Βία και Πολιτισμός (Ορισμένα κριτήρια)

του Θεόδωρου Ζιάκα

Η αυτοδικία, ως μέθοδος αντιμετώπισης των διαφορών, κερδίζει σήμερα σε διεθνή αναγνώριση και τείνει να νομιμοποιηθεί στη συνείδηση των ανθρώπων. Από τη μια η τρομοκρατία. Από την άλλη η αντιτρομοκρατία. Από τη μια οι «φανατικοί καμικάζι». Από την άλλη η «χειρουργική ακρίβεια» του «προληπτικού» πολέμου. Και αντιστρόφως. Δράση-αντίδραση. Το αποτέλεσμα είναι η άνοδος των συγκεντρώσεων κυνισμού και μηδενισμού στην κοινωνική κυκλοφορία και …ο θεός να βάλει το χέρι του.

Είναι φανερό ότι η σχέση βίας και πολιτισμού είναι πλέον κυρίαρχο θέμα.

1. Τι είναι Πολιτισμός;

Ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά του μας δίνει έναν εξαιρετικό ορισμό του πολιτισμού. Αν, λέει, ο οίκος και η κοινότητα (η οικογένεια και το χωριό) είναι αναγκαία για το ζην, η πόλις είναι αναγκαία για το ευ ζην.

Η λέξη πολιτισμός προέρχεται από τη λέξη πόλις. Πολιτ-ισμός είναι ο τρόπος που ζουν οι άνθρωποι της πόλεως, οι πολίτες. Την πόλιν μην την εννοήσουμε μόνο σαν απλή οικιστική συγκέντρωση, αλλά σαν την οργανική ολότητα, η οποία περιέχει τους οίκους και τις κοινότητες. Η ορατή πόλις είναι απλώς το κέντρο της νοητής αυτής πόλεως-πολιτείας. Είναι εκείνη η κοινότητα η οποία επιτρέπει να πραγματοποιηθεί το άλμα από το ζην στο ευ ζην.

Πολιτισμός είναι η κίνηση ανάμεσα στους δύο αυτούς πόλους: το ζην και το ευ ζην. Η κίνηση είναι αμφίδρομη. Στην πράξη όμως συγκλίνει σε ένα σημείο ισορροπίας ιστορικά καθορισμένο αλλά πάντοτε ασταθές: αυτό που λέμε πολιτιστικό επίπεδο. Το πολιτιστικό επίπεδο είναι το σημείο «συνάντησης» της παιδείας (με την ελληνική σημασία του όρου, δηλαδή ως συνειδητής κοινωνικής προσπάθειας να ανυψωθεί το ζην σε ευ ζην) και αυτού που είναι το ήδη κρυσταλλωμένο σε ήθη, έθιμα, νοοτροπία και θεσμούς, αποτέλεσμα των προγενέστερων «εξυψωτικών» προσπαθειών. Με τον σύγχρονο όρο κουλτούρα εννοούμε ακριβώς τα κρυσταλλωμένα-εμπεδωμένα αποτελέσματα της προγενέστερης εν γένει παιδείας.

Αν το ζην είναι το «υπόγειο» της κοινωνικής πολυκατοικίας και το ευ ζην το «ρετιρέ», τότε ο πολιτισμός είναι το «ασανσέρ» που ανεβοκατεβαίνει. Ο «όροφος» με τις στατιστικά περισσότερες αφίξεις δείχνει πού περίπου βρίσκεται το πολιτιστικό επίπεδο. Η μεταφορική εικόνα μας είναι ασφαλώς πολύ φτωχή, αλλά τονίζει το βασικό: την παλινδρομική κίνηση μεταξύ ενός κάτω και ενός άνω ορίου και την ασταθή ισορροπία σε ένα ενδιάμεσο σημείο. Η κίνηση αυτή είναι ορατή στον χώρο, στον χρόνο και στην κοινωνική δομή. Πράγματ: Από τον οίκο πηγαίνουμε προς την κοινότητα κι από κει προς την πόλι. Από την πόλι ξεκινά η «εκπολιτιστική» επίδραση για να πάει προς την κοινότητα και τον οίκο. Το παιδί κατευθύνεται προς τον ενήλικο, συναντώντας την δική του αντίστροφη παιδαγωγική κίνηση. Από τη μια ο λαός, ως δημώδης πόλος του πολιτισμού, ως φορέας της κουλτούρας και από την άλλη η τάξη των λογίων, ως ο λόγιος πόλος του πολιτισμού, ο φορέας της επεξεργασμένης κουλτούρας: της παιδείας.

Αν ο πολιτισμός είναι κίνηση ανάμεσα στο ζην και το ευ ζην, τότε οι διαφορετικές νοηματοδοτήσεις του ζεύγους αυτού είναι ικανές να ορίσουν την πολιτισμική διαφοροποίηση και την πολιτισμική ταυτότητα.

2. Πολιτισμική ταυτότητα

Πώς κάτι που αλλάζει μπορεί να παραμένει το ίδιο; Αν στις διαφορετικές στιγμές είμαι διαφορετικός, πως μπορώ να είμαι ο ίδιος, να έχω ταυτότητα. Μόνο αν υπάρχει κάποιος ελκυστής, η παρουσία του οποίου «καμπυλώνει» τον χρόνο. Η χθεσινή πολιτισμική στιγμή είναι διαφορετική από τη σημερινή. Το γεγονός όμως ότι βρισκόμαστε στον ίδιο πολιτισμό, υποδηλώνει τη διαχρονική παρουσία ενός συστήματος ελκυστών. Η ταυτότητα είναι σχέση με κάποιο σύστημα ελκυστών.

Στη γενική του μορφή το σύστημα των πολιτισμικών ελκυστών ορίζεται από το δίπολο ζην και ευ ζην, όπου το πρώτο τίθεται προς βελτίωση και το δεύτερο προς επίτευξη. Μπορούμε, κατ’ αρχάς, να παρατηρήσουμε ότι η κίνηση από το ένα στο άλλο είναι μια δημιουργική διαδικασία. Έχουμε ένα «υλικό» και το μεταβάλλουμε σε κάτι άλλο. Κάποτε κατοικούσαμε στα δένδρα και στις σπηλιές. Κάποτε τρώγαμε όπως τα ζώα. Τώρα τρώμε σαν άνθρωποι (π.χ. στην ταβέρνα). Το ζην αναφέρεται στο «τρώγειν» γενικά. Το ευ ζην στον τρόπο του τρώγειν. Το ένα είναι απρόσωπο. Το άλλο είναι εμπρόσωπο, αληθινά ανθρώπινο. Ανάμεσα στο ένα και στο άλλο μεσολαβούν αναρίθμητες μαστορικές, οι οποίες επεξεργάζονται την ύλη της φύσης, για να την κάνουν ύλη του προσώπου: μέσο κοινωνίας. Για να πάμε από το απρόσωπο ζην στο εμπρόσωπο ευ ζην. Το ίδιο ισχύει σε όλη την κλίμακα του πολιτισμού. Ισχύει και για τον ίδιο τον άνθρωπο, καθώς ειδικές μαστορικές τον παραλαμβάνουν κι από «ξύλο απελέκητο» τον «κάνουν άνθρωπο». Ο πολιτισμός είναι το σύνολο των μαστορικών, οι οποίες μεταποιούν το ζην σε ευ ζην.

Αλλά όπως ο πλατωνικός ξυλουργός δεν μπορεί να φτιάξει κλίνη αν δεν έχει στο μυαλό του την ιδέα της κλίνης, έτσι και ο κάθε μάστορας καθοδηγείται από τα πρότυπα της μαστορικής, την οποία διακονεί. Τα πρότυπα τα έχουν επεξεργαστεί γενιές μαστόρων πίσω από αυτόν. Ασφαλώς μπορεί κι αυτός να συνεισφέρει. Μπορεί καμιά φορά να καθιερώσει πρότυπα δικής του επινοήσεως, αλλά κι αυτά θα μπουν στην παρακαταθήκη της μαστορικής. Αυτή είναι ο φορέας των προτύπων. Το πρότυπο είναι το κεντρικό στοιχείο σε κάθε μαστορική. Ενσωματώνεται στα εργαλεία (γι’ αυτό και «τα εργαλεία κάνουν τον μάστορα») και στην αλληλουχία των ενεργειών, στο «πρόγραμμα» της μετάβασης από το ακατέργαστο υλικό στο τελικό προϊόν. Ενσωματώνεται επίσης σε πλήθος δεξιότητες, περασμένες στο χέρι, στο μυαλό, στην προσωπικότητα του μάστορα, για να γίνει στοιχείο της προσωπικής του ταυτότητας και μ’ αυτό τον τρόπο να δεθεί η προσωπική του ταυτότητα με την πολιτισμική-συλλογική ταυτότητα. Μια πιο καθολική λέξη για τη μαστορική είναι η λέξη παράδοση. Η μαστορική είναι παράδοση. Η παράδοση είναι μαστορική. Έχει επικρατήσει να ονομάζουμε «παράδοση» μόνο τα υπολείμματα μιας μαστορικής η οποία έχει χάσει τους μαστόρους της. Αλλά αυτό είναι απλώς η νεκρή παράδοση. Εδώ μιλάμε για ζωντανές παραδόσεις, δηλαδή για τον φυσικό μηχανισμό της ανθρώπινης δημιουργίας. Με την έννοια αυτή ο πολιτισμός είναι πάντοτε δομή παραδόσεων, άρα και η πολιτισμική ταυτότητα.

Το πολιτισμικό επίπεδο ενσαρκώνεται στο πολιτισμικό «προϊόν». Είναι το αποτέλεσμα της δημιουργικής διαδικασίας η οποία προσβλέποντας στο σχετικό πρότυπο ευ ζήν και χρησιμοποιώντας τις οικείες μαστορικές, μεταμόρφωσε το ζην. Φυσικά το επίτευγμα δεν ταυτίζεται με το πρότυπο. Δεν είναι όμως ούτε η «πρώτη ύλη». Είναι κάτι το «ενδιάμεσο». Μπορούμε να το κατανοήσουμε μόνο όταν γνωρίζουμε ποιο ζην είχε υπόψη του να μεταμορφώσει ο πολιτισμικός δημιουργός, εμπνεόμενος από ποιο πρότυπο ευ ζην. Το πρώτο μας μιλά για κάτι το απωθητικό, για κάποιο αρνητικό πρότυπο, ενώ το δεύτερο για κάτι το ελκυστικό, για κάποιο θετικό πρότυπο.

Είναι, επομένως, ανάγκη να γνωρίσουμε τα δύο πολικά συστήματα προτύπων ενός πολιτισμού και τους τρόπους μετάβασης από το πρώτο στο δεύτερο, προκειμένου να μιλήσουμε για την ταυτότητά του.

3. Πολιτισμός, βαρβαρότητα, αγριότητα

Το εκάστοτε δεδομένο ζην είναι δεκτικό μεταμόρφωσης. Αν δεν ήταν θα βρισκόμασταν ακόμη στα σπήλαια, αν όχι στα δένδρα. Η μεταμόρφωση επιδέχεται μάλιστα πλήθος διαφορετικές κατευθύνσεις. Απόδειξη το πλήθος των διαφορετικών πολιτισμών. Τίθεται το ερώτημα: Ποια είναι η κοινή «ουσία», έναντι της οποίας έχει νόημα η πολιτισμική διαφοροποίηση; Τι το ανησυχητικό περιέχει αυτό το «ζην», το οποίο μας αναγκάζει να φεύγουμε τρέχοντας προς κάθε κατεύθυνση;

3.1 Το κάτω όριο

Η διάκριση ζην – ευ ζην, μιλά κατ’ αρχήν για μια αντίθεση. Το ζην κρύβει μέσα του κάτι «κακό». Δεν είναι απλώς κάτι «καλό», που θέλουμε να γίνει «καλύτερο». Έχει κάτι που χρειάζεται αγώνα για να «εξημερωθεί». Σύμφωνα με πολλές προσεγγίσεις, όπως η αρχαιοελληνική, ο πολιτισμός δεν είναι παρά η προσπάθεια εξημέρωσης ενός «άγριου ζώου». Το «άγριο ζώο» είναι ο ίδιος ο άνθρωπος. Πράγματι: Το αντίθετο του πολιτισμού είναι η βαρβαρότητα. Κάτι ακόμα χειρότερο: η αγριότητα. Σε τι συνίσταται η βαρβαρότητα και σε τι η αγριότητα; Η απάντηση προσεγγίζεται συνήθως αποφατικά: είναι η απουσία πολιτισμικής τάξης. Την βαρβαρότητα μπορούμε να την αναζητήσουμε έξω από τα τείχη της πόλεως και ειδικότερα έξω από τη σφαίρα ελέγχου των ελληνίδων πόλεων. Θα τη συναντήσουμε επίσης αν γυρίσουμε πίσω στον χρόνο, γιατί πριν υπάρξει πόλις υπήρχε βαρβαρότητα. Αυτά ισχύουν, βεβαίως, για τους Έλληνες. Όμως κάθε πολιτισμός έχει τους δικούς του «βαρβάρους» και τη δική του εκδοχή για τη βαρβαρότητα. Ο κοινός παρονομαστής όλων των νοηματοδοτήσεων της βαρβαρότητας είναι η εξωτερικότητα της βαρβαρικής απειλής. Οι Κινέζοι έφτιαξαν το μεγαλύτερο τείχος στο σύμπαν, προκειμένου να τους κρατήσουν απ’ έξω. Οι βάρβαροι είναι οι εξωτερικοί καταστροφείς της αποκτημένης πολιτισμικής τάξης. Οι «μάστιγες του θεού», στις οποίες ο Δανιλέφσκι συγκατέλεγε πρωτίστως τους μογγόλους και τους τούρκους.

Εκτός όμως από τη βαρβαρότητα υπάρχει και η «αγριότητα». Αυτή όμως είναι εσωτερική, διαρκώς υποφώσκουσα και ανά πάσα στιγμή ικανή, κατά τους Έλληνες τραγικούς, να ξεσπάσει και να πνίξει τα πάντα στο αίμα. Είναι ο «νόμος της ζούγκλας», ο πόλεμος όλων εναντίον όλων. Αν λάβουμε υπόψη ότι ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ζώο, ότι δεν μπορεί να ζήσει παρά μόνο σε κοινωνία, αντιλαμβανόμαστε ότι ο «νόμος της ζούγκλας» είναι ένα αρνητικό όριο, το οποίο δεν μπορεί να το ξεπεράσει ο άνθρωπος και συγχρόνως να επιβιώσει. Η γενικευμένη αλληλοσφαγή είναι το «κάτω όριο» του πολιτισμού.

Μήπως η αποφυγή της αλληλοσφαγής είναι ο πρωταρχικός κινητήρας του πολιτισμού; Δεν έχουμε αίσθηση του πράγματος, αλλά τα ιστορικά δεδομένα μας πληροφορούν ότι στην αρχή και στο τέλος κάθε πολιτισμού βρίσκεται, κατά κανόνα, μια εξοντωτική αλληλοσφαγή. Ας θυμηθούμε τα μυκηναϊκά βασίλεια: Είτε αλληλοεξοντώθηκαν είτε αυτοκαταστράφηκε το καθένα από μόνο του. Ας θυμηθούμε επίσης τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό: Ο Πελοποννησιακός πόλεμος, ένας γενικευμένος και αγριότατος εμφύλιος πόλεμος, ήταν αυτός που κατέστρεψε τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό, ενώ ό,τι απέμεινε βάλθηκαν στη συνέχεια να το αποτελειώσουν τα ελληνιστικά βασίλεια, πολεμώντας αδιάκοπα μεταξύ τους. Αν οι Έλληνες δεν είχαν την τύχη να κατακτηθούν από τους Ρωμαίους, λέει ο Τόϋμπη, θα είχαν αλληλοεξοντωθεί ως τον τελευταίο. Συχνά χρειάζεται να προστεθούν στους εμφυλίους πολέμους οι εξωτερικές βαρβαρικές επιδρομές, για να έλθει το τέλος. Αν κοιτάξουμε τον πολιτισμό από τη σκοπιά της διπλής αυτής απειλής θα διαπιστώσουμε ότι στην ουσία είναι ένα πολύπλοκο σύστημα αμυντικών οχυρώσεων απέναντι στη «βαρβαρότητα» και κυρίως απέναντι στην «αγριότητα». Τελικώς τα φράγματα σπάνε. Η αποτελεσματικότητά τους παραμένει ωστόσο εντυπωσιακή. Παράδειγμα το Βυζάντιο και η αυτοκρατορική Κίνα, όπου γιγαντιαίες συσσωματώσεις ανθρώπων συμβιώνουν λίγο πολύ ειρηνικά, για απίστευτα μεγάλα χρονικά διαστήματα. Πώς επιτυγχάνεται το θαύμα αυτό;

3.2 Ο πατέρας-πόλεμος

Γενικεύοντας την εμπειρία των Ελλήνων ο Ηράκλειτος έχει διατυπώσει τον νόμο που διέπει κάθε πολιτισμό. Είναι τα αποσπάσματα 8, 53 και 80: Πάντα κατ’ έριν γίγνεσθαι. Όλα γίνονται σύμφωνα με τη διχόνοια (8). Πόλεμος πάντων μεν πατήρ εστι, πάντων δε βασιλεύς και τους μεν θεούς έδειξε, τους δε ανθρώπους, τους μεν δούλους, τους δε ελευθέρους. Ο πόλεμος είναι πατέρας όλων, όλων βασιλιάς. Άλλους ανέδειξε σε θεούς και άλλους σε ανθρώπους, άλλους έκανε δούλους και άλλους ελεύθερους (53). Ειδέναι δε χρη τον πόλεμον εόντα ξυνόν, και δίκην έριν, και γινόμενα πάντα κατ’ έριν και χρεών. Πρέπει να γνωρίζει ο καθένας ότι ο πόλεμος είναι κοινός και ότι η διχόνοια είναι δικαιοσύνη και ότι όλα γίνονται σύμφωνα με τη διχόνοια και την ανάγκη (80).

Ο πόλεμος είναι, λοιπόν, ο πατέρας υου πολιτισμού, κάθε πολιτισμού. Αυτός γεννά τους ανθρώπους και τους θεούς, τους δούλους και τους ελεύθερους. Το πώς γεννά τους δούλους και τους ελεύθερους είναι κατανοητό. Το πώς γεννά τους θεούς και τους ανθρώπους, είναι το μέγα αίνιγμα, στο οποίο και ίσως οφείλει το επίθετο «σκοτεινός» ο δαιμόνιος τούτος νους της Ιωνίας. Η φράση «άλλους τους έκανε θεούς και άλλους ανθρώπους», μας υποχρεώνει να εννοήσουμε ότι ο «πατέρας πόλεμος» είναι εκείνος ο πόλεμος, ο οποίος παρεμβαίνει στο «σημείο μηδέν» του πολιτισμού, δηλαδή στην προπολιτισμική–προκοινωνική κατάσταση, κατά την οποία ο άνθρωπος δεν είναι ακόμη «άνθρωπος». Το θέμα είναι να δούμε, πριν απ’ όλα, ποιο είναι αυτό το «σημείο μηδέν» του πολιτισμού. Βεβαίως δεν ξέρουμε τι ακριβώς ήταν κάποτε, στην ανθρωπολογική πρωταρχή μας. Ξέρουμε όμως τι είναι σε κάθε επιμέρους ιστορική αρχή του πολιτισμού: είναι ένας εμφύλιος πόλεμος. Αυτό είναι το ένα στοιχείο. Το άλλο είναι το στοιχείο ότι δεν υπάρχει κοινωνία και πολιτισμός χωρίς θρησκεία, ότι πολιτισμός και διάκριση θείου και ανθρωπίνου είναι ταυτόσημα (μόνο στη νεωτερική εποχή φαίνεται να ξεχωρίζουν). Δικαιούμαστε να υποθέσουμε ότι ο Ηράκλειτος αναφέρεται στην προπολιτισμική (ή μεταπολιτισμική) εκείνη κατάσταση, όπου δεν υπάρχει ακόμη ή έχει καταργηθεί κάθε διάκριση μεταξύ θείου και ανθρωπίνου και μαζί της κάθε ταξική ιεράρχηση («ελεύθεροι» και «δούλοι»). Σε αυτή την ειδική κατάσταση παρεμβαίνει ένας εμφύλιος πόλεμος, με την ειδική μορφή του «πατέρα» και εγκαθιστά τους ιδρυτικούς θεμελιακούς διαχωρισμούς του πολιτισμού: τη διάκριση θεών και ανθρώπων, ελεύθερων και δούλων. Παίρνει κάποιους από τους «προανθρώπους» (ή τους «υπανθρώπους») της ειδικής αυτής «κατάστασης μηδέν» και αναδεικνύοντάς τους σε θεούς, μεταβάλλει τους υπολοίπους σε «ανθρώπους».

3.3 Ο θυσιαστικός μηχανισμός

Καταλαβαίνουμε σήμερα τι εννοεί ο Ηράκλειτος, επειδή γνωρίζουμε τον θυσιαστικό μηχανισμό. Ο πυρήνας κάθε θρησκείας είναι η θυσία. Ο θυσιαστικός μηχανισμός πυροδοτείται από την έκρηξη της αλληλοσφαγής, του πολέμου όλων εναντίον όλων, σύγχρονη μορφή του οποίου είναι ο εμφύλιος πόλεμος. Όπως έχει δείξει ο Ρενέ Ζιράρ η θυσία αναπαριστά τελετουργικά ένα γεγονός το οποίο βρίσκεται στις απαρχές της κοινότητας και είναι ο τερματισμςό ενός γενικευμένου αλληλοσπαραγμού μέσω της μετατροπής του σε λιντσάρισμα ενός εκ των αδελφών-εμπολέμων. Η σύγκλιση της συλλογικής βίας πάνω στο θύμα έφερε την εκτόνωσή της και τη συλλογική ιδρυτική της κοινότητας συμφιλίωση. Η μη κατανόηση των θαυμαστών συμφιλιωτικών συνεπειών του λιντσαρίσματος έκανε τους πριν εμπολέμους να αποδώσουν το θαύμα στο θύμα, εφόσον αυτό ήταν που «πήρε επάνω του» το μίασμα της συλλογικής μανίας. Αλλά για να μπορέσει να το «πάρει επάνω» του θα πρέπει να ήταν το ίδιο και η αιτία της μανίας. Αυτή μοιάζει να ήταν η πρωτόγονη λογική της θυσιαστικής παραγνώρισης. Μιαρό και συγχρόνως ιερό, το θύμα έγινε ο σημασιακός πυρήνας της κατοπινής θεότητας, στην οποία αποδόθηκε (και ορθώς!) η καταγωγή της κοινότητας. Πίσω από κάθε θεότητα βρίσκεται ένα συλλογικό θύμα, μας λέει η θυσιαστική θεωρία. Έπειτα από κάποια σειρά ενεργοποιήσεων του θυσιαστικού μηχανισμού, οι άνθρωποι ανακάλυψαν την ομοιοπαθητική-ελεγχόμενη εκτόνωση της εμφυλιοπολεμικής βίας, μέσω της τελετουργικής αναπαράστασης του αρχικού συλλογικού φόνου και έτσι φτάσαμε (όλοι, μηδενός εξαιρουμένου) στη θυσία.

Τα βασικά στάδια της θυσίας είναι η ανθρωποθυσία, η ζωοθυσία και η θεοθυσία. Το θέμα είναι τεράστιο, αλλά το συμπέρασμα είναι ότι αυτό που αρχίζει με την τελετουργική επεξεργασία του θυσιαστικού μηχανισμού είναι αυτό που φτάνει σε μας ως πολιτισμός. Η βασική αρχή της πολιτισμικής επεξεργασίας είναι η αρχή της θρησκευτικής απαγόρευσης, η οποία είναι με τη σειρά της το άμεσο αποτέλεσμα της θυσιαστικής επεξεργασίας. Η απαγόρευση ξεκινά από τη μετατροπή των αφορμών πυροδότησης της αλληλοκτονικής βίας σε ταμπού και ολοκληρώνεται με την ηθική εσωτερίκευση των θρησκευτικών απαγορεύσεων και την εμφάνιση του δικαστικού συστήματος. Η εσωτερίκευση ξεκινά από τον φόβο της τιμωρίας, περνά από το δέλεαρ της αμοιβής και ολοκληρώνεται με την εσωτερίκευση της δικαιοσύνης και την «υπευθυνότητα», που στηρίζονται στην (μερική τουλάχιστον) «αυτοθυσία» της επιθετικής παρόρμησης. Παράλληλα με την εσωτερίκευση της θυσίας ολοκληρώνεται ο θυσιαστικός μηχανισμός αυτονομείται, αποπροσωποιείται και μεταβάλλεται σε θεσμό: την «ανεξάρτητη δικαιοσύνη». Αυτή αναλαμβάνει να τιμωρήσει τον βιοπραγούντα-αυτοδικούντα, με υπόρρητο σκοπό να αποφευχθεί η πυροδότηση του εκδικητικού φαύλου κύκλου, ο οποίος μπορεί να ρίξει την κοινότητα στην αλληλοσφαγή. «Ανεξάρτητη δικαιοσύνη» σημαίνει, ακριβώς, τη συλλογική άρνηση της αυτοδικίας και την αμείλικτη τιμωρία της. Η δικαιοσύνη δεν είναι μια αφηρημένη «αρχή» (αν και δεν μπορεί να λειτουργήσει ικανοποιητικά αν δεν πιστεύεται ότι ως τέτοια). Είναι η συλλογική ανάληψη και απρόσωπη ικανοποίηση των εκδικητικών ενστίκτων, προκειμένου να παταχθεί η αυτοδικία. Ως σύμπτωμα η αυτοδικία είναι ωστόσο ένα αξιόπιστο βαρόμετρο. Μετρά την πίεση στο κοινωνικό καζάνι. Προειδοποιεί τον νομοθέτη ότι «κάτι δεν πάει καλά» στο σύστημα και πρέπει κατεπειγόντως να προβεί σε διορθώσεις. Με το να τσακίσουμε απλώς το βαρόμετρο δεν λύνουμε το πρόβλημα.

Η οργανική σχέση θυσιαστικής και πολιτισμικής επεξεργασίας, δείχνει ότι ο θεμελιώδης νόμος του πολιτισμού είναι ο εξής: Η απόλυτη βία, ο πόλεμος όλων εναντίον όλων, ο οποίος απειλεί συνεχώς με καταστροφή την κοινότητα, μπορεί να εκτονωθεί-αποπεμφθεί, μέσω της σχετικής βίας, της ιερής-θυσιαστικής βίας, της βίας όλων εναντίον ενός. Ο πόλεμος είναι πάντων πατήρ με τη θυσιαστική έννοια. Η «καλή βία» εκδιώκει την «κακή βία». «Ο σατανάς διώχνει τον σατανά».1

3.4 Αντλία χάους

Οι ανθρώπινες ομάδες κινδυνεύουν πάντα από την πυροδότηση του εμφυλίου πολέμου, πράγμα που συμβαίνει εύκολα όταν η κοινωνική επαγρύπνηση εναντίον της αυτοδικίας είναι χαλαρωμένη. Αυτό το γνώριζαν καλά οι αρχαίοι νομοθέτες. Γι’ αυτό και όλη η πολιτειακή οχύρωση των αρχαίων πόλεων στόχευε στην αποτροπή του εμφυλίου πολέμου. Τα ιερά στο κέντρο της πόλεως, οι τακτικές τελετουργικές θυσίες και στις κρίσιμες ώρες η θυσία του Φαρμακού, μαζί με τους νόμους, το δικαστικό σύστημα και τέλος την Τραγωδία, είχαν σχεδιαστεί για να αποτρέψουν την κατολίσθηση στο χάος, τη σοβούσα στα θεμέλια της πολιτισμικής τάξης διαρκή απειλή. Όποιος δεν γνωρίζει ότι οι ναοί, οι τελετές, ο αθλητισμός κλπ., ήταν το συλλογικό αλεξικέραυνο έναντι της εσωτερικής βίας, δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί τίποτε από την ελληνική τέχνη. Δεν είναι π.χ. σε θέση να καταλάβει για ποιο λόγο έπρεπε να μπει η γιγαντομαχία στα αετώματα του Παρθενώνα.

Ας προσέξουμε πόσο θεμελιώδης είναι ο ρόλος του θυσιαστικού μηχανισμού στη συγκρότηση του συλλογικού υποκειμένου και άρα της ταυτότητάς του. Το συλλογικό υποκείμενο το ιδρύει η ιερή βία (η βία όλων εναντίον ενός, του τυχόντος καθενός), η οποία εκτοπίζει την απόλυτη βία (τον εμφύλιο πόλεμο). Η θυσιαστική επεξεργασία κατοχυρώνει βήμα-βήμα το θετικό αποτέλεσμα, εγκαθιδρύοντας μια αύξουσα εσωτερική διαφοροποίηση, δίκην αντιπλημμυρικού συστήματος, έναντι της απόλυτης βίας. Μέσω της αύξουσας διαφοροποίησης ο θυσιαστικός μηχανισμός λειτουργεί σαν την αντλία θερμότητας: αφαιρεί συγκρουσιακή ένταση από το εσωτερικό της ομάδας και τη βγάζει προς τα έξω, με αγωγό το εκάστοτε θύμα, που είναι άτομο, άτομα ή ομάδα και ομάδες. Η εσωτερική διαφοροποίηση αντανακλάται αναγκαστικά σε εξωτερική διαφοροποίηση. Δημιουργεί την πολιτισμική διαφοροποίηση των κοινοτήτων. Ο θυσιαστικός μηχανισμός αναπαράγεται τότε σε ένα δεύτερο επίπεδο, καθώς τα διαφοροποιημένα συλλογικά υποκείμενα (τελικώς: κράτη, έθνη, υπερεθνικά συστήματα), απειλούνται από την απόλυτη βία δευτέρου βαθμού, τη διασυλλογική βία και χρειάζεται να επιστρατευθεί εναντίον της μια αντίστοιχη δευτέρου βαθμού ιερή βία. Από τον εμφύλιο πόλεμο πάμε έτσι στον «κανονικό» πόλεμο, τον διασυλλογικό πόλεμο. Η αναπαραγωγή του θυσιαστικού μηχανισμού στο διασυλλογικό επίπεδο συντελείται με τις συμμαχίες μεταξύ γειτονικών ομάδων εναντίον μιας απ’ αυτές, η οποία παίζει τον ρόλο του αποδιοπομπαίου τράγου. Η διασυλλογική ενοποίηση βασίζεται έτσι πάντοτε στην παρουσία κάποιου «εξωτερικού εχθρού» (κράτους, έθνους, πολιτισμού). Σύγχρονα παραδείγματα απόλυτης βίας δευτέρου βαθμού είναι οι παγκόσμιοι πόλεμοι, αλλά και οι παγκόσμιες οικονομικές κρίσεις. Σύγχρονα παραδείγματα ιερής βίας δευτέρου βαθμού είναι οι «σταυροφορίες», οι «ιερές συμμαχίες», το τζιχάντ. Είναι όμως και η επαναστατική βία των αστών ή των σοσιαλιστών «ιδεολόγων» και γενικά των κάθε είδους ιακωβίνων τρομοκρατών.

Ο πολιτισμός δεν είναι, λοιπόν, υπόθεση άνεσης και διασκέδασης, «απολαύσεων του πνεύματος» κλπ. όπως αφελώς νομίζει ο σύγχρονος άνθρωπος, αλλά η επαγρύπνηση εναντίον του «νόμου της ζούγκλας», από την εισβολή του οποίου πάντοτε κινδυνεύουμε. Ο εικοστός αιώνας μας έδωσε ήδη ένα γερό μάθημα. Δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, ένας ψυχρός πόλεμος, συν αναρίθμητοι τοπικοί πόλεμοι. Γενοκτονίες εθνών και τάξεων, χωρίς προηγούμενο. Ολοκαυτώματα ασύλληπτα, όπου αντί για εκατόμβες βοδιών και προβάτων, θυσιάστηκαν εν ψυχρώ ολόκληρα έθνη και κοινωνικές τάξεις, δεκάδες εκατομμύρια άνθρωποι.

Η εκ πρώτης όψεως αθώα διάκριση ζην και ευ ζην έχει λοιπόν πίσω της το «θηρίο», που πρέπει να εξημερωθεί και το οποίο λέγεται Βία. Η ύπαρξη πολιτισμού δείχνει ότι το «θηρίο» εξημερώνεται, σε κάποιο βαθμό, αλλά είναι πάντοτε έτοιμο να ξαναγίνει θηρίο. Η διάκριση ζην – ευ ζην προϋποθέτει τη νίκη της ιερής βίας πάνω στην απόλυτη βία. Η αντικειμενοποιημένη σε σύνολο παραδόσεων δομή αυτής της νίκης είναι ο πολιτισμός. Έχουμε «υψηλό πολιτιστικό επίπεδο» εκεί όπου το άτομο έχει εσωτερικεύσει το αίτημα της δικαιοσύνης και έχει προκαταβολικά παραιτηθεί από την αυτοδικία.

4. Υπάρχει διαπολιτισμική εξέλιξη;

Ο θυσιαστικός μηχανισμός διέπει, λοιπόν, τη γένεση των πολιτισμών και η αποτελεσματικότητά του εγγυάται την αναπαραγωγή τους. Διακρίνουμε αμέσως δύο στάδια στην εξέλιξη του θυσιαστικού μηχανισμού. Το ένα είναι ο κολεκτιβισμός. Το άλλο ο ατομικισμός. Το δεύτερο δεν είναι υποχρεωτικό, αλλά κάτω από ορισμένες συνθήκες μπορεί να διαδεχθεί το πρώτο.

Ο κολεκτιβισμός είναι το στάδιο όπου ή ιερή βία, το «όλοι εναντίον ενός», είναι σεβαστή όσο και αμείλικτη. Το άτομο δεν υπολογίζεται. Με τον καιρό όμως και στο μέτρο που η θυσιαστική αντλία λειτουργεί αποτελεσματικά (μετατροπή των αφορμών της απόλυτης βίας σε ταμπού και εσωτερίκευση των ταμπού, ώσπου ο σεβασμός τους να γίνει «φυσική» συμπεριφορά) ξεχνιέται ποια βία είναι ο πραγματικός εχθρός και οι άνθρωποι νομίζουν ότι δεν είναι παρά η βία που στρέφεται εναντίον του μεμονωμένου ατόμου, δηλαδή ο περιορισμός της επιθυμίας. Σε τέτοιες συνθήκες μπορούν να επωασθούν ατομοκεντρικές αντιλήψεις και μέσα από μια θυσιαστική κρίση να υπάρξει μετάβαση σε ατομοκεντρικό πολιτισμικό δρόμο. Αυτό συνέβη σε δύο μόνο περιπτώσεις στη γνωστή ιστορία της ανθρωπότητας: την αρχαιοελληνική και τη νεωτερική. Οι πολιτισμοί των αρχαίων Ελλήνων και των νεωτερικών ευρωπαίων ήταν ατομοκεντρικοί, με την έννοια ότι στη φάση της ανόδου τους είχαν ως ανθρωπολογικό πρότυπο το υπεύθυνο άτομο, τον πολίτη. Καθώς όμως το διαβουλευόμενο σώμα των πολιτών έγινε η «πηγή» της νομιμότητας, το άτομο άρχισε, με την πάροδο του χρόνου, να πιστεύει ότι η θεμελίωση της Πολιτείας είναι συμβατική-σχετική. Ότι στην πραγματικότητα η πόλις δεν «ανήκει στους θεούς και τους ήρωες», όπως πιστευόταν πριν και στερεότυπα επαναλαμβανόταν στα προοίμια των βουλευτικών αποφάσεων (έδοξε τη Βουλή και τω Δήμω κλπ).. Ότι, με άλλα λόγια, η Πολιτεία δεν θεμελιώνεται στο ιερό, στην ιερή βία, όπως συμβαίνει στην πραγματικότητα. Μπορούμε τελικά να παρατηρήσουμε πώς όταν η εξατομίκευση ολοκληρώνεται και η διάκριση θείου και ανθρωπίνου καταργείται, τότε η κοινωνία κατολισθαίνει ασυγκράτητα στο «σημείο μηδέν», στο «κάτω όριο» του πολιτισμού, δηλαδή την αλληλοσφαγή. Ενσκήπτει τότε και πάλι ο θυσιαστικός πατέρας-πόλεμος κι αν καταφέρει να λειτουργήσει αποτελεσματικά, μπορεί να αποτρέψει την αυτοκαταστροφή της κοινότητας και να πετύχει την κοινωνική αναθεμελίωση-μετάβασή της σε άλλον πολιτισμό. Στις συνθήκες αυτές τίθεται και το ζήτημα να ξεπεραστεί το ανθρωπολογικό δίπολο ατομικισμού/κολεκτιβισμού. Για πρώτη φορά το αίτημα αυτό τέθηκε στην ελληνιστική και τη ρωμαϊκή εποχή, για να λάβει ως απάντηση τον χριστιανισμό. Σήμερα, στην εποχή του μεταμοντερνισμού, τίθεται για δεύτερη φορά.

Σύμφωνα με την ορθόδοξη παράδοση μπορεί να υπερβαθεί το ανθρωπολογικό δίπολο και να εμφανιστεί ένας τρίτος τύπος ανθρώπου: το Πρόσωπο. Το Πρόσωπο είναι το άτομο, το οποίο έχει τεθεί έξω από την εξουσία του θυσιαστικού μηχανισμού. Έχοντας απαλλαγεί από τη βία μέσα του έχει ελευθερωθεί απ’ αυτήν και έξω του: «ήρθε ο άρχων του κόσμου τούτου κι έφυγε άπρακτος, γιατί δεν βρήκε μέσα μου τίποτα να πιαστεί». Αυτό σημαίνει ότι μπορεί το Πρόσωπο να «πάρει επάνω» του το συλλογικό μίασμα, επιτρέποντας στην κοινότητα να θεμελιώσει την ενότητά της στη δική του «μαρτυρία» (θυσία-αυτοθυσία). Πρότυπο του ανθρωπολογικού αυτού τύπου είναι ο Εσταυρωμένος. Αυτό που κάνει ο Σταυρός είναι να προσφέρει την αγάπη ως άλλη βάση για την ατομικότητα. Κατά σύμπτωση μόνο σ’ αυτή τη βάση είναι δυνατή η απόλυτη-ακατάλυτη ατομικότητα, την οποία εις μάτην αναζητά το άτομο στην ανοδική του φάση. Η αποκάλυψη του Προσώπου μας μιλά για την ύπαρξη μιας τρίβαθμης ανθρωπολογικής κλίμακας: κολεκτιβιστικός τύπος, Άτομο, Πρόσωπο. Στην παραδοσιακή Ορθόδοξη ορολογία οι τύποι αυτοί λέγονται: δούλοι του Θεού, εργάτες (ή μισθωτοί) του Θεού, φίλοι του Θεού. Οι δούλοι κάνουν το καλό επειδή φοβούνται την κόλαση. Οι μισθωτοί επειδή θα κερδίσουν τον παράδεισο. Οι φίλοι κάνουν το καλό επειδή αγαπούν τον Θεό-φίλο. Εντελώς διαφορετικά τα κίνητρα: ο Φόβος, το Κέρδος, η Αγάπη. Η παραδοχή της ανθρωπολογικής Κλίμακας συνεπάγεται τη δυνατότητα διαπολιτισμικής εξελίξεως: κολεκτιβιστικός πολιτισμός, ατομοκεντρικός πολιτισμός, προσωποκεντρικός πολιτισμός, ανάλογα με το ποιος από τους τρεις τύπους ανθρώπου είναι το ηγετικό πρότυπο. Δυνατότητα διαπολιτισμικής εξελίξεως σημαίνει ότι ένα συλλογικό υποκείμενο μπορεί να αναπτύξει κολεκτιβιστικό πολιτισμό, να μεταβεί έπειτα στον πολιτισμό της εξατομίκευσης και στη συνέχεια σε έναν προσωποκεντρικό πολιτισμό, χωρίς να χάσει την ταυτότητά του. Είναι το ίδιο που «ανεβαίνει» τις διαδοχικές βαθμίδες της αυτής κλίμακας. Βεβαίως η ανοδική κίνηση δεν είναι μονόδρομος. Υπάρχουν και οι υποστροφές. Τα «κενά» ανάμεσα στις «βαθμίδες» αντιστοιχούν σε συνθήκες πολιτισμικής ισοπέδωσης, ανάλωσης των θυσιαστικών πόρων και πολιτισμικής κατάρρευσης. Είναι το «σημείο μηδέν» του πολιτισμού, η χωματερή των πολιτισμικών προτύπων. Είναι ο χώρος του ανθρωπολογικού μηδενισμού. Τέτοιες εποχές αναγνωρίζονται εύκολα από την έντονη βίωση συμπτωμάτων «διάλυσης» της προσωπικότητας.

Σε αντίθεση με τον ατομοκεντρικό και τον κολεκτιβιστικό τύπο, για τους οποίους η πνευματική ηγεμονία ολοκληρώνεται ως κοινωνική κυριαρχία, το Πρόσωπο μπορεί να λειτουργήσει ως πρότυπο μόνο αποπεμπόμενο. Η πνευματική ακτινοβολία του δεν αποτρέπει την αποπομπή του: ει εμέ εδίωξαν και υμάς διώξωσιν. Το παράδειγμα του μοναδικού προσωποκεντρικού πολιτισμού που γνωρίζουμε, του «βυζαντινού», ενσαρκώνει την ιδιάζουσα αυτή αντίφαση: το Πρόσωπο ήταν κυρίαρχο πρότυπο, αλλά η σταυρική του παράδοση ήταν μονίμως αναγκασμένη να καταφεύγει στην έρημο. Ο Άγιος ήταν το κυρίαρχο ανθρωπολογικό πρότυπο. Όμως μόνο «έξω από τον κόσμο» μπορούσε να ευδοκιμήσει. Σε ποιο βαθμό είναι τούτο σύμφυτο με τον χαρακτήρα του Προσώπου γενικά και σε ποιο βαθμό ελληνική ιδιομορφία είναι κάτι που μένει να διερευνηθεί.

Ξεκινήσαμε από τον ορισμό του πολιτισμού ως αμφίδρομης κίνησης μεταξύ ζην και ευ ζην. Το κάτω όριο, πίσω από το απροσώπως ζην, είναι η αλληλοσφαγή. Αυτή πυροδοτείται κάθε φορά που οι άνθρωποι αδυνατούν να διαχειριστούν θυσιαστικά τον συγκρουσιακό μιμητισμό τους. Εσωτερικεύοντας τη θυσία τείνουν προς ορισμένα ανθρωπολογικά πρότυπα, τα οποία και συνιστούν το άνω όριο της πολιτισμικής τους ανέλιξης. Τα πρότυπα αυτά εσωτερικεύονται στην παραδειγματική μήτρα του πολιτισμού. Η δομή της ανοδικής διαδρομής, αν ξετυλιχτεί πλήρως, είναι η τρίβαθμη ανθρωπολογική Κλίμακα. Οι διαφοροποιήσεις θυσιαστικής κατεύθυνσης και παραδειγματικής μήτρας, δίδουν κριτήρια επαρκή για τη μελέτη των πολιτισμικών διαφορών και των πολιτισμικών ταυτοτήτων.

Σύνοψη των συνόψεων: Ο πολιτισμός ελέγχεται πλήρως από τη βία, η οποία μόνο αυτοθυσιαστικά και μόνο στην τρίτη ανθρωπολογική βαθμίδα μπορεί να υπερβαθεί. Η βία αντιμετωπίζεται μόνο με την αυτοθυσιαστική παραίτηση από τη δύναμή της.

1 Ρενέ Ζιράρ, Εθεώρουν τον Σατανά… Εξάντας. Αθήνα 2002

Παρμένο από το βιβλίο Πέρα από το Άτομο (εκδ. Αρμός β’ έκδ.).

Πηγή: http://www.antifono.gr/portal/Πρόσωπα/Ζιάκας/Βιβλιογραφία/2269-Βία-και-Πολιτισμός-Ορισμένα-κριτήρια.html

Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση του email σας δεν θα δημοσιευθεί.

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση