Πολιτιστικές ταυτότητες και παγκοσμιοποίηση

Μητρ. Περγάμου Ι. Ζηζιούλας

Mε πολλή χαρά συμμετέχω στο συνέδριο που διοργάνωνα η Εταιρεία Παιδείας και Πολιτισμού ΕΝΤΕΛΕΧΕΙΑ, τα Εκπαιδευτήρια ΓΕΙΤΟΝΑ και ΚΩΣΤΑ -ΓΕΙΤΟΝΑ, με ένα θέμα τόσο φλέγον και επίκαιρο όσο οι συνέπειες της λεγόμενης «παγκοσμιοποίησης» για τις πολιτιστικές ιδιαιτερότητες των λαών, τις λεγόμενες πολιτιστικές «ταυτότητες». Ευχαριστώ τους διοργανωτές του συνεδρίου για την τιμή να μου αναθέσουν την εναρκτήρια ομιλία του συνεδρίου.
Ο όρος «παγκοσμιοποίηση» τείνει πλέον να επικρατήσει στη γλώσσα μας και να γίνει τεχνικός όρος ο)ς μετάφραση του globalization – mondialisation, ενός νεότευκτου όρου με τον οποίο δηλώνεται διεθνώς το φαινόμενο της δημιουργίας μιας παγκόσμιας κοινότητας στο επίπεδο κυρίως της οικονομίας, με αναπόφευκτες όμως προεκταθείς στην πολιτική, αλλά και ευρύτερα στον πολιτισμό. Ανεξάρτητα από το ερώτημα αν η απόδοση του όρου αυτού στην ελληνική είναι εύστοχη ή όχι

-η ορολογία στην ιστορία της γλώσσας δεν διαμορφώνεται σχεδόν ποτέ με Βάση τους γλωσσικούς κανόνες- η πραγματικότητα, που δηλώνει, δεν μπορεί να αποδοθεί ούτε με τον όρο «παγκοσμιότητα», ούτε με τον όρο «οικουμενικότητα», όπως επιχειρείται από πολλούς. Το φαινόμενο, που θέλουμε να περιγράψουμε με τον όρο «παγκοσμιοποίηση», διαφέρει ριζικά από ό,τι υποδηλώνουν οι όροι «παγκοσμιότητα» και «οικουμενικότητα», και δεν θα ωφελούσε σε τίποτε -μάλλον θα δημιουργούσε σύγχυση και επικίνδυνη φυγή από το πρόβλημα- το να αντικαταστήσουμε τον όρο «παγκοσμιοποίηση» με τους όρους αυτούς.

Τόσο η παγκοσμιότητα όσο και η οικουμενικότητα αποτελούν θεμελιώδεις υπαρκτικές ιδιότητες: δηλώνουν τρόπους υπάρξεως του ανθρώπου από καταβολής της ιστορίας του. Είναι αδιανόητο να υπάρχει άνθρωπος χωρίς τις ιδιότητες αυτές. Η παγκοσμιοποίηση, όμως, αποτελεί νεότερο ιστορικό φαινόμενο, μια συνειδητή κατασκευή, ένα κατασκευασμένο ιστορικό μόρφωμα, σύμφωνα με μερικούς ένα σύγχρονο μύθο, ένα ιδεολόγημα, πράγμα που καθιστά ίσως επιτυχή τον ελληνικό αυτό όρο με το δεύτερο συνθετικό του ( = – ποίηση). Η «παγκοσμιοποίηση» είναι μια τεχνητή παγκοσμιότητα, μια παραμορφωμένη οικουμενικότητα. Πρόκειται για μια τυπική περίπτωση «φαντασιακής θέσμισης της κοινωνίας», για να θυμηθούμε την έκφραση του Κορνήλιου Καστοριάδη. Ως τέτοια πρέπει να την αντιμετωπίσουμε σε σχέση και με το θέμα του πολιτισμού.
Για να κατανοήσουμε σωστά την παγκοσμιοποίηση και τις επιπτώσεις της στο χώρο του πολιτισμού, πρέπει να αναχθούμε στις ιστορικές ρίζες, που άμεσα ή έμμεσα την παρήγαγαν. Έτσι θα αντιμετωπίσουμε πιο σωστά τα κύρια χαρακτηριστικά του φαινομένου, και προπάντων τις πολιτιστικές επιπτώσεις του.
Υπάρχει η γνώμη ότι η παγκοσμιοποίηση αποτελεί φαινόμενο, που σηματοδοτεί το τέλος της «μοντέρνας εποχής», της εποχής δηλαδή που ξεκινάει ουσιαστικά από τη δεύτερη επιστημονική επανάσταση τον 17ο αιώνα και που οδήγησε δια μέσου της δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης τον 18ο αιώνα στη σύνδεση των επιστημονικών ανακαλύψεων με την παραγωγή. Από την άποψη αυτή η παγκοσμιοποίηση δεν είναι παρά φυσική συνέπεια του Διαφωτισμού, όπως εκφράζεται ήδη από τον Καρτέσιο όταν γράφει ότι με την πρόοδο της γνώσεως και των επιστημών ο άνθρωπος θα καταστεί «κύριος και κάτοχος της φύσεως» (maitre et possesseur de la nature), αφού θα μπορεί να χρησιμοποιεί τη γνώση, για να παράγει χρήσιμα γι’ αυτόν αποτελέσματα. Το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς ορισμένα Βασικά χαρακτηριστικά του δυτικού πολιτισμού, μεταξύ των οποίων κυρίαρχο ρόλο παίζουν τα ακόλουθα :

