανουήλ Παπά

είναι γόνοι τ’ Αλεξάνδρου και του Μπέλες σταυραητοί,

είναι οι ίδιοι που τον πήγαν, στην Ασία νικητή

που για σύμβολο τους έχουν, το ή ταν ή επί τας

που ποθούν να ζήσει πάντα, ελευθέρα η Ελλάς.

Τρέμουν στον αντίλαλο τους, προαιώνιοι εχθροί

και γεμίζουν τάφους κάμπους, των απίστων οι εχθροί.

στεφανώνει τον αγώνα, η Θεά Ελευθεριά

και η μνήμη των ηρώων, θέλει ζει παντοτινά

κι απ’ της Ύδρας εκεί τον τάφο, του Εμμανουήλ Παπά

ως το θρόνο του Υψίστου, μια θερμή ευχή πετά:

“Μάνα μου Μακεδονία, ζήσε πάντα ευτυχής

(και αιώνια δοξασμένη, δάφνες νίκης να φορείς”) Χ2

ΔΕΚΑ ΠΑΛΙΚΑΡΙΑ

Δέκα παλικάρια στήσανε χορό, 

στου Καραϊσκάκη το κονάκι

πέφταν τα ντουβάρια από το χορό 

κι από τις πενιές του Μιχαλάκη

κι όλη νύχτα λέγαμε τραγούδια για τη λευτεριά

κι όλη νύχτα κλαίγαμε, γοργόνα Παναγιά

Και το βράδυ-βράδυ ήρθαν με τα μάς, 

Μάρκος Βαμβακάρης με Τσιτσάνη

σμίξαν τα μπουζούκια και ο μπαγλαμάς, 

με τον ταμπουρά του Μακρυγιάννη

κι όλη νύχτα λέγαμε τραγούδια για τη λευτεριά…

Έβαλα ένα βόλι στο καριόφυλο κι έριξα, 

τη νύχτα να φωτίσει

κι είπα να φωνάξουν το Θεόφιλο, 

τον καημό μας για να ζωγραφίσει

κι όλη νύχτα λέγαμε τραγούδια για τη λευτεριά—

ΔΩΔΕΚΑ ΕΥΖΩΝΑΚΙΑ

 Δώδεκα ευζωνάκια τ’ αποφασίσανε

(στον πόλεμο να πάνε, Παναγιά μου, 

να πολεμήσουνε) x2

Στο δρόμο που πηγαίναν στη Μαύρη θάλασσα

(κακιά φουρτούνα πιάνει, 

Παναγιά μου και σκίζει τα πανιά) x2

 

Δεν κλαίμε το καράβι, δεν κλαίμε τα πανιά

(μόν’ κλαίμε τα ευζωνάκια, 

Παναγιά μου, τα νιούτσικα παιδιά) x2

Βοήθα Παναγιά μου, να τα γλιτώσουμε

(κι όλα σου τα καντήλια, 

Παναγιά μου, θα στ’ ασημώσουμε) x2

 

Βοήθα Άγιε μου Γιώργη, καλή μας Παναγιά,

(να πάρουμε την Πόλη, Παναγιά μου 

και την Αγιά Σοφιά) x2

ΤΑ ΕΥΖΩΝΑΚΙΑ

(Στην Αγιά Σοφιά αγνάντια, βλέπω τα ευζωνάκια) x2

τα ευζωνάκια τα καημένα στους πολέμους μαυρισμένα

κλέφτικο χορό χορεύουν και τ’ αντίπερα αγναντεύουν

 

(Κι αγναντεύοντας την πόλη τραγουδούν και λένε:) x2

τούτοι είν’ οι χρυσοί της θόλοι, αχ κατακαημένη πόλη

να η μεγάλη εκκλησιά μας, πάλι θα γενεί δικιά μας

 

(στην κυρά τη Δέσποινά μας πες να μη λυπάται) x2

(στις εικόνες να μη κλαίνε, τα Ευζωνάκια μας το λένε) x2

 

(Κι ο παπάς που ‘ναι κλεισμένος μέσα στ’ Αγιο Βήμα) x2

τα Ευζωνάκια δε θ’ αργήσει, νά ‘βγει να τα κοινωνήσει

(και σε λίγο βγαίνουν τ’ Άγια μέσα σε μυρτιές και βάγια) x2

ΓΙΑ ΜΑΣ ΠΑΙΧΝΙΔΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ

(Για μας παιχνίδι ο πόλεμος και το ντουφέκι γλέντι) x2

(τα βόλια που σφυρίζουνε δεν σκιάζουν τον λεβέντη) x2

κι είναι χαρά  Πατρίδα μου για σε να πολεμήσω

(και την ζωή που μου ΄δωσες να σου την δώσω πίσω) x2

(Και στις ψηλές βουνοκορφές, την μέρα κατοικούμε) x2

(και σαν αγρίμια του βουνού, με θάρρος πολεμούμε) x2

για να σε δούμε ελεύθερη, πατρίδα αγαπημένη

(και την ζωή μας δίνουμε, Ελλάδα δοξασμένη) x2

(Τώρα, που το άδικο του εχθρού, με βασανίζει χέρι) x2

(γέροι, γυναίκες και παιδιά, θε να γενούμε ταίρι) x2

Ένας στρατός, με μια καρδιά, σε μια φωνή θ’ ακούμε.

(“Ελεύθερα πεθαίνουμε  και δούλοι εμείς δε ζούμε”!) x2

(Οι Θερμοπύλες τό ‘δειξαν, τ’ Αρκάδια, οι Μαραθώνες) x2

(και τό ‘δαν και θαμπώθηκαν χώρες, λαοί και αιώνες)  x2

Μες στην καρδιά με γράμματα, γραμμένο μυρωμένα

(πάντ’ άσβηστο, πάντ’ άγρυπνο, θα ζει το εικοσιένα) x2

ΗΡΩΕΣ

Ήρωες , άπαρτα βουνά, ήρωες με δώδεκα ζωές

κάστρα του Ολύμπου και του Παρνασσού φαντάσματα      

ήρωες μες στα χαλάσματα

Αίματα κόκκινο νερό, αίματα ποτάμι βουερό

πύρ στην Αλαμάνα και φωτιά στον Γοργοπόταμο    

και φωτιά στον Γοργοπόταμο

Θάνατος , μαύρος αδελφός, θάνατος , θα γίνω θάνατος

πύρ στην Αλαμάνα και φωτιά στον Γοργοπόταμο      

και φωτιά στον Γοργοπόταμο

Αέρας στις κορφές, μαύρο φεγγάρι στις καρδιές

έλα και πάρτη μόνος σου την Λευτεριά

(Με τραγούδια , όπλα , και σπαθιά  – έι -) X5

ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΙΝΑΣ

Κι εσείς παιδιά μωρέ κλεφτόπουλα.
παιδιά της Σαμαρίνας, μωρέ παιδιά καημένα.
παιδιά της Σαμαρίνας κι ας είστε λερωμένα.

Αν πάτε, πά – μωρ’ πάνω στα βουνά,
ψηλά στη Σαμαρίνα μωρέ παιδιά καημένα.
ψηλά στη Σαμαρίνα κι ας είστε λερωμένα.

Τουφέκια να μωρ’ να μη ρίξετε.
τραγούδια να μην πείτε μωρέ παιδιά καημένα.
τραγούδια να μην πείτε κι ας είστε λερωμένα.

Κι αν σας ρωτήσει μωρέ η μάνα μου,
η δόλια η αδερφή μωρέ παιδιά καημένα.
η δόλια η αδερφή μου κι ας είστε λερωμένα.

Μην πείτε , πεί – μωρ ‘ πως εχάθηκα.
Πως είμαι σκοτωμένος μωρέ παιδιά καημένα.
Πως είμαι σκοτωμένος κι ας είστε λερωμένα

Ο ΤΣΑΜΙΚΟΣ

Στα κακοτράχαλα τα βουνά, 

με το σουραύλι και το ζουρνά

πάνω στην πέτρα την αγιασμένη, 

χορεύουν τώρα τρεις ανδρειωμένοι

Ο Νικηφόρος κι ο Διγενής 

κι ο γιος της Άννας της Κομνηνής

Δική τους είναι μια φλούδα γης, 

μα συ Χριστέ μου τους ευλογείς

για να γλιτώσουν αυτή τη φλούδα, 

απ’ το τσακάλι και την αρκούδα

δες πώς χορεύει ο Νικηταράς 

κι αηδόνι γίνεται ο ταμπουράς

Από την Ήπειρο στον Μοριά 

κι απ’ το σκοτάδι στη λευτεριά

το πανηγύρι κρατάει χρόνια 

στα μαρμαρένια του Χάρου αλώνια

κριτής κι αφέντης είν’ ο Θεός 

και δραγουμάνος του ο λαός

Ο ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

Έστειλα δυο πουλιά στην κόκκινη Μηλιά, 

που λένε τα γραμμένα

το ’να σκοτώθηκε, τ’ άλλο λαβώθηκε, 

δεν γύρισε κανένα

Για το μαρμαρωμένο βασιλιά, 

ούτε φωνή, ούτε λαλιά

τον τραγουδάει όμως στα παιδιά, 

σαν παραμύθι η γιαγιά

Έστειλα δυο πουλιά στην κόκκινη Μηλιά, 

δυο πετροχελιδόνια

μα εκεί εμείνανε κι όνειρο γίνανε, 

και δακρυσμένα χρόνια

Για το μαρμαρωμένο βασιλιά, 

ούτε φωνή, ούτε λαλιά….

TΟ ΄21

Μου ξανάρχονται ένα – ένα ,χρόνια δοξασμένα

να ‘τανε το ΄21 , να ‘ρθει μια στιγμή

να περνάω καβαλάρης , στο πλατύ τ΄ αλώνι

και με τον  Κολοκοτρώνη , να ‘πινα κρασί

Να πολεμάω τις μέρες στα κάστρα

και το σπαθί μου να πιάνει φωτιά

και να κρατάω τις νύχτες με τ΄ άστρα

μια ομορφούλα αγκαλιά

  μου ξανάρχονται ένα – ένα , χρόνια δοξασμένα

να ‘τανε το ΄21 , να ‘ρθει μια βραδιά

Πρώτος το χορό να σέρνω, στου  Μωριά τις στράτες

και ξοπίσω μου Μανιάτες και οι Ψαριανοί

κι όταν λαβωμένος γέρνω κάτω απ΄ τους μπαξέδες

να με ραίνουν μενεξέδες, χέρια και ουρανοί

Να πολεμάω τις μέρες στα κάστρα…..

Ο ΚΑΡΑΙΣΚΑΚΗΣ

Ακου ρε γιε της καλογριάς, (ο φίλος σου είμαι ο Πανουργιάς) x2

και το δεξί σου χέρι και κείνος που καλύτερα, απ΄ ολουνούς σε ξέρει

λένε πως μπαίνεις στους  μαχαλάδες, με ντερβισάδες στήνεις χορό

και με ρωτάν και τι να πω….

Λένε πως έχεις αλισβερίσι, μ΄ Αλη-πασάδες στήνεις χορό

(και με ρωτάν και τι να πω) x2

 

Πες τους ρε φίλε Πανουργιά, (έχω και όπλα και βιολιά)x2

έχω και τουμπερλέκια 

κι όπως γουστάρω τα βαρώ και σπάω τα ζεμπερέκια

όπως τα λέω να τους τα γράψεις, όπως τα λέω  να τους τα πεις

Καραισκάκης σεβνταλής…

όπως τα λέω να τους τα γράψεις, όπως τα λέω  να τους τα πεις

Καραισκάκης σεβνταλής, Καραισκάκης μπεσαλής

 

Καραισκάκης γεια χαρά, (γεια σου ρε γέρο του Μωριά) x2

και γεια που σ΄ αγαπάνε, 

γι΄ αυτούς που δεν λυγίζουνε και που δεν προσκυνάνε

λένε για μένα τα καρακόλια, λένε για μένα χωρίς ντροπή

Μίλα κι εσύ ρε Θοδωρή…

Όπως τα λέμε να τους τα γράψεις, 

όπως τα λέμε να τους τα πεις, Καραισκάκης – Θοδωρής

Όπως τα λέμε να τους τα γράψεις, όπως τα λέμε να τους τα πεις

Κολοκοτρώνης και Γιωργής, Καραισκάκης – Θοδωρής 

 

Γεια σου ρε Ανδρούτσο γεια χαρά, (γεια σας παιδιά μ΄ αετόπουλα )x2

οπου ΄χετε αετό πατέρα, 

κι όποιος δεν εκατάλαβε, θα φύγει πέρα ως πέρα

Όπως τα λέμε να τους τα γράψεις, 

όπως τα λέμε να τους τα πεις

(Ανδρούτσος  – Γιώργης – Θοδωρής)x2

Έτσι μου είπαν να σας τα γράφω, έτσι μου είπαν λόγω τιμής

Ανδρούτσος – Γιώργης – Θοδωρής

Έτσι μου είπαν να σας τα γράψω, έτσι μου είπαν λόγω τιμής

μαζί τους ήμαστε κι εμείς, μαζί σας ήμαστε κι εμείς

ΘΑ ΒΡΕΘΟΥΜΕ ΞΑΝΑ

Εδώ θα ρίξω στη θάλασσα , 

σαν πέτρες τα χρόνια που χάλασα

Εδώ θα μου φέρει το κύμα , 

ένα γράμμα που θα έχει και ρίμα

Και θα λάμπει στο τέλος η υπογραφή

Κολοκοτρώνης , Μακρυγιάννης , Φιλική

 

       Θα βρεθούμε ξανά όταν όλα θα έχουν περάσει

      στην πατρίδα φιλιά και κουράγιο να πεις μην ξεχάσεις

Θα βρεθούμε ξανά , όταν όλοι θα έχουν αλλάξει

            στην πατρίδα φιλιά και κουράγιο να πεις μην ξεχάσεις

Θα βρεθούμε ξανά , Θα βρεθούμε ξανά

 

Εδώ αρχαία μου θάλασσα , 

που ξέρεις τι βάσανα τράβηξα

Εδώ θα μου στείλει τ΄  αγέρι , 

ένα γράμμα απ΄ τ΄  αόρατα μέρη

Ο χαμένος ο λόγος, ο πιο ζεστός ,

Σεφέρης, Κάλβος, Εμπειρίκος, Σολωμός

Θα βρεθούμε ξανά όταν όλα θα έχουν περάσει…

Ο ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ

Διάβασα ιστορία εχτές λιγάκι 

και με κλαμένα μάτια σταμάτησα να δω

τον Γεώργιο Καραϊσκάκη 

και τον σκέφτομαι και τραγουδώ

 

Της καλογριούλας γιε , έλα στα όνειρα μας

κι έτσι ματωμένος πες μας στρατηγέ

πόσο απέχει ο θάνατος απ΄ την λευτεριά μας

πόσο απέχει ο θάνατος απ΄ την λευτεριά μας

 

Σήκωνε στον πάγκο το μπαϊράκι 

και τον προσμέναν σκλάβοι μες στο Αιτωλικό

τον Γεώργιο Καραϊσκάκη 

τον αγωνιστή , τον αϊτό

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΚΑΡΑΙΣΚΑΚΗ

Στην Δόμβραινα, στο Δίστομο, η Δόξα σου θα μείνει
η Νίκη της Αράχωβας, χορός κλεφτών θα γίνει…
απ’ το φλασκί κρασί θα πιούν, θα σφάξουν τα κριάρια
θα παραβγούν στο τρέξιμο, τ’ άξια παλικάρια..

 

Βάστα καρδιά, βάστα ψυχή , βάστα Καραϊσκάκη
 μη γονατίσει ο ραγιάς, είν’ απ’ το Μαυρομάτι…

τα απροσκύνητα βουνά, γεννούν παλικαράδες
     τους Σταυραετούς της Ρούμελης, να πολεμούν Αγάδες

 

Με κλεφτοπόλεμο λυγάς, τον τούρκο τον στρατάρχη

και η ορδή του Κιουταχή, άχτι σε  έχει άχτι

σε καίει της φθίσης πυρετός, της Διμισκής βλαστάρι

μα εσύ καβάλα σ΄ άλογο,  με του Ρωμιού τη χάρη

Βάστα καρδιά…

 

Απρίλη μέρα τ΄ Άη Γιωργιού, σε βρίσκει μαύρο βόλι

στο Φάληρο αρχιστράτηγε και μένει η Ελλάδα μόνη

σε κλαιν του Βάλτου τα χωριά,  σε κλαίν καπεταναίοι

το μοναστήρι του Προυσού κι οι Κολοκοτρωναίοι

Βάστα καρδιά…

ΛΕΥΤΕΡΙΑ

Πηδάει η φωτιά κι οι σούβλες έτοιμες 

μα αυτός ολόρθος στέκει

πεθαίνει αρνούμενος τον θάνατο 

και Λευτεριά φωνάζει

 

Ελευθεριά για σένα χάνομαι 

μα θα ΄ρθουν πίσω μου άλλοι

στρατοί οι γιοι μου και τα εγγόνια μου 

και θα σε λευτερώσουν

 

Μην κλαίς κυρά και ΄γώ θα αναστηθώ 

και θα σ΄ αρπάξω πάλε

θα σπώ τις αλυσίδες της σκλαβιάς  

 θα καταλύω τα κάστρα

 

Λίγοι ήμαστε μ΄ αλίμονο στη γη 

αν ξοφληθεί η γενιά μας

στρατοί οι γιοι μου και τα εγγόνια μου 

και θα σε λευτερώσουν

ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΕΣ

Λεοντόκαρδες γυναίκες, όμορφες, δυναμικές

καπετάνισσες γενναίες, πάντοτε ηρωικές

Μπουμπουλίνα, Λασκαρίνα και Μαντώ του Μαυρογένους

πλοία δώσατε και χρήμα για τη Λευτεριά του γένους

 

Πολεμήσατε σαν άνδρες δεν σκιαχτήκατε εχθρό

λευτεριά για την Ελλάδα πάντοτε είχατε σκοπό

Μπουμπουλίνα, Λασκαρίνα και Μαντώ του Μαυρογένους…

 

Θε να μείνετε για πάντα μέσα σ’ όλων τις καρδιές

σαν παράδειγμα Ελληνίδων σε στιγμές ηρωικές

Μπουμπουλίνα, Λασκαρίνα και Μαντώ του Μαυρογένους…

ΤΟ ΦΛΑΜΠΟΥΡΟ

Είσαι το φλάμπουρο που ΄χει μεράκι του 

την έγνοια της Ελευθεριάς

σ΄ έχει ο Κολοκοτρώνης μπαϊράκι του 

κι ο καπετάνιος Ζαχαριάς

Άσπρη γαλάζια σωστή ζωγραφιά 

σαν τ΄ ουρανού το χρώμα

ξέρεις -στ΄ αλήθεια- να κάνεις θεριά 

και τους δειλούς ακόμα

 

Τι πατριώτες και τι πατριώτισσες 

θύματα πέσανε σωρό

για μια σημαία σύραν οι Σουλιώτισσες 

τον τελευταίο τους χορό

Άσπρη γαλάζια σωστή ζωγραφιά….

 

Δέσπω Σουλιώτισσα που αντιστάθηκες 

στις μαύρες σκέψεις του Αλή

για μια σημαία τότε ανατινάχθηκες 

κι ούτε το σκέφτηκες πολύ

Άσπρη γαλάζια σωστή ζωγραφιά…

ΠΕΡΗΦΑΝΟΙ ΟΛΟΙ

Ήταν μαζεμένοι όλοι μια βραδιά 

και στο τζάκι έκαιγε η φωτιά

μες στα μάτια τους φαινόταν καθαρά 

πως γι αυτούς τα χρόνια ήταν σκληρά

Περήφανοι όλοι με γενναία καρδιά 

πολεμούσαν για τη λευτεριά(2)

 

Όλοι τους καπεταναίοι κι αρχηγοί 

ήταν κλέφτες κι αρματολοί

ποτέ τους δεν σκεφτόταν φόβος τι θα πει 

και το βόλι ας έπεφτε βροχή

Περήφανοι όλοι με γενναία καρδιά 

πολεμούσαν για τη λευτεριά

και τώρα μιλούσαν πάλι για τα παλιά 

καθισμένοι γύρω απ τη φωτιά

 

Πάνω που μιλούσαν για παλικαριές 

κι είχαν δυναμώσει οι φωνές

θυμήθηκαν τα αδέρφια τους που χάθηκαν 

πολεμώντας και πικράθηκαν

Περήφανοι όλοι με γενναία καρδιά 

πολεμούσαν για τη λευτεριά

γι αυτό πολεμήσανε και φτιάξαν παιδιά  

για να ζήσουν μες στη λευτεριά

Και βγήκαν λεβέντες με γενναία καρδιά 

σαν τους πατεράδες τους κι αυτά

και πάνω σ αυτή τη σκέψη ήσυχοι

πια κοιμήθηκαν για παντοτινά

ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ

Σύμβολο είσαι λευτεριάς συ Μεσολόγγι κάστρο, 
φάρος θα είσαι στους λαούς της Ρωμιοσύνης άστρο
(Χαίρε Μεσολόγγι, του γένους η λαμπάδα, 
φώτισες τους λαούς, χαίρε Ελλάδα, Ελλάδα.)X2

Εδίδαξες τη λεβεντιά, το τι θα πει Ελλάδα, 
σε Έλληνες και φιλέλληνες,ήσουν και θα ‘σαι δάδα 

ΞΥΠΝΑ ΡΑΓΙΑ

Ραγιά, καημένε μου Ραγιά, για σήκω το κεφάλι.

Τη δόξα που ‘χες μια φορά, απόκτησέ την πάλι

(Ξύπνα, καημένε μου Ραγιά, ξύπνα να δεις τη λευτεριά.)Χ2

Διψούν οι κάμποι για νερό και τα βουνά για χιόνια

Διψούνε και για λευτεριά,οι σκλάβοι τόσα χρόνια

(Ξύπνα, καημένε μου Ραγιά, ξύπνα να δεις τη λευτεριά.)Χ2

Κοιμούμαι μ’ ένα όνειρο, ξυπνώ με μιαν ελπίδα

Να δω κι εγώ μια μέρα φως, ελεύθερη πατρίδα

(Ξύπνα, καημένε μου Ραγιά, ξύπνα να δεις τη λευτεριά.)Χ2

ΤΟ ΧΑΡΑΜΑ ΕΠΗΡΑ

Το χάραμα επήρα, του ήλιου το δρόμο
κρεμώντας τη λύρα, τη δίκαιη στον ώμο,
(κρεμώντας τη λύρα, τη δίκαιη στον ώμο

κι απ΄ όπου χαράζει, ως όπου βυθά)Χ2

 

Παράμερα στέκει, ο άντρας και κλαίει
αργά το τουφέκι, σηκώνει, και λέει
(σε τούτο το χέρι, τί κάνεις εσύ;
ο εχθρός μου το ξέρει, πως μου είσαι βαρύ)Χ2

 

Της μάνας ω λαύρα!, τα τέκνα τριγύρω
φθαρμένα και μαύρα, σαν ίσκιους ονείρου·
(λαλεί το πουλάκι , στου πόνου τη γη,
και βρίσκει σπυράκι και μάνα φθονεί)Χ2

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΟΥ ΖΑΛΟΓΓΟΥ

Έχε γεια καημένε κόσμε , έχε γειά γλυκιά ζωή

και συ δύστυχη πατρίδα  , έχε γειά παντοτινή

έχετε γεια βρυσούλες, λόγγοι βουνά ραχούλες

 

Στη στεριά δεν ζει το ψάρι, ούτ΄ ανθός στην αμμουδιά

κι οι Σουλιώτισσες δεν ζούνε, δίχως την ελευθεριά

έχετε γεια βρυσούλες, λόγγοι βουνά ραχούλες

 

Οι Σουλιώτισσες δεν μάθαν, για να ζούνε μοναχά

ξέρουνε και να πεθαίνουν, να μην στέργουν στην σκλαβιά

έχετε γεια βρυσούλες, λόγγοι βουνά ραχούλες

 

Σαν να παν σε πανηγύρι, σ΄ ανθισμένη πασχαλιά

μες τον Άδη κατεβαίνουν, με τραγούδια με χαρά

έχετε γεια βρυσούλες, λόγγοι βουνά ραχούλες

 

ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ

Άκρα του τάφου σιωπή, στον κάμπο βασιλεύει

λαλεί πουλί παίρνει σπυρί και η μάνα το ζηλεύει

Τα μάτια η πείνα εμαύρισε στα μάτια η μάνα μνέει

στέκει ο Σουλιώτης ο καλός, παράμερα και κλαίει

Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ΄ έχω  ΄γω στο χέρι

όπου συ μου γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει

ΔΕΥΤΕ ΠΑΙΔΕΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

Δεύτε παίδες των Ελλήνων, ο καιρός της δόξας ήρθε

ας φανούμε άξιοι εκείνων που μας δώσαν την αρχή

Έλληνες-Έλληνες άγωμεν, τα όπλα μας ας λάβωμεν

το αίμα των εχθρών ποταμηδόν, ας τρέξει προ ποδών

 

Ας πατήσωμεν ανδρείως, τον ζυγόν της τυραννίδος

εκδικήσωμεν πατρίδος, τόσο όνειδος αισχρόν.

 Έλληνες-Έλληνες άγωμεν….

 

Στην φωνήν της σάλπιγγος μου,

απ’ τους τάφους σας να βγείτε

την πατρίδα σας να δείτε, το πως κλαίει και θρηνεί

Έλληνες-Έλληνες άγωμεν….

 

Μην ελπίζωμεν εις ξένους, αλλά μόνο στην ανδρεία

και Ελλήνων την καρδίαν, η Πατρίς να λυτρωθεί

Έλληνες-Έλληνες άγωμεν….

 

Των Ελλήνων δεύτε παίδες, η Πατρίδα σας φωνάζει

λυτρωτές σας ονομάζει, της σκλαβιάς και του ζυγού

Έλληνες-Έλληνες άγωμεν….

 

Φθάνει πλέον η αργία και η τόση οκνηρία

Έλληνες και τυραννία, δεν ακούστηκε ποτέ

Έλληνες-Έλληνες άγωμεν….

ΖΗΤΩ Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Δύο αιώνες πέρασαν στου χρόνου τους καθρέφτες,

που πολεμούσε η Ελλάς μ΄ αρματολούς και κλέφτες.

Τότε μια χούφτα Έλληνες, με λιονταριού καρδιά,

σηκώσαν επανάσταση, σε όλο το Μοριά!

 

Ζήτω η Επανάσταση, ζήτω η Λευτεριά!

Με τον αγώνα ο Έλληνας νίκησε τα θεριά!

Ζήτω η Επανάσταση, ζήτω η Ελευθερία!

πάντα με αίμα γράφεται του κόσμου η ιστορία!

 

Διακόσια χρόνια πέρασαν, από την Άγια Λαύρα,

τα τετρακόσια της σκλαβιάς, που διώξαμε τα μαύρα!

Οι σκλάβοι ξεσηκώνονταν στου Ρήγα τη λαλιά

κι οι πολεμίστρες άστραφταν στα κάστρα τα παλιά

Ζήτω η Επανάσταση…

ΟΛΑ ΤΑ ΕΘΝΗ ΠΟΛΕΜΟΥΝ

Όλα τα έθνη πολεμούν και στους Τυράννους τους ορμούν

εκδίκησιν γυρεύουν και τους εξολοθρεύουν˙

και τρέχουν για την δόξαν με χαρά στη φωτιά

 

Έτσι κ’ εμείς, ω αδελφοί να σηκωθούμεν με ορμή

εκδίκησιν ζητούντες Τυράννους απολούντες

για την Ελευθερίαν με χαρά, μπρε παιδιά

 

Ως πότ’ ημείς υπομονή και να μη βγάνωμεν φωνή

σα να ‘μαστε δεμένοι, ζούμε τυραννισμένοι

και καταφρονημένοι στη φωτιά, μπρε παιδιά

 

Όλα τα έθνη το θωρούν και πάλ’ ευθύς το απορούν

πώς τέτοια παλληκάριαπου ‘ναι σαν τα λιοντάρια

να ζουν στην τυραννίαν˙στη φωτιά, μπρε παιδιά

 

Λοιπόν, τινάξετε για μια την τυραννίαν και σκλαβιά

παράδειγμά μας είναι των προπατόρων μνήμαι

καθώς εκείνοι ζούσαν, Στη φωτιά, μπρε παιδιά

 

Τα παλληκάρια τα καλά, ποτέ δεν στέκουν σφαλιστά

αλλά με την ανδρείαν, τινάζουν Τυραννίαν

και ζουν μ’ Ελευθερίαν στο ντουνιά, μπρε παιδιά

 

Αυτούς που βλέπετ’ αντικρύ, είναι Κονιάρηδες χοντροί

κι εσείς, μπρε παλληκάρια είστε σαν τα λιοντάρια

Κτυπάτε τους Τυράννους με χαρά στη φωτιά

ΤO ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΜΟΡΙΑ
Ένα τραγούδι θα σας πω για τον λεβέντη,
τον ασπρομάλλη μου το γέρο τον Μοριά
και βάλτε αδέρφια μου για να στηθεί το γλέντι
Τριπολιτσιώτικο κρασί και ψησταριά.
Στήσε χορό ξενητεμένε Μοραΐτη,
απόψε ας παίξουνε λαγούτα και βιολιά
και πες πως γύρισες στο πατρικό σου σπίτι
και πως σε πήρανε οι γέροι σου αγκαλιά.
Γεια και χαρά σας Μοραΐτες αδερφοί
και σεις κοπέλες γεια σας,
τη λευτεριά η Ελλάδα μας
χρωστάει στη λεβεντιά σας.
Τώρα που αίμα αδερφικό το χώμα ιδρώνει
κι η Ελλάδα πνίγει την Ελλάδα στα βουνά,
έβγα απ’ τον τάφο Θοδωρή Κολοκοτρώνη
κι αδέρφια κάνε όλους τους Έλληνες ξανά.
Τα όμορφα χρόνια τα παλιά να ξαναζήσουν
και στου Ταΰγετου την πιο ψηλή κορφή,
των πρόγονών μας οι σκιές χορό να στήσουν
και να τους λέει τ’ αγέρι ετούτη τη στροφή.
Γεια και χαρά σας Μοραΐτες αδερφοί
και σεις κοπέλες γεια σας,
τη λευτεριά η Ελλάδα μας
χρωστάει στη λεβεντιά σας.
Γεια και χαρά σας Μοραΐτες αδερφοί,
που η μάνα αν δε σας γέννα,
ούτ’ Άγια Λαύρα θα `χαμε,
ουτέ Εικοσιένα.