2. Τραγούδια 28ης Οκτωβρίου

28η Οκτωβρη – ΟΧΙ

ΒΑΖΕΙ Ο ΝΤΟΥΤΣΕ ΤΗΝ ΣΤΟΛΗ ΤΟΥ

Βάζει ο Ντούτσε την στολή του

και την σκούφια την καλή του, μ΄ όλα τα  φτερά

και μια νύχτα με φεγγάρι

την Ελλάδα πάει να πάρει, βρε τον φουκαρά

Τον τσολιά μας τον λεβέντη, βρίσκει στα βουνά

και ταράζει τον αφέντη , τον μακαρονά

– «αχ Τσιάνο , θα τρελαθώ Τσιάνο

με την Ελλάδα ποιος μου είπε να τα βάλω»

 

Ξεκινάει την άλλη μέρα ,

μα και πάλι ακούει «Αέρα»,από τον τσολιά

δρόμο παίρνει και δρομάκι

και πηδάει το ποταμάκι , ξέρει την δουλειά

Τρώει τις σφαίρες σαν χαλάζι, από τον τσολιά

   κι όλο στρατηγούς αλλάζει για να βρει δουλειά

– «αχ Τσιάνο , θα τρελαθώ Τσιάνο

και φέρε γρήγορα τα μαύρα μου να βάλω»

 

Στέλνει ο νέος Ναπολέων

μεραρχίες πειναλέων στο βουνό ψηλά,
για να βρουν τον διάβολό τους

κι ο στρατός μας αιχμαλώτους τσούρμο κουβαλά.

και οι Κένταυροι οι καημένοι, βρε τι τρομερό,

νηστικοί, ξελιγωμένοι πέφτουν στο νερό.
– «αχ! Γκράτσι, να μη σε δω Γκράτσι,

γιατί σε κάρβουνα αναμμένα έχω κάτσει»

 

Τρέχουν σαν τρελοί στους βράχους

κι από μας και τους συμμάχους τρώνε τη κλωτσιά,
και χωρίς πολλές κουβέντες

μπήκαν Έλληνες λεβέντες μεσ’ τη Κορυτσά.

μέσα στ’ Αργυρόκαστρο εμπήκε το χακί

και σημαία κυματίζει τώρα Ελληνική,
– «αχ! Τσιάνο, θα σκοτωθώ Τσιάνο,

γιατί σε λίγο και τα Τίρανα τα χάνω.»

 

Και ‘πάθαν οι καημένοι μεγάλη συμφορά

κι η Ρώμη περιμένει κι εκείνη τη σειρά.

ΚΟΡΟΙΔΟ ΜΟΥΣΟΛΙΝΙ

Με το χαμόγελο στα χείλη, 

παν οι φαντάροι μας μπροστά

και γίναν οι Ιταλοί ρεζίλι, 

γιατί η καρδιά τους δεν βαστά

 

Κορόιδο Μουσολίνι, κανένας δεν θα μείνει

εσύ και η Ιταλία, η πατρίδα σου η γελοία,

τρέμετε όλοι το χακί

Δεν έχεις διόλου μπέσα κι όταν θα μπούμε μέσα

ακόμα και στην Ρώμη, γαλανόλευκη θα υψώσουμε  ,

σημαία ελληνική

 

Βρέχει και κάτω από την τέντα, 

δεν κάνουν βήμα προς τα μπρος

και λένε στα ανακοινωθέντα 

“φταίει ο κακός μας ο καιρός”

ΣΗΜΑΙΑ

Μέσα μας βαθιά για σένα, μια λαχτάρα πάντα ζει

την πατρίδα συμβολίζεις και την λευτεριά μαζί

γαλανόλευκη η θωριά σου και φαντάζεις μες στον νου

σαν το κύμα , σαν το γέλιο, του πελάου και τ΄ ουρανού

 

Της τιμής και της ανδρείας, την αστείρευτη πηγή

του λευκού σταυρού σου η χάρη, δυναμώνει κι ευλογεί

κι όσοι χάνονται για σένα, σπώντας σίδερα βαριά

ξεψυχούν και τραγουδούνε, χαίρε ώ χαίρε ελευθεριά

Ο μικρός Ήρωας

Πίσω απ΄ τον τοίχο ο ασύρματος καλεί

θα ΄ναι απ΄ την Μέση Ανατολή απ΄ τ΄αρχηγείο

θα σου αναθέσουν μια καινούρια αποστολή

μ΄ ευχές για καλή τύχη απ΄ το Χ  – 2

Η Κατερίνα σ΄ αγαπούσε σιωπηλά

όπως κι εσύ το ίδιο αγνά την αγαπούσες

χωρίς τον Σπίθα ίσως θα ΄ταν πιο καλά

παρ΄ όλα αυτά εσύ τον συγχωρούσες

 

Όταν ακούω να μιλάνε για Αφρική

για Βερολίνο , Βενετία και Παρίσι

σκέφτομαι  , λέω να ξέραν μερικοί

πως σε όλα αυτά τα μέρη έχω ζήσει

πως όταν ήταν στην Ελλάδα κατοχή

μέσα στο κρύο, μες στις σφαίρες,μες στην πείνα

με τους Εγγλέζους να ξοπλίζουνε την γη

μου έδειχνες μια ξέγνοιαστη Αθήνα

 

Που είσαι τώρα και σ΄ έχω χάσει

καλέ μου φίλε, Γιώργο Θαλάσση

που είσαι τώρα , και σ΄ έχω χάσει

μικρέ μου ήρωα  , Γιώργο Θαλάσση

εγώ δεν ξεκουράζομαι ποτέ

είμαι παντού όπου το χρέος με προστάζει

κι όσο θα υπάρχουνε στην γη κατακτητές

θα τους συντρίβω και το αίμα τους θα στάζει

 

Εσύ μπορούσες να οδηγήσεις φορτηγό,
μοτοσικλέτα, οτομοτρίς κι αεροπλάνο
κι όπου κι αν ήσουν πάντα δίπλα ήμουν κι εγώ,
μαζί σου ή να ζήσω ή να πεθάνω.
Ήσουνα πάντα εκδικητής και τιμωρός
γι’ αυτόν που γέμισε τον τόπο με στρατό του
και μ’ ένα χτύπημά σου έπεφτε ο φρουρός
με μια στροφή γύρω απ’ τον εαυτό του.

 

Μπορούσες πάλι να ημερεύεις τα σκυλιά
με κάποιο σφύριγμα που σου ‘μαθε τσομπάνος
κι έτσι που πέταγες με κόλπο τη θηλιά
θα έπρεπε να είσαι Αμερικάνος.
Τι να σου πω, τι να σου πω, τι να σου πω
που να μην το ‘χει πει κανένας για κανέναν,
εγώ μονάχα ένα πράγμα θα σου πω.
Μου φτάνει πως μεγάλωσα με σένα.

 

Πού είσαι τώρα και σ’ έχω χάσει…..

Με το τουφέκι μου στον ώμο

Σε πολιτείες και χωριά  Τραλαλαλα…

ΤΩΝ ΕΧΘΡΩΝ ΤΑ ΦΟΥΣΑΤΑ

Των εχθρών τα φουσάτα περάσαν

σαν το λίβα που καίει τα σπαρτά

με κανόνια τις πόλεις χαλάσαν

μας ανάψαν φωτιές στα χωριά.

 

Μα οι εχθροί μας πια τώρα σκορπίσαν

και ξανάρθε για μας λευτεριά

για να φτιάξουμε τα όσα γκρεμίσαν

ας κοιτάξουμε μόνο μπροστά

 

Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει

δεν τη σκιάζει φοβέρα καμιά

μόνο λίγο καιρό ξαποσταίνει

και ξανά προς τη δόξα τραβά

 

Νέα δύναμη το έθνος θα πάρει

σαν και πριν να βαδίσουμε εμπρός

και ο καινούργιος στρατός με καμάρι

να σταθεί των συνόρων φρουρός

 

Όλη αυτή με τον ήλιο προβάλλει

και ψηλά το κεφάλι κρατεί

μια πατρίδα πολύ πιο μεγάλη

μια πατρίδα πολύ πιο τρανή

Η 28η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ

   Πολεμούν στην Αλβανία, όλοι για την λευτεριά

   η Ελλάδα η αιωνία, δεν θα μείνει στην σκλαβιά

   όλους τώρα μας ενώνει, η Πατρίδα μας παιδιά

     την Ελλάδα στεφανώνει, πάλι η δόξα η παλιά

 

Δόξα στην Ελλάδα, δόξα στ΄ αθάνατα παιδιά

που δώσαν την ζωή τους, για την ελευθεριά ( 2 )

 

Η Πατρίδα στα όπλα μας κράζει

όλοι εμπρός με γενναία καρδιά

καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή

    παρά σαράντα χρόνια , σκλαβιά και φυλακή (2)

Η ΠΙΝΔΟΣ

Πάνω εκεί στης Πίνδου  μας τις κορφές

που θαρρείς τ΄ αστέρια φιλούνε

κάθε νύχτα , λίγες αχνές μορφές

τα πυκνά σκοτάδια ερευνούν

Της πατρίδας πάντα πιστοί φρουροί

τον εχθρό να ΄ρθει καρτερούνε

τον εχθρό που πίστευε πως μπορεί

στην Ελλάδα νικητής να μπει

 

Η νύχτα φεύγει, σβήνουν τ΄αστέρια

τ΄ αγρίμια πάνε να κρυφτούν

μα του Δαβάκη μας τα ξεφτέρια

δε θεν’ να πάν ν’ αναπαυθούν

Εχθροί μιλιούνια, ντροπή αιώνια

τ΄ άγια μας σύνορα περνούν

και με τουφέκια και με κανόνια

σίδερο και φωτιά σκορπούν

 

Οι γενναίοι μας με τη λόγχη ορμούν

τον εχθρό με λύσσα χτυπούνε

είναι λίγοι μα τους πολλούς νικούν

κι απ’ την γη μας πέρα τους πετούν

Εις την Πίνδο τραγουδούνε

του Δαβάκη τ΄ άξια παλικάρια

κι όλο δόξες αντηχούνε τ΄ άλλα τα βουνά.

Την Ελλάδα μας υμνούνε

και τ΄ αντρειωμένα της βλαστάρια

που τον κάθε εχθρό νικούνε σαν παντοτινά

Ο ΜΙΚΡΟΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ

Ένα δέντρο που ανθίζει, μες στον κόσμο μόνο του

είναι ο μικρός στρατιώτης που μετράει τον πόνο του 

του μουσκεύουνε την χλαίνη, χιόνια κι άγριες βροχές

κι ένα γύρω σταυροπόδι, τον φυλάνε οι κορφές

Ένα χέρι που παγώνει, με το όπλο μόνο του

είναι αυτό που θα καρφώσει, στην καρδιά τον πόνο του

του μουσκεύουνε την χλαίνη, χιόνια κι άγριες βροχές

κι ένα γύρω σταυροπόδι, τον φυλάνε οι κορφές

 

ΟΙ ΗΠΕΙΡΩΤΙΣΣΕΣ

Γυναίκες Ηπειρώτισσες, μέσα στα χιόνια πάνε

κι οβίδες κουβαλάνε

Θεέ μου τι τις πότισες και δεν αγκομαχάνε

 

Γυναίκες Ηπειρώτισσες, ξαφνιάσματα της φύσης

εχθρέ γιατί δεν ρώτησες, ποιόν πας να κατακτήσεις

 

Γυναίκες απ΄ τα σύνορα, κόρες , γριές , κυράδες

φωτιά μες στους βοριάδες

εσείς θα είστε σίγουρα, της λευτεριάς μανάδες

Ο ΝΑΠΟΛΙΤΑΝΟΣ

Μελαχρινέ Ναπολιτάνο, ο πόλεμος είναι φριχτός

εσύ μαχαίρωσες τον Πάνο, μετά σε σκότωσε κι αυτός

 

Τώρα κοιμάστε αγκαλιασμένοι, όπως το θέλησε ο Θεός

να ΄ναι οι λαοί αδελφωμένοι, μαύροι λευκοί ένας λαός

 

Εσύ στην Νάπολη μπαρμπέρης και αυτός ψαράς στο Αιτωλικό

να μάθεις δεν θα καταφέρεις, πως φτάσατε στο φονικό

ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΑΙΔΙΑ

Μες στους δρόμους τριγυρνάνε

οι μανάδες και ζητάνε ν΄ αντικρίσουνε

τα παιδιά τους που ορκιστήκαν

στον σταθμό σαν χωριστήκαν, να γυρίσουνε

Μα για κείνους που χουν φύγει

και η δόξα τους τυλίγει, ας χαιρόμαστε

και καμιά ποτέ ας μην κλάψει

κάθε πόνο της ας θάψει και ας ευχόμαστε

 

Παιδιά , της Ελλάδος παιδιά

που σκληρά πολεμάτε, πάνω στα βουνά

παιδιά , στην γλυκιά Παναγιά

προσευχόμαστε όλες, να ‘ρθετε ξανά

 

Λέω σ΄ όσες ξαγρυπνάνε

και για κάποιον ξενυχτάνε και στενάζουνε

πως η πίκρα και η τρεμούλα

σε μια γνήσια Ελληνοπούλα δεν ταιριάζουνε

Ελληνίδες του Ζαλόγγου

και της πόλης και του λόγγου και Πλακιώτισσες

όσο κι αν πικρά πονούμε

υπερήφανα ας πούμε σαν Σουλιώτισσες

ΠΗΡΑΜΕ Τ΄ ΑΡΓΥΡΟΚΑΣΤΡΟ

Ποτάμι τρέχει ο λαός, στους στολισμένους δρόμους

στα μάτια του οργή και φως, ανάπηροι στους ώμους

 

Πήραμε τ΄ Αργυρόκαστρο και πάμε …και πάμε

και πάμε παραπέρα

Τύραννοι δεν γλιτώνετε, Αέρα, αέρα, αέρα

 

Η μάνα κλαίει στην γωνιά κι η κόρη στο μπαλκόνι

το δίκιο για την λευτεριά σαν πέλαγο φουσκώνει

ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΒΓΑΙΝ΄ Ο ΙΤΑΛΟΣ

Στον πόλεμο βγαίν΄ ο Ιταλός, κι ο τσολιάς του λέει,

Έβγα Μουσολίν, έρι μη του φουστάν του κουρουμπλί

γιατί δεν βγαίνεις καταδώ κι έχω  μια όρεξη ωρέ να σε ιδώ

 

Κι κει σιαπάν , σιαπάν στην Κορυτσά, λέν τα παιδιά μας ούλα

έλα παραδώ, ουρέ για να σ΄  ιδώ και ΄γω

γιατί δεν βγαίνεις να σ΄ ιδώ; ουρέ γιατί μας κάνεις τον λαγό;

 

Καίει ου ήλιος καίει, καίει μανάραμ καίει

και αυτοί μιλάν για χιόνια, λάσπες και βροχές

Έρι λάσπες και βροχές

 

Τον πόλεμο τι , μωρ τι τον ήθελες

και σε περιγελούνε οι άντρες σα σε δούνε

Παράτα τη , μωρ την παλικαριά

Τα τανκς και τα κανόνια δεν είναι μακαρόνια

Που ΄σαι ωρε Μπενίτου, κρυμμένος στην σπηλιά

Ουρέ κατέβα παρακάτου, Φοβάμαι τον τσουλιά

Έρι φουβάμαι τον τσουλιά

Ο ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ Ο ΛΟΧΙΑΣ

Βρήκα στην Αμφιλοχία τον Σταμούλη τον λοχία

παλιό μου συμπολεμιστή, με το κεφάλι του σταχτί (2)

 

Κάποτε στο Τεπελένι 20χρονα παιδιά

με μια ματωμένη χλαίνη τρέχαμε για λευτεριά

τώρα σ΄ αυτήν την ηλικία, πίνουμε αμίλητοι κρασί

πως καταντήσαμε λοχία…ποιος είμαι εγώ ποιος είσαι εσύ (2)

 

Πως αλλάξαμε λοχία κοίτα την φωτογραφία

Ο πιο ανίκητος εχθρός είναι λοχία ο καιρός  (2)

ΔΥΟ ΠΑΙΔΙΑ ΑΠ΄ ΤΟ ΒΡΑΧΩΡΙ

Δυο παιδιά απ’  το Βραχώρι, 

πήρανε βουνά και όρη, για τιμή , για λευτεριά

Όμως του εχθρού οι σφαίρες, 

τους σταμάτησαν τις μέρες και δεν θα γυρίσουν πια

 

Το ΄να γελαστό κοιμάται 

και την λευτεριά θυμάται

τ΄ άλλο ξάγρυπνο στο πλάι, 

το μαχαίρι του τροχάει

 

Έστειλαν οι βαθμοφόροι, 

το μαντάτο στο Βραχώρι κι έκλαιγαν οι κοπελιές

επρασίνησε το χώμα 

και δεν γύρισαν ακόμα να τινάξουν τις ελιές

ΜΑΝΑ ΘΑ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ

Μες τον βάλτο ξεκομμένοι, δυο φαντάροι , δυο εχθροί

κι ο Αντρέας σημαδεύει, στην καρδιά για να τους βρει

 

Μην τους τουφεκάς Ανδρέα, μην τους τουφεκάς γιατί

είναι παλικάρια νέα, είναι σαν και μας και αυτοί

στην Βερόνα και στην Μπρένη, μάνα θα τους περιμένει

 

Είναι εχθροί μας είναι ξένοι, ποιος δεν το κατανοεί

μα το θέλουν ορισμένοι, να σκοτώνονται οι λαοί

ΠΑΤΡΙΔΑ ΧΙΛΙΟΝΙΚΗΜΕΝΗ

Πατρίδα χιλιονικημένη

σπίτι και πόλη μου χαροκαμένη

κουρέλια ταπεινά σε ντύνω

καρτέρα κι αύριο θα σ΄ ελαφρύνω

 

Γίνε μου όρκος και φωτιά

έβγα στο δρόμο με τουφέκι

ώρα για αίμα , για πυρκαγιά

παρ’ το κορμί μου γι΄  αστροπελέκι

 

Άγριος λύκος και στοιχειά

ρουφάν το αίμα τ΄  ακριβό σου

γίνε κατάρα γίνε οχιά

πάρ’ το κορμί μου κι αρματώσου

Ο ΕΦΕΔΡΟΣ

Τι γύρευες στ΄ αλβανικό βουνό, μονάκριβε νησιώτη

και λαβωμένο κλαίει το δειλινό, την ακριβή σου νιότη

 

Πάει ο ήλιος, πάει κι η Αμοργός, στα μάτια του νυχτώνει

κι ο έφεδρος ανθυπολοχαγός, κοιμάται μες στο χιόνι

 

Τα χρόνια σου καπνός τα παιδικά, ανάσα η εφηβεία

στο τοίχο ματωμένα ιδανικά, μετάλλια και βραβεία

 

 

ΖΗΤΩ ΣΥΓΝΩΜΗ

Ένα τραγούδι θα σας πω σαν το νερό
για όσους πολέμησαν κι αντέχουνε ακόμη
θα ‘πρεπε να το είχα γράψει από καιρό
γι’ αυτό και πρώτα ταπεινά ζητώ συγνώμη
Σε ένα ιατρείο μικρό της γειτονιάς
πήγα να βγάλω κάτι ακτινογραφίες
κι είδα ανθρώπους μιας παλιότερης γενιάς
που περιμέναν του γιατρού τις οδηγίες

 

Είχε ησυχία λες και μπήκα σε ιερό
κι είχανε όλοι του πατέρα μου τα χρόνια
ο γέρος μου έχει πια πεθάνει από καιρό
μα είχε προλάβει να χαρεί τρία εγγόνια
Με τρόπο έριξα μια γρήγορη ματιά

τέτοιο κατάντημα δεν είχα δει ποτέ μου
κι όλα αυτά τα ξεχασμένα γηρατειά
θα είναι σκέφτηκα ανάπηροι πολέμου

 

Ο ένας είχε το ένα πόδι του λειψό
άλλος το χέρι του δεμένο και πονούσε
ο τρίτος φόραγε κολάρο στο λαιμό
κι ένας άλλος την κυρά του κουβαλούσε
Ο νους μου πήγε στον πατέρα μου ξανά
τότε που μου έλεγε τα βράδια ιστορίες
σαν να είναι τώρα τον θυμάμαι να πονά
και να μιλάει για νεκρούς και τραυματίες

 

Κι όλοι αυτοί για την δική μου λευτεριά
έζησαν χρόνια κατοχής και τυραννίας
ήταν κορίτσια και αμούστακα παιδιά
και πολεμούσαν στα βουνά της Αλβανίας
Μου είχαν χαρίσει μια ελεύθερη ζωή
κι ότι κι αν ήμουν σε εκείνους το χρωστούσα
κι ήτανε μες τα γηρατειά τους τόσο απλοί
ούτε παράσημα φορούσαν ούτε λούσα

 

Πρόσωπα τίμια χωρίς εγωισμό
κι αν μες το πόλεμο τα πάντα είχαν χάσει
με ένα χαμόγελο και λίγο σεβασμό
όλα όσα τράβηξαν θα τα είχανε ξεχάσει
Ένιωσα ξάφνου μια τεράστια ντροπή
έσκυψα κάτω και είχα χάσει την μιλιά μου
μου ήρθανε δάκρυα και κρατήθηκα πολύ
και ευτυχώς που είχα μαζί μου τα γυαλιά μου


Ένα τραγούδι θα σας πω σαν το νερό

γι όσους πολέμησαν και πολεμούν ακόμη
θα πρεπε να το είχα γράψει από καιρό
γι αυτό και πάλι ταπεινά ζητώ συγνώμη

ΠΑΤΡΙΔΑ – ΠΑΤΡΙΔΑ

Γλέντι έχουν πόλεις και χωριά

απ’ τη Ρούμελη ως το Μοριά

πηδούνε και χορεύουν τον Μπενίτο κοροϊδεύουν

Ο στρατός μας πάνω στα βουνά

για τη λευτεριά μας ξαγρυπνά

με τ’ όπλο για φλογέρα , τραγουδάει νύχτα μέρα

 

Πατρίδα, πατρίδα, Ελλάδα δοξασμένη

κανείς δεν θα σ’ αγγίξει τη γη την τιμημένη

Πατρίδα, πατρίδα, όλα τα παιδιά σου

στα σύνορα πεθαίνουν για την ελευθεριά σου

Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή

παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή

 

Νύφη ντυμένη, άστρο λαμπερό

με τον τσολιά της πλάι για γαμπρό

γελάει ευτυχισμένη, η Ελλάδα η δοξασμένη

Δόξα με τη Νίκη θε να ‘ρθούν

στην αγκαλιά της ν’ αποκοιμηθούν

αφού όλα τα παιδιά της

γλυκοτραγουδούν μπροστά της:

 

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΛΕΥΤΕΡΙΑΣ

Θα σας πω για να το μάθει ο ντουνιάς

το τραγούδι της λεβέντικης γενιάς

 που το φέρνει ο αγέρας με τον πόνο της φλογέρας

και που κρύβει τον καημό της λευτεριάς

 

Το τραγούδι της τρανής παλικαριάς

που το λέει στα κορφοβούνια ο βοριάς

 και τ’ αντιλαλούν οι λόγγοι πέρα από το Μεσολόγγι

κι απ’ το Σούλι ως το χάνι της Γραβιάς

 

Α, η Ελλάδα είναι απ’ το Θεό σταλμένη

Α, η Ελλάδα μας ποτέ της δεν πεθαίνει

 

Το τραγούδι που οι στροφές του οι παλιές

φτάναν μέχρι τις ψηλές αητοφωλιές

Κι έτσι οι αετοί μαθαίναν , πολεμώντας πως πεθαίναν

παλικάρια σε βουνά κι ακρογιαλιές

 

Το τραγούδι που είν’ αθάνατη πνοή

που το ‘λέγαν σαν γλεντούσαν κι οι θεοί

Που τη νίκη ενός αγώνα , πέρα ‘κει στον Μαραθώνα

διηγιέται να ζηλεύουν οι λαοί

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΣΑΡΑΝΤΑ

Τα παιδιά του Σαράντα, φοβισμένα πουλιά

τριγυρνούσαν στους δρόμους, κοκαλιάρικα, ωχρά

στη γραμμή περιμέναν, και για ώρα πολύ

σε μικρό κατσαρόλι, να τους βάλουν φαί

 

Το ψωμί και το λάδι, όνειρο ήταν για αυτά

και νερόβραστα όσπρια, τρώγανε τακτικά

κι η σειρήνα σαν χτύπαγε, τρέχανε βιαστικά

καταφύγιο εβρίσκανε, σε υπόγεια υγρά

 

Tα παιδιά του Σαράντα, τρομαγμένες ψυχές

με τα μάτια κλαμένα, ψέλλιζαν προσευχές

Φύλαξε μας Πατέρα, στοργικέ μας Χριστέ

τέτοιον άλλονε πόλεμο να μην δούμε ποτέ…

ΤΟ ΑΚΟΡΝΤΕΟΝ

Στην γειτονιά μου την παλιά , είχα ένα φίλο

που ήξερε κι έπαιζε ακορντεόν

Όταν τραγούδαγε φτυστός ήταν ο ήλιος

φωτιές στα χέρια του έβγαζε τ΄ ακορντεόν

 

Μα ένα βράδυ σκοτεινό  , σαν όλα τ΄ άλλα

κράταγε τσίλιες παίζοντας ακορντεόν

Γερμανικά καμιόνια φάνηκαν στην μάντρα

με μια ριπή σταμάτησε τ΄ ακορντεόν

 

Τ΄ αρχινισμένο σύνθημα πάντα μου μένει

όταν ακούω από τότε ακορντεόν

Κι έχει σαν στάμπα την ζωή μου σημαδέψει

Δεν θα περά , δεν θα περάσει ο φασισμός

ΜΑΝΑ ΜΟΥ ΚΡΥΨΕ ΤΟ ΣΠΑΘΙ

Μάνα μου κρύψε το σπαθί, κρύψε μου το πιστόλι

τι ο καιρός θα ξαναρθεί, να σηκωθούμε όλοι

 

Κράτα μάνα και θα γίνει, το μεγάλο πήδημα

λευτεριά και ρωμιοσύνη, είναι αδέρφια δίδυμα

 

Μάνα μου κρύψε την στολή, την χιλιοματωμένη

τούτη η Πατρίδα κι η Φυλή, δεν κάθεται δεμένη

Η ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗ

Αυτό που μας συνέβη χθες ποιος να το καταλάβει

οι νικημένοι νικητές και τα λιοντάρια σκλάβοι

 

τα Γιάννενα τα πήρανε πατήσανε την Άρτα

τα χώματα μας τύραννε μέσα στο αίμα πάρτα

 

Πώς να το γράψουν τα χαρτιά πώς να το πουν κουβέντες

οι ήρωες μες την σκλαβιά και οι ληστές αφέντες 

ΟΠΙΣΘΟΧΩΡΗΣΗ

Ματωμένοι οι φαντάροι, απ΄ το μέτωπο γυρνούν

και της νίκης το κλωνάρι με παράπονο μαδούν

 

Τόσο αίμα μονομιάς, πως το ρούφηξε η γης

το φαρμάκι της σκλαβιάς, ρωμιοσύνη πως θα πιείς

 

Πίσω μας σταυροί και λάκκοι  και μπροστά μας η σκλαβιά

και στον τάφο του Δαβάκη ούτε δάκρυ ούτε κεριά

ΑΝΩΝΥΜΟΙ ΗΡΩΕΣ

Μέσα σε βόλια κι οβίδων κρότους

έπεσαν νιάτα μες στον ανθό τους

(πάνε λεβέντες πάνε κορμιά

κι άγνωστα μείνανε στην ερημιά)x2

 

Κανείς δεν ξέρει που τα ‘χουν θάψει

κανείς δεν πήγε για να τα κλάψει

(κανείς δεν έπλεξε γι’ αυτά στεφάνι

κανείς δεν έκαψε γι’ αυτά λιβάνι)x2

 

Ανώνυμοι ήρωες, άγνωστοι τάφοι

κανένας ύμνος για σας δεν γράφει

(μήτε το χώμα σας φιλούνε χείλη

σταυρό δεν έχετε μήτε καντήλι)x2

 

Μόνο μιας μάνας μαργαριτάρια

κυλούν σε τάφους για παλικάρια

(θα γίνουν κόσμου προσκυνητάρια

και πάλι νίκης, λαμπρά φανάρια)x2

ΜΗ ΜΕ ΡΩΤΑΣ

Tα πολυβόλα σωπάσαν, οι πόλεις αδειάσαν και κλείσαν

ένας βοριάς παγωμένος, σαρώνει την έρημη γη

στρατιώτες έρχονται, πάνε, ρωτάνε γιατί πολεμήσαν

κι εσύ ησυχάζεις, το δάχτυλο βάζεις, να βρεις την πληγή

 

Μη με ρωτάς, δε θυμάμαι

μη με ρωτάς, μη με ρωτάς, μη με ρωτάς

Μη με κοιτάς, σε φοβάμαι

μη με κοιτάς, μη με ρωτάς, μη με ρωτάς

 

Στην πολιτεία βραδιάζει, το χιόνι τις στέγες σκεπάζει

ένα καμιόνι φορτώνει και κόβει στα δυο τη σιγή 

περιπολία στους δρόμους και κάποια φωνή που διατάζει

κι εσύ ησυχάζεις το δάχτυλο βάζεις να βρεις την πληγή …

ΝΥΧΤΑ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΗ

Νύχτα ευλογημένη βάλ’  το θαλασσί

κι έλα στο λιμάνι και στο ακροθαλάσσι

δώσε στο παιδί μου κόκκινο κρασί

με του φεγγαριού σου τ΄ ασημένιο τάσι

Αύριο το χάνω, αύριο θα με χάσει…

 

Μες στα μάτια σου που μάτιασαν αγόρι μου

(κλαίει ο κόσμος κλαίει η Παναγιά  κι η κόρη μου)x2

 

Νύχτα τελευταία φθινοπωρινή

έρημα τα δέντρα κι άδειο το λιμάνι

δάκρυα φορτωμένοι είναι οι ουρανοί

μια ζωή να κλαίμε τώρα δεν μας φτάνει

Αύριο το χάνω, αύριο με χάνει…

ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΜΕ ΤΟ ΤΑΜΠΟΥΡΛΟ

Ζούσε κάποτε στον κόσμο τον αγιάτρευτο

ένα αγόρι ξεχασμένο κι απροστάτευτο

είχε ένα μικρό ταμπούρλο και το βάραγε

τι ψυχή βασανισμένη, να ‘ταν άραγε

ταμ-ταμ, ταμ-ταμ, η γειτονιά του δεν το κράταγε

ταμ-ταμ,ταμ-ταμ,τους δρόμους πήρε και περπάταγε

ταμ-ταμ, ταμ-ταμ, καπνός τριγύρω δε φαινότανε

ταμ-ταμ, ταμ-ταμ, μα κάπου πόλεμος γινότανε

 

Τι τα θέλει τα βιβλία και τα γράμματα

σ’ όλους έρχονται μια μέρα τα γεράματα

τι τα θέλει τα παλάτια, τα μαλάματα

η ζωή κυλάει με δάκρυα και κλάματα

ταμ-ταμ, ταμ-ταμ, κανένας τόπος δεν τον χώραγε

ταμ-ταμ, ταμ-ταμ,στις ερημιές μακριά προχώραγε

ταμ-ταμ, ταμ-ταμ, ούτ’ ένα φύλλο δεν κουνιότανε

ταμ-ταμ, ταμ-ταμ, μα κάπου πόλεμος γινότανε

 

Νύχτα μέρα περπατούσε ασταμάτητα

σε λαγκάδια φουντωμένα, δάση απάτητα

μα στου ποταμού την άκρη που αργοκύλαγε

το τσακάλι του πολέμου παραφύλαγε

ταμ-ταμ, ταμ-ταμ, με τ’ άγριο νύχι του σημάδεψε

ταμ-ταμ, ταμ-ταμ και μια ζωούλα ακόμα κλάδεψε

ταμ-ταμ, ταμ-ταμ, τ’ αγόρι λες ονειρευότανε

ταμ-ταμ, ταμ-ταμ, μα γύρω πόλεμος γινότανε

 

Κι όταν στις κορφές απάνω μέρα χάραξε

στη μικρή καρδιά του μέσα κάτι σπάραξε

έτσι πέρασε στη χώρα του αμίλητου

και τ’ αγρίμια του άλλου κόσμου γίναν φίλοι του

ταμ-ταμ,ταμ-ταμ,της γης ο κόρφος δεν τον χώρεσε

ταμ-ταμ, ταμ-ταμ, στον ουρανό βαθιά προχώρησε

ταμ-ταμ, ταμ-ταμ, ταμπούρλο πια δεν ακουγότανε

ταμ-ταμ, ταμ-ταμ, μα πάντα πόλεμος γινότανε

Ο ΑΝΤΩΝΗΣ

Εκεί στη σκάλα την πλατειά, στη σκάλα των δακρύων

στο Βίνερ Γκράμπεν το βαθύ, το λατομείο των θρήνων

Εβραίοι κι αντάρτες περπατούν, Εβραίοι κι αντάρτες πέφτουν

βράχο στη ράχη κουβαλούν, βράχο σταυρό θανάτου

 

Εκεί ο Αντώνης τη φωνή, φωνή, φωνή ακούει

ω καμαράντ, ω καμαράντ, βόηθα να ανέβω τη σκάλα

μα εκεί στη σκάλα την πλατειά και των δακρύων τη σκάλα

τέτοια βοήθεια είναι βρισιά, τέτοια σπλαχνιά είν΄ κατάρα

 

Ο Εβραίος πέφτει στο σκαλί και κοκκινίζει η σκάλα

κι εσύ λεβέντη μου έλα εδώ, βράχο διπλό κουβάλα

παίρνω διπλό παίρνω τριπλό, μένα με λένε Αντώνη

κι αν είσαι άντρας έλα εδώ, στο μαρμαρένιο αλώνι