α) Η σύνδεση της γνώσης με την παραγωγή: Πρόκειται για καθαρά «δυτικό» φαινόμενο, με τις ρίζες του Βαθιά στη ρωμαϊκή νοοτροπία, σύμφωνα με την οποία ό,τι δεν παράγει αποτέλεσμα χρήσιμο, αγνοείται ως ουσιαστικά ανύπαρκτο. Η ρωμαϊκή αυτή αντίληψη ανέτρεψε την αρχαιοελληνική προσέγγιση της γνώσης ως μέσου, που οδηγεί στο «καλόν» και το «αγαθόν», δηλαδή ως αισθητικής και ηθικής αξίας, και τη συνέδεσε με τη χρηστικότητα και τη χρησιμοθηρία. Απομακρύνθηκε επίσης από τη χριστιανική θεώρηση της γνώσης ως μέσου πραγματώσεως της αγάπης. Σύμφωνα με την Παύλειο αρχή «η γνώσις φυσιοί, η δε αγάπη οικοδομεί». Είναι πολύ φυσικό μια τέτοια νοοτροπία να γεννήσει την προτεραιότητα της οικονομίας στον πολιτισμό, και μάλιστα της οικονομίας της παραγωγής και της αγοράς, καθιστώντας έτσι την παγκοσμιοποίηση πρωταρχικά και κυρίως θέμα οικονομικό. Όλα σε μια τέτοια νοοτροπία οδηγούν στη λογική της ελεύθερης οικονομίας, με βασική δυναμική τη διαρκή κερδοφορία.

β) Η νοοτροπία αυτή της χρηστικότητας, που συνδέεται με την αντίληψη ότι μόνον ό,τι παράγει αποτέλεσμα δικαιώνει την ανθρώπινη πράξη (ας σημειωθεί ότι στην ιστορία του δυτικού στοχασμού το είναι ταυτίστηκε με το πράττειν), δεν θα παρήγαγε την παγκοσμιοποίηση χωρίς τη βοήθεια ενός άλλου χαρακτηριστικού του δυτικού πολιτισμού, που είναι η θεώρηση της ουσίας του ανθρώπου ως σκεπτόμενου όντος. Αυτή η υπερβολική έξαρση των νοητικών ικανοτήτων του ανθρώπου, η υπερτίμηση της νόησης και η απομόνωση της από τις λοιπές σωματικές λειτουργίες του, που οδήγησε στην ανακάλυψη ότι η νόηση είναι δύναμη, δημιούργησε την τεχνολογία ως μέσο επικοινωνίας των ανθρώπων χωρίς την παρέμβαση σωματικών και τοπικών δεσμεύσεων. Έτσι η τεχνολογία, ως καθαρή νόηση, ενώνει τους ανθρώπους παρακάμπτοντας τους περιορισμούς, που συνεπάγεται το ανθρώπινο σώμα και η σχέση του με ένα συγκεκριμένο φυσικό περιβάλλον, και με τον τρόπο αυτό παράγει μια παγκόσμια κοινωνία σε βάρος των φυσικών και τοπικών ιδιαιτεροτήτων. Γι’ αυτό. το μεγαλύτερο θύμα της τεχνολογίας είναι η ανθρώπινη σωματικότητα και το φυσικό περιβάλλον. Δεν είναι, συνεπώς, τυχαίο το ότι η παγκοσμιοποίηση χρειάζεται την τεχνολογία, για να ενώσει τους ανθρώπους, ούτε ότι στην.ένωση, που παράγει, θυσιάζνται τόσο η ανθρώπινη σωματικότητα (οι άνθρωποι δεν χρειάζονται πλέον τη σωματική συνεύρεση και παρουσία για να επι-κοινωνήοουν, αφού όλα αυτά τα αντικαθιστά η πληροφορική) όσο και το φυσικό περιβάλλον (είναι απτή πλέον η αδιαφορία ή και η βλάβη, που επιφέρει η παγκοσμιοποίηση στο φυσικό περιβάλλον. προβάλλοντας τα πρότυπα συνεχούς αναπτύξεως και καταναλώσεως αγαθών ως πρωταρχικά στοιχεία του πολιτισμού).

γ) Βασικά χαρακτηριστικά του πολιτισμού, ο οποίος γέννησε και τρέφει την παγκοσμιοποίηση, είναι η αντικατάσταση της εννοίας του προσώπου οπό εκείνη του ατόμου. Η διαφορά μεταξύ των δύο εννοιών είναι ριζική και οριοθετεί τη δυτική φιλοσοφική παράδοση, ήδη από την εποχή του Αυγουστίνου και του Βοηθίου τον 5ο μ.Χ. αιώνα, από εκείνη των Ελλήνων Πατέρων της Εκκλησίας με επικεφαλής τους Καππαδόκες Πατέρες της Εκκλησίας. Η διαφορά έγκειται στο ότι το μεν άτομο είναι έννοια αριθμητική, προσφέροντας έδαφος τόσο στη μόνωση, την αυτάρκεια και την εσωστρέφεια, όσο και στο αντίθετο τους, την ομαδοποίηση, τον κολλεκτιβισμό και την ομαδοποίηση. Ενώ το πρόσωπο δηλώνει την απόλυτη μοναδικότητα, που δεν αυτοβεβαιώνεται ναρκισσιστικά, αλλά πηγάζει από μια αδιάρρηκτη σχέση με τον άλλο. Στο άτομο δεν είναι απαραίτητη η ύπαρξη του «άλλου», για να υφίσταται, ενώ στο πρόσωπο η σχέση με τον «άλλο», η ετερότητα είναι προϋπόθεση για την ύπαρξη του. Η παγκοσμιοποίηση έχει ως ιδεολογικό υπόβαθρο τον ατομισμό, τα δικαιώματα του ατόμου -όχι του προσώπου-και μάλιστα στη χρηστική τους μορφή, δηλαδή στη μορφή της ευδαιμονίας του ατόμου, όπως την προσβλέπει και τη θεσπίζει επίσημα το Αμερικάνικο Σύνταγμα.

Η παγκοσμιοποίηση προσφέρει ενότητα ατόμων, όχι προσώπων, γι’ αυτό και κατά τρόπο μυστηριώδη, ενώ προωθεί την παγκόσμια ενότητα, το κάνει ενθαρρύνοντας και καλλιεργώντας τις διακρίσεις μεταξύ εκείνων που ευδαιμονούν και εκείνων που δυστυχούν, προκαλώντας συχνά είτε συγκρούσεις συμφερόντων, είτε περιθωριοποίηση, αυτοεγκατάλειψη και επιτακτική απομόνωση όσων δεν κατορθώνουν να είναι αρκετά παραγωγικοί, ώστε να έχουν δικαίωμα στην ευδαιμονία.
Θα μπορούσε, λοιπόν, συνοπτικά να θεωρήσει κανείς την παγκοσμιοποίηση ως ένα επινόημα ή κατασκεύασμα του συγχρόνου δυτικού ανθρώπου, ο οποίος δανείστηκε από τη φιλοσοφική και πολιτιστική παράδοση του και συνέθεσε σε μια ενότητα τη γνωσιοκρατία, τη χρηστικότητα και την ατομοκρατία, προκειμένου να δημιουργήσει μια παγκόσμια κοινωνία ατόμων συνδεδεμένων μεταξύ τους με την επιδίωξη της ατομικής ευδαιμονίας δια μέσου της χρησιμοποιήσεως της γνώσεως ως εργαλείου αυξήσεως της παραγωγής δια της οικονομικής προόδου. Η παγκοσμιοποίηση είναι κατά συνέπεια άρρηκτα δεμένη με την οικονομική ανάπτυξη ( = παραγωγικότητα), την τεχνολογία (=γνωσιοκρατία) και την ευδαιμονία του ατόμου. Γι’ αυτό και εμπεριέχει μια βαθιά αντίφαση, η οποία καθιστά δύσκολο, αν όχι αδύνατο,, τον χαρακτηρισμό της ως «καλού» ή ως «κακού» φαινομένου. Από το ένα μέρος, ενώνει τους λαούς και τους ανθρώπους και συντελεί .στην υπέρβαση των συγκρούσεων, τον εκδημοκρατισμό της πολιτικής με την προώθηση των δικαιωμάτων του ατόμου, την αύξηση του πλούτου με τη Βοήθεια της τεχνολογίας και της παραγωγής αγαθών από την οποία θα μπορούσαν να ωφεληθούν όλοι οι κάτοικοι του πλανήτη μας. Από το άλλο μέρος, λόγω της ατομοκρατίας, καλλιεργεί την πλεονεξία και τη φιλαυτία, πράγμα που οδηγεί στην άδικη κατανομή του παραγομένου πλούτου, επιτείνει τον ευδαιμονισμό με τον πολλαπλασιασμό των αναγκών χάρη της μεγαλύτερης παραγωγής και κατανάλωσης αγαθών, και υποτάσσει τα πάντα στην οικονομική δύναμη, η οποία χρησιμοποιεί τη γνώση για τους σκοπούς της, εξαγοράζοντας την με τη λογική ότι τίποτε, άρα και η γνώση, δεν έχει νόημα, αν δεν παράγει αποτέλεσμα χρήσιμο για την ευδαιμονία του ατόμου.

Η παγκοσμιοποίηση, λοιπόν, βασίζεται στην αντίληψη ότι πολιτισμός είναι στην ουσία ό,τι παράγει η γνώση ως «χρήμα», δηλαδή ως κάτι «χρήσιμο» για την ευδαιμονία του ατόμου. Ο «πολιτισμός» αυτός, λόγω της ατομοκρατίας του, ενώνει τους ανθρώπους στον κοινό άξονα της ευδαιμονίας, που εξασφαλίζει η οικονομική ευμάρεια, και καθιστά με τον τρόπο αυτό δευτερεύουσα ή, αν είναι εμπόδιο, εξοβελιστέα κάθε άλλη μορφή πολιτιστικής ενότητας των ανθρώπων.
Στο σημείο αυτό αναδύεται το πρόβλημα των πολιτιστικών ταυτοτήτων.

Είναι διάχυτος ο φόβος ότι η παγκοσμιοποίηση απειλεί με ισοπέδωση τις πολιτιστικές ιδιαιτερότητες και αποβλέπει στην επιβολή μιας ενιαίας μορφής πολιτισμού σε παγκόσμια κλίμακα. Ο φόβος αυτός, με τη μορφή, τουλάχιστον, με την οποία συνήθως νοείται, δεν έχει σοβαρά ερείσματα. Διότι η έννοια της ελευθερίας και των δικαιωμάτων του ατόμου, οτην οποία βασίζεται η παγκοσμιοποίηση, δεν επιτρέπει τη βιαία επιβολή κανενός είδους πολιτισμού. Αν οι λαοί, για παράδειγμα, βρίσκουν τα κινηματογραφικά προϊόντα μιας χώρας πιο ελκυστικά από όσα τους προσφέρει η δική τους τέχνη, αυτό δεν σημαίνει τίποτε άλλο από το ότι δεν είναι σε θέση να εκτιμήσουν όσο αξίζει, αν αξίζει, το δικό τους πολιτισμό. Σημαίνει είτε ότι ο δικός τους πολιτισμός είναι κατώτερος του ξένου, είτε ότι η παιδεία τους δεχτούς έμαθε την αξία του, αν δεν αλώθηκε βέβαια και η ίδια η παιδεία από τον «ξένο» αυτό πολιτισμό. Η παγκοσμιοποίηση, με άλλα λόγια, δεν απειλεί παρά μόνο τις πολιτιστικές ταυτότητες που έχουν ήδη ατονήσει και εξασθενήσει από μόνες, τους ως υπαρξιακά βιώματα του λαού, αυτές που έχουν περιπέσει σε «φολκλόρ» και που ούτως ή άλλως δεν προξενούν κανένα πρόβλημα στην παγκοσμιοποίηση.
Η παγκοσμιοποίηση δεν ενοχλείται καθόλου από την πολυπολιτισμικότητα. όταν αυτή περιορίζεται στη φολκλορική έκφραση της. Αντιθέτως την ενθαρρύνει ως ένα εμπλουτισμό της ατομικής τέρψεως και ευδαιμονίας. Τη χρηματοδοτεί μάλιστα, για να γίνει πιο «χρήσιμη» σε όσους είναι σε θέση να εξαγοράσουν τα «ενδιαφέροντα» αυτά «εξωτικά» προϊόντα του πολιτισμού. Έτσι, οι «φολκλορικές» αυτές πολιτιστικές ιδιαιτερότητες μπορεί να «πουληθούν» ως οικονομικά αγαθά στην παγκόσμια αγορά και να γίνουν οι ίδιες μέρος της παγκοσμιοποίησης.

Η παγκοσμιοποίηση ενοχλείται μόνον όταν μια συγκεκριμένη πολιτιστική ταυτότητα εμποδίζει τις πολιτισμικές συνιστώσες, που περιγράψαμε πιο πάνω ως βασικά συστατικά της. Ο,τι. για παράδειγμα, δεν θεωρεί τη γνώση ως χρηστικό εργαλείο προωθήσεως της ατομικής ευημερίας δια της οικονομικής αναπτύξεως. πρέπει να εξοβελιστεί. Ένας λαός που αφιερώνει περισσότερο χρόνο στη διασκέδαση παρά στην εργασία και δεν προάγει την οικονομία, πρέπει να αλλάξει νοοτροπία. Ένα κράτος, που με το εκπαιδευτικό του σύστημα δεν εξυπηρετεί την παραγωγή, πρέπει να προβεί στις ανάλογες μεταρρυθμίσεις. Κάθε Δίκαιο που εμποδίζει την ευδαιμονία του ατόμου, το ύψιστο αυτό πολιτισμικό αγαθό, πρέπει να αναπροσαρμοστεί. Αυτές και άλλες παρόμοιες ιδιαιτερότητες, που άπτονται των αρχών που γέννησαν την παγκοσμιοποίηση, όπως τις περιγράψαμε πιο πάνω, πράγματι απειλούνται από την παγκοσμιοποίηση. Αλλά, όταν όλα αυτά έχουν ήδη παραχωρηθεί, για ποια πολιτιστική ταυτότητα μιλάμε πλέον ότι απειλείται από την παγκοσμιοποίηση;
Ας έλθουμε στα καθ’ ημάς. Με ποιο τρόπο μπορεί να λεχθεί ότι, η παγκοσμιοποίηση απειλεί την πολιτιστική μας ταυτότητα; Ποια είναι αυτή η πολιτιστική ταυτότητα μας, που κινδυνεύει από την παγκοσμιοποίηση; Ας δούμε το ζήτημα αυτό σε βάθος και με προσοχή.

Πολύς λόγος γίνεται τα τελευταία χρόνια για την ελληνικότητα, την ιδιαίτερη δηλαδή πολιτισμική ταυτότητα των Ελλήνων. Αλλά σε τι συνίσταται η ταυτότητα αυτή; Τρία στοιχεία θα μπορούσαμε να απομονώσουμε ως Βασικά συστατικά της ταυτότητας μας:

α) Η γλώσσα. Πράγματι, η γλώσσα αποτελεί συστατικό στοιχείο κάθε πολιτιστικής ταυτότητας. Με ποιο τρόπο την απειλεί η παγκοσμιοποίηση; Σίγουρα όχι με την αντικατάσταση της με το λατινικό αλφάβητο ή την κατάργηση της. Τέτοιες απειλές δεν υπάρχουν παρά μόνο στη σκέψη φοβισμένων ή προκατειλημμένων /ανθρώπων. Αν απειλείται η γλώσσα από κάτι, αυτό είναι το πνεύμα της χρηστικότητας, στο οποίο αναφερθήκαμε πιο πάνω. Αυτό συνεπάγεται δυο πράγματα: πρώτον, την απλοποίηση και τον περιορισμό του λεξιλογίου στο ελάχιστο, που εξυπηρετεί αποτελεσματικά την παραγωγή, δείχνει την λεξιπενία, την κατάργηση των τόνων και των πνευμάτων κ.τ.λ., και, δεύτερον, τον υποβιβασμό της σε δεύτερη μοίρα σε σχέση με κάποια ξένη γλώσσα, που είναι πιο χρηστική στην παγκόσμια κοινότητα. Ξαναγυρίζουμε δηλαδή πάλι στις βασικές πολιτισμικές συνιστώσες της παγκοσμιοποίησης. Αν ο λαός μας έχει αποδεχθεί τις συνιστώσες της χρηστικότητας της γνώσης, της προτεραιότητας της παραγωγικότητας κ.τ.λ., τότε μοιραία η γλώσσα του θα υποστεί κάποιες συνέπειες. Το πρόβλημα, συνεπώς, δεν είναι στην ουσία τι θα γίνει με τη γλώσσα, αλλά τι θα γίνει με την αποδοχή ή όχι της πολιτισμικής αρχής της χρηστικότητας ως προς όλα τα στοιχεία του πολιτισμού, περιλαμβανομένης και της γλώσσας.

β) Η εθνική κυριαρχία. Κρίσιμο πρόβλημα που θα προκύψει στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης είναι η τύχη του έθνους-κράτους. Στο σημείο αυτό τα πράγματα είναι κάπως περίπλοκα. Αποτελεί η έννοια του έθνους-κράτους συστατικό στοιχείο μιας πολιτιστικής ταυτότητας, κάτι ανάλογο με τη γλώσσα; Η ιστορία αλλά και η σύγχρονη πραγματικότητα δεν επιβεβαιώνουν κάτι τέτοιο. Στο Βυζάντιο, για παράδειγμα, υπάρχει ενιαία πολιτισμική ταυτότητα, παρά το ότι στο ίδιο κράτος στεγάζονται διάφορα έθνη. Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας το Γένος μας διατηρεί και αναπτύσσει την ιδιαίτερη πολιτιστική ταυτότητα του. χωρίς να διαθέτει δική του κρατική ταυτότητα. Ακόμα και σήμερα ο ελληνισμός της διασποράς διατηρεί εξ ίσου, αν όχι και περισσότερο, με τους Έλληνες της μητροπολιτικής Ελλάδος την ιδιαίτερη πολιτιστική ταυτότητα του. Η έννοια του έθνους-κράτους είναι και αυτή σε κάποιο Βαθμό, όπως και η παγκοσμιοποίηση, που τώρα τείνει να την καταργήσει, τεχνητό κατασκεύασμα της ίδιας πολιτισμικής νοοτροπίας, που γέννησε τον 18ο -19ο αιώνα τον εθνικισμό και που σήμερα γεννά την παγκοσμιοποίηση. Τώρα, λοιπόν, που τα έθνη-κράτη καλούνται διαρκώς και περισσότερο να παραχωρήσουν την κρατική κυριαρχία τους, να ανοίξουν τα σύνορα τους, να επιτρέψουν την εγκατάσταση ξένων στο έδαφος τους με αναπόφευκτη συνέπεια τη δημογραφική αλλοίωση τους, ο ελληνισμός ως πολιτιστική ταυτότητα θα πρέπει να διαχωριστεί σαφώς από τον ελλαδισμό, και να μη συγχέεται ή ταυτίζεται με αυτόν. Αν δεν θέλουμε η παγκοσμιοποίηση να συνθλίψει την εθνική μας ταυτότητα, πρέπει να κάνουμε τον διαχωρισμό αυτό και να αναπτύξουμε τον ελληνισμό ως πολιτιστική ταυτότητα, που δεν θα εξαρτά την επιβίωση της από την τύχη του έθνους-κράτους.

γ) Η θρησκεία. Καίριο ζήτημα δημιουργεί η θρησκεία στην πορεία της παγκοσμιοποίησης. Δεν είναι τυχαίο ότι στην περίφημη θεωρία για τη σύγκρουση των πολιτισμών, ο εισηγητής της θεωρίας διαχωρίζει τους πολιτισμούς ουσιαστικά με βάση τη θρησκεία. Αποτελεί επικίνδυνο στρουθοκαμηλισμό η τάση πολλών πολιτικών να υποτιμούν το ρόλο της θρησκείας στη ζωή ενός έθνους. Η θρησκεία διαμόρφωσε και εξακολουθεί να διαμορφώνει, άμεσα ή έμμεσα, πολιτιστικές ταυτότητες. Το πρόβλημα σήμερα είναι αν ο ρόλος της θρησκείας στη διαμόρφωση των πολιτισμικών ταυτοτήτων μπορεί να συνεχιοτεί, και με. ποιον τρόπο, στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης. Η πείρα του παρελθόντος, κατά το οποίο η θρησκεία χρησιμοποιήθηκε για να διαιρέσει ή να καταπιέσει, αντί να ενώσει και ελευθερώσει τους ανθρώπους, οδηγεί στην τάση να αποχρωματιστεί, όσο περισσότερο γίνεται. ο πολιτισμός από τη θρησκεία. Αυτό είναι όχι μόνο ανεδαφικό, αλλά και επιζήμιο. Γιατί η θρησκεία από τη φύση της μπορεί να συ\τελέσει στην ανάπτυξη μιας υγιούς παγκοσμιότητας, απαλλαγμένης από τις στρεβλώσεις της παγκοσμιοποίησης. Ιδιαίτερα ισχύει αυτό για την Ορθοδοξία, η οποία με άξονα την έννοια του προσώπου μπορεί να δείξει προς μια παγκοσμιότητα που θα σέβεται τη διαφορά και την ετερότητα, που δεν φοβάται τον «άλλο», όσο διαφορετικός και αν είναι αυτός, ακόμα και στη θρησκεία του, αλλά θα τον αγκαλιάζει ως αδελφό. Μια τέτοια Ορθοδοξία, η οποία θα «αληθεύει εν αγάπη», κατά τη φράση του Παύλου, και όχι εν ζηλωτική μισαλλοδοξία, η οποία δεν θα ταυτίζει την υπόσταση της με μια εθνική ή κρατική οντότητα, αλλά θα διαποτίζει τον πολιτισμό με το πνεύμα της αγάπης και της ελευθερίας, είναι όχι μόνο ανεκτή, αλλά και άκρως αναγκαία στην εποχή της παγκοσμιοποίησης.

Δυστυχώς, η Ορθοδοξία σήμερα δυσχεραίνεται στον πολιτισμικό της ρόλο από διαφόρους ενδογενείς, ως επί το πολύ, παράγοντες. Ένας τέτοιος παράγων είναι η διάρθρωση και η δόμηση της σε αυτοκέφαλες εκκλησίες με Βάση την έννοια του έθνους-κράτους. Αυτό σημαίνει πολλές φορές ότι η Εκκλησία δίνει προτεραιότητα στην εθνική της ταυτότητα και όχι στην οικουμενικότητα της. Κινδυνεύει έτσι να συμπαρασυρθεί με το έθνος-κράτος στη δίνη της παγκοσμιοποίησης. Άλλος παράγων ανασταλτικός της πολιτισμικής συνεισφοράς της είναι η αδυναμία, που συνήθως επιδεικνύει, να βρει τη χρυσή τομή μεταξύ της εκκοσμίκευσης και της συμμετοχής της στο ιστορικό γίγνεσθαι. Πολλές φορές η Ορθόδοξη Εκκλησία προσπαθεί να επηρεάσει την ιστορία μετερχόμενη κοσμικές μεθόδους, αντιγράφοντας ή και ανταγωνιζόμενη την πολιτική και την οικονομική δύναμη, με κίνδυνο να εκκοσμικεύσει το μήνυμα της και να το καταστήσει έρμαιο της εφήμερης δημοσιότητας. Άλλοτε, πάλι, αποσύρεται στο κελί της προσευχής της και αδιαφορεί για τα προβλήματα που ταλανίζουν τον άνθρωπο, αρνούμενη να παράγει πολιτισμό. Και οι δυο αυτές τάσεις είναι άκρως επιζήμιες την εποχή της παγκοσμιοποίησης. Η Ορθοδοξία ανέκαθεν δημιούργησε πολιτισμό, αλλά αυτό το έκανε όχι ταυτιζόμενη με εφήμερες κοσμικές δυνάμεις αλλά προβάλλοντας αιώνιες πνευματικές αρχές και ενδιαφερόμενη για τη διείσδυση των αρχών αυτών στον πολιτισμό. Τέτοιες βασικές και θεμελιώδεις πνευματικές αρχές είναι η αγάπη, η ελευθερία, η ακεραιότητα και μοναδικότητα του κάθε ανθρωπίνου προσώπου, η ιερότητα και ο σεβασμός του σώματος και της φυσικής δημιουργίας του θεού, και όλα όσα συναφή με αυτά εκφράζουν τον πολιτισμό ενός λαού. Ιδιαίτερα στις μέρες μας η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει χρέος να πάρει θέση ως προς τους κινδύνους που εγκυμονεί η παγκοσμιοποίηση για το ανθρώπινο πρόσωπο, την αξιοπρέπεια και την ελευθερία του, αλλά και για το φυσικό περιβάλλον (ας σημειωθούν εδώ οι πρωτοβουλίες του Οικουμενικού Πατριαρχείου), το οποίο κινδυνεύει από τον οίστρο της οικονομικής ανάπτυξης και την παντοδυναμία της τεχνολογίας.

Η θέση αυτή της Εκκλησίας μπορεί να είναι κριτική στο επίπεδο των ιδεών, αλλά κυρίως πρέπει να είναι εποικοδομητική στην καλλιέργεια ενός ήθους, που θα σέβεται την ετερότητα κάθε προσώπου και κάθε πολιτισμού, κρίνοντας έτσι στην πράξη και όχι στο λόγο κάθε ολοκληρωτική και ισοπεδωτική τάση της παγκοσμιοποίησης. Η Εκκλησία υπάρχει για να διαμορφώνει ήθος όχι τόσο με αυτά που λέγει όσο με αυτό που είναι, ο χώρος δηλαδή μέσα στον οποίο ο άνθρωπος από τη βρεφική μέχρι τη γεροντική ηλικία εθίζεται με τη λατρεία, την προσευχή, την άσκηση κ.λ.π. στο σεβασμό του άλλου, του κάθε άλλου, στην ομορφιά της τέχνης. στην προστασία του φυσικού περιβάλλοντος από την απληστία της ατομικής ευδαιμονίας, στην υποταγή της γνώσης, στην αγάπη. Όλα αυτά αποτελούν ισχυρό αντίδοτο σε κάθε παρενέργεια της παγκοσμιοποίησης και ανάπτυξης πολιτισμού.
Η πολιτιστική ταυτότητα δεν είναι μουσειακός θησαυρός ή φολκλορική ιδιαιτερότητα. Δεν είναι πατρογονική κληρονομιά και αγώνας για τη διάσωση ή συντήρησή της. Είναι κυρίως στάση ζωής, τρόπος του υπάρχειν. Εκεί θα πρέπει να στραφεί η προσοχή μας σε σχέση με την παγκοσμιοποίηση. Τι να την κάνουμε την κληρονομημένη ιδιαιτερότητα μας, όταν η στάση ζωής μας έχει πλήρως ευθυγραμμιστεί με τη νοοτροπία που δίνει προτεραιότητα στην οικονομική ανάπτυξη, θυσιάζοντας σ’ αυτήν την ιερότητα του προσώπου και την ακεραιότητα της φύσεως; Κατά τι μπορεί να απειλήσει η παγκοσμιοποίηση την πολιτιστική ταυτότητα ενός λαού, που της έχει ήδη παραδοθεί ενδίδοντας στις δελεαστικές σειρήνες της ατομικής ευδαιμονίας, οτιδήποτε και αν είναι το τίμημα γι’ αυτό;

Στην ομιλία μου αυτή προσπάθησα να δείξω ότι η παγκοσμιοποίηση πηγάζει από κοσμοθεωριακές και πολιτισμικές προϋποθέσεις, τις οποίες εξέθρεψεν ο δυτικός  πολιτισμός, κυρίως κατά την εποχή της νεωτερικότητας, και οι οποίες δεν εξαφανίζονται αλλά επιβιώνουν με κάποια τροποποίηση στη λεγόμενη μετανεωτερική εποχή. Κυρίαρχο στοιχείο παραμένει η ατομοκεντρική θεώρηση του ανθρώπου, η οποία με τη βοήθεια του μετανεωτερικού πλουραλισμού και της σχετικοποιήσεως των πάντων διαχέεται πλέον σε παγκόσμιο επίπεδο. Στον αντίποδα του ατομοκρατικού αυτού πολιτισμού βρίσκεται η ελληνική πολιτισμική ταυτότητα, ασφαλώς στο βαθμό που την επηρεάζει η Ορθοδοξία. Η δαιμονοποίηση της πανκοσμιοποίησης θα ήταν άδικη, αν μάλιστα προέρχονταν από εκείνους που αποδέχονται την  ατομοκρατία ως στάση ζωής και κεντρικό άξονα πολιτισμού. Η παγκοσμιοποίηση κάνει το παν να ικανοποιήσει τις ανάγκες του ατόμου. Χάρη σ’ αυτήν θα αυξηθεί ο πλούτος και η ευημερία των ανθρώπων,· αν μάλιστα επιτευχθεί μια δικαιότερη κατανομή των αγαθών. Αλλά «ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος».

Μια παγκόσμια οικονομία, ακόμα και μια παγκόσμια κυβέρνηση είναι νοητά. Αλλά ένας παγκόσμιος πολιτισμός είναι και θα παραμένει αδιανόητος. Ο πολιτισμός είναι δημιουργία του προσώπου και όχι του ατόμου. Ο πολιτισμός προϋποθέτει σχέση ελεύθερη και αγαπητική με τον άλλο και με το φυσικό μας περιβάλλον. Αυτή η σχέση δεν μπορεί να προσφερθεί σε παγκόσμια κλίμακα το internet δεν μπορεί ποτέ να δημιουργήσει πολιτισμό. Όσο υπάρχουν άνθρωποι, που αντιλαμβάνονται τους εαυτούς τους ως «εικόνες θεού», θα δημιουργούν πολιτισμό μέσα από τις σχέσεις τους με όσα το σώμα τους μπορεί να αισθανθεί, είτε ως ανθρώπινες είτε ως φυσικές παρουσίες. Όλα αυτά προϋποθέτουν τοπικούς και χρονικούς περιορισμούς. Ακόμα και αν όλοι οι άνθρωποι πιστεύουν στον ίδιο θεό, η πολιπσμική έκφραση της πίστεως τους θα ποικίλλει. Καμιά παγκοσμιοποίηση δεν μπορεί να εξαφανίσει τις πολιτιστικές ταυτότητες, παρά μόνον αν οι λαοί παύσουν να δημιουργούν.
Αν αυτό είναι αληθινό, τότε ίσως η παγκοσμιοποίηση να προσφέρει το πλαίσιο για δημιουργική συνάντηση των πολιτιστικών ταυτοτήτων, από την οποία δεν θα προκύψει ένας παγκόσμιος πολιτισμός, αλλά μια ώσμωση πολιτισμών, από την οποία θα ωφεληθούν ποιοτικά όλες οι πολιτιστικές ταυτότητες. Αυτό συνέβη πάντοτε στην ιστορία. Στην εποχή, λοιπόν, της παγκοσμιοποίησης θα ήταν λάθος κάθε περιχαράκωση των πολιτιστικών ταυτοτήτων ή αντιπαλότητα μεταξύ των και ευλογία η συνύπαρξη και ώσμωση τους . Από την ώσμωση αυτή καμιά πολιτισμική ταυτότητα, που έχει περιεχόμενο της την αλήθεια, δεν κινδυνεύει.
Θέλω να πιστεύω ότι αυτό ισχύει για την δική μας πολιτιστική ταυτότητα, αν δεν την παραδώσουμε αντί του «πινακίου φακής» της οικονομικής ευημερίας.

* από το Συνέδριο “Πολιτιστικές ταυτότητες και παγκοσμιοποίηση” , Αθήνα 2003, εκπαιδευτήρια Κωστέα Γείτονα”

Πηγή: http://www.antifono.gr/portal/Πρόσωπα/π-Ζηζιούλας/oμιλίες-Διαλέξεις/2298-Πολιτιστικές-ταυτότητες-και-παγκοσμιοποίηση.html

Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση του email σας δεν θα δημοσιευθεί.

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση